ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 271/2016)
30 Σεπτεμβρίου, 2025
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
MARY GORGORIAN
Εφεσείουσa,
v.
ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ
Εφεσίβλητης.
......................
Μ. Παναγίδης, για Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Στ. Βασίλακκας, για Ε. Φλουρέντζου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
........................
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και
θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η Εφεσείουσα συνήψε ασφαλιστήριο συμβόλαιο υγείας με την Εφεσίβλητη, ασφαλιστική εταιρεία, με δικαιούχους την ίδια, τον σύζυγο και τη θυγατέρα της. Όταν η Εφεσείουσα υπέβαλε απαίτηση για αποζημίωση λόγω ασθένειας και νοσοκομειακής περίθαλψης του συζύγου της, η Εφεσίβλητη διαπίστωσε πως αυτός έπασχε από σακχαρώδη διαβήτη πριν από τη σύναψη του συμβολαίου, κάτι το οποίο η Εφεσείουσα δεν είχε αποκαλύψει κατά την υποβολή της αίτησης ασφάλισης. Η Εφεσίβλητη θεώρησε πως αν η Εφεσείουσα απεκάλυπτε αυτό το πρόβλημα του συζύγου της, δεν θα προχωρούσε με την ασφάλιση του και πως η Εφεσείουσα παρέβη το καθήκον πλήρους αποκάλυψης της κατάστασης της υγείας του. Έτσι, τερμάτισε το ασφαλιστήριο σε σχέση με τον σύζυγο. Η Εφεσείουσα ήγειρε αγωγή με την οποία ζητούσε απόφαση πως ο τερματισμός ήταν παράνομος και πως το ασφαλιστήριο είναι έγκυρο και δεσμευτικό. Η Εφεσίβλητη καταχώρισε ανταπαίτηση αξιώνοντας δήλωση πως αυτό είναι άκυρο και ή ακυρώσιμο σε σχέση με αυτόν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία της Εφεσείουσας, που ήταν και η μοναδική μάρτυρας για την πλευρά της. Δέχθηκε τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων υπεράσπισης, ήτοι της Λειτουργού Ανάληψης Κινδύνου και της Εσωτερικής Νομικής Συμβούλου της Εφεσίβλητης, Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 αντίστοιχα. Κατέληξε πως η Εφεσείουσα, εν γνώσει της ότι όφειλε να αποκαλύψει πλήρεις και ακριβείς πληροφορίες για την κατάσταση υγείας του συζύγου της, παρέλειψε να το πράξει, με αποτέλεσμα η Εφεσίβλητη ορθά να προέβη σε ακύρωση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου σε σχέση με αυτόν. Εξ ου και απέρριψε την απαίτηση και εξέδωσε απόφαση ως η ανταπαίτηση.
Η Εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με εννέα λόγους έφεσης. Οι λόγοι έφεσης 1 και 3 αφορούν στην αξιοπιστία της Εφεσείουσας. Οι λόγοι έφεσης 7 και 8 αφορούν στην αξιοπιστία των μαρτύρων της Εφεσίβλητης. Οι υπόλοιποι λόγοι 2, 4, 5, 6 και 9 αφορούν στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως έχει τονιστεί, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση S.K. Masters Developments Ltd v. Κυρατζής κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 49/2015, ημερ. 22.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:A215, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα. Περαιτέρω, το Εφετείο επεμβαίνει εκεί όπου τα ευρήματα γεγονότων δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.
Με τους λόγους έφεσης 1 και 3, αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα κατέληξε πως η Εφεσείουσα ήταν αναξιόπιστη αναφορικά με τις συνθήκες κατάρτισης της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης και ως προς το ότι στην πρόταση ασφάλισης δεν ζητείτο το ιατρικό ιστορικό του συζύγου της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια λεπτομερή αξιολόγηση της μαρτυρίας της Εφεσείουσας. Εξέφρασε τη γενική εντύπωση που είχε προκαλέσει η μάρτυρας, ήτοι ότι ήταν ασαφής και γενικόλογη στις απαντήσεις της και κατέφευγε, ενίοτε, σε υπεκφυγές επί ουσιωδών θεμάτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε επίσης πως ήταν εμφανέστατη η προσπάθεια της Εφεσείουσας να τηρήσει απόσταση για την όποια υποχρέωση θα μπορούσε να της καταλογιστεί για την ανάγνωση του περιεχομένου της πρότασης ασφάλισης και, προφασιζόμενη αδυναμία να θυμηθεί, δεν ήταν καθόλου πειστική στις απαντήσεις της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στη γενική εικόνα που αποκόμισε για τη μάρτυρα. Προχώρησε και ανέλυσε τη μαρτυρία της σε σχέση με τις συνθήκες συμπλήρωσης της πρότασης ασφάλισης, καταδεικνύοντας έτσι τις αντιφάσεις και την αναξιοπιστία της. Αναφέρθηκε ειδικότερα στη θέση της Εφεσείουσας πως είναι ο ασφαλιστής, αντιπρόσωπος της Εφεσίβλητης, που της έθετε τις ερωτήσεις στην πρόταση και συμπλήρωνε τις απαντήσεις τις οποίες η ίδια του έδιδε, εντοπίζοντας αντίφαση μεταξύ της προφορικής της μαρτυρίας και του περιεχόμενου επιστολής που η ίδια είχε μεταγενέστερα αποστείλει στην Εφεσίβλητη. Αυτή η ανακολουθία σύγκειτο στο ότι, «ενώ στην ένορκη της μαρτυρία, η [Εφεσείουσα] προέταξε ζήτημα υποκειμενικής αντίληψης από μέρους της ως προς το κατά πόσον θα έπρεπε ή δεν έπρεπε να αποκαλύψει προς [την Εφεσίβλητη] την προϋπάρχουσα ασθένεια του συζύγου της (την οποία γνώριζε ασφαλώς), ο λόγος για τον οποίο δεν προέβη στην ενέργεια αυτή οφειλόταν στο ότι έτσι την είχε καθοδηγήσει ο ασφαλιστής/εκπρόσωπος [της Εφεσίβλητης]».
Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και αξιολόγησε κάθε πτυχή της μαρτυρίας της Εφεσείουσας, αποδίδοντας τη γενική εντύπωση από την όλη συμπεριφορά της στο εδώλιο του μάρτυρος και παραπέμποντας σε αναφορές από τη μαρτυρία της, που κατεδείκνυαν την αναξιοπιστία της.
Η εισήγηση της Εφεσείουσας ότι δεν υπήρξε μαρτυρία από την πλευρά της Εφεσίβλητης για τις συνθήκες συμπλήρωσης της πρότασης και ότι η Εφεσείουσα δεν αντεξετάστηκε για το συγκεκριμένο θέμα, δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η Εφεσείουσα έτυχε εκτενούς αντεξέτασης αναφορικά με τις συνθήκες συμπλήρωσης της πρότασης και την εμπλοκή του ασφαλιστή. Επιπλέον οι δύο μάρτυρες της Εφεσίβλητης αναφέρθηκαν στο περιεχόμενο της πρότασης και υπέδειξαν συγκεκριμένες ερωτήσεις που περιέχονταν σε αυτή, για να καταδείξουν ότι αυτές αφορούσαν την κατάσταση τόσο του κυρίως ασφαλιζόμενου όσο και των υπόλοιπων δικαιούχων.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Εφεσείουσας, η συμπλήρωση της πρότασης έγινε χωρίς την παρουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου πλην του ασφαλιστή ο οποίος ήταν αντιπρόσωπος της Εφεσίβλητης. Η ιδιότητα του αυτή δεν απάλλασσε το πρωτόδικο Δικαστήριο από την υποχρέωση να αξιολογήσει την ενώπιον του προσφερθείσα μαρτυρία, ειδικότερα εφόσον ο ίδιος δεν κατέθεσε. Από τη στιγμή που η μαρτυρία της Εφεσείουσας δεν ήταν σαφής, συνεπής και πειστική, τότε δεν θα μπορούσε και ευλόγως δεν είχε κριθεί αξιόπιστη από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Οι λόγοι έφεσης 1 και 3 κρίνονται αβάσιμοι.
Με τους λόγους 7 και 8 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων της Εφεσίβλητης ως αξιόπιστη και τη θέση ότι αν η τελευταία γνώριζε το ιατρικό ιστορικό του συζύγου, δεν θα εξέδιδε το ασφαλιστήριο.
Έχει ήδη λεχθεί ότι οι δύο μάρτυρες για την Εφεσίβλητη υποστήριξαν τη θέση ότι η Εφεσείουσα καλείτο και είχε υποχρέωση να αναφέρει το ιατρικό ιστορικό του συζύγου της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε πως αυτές οι δύο μάρτυρες ήταν αξιόπιστες, καθότι προκάλεσαν «θετική εντύπωση αφού, ανάμεσα σε άλλα, απαντούσαν με αμεσότητα και σαφήνεια, χωρίς να κλονιστούν καθόλου κατά την αντεξέταση». Θεωρούμε ότι αυτή η αξιολόγηση ήταν καθόλα εύλογη με βάση τη μαρτυρία των δύο αυτών μαρτύρων. Και οι δύο μάρτυρες αναφέρθηκαν στις ερωτήσεις που περιλαμβάνονται στην πρόταση για να καταδείξουν ότι αυτές αφορούσαν το ιατρικό ιστορικό του εξαρτώμενου δικαιούχου, με τη Μ.Υ.1 να αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ουδέποτε αντιμετώπισαν ζήτημα μη ορθής αντίληψης της συγκεκριμένης ερώτησης. Η Μ.Υ.2, ως νομική σύμβουλος, παρέπεμψε το ζήτημα στην Επιτροπή Αποζημιώσεων της Εφεσίβλητης, στην οποία ήταν και η ίδια μέλος, και επανέλαβε την ίδια θέση ως η Μ.Υ.1. Για την κοινή θέση των μαρτύρων πως η Εφεσίβλητη δεν θα τον ασφάλιζε αν γνώριζε ότι έπασχε από διαβήτη, η Μ.Υ.1 έδωσε εξήγηση γι’ αυτό, η οποία, όπως σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση.
Στο σημείο αυτό παρεμβάλλουμε ότι το περιεχόμενο της πρότασης ήταν τελικώς ζήτημα ερμηνείας εγγράφου από το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Επομένως, δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτό στην αξιολόγηση των μαρτύρων για την Εφεσίβλητη.
Οι λόγοι έφεσης 7 και 8 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί εφόσον αφορούν στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη εγκυρότητας της ασφαλιστικής σύμβασης.
Αποτελεί καθιερωμένη νομική αρχή ότι οι ασφαλιστικές συμβάσεις αποτελούν συμβάσεις υψίστης πίστεως (uberrimae fidei), στις οποίες η απόκρυψη ουσιωδών πληροφοριών οδηγεί αυτές σε ακυρότητα, ανεξαρτήτως του κατά πόσο η απόκρυψη έγινε εκ λάθους και χωρίς δόλια πρόθεση. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό. Ουσιώδες γεγονός είναι κάθε περίσταση η οποία θα επηρεάσει την κρίση ενός συνετού ασφαλιστή κατά τον καθορισμό του ασφαλίστρου ή κατά τη λήψη της απόφασης κατά πόσο θα αναλάβει τον κίνδυνο. Όταν η ακρίβεια και ορθότητα των δηλώσεων αποτελεί βάση της σύμβασης, τότε δεν απαιτείται η εξέταση του κατά πόσο το ανακριβές γεγονός είναι ουσιώδες ή όχι. Αυτά λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Πανευρωπαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ v. Eretria Leisure Cruises Ltd (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1072, στην οποία παρέπεμψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Στην επίδικη σύμβαση ασφάλισης, υπήρχε όρος για την υποχρέωση του ασφαλιζόμενου να δηλώσει πλήρως και με ειλικρίνεια «όλα τα περιστατικά που είναι απαραίτητα για να εκτιμήσει σωστά η Εταιρεία τον κίνδυνο που αναλαμβάνει» και ότι αυτά τα στοιχεία περιλαμβάνονται στην αίτηση για ασφάλιση «που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτού του συμβολαίου». Αντίστοιχη πρόνοια ότι η αίτηση αποτελεί μέρος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου περιλαμβάνεται και στην ίδια την αίτηση. Στη σύμβαση, υπήρχε επίσης όρος πως η Εφεσίβλητη απαλλασσόταν από την υποχρέωση της για καταβολή αποζημίωσης σε περίπτωση που ο ασφαλιζόμενος «έκανε ψευδή δήλωση ή αποσιώπησε γνωστά σε αυτόν περιστατικά, τέτοια που η Εταιρεία αν τα γνώριζε δε θα προέβαινε στην ασφάλιση ή δεν θα την αποδεχόταν με τους ίδιους όρους».
Επομένως, ήταν ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αίτηση ασφάλισης αποτελούσε μέρος της ασφαλιστικής σύμβασης η οποία ήταν σύμβαση υψίστης πίστεως.
Στην αίτηση ασφάλισης υπήρχε ένα μέρος με τίτλο «Ιστορικό» στο οποίο απαριθμούνταν διάφορες ερωτήσεις για παθήσεις και ασθένειες με αντίστοιχα τετραγωνάκια για να συμπληρωθεί το καθένα, θετικά ή αρνητικά, αναφορικά με την Εφεσείουσα που ήταν η ασφαλιζόμενη. Προς το τέλος της αίτησης και πριν τον χώρο για τις υπογραφές, υπήρχε ο τίτλος «Δήλωση» κάτω από τον οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η Εφεσείουσα δηλώνει υπεύθυνα πως οι πιο πάνω πληροφορίες και απαντήσεις της ήταν πλήρεις και ακριβείς και πως δεν απέκρυψε, αποσιώπησε ή παρέλειψε «οποιοδήποτε ουσιώδες στοιχείο που μπορεί να επηρεάσουν την ακριβή εκτίμηση του κινδύνου που αναλαμβάνει η Εταιρεία για τα πρόσωπα που προτείνονται προς ασφάλιση».
Ανατρέχοντας στο περιεχόμενο της αίτησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εύλογα κατέληξε ότι στην αίτηση ήταν προφανές πως πέραν της αποκάλυψης των στοιχείων για την ίδια, ζητείτο η αποκάλυψη τέτοιων στοιχείων και για τους δικαιούχους, τα οποία αν αποκαλύπτονταν, θα επηρέαζαν την απόφαση της Εφεσίβλητης στο κατά πόσο θα κάλυπτε και αυτούς ή οποιονδήποτε εξ αυτών. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως αυτό το θέμα ήταν τέτοιο που έπρεπε να είχε αποκαλυφθεί και για τον σύζυγο, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που στις ερωτήσεις για το ιστορικό του ασφαλιζόμενου, υπήρχε ξεχωριστή αναφορά σε διαβήτη (σάκχαρο).
Η παράλειψη υποβολής συγκεκριμένων ερωτήσεων για τους δικαιούχους, όπως για την Εφεσείουσα ως η ασφαλιζόμενη, δεν καταργούσε με οποιονδήποτε τρόπο την υποχρέωση από την Εφεσείουσα αποκάλυψης οποιουδήποτε στοιχείου μπορούσε να θεωρηθεί ως σημαντικό για την απόφαση της Εφεσίβλητης στο κατά πόσο θα κάλυπτε τον σύζυγο ή όχι. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Πανευρωπαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (ανωτέρω), η υποβολή ερώτησης δεν είναι πάντοτε απαραίτητη για να αποκαλυφθεί ένα ουσιώδες γεγονός, όπως και αντίστροφα η υποβολή ερώτησης αφ’ εαυτής δεν καθιστά το γεγονός ουσιώδες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε και με το κατά πόσο απαιτείτο η προσκόμιση μαρτυρίας εμπειρογνώμονα και δη ιατρικής μαρτυρίας. Κατέληξε πως δεν ήταν αναγκαίο καθότι το ζητούμενο δεν ήταν η σύνδεση του διαβήτη με την κατάσταση του συζύγου η οποία οδήγησε στην ασθένεια και τη νοσοκομειακή περίθαλψη του (για την οποία υπεβλήθη η απαίτηση κάλυψης), αλλά η δυνητική σημασία της μη αποκάλυψης στην ορθή αποτίμηση της αίτησης ασφάλισης εντός του πλαισίου της σύμβασης ύψιστης πίστεως.
Ούτε και η έλλειψη χώρου στην αίτηση για να γραφούν οποιαδήποτε στοιχεία για τους δικαιούχους, αναιρεί την υποχρέωση αποκάλυψης.
Η φύση της σύμβασης ουδόλως απαιτούσε όπως η Εφεσίβλητη είτε να αποτείνετο στην προηγούμενη ασφαλιστική εταιρεία με την οποία η Εφεσείουσα διατηρούσε ασφάλεια υγείας πριν αποταθεί στην Εφεσίβλητη είτε να ζητούσε διευκρινίσεις ή εξέταση από γιατρό. Η υποχρέωση αποκάλυψης βαρύνει την Εφεσείουσα και όχι την Εφεσίβλητη. Επί τούτου, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως η σύμβαση παρείχε το δικαίωμα στην Εφεσίβλητη να πράξει οποιοδήποτε των ανωτέρω, πλην όμως αυτό συνέβαινε όταν εγειρόταν κάποια υποψία ή αμφιβολία στην Εφεσίβλητη και θεωρούσε κάτι τέτοιο σκόπιμο. Στο σύγγραμμα MacGillivray on Insurance Law, 9η έκδοση, παρ. 17-78 και 17-80, αναφέρεται πως η παράλειψη διευκρινιστικής ερώτησης επί του υπό κρίση ζητήματος και διερεύνησης αυτού, ενδεχομένως να δημιουργήσει κώλυμα προβολής ισχυρισμού για μη αποκάλυψη. Αυτό συνήθως εγείρεται όταν εύλογα δημιουργείται κάποια απορία στον ασφαλιστή. Κάτι τέτοιο δεν είχε διαφανεί μέσα από τη μαρτυρία την οποία αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εξ ου και κατέληξε πως δεν ήταν αναγκαίο για την Εφεσίβλητη να βεβαιώνετο κατά πόσο οι απαντήσεις στις ερωτήσεις κάλυπταν και τα εξαρτώμενα πρόσωπα, με σκοπό να εξασφαλίσουν πρόσθετη πληροφόρηση. Εύστοχα ανέφερε ότι «τίποτε δεν δικαιολογούσε ευλόγως και αντικειμενικώς κατά το χρόνο εκείνο, συνειρμό καν περί των όσων διαπιστώθηκαν εκ των υστέρων ως μη αποκαλυφθέν γεγονός».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με κάθε πτυχή του καθήκοντος αποκάλυψης και απέδωσε μια ολοκληρωμένη και ακριβοδίκαιη περιγραφή της υπό κρίση περίπτωσης. Συγκεκριμένα, δεν δίστασε να αναφέρει πως η αίτηση ασφάλισης θα μπορούσε να ήταν πιο σαφής ως προς τις απαιτήσεις-ερωτήσεις προς τον ασφαλιζόμενο, κυρίως ως προς την ασφάλιση των εξαρτωμένων προσώπων, αν υπήρχε πεδίο για να δίδονταν περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με τις ερωτήσεις. Παρά ταύτα, ορθά και βάσιμα κατέληξε πως από τη στιγμή που η Εφεσείουσα υπέγραψε την αίτηση και συμπλήρωσε τις εξειδικευμένες αναφορές στις ερωτήσεις, καθώς επίσης είχε πλήρη επίγνωση ότι δήλωνε ως προτεινόμενους για ασφάλιση τον σύζυγο και τη θυγατέρα της, τότε γνώριζε το χρέος της να αποκαλύψει πλήρεις και ακριβείς πληροφορίες για τους δικαιούχους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από την προαναφερόμενη υπόθεση Πανευρωπαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (ανωτέρω), ερμήνευσε ορθά τη σύμβαση ασφάλισης και τις υποχρεώσεις των μερών, τονίζοντας πως η σύμβαση ήταν υψίστης πίστεως και η Εφεσείουσα βαρύνετο με την υποχρέωση αποκάλυψης καθ’ όλους τους κρίσιμους χρόνους όλων των ουσιωδών γεγονότων, ούτως ώστε η Εφεσίβλητη να γνώριζε εξαρχής τους κινδύνους που καλείτο να αναλάβει με την επίδικη ασφάλιση. Κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα ότι η Εφεσείουσα «είχε χρέος να αποκαλύψει πλήρεις και ακριβείς πληροφορίες περί των προσώπων που προτείνονται για ασφάλιση».
Επομένως, και οι λόγοι έφεσης 2, 4, 5, 6 και 9 κρίνονται αβάσιμοι.
Η Έφεση απορρίπτεται.
€4.000 έξοδα Έφεσης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο