ΧΡΙΣΤΟΥ ΙΟΡΔΑΝΟΥΣ v. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ.291/2015, 3/9/2025
print
Τίτλος:
ΧΡΙΣΤΟΥ ΙΟΡΔΑΝΟΥΣ v. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ.291/2015, 3/9/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

  

Πολιτική Έφεση Αρ.291/2015

 

 

3 Σεπτεμβρίου, 2025

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

  

ΧΡΙΣΤΟΥ ΙΟΡΔΑΝΟΥΣ

Εφεσείοντα /Αιτητή

 

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εφεσίβλητου/Καθ’ ου η Αίτηση

 

……………………………

 

 

Λ. Λουκαΐδης για Λ. Γ. Λουκαϊδης & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Ζ. Χαραλάμπους (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

 

 

             ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί                               από το Δικαστή Δαυίδ. 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΑΥΙΔ, Δ.:  Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, με ομόφωνη απόφαση του, απέρριψε στο σύνολο τους τις θεραπείες που ο εφεσείων διεκδικούσε μέσω της Αίτησης Αρ.601/2010 που καταχώρησε.  Οι αξιώσεις του, ως καταγράφονται στην εν λόγω απόφαση, μεταφέρονται αυτούσιες στην παρούσα.  Ο εφεσείων αξίωνε:

«1. Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η μείωση του μισθού του Αιτητή, μετά τη μετακίνηση του από τη θέση του Λειτουργού Συνεργατικής Ανάπτυξης από τη Δημόσια Υπηρεσία στην Εκπαιδευτική Υπηρεσία, είναι άκυρη εφόσον αυτή έγινε κατά παράβαση του Κανονισμού 8 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Απολαβές, Επιδόματα και άλλα Οικονομικά Ωφελήματα των Δημοσίων Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1995-1996 και κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος και το Πρωτόκολλο 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά παράβαση της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2000 δημοσιευμένης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων L303 της 02/12/2000, κατά παράβαση του άρθρου 9(β) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως 1997 «Για τον καθορισμό της μισθοδοσίας αυτών των εκπαιδευτικών λειτουργών εφαρμόζονται, τηρουμένων     των αναλογιών, όσα ισχύουν στη δημόσια υπηρεσία.» και κατά παράβαση του άρθρου 23 του Συντάγματος.

 

2.           Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η άρνηση της Δημόσιας Υπηρεσίας απόδοσης στον Αιτητή ετήσιων προσαυξήσεων για την περίοδο που άρχισε μετά από ένα χρόνο από την ημερομηνία πρόσληψης του στη Δημόσια Υπηρεσία, ως επίσης και ωφελήματα 13ου μισθού από την ημερομηνία πρόσληψης, καταβολή Κοινωνικών Ασφαλίσεων και/ή οποιωνδήποτε άλλων ωφελημάτων έχει δικαίωμα σε ίση μεταχείριση μετά των αντίστοιχων μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων στην αντίστοιχη ή παρόμοια θέση του Λειτουργού Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών και/ή Λειτουργού Συνεργατικής Ανάπτυξης, είναι άκυρη ως ασυμβίβαστη με την αρχή της ίσης μεταχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος και το Πρωτόκολλο 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σχετικών αποφάσεων του ΔΕΚ και της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου της 27πς Νοεμβρίου 2000 δημοσιευμένης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων L303 της 02/12/2000.

3.           Απόφαση του Δικαστηρίου ότι έχει παραβιασθεί σε βάρος του Αιτητή το Άρθρο 5(1) του Νόμου 98(1)/2003 που κατοχυρώνει την Αρχή της μη διάκρισης ως και οι αντίστοιχες Πρόνοιες της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου δημοσιευμένης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων L175/43 το άρθρο 23 και 28 του Συντάγματος, ως επίσης και οι αντίστοιχες πρόνοιες της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ηζ Νοεμβρίου 2000 δημοσιευμένης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων L303 της 02/12/2000.

4.       Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης του Λειτουργού Συνεργατικής Ανάπτυξης από τον Αιτητή που αναφέρονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της αντίστοιχης οργανικής θέσης χωρίς να δοθεί η αντίστοιχη Κλίμακα Α8-Α10-Α11 στον Αιτητή, παραβιάζει την Αρχή της μη διάκρισης ως ανωτέρω, το άρθρο 28 του Συντάγματος και συνεπώς ο Αιτητής δικαιούται σε αποζημιώσεις ίσες με τη διαφορά μισθών και ωφελημάτων για την οποία ζητά σχετική Απόφαση υπό μορφή αποζημιώσεων ως το Δικαστήριο ήθελε διαπιστώσει και καθορίσει.

5.        Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η μη αναγνώριση από τη Δημόσια Υπηρεσία του μεταπτυχιακού του τίτλου είναι άκυρη ως αντίθετη με τον Κανονισμό 15(2) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 98/91) και την αρχή της ίσης μεταχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος και το Πρωτόκολλο 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως επίσης αντίθετη των προνοιών της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2000 δημοσιευμένης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων L303 της 02/12/2000.

6.         Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η μη αναγνώριση από την Εκπαιδευτική Υπηρεσία, υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας για σκοπούς διορισμού, προαγωγής και προσαυξήσεων, ως επίσης και εφαρμογής τυχόν συμφωνίας μείωσης των ωρών διδασκαλίας στην Εκπαιδευτική Υπηρεσία είναι άκυρη ως ασυμβίβαστη (η μη αναγνώριση) με την αρχή της ίσης μεταχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος και το Πρωτόκολλο 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σύμφωνα με τις πρόνοιες της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2000 δημοσιευμένης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων L303 της 02/12/2000, σύμφωνα με τους περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως 1997 άρθρο 2(1), άρθρο 3(2), σύμφωνα με την έκθεση/πόρισμα της Επιτρόπου Διοικήσεως ημερ. 13/8/2007, Αρ. Φακ.:Α/Π 17/2007 που αφορά την αναγνώριση προϋπηρεσίας/υπηρεσίας Εκπαιδευτικών Λειτουργών και σύμφωνα με σχετικές αποφάσεις του ΔΕΚ.

7.  Απόφαση του Δικαστηρίου ότι το νέο καθεστώς του Αιτητή ως συμβασιούχου στην Εκπαιδευτική Υπηρεσία από 1/9/2010, είναι ασυμβίβαστο με το νομικό καθεστώς που αυτός δικαιούται εφόσον προηγουμένως στην Δημόσια Υπηρεσία είχε συμβόλαιο αορίστου χρόνου από τις 19.3.2007.

8.     Απόφαση του Δικαστηρίου ότι οι όροι απασχόλησης του Αιτητή, που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τις αμοιβές και τις συντάξεις, πρέπει να είναι οι ίδιοι με εκείνους που ισχύουν για τους αντίστοιχους μόνιμους υπαλλήλους, σύμφωνα με σχετικές αποφάσεις του ΔΕΚ.

9.     Γενικές και/ή Ειδικές Αποζημιώσεις για παράβαση σχετικών κανόνων και αρχών Δικαίου και του Άρθρου 28 του Συντάγματος ως και του Πρωτοκόλλου 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

10.    Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία, Απόφαση ή Διάταγμα το Δικαστήριο ήθελε κρίνει πρέπουσα και/ή δικαία υπό τις περιστάσεις.

11. Τόκο προς 8% ως το Δικαστήριο ήθελε καθορίσει πλέον Νόμιμο Τόκο

12.   Έξοδα πλέον Φ.Π.Α.»

 

Παρεμβάλλεται ότι η θεραπεία υπό το ως άνω, αιτητικό 2, τελικά δεν προωθήθηκε από τον Αιτητή, με τον δικηγόρο του να δηλώνει κατά την εξέλιξη της διαδικασίας, ότι το εγκαταλείπει. Ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο ζήτημα δεν απασχόλησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Τα ουσιαστικά γεγονότα που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση δεν τελούν υπό αμφισβήτηση.  Ως διαπιστώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Αιτητής προσελήφθη ως έκτακτος  υπάλληλος στο Δημόσιο, κατά ή περί τον Απρίλιο 2001. Από τις 19.03.2007, η σύμβαση εργασίας του κατέστη αορίστου χρόνου.  Μέχρι τις 31.08.2010, εργάστηκε ως λειτουργός στην Υπηρεσία Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών, στην κλίμακα Α8.  Ο τελευταίος μισθός του στην πιο πάνω θέση ήταν €2.474,62.  Από την 01.09.2010, διορίστηκε με σύμβαση, μέχρι την 31.08.2011, ως καθηγητής σε σχολεία Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης.  Ο μισθός που έλαβε τον Σεπτέμβριο του 2010, ήταν €1.988,70.  Στις 04.02.2014, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Ε.Ε.Υ.) του κοινοποίησε την απόφαση της να του προσφέρει διορισμό σε δοκιμασία στη μόνιμη θέση καθηγητή από την 01.09.2014.  Την εν λόγω θέση κατέχει μέχρι σήμερα. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων, αποδεχόμενος τη θέση καθηγητή με σύμβαση ορισμένου χρόνου, συμφώνησε με τους νέους όρους της σύμβασης εργοδότησης του, και, ως εκ τούτου, στη βάση της δεσμευτικής για τις δύο πλευρές νέας σύμβασης εργοδότησης, η όποια μείωση του μισθού του δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί παράνομη. Παραπέμποντας δε σε σχετική νομολογία, υπέδειξε πως η διαφοροποίηση μεταξύ μόνιμου δημόσιου υπαλλήλου και έκτακτου, ορισμένης ή αορίστου διάρκειας, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να απαλειφθεί.  Ως εκ τούτου, κατέληξε, ο Αιτητής δεν κατέδειξε οποιαδήποτε δυσμενή διάκριση σε βάρος του, σε σχέση με αντίστοιχους εργαζόμενους, μόνιμους υπαλλήλους. Περαιτέρω, με αναφορά στις σχετικές διατάξεις του περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου, Ν.8/1967, (άρθρο 12), σημειώνοντας ότι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας για καταχώρηση αίτησης στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών είναι η γένεση ενός αγώγιμου δικαιώματος, υπέδειξε ότι, στην περίπτωση του Αιτητή, το δικαίωμα του τελευταίου να προβάλλει συγκεκριμένες αξιώσεις, έχει παραγραφεί. Υποδεικνύοντας παράλληλα ότι ο προσδιορισμός στο σώμα της Απαίτησης των γεγονότων που δικαιολογούν μία ή περισσότερες θεραπείες, αποτελεί προϋπόθεση για την εξέταση τους, ως επίσης, ότι η απλή διατύπωση μιας θεραπείας, χωρίς την παράθεση οποιονδήποτε σχετικών στοιχείων ή μαρτυρίας, δεν μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχία ενός αιτήματος, κατέληξε πως η πλευρά του Αιτητή δεν εξειδίκευσε, ως όφειλε, τόσο δικογραφικά όσο και με σχετική μαρτυρία, συγκεκριμένα ζητήματα και στοιχεία που αφορούν διεκδικήσεις της. Παραπέμποντας τέλος στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, μέσω του οποίου διασφαλίζεται, και συνταγματικώς, η ισότητα όλων ενώπιον του νόμου, με αναφορά σε σχετικές για το ζήτημα αποφάσεις, υπέδειξε πως η ως άνω πρόνοια δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά εξασφαλίζει και αποτρέπει από αυθαίρετες διαφοροποιήσεις.

 

Ο Εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με πέντε (5) λόγους Έφεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, υποστηρίζει, λανθασμένα απέρριψε το επιχείρημα πως μετά την μετακίνηση του στην Εκπαιδευτική Υπηρεσία, δεν επιτρεπόταν η μείωση του μισθού του Ενάγοντα (1ος λόγος Έφεσης).  Περαιτέρω,  λανθασμένα ενέκρινε τη μη αναγνώριση από την Ε.Ε.Υ., υπηρεσίας ή και προϋπηρεσίας του (2ος λόγος Έφεσης), απορρίπτοντας παράλληλα τη θέση του πως η μη αναγνώριση από τη Δημόσια Υπηρεσία του μεταπτυχιακού του τίτλου, είναι άκυρη (3ος λόγος Έφεσης). Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προβάλλει επίσης, εσφαλμένα απέρριψε τη θέση ότι «όροι απασχόλησης» περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις αμοιβές και τις συντάξεις που ίσχυαν για τους αντίστοιχους μόνιμους υπάλληλους (4ος λόγος Έφεσης), ενώ με τον 5ο λόγο Έφεσης,  προτάσσει τον γενικότερο ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένους νομικούς συλλογισμούς, προβάλλοντας επί τούτου ότι λανθασμένα επικαλέστηκε τον λόγο της απόφασης στην υπόθεση Παναγίδης v. Γενικός Εισαγγελέας (2012) 1(Β) Α.Α.Δ.1641 και ότι εσφαλμένα αναφέρει ότι «η όλη δομή της υπόθεσης του εφεσείοντα στηρίχθηκε στο Νόμο 98(Ι)/03 και της Οδηγίας 199/70/Ε14», αφού στην πραγματικότητα αυτή στηρίχθηκε, εκτός από τα πιο πάνω, στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, στο Πρωτόκολλο 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,  σε  σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αλλά και σε άλλη, Κυπριακή νομοθεσία.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις σύντομες, γραπτές αγορεύσεις τους, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους. 

 

Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις αναφορές, τις τοποθετήσεις, τα επιχειρήματα και/τις εισηγήσεις των πλευρών για τα ζητήματα που εγείρονται στα πλαίσια της παρούσας. 

 

Ως κατ’ επανάληψη έχει υποδειχθεί, οι όροι υπηρεσίας των συμβασιούχων στο δημόσιο τομέα, καθορίζονται από την σύμβαση μεταξύ των μερών (Αβραάμ v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49). Κατά τον ίδιο τρόπο, έχει διακηρυχθεί πως οι έκτακτοι υπάλληλοι, ορισμένης ή αορίστου διάρκειας, δεν μπορούν να εξομοιωθούν με μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους. Η διαφοροποίηση που δημιουργείται μεταξύ μόνιμου δημόσιου υπαλλήλου και έκτακτου, ορισμένης ή αορίστου διάρκειας, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να απαλειφθεί, έχοντας ως πρώτιστη διαφορά το νομικό υπόβαθρο επί  του οποίου εδράζεται η πρόσληψη ή δημιουργείται η σχέση εργοδότησης (Λαούτα v. Δημοκρατίας (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ 2205) .

 

Στην υπο συζήτηση περίπτωση, ο Αιτητής, δεν αποτελούσε μόνιμο δημόσιο υπάλληλο. Αντίθετα, ως τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα καταδεικνύουν, η εργοδότηση του, από τις 19.03.2007, διείπετο από σύμβαση αορίστου διαρκείας. Την σύμβαση αυτή, ο ίδιος τερμάτισε, εγκαταλείποντας την, για να αποδεκτεί τη θέση διορισμού του ως καθηγητή σε σχολεία Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, με σύμβαση ορισμένου χρόνου.  Η πιο πάνω κατάσταση πραγμάτων και η εξέλιξή τους, ειδικότερα η αποδοχή εκ μέρους του της θέσης του καθηγητή με σύμβαση ορισμένου χρόνου και μέσω της υπογραφής της νέας αυτής σύμβασης, η αποδοχή των όρων της, όπως και η επακολουθήσασα εφαρμογή της, απολήγουν, αφεύκτως, καταλυτικές για το σύνολο των λόγων έφεσης που έχουν ως «πυρήνα» την εισήγηση ότι ο Αιτητής, γενικότερα αλλά και ειδικότερα ως προς τα εισοδήματα, της υπηρεσίας και ή προϋπηρεσίας του και τους όρους απασχόλησης του, θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί όπως τους αντίστοιχους μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους και ότι έτυχε δυσμενούς διάκρισης, όπως ο ίδιος την προβάλλει, σε σχέση με τους τελευταίους.  

Υπό το φως των πιο πάνω, ο 1ος, 2ος, και 4ος λόγοι Έφεσης, δεν μπορούν να έχουν επιτυχή κατάληξη και απορρίπτονται. 

 

Είναι γεγονός ότι η διαδικασία στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, διεξάγεται με βάση το εξεταστικό σύστημα και όχι το αντιπαραθετικό. Τούτο, εκ των πραγμάτων, παρέχει ευρύτερη ευχέρεια στο Δικαστήριο για τη διερεύνηση των γεγονότων που άπτονται μιας διαφοράς. Ωστόσο, ως κατ’ επανάληψη έχει διακηρυχθεί (Αθανασίου v Reana Manufacturing and Trading Co Ltd κ.α. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1635), το πιο πάνω, δεν μεταβάλλει τον καλά θεμελιωμένο δικονομικό κανόνα ως προς την αναγκαιότητα τα επίδικα θέματα να προκύπτουν και δεόντως να προβάλλονται από τη δικογραφία, ούτε τις παραμέτρους που ρυθμίζουν το βάρος απόδειξης σε μια δίκη. Ως προβλέπεται εξ’ άλλου στον περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικό Κανονισμό του 1999 (Κ3(1)), αποτελεί υποχρέωση του Αιτητή να καθορίζει στην αίτηση του τους λόγους στους οποίους θεμελιώνεται το αίτημα του και να προσδιορίζει την αιτούμενη θεραπεία ή θεραπείες.

 

Στην  υπό συζήτηση περίπτωση, οι απαιτήσεις του Αιτητή σε σχέση με τη μη αναγνώριση μεταπτυχιακού τίτλου στον οποίο ο ίδιος επιγραμματικά αναφέρεται και επικαλείται  όπως και στο ζήτημα της μη  έγκρισης και αναγνώρισης από την Ε.Ε.Υ., υπηρεσίας ή και προϋπηρεσίας του, (ζητήματα που συναρτώνται με τους 2ο και 3ο λόγους Έφεσης), ως σωστά επισημαίνει το Πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά το γεγονός ότι διατυπώνονταν ως αιτούμενες θεραπείες, γεγονός παραμένει ότι στο σώμα της Απαίτησης του εφεσείοντα δεν παρατέθηκαν στοιχεία ούτε καθορίστηκαν τα ουσιώδη γεγονότα, στη βάση των οποίων εδραζόταν η συγκεκριμένη απαίτηση. Ομοίως, κανένα στοιχείο ή μαρτυρία  τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου για τα πιο πάνω ζητήματα. Η προβολή μιας θεραπείας, από μόνη της, δεν επιτρέπει την εξέταση του ζητήματος που αυτή εγείρει.  Τούτο, προϋποθέτει την παράθεση του ανάλογου νομικού και πραγματικού υπόβαθρου στο σώμα της Απαίτησης και, βεβαίως, την προώθηση της, κατά περίπτωση,  μέσω της προσκόμισης ανάλογης μαρτυρίας και στοιχείων (Βασιλειάδης κ.α. v. Πετρολίνα Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 16).  

 

Τα πιο πάνω, πέρα και ανεξάρτητα από το ζήτημα του εκπρόθεσμου της προσφυγής του Αιτητή στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών για τα πιο πάνω ζητήματα, ως το έχει εντοπίσει το Πρωτόδικο Δικαστήριο, παραπέμποντας στην προβλεπόμενη 12μηνη προθεσμία, ως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 12(10Α) του περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου, Ν.8/67 ως έχει τροποποιηθεί.

 

Συνακόλουθα και ο 3ος λόγος Έφεσης δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και απορρίπτεται. 

 

Πέραν της γενικότητας που χαρακτηρίζει τον 5ο λόγο Έφεσης, θα πρέπει εξαρχής να σημειωθεί ότι δεν συμπλέουμε με την εισήγηση της πλευράς του εφεσείοντα, ότι η επίκληση από το Πρωτόδικο Δικαστήριο της Παναγίδης (ανωτέρω) και η παραπομπή σε αρχές που αυτή καθιερώνει ή επαναλαμβάνει, πρωτίστως όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ των μονίμων δημόσιων υπαλλήλων και των συμβασιούχων, ορισμένης ή αορίστου διάρκειας, ήταν λανθασμένη και αδόκιμη για την περίπτωση του εφεσείοντα, επηρεάζοντας λανθασμένα την κρίση του σε σχέση με τα ειδικότερα ζητήματα που προωθούσε ο Αιτητής.

 

Πέραν του γεγονότος ότι η αντίληψη πως το πρωτόδικο Δικαστήριο με την αναφορά του πως «η όλη δομή της υπόθεσης του εφεσείοντα στηρίχθηκε στο Νόμο 98(1/03) και της Οδηγίας 199/70/Ε14»  (σελ. 14 της πρωτόδικης απόφασης), αφορούσε την υπόθεση του εφεσείοντα, οφείλεται προφανώς σε παρανόηση και σε λανθασμένη πρόσληψη των αναφορών του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφού είναι φανερό ότι η πιο πάνω αναφορά εκ μέρους του Δικαστηρίου, αφορούσε την Παναγίδης (ανωτέρω) και όχι την περίπτωση του εφεσείοντα στην παρούσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην υπόθεση που εδώ απασχολεί,  δεν παρέλειψε να ασχοληθεί και με το  Άρθρο 28 του Συντάγματος, ως επίσης το πρωτόκολλο 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σημειώνοντας επί τούτου ότι η έννοια της ισότητας έναντι του νόμου, ως καθορίζεται και προστατεύεται στο Άρθρο 28 δεν έχει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά εξασφαλίζει εναντίον των αυθαίρετων διαφοροποιήσεων. Προσέγγιση καθ’ όλα ορθή, έχοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, την υπόδειξη στην  Γ. Χαραλάμπους & άλλους v Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ 175, ότι το Άρθρο 28 του Συντάγματος, δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις που απαιτούνται να γίνουν, λόγω της φύσης των πραγμάτων και του γενικού συμφέροντος. 

 

Των ως άνω λεχθέντων, ούτε ο  5ος λόγος Έφεσης μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

Αναπόδραστη κατάληξη όλων των πιο πάνω είναι ότι η υπό συζήτηση Έφεση, στο σύνολο της δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και, ως εκ τούτου, απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα έξοδα, ύψους €1.200.

                

                                                        

 

                                                            Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.            

                                                      

                                                         Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ. 

 

                                                  Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.                               

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο