ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΗΛΙΑ v. ΑΛΕΞΗ ΕΥΤΥΧΙΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 291/2016, 30/9/2025
print
Τίτλος:
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΗΛΙΑ v. ΑΛΕΞΗ ΕΥΤΥΧΙΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 291/2016, 30/9/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ                                 

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 291/2016)

 

30 Σεπτεμβρίου, 2025

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΗΛΙΑ

                                                                             Εφεσείων,

ν.

 

ΑΛΕΞΗ ΕΥΤΥΧΙΟΥ

                                                                             Εφεσίβλητου.

.............

Δ. Παυλίδης μαζί με Ελ. Θεμιστοκλέους (κα), για Δημήτριος Α. Παυλίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Δ. Νικολετόπουλος, για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

 

................

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη

και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.:  Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης η οποία εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα (εναγόμενου 1) για τα ποσά των €3.000 ως γενικές, επαυξημένες και τιμωρητικές αποζημιώσεις και €47,84 ως ειδικές αποζημιώσεις για επίθεση την οποία ο Εφεσίβλητος, τότε κληρωτός οπλίτης στην Εθνική Φρουρά, δέχθηκε από τον ανώτερο του, ανθυπολογαχό πεζικού Εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση του Εφεσίβλητου εναντίον της Δημοκρατίας (εναγομένης 2), στη βάση του ότι δεν απεδείχθη πως η τελευταία είχε οποιαδήποτε ευθύνη για τις πράξεις του Εφεσείοντα.

Μετά την καταχώριση της Έφεσης, ο Εφεσίβλητος καταχώρισε αντέφεση αναφορικά με το σκέλος της πρωτόδικης απόφασης που αφορά στη μη απόδοση ευθύνης στη Δημοκρατία, η οποία απεσύρθη κατά την ακρόαση της Έφεσης.

Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο Εφεσίβλητος, 19 τότε ετών, υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στη 33η μοίρα καταδρομών στο Σταυροβούνι. Ο Εφεσείων ήταν την ημέρα εκείνη αξιωματικός υπηρεσίας διανυκτερεύσεως της μοίρας και βρισκόταν στο κτίριο όπου στεγάζεται ο λόχος διοικήσεως. Ο Εφεσίβλητος είχε υποχρέωση παρουσίας στη φρουρά της μοίρας και αφού προσήλθε στον προθάλαμο του γραφείου διοικήσεως, όπου βρισκόταν το γραφείο του Εφεσείοντα, αιτήθηκε να εξαιρεθεί από την επιθεώρηση φρουράς και υπηρεσία λόγω ασθένειας. Ο Εφεσείων απέρριψε το αίτημα του Εφεσίβλητου και ακολούθησε διαπληκτισμός μεταξύ τους, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Εφεσείων «έπιασε τον [Εφεσίβλητο] από τον γιακά, τον έσπρωξε αναγκάζοντας τον να σκύψει και τον κτύπησε πίσω στη μέση με ημερολόγιο». Το περιστατικό περιήλθε στην αντίληψη των Μ.Ε.3 και Μ.Υ.2. Ο Μ.Ε.3, που υπηρετούσε και αυτός ως κληρωτός οπλίτης στην ίδια μονάδα, άκουσε τον διαπληκτισμό και είδε την ανωτέρω ενέργεια του Εφεσείοντα προς τον Εφεσίβλητο. Ο Μ.Υ.2, λοχαγός στην ίδια μονάδα, μάρτυρας για τη Δημοκρατία, άκουσε τι είχε συμβεί, χωρίς να είχε οπτική επαφή και μετά το συμβάν κάλεσε τον Εφεσίβλητο να πάει στο γραφείο του για να συνέλθει. Σύμφωνα πάντα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μετά το περιστατικό ο Εφεσίβλητος ήταν πολύ αναστατωμένος, φώναζε και εξύβριζε τον Εφεσείοντα και αισθανόταν πολύ προσβεβλημένος, ιδιαίτερα λόγω του ότι το περιστατικό έγινε αντιληπτό και από τρίτα πρόσωπα. Ο Εφεσίβλητος μεταφέρθηκε στο ιατρείο της μοίρας και ακολούθως στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας όπου διαγνώστηκε με θλάση οσφύος και του χορηγήθηκε τετραήμερη αναρρωτική άδεια. Έκτοτε μέχρι και τη δίκη ταλαιπωρείται με πόνο στη μέση. Το περιστατικό διερευνήθηκε και από την Εθνική Φρουρά. Ως αποτέλεσμα της διερεύνησης, μεταξύ άλλων, ο Εφεσείων τιμωρήθηκε με επίπληξη για το πειθαρχικό αδίκημα της αναξιοπρεπούς και ανοίκειου συμπεριφοράς, καθότι «έλκυσε τον Εφεσίβλητο από τον γιακά του χιτωνίου και τον κτύπησε στην πλάτη».

Ο Εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με έξι λόγους έφεσης. Αυτοί αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, στην ερμηνεία εγγράφων και στην επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη σε εύρημα ότι πριν από τη φυσική επαφή του Εφεσείοντα με τον Εφεσίβλητο προηγήθηκε διαπληκτισμός μεταξύ τους, καθότι δεν δόθηκε μαρτυρία περί τούτου.

Υπήρξε όμως σχετική μαρτυρία η οποία δόθηκε τόσο από τον Εφεσίβλητο, όσο και από τον Μ.Ε.3 και η οποία καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση. Συγκεκριμένα, ο Εφεσίβλητος ανέφερε ότι μετά την παράκληση του να εξαιρεθεί από την επιθεώρηση, δέχθηκε φραστική και ακολούθως σωματική επίθεση από τον Εφεσείοντα. Αυτή η αναφορά του ουδόλως αποτέλεσε αντικείμενο ενασχόλησης, και ούτε αμφισβήτησης, κατά την αντεξέταση του. Ο Μ.Ε.3 με τη σειρά του κατέθεσε ότι, ενώ βρισκόταν στον θάλαμο οπλιτών, άκουσε τον Εφεσείοντα να μιλά με έντονο τρόπο στον Εφεσίβλητο και αφού εξήλθε του θαλάμου, είδε τον Εφεσείοντα να επιτίθεται στον Εφεσίβλητο. Και πάλι η θέση του μάρτυρος ότι άκουσε τη στιχομυθία πριν δει τον Εφεσείοντα να επιτίθεται στον Εφεσίβλητο δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση του. Αντιθέτως, αυτή ουσιαστικά εκλήφθηκε ως δεδομένη, εφόσον η αντεξέταση του από τον δικηγόρο του Εφεσείοντα περιορίστηκε στο κατά πόσο ήταν βέβαιος ότι ήταν ο Εφεσείων που μιλούσε και όχι κάποιος άλλος και ο μάρτυρας εξήγησε ότι τον άκουσε και μόλις βγήκε έξω από τον θάλαμο και είδε τον Εφεσείοντα, βεβαιώθηκε πως ήταν αυτός.

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχθεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των εν λόγω μαρτύρων δεν αμφισβητείται στο πλαίσιο της υπό κρίση Έφεσης, με αποτέλεσμα αυτή η κρίση να παραμένει αλώβητη (βλ. Omex Enterprises Ltd κ.ά. v. xxx Elia, Πολ. Έφεση Αρ. 469/2012, ημερ. 20.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A384). Κρίνουμε πως η  μαρτυρία τους επί αυτού του σημείου εύλογα αποτέλεσε τη βάση του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το ότι υπήρξε διαπληκτισμός πριν από την επίθεση που ο Εφεσίβλητος δέχθηκε από τον Εφεσείοντα.

Ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως συνεπεία του κτυπήματος που δέχθηκε από τον Εφεσείοντα, ο Εφεσίβλητος υπέστη θλάση οσφύος και μέχρι την ημέρα της δίκης ταλαιπωρείται, κατά διαστήματα, με πόνους στη μέση.

Αποτελεί θέση του Εφεσείοντα ότι δεν υπήρξε μαρτυρία ειδικού εμπειρογνώμονα πως η θλάση οσφύος προκλήθηκε από το κτύπημα και ότι φαίνεται πιθανότερο αυτή να προϋπήρχε.

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχε μαρτυρία από τον Μ.Ε.4, ορθοπεδικό χειρουργό, τότε γιατρό του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, του οποίου η ειδικότητα και εμπειρογνωμοσύνη δεν αμφισβητήθηκαν. Ο Μ.Ε.4 εξέτασε τον Εφεσίβλητο στο Γενικό Νοσοκομείο δύο μέρες μετά το επίδικο επεισόδιο όταν και διαπίστωσε ότι έφερε κάκωση οσφύος, η οποία, όπως του αναφέρθηκε από τον Εφεσίβλητο, προκλήθηκε από κτύπημα με βιβλίο στην πλάτη. Ο μάρτυρας τον είδε ξανά δεκατέσσερις μέρες αργότερα. Η διάγνωση του μάρτυρος δεν αμφισβητήθηκε και επιπλέον ο μάρτυρας ήταν κάθετος ότι τέτοια θλάση μπορεί να προκληθεί από κτύπημα, όπως και από άλλες αιτίες. 

Η αξιόπιστη μαρτυρία του Εφεσίβλητου, στο πλαίσιο της οποίας συνέδεσε την επίθεση με τη θλάση οσφύος και η επιβεβαίωση από τον ειδικό για τη διάγνωση και τη δυνατότητα πρόκλησης αυτής από κτύπημα, ήταν ικανές να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο στο εύλογο συμπέρασμα ότι η θλάση οσφύος προκλήθηκε από αυτό. Ο Εφεσίβλητος είχε το βάρος να αποδείξει τη βλάβη που υπέστη λόγω της επίθεσης, η μαρτυρία του κρίθηκε αξιόπιστη και η ιατρική μαρτυρία συνέπιπτε με τη μαρτυρία του.

Το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστη και τη μαρτυρία του δεύτερου γιατρού, παθολόγου, Μ.Ε.2, ότι την ημέρα του επεισοδίου εξέτασε τον Εφεσίβλητο και διέγνωσε οξεία τενοντίτιδα στην οσφυϊκή μοίρα, δεν έρχεται σε σύγκρουση με το ανωτέρω εύρημα του Δικαστηρίου, ως η εισήγηση του Εφεσείοντα. Και τούτο καθότι ο Εφεσίβλητος αποσύνδεσε πλήρως την τενοντίτιδα με το επίδικο συμβάν ενώ, πέραν της τενοντίτιδας, ο Μ.Ε.2 ανέφερε πως την ίδια μέρα ο Εφεσίβλητος του παραπονέθηκε ότι ένιωθε πόνους στη μέση λόγω κτυπήματος με βιβλίο στην περιοχή της οσφύος το οποίο του προκάλεσε ανώτερος του στον στρατό.

 Η προσαχθείσα μαρτυρία για το ότι ο Εφεσίβλητος είχε προϋπάρχον βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό προήλθε μόνο από τον Εφεσείοντα και όχι από τον ίδιο τον Εφεσίβλητο, ως εισηγείται ο Εφεσείων. Το μόνο που ανέφερε ο Εφεσίβλητος ήταν ότι ένιωθε πόνο στη μέση, στο πλαίσιο του φυσιολογικού, όταν έκαναν ασκήσεις μεταφέροντας φορτίο 20-30 κιλών για οκτώ με εννέα ώρες. Μάλιστα ο ίδιος αρνήθηκε ότι έπασχε από οτιδήποτε, δηλώνοντας ότι αν ήταν έτσι, δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στις ασκήσεις που έκανε ως καταδρομέας. Ο Εφεσίβλητος δήλωσε στην έκθεση εξέτασης μάρτυρα, στο πλαίσιο της ανάκρισης της Εθνικής Φρουράς, πως αντιμετωπίζει πρόβλημα με τη μέση του, δήλωση η οποία δεν συγκρούεται με την προφορική του μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου και εν πάση περιπτώσει δεν ισοδυναμεί με βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό. Ο Διοικητής της Μονάδας, στο πλαίσιο της δικής του έκθεσης εξέτασης μάρτυρα, αναφέρθηκε ότι ο Εφεσίβλητος είχε ιγμορίτιδα, η οποία δεν συνδέθηκε με οποιονδήποτε τρόπο με το επεισόδιο. Η μοναδική μαρτυρία πως ο Εφεσίβλητος είχε βεβαρημένο ιστορικό προήλθε από τον Εφεσείοντα, η οποία, όμως,  δεν κρίθηκε αξιόπιστη.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε πως η συμπεριφορά του Εφεσείοντα ήταν αλαζονική, ούτως ώστε να δικαιολογείτο η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων.  

Οι τιμωρητικές αποζημιώσεις επιδικάζονται εκεί όπου η συμπεριφορά του αδικοπραγούντος είναι τόσο αξιόμεμπτη που χρήζει τιμωρίας από αστικό δικαστήριο, δηλαδή συνοδεύεται από στοιχεία αλαζονείας, θρασύτητας ή αθέμιτου κινήτρου ή τείνει να ταπεινώσει το θύμα του αδικήματος (βλ. Papakokkinou v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65 και Adrian Holdings Ltd v. Δημοκρατίας (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1836). Στην υπόθεση Παπαχρυστοστόμου v. Κώστα Γρηγοριάδη & Συνεταίροι (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2755,  λέχθηκαν χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:

«Αυτές έχουν την έννοια της τιμωρίας του αδικοπραγούντος όταν η συμπεριφορά του καταδεικνύει αφενός έντονη αδιαφορία για τα δικαιώματα των άλλων και αφετέρου την επίτευξη κέρδους στον ίδιο. … Να σημειωθεί περαιτέρω ότι οι παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις δίδονται εκεί όπου το δικαστήριο φρονεί ότι οι συνήθεις αποζημιώσεις δεν επαρκούν, αλλά δεν στοχεύουν στην αποκατάσταση του θύματος, όπως είναι οι συνήθεις αποζημιώσεις, ενώ μπορούν να αποδοθούν και αυξημένες αποζημιώσεις που δυνατόν να είναι αρκετές να καλύψουν ιδιαίτερη βλάβη στον ενάγοντα, (Rookes v. Barnard (1964) 1 All E.R. 367 και Νικολάου ν. Επίσημου Παραλήπτη (2009) 1 Α.Α.Δ. 1339).»   

          Στην Cassell & Co. Ltd. v. Broome and another (1972) 1 All E.R. 801, κατέστη ξεκάθαρο ότι η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων γίνεται μόνο όταν το Δικαστήριο (oι ένορκοι στην εν λόγω υπόθεση) έχει ικανοποιηθεί ότι το ποσό των αποζημιώσεων δεν είναι επαρκές για να τιμωρήσει τον εναγόμενο για τη συμπεριφορά του. Συνεπώς οι τιμωρητικές αποζημιώσεις επιδικάζονται επιπρόσθετα με τις αποζημιώσεις για τη ζημιά που ο ενάγων υπέστη.

Αυτός ο λόγος στηρίζεται στην εξέλιξη των γεγονότων, όπως τα είχε προβάλει ο Εφεσείων, η μαρτυρία του οποίου κρίθηκε αναξιόπιστη. Αυτή η κατάληξη δεν αμφισβητείται στο πλαίσιο της Έφεσης. Με δεδομένη τη συμπεριφορά του Εφεσείοντα, σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν κρίνουμε βάσιμη τη θέση πως η σχέση κατώτερου με ανώτερο δεν μπορεί να οδηγεί σε αλαζονική συμπεριφορά. Κάτι τέτοιο σαφώς και δεν ισχύει. Άλλωστε, όπως θα διαφανεί κατωτέρω, ο ίδιος ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148, αναγνωρίζει τη δυνατότητα απόδοσης αστικής ευθύνης σε μέλος της στρατιωτικής δύναμης για την πρόκληση προσωπικής βλάβης σε τρίτο πρόσωπο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από την ανωτέρω νομολογία και έλαβε υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες οι οποίοι δικαιολογούσαν την επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων. Συγκεκριμένα με βάση τα ευρήματα του, κατέληξε πως ο Εφεσείων ενήργησε με τρόπο αλαζωνικό προς υφιστάμενο του, σε χώρο όπου το περιστατικό έγινε αντιληπτό και από τρίτα πρόσωπα και το συμβάν ήταν ταπεινωτικό για τον Εφεσίβλητο.

Επομένως, ο τρίτος λόγος κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Ο τέταρτος λόγος έφεσης αποδίδει στο πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένο συμπέρασμα ως προς το ότι ο Εφεσείων επιχείρησε να καταδείξει πως ο Εφεσίβλητος ενήργησε με τρόπο που συνιστούσε πρόκληση.

Όπως επεσήμανε ρητώς το πρωτόδικο Δικαστήριο, το ζήτημα αυτό ελέχθη παρενθετικά και χωρίς αυτό να αποτελέσει τη βάση για την κατάληξη του αναφορικά με το ποσό των αποζημιώσεων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε στο να πει πως ακόμα και αν υπήρχε πρόκληση από τον Εφεσίβλητο για την επίθεση που δέχθηκε, αυτή δεν θα λαμβανόταν υπόψη για τον καθορισμών των αποζημιώσεων που δικαιούται. Επομένως, ήταν προφανές πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε εύρημα περί τούτου και δεν το έλαβε υπόψη για τον καθορισμό της αποζημίωσης.

Ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.  

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ερμήνευσε το άρθρο 15 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 για να απορρίψει την προδικαστική ένσταση περί έλλειψης δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδικάσει την εν λόγω υπόθεση.

Στην υπεράσπιση του ο Εφεσείων είχε εγείρει προδικαστική ένσταση πως η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί δυνάμει του άρθρου 15 του Κεφ. 148. Το εν λόγω άρθρο προνοεί τα ακόλουθα:

«15.—(1) Καµιά πράξη ή παράλειψη µέλους των ενόπλων δυνάµεων της ∆ηµοκρατίας ενόσω τελεί σε καθήκον ως τέτοιο µέλος καθιστά αυτό υπεύθυνο για αστικό αδίκηµα για την πρόκληση του θανάτου άλλου προσώπου, ή για την πρόκληση προσωπικής βλάβης σε άλλο πρόσωπο, κατά την έκταση κατά την οποία ο θάνατος ή η προσωπική βλάβη οφείλεται σε οτιδήποτε υπέστη το άλλο αυτό πρόσωπο ενόσω αυτό ήταν µέλος των ενόπλων δυνάµεων της ∆ηµοκρατίας αν —

(α) Kατά το χρόνο κατά τον οποίο το άλλο αυτό πρόσωπο υπέστη αυτό, είτε τελούσε σε καθήκον ως µέλος των ενόπλων δυνάµεων της ∆ηµοκρατίας ή, αν και δεν τελούσε σε καθήκον ως τέτοιο µέλος, βρισκόταν σε γη, υποστατικό, πλοίο, αεροσκάφος ή όχηµα που χρησιµοποιόταν κατά τον ουσιώδη χρόνο για τους σκοπούς των ενόπλων δυνάµεων της ∆ηµοκρατίας, …»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάσισε πως τέτοια υπεράσπιση δεν μπορούσε να πετύχει καθότι η υπό κρίση περίπτωση δεν ενέπιπτε εντός του άρθρου 15, στη βάση του ότι το εν λόγω άρθρο προστατεύει μέλη των ενόπλων δυνάμεων ενόσω «τελούν σε καθήκον». Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως η επίθεση του Εφεσείοντα σε βάρος του Εφεσίβλητου δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι τελέστηκε στο πλαίσιο των καθηκόντων του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο βασικά στηρίχθηκε στο ίδιο το λεκτικό του άρθρου 15 για να καταδείξει ότι αυτό αναφέρεται σε πράξη η οποία γίνεται από μέλος των ενόπλων δυνάμεων της Δημοκρατίας «ενόσω τελεί σε καθήκον». Για την ερμηνεία αυτής της φράσης, χρήσιμη παραπομπή γίνεται και στην επιφύλαξη του άρθρου η οποία προνοεί τα εξής:

«Νοείται ότι το εδάφιο αυτό δεν απαλλάσει µέλος των πιο πάνω αναφερόµενων δυνάµεων από ευθύνη για αστικό αδίκηµα σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία το ∆ικαστήριο ικανοποιείται, ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν συνδεόταν µε την εκτέλεση των καθηκόντων του ως µέλους των πιο πάνω αναφερόµενων δυνάµεων.»

Με βάση τη νομολογία, βασικό κριτήριο για την ερμηνεία ενός νομοθετήματος αποτελεί η συνήθης σημασία των λέξεων και όπου οι πρόνοιες της νομοθεσίας είναι σαφείς, στις λέξεις θα πρέπει να δίδεται η γραμματική τους έννοια. Κεντρική επιδίωξη και στόχος του ερμηνευτικού έργου του Δικαστηρίου είναι η διακρίβωση της πρόθεσης του Νομοθέτη. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Δ. Γαλατάκης Λτδ v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 78, Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου v. Αντέννα Λτδ (2006) 3 Α.Α.Δ. 151 και Ξεν. Επιχ. Πλάζα Λτδ κ.ά. v. Συμβ. Βελτ. Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348. Επομένως, η γραμματική συνήθης έννοια επικρατεί νοουμένου, βεβαίως, ότι με αυτή ικανοποιείται και ο σκοπός του νομοθέτη και η ερμηνεία δεν απολήγει σε παράλογο αποτέλεσμα.

Το εν λόγω άρθρο παρέχει προστασία στα μέλη των ενόπλων δυνάμεων, νοουμένου ότι η πράξη ή παράλειψη τους έλαβε χώρα ενόσω τελούσαν σε καθήκον και επιπλέον αυτή είχε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Στην υπό κρίση περίπτωση, ο Εφεσείων βρισκόταν σε υπηρεσία αλλά η ενέργεια του να κτυπήσει τον Εφεσίβλητο δεν αφορούσε, ούτε ενέπιπτε στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Αντιθέτως, αφότου ο Εφεσείων αρνήθηκε την άδεια για εξαίρεση από την επιθεώρηση φρουράς, η πράξη του να πιάσει τον Εφεσίβλητο και τον κτυπήσει με βιβλίο στη μέση, ξέφυγε του πλαισίου των καθηκόντων του και δεν συνδεόταν με αυτά.

Ενόψει των πιο πάνω, ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Τέλος, με τον έκτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε την «Συνοπτική Έκθεση Ανάκρισης» που ετοιμάστηκε στις 22.4.2009 από τον ανακριτή Λοχαγό, στο πλαίσιο της ανάκρισης από την Εθνική Φρουρά. Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την έκθεση, σε συνάρτηση με την ενώπιον του μαρτυρία και κατέληξε στα συμπεράσματα του. Η θέση του Εφεσείοντα ότι η εν λόγω έκθεση περιείχε σημαντικά στοιχεία για την υπεράσπιση του, όπως το προϋπάρχον πρόβλημα του Εφεσίβλητου με τη μέση του, τις χρόνιες οσφυαλγίες και ή το βεβαρημένο ιατρικό του ιστορικό, έχει ήδη κριθεί ότι δεν ευσταθεί με βάση το σύνολο της τεθείσας αξιόπιστης μαρτυρίας. Επομένως, αυτή δεν αποτελούσε μαρτυρία, στη βάση της οποίας το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε, δίχως άλλο, να καταλήξει πως το τι ένιωθε ο Εφεσίβλητος δεν προήλθε από την επίθεση που δέχθηκε από τον Εφεσείοντα.

Και ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Με βάση όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, η Έφεση απορρίπτεται.

€2.200 έξοδα έφεσης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

                                                          Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

                                                                   Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο