
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Αίτηση Αρ. 3/2025)
3 Σεπτεμβρίου, 2025
[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟ (ΚΕΦ. 155) ΑΡΘΡΟ 43(2)
ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠΟ: COMMODIUS FX LIMITED,
ΑΙΤΗΤΡΙΑ
______________________________________________________________
Κ. Τούμπας για Τούμπας & Τούμπας ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα Αυθημερόν)
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση επιδιώκεται η έκδοση Διατάγματος από το Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με το Άρθρο 43 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, με το οποίο να διατάσσεται η καταχώριση Κατηγορητηρίου ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου για εκδίκαση κατηγοριών που έχουν προσαφθεί από την Αιτήτρια εναντίον 13 προσώπων, πέντε νομικών και έξι φυσικών. Το κατηγορητήριο είναι συνημμένο στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση της Διευθύντριας της παραπονούμενης εταιρείας και περιλαμβάνει 24 κατηγορίες, οι οποίες αφορούν σε συνομωσία για καταδολίευση και για διάπραξη πλημμελήματος κατά παράβαση του Άρθρου 372 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 54, ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση του Άρθρου 297 του Κεφ. 54, απάτη κατά παράβαση του Άρθρου 300 του Κεφ. 54 και εξασφάλιση πίστωσης κλπ με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση του Άρθρου 301 του Κεφ. 54.
Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αρνήθηκε την καταχώριση του υπό αναφορά Κατηγορητηρίου για τους λόγους που αναφέρονται στο Πιστοποιητικό άρνησης οδηγιών (Ποινικό Έντυπο Αρ.8), ημερ. 15/7/2025, στο οποίο γίνεται παραπομπή σε αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου. Το σκεπτικό του Δικαστή συνοψίζεται, όπως προκύπτει από το κείμενο της αιτιολογημένης του απόφασης, στα ακόλουθα σημεία:
«64. Είναι η κατάληξή μου ότι η καθυστέρηση των 6 και 7 ετών, αντίστοιχα, στην έγερση της δίωξης, είναι, κατ’ ουσίαν, αδικαιολόγητη ή εν πάση περιπτώσει δεν δικαιολογείται επαρκώς.
65. Εν προκειμένω, δεν αποκαλύφθηκε κάποια αδυναμία στην προώθηση της υπόθεσης προηγουμένως ή να τεθεί οποιοδήποτε ζήτημα καθυστέρησης στην εξιχνίαση της υπόθεσης ή τον εντοπισμό των Κατηγορούμενων.
66. Το γεγονός λοιπόν ότι η αντικειμενικά μακρά καθυστέρηση των 5 – 6 ετών στην προώθηση της παρούσας παρέμεινε αδικαιολόγητη καθιστά τη δίωξη καταχρηστική κατά τρόπο που δεν αφήνει άλλη επιλογή στο Δικαστήριο από το να ανακόψει την περαιτέρω πορεία της υπόθεσης όσον αφορά την ποινική της πτυχή. Σημειώνω ότι στην απόφαση Πολυκάρπου ν. Τελεβάντου, Ποινική Έφεση αρ. 69/2021, 7.12.2022, ECLI:CY:AD:2022:B468 η χωρίς επαρκή ή, για την ακρίβεια, καθόλου επεξήγηση καθυστέρηση για σχεδόν 3 ½ χρόνια στην προώθηση της δίωξης του Εφεσίβλητου για το αδίκημα έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα, σε συνδυασμό με τη συνοπτική φύση της ποινικής διαδικασίας, αποτέλεσε λόγο για να θεωρηθεί η προώθηση της εν λόγω υπόθεσης ως κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας οδηγώντας στον τερματισμό της. Εν προκειμένω, βρισκόμαστε ενώπιον μιας περιόδου 6 τουλάχιστον ετών από την, με βάση τις κατηγορίες στο κατηγορητήριο, διάπραξη των αδικημάτων.
67. Περαιτέρω, θεωρώ ότι με βάση τις λεπτομέρειες αδικήματος των κατηγοριών στο υπό έγκριση κατηγορητήριο δεν αποκαλύπτονται τα ποινικά αδικήματα τα οποία παρατίθενται στην έκθεση αδικήματος της κάθε κατηγορίας.»
Στη βάση των πιο πάνω ο Δικαστής κατέληξε ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα πρέπει να ασκηθεί υπέρ της άρνησης της έγκρισης και καταχώρισης του Κατηγορητηρίου και, ως εκ τούτου, θεώρησε ότι το κατηγορητήριο δεν μπορεί να εγκριθεί και δεν επέτρεψε την καταχώριση του προτεινόμενου Κατηγορητηρίου.
Η επιδίωξη της παρούσας Αίτησης στοχεύει στην έκδοση Διατάγματος από το Ανώτατο Δικαστήριο προς καταχώριση του ιδίου Κατηγορητηρίου. Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι η αίτηση που εισάγεται στο Ανώτατο Δικαστήριο κατόπιν άρνησης παραχώρησης άδειας καταχώρισης Κατηγορητηρίου στο Επαρχιακό Δικαστήριο, δεν έχει την έννοια της έφεσης. Το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο της Αίτησης αυτής κρίνει πρωτογενώς και εξ’ ιδίων του την υπόθεση και τα περιβάλλοντα γεγονότα και δύναται, αναλόγως, να ασκήσει τη δική του ευχέρεια, διατάσσοντας την καταχώριση του Κατηγορητηρίου. Δεν προβαίνει σε αναθεώρηση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου (LCA Domiki Ltd, Ποινική Αίτηση αρ. 14/2008, ημερ. 2/10/2018, Αγγελίδης, Ποινική Αίτηση αρ. 17/2018, ημερ. 6/12/2018 και Κακαράντζα, Ποινική Έφεση αρ. 59/2019, ημερ. 2/10/2019, ECLI:CY:AD:2019:B408).
Το όλο ζήτημα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, διέπεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 43 του Κεφ. 155, το οποίο έχει ως ακολούθως:
«43.-(1) Κάθε κατηγορητήριο παρουσιάζεται σε Δικαστή του Δικαστηρίου στο οποίο το κατηγορητήριο απαγγέλλεται.
(2) Κατόπιν μελέτης του κατηγορητηρίου ο Δικαστής δύναται να διατάξει όπως αυτό καταχωριστεί ή, αν αρνείται να δώσει τέτοια διαταγή, αυτός πρέπει, αν παρακληθεί με αυτό τον τρόπο από το πρόσωπο που απαγγέλλει την κατηγορία εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της άρνησης, να δώσει σε αυτό βεβαίωση της άρνησης, και το πρόσωπο αυτό δύναται, εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της εξασφάλισης της βεβαίωσης να ζητήσει από το Ανώτατο Δικαστήριο ή Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου την έκδοση διατάγματος που να διατάσσει την καταχώριση του κατηγορητηρίου και, αν το διάταγμα εκδοθεί, το κατηγορητήριο καταχωρίζεται ανάλογα.»
Το Άρθρο 43 έχει αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης τόσο στη νομολογία, όσο και σε σχετικά Συγγράμματα. Ειδικότερα, στο Σύγγραμμα του Γ.Μ. Πική, «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 123 και 124, όπου καταγράφονται τα εξής σχετικά:
«Εύλογα ο Δικαστής μπορεί να αρνηθεί να εγκρίνει κατηγορητήριο, εάν αυτό είναι στοιχειοθετημένο με τρόπο ο οποίος παραβιάζει τους κανόνες που διέπουν τη διατύπωση των κατηγοριών, τη συνένωση κατηγοριών ή τη συνένωση κατηγορουμένων. Παρά ταύτα, ο δικαστής σε εκείνο το στάδιο, στην απουσία επιχειρηματολογίας, θα είναι διστακτικός να απορρίψει την έγκριση του εκτός ενόψει καταφανούς σφάλματος.»
Όπως προκύπτει, πέραν των τυπικών γνωρισμάτων που πρέπει να έχει ένα κατηγορητήριο, τέθηκαν στη νομολογία και άλλα κριτήρια.
Όπως τονίστηκε στην υπόθεση LCA Domiki Ltd (ανωτέρω):
«Ένα κατηγορητήριο δεν πρέπει να είναι μόνο διατυπωμένο ορθά και νομότυπα, ώστε να αποφεύγεται σύγχυση ή κατάχρηση ή πίεση σε ένα κατηγορούμενο πρόσωπο, αλλά πρέπει και να συνάδει με τους σκοπούς της ποινικής δίωξης ευρύτερα. Μεταξύ των παραγόντων που το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη είναι και η πάροδος του χρόνου, η φύση των αδικημάτων, η δυνατότητα εναλλακτικής ή πρόσθετης θεραπείας και βεβαίως η ενόχληση που μπορεί να προκύψει στο όλο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης λόγω μακράς καθυστέρησης ή κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας.»
Όπως περαιτέρω τονίστηκε στην υπόθεση Amsteso Electric Ltd, Ποινική Αίτηση αρ. 14/2019, ημερ. 9/5/2019, η εξουσία προς έγκριση ή όχι του κατηγορητηρίου θα πρέπει να ασκείται ουσιαστικά και όχι μηχανιστικά χωρίς, βεβαίως, να οδηγούμαστε σε άρνηση έγκρισης σε περιπτώσεις που δεν είναι ξεκάθαρες. Είναι σε ακραίες και καθαρά ανυπόστατες υποθέσεις που δεν πρέπει να εγκρίνεται η καταχώριση κατηγορητηρίου (Δήμος Παραλιμνίου κ.ά. (2012) 2 A.A.Δ. 312 και Designside Ltd, Ποινική Αίτηση αρ. 19/2018, ημερ. 20/11/2018).
Το δικαίωμα ενός ιδιώτη να ασκήσει ποινική δίωξη εναντίον κάποιου προσώπου, όταν αυτός έχει υποστεί βλάβη από μία πράξη ή παράλειψη η οποία συνιστά ποινικό αδίκημα, αναγνωρίστηκε στο Κυπριακό Δίκαιο στην υπόθεση Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363, έχοντας ως πηγή του το Κοινοδίκαιο κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 29(1)(γ) του Νόμου 14/60. Ο δικαστικός λόγος της εν λόγω αυθεντίας υιοθετήθηκε στη συνέχεια από άλλες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δημοσθένους ν. Τύχωνος (2013) 2 Α.Α.Δ. 22 και Παναγιώτου ν. Ευαγγέλου (2014) 2 Α.Α.Δ. 846).
Σε ό,τι αφορά τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας αν θα εγκρίνει ή όχι την καταχώριση ενός κατηγορητηρίου, σχετική είναι η ακόλουθη περικοπή από την υπόθεση Αίτηση υπό του ΧΧΧ Κυπριανού και ΧΧΧ Κυλίλη, Ποινική Αίτηση αρ. 5/2019, ημερ. 3/4/2019:
«Το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και της μορφοποίησης τελικής κρίσης για έγκριση ή μη της καταχώρισης, δύναται να λάβει υπόψη του σειρά παραγόντων, μεταξύ των οποίων: την περίοδο παραγραφής, την πάροδο του χρονικού διαστήματος που διέρρευσε από τη διάπραξη της παράνομης πράξης μέχρι την κατάθεση του προτεινόμενου κατηγορητηρίου, αυτής καθαυτής της φύσης των αδικημάτων, τη δυνατότητα εναλλακτικής ή πρόσθετης θεραπείας και βεβαίως, την ενόχληση που δυνατόν να προκύψει στο όλο σύστημα της δικαιοσύνης, λόγω της μακράς καθυστέρησης ή κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας. Το δε προτεινόμενο κατηγορητήριο θα πρέπει να είναι διατυπωμένο ορθά και νομότυπα και να συνάδει ευρύτερα με τους σκοπούς της ποινικής δίωξης, ώστε να αποφεύγεται οποιαδήποτε σύγχυση ή υπέρμετρη καταπίεση στον προτεινόμενο κατηγορούμενο.»
Επισημαίνεται εξαρχής ότι το υλικό το οποίο τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ώστε να εξασκήσει πρωτογενώς την εξουσία που του παρέχει ο Νόμος, ήτοι η ένορκη δήλωση της Δήμητρας Ματθαίου (εφεξής «ένορκη δήλωση Ματθαίου»), Δικηγόρου και Νομικής Συμβούλου της Διευθύντριας της Αιτήτριας/Παραπονούμενης εταιρείας και πρόσωπο που, ως δηλώνει, είχε «αρκετή και συνεχή αλληλογραφία με τους Κατηγορούμενους» είναι, ως η ενόρκως δηλούσα σημειώνει, πανομοιότυπο με το Τεκμήριο 1 που καταχωρίστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 9/7/2025.
Στην ένορκη δήλωση Ματθαίου επεξηγείται η σχέση μεταξύ των Κατηγορουμένων, το ιστορικό της υπόθεσης, καθώς και οι λόγοι για την καθυστέρηση στην καταχώριση του κατηγορητηρίου προς έγκριση. Επισυνάπτονται δε ως τεκμήρια οι διάφορες Συμβάσεις που υπεγράφησαν μεταξύ της Αιτήτριας/Παραπονούμενης και των Κατηγορουμένων, καθώς και σχετικές επιστολές και αλληλογραφία που αντηλλάγη. Προβάλλεται δε στο τέλος η θέση ότι η Αιτήτρια/Παραπονούμενη αντιλήφθηκε την απάτη και τις ψευδείς παραστάσεις κατά το τέλος του 2022, αρχές του 2023 και ότι, συνεπώς, ήταν αδύνατο να γίνει ενωρίτερα η καταχώριση του Κατηγορητηρίου.
Η ουσία του παραπόνου της Αιτήτριας/Παραπονούμενης η οποία, ως αναφέρεται, δραστηριοποιείται στον τομέα των διαδικτυακών επενδυτικών υπηρεσιών με εξειδίκευση στις αγορές χρηματιστηριακών παραγώγων, είναι ότι για να καταστεί δυνατή η παροχή των διαδικτυακών της υπηρεσιών, συνεργάστηκε με διάφορους παρόχους υποστήριξης πληρωμών και παρόχους υπηρεσιών πύλης οι οποίοι δεσμεύτηκαν από την Αιτήτρια/Παραπονούμενη να διευκολύνουν την πληρωμή των χρημάτων των πελατών της προς την ίδια. Μία από αυτές τις συνεργασίες με τέτοιους παρόχους υποστήριξης πληρωμών ήταν και με την Κατηγορούμενη 8 και Κατηγορούμενη 11. Σύμφωνα με τους όρους των Συμφωνιών που συνήφθησαν μεταξύ της Αιτήτριας/Παραπονούμενης και των οντοτήτων που αναφέρθηκαν, ο διακανονισμός των χρημάτων που λαμβάνονταν για λογαριασμό της Αιτήτριας/Παραπονούμενης από τις αναφερόμενες οντότητες απευθείας στην Αιτήτρια/Παραπονούμενη, έπρεπε να γίνεται σε εβδομαδιαία βάση. Ωστόσο τα χρήματα δεν αποδεσμεύονταν όπως είχε συμφωνηθεί σε εβδομαδιαία βάση, με αποτέλεσμα έως τον Ιούλιο του 2019 να συσσωρευθεί το ποσό των 434.611.57 USD εν αναμονή της πληρωμής στην Αιτήτρια/Παραπονούμενη. Η τελευταία πληρωμή που η Αιτήτρια/Παραπονούμενη έλαβε ήταν τον Ιούλιο του 2019.
Ως ήδη πιο πάνω έχει σημειωθεί, το υλικό που τέθηκε ενώπιον μου δεν προσθέτει οτιδήποτε νέο ή ενισχυτικό από εκείνα που είχαν προβληθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας σε σχέση με τις αιτιάσεις και δικαιολογίες που η Αιτήτρια/Παραπονούμενη προβάλλει ως προς την καθυστέρηση που σημειώθηκε. Ειδικότερα ρητά αναφέρεται ότι «τα χρήματα δεν αποδεσμεύονταν όπως είχε συμφωνηθεί σε εβδομαδιαία βάση με αποτέλεσμα έως τον Ιούλιο του 2019, να συσσωρευθεί το ποσό των 434.611.57 USD». Ως εκ τούτου, είναι από τότε που, με βάση την εκδοχή της Αιτήτριας/Παραπονούμενης, το εν λόγω ποσό χρημάτων κατακρατείται παράνομα. Προβάλλεται, επίσης, ότι μετά τις 29/4/2020 και αφότου η Κατηγορούμενη 11 είχε ενημερώσει την Αιτήτρια/Παραπονούμενη ότι δεν μπορούσε να προχωρήσει στην πληρωμή, «ακολούθησε μεγάλη αλληλογραφία και επικοινωνία με την Κατηγορούμενη 11 ούτως ώστε να βρεθεί μια λύση για την πληρωμή των Παρακρατηθέντων Χρημάτων». Για την περίοδο που ακολουθεί, ήτοι μεταξύ του 2020 και του τέλους του 2022 που η Κατηγορούμενη 11 δεν ανταποκρίνετο, δεν δίδονται οποιεσδήποτε λεπτομέρειες για το τι έλαβε χώρα, με αποτέλεσμα η παρέλευση της χρονικής αυτής περιόδου να μην έχει δικαιολογηθεί. Εκείνο που προβάλλεται είναι ότι «κατά το τέλος του 2022 και αρχές του 2023, η Αιτήτρια/Παραπονούμενη ξεκίνησε έρευνα για να βρεί περισσότερες πληροφορίες για την Κατηγορούμενη 11 και τις δραστηριότητες της το δεδομένο χρόνο, σε μια προσπάθεια να λάβει τα χρήματα που της οφείλονται». Δεν επεξηγείται, ωστόσο, γιατί παρήλθε περίοδος δύο ετών για να προβεί η Αιτήτρια/Παραπονούμενη σε έρευνα. Αναφέρεται, ακόμη, ότι «μετά από ενδελεχή έρευνα η Αιτήτρια/Παραπονούμενη κατανόησε ότι η Κατηγορούμενη 11 εξακολουθεί να λειτουργεί και ότι είναι σε θέση να αποπληρώσει τα Παρακρατηθέντα χρήματα, όπως έχει εντοπιστεί από διάφορες διαθέσιμες στο κοινό πληροφορίες[1] που υποδηλώνουν ότι η Κατηγορούμενη 11 είναι πλήρως σε λειτουργία, σε καλή οικονομική κατάσταση και επίσης ενεργεί παράλληλα μέσω άλλων οντοτήτων… σε μια προσπάθεια συγκάλυψης, παρέκκλισης από τις συμβατικές της υποχρεώσεις και αποφυγής πληρωμής των επηρεαζόμενων πελατών που παρακρατήθηκαν τα χρήματα τους τα τελευταία τρία χρόνια». Όπως προκύπτει, όλα όσα πιο πάνω παρουσιάζονται ως ευρήματα της έρευνας που διενεργήθηκε δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας εξειδικευμένης έρευνας αλλά από πληροφορίες διαθέσιμες στο κοινό. Επιπλέον, ουδεμία εξήγηση ή δικαιολογία δίδεται για την καθυστέρηση που σημειώθηκε από τις αρχές του 2023 μέχρι την ημερομηνία που το Κατηγορητήριο τέθηκε προς έγκριση, ήτοι Ιούλιο του 2025. Πλην της αναφοράς της Αιτήτριας/Παραπονούμενης ότι έλαβε γνώση «για την καλοστημένη απάτη και τις ψευδείς παραστάσεις όλων των εμπλεκομένων Κατηγορουμένων» κατά το τέλος του 2022 και αρχές του 2023, δεν δίδεται οποιαδήποτε λεπτομέρεια για το τι έλαβε χώρα από τις αρχές του 2023 μέχρι τον Ιούλιο του 2025.
Η παράλειψη στην προκείμενη περίπτωση προσκόμισης επαρκούς εξήγησης για την πάροδο τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος συνιστά εξ αντικειμένου καλό λόγο για την άρνηση έγκρισης για καταχώριση Κατηγορητηρίου. Στην υπόθεση L.C.A. Domiki Ποινική Αίτηση αρ. 14/2018, ημερ. 2/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:D424, κρίθηκε ότι η παρέλευση πενταετίας καθιστούσε πλέον την ιδιωτική ποινική δίωξη σε συνδυασμό με τη συνοπτική φύση της διαδικασίας πορεία που θα έπρεπε να αναχαιτιστεί. Είναι σαφές με βάση τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση Ματθαίου ότι ενώπιον του Δικαστηρίου δεν έχει τεθεί οτιδήποτε το οποίο να αναδεικνύει αντικειμενική δυσκολία στην προώθηση ποινικής δίωξης ενωρίτερα ή, γενικότερα, οτιδήποτε που να δικαιολογεί τη σημειωθείσα απραξία για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
Πέραν από την ως άνω διαπίστωση η οποία είναι καθοριστική για την τύχη της υπό κρίση Αίτησης, στο προς έγκριση Κατηγορητήριο εγείρονται ουσιώδη ζητήματα που αφορούν και την ίδια τη διατύπωση των κατηγοριών.
Όπως έχει τονισθεί στην Χ.Γ.Χ v. Α.Δ. κ.ά., Ποινική Αίτηση αρ. 1/2024, ημερ. 6/12/2024:
«Με δεδομένο ότι το κατηγορητήριο προσδιορίζει το πλαίσιο της δίκης, η κατηγορία θα πρέπει να περιέχει επαρκείς λεπτομέρειες προς καθορισμό όλων των ουσιωδών στοιχείων του αδικήματος, κατά τρόπο πάντα που να μην προκαλείται σύγχυση ή δυσχέρεια αντίληψης και κατανόησής του. Θα πρέπει με σαφήνεια να καταγράφεται το ποινικό αδίκημα για τα οποία κατηγορείται ένας κατηγορούμενος, περιλαμβάνοντας τις λεπτομέρειες που εκτίθενται στο άρθρο 39 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155. Ως δε κατ’ επανάληψη έχει υποδείξει η νομολογία, ένα κατηγορητήριο, δεν πρέπει μόνο να είναι διατυπωμένο ορθά και νομότυπα, κατά τρόπο που να αποφεύγεται η σύγχυση, κατάχρηση ή πίεση σε ένα κατηγορούμενο πρόσωπο. Παράλληλα, πρέπει να συνάδει, ευρύτερα, με τους σκοπούς της ποινικής δίωξης (βλ. Κακαράντζας (Αρ.1) (2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 1, Κακαράντζας (Αρ.2) (2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 38).
Στο Σύγγραμμα του Γ.Μ. Πική «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», 2η Αναθεωρημένη Έκδοση, στις σελ 98 κ. επ., υποδεικνύεται ανάμεσα σε άλλα ότι:
«Η κατηγορία πρέπει να είναι διατυπωμένη στον προβλεπόμενο από τους διαδικαστικούς θεσμούς τύπο … … … … … … … …
Η κατηγορία πρέπει να καθορίζει το αδίκημα ή τα αδικήματα για τα οποία ο υπόδικος κατηγορείται, περιέχουσα τις λεπτομέρειες που προβλέπονται από το Άρθρο 38 του Κεφ. 155. … … … …
Η κατηγορία πρέπει να περιέχει επαρκείς λεπτομέρειες σε βαθμό που να επιτρέπει στον κατηγορούμενο να γνωρίζει με λογική βεβαιότητα την υπόθεση την οποία θα αντιμετωπίσει στη δίκη. Το κριτήριο για την επάρκεια των λεπτομερειών είναι κατά πόσο ο κατηγορούμενος στερείται λογικής πληροφόρησης σχετικά με τον προσδιορισμό της κατηγορίας και συν αυτώ της δυνατότητας επαρκούς προετοιμασίας της υπεράσπισης. … … … …
Οι λεπτομέρειες σκοπούν στην παροχή στον κατηγορούμενο επαρκούς προειδοποίησης για την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής σε κάθε κατηγορία χωρίς την πρόκληση σύγχυσης ή δυσχέρειας στην Υπεράσπιση.»
Σε συμφωνία με τα όσα σχετικά επεσήμανε και το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, σημειώνεται ότι στις λεπτομέρειες αδικήματος των κατηγοριών στο υπό έγκριση Κατηγορητήριο δεν αποκαλύπτεται η ψευδής παράσταση στην οποία κατ’ ισχυρισμό είχαν προβεί οι Κατηγορούμενοι. Ό,τι συναφώς αναφέρεται είναι ότι σε διάφορες ημερομηνίες συνήφθη σύμβαση με ψευδείς παραστάσεις, δηλ. ότι η εκάστοτε Κατηγορούμενη θα εξυπηρετούσε τους πελάτες της Παραπονούμενης και θα τους παρείχε υπηρεσίες διαδικτυακής πληρωμής μέσω πιστωτικών καρτών και/ή ενεργώντας ως πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και/ή για την επεξεργασία πληρωμών, με σκοπό τα χρήματα που λαμβάνονταν από τους πελάτες της Παραπονούμενης για τις υπηρεσίες της να μεταφέρονταν από την Κατηγορούμενη σε ένα αποκλειστικό λογαριασμό εμπορίου της Παραπονούμενης και, αφού αποκόπτετο η προμήθεια της Κατηγορούμενης, να πληρωνόταν η Παραπονούμενη σε εβδομαδιαία βάση. Ως περαιτέρω αναφέρεται στις λεπτομέρειες αδικήματος, ως αποτέλεσμα οι Κατηγορούμενοι δεν ελευθέρωσαν τα χρήματα που ανήκαν στην Παραπονούμενη, ως η σχετική σύμβαση, αφήνοντας ως υπόλοιπο το ποσό των $434.611.57.
Ό,τι προκύπτει ως παράπονο της Παραπονούμενης είναι, κατ’ ουσίαν, η μη τήρηση από τους Κατηγορούμενους των όρων της σύμβασης και η μη απόδοση, με βάση τη σύμβαση, στην Παραπονούμενη των χρημάτων.
Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Ιωάννου v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 417, η παράλειψη τήρησης συμβατικών υποσχέσεων αφ’ εαυτής δεν μπορεί να παρέχει στίγμα σε ποινική ευθύνη αφού η υπόσχεση δεν συνιστά «παρόν» γεγονός που μόνο μπορεί να αποτελέσει «παράσταση» (βλ. επίσης Ευθυμίου v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 861). Ως γνωστόν ψευδής παράσταση αφορά σε δήλωση σε σχέση με το παρόν ή το παρελθόν, δηλ. παρουσίαση γεγονότος του παρελθόντος ή του παρόντος με σκοπό την παράσταση του ως υπαρκτού, ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν υφίσταται.
Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με τις κατηγορίες για Απάτη εφόσον δεν προσδιορίζεται, ούτε αποκαλύπτεται σε οποιαδήποτε από αυτές το δόλιο τέχνασμα που χρησιμοποιήθηκε για την απόσπαση, από τους Κατηγορούμενους, των χρημάτων της Παραπονούμενης (βλ. Αναφορικά με τη Μονομερή Αίτηση υπό Arameat Ltd, Ποινική Αίτηση αρ. 6/2020, ημερ. 17/11/2020).
Με τον τρόπο λοιπόν που είναι διατυπωμένο το προς έγκριση Κατηγορητήριο προκαλείται σύγχυση αλλά και δυσχέρεια αντίληψης και κατανόησης του περιεχομένου του. Παραβιάζοντας τοιουτοτρόπως τους κανόνες που διέπουν τη σύνταξη των κατηγοριών, καθιστώντας στην πράξη αδύνατη τη διαπίστωση της φύσης των κατηγοριών που αυτό αφορά.
Είναι, συνεπώς, η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το υλικό που τέθηκε ενώπιον του ώστε να ασκήσει πρωτογενώς την εξουσία που του παρέχει ο Νόμος, για όλους τους πιο πάνω λόγους δεν δικαιολογεί την παραχώρηση άδειας για καταχώριση του Κατηγορητηρίου. Ως εκ τούτου, δεν εγκρίνεται η καταχώριση του.
Η Αίτηση απορρίπτεται.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
[1] Ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο