ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 356/2016)
26 Σεπτεμβρίου, 2025
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
CAC CORAL LIMITED
Εφεσείoυσα
ν.
1. INTERMALL INVESTMENTS LTD
2. XΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΕΛΛΗΝΑ
Εφεσίβλητων
_________________
Αλ. Παναγή, για Άντης Τριανταφυλλίδης και Υιοί Δ.Ε.Π.Ε., για για την Εφεσείουσα.
Σ. Κώστα, για Στέλιος Αμερικάνος & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
_________________
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:- Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (που στο εξής θα αναφέρεται ως «η Τράπεζα»), με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα (Ο.2,r.6), που καταχώρισε το 2006 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αξίωνε εναντίον των εναγόμενων 1 και 2 (νομικό και φυσικό πρόσωπο), τις ακόλουθες θεραπείες, οι οποίες παρατίθενται αυτολεξεί από την Έκθεση Απαίτησης:
«Α. ΛΚ893.270,06 ως χρεωστικό υπόλοιπο δυνάμει Γραπτής Σύμβασης Δανείου ημερ. 18/12/2003 και/ή γραπτής συμφωνίας πίστωσης και/ή χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού από παροχή διευκολύνσεων και/ή άλλως πως.
Β. Τόκο 11.5% ετησίως επί του ποσού των ΛΚ893.270,06 από 11/1/2006 κεφαλαιοποιούμενο την 30ην Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου κάθε χρόνου μέχρι πλήρη εξόφληση.»
Η Τράπεζα, είχε αξιώσει και διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η πώληση ενυπόθηκου ακινήτου το οποίο η εναγόμενη 1 εταιρεία υποθήκευσε προς όφελος της. Η εν λόγω θεραπεία δεν θα μας απασχολήσει.
Στις λεπτομέρειες της Έκθεσης Απαίτησης γινόταν αναφορά πως η Τράπεζα, κατόπιν αιτήσεως της εναγόμενης 1, συμφώνησε κατά/ή περί τις 18.12.2003, να παρέχει και/ή παραχωρεί στην εναγόμενη 1, δάνειο και/ή πιστωτικές διευκολύνσεις. Σύμφωνα με την παρ. 4 της Έκθεσης Απαίτησης «Δυνάμει της πιο πάνω Συμφωνίας ημερ. 18/12/2003 οι ενάγοντες μετά από αίτηση της εναγομένης 1, με τραπεζική επιστολή τους ημερ. 18/12/2003 (offer letter) παραχώρησαν στην εναγόμενη 1 δάνειο εφάπαξ σε ξένο συνάλλαγμα ΥΕΝ 184.968,000 προς εξόφληση υφιστάμενου δανείου της εναγόμενης 1 με αριθμό 525/332307-3 και άνοιξαν σχετικά το λογαριασμό δανείου με αριθμό 525/1400405. Το εν λόγω δάνειο εξασφαλίστηκε με προσωπική εγγύηση του εναγομένου 2 όπως αυτή περιγράφεται στην παρ. 6 της Έκθεσης Απαίτησης κατωτέρω.» Στο δικόγραφο παρατίθενται σε ειδική παράγραφο κάποιοι από τους ουσιώδεις όρους της Συμφωνίας, ανάμεσα στους οποίους και ο ακόλουθος:
(γ) Οι παραχωρηθείσες τραπεζικές και/ή πιστωτικές διευκολύνσεις θα χρεώνονται με κυμαινόμενο επιτόκιο LIBOR πλέον 2% ετησίως επί των ημερησίων χρεωστικών υπολοίπων λογιζόμενο κατά την κρίση των εναγόντων και καταλογιζόμενο ή καταβαλλόμενο από τους εναγόμενους την 30ην Ιουνίου και την 31ην Δεκεμβρίου έκαστου έτους. Νοείται ότι οι ενάγοντες θα δικαιούνται να προβαίνουν σε ανατοκισμό, σύμφωνα με την εκάστοτε νομοθεσία και επίσης δικαιούνται κατά την απόλυτη κρίση τους με γραπτή ειδοποίηση ή με ανακοίνωση στον ημερήσιο τύπο να καθορίζουν το ύψος του εκάστοτε βασικού το ύψος του εκάστοτε βασικού ή τον τρόπο υπολογισμού του ή χρόνο καταβολής του και/ή γενικά οποιαδήποτε αλλαγή.»
Τέλος, ήταν η δικογραφημένη θέση της Τράπεζας, πως με επιστολή της ημερ. 11.1.2006 προς τους εναγόμενους, ανακάλεσε και/ή τερμάτισε τις καταρτισθείσες συμφωνίες, λόγω παράβασης εκ μέρους των τελευταίων, ουσιωδών όρων. Κατ΄ επέκταση, έκλεισε τον λογαριασμό δανείου μεταφέροντας το χρεωστικό υπόλοιπο στις «καθυστερήσεις», το οποίο τότε ανήρχετο σε ΛΚ893.270,06. Με την ίδια επιστολή η Τράπεζα ενημέρωνε τους εναγόμενους ότι η οφειλή τους από την ημερομηνία μεταφοράς της στις «καθυστερήσεις», θα έφερε τόκο προς 11,5% από 11.1.2006 μέχρι εξόφλησης, του τόκου κεφαλαιοποιημένου την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους. Οι εναγόμενοι δεν συμμορφώθηκαν εξού και η καταχώριση αγωγής εναντίον τους.
Oι εναγόμενοι με κοινό δικόγραφο είχαν αρνηθεί όλες τις αιτούμενες θεραπείες και ζήτησαν απόρριψη της αγωγής και τούτο γιατί, ως είχαν δικογραφήσει «σε περίπτωση που η επίδικη ισχυριζόμενη Συμφωνία ήθελε αποδειχθεί, οι Εναγόμενοι λέγουν ότι ουδέν ποσό οφείλουν στους Ενάγοντες ή/και ότι οι Ενάγοντες χρέωναν τον εν λόγω λογαριασμό καθ΄ υπέρβαση των προνοιών της επίδικης ισχυριζόμενης συμφωνίας ή/και κατά παράβαση της περί τόκου νομοθεσίας ή/και χρέωναν παράνομα τον εν λόγω λογαριασμό με κεφαλαιοποιημένους τόκου ή/και παράνομες χρεώσεις ή/και χρεώσεις μη εισπράξιμες.» Περαιτέρω, ήταν η δικογραφημένη τους θέση πως «εάν ο λογαριασμός της Εναγομένης 1 δεικνύει υπόλοιπο αυτό οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα των Εναγόντων. Συγκεκριμένα οι Ενάγοντες παράνομα και/ή αντισυμβατικά και/ή χωρίς τις οδηγίες της Εναγομένης 1 και/ή χωρίς την συγκατάθεση της προέβηκαν σε μετατροπή του νομίσματος του λογαριασμού από Δολάρια Αμερικής (USD) σε Λίρες Κύπρου (CYP).» Με Ανταπαίτηση τους είχαν αξιώσει δηλωτικές αποφάσεις ότι ουδέν ποσό οφείλουν και ότι οι Συμφωνίες είναι άκυρες και/ή ανεφάρμοστες.
Η Τράπεζα με την «Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση» που καταχώρισε, αρνήθηκε τους ισχυρισμούς των εναγομένων, και επέμενε στις θέσεις που η ίδια είχε δικογραφήσει στην Έκθεση Απαίτησης της. Όσον αφορά στη δικογραφημένη θέση των εναγομένων για κατ΄ ισχυρισμόν παράνομη μετατροπή του νομίσματος του λογαριασμού από Δολάρια Αμερικής (USD) σε Λίρες Κύπρου (CYP), είχε δικογραφήσει τα ακόλουθα: «Περαιτέρω, οι Ενάγοντες, οι οποίοι παραδέχονται ότι η τροποποίηση του νομίσματος από Δολάρια Αμερικής (USD) σε Λίρες Κύπρου έλαβε χώρα, ισχυρίζονται ότι η τροποποίηση αυτή ήταν καθ΄ όλα νόμιμη και σύμφωνη με τις πρόνοιες της συμφωνίας ημερομηνίας 18/12/03.»
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δηλώθηκαν παραδεκτά γεγονότα, ανάμεσα σε αυτά και τα ακόλουθα, τα οποία μεταφέρουμε αυτολεξεί από την πρωτόδικη απόφαση:
«Τη 17.1.05, η Εναγομένη 1 αιτήθηκε σύμφωνα με τους όρους της σχετικής συμφωνίας αλλαγή του νομίσματος του λογαριασμού από ΥΕΝ σε Δολάρια Αμερικής. Οι Ενάγοντες ενέκριναν το πιο πάνω αίτημα και τη 19.1.2005 έκλεισαν τους λογαριασμούς σε νόμισμα ΥΕΝ και άνοιξαν τους λογαριασμούς υπ΄ αριθμούς 525/140040-5 και τον συνδεδεμένο 525/840043-1 σε Δολάρια Αμερικής. Το επιτόκιο ήταν Libor Aμερικανικού Δολαρίου πλέον 2% ετησίως.»
Εκ μέρους της Τράπεζας κλήθηκαν και κατέθεσαν, οι Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου, Μιχάλης Παπάμιχαηλ, υπάλληλοι αυτής, και ο Διευθυντής αυτής Γιάννης Αγάθος. Εκ μέρους των εναγομένων κλήθηκε και κατέθεσε ο Διευθυντής της εναγόμενης 1, Χριστόδουλος Έλληνας, Εναγόμενος 2.
Κατά την ακροαματική διαδικασία της αγωγής, οι εναγόμενοι δεν προώθησαν τις δικογραφημένες τους θέσεις, ότι οι καταρτισθείσες συμφωνίες ήταν άκυρες και ανεφάρμοστες. Δεν προώθησαν επίσης ούτε τη δικογραφημένη τους θέση ότι δεν είχαν οφειλή. Παραδέχθηκαν την ύπαρξη οφειλής εκ μέρους τους και ουσιαστικά επικεντρώθηκαν στα ακόλουθα, ως αυτά καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση:
«1. Ουδέποτε έλαβαν την προειδοποιητική επιστολή ημερομηνίας 10.08.2006 και την επιστολή τερματισμού της συμφωνίας ημερομηνίας 11.01.2002.
2. Την 11.01.2006 οι Ενάγοντες ενεργώντας αντισυμβατικά και χωρίς να λάβουν προηγουμένως τη συγκατάθεση των Εναγομένων μετέτρεψαν το νόμισμα του δανείου από δολάρια Αμερικής σε λίρες Κύπρου. Η πιο πάνω ενέργεια προκάλεσε ζημιά στους Εναγομένους.
3. Οι Ενάγοντες παράνομα και αντισυμβατικά αύξησαν το επιτόκιο σε 11.5% ετησίως.
4. Η επίδικη συμφωνία παριείχε παράνομες και καταχρηστικές ρήτρες που αφορούσαν τη μονομερή μεταβολή του επιτοκίου και την τροποποίηση των όρων της συμφωνίας.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τις θέσεις των εναγομένων ότι αντισυμβατικά η Τράπεζα διαφοροποίησε το νόμισμα του δανείου με τον τερματισμό της συμφωνίας. Ως κατέγραψε, αυτή δεν είχε τέτοιο δικαίωμα. Όσον αφορά στο επιτόκιο, βρήκε πως η Τράπεζα ενομιμοποιείτο να αξιώνει μετά τον τερματισμό μόνο το συμβατικό επιτόκιο, θέμα στο οποίο θα κάνουμε αναφορά στη συνέχεια. Εν κατακλείδι, εξέδωσε απόφαση ως πιο κάτω:
«Εκδίδεται απόφαση υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγομένων 1 και 2, αλληλέγγυα και ή κεχωρισμένα για το ποσό των Δολαρίων Αμερικής 2.600.308,53 πλέον Libor τριών μηνών συν 2% ετησίως επί του πιο πάνω ποσού από την 01.01.2013 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον έξοδα ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Εκδίδεται επίσης διάταγμα υπέρ των Εναγόντων και εναντίον της Εναγομένης 1, ως η παράγραφος Γ της Έκθεσης Απαίτησης.»
Η Τράπεζα δεν έμεινε ικανοποιημένη από την πρωτόδικη απόφαση, εξού και η καταχώριση της υπό εκδίκαση έφεσης εκ μέρους της. Θεωρεί εσφαλμένη την απόφαση του Δικαστηρίου να μην επιδικάσει το επιτόκιο που αξιώθηκε με την επιστολή τερματισμού ημερ. 11.1.2006, ενώ διαφωνεί και με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ενομιμοποιείτο «να μετατρέψει κατά τον τερματισμό της συμφωνίας το νόμισμα του λογαριασμού από Δολάρια Αμερικής σε Λίρες Κύπρου». Σε άλλες θέσεις της, όπως αυτές προκύπτουν μέσα από τους προβληθέντες λόγους έφεσης, δεκαπέντε τον αριθμό, θα κάνουμε αναφορά στη συνέχεια.
Στο σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε πως, εκκρεμούσης της εφέσεως, καταχωρίστηκε στις 20.3.2019 ειδοποίηση από τους δικηγόρους της εταιρείας CAC CORAL LIMITED, η οποία γνωστοποιήθηκε στην άλλη πλευρά, σύμφωνα με την οποία η πιστωτική διευκόλυνση στην οποία αναφέρεται η έφεση έχει μεταβιβαστεί από την τότε εφεσείουσα Τράπεζα στην πιο πάνω εταιρεία, δυνάμει των προνοιών του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και Συναφή Θέματα Νόμου του 2015, (Ν. 169(Ι)/2015). Είναι γι΄ αυτό τον λόγο που στον τίτλο της απόφασης, εμφαίνεται ως εφεσείουσα η εταιρεία CAC CORAL LIMITED.
Με τους λόγους έφεσης 3, 13 και 14, ουσιαστικά προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος 2 ήταν αξιόπιστος μάρτυρας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού κατέγραψε στην απόφαση του πως παρακολούθησε όλους τους μάρτυρες καθ΄ ον χρόνο αυτοί κατέθεταν ενώπιον του, σημείωσε τα ακόλουθα για τον εφεσίβλητο 2:
«Αρχίζοντας από τον τελευταίο μάρτυρα, Εναγόμενο 2, παρατηρώ ότι σημαντικό μέρος της μαρτυρίας του δεν έχει στην ουσία αμφισβητηθεί. Δεν αμφισβητήθηκε, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι προσπάθησε επανειλημμένα να διευθετήσει την καταβολή του επιδίκου δανείου, ότι έκανε διάφορες προτάσεις προς την Τράπεζα και ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε ανταπόκριση από την τελευταία. Ο Εναγόμενος 2 μου έκανε γενικά καλή εντύπωση, ήταν ευθύς και ειλικρινής. Παραδέχθηκε ότι η Εναγομένη 1 δεν είχε εξοφλήσει το χρέος της προς την Τράπεζα, εκείνο που δεν αποδεχόταν ήταν την επιβολή αυξημένου επιτοκίου που ήταν σύμφωνα με τη θέση του εντελώς αυθαίρετο και τη μετατροπή του νομίσματος της συμφωνίας την οποία θεωρούσε αντισυμβατική».
Διευκρινίζεται από τώρα, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν φαίνεται να αποδέχεται το μέρος της μαρτυρίας του ότι δεν είχαν παραλάβει την επιστολή τερματισμού ημερ. 11.1.2006. Σημειώνεται εδώ πως οι εφεσίβλητοι είχαν παραδεχθεί πως παρέλαβαν την επιστολή ημερ. 11.6.2006, εξού και το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι η συμφωνία τερματίσθηκε στις 11.6.2006. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολιάζοντας τον τρόπο που ο ευπαίδευτος συνήγορος της Τράπεζας αντεξέτασε τον εφεσίβλητο 2, σημείωσε κάτι για το οποίο η εφεσείουσα παραπονείται, ότι δηλαδή «Μεγάλο μέρος της αντεξέτασης του επικεντρώθηκε στις δύο επιστολές, Τεκμήρια 18 και 19, κατά πόσο οι Εναγόμενοι τις είχαν ή όχι παραλάβει. Παρά το γεγονός ότι πολύτιμος δικαστικός χρόνος αναλώθηκε στις δύο πιο πάνω επιστολές αυτές, κατά την άποψη μου, δε είναι μείζονος σημασίας. Παρατηρώ ότι η επιστολή τερματισμού Τεκμήριο 19 αποστάληκε την 11.01.06 και λίγους μήνες αργότερα, την 11.06.06, αποστάληκε η δεύτερη επιστολή, Τεκμήριο 20, στην οποία επισυνάφθηκε και η πρώτη επιστολή τεκμήριο 19.»
Εν προκειμένω, η ημερομηνία τερματισμού της συμφωνίας είχε τη σημασία της, αφού η Τράπεζα αξίωσε αυξημένο επιτόκιο από την ημερομηνία τερματισμού. Κατ΄ επέκταση, από την ημερομηνία παραλαβής ή όχι των εν λόγω επιστολών, θα είχε εξαρτηθεί και η ημερομηνία τερματισμού της συμφωνίας. Δικαιολογημένα η εφεσείουσα παραπονείται γι΄ αυτό το θέμα. Όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε εύρημα ότι αυτές δεν παραδόθηκαν, ή τουλάχιστον δεν υπάρχει τέτοιο καθαρό εύρημα, προφανώς γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η παραλαβή των δύο επιστολών δεν ήταν «μείζονος σημασίας», εξού και σημείωσε τα πιο πάνω σε σχέση με την αντεξέταση του εφεσίβλητου 2.
Έχοντας θέσει ενώπιον μας το σύνολο του μαρτυρικού υλικού και τους λόγους για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο εφεσίβλητος 2 «του έκανε γενικά καλή εντύπωση», καταλήγουμε ότι η εφεσείουσα δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος που είχε για να ικανοποιήσει το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ότι δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στο πιο πάνω εύρημα σε σχέση με τον εφεσίβλητο 2, ο οποίος κατά την ακροαματική διαδικασία δεν αμφισβήτησε ούτε τη σύναψη των συμφωνιών ούτε την εγκυρότητα αυτών αλλά ούτε και την ύπαρξη οφειλής. Είναι άλλωστε γι΄ αυτούς τους λόγους που το Δικαστήριο ανέφερε ότι «του έκανε γενικά καλή εντύπωση», χωρίς, ως ελέχθη, να αποφασίζει κατά πόσο αποδέχθηκε και το μέρος της μαρτυρίας του σε σχέση με τη μη παραλαβή των δύο επιστολών, θέμα για το οποίο δεν προέβη σε εύρημα.
Οι λόγοι έφεσης 3, 13 και 14 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Με τους λόγους έφεσης 4, 5 και 12, ουσιαστικά προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Τράπεζα δεν είχε δικαίωμα να μετατρέψει κατά τον τερματισμό της συμφωνίας το νόμισμα του επίδικου λογαριασμού από Δολάρια Αμερικής σε Λίρες Κύπρου. Η εφεσείουσα με το περίγραμμα αγόρευσης της αναπτύσσει κοινή επιχειρηματολογία σε σχέση με τους πιο πάνω λόγους έφεσης, την οποία έχουμε θέσει ενώπιον μας.
Έχει ήδη λεχθεί ότι πριν από τον τερματισμό της συμφωνίας, η εφεσίβλητη 1 είχε η ίδια ζητήσει, και πέτυχε, κατ΄ επίκληση των όρων της Συμφωνίας, αλλαγή του νομίσματος του λογαριασμού από Yen σε Δολάρια Αμερικής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στον όρο 11 της Συμφωνίας, τον οποίο μεταφέρουμε αυτολεξεί από την πρωτόδικη απόφαση:
«11. Επιπρόσθετα προς οποιοδήποτε Γενικό Δικαίωμα Επισχέσεως ή άλλο παρόμοιο δικαίωμα, η Τράπεζα δικαιούται ανά πάσα στιγμή και χωρίς προειδοποίηση στον πελάτη να ενοποιεί (combine) ή συνενώνει (consolidate) όλους και οποιουσδήποτε λογαριασμούς του πελάτη με τις υποχρεώσεις του προς τη Τράπεζα και να συμψηφίζει ή μεταφέρει οποιοδήποτε ποσό ή ποσά θα βρεθούν σε πίστη του πελάτη σε οποιοδήποτε λογαριασμό ή λογαριασμούς ή από οποιοδήποτε άλλο λόγο προς εξόφληση του όλου ή μέρους των υποχρεώσεων του προς την Τράπεζα οποιασδήποτε φύσεως ή κατηγορίας και είτε οι υποχρεώσεις αυτές είναι υφιστάμενες και πραγματικές (actual) ή υπό αίρεση (contingent), έμμεσες ή άμεσες, πρωταρχικές (primary) ή παράλληλες (collateral) ξεχωριστές (several) ή από κοινού και αλληλέγγυες (joint) ή αλληλέγγυες και ξεχωριστές (joint and several).
Νοείται όμως και ρητά συμφωνείται ότι η Τράπεζα θα δικαιούται να εξασκήσει τις παραπάνω εξουσίες της άσχετα με το είδος ή τα είδη του νομίσματος των δανείων και ή τραπεζικών διευκολύνσεων και προς τούτο η Τράπεζα θα δικαιούται να μετατρέπει το νόμισμα ή νομίσματα οποιωνδήποτε δανείων και ή τραπεζικών διευκολύνσεων ή άλλων υποχρεώσεων του πελάτου στη Τράπεζα σε οποιοδήποτε άλλο νόμισμα ή νομίσματα κατά την απόλυτη κρίση της και έναντι της τότε ισχύουσας συναλλαγματικής αξίας (rate of exchange) όπως τελεσίδικα θα αποφασίζει η Τράπεζα. Η Τράπεζα θα δικαιούται παραπέρα να αγοράζει με οποιαδήποτε χρήματα ευρισκόμενα σε πίστη οποιουδήποτε λογαριασμού του πελάτου ή άλλως πως οφειλόμενα στον πελάτη τέτοιο άλλο νόμισμα ή νομίσματα που θα κριθούν κατά την κρίση της Τράπεζας αναγκαία για πραγματοποίηση της πιο πάνω ενοποίησης, συνένωσης, συμψηφισμού ή μεταφοράς.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο γνώριζε πολύ καλά τη νομολογία και τις αρχές που αφορούν στην ερμηνεία συμβάσεων. Προς τούτο παρέπεμψε σε κυπριακή και ξένη νομολογία, καθώς και σε συγκεκριμένο απόσπασμα από το Σύγγραμμα του Πολύβιου Γ. Πολυβίου, «Το Δίκαιο των Συμβάσεων», Πρώτη Έκδοση, Τόμος Β, σελ. 456.
Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε τις εν λόγω αρχές ούτε την πλούσια νομολογία μας. Θα αρκεστούμε να αναφέρουμε πως το θέμα της ερμηνείας μιας Σύμβασης είναι θέμα νομικό και κατ΄ επέκταση έργο του Δικαστηρίου. Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα ακόλουθα:
«Στρεφόμενη στον υπό κρίση όρο της σύμβασης και συγκεκριμένα στην πρόνοια που επιτρέπει στην Τράπεζα να αλλάζει μονομερώς το νόμισμα του λογαριασμού του δανείου, παρατηρώ ότι η πρόνοια αυτή συνιστά στην ουσία το proviso του όρου 11. Το proviso αυτό θα πρέπει να διαβαστεί με βάση το περιεχόμενο ολοκλήρου του όρου και όχι αποσπασματικά.
Το συγκεκριμένο proviso θα μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή μόνο στην περίπτωση που η Τράπεζα αποφάσιζε να ενοποιήσει ή συνενώσει όλους και ή οποιουσδήποτε λογαριασμούς του πελάτη με τις υποχρεώσεις του προς τη Τράπεζα και να συμψηφίσει ή μεταφέρει οποιοδήποτε ποσό που ήταν σε πίστη του πελάτη σε οποιοδήποτε λογαριασμό, προς εξόφληση του όλου ή μέρους των υποχρεώσεων του προς την Τράπεζα. Ο λόγος που είχε προστεθεί το συγκεκριμένο proviso είναι προφανής, ήταν για σκοπούς αριθμητικής, έτσι ώστε όταν γινόταν η ενωποίηση ή ο συμψηφισμός των ποσών, τα ποσά να είναι του ιδίου νομίσματος για να μπορεί να γίνει η αριθμητική πράξη της πρόσθεσης ή της αφαίρεσης.
[…]
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με βάση τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, η αλλαγή του νομίσματος έγινε μονομερώς από την Τράπεζα, μετά τον τερματισμό της συμφωνίας. Η συμφωνία δεν έδιδε τέτοιο δικαίωμα στην Τράπεζα. Αν πρόθεση των μερών ήταν η Τράπεζα να έχει δικαίωμα αλλαγής του νομίσματος μονομερώς τότε λογικά θα αναμένετο να υπήρχε ρητός και σαφής όρος επί τούτου, όπως υπήρχε για πληθώρα άλλων θεμάτων.»
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως αυτό είναι το νόημα (meaning) που προκύπτει από τις λέξεις και φράσεις που χρησιμοποίησαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Εάν τα τελευταία επιθυμούσαν να έδιδαν το απόλυτο δικαίωμα στην Τράπεζα να «μετατρέπει» το νόμισμα μονομερώς οποτεδήποτε και χωρίς την ύπαρξη άλλης οφειλής, θα έπρεπε να το είχαν καταγράψει ρητά στη συμφωνία. Τουναντίον, το δικαίωμα της Τράπεζας για μετατροπή του νομίσματος δανείων, τραπεζικών διευκολύνσεων ή άλλων υποχρεώσεων, τελούσε κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, στις οποίες δεν ενέπιπτε η παρούσα περίπτωση. Για το τραπεζικό δικαίωμα επίσχεσης (banker΄s lien), στο οποίο παραπέμπει ο όρος 11 της συμφωνίας, και με το οποίο η Τράπεζα καλύπτει χρεωστικά υπόλοιπα του πελάτη όταν άλλος ή άλλοι λογαριασμοί του είναι πιστωτικοί, παραπέμπουμε στην Αντωνίου κ.ά. ν. Popular Bank (1994) 1 A.A.Δ. 720.
Το γεγονός ότι σε άλλη υπόθεση μεταξύ των ίδιων διαδίκων, οι εφεσίβλητοι «δεν είχαν αμφισβητήσει το δικαίωμα της Τράπεζας να μετατρέψει το νόμισμα από Δολάρια Αμερικής σε Λίρες Κύπρου», στην οποία παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσείουσας, εις επίρρωση των θέσεων τους σε σχέση με το πιο πάνω θέμα, δεν μπορεί να έχει οιανδήποτε επίδραση στην παρούσα διαφορά. Εν κατακλείδι, τα όσα υποστήριξαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσείουσας προς υποστήριξη των λόγων έφεσης 4, 5 και 12, με τον προσήκοντα σεβασμό, δεν μας βρίσκουν σύμφωνους.
Οι λόγοι έφεσης 4, 5 και 12 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Oι λόγοι έφεσης 1 και 2 ουσιαστικά προσβάλλουν ως εσφαλμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου «ότι η επίδικη συμφωνία δεν τερματίσθηκε την 11.1.2006 με την αποστολή της επιστολής, Τεκμήριο 19, αλλά λίγους μήνες αργότερα, την 11.6.2006, με την αποστολή της επιστολής, Τεκμήριο 20». Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσείουσας θεωρούν εσφαλμένη την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την τελευταία γνωστή διεύθυνση των εφεσίβλητων, στην οποία η Τράπεζα όφειλε, δυνάμει συγκεκριμένης πρόνοιας στις συμφωνίες, να απέστελλε τις επιστολές.
Επαναλαμβάνουμε πως οι εφεσίβλητοι δεν αμφισβήτησαν πως υπήρξε εκ μέρους της Τράπεζας νόμιμος τερματισμός της συμφωνίας και μάλιστα πριν από την καταχώριση του κλητηρίου εντάλματος. Εκείνο που αμφισβήτησαν ήταν τη θέση της Τράπεζας ότι ο τερματισμός έλαβε χώρα στις 11.1.2006 με την επιστολή Τερματισμού, Τεκμήριο 19. Η θέση η δική τους, όχι στο κοινό δικόγραφο που καταχώρισαν, αλλά κατά την ακροαματική διαδικασία, ήταν ότι ο τερματισμός έλαβε χώρα στις 11.6.2006 με την επιστολή, Τεκμήριο 20, στην οποία είχε επισυναφθεί και η επιστολή, Τεκμήριο 19. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει σε εύρημα ότι η συμφωνία δεν τερματίστηκε στις 11.1.2006, αλλά στις 11.6.2006.
Κατ΄ αρχάς, σημειώνουμε πως η Τράπεζα με την Έκθεση Απαίτησης της είχε δικογραφήσει πως με επιστολή της ημερ. 11.1.2006, την οποία απέστειλε ταχυδρομικώς στους εφεσίβλητους «ανακάλεσε όλες τις χορηγήσεις και/ή πιστώσεις και έκλεισε τον λογαριασμό του δανείου». Οι εφεσίβλητοι με το κοινό δικόγραφο τους δεν ισχυρίστηκαν ότι η Τράπεζα δεν απέστειλε την εν λόγω επιστολή. Η δε πρωτοφειλέτρια, εφεσίβλητη 1 εταιρεία, δεν είχε δικογραφήσει πως δεν παρέλαβε την εν λόγω επιστολή. Στο κοινό δικόγραφο Υπεράσπισης είναι μόνο ο εφεσίβλητος 2, εγγυητής, που είχε δικογραφήσει ότι «ουδέποτε παρέλαβε την επιστολή ημερ. 11.1.2006». Συνάγεται από το περιεχόμενο του κοινού δικογράφου των εφεσίβλητων, ότι η εφεσίβλητη 1 εταιρεία, εν αντιθέσει με τον εφεσίβλητο 2, παραδέχεται ότι παρέλαβε την εν λόγω επιστολή ή τουλάχιστον δεν ισχυρίζεται ότι δεν την παρέλαβε.
Εν πάση περιπτώσει, η μαρτυρία που προσκομίστηκε εκ μέρους της Τράπεζας σε σχέση με το πιο πάνω θέμα δεν αμφισβητήθηκε. Με άλλα λόγια, δεν αμφισβητήθηκε η αποστολή των επιστολών προς τους εφεσίβλητους ούτε ότι οι αποσταλείσες επιστολές δεν είχαν επιστραφεί. Η θέση των εφεσίβλητων ήταν ότι κακώς οι εν λόγω επιστολές είχαν αποσταλεί στην οδό «Θεοτόκη 6, Μέγαρο Έλληνα, 1055, Λευκωσία». Αυτές οι επιστολές, συνεχίζουν οι εφεσίβλητοι, έπρεπε να είχαν αποσταλεί στην οδό «Σύμης 1, Γέρι».
Στη βασική συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ της εφεσίβλητης 1 εταιρείας και της Τράπεζας, Τεκμήριο 1, υπήρχε ρητός όρος ότι:
«20. Κάθε ειδοποίηση/κοινοποίηση δυνάμει του Εγγράφου αυτού μπορεί να αποστέλλεται στον πελάτη με συνηθισμένο ταχυδρομείο ή επιδίδεται σ΄ αυτόν δια χειρός στη διεύθυνση που έχει δηλώσει στην Τράπεζα ή στην τελευταία γνωστή διεύθυνση του.»
Επειδή στην εν λόγω συμφωνία γινόταν αναφορά ότι «η εταιρεία INTERMALL INVESTMENTS LTD, από Σύμης 1, Γέρι, 2202», η θέση των εφεσίβλητων ήταν πως σε αυτή τη διεύθυνση θα έπρεπε να είχε αποσταλεί η επιστολή τερματισμού. Όμως η εφεσίβλητη 1 εταιρεία αγνοεί πως σε δικές της μεταγενέστερες επιστολές προς την Τράπεζα ημερ. 3.6.2004 και 13.10.2004 (Τεκμήρια 40 και 41 αντίστοιχα), οι οποίες υπογράφονται από τον εφεσίβλητο 2, και οι οποίες είχαν αποσταλεί σε σχέση με πιστωτικές διευκολύνσεις που η Τράπεζα της είχε χορηγήσει, γινόταν ρητή αναφορά ότι η διεύθυνση της ήταν «Θεοτόκη 6, Μέγαρο Έλληνα, Λευκωσία, 1055». Ουσιαστικά δήλωνε προς την Τράπεζα ότι αυτή ήταν πλέον η διεύθυνση της και όχι η «Σύμης 1, Γέρι». Δικαιολογημένα λοιπόν η Τράπεζα απέστειλε την επιστολή τερματισμού σε αυτή τη διεύθυνση αφού αυτή ήταν η τελευταία γνωστή διεύθυνση της. Για ό,τι αξίζει, να σημειώσουμε πως οι εφεσίβλητοι δεν ισχυρίστηκαν ότι η εν λόγω διεύθυνση ουδόλως τους αφορούσε ή ότι δεν είχε οιανδήποτε σχέση με αυτούς. Έχει ήδη γίνει αναφορά πως το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δεχθεί πως οι εν λόγω αποσταλείσες επιστολές δεν είχαν επιστραφεί.
Υπό το φως των πιο πάνω, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο τερματισμός της Συμφωνίας έλαβε χώρα στις 11.6.2006 κρίνεται εσφαλμένο, αφού βρίσκουμε πως ο τερματισμός έλαβε χώρα στις 11.1.2006. Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι βάσιμος και επιτυγχάνει. Ο πρώτος λόγος έφεσης, ο οποίος εγείρει και πάλι θέμα αποστολής της επιστολής τερματισμού στην ορθή διεύθυνση, υπό το φως των κατατεθέντων παραδεκτών γεγονότων, κρίνεται αλυσιτελής και απορρίπτεται.
Mε τον 7ον λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η ενδιάμεση απόφαση ημερ. 25.6.2015, με τη οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως καταγράφεται στον συγκεκριμένο λόγο έφεσης «απέρριψε, μεταξύ άλλων, την ένσταση των Εναγόντων για διαγραφή και/ή για να μην κατατεθούν και/ή για να μην ληφθούν υπόψη, μεταξύ άλλων, οι ισχυρισμοί των παραγράφων 7.2, 7.3, 7.4 και 7.5 της γραπτής δήλωσης του ΜΥ1 και με την οποία αποδέχθηκε, όπως οι εν λόγω παράγραφοι και/ή θέσεις και/ή ισχυρισμοί του ΜΥ1, αναφερθούν και/ή κατατεθούν και/ή αποτελέσουν μέρος της ενώπιον του, αξιολογήσιμης μαρτυρίας». Οι πιο πάνω παράγραφοι είχαν ως τίτλο «Παράβαση άρθρου 74(Ι) του Κεφ. 149 – Ποινική Ρήτρα».
Ως γνωστό, ζήτημα που αφορά σε ύπαρξη ποινικής ρήτρας, πρέπει να εγείρεται ρητά στο δικόγραφο Υπεράσπισης (Έλληνας κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφ. 87/2013, ημερ. 3.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A503 και Geopet Aluminium Ltd κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφ. 306/2014, ημερ. 13.3.2024).
Δεν χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε για τη σημασία των δικογράφων και ότι δεν επιτρέπεται προσκόμιση μαρτυρίας κατά τη δίκη για θέματα που δεν καλύπτονται από τα δικόγραφα (Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1422).
Μελετώντας προσεκτικά το κοινό δικόγραφο των εφεσίβλητων, διαπιστώνουμε πως όχι μόνο δεν υπήρχε ρητή και συγκεκριμένη δικογράφηση περί ύπαρξης ποινικής ρήτρας, αλλά ούτε από τα γεγονότα, ως αυτά είχαν δικογραφηθεί, προέκυπτε τέτοια. Οι εφεσίβλητοι αρκέστηκαν να δικογραφήσουν ότι ουδέν ποσό όφειλαν στην Τράπεζα, για να προσθέσουν, με γενικότητα και χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένη πρόνοια, ότι η τελευταία προέβαινε σε χρεώσεις παράνομες και «καθ΄ υπέρβαση των προνοιών της επίδικης ισχυριζόμενης συμφωνίας». Όπως εύστοχα τέθηκε στην Prestos Confectionery Ltd κ.ά. ν. Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολ. Έφεση Αρ. 114/2015, ημερ. 30.4.2024, με παραπομπή σε προγενέστερη νομολογία «Ισχυρισμοί ότι ο δανειστής παράνομα ή αντισυμβατικά τροποποίησε το επιτόκιο δεν αρκεί για να καλύψει το ζήτημα και ρητά έπρεπε να μνημονευθεί ο Νόμος ώστε να είχε υπόβαθρο και η εισήγηση περί ποινικής ρήτρας».
Υπό το φως των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να είχε επιτρέψει μαρτυρία που αφορούσε σε ύπαρξη ποινικής ρήτρας, κάτι που οι εφεσίβλητοι είχαν εγείρει για πρώτη φορά με τη Γραπτή Δήλωση του εφεσίβλητου 2 στην κυρίως εξέταση του.
Ο 7ος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος και επιτυγχάνει.
Oι λόγοι έφεσης 6, 8, 9, 10 και 11 αφορούν στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιδικάσει το επιτόκιο που καθορίστηκε στην επιστολή τερματισμού της Τράπεζας, και που ανερχόταν σε 11.5% ετησίως μέχρι πλήρους εξόφλησης, και σε άλλα συναφή θέματα.
Καταγράφεται, και ορθά, στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας, ότι θα αναπτυχθεί, και αναπτύχθηκε, κοινή επιχειρηματολογία σε σχέση με τους πιο πάνω λόγους, λόγω του κοινού υπόβαθρου γεγονότων και ισχυουσών νομικών αρχών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως ελέχθη, εξέδωσε απόφαση εναντίον των εφεσίβλητων 1 και 2 αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως «για το ποσό των Δολαρίων Αμερικής 2.600.308,53 πλέον Libor τριών μηνών συν 2% ετησίως επί του πιο πάνω ποσού από την 01.01.2013 μέχρι εξοφλήσεως». Επρόκειτο για το επιτόκιο που είχε συμφωνηθεί και ίσχυε καθ΄ ον χρόνο η σύμβαση ήταν ζωντανή.
Η καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων συμφωνία ημερ. 18.12.2003, ρητά προέβλεπε την αύξηση του επιτοκίου. Στον όρο (2) της καταρτισθείσας Συμφωνίας καταγράφονται τα ακόλουθα «Νοείται ότι η Τράπεζα θα δικαιούται να προβαίνει σε ανατοκισμό, σύμφωνα με την εκάστοτε νομοθεσία και επίσης θα δικαιούται κατά την απόλυτη κρίση της όπως κατά καιρούς με γραπτή ειδοποίηση της στον πελάτη ή με ανακοίνωση της στον ημερήσιο τύπο καθορίζει το ύψος του εκάστοτε βασικού και/ή πρόσθετου επιτοκίου ή τον τρόπο υπολογισμού του ΄το χρόνο καταβολής του ή να προβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη αλλαγή και σε τέτοια περίπτωση το νέο επιτόκιο όπως θα έχει καθοριστεί με τον πιο πάνω τρόπο από την Τράπεζα όπως και οι αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού ή στο χρόνο καταβολής του ή γενικά οποιαδήποτε άλλη αλλαγή θα έχει εφαρμογή στη Συμφωνία αυτή από την ημερομηνία της γνωστοποιήσεως διά του ημερήσιου τύπου ή της προς τον πελάτη ειδοποιήσεως».
Περαιτέρω, στον Κατάλογο Παραδεκτών Γεγονότων ημερ. 7.4.2014 που κατατέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είχε ρητά καταγραφεί «Ότι σύμφωνα με τον όρο 2 της συμφωνίας ημερομηνίας 18/12/03 οι ενάγοντες είχαν τη δυνατότητα να αυξήσουν το επιτόκιο αυτό κατά την κρίση αυτών και να προβαίνουν σε ανατοκισμό σύμφωνα με την εκάστοτε νομοθεσία.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνωρίζει το δικαίωμα της Τράπεζας να μεταβάλλει το επιτόκιο «κατά την κρίση της», για να προσθέσει όμως τα ακόλουθα «Η ευχέρεια αυτή βέβαια δεν είναι απεριόριστη και δεν μπορεί να ασκείται αυθαίρετα ή για σκοπούς αισχροκέρδειας, αλλά με βάση κάποια αντικειμενικά κριτήρια και σύμφωνα με βάσιμους λόγους. Ο όρος από μόνος του δεν είναι καταχρηστικός αλλά η Τράπεζα θα πρέπει να καταδείξει ότι η αύξηση του επιτοκίου ήταν υπό τις περιστάσεις δικαιολογημένη.»
Με παραπομπή στην Evelthon Developments Ltd κ.ά. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2012) 1(Γ) 2486, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι «ο τόκος δεν αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα της Τράπεζας αλλά επιδικάζεται υπό μορφή αποζημίωσης», για να καταλήξει ως εξής «Πέραν τούτου όμως, εν όψει της κατάληξης μου ότι η μετατροπή του νομίσματος ήταν υπό τις περιστάσεις αντισυμβατική και ότι το νόμισμα του δανείου θα έπρεπε να είχε παραμείνει σε Δολάρια Αμερικής, το δάνειο θα πρέπει να χρεώνετο με Libor και όχι με επιτόκιο, 11.25% ετησίως, που υπολογίσθηκε με βάση την Κυπριακή Λίρα.»
Ξεκινούμε από το τελευταίο, για το οποίο υπάρχει συγκεκριμένος λόγος έφεσης (ένατος). Έχουμε ήδη κάνει αναφορά στο δικαίωμα της Τράπεζας, δυνάμει της συμφωνίας, να καθορίζει το ύψος του επιτοκίου και τον τρόπο υπολογισμού του. Η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με τον προσήκοντα σεβασμό, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το γεγονός ότι το συμφωνηθέν επιτόκιο καθορίστηκε με Libor, δεν απαγόρευε εν προκειμένω στην Τράπεζα να το διαφοροποιήσει ή να το καθορίσει με άλλο τρόπο, μετά τον τερματισμό της συμφωνίας. Περαιτέρω, άλλο είναι το θέμα του νομίσματος του δανείου και άλλο η αύξηση του επιτοκίου. Αυτά δεν είχαν την αλληλοεξάρτηση, όπως περίπου άφησε να νοηθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ο ένατος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος και επιτυγχάνει.
Όμως δεν μας βρίσκει σύμφωνους ούτε η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τους λόγους που παρέθεσε για να μην επιδικάσει το επιτόκιο που αξιώθηκε με τον τερματισμό, αφού με τον τρόπο που προσέγγισε το θέμα, ουσιαστικά εκμηδένισε τη συμφωνία των μερών, στη βάση της οποίας η Τράπεζα είχε το δικαίωμα να αυξήσει το επιτόκιο.
Δεν αμφισβητείται πως εν προκειμένω, δεν είχε εφαρμογή ο καταργηθείς περί Τόκου Νόμος του 1977, Ν.2/1977. Εφαρμογή είχε ο περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμος του 1999, Ν.160(Ι)/1999. Στην Ευέλθων (ανωτέρω), η οποία δεν υποστηρίζει τις θέσεις των εφεσίβλητων, αποφασίστηκε ότι είχε εφαρμογή ο καταργηθείς περί Τόκου Νόμος του 1977, δυνάμει του οποίου «Το επιτόκιον εφ΄ οιουδήποτε χρέους ή υποχρεώσεως δεν δύναται να υπερβαίνη το 9% ετησίως» Στην Ευέλθων (ανωτέρω), μετά τον τερματισμό της σύμβασης, επιδικάστηκε επιτόκιο 9%, παρόλο που το συμβατικό ήταν 8.5%. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση σημείωσε τα ακόλουθα:
«Το επίδικο θέμα προς εξέταση είναι κατά πόσο το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά επιδίκασε τόκο προς 9% ετησίως επί του χρεωστικού υπολοίπου των ΛΚ236.048 από 6.10.2000 μέχρι εξοφλήσεως δηλαδή για τη χρονική περίοδο που άρχιζε αμέσως μετά τον τερματισμό.»
[…]
Η πρωτόδικος δικαστής κατ΄ εφαρμογή της βασικής αρχής δικαίου σύμφωνα με την οποία το αθώο μέρος πρέπει να τεθεί, στο βαθμό που μπορεί τούτο να επιτευχθεί με το χρήμα, στην ίδια θέση στην οποία θα ήταν ως εάν η Σύμβαση να είχε εκτελεσθεί, ορθά καθόρισε την πληρωμή τόκου σε ποσό 9% ετησίως επί του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού των εφεσειόντων ως μορφή αποζημίωσης. Το εν λόγω ποσοστό αποτελούσε το ανώτατο επιτρεπτό ποσοστό νομίμου τόκου που μπορούσε να επιβληθεί τόσο με βάση συγκεκριμένο όρο της Σύμβασης Δανείου όσο και με βάση τον ισχύοντα νόμο κατά τη σύναψη της Σύμβασης Δανείου την οποία οι εφεσείοντες υπαιτίως διέρρηξαν.»
[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]
Εν προκειμένω, η Τράπεζα είχε ρητά δικογραφήσει ότι δυνάμει ουσιώδους όρου της καταρτισθείσας συμφωνίας, μπορούσε «να αυξήσει το επιτόκιο και να προβεί σε ανατοκισμό σύμφωνα με την εκάστοτε νομοθεσία». Η νομοθεσία δεν απαγόρευε την επιβολή επιτοκίου ύψους 11.5%. Οι εφεσίβλητοι με το κοινό δικόγραφο τους αρκέστηκαν να αναφέρουν πως δεν όφειλαν οιονδήποτε ποσό στην Τράπεζα (θέση που εγκατέλειψαν κατά την ακρόαση της αγωγής), ενώ για το αξιούμενο επιτόκιο 11.5% ετησίως, αρκέστηκαν σε μία γενική άρνηση, δικογραφώντας απλώς ότι «οι ενάγοντες παράνομα και/ή αντισυμβατικά τροποποίησαν το επιτόκιο σε 11.5% ετησίως». Ως ελέχθη, θέμα ποινικής ρήτρας ουδέποτε είχαν δικογραφήσει.
Οι γενικές αρνήσεις και οι γενικά διατυπωμένες δικογραφημένες θέσεις, ειδικά σε τέτοιες διαφορές δεν βοηθούν (Barclays Bank Plc κ.ά. v. J.G.L. (Constr.) Ltd κ.ά. (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1726 και Ιωαννίδης κ.ά. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2014) 1(Β) 1491). Όπως εύστοχα τέθηκε στη μεταγενέστερη απόφαση Έλληνας κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφεση Αρ. 8713, ημερ. 3.12.2019:
«Ως πρώτη παρατήρηση, θα πρέπει να λεχθεί ότι η υπεράσπιση ουδόλως καλύπτει το ζήτημα με την αναγκαία επάρκεια που απαιτείται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και συγκεκριμένα τη Δ.19, θ.13, που επιβάλλει στον εναγόμενο να εγείρει με τη δικογραφία του όλα τα θέματα ώστε να μην καταληφθεί ο αντίδικος εξ απροόπτου, μεταξύ των οποίων, και ότι η αγωγή ή η συναλλαγή είναι άκυρη ή ακυρώσιμη κατά Νόμο. Και να καταγράψει βεβαίως εκείνα τα γεγονότα που δείχνουν παρανομία οποιασδήποτε φύσης. Η απλή καταγραφή, και μάλιστα άνευ βλάβης του προηγούμενου ισχυρισμού περί μη παραλαβής των επιστολών, ότι η τράπεζα παράνομα και/ή αντισυμβατικά τροποποίησε το επιτόκιο σε 11,5% ετησίως δεν αρκεί να καλύψει το ζήτημα και ρητά έπρεπε να μνημονευθεί ο Νόμος ώστε να είχε υπόβαθρο και η εισήγηση περί ποινικής ρήτρας. Ορθά στο ζήτημα απαντά στο περίγραμμα της η εφεσίβλητη τράπεζα ότι τέτοια θέση δεν ηγέρθηκε με την υπεράσπιση και, επομένως, δεν θα μπορούσε να εξεταστεί, σύμφωνα και με την καθιερωμένη νομολογία ότι η υπεράσπιση είναι δικόγραφο στο οποίο προσδιορίζονται οι θέσεις του εναγομένου και το Δικαστήριο δεν πρέπει να εξετάζει ζητήματα που είναι εκτός δικογραφίας, (Μελάς ν. Κυριάκου (2003) 1 Α.Α.Δ. 826 και Σταύρου ν. Χαραλάμπους (2011) 1 Α.Α.Δ. 193)…. »
Στην Prestos (ανωτέρω), επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση, με την οποία επιδικάστηκε τόκος υπερημερίας αφού κάτι τέτοιο προβλεπόταν στις καταρτισθείσες συμφωνίες. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Στην Ιωαννίδης κ.ά. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1491, 1499, αποφασίστηκε ότι, εφόσον ο τόκος υπερημερίας προβλεπόταν στις σχετικές συμφωνίες, η τράπεζα είχε εξουσία να επιβάλει μια τέτοια χρέωση. Δεν είχε συζητηθεί το άρθρο 74 του Κεφ.149, όπως ούτε και στη Λαϊκή Κυπρ. Τράπεζα Λτδ ν. Λ. Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 479, 490, στην οποία αναφέρεται το Δικαστήριο στην Ιωαννίδης. Η νομιμότητα του όρου είχε αμφισβητηθεί με αναφορά στο άρθρο 73 του Κεφ.149 και τον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο του 1999, Ν.160(Ι)/1999. Ο περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2014, Ν.141(Ι)/2014 και ο περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2015, Ν.66(Ι)/2015 είναι μεταγενέστεροι. Ούτε και στην επίδικη περίπτωση εφαρμόζονται οι τροποποιητικοί νόμοι εφόσον οι πιστωτικές συμβάσεις δεν ήταν σε ισχύ κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Ν.141(Ι)/2014, αλλά και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε πριν τη θέσπιση του Ν.66(Ι)/2015».
Εν προκειμένω, η μαρτυρία που οι εφεσίβλητοι προσκόμισαν για να αποφύγουν την καταβολή επιτοκίου ύψους 11.5%, το οποίο καθορίστηκε κατ΄ επίκληση συγκεκριμένης πρόνοιας στην καταρτισθείσα συμφωνία, ήταν ότι κάτι τέτοιο συνιστούσε ποινική ρήτρα. Όμως, τέτοια μαρτυρία ήταν εκτός δικογράφων, και ως ελέχθη, κακώς επετράπη από το πρωτόδικο Δικαστήριο να προσκομισθεί. Εκτός δικογράφων όμως ήταν και η άλλη θέση τους κατά την ακρόαση της αγωγής, ότι για να ενομιμοποιείτο η Τράπεζα να αξιώνει 11.5% επιτόκιο θα έπρεπε να είχε αποδείξει «αντίστοιχη ζημιά». Τέλος, η γενική αναφορά στο δικόγραφο τους, ότι η Τράπεζα, παράνομα και αντισυμβατικά τροποποίησε το επιτόκιο, δεν αρκούσε. Επαναλαμβάνουμε, πως διαφοροποίηση επιτοκίου προβλεπόταν από την καταρτισθείσα συμφωνία και δεν απαγορευόταν από το Νόμο. Με άλλα λόγια, δεν ήταν ούτε αντισυμβατική ούτε παράνομη, ως γενικά είχε δικογραφηθεί. Εν κατακλείδι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεδίκασε το επιτόκιο που αξιώθηκε με την επιστολή τερματισμού.
Οι λόγοι έφεσης 6, 8, 10 και 11, στο βαθμό που προσβάλλουν την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιδικάσει επιτόκιο 11.5%, κρίνονται βάσιμοι και επιτυγχάνουν.
Ο 15ος και τελευταίος λόγος έφεσης, αφορά στην παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την Ανταπαίτηση, η οποία αφορούσε σε έκδοση δηλωτικών αποφάσεων ότι οι καταρτισθείσες συμφωνίες ήταν άκυρες και/ή ανεφάρμοστες, και/ή ότι ουδέν ποσό οφείλεται (Πεκρής ν. Τζιάνναρου κ.ά. (2016) 1(Α) Α.Α.Δ. 92).
Ως ελέχθη, κατά την ακροαματική διαδικασία οι εφεσίβλητοι εγκατέλειψαν τις πιο πάνω θέσεις, δεχόμενοι ότι οι συμφωνίες είναι έγκυρες και δεσμευτικές προβάλλοντας τη θέση πως οφείλουν μικρότερο ποσό από αυτό που η Τράπεζα είχε αξιώσει. Το παράπονο βεβαίως της εφεσείουσας, με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης, είναι ότι η Ανταπαίτηση θα έπρεπε να είχε απορριφθεί και μάλιστα με έξοδα προς όφελος της.
Πράγματι, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε την Ανταπαίτηση, η οποία ουσιαστικά στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας εγκαταλείφθηκε. Ως εκ τούτου, την απορρίπτουμε αλλά, με τον προσήκοντα σεβασμό, θεωρούμε ότι υπό τις πιο πάνω περιστάσεις είναι ορθό και δίκαιο όπως μη υπάρξει, και δεν υπάρχει, διαταγή εξόδων σε σχέση με την Ανταπαίτηση, η οποία, ως ελέχθη, αφορούσε μόνο σε έκδοση δηλωτικών αποφάσεων.
Η έφεση επιτυγχάνει, ως πιο πάνω. Η πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με τη χρηματική απαίτηση τροποποιείται, ούτως ώστε αυτή να αφορά στο ποσό των Δολαρίων Αμερικής USD1.845.980,71 (η εν λόγω οφειλή πριν από τον τερματισμό της συμφωνίας έγινε παραδεκτό γεγονός), με τόκο 11.5%, από 11.1.2006 μέχρι εξόφλησης, του τόκου κεφαλαιοποιημένου την 30.6. και 31.12. εκάστου έτους.
Επιδικάζονται προς όφελος της εφεσείουσας €4.500 έξοδα έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.
Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/ΣΓεωργίου
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο