Δημήτρης Χρίστου v. Laiki Cyprialife Limited κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.363/2016, 4/9/2025
print
Τίτλος:
Δημήτρης Χρίστου v. Laiki Cyprialife Limited κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.363/2016, 4/9/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.363/2016)

 

 

  4 Σεπτεμβρίου 2025

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

Δημήτρης Χρίστου,

Εφεσείων,

ν.

                                                                                    

                             1. Laiki Cyprialife Limited,

                             2. Cyprus Popular Bank Public Co Ltd,

 

Εφεσιβλήτων.

____________________

Γ. Γεωργιάδης για Γιάννος Γεωργιάδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Λ. Σιακαλλή (κα) για Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη 1.

____________________

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Κατόπιν πρότασης του Εφεσείοντα, στις 30.11.1999 εκδόθηκε από την Εφεσίβλητη 1 ασφαλιστική εταιρεία, προς όφελος του Εφεσείοντα, ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής συνδεδεμένο με το επενδυτικό σχέδιο «Cypria Fortune».  Στις 13.12.1999, ο Εφεσείων υπέγραψε συμφωνία με την οποία εκχώρησε το ασφαλιστήριο αυτό συμβόλαιο στην πρώην Εφεσίβλητη 2 Τράπεζα.  

 

Στις 22.8.2003, η Τράπεζα ζήτησε από την Εφεσίβλητη 1 την πλήρη εξαγορά του ασφαλιστηρίου συμβολαίου με σκοπό την εξόφληση των υποχρεώσεων του Εφεσείοντα προς την ίδια.  Ο Εφεσείων προσυπόγραψε το σχετικό γραπτό αίτημα.  Η διαδικασία εξαγοράς ολοκληρώθηκε στις 10.9.2003 και το ποσό των Λ.Κ.94.189,70 καταβλήθηκε από την Εφεσίβλητη 1 στην Τράπεζα, που εξέδωσε απόδειξη εξόφλησης όλων των ωφελημάτων που απέρρεαν από το συμβόλαιο, προς πλήρη και απόλυτη απαλλαγή όλων των ευθυνών της Εφεσίβλητης 1.  Η Τράπεζα χρησιμοποίησε ποσό Λ.Κ.42.136,32 για την εξόφληση των έναντι της υποχρεώσεων του Εφεσείοντα και του κατέβαλε το περισσεύον ποσό των Λ.Κ.52.006,03.[1] 

 

Το 2007, ο Εφεσείων, επικαλούμενος ψευδείς παραστάσεις εκ μέρους της Εφεσίβλητης 1, καταχώρισε εναντίον της αγωγή αξιώνοντας αποζημιώσεις σχεδόν πέντε εκατομμυρίων ευρώ και διαζευκτικά το ποσό των €522.832,04 (Λ.Κ.300.000) που είχε καταβάλει ως κεφάλαιο στο επενδυτικό σχέδιο.  Το 2012 συνένωσε ως εναγόμενη 2 την Τράπεζα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία που είχε δοθεί από την πλευρά της Εφεσίβλητης 1 και απέρριψε την εκδοχή του Εφεσείοντα περί υποσχέσεων και διαβεβαιώσεων εκ μέρους της, που προηγήθηκαν της σύναψης της ασφάλισης, αναφορικά με την εξασφάλιση του αρχικού ποσού της επένδυσης των Λ.Κ.300.000 και εγγυημένη απόδοση του επενδυτικού σχεδίου.  Προέβη σε εύρημα ότι ο Εφεσείων συνήψε την ασφάλιση αφού του εξηγήθηκαν πλήρως η φύση και οι όροι της.  Διαπίστωσε ακόμα ότι ο Εφεσείων προέβη στην μετέπειτα εκχώρηση εν γνώση του ότι συνιστούσε εξασφάλιση των υποχρεώσεων του προς την Τράπεζα, και λόγω των δυσκολιών του να ανταποκριθεί σε αυτές.

 

Στη βάση των ευρημάτων του ως προς τα γεγονότα, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι  η σύμβαση εκχώρησης ήταν καθόλα νόμιμη και έγκυρη για να καταλήξει ότι, εφόσον ο Εφεσείων είχε εκχωρήσει όλα του τα δικαιώματα στη βάση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου στην Τράπεζα, δεν διατηρούσε, «ο ίδιος προσωπικά και χωρίς συνένωση του εκδοχέα», δηλαδή της Τράπεζας, αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της Εφεσίβλητης 1.  Σημείωσε πως η Τράπεζα είχε προστεθεί από τον ίδιο ως εναγόμενη και όχι ως ενάγουσα.  Συνακόλουθα, απέρριψε την αγωγή. 

 

Επικουρικά, και στην περίπτωση που θα φαινόταν ότι ο Εφεσείων είχε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της Εφεσίβλητης 1, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι η αξίωση και πάλι θα απορριπτόταν, αφού η εκδοχή του Εφεσείοντα περί υποσχέσεων και διαβεβαιώσεων, που προηγήθηκαν της σύναψης της ασφάλισης, δεν είχε γίνει δεκτή.

 

    Η έφεση είχε καταχωριστεί εναντίον τόσο της Εφεσίβλητης 1, όσο και της Τράπεζας, αλλά αποσύρθηκε εναντίον της τελευταίας πριν την ακρόαση. 

Ο λόγος έφεσης 2, τον οποίο και θα εξετάσουμε πρώτο, αφορά στη νομική πτυχή της αξίωσης.  Καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι βρισκόταν σε πλάνη ως προς τη νομοθεσία και τη νομολογία, τις οποίες και εφάρμοσε με εσφαλμένο τρόπο.

 

Εισηγείται ο Εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι δεν μπορούσε να εναγάγει την Εφεσίβλητη 1 χωρίς να έχει τη συνδρομή της Τράπεζας ως ενάγουσας, στη βάση ότι η τελευταία ήταν ο εκδοχέας των δικαιωμάτων του, δυνάμει της σχετικής σύμβασης εκχώρησης. 

 

Στην Λουκά ν. Eurolife Ltd (2009) 1(B) A.A.Δ. 1524, την οποία επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε αναφερθεί ότι (σελ.1530-1):

 

«Όπου υπάρχει συμφωνία εκχώρησης νομικού δικαιώματος αγωγής, σύμφωνα με το δίκαιο της επιείκειας ο εκδοχέας καθίσταται ο δικαιούχος και ελέγχων του δικαιώματος αγωγής και δικαιούται να ενάγει με βάση το δικαίωμα αυτό, παρόλο ότι, ως θέμα πρακτικής, κανονικά θα απαιτηθεί από το Δικαστήριο να συνενώσει τον εκχωρητή είτε ως ενάγοντα είτε, εάν αρνείται να δώσει την συγκατάθεσή του, ως εναγόμενο. Εντούτοις, όπου ο εκχωρητής επιθυμεί να καταχωρήσει αγωγή, όπου είναι γνωστό ότι υπήρξε εκχώρηση, το Δικαστήριο ζητά όπως ο εκδοχέας συνενωθεί και δεν επιτρέπει στον εκχωρητή να συντηρεί την αγωγή στην απουσία του εκδοχέα». 

 

 

Η Λουκά χαρακτηρίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως καθοριστική όσον αφορά το ζήτημα της ύπαρξης αγώγιμου δικαιώματος του Εφεσείοντα εναντίον της Εφεσίβλητης 1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αναγνωρίσει ότι στη Λουκά η εκχώρηση εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ λόγω μη άσκησης των δικαιωμάτων δυνάμει του ασφαλιστηρίου που είχε εκχωρηθεί, για να συμπληρώσει ότι η ίδια αρχή εφαρμοζόταν και στην παρούσα, εφόσον η εκχώρηση ουδέποτε είχε ακυρωθεί ή τερματιστεί και το ασφαλιστήριο ουδέποτε είχε επανέλθει προς όφελος του Εφεσείοντα.  Ο Εφεσείων, ανέφερε, δεν είχε αγώγιμο δικαίωμα δυνάμει του επίδικου ασφαλιστηρίου, ακριβώς λόγω της εκχώρησης όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτό προς την Τράπεζα, εκτός εάν η τελευταία ήταν επίσης ενάγουσα στην αγωγή.  Αντί αυτού, παρατήρησε, η Τράπεζα βρισκόταν στην αντίθετη πλευρά ως εναγόμενη.  Αυτό, κατέληξε, δεν ήταν νομικά επιτρεπτό καθότι με την εκχώρηση ουσιαστικά ο εκδοχέας, δηλαδή η Τράπεζα, είχε καταστεί ο μοναδικός ιδιοκτήτης και κανένα δικαίωμα δεν παρέμενε στον αρχικό δικαιούχο, δηλαδή τον Εφεσείοντα.  Καθοριστική ήταν, επομένως, η πρωτόδικη εκτίμηση ότι η συμφωνία εκχώρησης ήταν ακόμα σε ισχύ κατά το χρόνο καταχώρισης της αγωγής.

 

Στη συμφωνία εκχώρησης αναφερόταν ότι:

 

«2. Ο Εκχωρητής ως απόλυτος δικαιούχος με το έγγραφο αυτό εκχωρεί στην Τράπεζα ως συνεχή και παράλληλη εξασφάλιση των υποχρεώσεων του Χρεώστη όπως αναφέρονται πιο πάνω, όλα τα δικαιώματα του στην/στις Ασφάλεια/Ασφάλειες και στα ποσά που θα καταστούν πληρωτέα με βάση αυτή/αυτές καθώς και άλλα δικαιώματα ή ωφελήματα που του έχουν δοθεί ή θα του δοθούν με βάση την Ασφάλεια και/ή τις Ασφάλειες καθώς και τα δικαιώματά του σε οποιεσδήποτε άλλες Ασφάλειες εκδοθούν σε αντικατάσταση τους μέχρις ότου όλες οι υποχρεώσεις του Χρεώστη προς την Τράπεζα εξοφληθούν πλήρως. …. .

…………………………………………………………………………

 

6.  Οποτεδήποτε οι υποχρεώσεις που εξασφαλίζονται με το έγγραφο αυτό αποπληρωθούν πλήρως, η Τράπεζα θα επανεκχωρήσει στον Εκχωρητή με έξοδα του Εκχωρητή, τα δικαιώματα που της έχουν εκχωρηθεί με το έγγραφο αυτό.»

 

 

Ο όρος 2 καθόριζε ότι η εκχώρηση θα είχε χρονικό ορίζοντα «μέχρις ότου όλες οι υποχρεώσεις του Χρεώστη προς την Τράπεζα εξοφληθούν πλήρως», ενώ ο όρος 6 αναφερόταν σε υποχρέωση της Τράπεζας να «επανεκχωρήσει» στον Εφεσείοντα τα δικαιώματα που της είχαν εκχωρηθεί «Οποτεδήποτε οι υποχρεώσεις που εξασφαλίζονται με το έγγραφο αυτό αποπληρωθούν πλήρως».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε τον όρο 6 και αποφάνθηκε ότι δεν είχε σημασία για την επίδικη περίπτωση, κρίνοντας ότι εφαρμογή είχε στις περιπτώσεις όπου οι υποχρεώσεις του Εφεσείοντα προς την Τράπεζα θα είχαν εξοφληθεί με άλλο τρόπο, ανεξαρτήτως του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.  Εν προκειμένω, ανέφερε, δεν ετίθετο ζήτημα επανεκχώρησης δικαιωμάτων.  Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τον όρο 6 δεν προσβάλλεται με αντέφεση, κατά συνέπεια, θα πρέπει να ενεργήσουμε με δεδομένο ότι ο όρος 6 δεν είχε εφαρμογή στα περιστατικά της επίδικης περίπτωσης, όπως δηλαδή κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Την προσοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου διέλαθε ο όρος 2.  Εφόσον ο όρος 6 δεν είχε εφαρμογή, τότε κατ’ εφαρμογή του όρου 2, εφόσον όλες οι υποχρεώσεις του Εφεσείοντα προς την Τράπεζα είχαν εξοφληθεί πλήρως, η ισχύς της συμφωνίας εκχώρησης δεν μπορούσε παρά να είχε εκπνεύσει.  Τα όποια δικαιώματα δυνάμει του ασφαλιστηρίου συμβολαίου δεν ανήκαν πλέον στην Τράπεζα και η απόρριψη της αγωγής στη βάση ότι η Τράπεζα δεν είχε συνενωθεί ως ενάγουσα ήταν εσφαλμένη.

 

Στην έκταση αυτή, ο λόγος έφεσης 2 επιτυγχάνει, καθιστώντας επιβεβλημένη την εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης που αφορούν στην κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και στην κατάληξη ότι της σύναψης της ασφάλισης δεν είχαν προηγηθεί υποσχέσεις ή διαβεβαιώσεις, όπως υποστήριξε ο Εφεσείων.

Ο λόγος έφεσης 1 συμπλέκει δύο διακριτά ζητήματα.  Αναφέρεται σε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας και σε παράλειψη να ληφθούν υπόψη ουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας, με αποτέλεσμα την κατάληξη σε ευρήματα που δεν προκύπτουν από αυτή.  Με το λόγο έφεσης 3, προβάλλεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ήταν καθόλου ή ήταν ανεπαρκώς αιτιολογημένη.  Ο Εφεσείων αναφέρεται σε παραλείψεις που εντοπίζει στον τρόπο αξιολόγησης κάποιων μαρτύρων της υπόθεσης.  Εκεί εντοπίζει την, κατ’ ισχυρισμό, απουσία ή ανεπάρκεια της αιτιολόγησης.  Αυτό που κατ’ ουσία εγείρεται, είναι και πάλι ότι πάσχει η αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων αυτών. 

 

Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων παραμένουν διαχρονικά αναλλοίωτες.  Κατά κανόνα, το εφετείο σπάνια επεµβαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειµένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη µαρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη.  (Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1).  Το εφετείο έχει την ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα εκεί όπου διαπιστώνεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη (Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1).

 

Ο Εφεσείων είχε επισκεφτεί στο γραφείο του τον Μ.Ε.1, που ήταν τότε διευθυντής στην πρώην Εφεσίβλητη 2 Τράπεζα, ζητώντας συμβουλή ως προς το ενδεχόμενο να αποσύρει το ποσό των Λ.Κ.300.000 από λογαριασμό του στη Τράπεζα και να το επενδύσει στο ασφαλιστικό σχέδιο «Cypria Fortune» για το οποίο είχε πληροφορηθεί από διάφορα έντυπα ότι είχε ψηλές αποδόσεις.  Ο Μ.Ε.1, αναφέροντας ότι ο ίδιος δεν ήταν ειδικός, κάλεσε στο γραφείο του τον Μ.Υ.2, ασφαλιστικό αντιπρόσωπο και διευθυντή ομάδας στην Εφεσίβλητη 1.  Ο Μ.Υ.2 αφίχθηκε συνοδευόμενος από δύο ακόμη ασφαλιστικούς αντιπροσώπους, τον Μ.Υ.3 και τον Μ.Υ.4.  Τί λέχθηκε κατά τη συνάντηση, κατά κύριο λόγο από τον Μ.Υ.2, απετέλεσε το αντικείμενο έντονης αμφισβήτησης κατά τη δίκη. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τη μαρτυρία τόσο του Μ.Ε.1, όσο και του Εφεσείοντα ως αναξιόπιστη.  Αντίθετα έκρινε αξιόπιστους τους Μ.Υ.2, 3 και 4.  Απέρριψε τα όσα καταλόγισαν οι πρώτοι στον Μ.Υ.2, ότι δηλαδή είχε προβεί σε υποσχέσεις ή διαβεβαιώσεις αναφορικά με την εξασφάλιση του αρχικού ποσού της επένδυσης των Λ.Κ.300.000 και εγγυημένη απόδοση του επενδυτικού σχεδίου.

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ενδελεχής.  Η κατάθεση του κάθε μάρτυρα εξετάστηκε επισταμένα.  Σε σχέση με τον Μ.Ε.1 και τον Εφεσείοντα, καταγράφονται με μεγάλη λεπτομέρεια, σε ξεχωριστές παραγράφους, οι διάφοροι λόγοι για τους οποίους η μαρτυρία τους δεν έγινε αποδεκτή.  Οι επισημάνσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εύστοχες και η κατάληξη του δικαιολογημένη και πειστική.  Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για παρέμβαση στην πρωτόδικη κρίση.  Το ίδιο ισχύει και για την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Υ.2 και των λοιπών μαρτύρων της Εφεσίβλητης 1. 

 

Ούτε διαπιστώνουμε ότι, στη βάση της μαρτυρίας που αποδέχτηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να είχε καταλήξει στα ευρήματα που εισηγείται ο Εφεσείων. 

 

Η σχετική επιχειρηματολογία αναπτύχθηκε, κατά κύριο λόγο, με αναφορά στη μαρτυρία του Γ. Χατζησπύρου (Μ.Ε.3) λειτουργού στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, Χ.Α.Κ..  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποδεχτεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του Χατζησπύρου, ο οποίος κατέθεσε καταστάσεις αναφορικά με τις επενδύσεις της Εφεσίβλητης 1 στο Χ.Α.Κ..  Ο Εφεσείων, υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία του και πως θα έπρεπε στη βάση της να εξεύρει ότι «δεν γινόταν ικανοποιητική διασπορά του κινδύνου», όπως η Εφεσίβλητη 1 είχε παραστήσει και διαβεβαιώσει, αλλά «επένδυε κατά αποκλειστικότητα ένα πολύ μεγάλο μέρος των επενδυτικών της ταμείων στο πάτωμα του ΧΑΚ».

 

    Η θέση είναι εντελώς αβάσιμη.  Ο μάρτυρας δεν υποστήριξε το συμπέρασμα στο οποίο ο Εφεσείων εισηγείται ότι θα έπρεπε να είχε αχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Ούτε και συμπερασματικά θα μπορούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο να αχθεί σε τέτοια κατάληξη.  Η μαρτυρία αφορούσε τις επενδύσεις στο Χ.Α.Κ., ενώ ουδεμία μαρτυρία είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με άλλες επενδύσεις της Εφεσίβλητης 1 σε άλλους τομείς της οικονομίας ή αναφορικά με το συνολικό όγκο των επενδύσεων της.  Και αναμφίβολα, η μαρτυρία του Χατζησπύρου δεν αντίκρουε τη μαρτυρία του Χρήστου Μηνά (Μ.Υ.1) πρώην εργοδοτούμενου στο νομικό τμήμα και τμήμα αποζημιώσεων της Εφεσίβλητης 1, ο οποίος κατέθεσε ότι γίνονταν επενδύσεις και σε άλλους παραγωγικούς τομείς και στο εξωτερικό, μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε.

 

    Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο παραμένει άτρωτη και τα ευρήματα του ισχυρά.  Οι λόγοι έφεσης 1 και 3 απορρίπτονται. 

 

    Η επιτυχία του λόγου έφεσης 2 παραμένει χωρίς αντίκρισμα για τον Εφεσείοντα.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

€4.500 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης 1 και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

 

 

                                                      Χ. Μαλαχτός, Δ.       

 

                                                      Ι. Ιωαννίδης, Δ.

 

                                                      Α. Δαυίδ, Δ.



[1]   Δεν διαφαίνεται που οφείλεται η επουσιώδης ασυμφωνία του αθροίσματος των δύο ποσών και του συνολικού.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο