
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΈΦΕΣΗ ΑΡ. 376/2016
4 Σεπτεμβρίου, 2025
[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΧΑΡΑΚΗΣ ΖΑΧΑΡΙΑ
Εφεσείων
v.
ROYAL CROWN INSURANCE CO LTD
Εφεσίβλητη
---------------------------
Στ. Ερωτοκρίτου, για Ανδρέας Π. Ερωτοκρίτου & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα
Αντ. Πολυδώρου μαζί με Τζ. Κωνσταντίνου (κα), για Άντης Πολυδώρου ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη
.................
Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ. Ο εφεσείων, στις 18.9.2000, ενώ οδηγούσε το όχημα υπ’ αρ. εγγραφής ΕΚΡ 305 στην οδό Βασιλέως Παύλου στη Λεμεσό, ενεπλάκη σε ατύχημα με το όχημα ταξί αρ. εγγραφής ΤΕΝΕ 836, ιδιοκτησία της εταιρείας Pavlos Elpidorou & Sons Ltd. Σε σχέση με το όχημα που αυτός οδηγούσε, υπήρχε ασφαλιστήρια συμφωνία σε ισχύ μεταξύ της εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας και του ιδιοκτήτη του εν λόγω οχήματος, καθώς, επίσης, πιστοποιητικό ασφάλισης του εφεσείοντα ως εξουσιοδοτημένου οδηγού, για ζημιά που τυχόν ήθελε προκαλέσει σε τρίτο πρόσωπο. Η ασφαλιστήρια συμφωνία και το πιστοποιητικό ασφάλισης, είχαν εκδοθεί δυνάμει των σχετικών προνοιών του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου του 2000, Ν.96(Ι)/2000, (ο Νόμος 96(Ι)/2000), ο οποίος είχε τεθεί σε ισχύ μόλις δύο μήνες προηγουμένως. Ο εφεσείων, μετά το ατύχημα ενημέρωσε γραπτώς την εφεσίβλητη σχετικά, οπότε η τελευταία ανέλαβε το χειρισμό της απαίτησης που είχε η εταιρεία Pavlos Elpidorou & Sons Ltd εναντίον του. Διαβουλεύσεις οι οποίες ακολούθησαν μεταξύ των δικηγόρων που είχε διορίσει η εφεσίβλητη και η προαναφερθείσα εταιρεία για συμβιβασμό της υπόθεσης, δεν τελεσφόρησαν.
Στις 28.9.2005, πέντε και πλέον χρόνια μετά το προαναφερθέν οδικό ατύχημα, η εταιρεία Pavlos Elpidorou & Sons Ltd, κίνησε εναντίον του εφεσείοντος, ως οδηγού του οχήματος ΕΚΡ 305 και του ιδιοκτήτη του ως συμβαλλόμενου στην προαναφερθείσα ασφαλιστήρια συμφωνία, την αγωγή αρ. 5027/2005, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Με την καταχώρηση της αγωγής, η εν λόγω ενάγουσα εταιρεία, επέδωσε στην εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία την ειδοποίηση που προβλεπόταν στο άρθρο 15(1)(α)[1] του Νόμου 96(Ι)/2000. Η τελευταία, διόρισε το συγκεκριμένο δικηγορικό γραφείο, που είχε λάβει μέρος προηγουμένως στις διαβουλεύσεις για συμβιβασμό, να εκπροσωπήσει τον εφεσείοντα, ως εναγόμενο στην πιο πάνω αγωγή. Στην πορεία, οι ίδιοι δικηγόροι, με επιστολή ημερομηνίας 2.10.2006, ενημέρωσαν τον εφεσείοντα πως, για το λόγο ότι η αγωγή αρ. 5027/2005 είχε εγερθεί πέραν των δύο χρόνων από την ημερομηνία που είχε συμβεί το ατύχημα, σύμφωνα με το άρθρο22 του Νόμου 96(Ι)/2000 η εφεσίβλητη δεν είχε υποχρέωση να ικανοποιήσει οποιαδήποτε απόφαση ήθελε εκδοθεί εναντίον του. Μάλιστα, δεδομένης της πιο πάνω θέσης τους, αυτοί διέκοψαν και την εκπροσώπηση του στην αγωγή.
Ο εφεσείων, διόρισε άλλο δικηγορικό γραφείο να τον εκπροσωπήσει. Οι νέοι δικηγόροι, χειρίστηκαν την υπεράσπιση του μέχρι τέλους. Ενδιάμεσα δε, αυτοί, με επιστολή τους ημερομηνίας 12.2.2008 προς τους δικηγόρους της εφεσίβλητης, τούς πληροφόρησαν ότι ο εφεσείων θα διεκδικούσε από την εφεσίβλητη οποιοδήποτε ποσό ήθελε επιδικαστεί εναντίον του, στην πιο πάνω αγωγή. Το Δικαστήριο, αφού εξεδίκασε την υπόθεση, στις 17.12.2009 εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντος, για το ποσό των €21.058,58.-, πλέον τόκους και έξοδα. Η πιο πάνω εξέλιξη ποσώς δεν ικανοποίησε τον εφεσείοντα, δεδομένης της προοπτικής να έπρεπε να καταβάλει ο ίδιος το επιδικασθέν ποσό στον εξ αποφάσεως πιστωτή, εταιρεία Pavlos Elpidorou & Sons Ltd.
Στις 27.5.2009, πριν ακόμα εκδοθεί η προαναφερθείσα απόφαση στην αγωγή αρ. 5027/2005 στις 17.12.2009, ο εφεσείων κίνησε εναντίον της εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας την αγωγή αρ. 3111/2009, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Με αυτήν αξίωνε την έκδοση αριθμού διακηρυκτικών αποφάσεων, για την αναγνώριση σε αυτόν δικαιώματος να αποζημιωθεί από την εφεσίβλητη, σε σχέση με απόφαση που ήθελε τυχόν εκδοθεί εναντίον του στην αγωγή 5027/2005. Έχοντας παραθέσει στην έκθεση απαίτησής του τα γεγονότα που καταγράφονται πιο πάνω, πρόβαλε, συγχρόνως, τη θέση ότι το άρθρο 22 του Νόμου 96(Ι)/2000 δεν είχε τη σημασία, ανωτέρω, που του απέδωσαν οι δικηγόροι που διόρισε προηγουμένως η εφεσίβλητη για την εκπροσώπηση του και επομένως η αγωγή αρ. 5027/2005 δεν ήταν εκπρόθεσμη.
Το Δικαστήριο που εξεδίκασε την αγωγή αρ. 3111/2009, δεν έκανε δεκτή την πιο πάνω θέση εκ μέρους του εφεσείοντος, όπως και διάφορες άλλες αιτίες που αυτός επικαλέστηκε στην έκθεση απαίτησης του, επιδιώκοντας την κήρυξη του άρθρου 22 του Νόμου 96(Ι)/2000 άκυρου, κατά νόμο. Κατά συνέπεια, απέρριψε την εν λόγω αγωγή. Ως αποτέλεσμα, ο εφεσείων καταχώρισε την υπό εξέταση έφεση. Με τέσσερις λόγους που περιέλαβε σε αυτή, εγείρει θέμα ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, ειδικά, όσον αφορά τη σημασία που το Δικαστήριο απέδωσε στο άρθρο 22, (λόγοι 1 και 2), καθώς επίσης, την κρίση του αναφορικά με τη νομιμότητα του, στη βάση συγκεκριμένων αιτιών, (λόγοι 3 και 4).
Το άρθρο 22 Νόμου 96(Ι)/2000 προνοεί, συγκεκριμένα, τα εξής:
«Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, οποιαδήποτε αγωγή για τους σκοπούς του νόμου αυτού κατά του αδικοπραγούντα πρέπει να εγείρεται μέσα σε δύο χρόνια από την ημέρα του ατυχήματος.»
Επομένως, οι σκοποί του Νόμου 96(I)/2000, είναι ιδιαίτερα σημαντικοί για την κατανόηση του πιο πάνω άρθρου. Αυτοί, προβλέπονται στο άρθρο 14(1)(α) και (β)[2], υπό τον πλαγιότιτλο «Υποχρέωση ασφαλιστών να ικανοποιούν αποφάσεις Δικαστηρίων/Εξαιρούμενη ευθύνη». Εν προκειμένω, ενδιαφέρει το εδάφιο (1)(α), στο οποίο ουσιαστικά προβλέπεται ότι, στην περίπτωση που εκδίδεται δικαστική απόφαση σε σχέση με ευθύνη που καλύπτεται από πιστοποιητικό ασφάλισης, αυτή πρέπει να ικανοποιείται από τον ασφαλιστή, εφόσον εμπίπτει στους όρους της ασφαλιστήριας συμφωνίας. Τέτοια, ασφαλώς, ήταν και η υπό αναφορά περίπτωση· ουδεμία διαφωνία υπάρχει περί τούτου. Ως εκ τούτου, από τη στιγμή που υπήρχε πιστοποιητικό ασφάλισης σε ισχύ για τον εφεσείοντα και είχε κριθεί υπόλογος για το συγκεκριμένο ατύχημα στην αγωγή αρ. 5027/2005, η εφεσίβλητη υποχρεούτο να τον αποζημιώσει για το ποσό που είχε επιδικαστεί εναντίον του. Στην πράξη, ο ασφαλιστής ικανοποιεί ο ίδιος τη δικαστική απόφαση, καταβάλλοντας το επιδικασθέν ποσόν απευθείας στο αναίτιο μέρος στην αγωγή. Αυτός είναι ένας από τους σκοπούς στους οποίους το άρθρο 22, αναφέρεται.
Ο Νομοθέτης, όμως, προέβλεψε, επίσης, στο άρθρο 22 ότι, ο ασφαλιστής υποχρεούτο να ανταποκριθεί στην πιο πάνω υποχρέωση, που το άρθρο 14(1)του Νόμου 96(Ι)/2000 εναπόθεσε σε αυτόν, εφόσον η αγωγή είχε εγερθεί εναντίον του αδικοπραγούντα, «μέσα σε δύο χρόνια από την ημέρα του ατυχήματος». Παρελθόντος του χρόνου αυτού, ο ασφαλιστής ουδεμία υποχρέωση είχε έναντι του αδικοπραγούντα για αποζημίωσή του, εάν ο τελευταίος δεν ικανοποιούσε τη δικαστική απόφαση που είχε εκδοθεί υπέρ του αναίτιου μέρους. Σε τέτοια περίπτωση ο νόμος άφηνε τον τελευταίο έκθετο στη βούληση και την ικανότητα του αδικοπραγούντα, να ανταποκριθεί στη δικαστική απόφαση εναντίον του.
Όσον αφορά τη σημασία του άρθρου 22, αποτελεί καθιερωμένη αρχή δικαίου ότι, σε κάθε νομοθετική πρόνοια αποδίδεται η έννοια η οποία αντικειμενικά συνάγεται από το περιεχόμενο της. Ο πιο πάνω κανόνας ερμηνείας προϋποθέτει ότι δεν υπάρχει ασάφεια όσον αφορά στη σημασία της υπό εξέταση πρόνοιας. Ακριβώς, όπως λέχθηκε στην υπόθεση Διοικητικό Συμβούλιο Ταμείου Συντάξεως Δικηγόρων ν. Αντωνιάδη, (2000), 1 Α.Α.Δ. 1915, «Δεν επιτρέπεται απόκλιση από ρητές νομοθετικές διατάξεις όταν αυτές είναι σαφείς». Γίνεται παραπομπή προς τούτο και στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Αντωνιάδη, (1998) 1 Α.Α.Δ. 120, όπου στη σελίδα 126, ουσιαστικά, κρίθηκε ότι δεν είναι επιτρεπτή η παραβίαση της φυσικής ερμηνείας νομοθετικής πρόνοιας, όταν αυτή προκύπτει με σαφήνεια από το περιεχόμενο της.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την ανάγνωση του άρθρου 22 του Νόμου 96(I)/2000, δεν αφήνεται καμιά αμφιβολία ότι σε περίπτωση ατυχήματος, ο έχων απαίτηση πρέπει εντός δύο ετών από την ημερομηνία που αυτό επισυμβεί, να εγείρει την αγωγή του κατά του φερόμενου αδικοπραγούντα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχει προηγουμένως αναφερθεί, η αγωγή αρ. 5027/2005 ηγέρθη πέραν των δύο χρόνων που προέβλεπε το άρθρο 22. Επομένως, αυτή μπορούσε να προχωρήσει, όπως και έγινε, όμως, ουδεμία ευθύνη έφερε η εφεσίβλητη να αποζημίωνε τον εφεσείοντα σε σχέση με την απόφαση που είχε εκδοθεί εναντίον του, στις 17.12.2009, στην προαναφερθείσα αγωγή. Η συζήτηση που έχει προηγηθεί οπωσδήποτε υποστηρίζει τον όρο στη σελίδα 12[3] της ασφαλιστήριας συμφωνίας, αφού αυτός, ουσιαστικά, εφάρμοζε το άρθρο 22 του Νόμου 96(Ι)/2000, περί παραγραφής αγώγιμου δικαιώματος, ως είχε τότε. Επομένως, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 δεν μπορεί να επιτύχουν.
Με τους λόγους 3 και 4 τίθεται θέμα ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι ο συγκεκριμένος όρος στη σελίδα 12 του ασφαλιστηρίου εγγράφου, δεν αποτελεί καταχρηστική ρήτρα, κατά παράβαση του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου του 1996, Ν.93(Ι)/1996, όπως έχει τροποποιηθεί, ή ότι δεν αντιβαίνει στις αρχές της δημόσιας τάξης και/ή της δημόσιας πολιτικής. Η πραγματικότητα είναι πως, το Δικαστήριο εξέτασε τις πιο πάνω αιτίες αναφορικά με την νομιμότητα του άρθρου 22 καθώς, επίσης, τις αιτίες που προβλήθηκαν για αντισυνταγματικότητα του και παραβίαση του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Για τις τελευταίες δύο αιτίες δεν υπάρχει καν λόγος έφεσης που να προσβάλλει την απόφαση του.
Ανεξάρτητα, όμως, από την τελευταία πιο πάνω πτυχή, όπου γίνεται επίκληση στην έκθεση απαίτησης των προαναφερθέντων λόγων ακυρότητας του άρθρου 22 και συγκεκριμένα στις παραγράφους 27, 29 και 30, δεν αναφέρονται οι λόγοι προς τούτο υπό μορφή ουσιωδών γεγονότων, όπως απαιτείτο από τον ισχύοντα τότε σχετικό δικονομικό κανονισμό και τη σχετική νομολογία. Στην υπόθεση Αχιλλέως κ.α. ν. Πιτταρά κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1590, αναφέρθηκε ότι δεν ήταν αρκετή η επίκληση αντισυνταγματικότητος ενός νόμου χωρίς δικογράφηση, συγχρόνως, των λόγων προς τούτο. Ο πιο πάνω κανόνας επιβεβαιώθηκε μεταγενέστερα στην υπόθεση Πιπονίδη ν. Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α., (2017) 1 Α.Δ.Δ. 3122.
Ο πιο πάνω δικονομικός κανόνας απαιτείται να εφαρμόζεται, κατ’ αναλογία, και στην περίπτωση που γίνεται επίκληση παραβίασης συγκεκριμένης διάταξης του Ευρωπαϊκού Δικαίου ή της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας πολιτικής, αλλά και στην περίπτωση που προβάλλεται ότι συγκεκριμένος όρος σε μια συμφωνία είναι καταχρηστικός κατά παράβαση του Νόμου 93(Ι)/1996, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Η παράλειψη επαρκούς δικογράφησης των πιο πάνω αιτιών, δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την πραγματική βάση επί της οποίας γίνεται η επίκληση τους, που είναι ακριβώς ότι συνέβηκε και στην παρούσα υπόθεση, οπότε αυτές υπόκειντο σε απόρριψη, ως κατάληξη του δικάσαντος Δικαστηρίου. Την πιο πάνω πτυχή παρέλειψε να εξετάσει το εκδικάσαν Δικαστήριο. Αντίθετα, προχώρησε στην παράθεση συγκεκριμένων λόγων στη βάση των οποίων απέρριψε τις συγκεκριμένες αιτίες, οι οποίοι λόγοι, όμως, δεν χρειάζεται, εκ των πραγμάτων, να εξεταστούν, ως προς την ορθότητα τους. Οπότε ούτε και οι λόγοι έφεσης 3 και 4 μπορεί να επιτύχουν.
Για τους πιο πάνω λόγους, λοιπόν, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντος, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500.-, πλέον Φ.Π.Α.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/γκ
[1] 15.-(1) Κανένα ποσό δεν πληρώνεται από ασφαλιστή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14-
(α) Σχετικά με οποιαδήποτε δικαστική απόφαση, εκτός εάν πριν ή εντός επτά ημερών από την έναρξη της διαδικασίας στην οποία εκδόθηκε τέτοια απόφαση, ο ασφαλιστής ειδοποιήθηκε γραπτώς για την έγερση της διαδικασίας,…
[2] 14.-(1) Το άρθρο αυτό εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που, μετά την έκδοση και παράδοση πιστοποιητικού ασφάλισης σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 5, εξασφαλίζεται δικαστική απόφαση σε σχέση με ευθύνη που απαιτείται να καλύπτεται από ασφαλιστήριο σύμφωνα με το άρθρο 4 του Νόμου αυτού και η οποία είτε-
(α) Αποτελεί ευθύνη που καλύπτεται από τους όρους του σχετικού ασφαλιστηρίου και η δικαστική απόφαση έχει εξασφαλισθεί εναντίον οποιουδήποτε προσώπου που καλύπτεται από το ασφαλιστήριο αυτό, είτε
(β) αποτελεί ευθύνη, εκτός από εξαιρούμενη ευθύνη, η οποία θα καλυπτόταν εάν το ασφαλιστήριο παρείχε κάλυψη σε οποιοδήποτε πρόσωπο και η δικαστική απόφαση έχει εξασφαλισθεί εναντίον οποιουδήποτε προσώπου άλλου από αυτό που καλύπτεται από το ασφαλιστήριο.
[3] Σε περίπτωση που αγωγή, που εγείρεται εναντίον του Ασφαλισμένου και/ή του οδηγού του σε σχέση με περιστατικό που διαφορετικά η Εταιρεία θα είχε υποχρέωση παροχής κάλυψης δυνάμει του Μέρους αυτού, έχει παραγραφεί σε σχέση με την Εταιρεία δυνάμει των διατάξεων του Νόμου, η Εταιρεία δεν θα έχει οποιαδήποτε ευθύνη δυνάμει του Μέρους αυτού για καταβολή οποιουδήποτε ποσού προς τον Ασφαλισμένο και/ή τον οδηγό, είτε αυτός έχει καταβάλει οποιοδήποτε ποσό είτε όχι.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο