ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.84/2017)
30 Σεπτεμβρίου 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΤΑΜΕΙΟ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΙΑΤΡΩΝ ΚΑΙ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΝΙΚΟΛΑ ΚΙΤΡΟΜΗΛΗ,
Εφεσίβλητου.
____________________
Α. Τσαγγαρίδου (κα) για Χρ. Π. Μιτσίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Α. Ταμάσιος, για τον Εφεσίβλητο.
____________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αξίωση του Ταμείου Σύνταξης Ιατρών εναντίον του Εφεσίβλητου, ιατρού, για εισφορές που, κατά το Ταμείο, ο τελευταίος όφειλε να καταβάλει. Η αξίωση περιορίστηκε στο ποσό των €3.608, εισφορές που αντιστοιχούσαν στην περίοδο από το 2004 μέχρι και το Μάρτιο του 2008 πλέον για τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2009, πλέον €541,20 επιβαρύνσεις.
Ο Εφεσίβλητος αποδέχτηκε ότι στη βάση των περί Ιατρών (Συντάξεις και Χορηγήματα) Κανονισμών του 1999, Κ.Δ.Π. 295/1999, θεωρείτο ότι είχε καταστεί εισφορέας στο Ταμείο και όφειλε τα πιο πάνω ποσά. Προέβαλλε, ωστόσο, ότι οι Κανονισμοί ήταν ultra vires (πέραν της εξουσιοδότησης) της σχετικής νομοθεσίας, δηλαδή των περί Ιατρών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείον Συντάξεων) Νόμων του 1967 μέχρι 1987,[1] οι Νόμοι, και, επομένως, δεν ήταν έγκυροι.
Το Ταμείο Σύνταξης Ιατρών καθιδρύθηκε δυνάμει του άρθρου 15 των Νόμων. Αναφερόταν στο εδάφιο (1) ότι:
«Το Συμβούλιον δύναται, τη εγκρίσει του Υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδη Κανονισμούς δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους, προνοούντας την δημιουργίαν Ταμείου κληθησομένου “Ταμείον Συντάξεως Ιατρών” διά την χορήγησιν συντάξεων και χορηγημάτων προς αποσυρομένους της ασκήσεως του Ιατρικού επαγγέλματος ιατρούς εισενεγκόντας εις το Ταμείον (εν τω παρόντι Νόμω αναφερομένους ως “οι εισφορείς”) και εν περιπτώσει θανάτου αυτών εις τας χήρας και τα ορφανά αυτών».
Η αναφορά σε Συμβούλιο αφορούσε το Συμβούλιο του Ιατρικού Σώματος. Εκδόθηκαν λοιπόν οι προαναφερόμενοι Κανονισμοί,[2] με τον Καν.7 να προβλέπει ότι:
«(1) Τηρουμένων των διατάξεων των παρόντων Κανονισμών, εισφορέας καθίσταται κάθε ιατρός εγγεγραμμένος δυνάμει των διατάξεων του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου, ο οποίος ασκεί στην Κύπρο το επάγγελμα του ως ιδιώτης κατά και μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των παρόντων Κανονισμών.
(2) Κανένας ιατρός δε δικαιούται να καταστεί εισφορέας, αν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των παρόντων Κανονισμών είναι ηλικίας πέραν των 65 ετών.
(3) Εισφορέας παύει να είναι εισφορέας σε περίπτωση διαγραφής του από το Μητρώο των Ιατρών σύμφωνα με το άρθρο 13 του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου ή αναλήψεως καθηκόντων στη Δημόσια Υπηρεσία.
(4) Εισφορέας ο οποίος χάνει την ιδιότητα του εισφορέα σύμφωνα με την παράγραφο (3), διατηρεί τα δικαιώματα του τα οποία έχει αποκτήσει με βάση τις εισφορές που κατέβαλε σύμφωνα με τις διατάξεις των παρόντων Κανονισμών».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι Νόμοι εξουσιοδοτούσαν το Συμβούλιο να συστήσει Ταμείο Σύνταξης Ιατρών για τη χορήγηση συντάξεων και χορηγημάτων, όχι σε όλους τους ιατρούς που αποσύρονται από την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος, αλλά μόνο στους «εισενέγκοντας εις το Ταμείον», δηλαδή αυτούς που έχουν εισφέρει στο Ταμείο. Για την ακρίβεια, ό,τι οι Νόμοι είχαν εξουσιοδοτήσει το Συμβούλιο να εκδώσει, ήταν κανονισμούς που να προνοούν για τη δημιουργία Ταμείου Σύνταξης Ιατρών. Η πρόνοια «εισενέγκοντας εις το Ταμείον», που ασφαλώς περιορίζει τους δικαιούχους σε σύνταξη και χορηγήματα σε όσους θα είχαν εισφέρει στο Ταμείο, κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εκφράζει την απουσία επιθυμίας του Νομοθέτη να καταστήσει επιτακτική τη συμμετοχή στο Ταμείο παντός ιατρού εγγεγραμμένου στο μητρώο ιατρών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ακόμα ότι, όπως και αν εξεταζόταν ο σχετικός νόμος, ήταν φανερό ότι σε αυτόν δεν αναφερόταν ρητά ότι ο κάθε ιατρός καθίσταται εισφορέας και πως δεν ήταν ορθό και πρέπον η δευτερογενής νομοθεσία να «προσθέτει κριτήριο ή υποχρέωση βάσει σιωπηρής ή έμμεσης εξουσιοδότησης».
Κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο Καν.7 ο οποίος διαλαμβάνει ότι: «εισφορέας καθίσταται κάθε ιατρός εγγεγραμμένος δυνάμει των διατάξεων του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου, ο οποίος ασκεί στην Κύπρο το επάγγελμα του ως ιδιώτης», ώστε να επιβάλλει σε κάθε ιατρό εγγεγραμμένο στο μητρώο παράλληλη συμμετοχή στο Ταμείο, κατά τρόπο απόλυτο και χωρίς εξαιρέσεις (πέραν του ηλικιακού ορίου) είναι ultra vires των Νόμων, δηλαδή ότι ο Κανονισμός θεσμοθέτησε πέραν της εξουσιοδότησης των Νόμων.
Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται ως εσφαλμένη με το λόγο έφεσης 2. Συναφής είναι και ο λόγος έφεσης 1, ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η πρόνοια «εισενέγκοντας εις το Ταμείον», στο άρθρο 15(1) των Νόμων, καθιστούσε μη υποχρεωτική την συνεισφορά στο Ταμείο, που το Συμβούλιο, με την έκδοση κανονισμών, είχε τη δυνατότητα να δημιουργήσει.
Πρώτα, όμως, θα εξετάσουμε το λόγο έφεσης 3, με τον οποίο προβάλλεται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η αγωγή, αφού ο Εφεσίβλητος είχε υποβάλει αίτηση στο Ταμείο και είχε καταστεί εισφορέας στο Ταμείο οικειοθελώς.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε καθόλου με το ζήτημα εφόσον δεν εγειρόταν στη δικογραφία. Στην Έκθεση Απαίτησης δικογραφείτο ότι ο Εφεσίβλητος «ήταν ιατρός εγγεγραμμένος δυνάμει των διατάξεων του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου, ο οποίος ασκούσε στην Κύπρο το επάγγελμα του ως ιδιώτης ιατρός και κατέστη εισφορέας δυνάμει των ως άνω Κανονισμών, από 1.1.2000». Παρατηρείται συναφώς ότι, η Αίτηση Εγγραφής Εισφορέα εκ μέρους του Εφεσίβλητου, που παρουσιάστηκε ως τεκμήριο στην πρωτόδικη διαδικασία, είχε υποβληθεί στις 29.1.2009 και δεν μπορεί να αφορούσε στη δικογραφημένη θέση που αναφερόταν σε 1.1.2000. Η δικογραφημένη ημερομηνία ενδεχομένως να μην είναι ασύνδετη με το χρόνο θέσπισης των Κανονισμών στις 3.12.1999. Άλλωστε και η αξίωση αφορούσε σε εισφορές που περιλάμβαναν την περίοδο 2004 - Μάρτιος 2008, δηλαδή πολύ πριν από την υποβολή της αίτησης εγγραφής από τον Εφεσίβλητο.
Καταλήγουμε ότι, ούτε με τη δικογραφία εγειρόταν ζήτημα ότι ο Εφεσίβλητος είχε υποβάλει αίτηση στο Ταμείο και είχε καταστεί εισφορέας οικειοθελώς, αλλά ούτε και ως πραγματικό γεγονός η αίτηση που παρουσιάστηκε κάλυπτε την περίοδο την οποία η αξίωση αφορούσε. Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.
Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 θα εξεταστούν μαζί.
Στη Σάββα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 98, 105, επιβεβαιώθηκε ότι:
«Οσάκις εξετάζεται δευτερογενής νομοθεσία για να κριθεί κατά πόσο έχει θεσπισθεί καθ' υπέρβαση του εξουσιοδοτούντος Νόμου η απάντηση στο ερώτημα εξαρτάται από την ορθή ερμηνεία του εξουσιοδοτούντος Νόμου (Marangos and Others v. The Municipal Committee of Famagusta (1970) 3 C.L.R. 7, 13, Spyrou and Others (No. 2) v. Republic (1973) 3 C.L.R. 627, 643 και Halsbury's Laws of England, 3rd ed., Vol.36, p.491, para.743)».
Το Ταμείο αποδέχεται ότι οι Κανονισμοί καθιστούν υποχρεωτική τη συμμετοχή στο Ταμείο Σύνταξης Ιατρών κάθε εγγεγραμμένου ιατρού ο οποίος ασκεί το επάγγελμα του ως ιδιώτης. Αυτό που εισηγείται, είναι ότι και οι Νόμοι αυτό επεδίωκαν, κάτι που το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να διαπιστώσει, επιστρατεύοντας την τελεολογική ερμηνευτική προσέγγιση των νόμων. Υπέδειξε ότι στο εδάφιο 2 του άρθρου 15 των Νόμων προβλέπεται ότι:
«Οι εκδοθησόμενοι δυνάμει του παρόντος Μέρους Κανονισμοί θα προνοώσι-
…………………………………………………………………………
(δ) περί του ποσού των εισφορών και της πληρωμής αυτών εις το Ταμείον υπό των ιατρών και περί του τρόπου συλλογής τοιούτων εισφορών ως και περί των κυρώσεων δια την μη πληρωμήν των τοιούτων εισφορών».
Υποστήριξε, συναφώς, ότι η φράση «υπό των ιατρών» υποδηλώνει ότι εισφορείς στο Ταμείο θα ήταν όλοι οι ιατροί, και ότι η πρόνοια για κυρώσεις δεν αφήνει αμφιβολία ότι η πρόθεση του νομοθέτη ήταν να καταστήσει την εισφορά υποχρεωτική. Η δε επίμαχη πρόνοια «εισενέγκοντας εις το Ταμείον», κατά την εισήγηση του Ταμείου, στοχεύει στο να καθορίσει ότι δικαιούχοι στη σύνταξη και τα χορηγήματα θα είναι οι ιατροί που θα έχουν συνεισφέρει στο Ταμείο και όχι όσοι είτε λόγω ηλικίας, είτε λόγω διαγραφής τους, δεν συνείσφεραν στο Ταμείο.
Το Ταμείο εισηγήθηκε ακόμη ότι το άρθρο 15Α, που θεσπίστηκε μετά τους ουσιώδεις χρόνους,[3] και αναφέρεται (στην προϋπόθεση του εδαφίου 1) σε «ημερομηνία έναρξης της υποχρεωτικής εισφοράς» των οδοντιάτρων και των φαρμακοποιών, αναδεικνύει την, προϋπάρχουσα, πρόθεση του νομοθέτη για υποχρεωτική εισφορά όλων των επαγγελματιών που οι Νόμοι καλύπτουν.
Ο Εφεσίβλητος υποστήριξε την πρωτόδικη κρίση. Επιχειρηματολόγησε ότι το άρθρο 15Α δεν είναι σχετικό, αφού σημασία έχει η διαμόρφωση των Νόμων κατά το χρόνο θέσπισης του Κανονισμού (Marangos and Others v. The Municipal Committee of Famagusta (1970) 3 C.L.R. 7, 13 και Savvas Chr. Spyrou and Others (No.2) v. Republic (Licensing Authority) (1973) 3 C.L.R. 627, 643) και, σε κάθε περίπτωση, πέραν της προϋπόθεσης του, στο ίδιο το εδάφιο 1 του άρθρου 15Α προβλέπεται ότι «στο Ταμείο είναι δυνατή η συμμετοχή είτε οδοντιάτρων, οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι δυνάμει του περί Εγγραφής Οδοντιάτρων Νόμου είτε φαρμακοποιών, οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι δυνάμει του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου και οι οποίοι ασκούν το επάγγελμά τους ως ελεύθεροι επαγγελματίες ή ως μισθωτοί», επισημαίνοντας και δίδοντας έμφαση στη φράση «είναι δυνατή». Χρησιμοποίησε, όμως, και ο Εφεσίβλητος μεταγενέστερη πρόνοια, σε άλλη μάλιστα νομοθεσία, για να προωθήσει τα επιχειρήματα του. Αναφέρθηκε στον περί Οδοντιάτρων (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείον Συντάξεων) Νόμο του 1968, Ν.29/1968 και την τροποποίηση που επέφερε σε αυτόν ο περί Οδοντιάτρων (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείον Συντάξεων) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2011, Ν.68(Ι)/2011, καθιστώντας εισφορέα στο Ταμείο Σύνταξης Ιατρών, Οδοντιάτρων και Φαρμακοποιών, κάθε οδοντίατρο «που είναι εγγεγραμμένος σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Εγγραφής Οδοντιάτρων Νόμων, ο οποίος ασκεί το επάγγελμα του ως ελεύθερος επαγγελματίας ή ως μισθωτός, εξαιρουμένων των οδοντιάτρων που κατέχουν συντάξιμη θέση στη Δημοκρατία ή σε υπηρεσία οργανισμού δημοσίου δικαίου ή αρχής τοπικής διοικήσεως» και ότι «θα είναι μέλος με τους ίδιους όρους, δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχουν οι ιατροί μέλη του Ταμείου που έχει ιδρυθεί με βάση τις διατάξεις των περί Ιατρών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείο Συντάξεων) Νόμους του 1967 έως 2011».
Το άρθρο 15(1) του Ν.29/1968, για τους οδοντίατρους, ήταν αρχικά της ιδίας μορφής όπως το άρθρο 15(1) των Νόμων. Περιείχε δηλαδή τη φράση «εισενέγκοντας εις το Ταμείον». Το άρθρο στους νόμους για τους οδοντίατρους αντικαταστάθηκε ως ανωτέρω (Ν.68(Ι)/2011), όχι όμως το αντίστοιχο άρθρο στους Νόμους για τους ιατρούς, η ερμηνεία του οποίου εδώ ενδιαφέρει. Πλέον το άρθρο 15(1) στους νόμους που αφορούν τους οδοντίατρους δεν εμπεριέχει τη φράση «εισενέγκοντας εις το Ταμείον», η οποία όμως παραμένει στο άρθρο 15(1) των Νόμων που αφορούν τους ιατρούς. Ο Ν.69(Ι)/2011, που ψηφίστηκε την ίδια ημέρα με το Ν.68(Ι)/2011, δεν τροποποίησε το άρθρο 15 των Νόμων και δεν απάλειψε από αυτό τη φράση «εισενέγκοντας εις το Ταμείον», παρά μόνο εισήγαγε νέο άρθρο, το άρθρο 15Α.
Ο τρόπος που ενήργησε το νομοθετικό σώμα το 2011 δεν παρέχει καθοδήγηση ως προς την πρόθεση του το 1967 (D. Greenberg, “Craies on Legislation”, 12η έκδ., London Thomson Reuters 2020, παρ.27.1.16, σελ.1128). Αυτό που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, είναι ότι δεν διαπιστώνουμε κανένα λόγο που θα δικαιολογούσε διαφορετική αντιμετώπιση των ιατρών από τους οδοντίατρους ή τους φαρμακοποιούς. Ωστόσο, εάν οι επιμέρους νομοθεσίες, όπως είναι διατυπωμένες, απολήγουν στο ότι υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση, η εναρμόνιση, στην περίπτωση που αυτή είναι η πρόθεση του Νομοθέτη, θα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα νομοθετικής ρύθμισης, τροποποίησης δηλαδή των Νόμων, που να καθιστούν εισφορέα στο Ταμείο Σύνταξης Ιατρών κάθε ιατρό που είναι εγγεγραμμένος σύμφωνα με τις διατάξεις των Νόμων. Αυτό δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσα από τη δικαστική ερμηνεία των Νόμων.
Τι σημαίνει η επίμαχη πρόνοια «εισενέγκοντας εις το Ταμείον» δεν είναι σημείο διαφωνίας. Είναι σαφές ότι σημαίνει αυτούς που έχουν συνεισφέρει στο Ταμείο. Το ερώτημα είναι γιατί ο νομοθέτης την περιέλαβε στο άρθρο 15(1) των Νόμων.
Όπως έχουμε σημειώσει, το Ταμείο εισηγήθηκε ότι η πρόνοια «εισενέγκοντας εις το Ταμείον» στοχεύει στο να καθορίσει ότι δικαιούχοι στη σύνταξη και τα χορηγήματα θα είναι οι ιατροί που θα έχουν συνεισφέρει στο Ταμείο και όχι όσοι είτε λόγω ηλικίας, είτε λόγω διαγραφής τους, δεν συνεισέφεραν στο Ταμείο. Οι δύο περιπτώσεις αφορούν πρόνοιες των Κανονισμών. Είναι οι παράγραφοι (2) και (3) του Καν.7, αντίστοιχα.
Κατά κανόνα, δεν είναι επιτρεπτό να λαμβάνεται υπόψη το περιεχόμενο της δευτερογενούς νομοθεσίας, για να ερμηνευτεί η πρωτογενής νομοθεσία η οποία εξουσιοδότησε την έκδοση της. Και αναμφίβολα, όχι όταν εξετάζεται κατά πόσο ο κανονισμός κινήθηκε εκτός του πλαισίου της εξουσιοδότησης του νόμου (“Craies on Legislation”, παρ.27.1.12.7-10, σελ.1118-1120). Η συμπερίληψη της φράσης «εισενέγκοντας εις το Ταμείον», δεν είναι επιτρεπτό να δικαιολογηθεί με αναφορά στον Κανονισμό που προβλέπει πότε ένας ιατρός δεν δικαιούται να καταστεί ή παύει να είναι εισφορέας στο Ταμείο.
Συνεισφέρει στο Ταμείο, δηλαδή καταβάλλει εισφορές και είναι εισφορέας ένας ιατρός, είτε εγγράφηκε στο Ταμείο οικειοθελώς, είτε αναγκάστηκε να καταστεί εισφορέας σε αυτό. Η κατάσταση (status) του «εισφορέα» είναι το αποτέλεσμα. Απότοκο της εγγραφής και καθόλου χαρακτηρισμός προσδιοριστικός του κατά πόσο ο εισφορέας κατέστη τέτοιος υποχρεωτικά ή οικειοθελώς. Δεν θεωρούμε ότι στην φράση «εισενέγκοντας εις το Ταμείον» μπορούσε να αποδοθεί η σημασία ότι το Ταμείο που το Συμβούλιο εξουσιοδοτείτο να συστήσει, ήταν Ταμείο στο οποίο οι ιατροί θα μπορούσαν να καταστούν εισφορείς μόνο εφόσον το επιθυμούσαν. Ο λόγος έφεσης 1 κρίνεται βάσιμος.
Το ζήτημα δεν τελειώνει εδώ, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε περαιτέρω ότι, όπως και αν εξεταζόταν ο σχετικός νόμος, ήταν φανερό ότι δεν αναφερόταν ρητά ότι ο κάθε ιατρός καθίσταται εισφορέας και πως δεν ήταν ορθό και πρέπον η δευτερογενής νομοθεσία να «προσθέτει κριτήριο ή υποχρέωση βάσει σιωπηρής ή έμμεσης εξουσιοδότησης». Εφόσον ο Νόμος δεν παρείχε ρητή εξουσιοδότηση για δημιουργία ταμείου υποχρεωτικής συμμετοχής, αυτό ήταν αρκετό, κατέληξε, ώστε να διαπιστωθεί ότι η σχετική πρόνοια του Καν.7 ήταν ultra vires του Νόμου.
Το Ταμείο υποστήριξε ότι η φράση «υπό των ιατρών» υποδηλώνει ότι εισφορείς στο Ταμείο θα ήταν όλοι οι ιατροί, και ότι η πρόνοια για κυρώσεις δεν αφήνει αμφιβολία ότι η πρόθεση του νομοθέτη ήταν να καταστήσει την εισφορά υποχρεωτική. Δηλαδή δεν αποδέχεται ότι ο Νόμος ήταν σιωπηρός, αλλά ότι στοιχεία σε αυτόν αναδείκνυαν ότι αναφερόταν σε ταμείο που θα ήταν υποχρεωτικής συμμετοχής.
Εξετάσαμε τις διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου 2 του άρθρου 15 των Νόμων και τη σχετική επιχειρηματολογία του Ταμείου. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση ότι η πρόνοια «υπό των ιατρών» υποδηλώνει απαρέγκλιτα ότι εισφορείς στο Ταμείο θα ήταν όλοι οι ιατροί. Περαιτέρω, η πρόνοια για κυρώσεις δεν εξυπακούει ότι η συμμετοχή στο Ταμείο ήταν υποχρεωτική. Κυρώσεις θα μπορούσαν να επιβληθούν και σε ιατρούς που οικειοθελώς είχαν καταστεί εισφορείς, αλλά για κάποιο λόγο παρέλειπαν ή αμελούσαν να καταβάλλουν τις εισφορές τους.
Καταλήγουμε ότι οι Νόμοι εξουσιοδότησαν το Συμβούλιο να εκδώσει κανονισμούς για τη δημιουργία ταμείου, αφενός χωρίς ρητή αναφορά στο κατά πόσο το ταμείο θα ήταν υποχρεωτικής ή εθελοντικής συμμετοχής και, αφετέρου, χωρίς οιονδήποτε περιορισμό σε σχέση με το ζήτημα αυτό. Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε στους Νόμους που να υποστηρίζει την ύπαρξη υπόδειξης, ένδειξης ή προτίμησης του Νομοθέτη ως προς τη μορφή του ταμείου που θα μπορούσε με την έκδοση των κανονισμών να δημιουργηθεί.
Η συμμετοχή στο Ταμείο αναμφίβολα δημιουργεί οικονομική επιβάρυνση στους εισφορείς ιατρούς. Ορθή ήταν η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι σαφής και επιτακτική νομοθετική πρόνοια απαιτείται για την επιβολή υποχρεώσεων στους πολίτες και ότι η ερμηνεία των νόμων πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ώστε να μην καθιερώνεται υποχρέωση, εφόσον το λεκτικό του νόμου δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την πρόθεση του νομοθέτη να επιβάλει υποχρέωση. Αναφέρθηκε στην Marangos (σελ.13) και επαναλήφθηκε στη Spyrou (σελ.643) ότι:
«If there is involved interference with a fundamental right, such as the right to property, any doubt about the extent and effect of the relevant enactment has to be, resolved in favour of the liberties of the citizen (see FINA (Cyprus) Ltd. and The Republic 4 R.S.C.C. 26, at p. 33; Chester v. Bateson [1920] 1 K.B. 829, at p. 838; Newcastle Breweries, Ltd. v. The King [1920] 1 K.B. 854)».
(σε ελεύθερη μετάφραση)
«Όταν υπάρχει επέμβαση σε θεμελιώδες δικαίωμα, όπως το δικαίωμα στην περιουσία, οιαδήποτε αμφιβολία σε σχέση με το εύρος και το αποτέλεσμα της σχετικής νομοθεσίας πρέπει να επιλύεται προς όφελος της ελευθερίας του πολίτη (βλέπε FINA (Cyprus) Ltd. and The Republic 4 R.S.C.C. 26, στη σελ. 33; Chester v. Bateson [1920] 1 K.B. 829, στη σελ. 838; Newcastle Breweries, Ltd. v. The King [1920] 1 K.B. 854)».
Στην Malachtou v. Attorney – General (1981) 3 C.L.R. 543, 548, αναφέρθηκε ότι:
«A body to which power is delegated to legislate must derive authority from the provisions of the enabling enactment, and any attempt to by-pass or transgress the limits set thereto will he struck down as ultra-vires. They cannot infer the existence of any authority to legislate, other than that expressly conferred by law, and must, therefore, confine themselves to the four corners of the enabling enactment».
(σε ελεύθερη μετάφραση)
«Σώμα στο οποίο εκχωρείται εξουσία να θεσμοθετήσει, οφείλει να έλκει την εξουσία του από τις πρόνοιες της νομοθεσίας με την οποία χορηγείται η εξουσία, και οιαδήποτε προσπάθεια παράκαμψης ή υπέρβασης των ορίων που έχουν τεθεί θα ακυρώνεται ως ultra-vires. Το σώμα αυτό δεν μπορεί να εκλάβει ότι έχει εξουσία να θεσμοθετήσει, πέραν αυτής που ρητά παρέχεται με το νόμο και συνεπώς οφείλει να περιοριστεί στο πλαίσιο του εξουσιοδοτούντος νόμου»
Στην Μεγάλεμου ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 667, 671, με αναφορά στην Police and Theodhoros Nicola Hondrou And Another (1962) 3 R.S.C.C. 82, αναφέρθηκε ότι:
«Όρο για την έκδοση δευτερογενούς νομοθεσίας αποτελεί ρητή νομοθετική εξουσιοδότηση και προϋπόθεση για τη διαμόρφωση του περιεχομένου της, ο ακριβής προσδιορισμός του αντικειμένου της ρύθμισης».
Εφόσον οι Νόμοι παρείχαν πλήρη ελευθερία στο Συμβούλιο να εκδώσει κανονισμούς για τη δημιουργία ταμείου σύνταξης, η έκδοση κανονισμών με τους οποίους δημιουργείτο ταμείο υποχρεωτικής συμμετοχής δεν ήταν ultra vires των Νόμων. Όταν ο νόμος παρέχει εξουσία για την έκδοση κανονισμών για τη δημιουργία ταμείου και δεν καθορίζει τη μορφή του, τότε ρητά και ξεκάθαρα εξουσιοδοτεί την έκδοση κανονισμών για τη δημιουργία ταμείου οιασδήποτε μορφής, περιλαμβανομένης και αυτής της υποχρεωτικής συμμετοχής.
Το σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι θεώρησε ότι η ρητή και ξεκάθαρη από τους Νόμους εξουσιοδότηση για τη δημιουργία ταμείου οιασδήποτε μορφής δεν αρκούσε, αλλά ότι θα έπρεπε να γινόταν αναφορά σε ταμείο υποχρεωτικής συμμετοχής. Και απέτυχε να απαντήσει στο θεωρητικό αλλά καθοριστικό ερώτημα, τί έπραξε το Συμβούλιο που οι Νόμοι δεν του επέτρεπαν να πράξει;
Το γεγονός ότι ο Νόμος δεν επέβαλε καν στο Συμβούλιο του Ιατρικού Σώματος τη δημιουργία ταμείου, αλλά του έδωσε τη δυνατότητα να δημιουργήσει Ταμείο Σύνταξης Ιατρών, δεν υποστηρίζει την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αντίθετα, επιβεβαιώνει, θα μπορούσε κάποιος να υποδείξει, το εύρος της εξουσίας που δόθηκε στο Συμβούλιο.
Καταλήγουμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Κανονισμοί ήταν ultra vires (πέραν της εξουσιοδότησης) των Νόμων ήταν εσφαλμένη. Ο λόγος έφεσης 2 επιτυγχάνει. Οι Κανονισμοί ήταν έγκυροι και στη βάση τους ο Εφεσίβλητος υποχρεούτο στην καταβολή των ποσών στο Ταμείο. Η αγωγή εσφαλμένα απορρίφθηκε.
Η έφεση επιτυγχάνει.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον του Εφεσίβλητου για το ποσό των €4.149,20, πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής, πλέον έξοδα, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει.
€3.000 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον του Εφεσίβλητου.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Ε. Εφραίμ, Δ.
[1] Σήμερα οι περί Ιατρών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείον Συντάξεων) Νόμοι του 1967 έως 2013.
[2] Κατήργησαν τους περί Ιατρών (Συντάξεις και Χορηγήματα) Κανονισμούς του 1996, Κ.Δ.Π.117/1996.
[3] Με τον περί Ιατρών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείον Συντάξεων) (Τροποποιητικό) Νόμο του 2011, Ν.69(Ι)/2011, που δημοσιεύτηκε την 29.4.2011.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο