ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 130/25)
3 Οκτωβρίου, 2025
[Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΙΜΙΤΕΔ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 25/4/2025 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ/ΕΦΕΣΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 151/2025, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΥΠΟΘΗΚΕΥΣΕΩΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1965 (Ν.9/1965), ΑΡΘΡΑ 44Α – 44ΙΑΑ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 44ΙΕ
K. Πανάγος, για Πανάγος & Πανάγος Δ.Ε.Π.Ε., για την Αιτήτρια.
Χρ. Παπαχριστοδούλου (κα), για Ανδρέας Μαθηκολώνης & Σια Δ.Ε.Π.Ε, για τον Καθ’ ου η Αίτηση.
..................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση η Αιτήτρια ζητά την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με το οποίο να ακυρώνεται η απόφαση ημερ. 25.4.2025 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία παραμερίστηκε η ειδοποίηση ΙΑ στο πλαίσιο της Αίτησης-Έφεσης υπ’ αρ. 151/2025 για τη διενέργεια πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου του Καθ’ ου η Αίτηση με πλειστηριασμό που είχε οριστεί για τις 29.4.2025.
Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα ή κοινώς παραδεκτά γεγονότα, η Αιτήτρια ξεκίνησε τη διαδικασία εκποίησης του ενυπόθηκου ακινήτου του Καθ’ ου για εξασφάλιση της οφειλής της. Απέστειλε με συστημένο ταχυδρομείο τις ειδοποιήσεις Ι, ΙΑ και ΙΒ, μεταξύ άλλων στον Καθ’ ου ο οποίος δεν τις παρέλαβε από το ταχυδρομείο. Η Αιτήτρια προχώρησε με την καταχώριση μονομερούς αίτησης και εξασφάλισε δικαστικό διάταγμα για την υποκατάστατη επίδοση τόσο των εν λόγω ειδοποιήσεων όσο και οποιωνδήποτε μεταγενέστερων ειδοποιήσεων, στον Καθ’ ου με ιδιωτική επίδοση, μέσω θυροκόλλησης στην οικία του σε συγκεκριμένη διεύθυνση. Η Αιτήτρια προχώρησε με την επίδοση σύμφωνα με το διάταγμα. Ο Καθ’ ου καταχώρισε αίτηση έφεση για τον παραμερισμό της ειδοποίησης ΙΑ. Στην υπό κρίση απόφαση του, το κατώτερο Δικαστήριο, εξετάζοντας το ζήτημα της νομότυπης επίδοσης της επίδοσης ΙΑ, κατέληξε πως για να θεωρείται νομότυπη η επίδοση αυτής, θα πρέπει πρώτα αυτή να έχει σταλεί μέσω συστημένου ταχυδρομείου. Αναγνώρισε ότι στην υπό εξέταση περίπτωση η Αιτήτρια (εκεί καθ’ ης – εφεσίβλητη) προχώρησε σε τέτοιο διάβημα. Διαπίστωσε επίσης ότι πριν να επιστραφεί η σχετική συστημένη επιστολή ως ταχυδρομικώς μη παραληφθείσα, η Αιτήτρια προχώρησε με ιδιωτική επίδοση δια θυροκόλλησης, έχοντας στο μεταξύ εξασφαλίσει δικαστικό διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση μέσω θυροκόλλησης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε ότι το ανέφικτο της επίδοσης δια συστημένου ταχυδρομείου μπορεί να διαπιστωθεί μόνο αν η συστημένη επιστολή επιστραφεί ως αζήτητη. Κατέληξε ως εξής:
«Η δυνατότητα ιδιωτικής επίδοσης παρέχεται μόνο αφού καταστεί ανέφικτη η επίδοση με συστημένη επιστολή. Εδώ όμως η ιδιωτική επίδοση έγινε πριν το συστημένο ταχυδρομείο επιστραφεί ως αζήτητο. Το γεγονός ότι διενεργήθηκε κατόπιν διατάγματος για υποκατάστατη επίδοση καμία σημασία έχει. Μπορεί η επίδοση να έγινε σύμφωνα με το διάταγμα. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι ήταν πρόωρη και, ως τέτοια, αντικανονική. Έγινε πριν διακριβωθεί ότι η παράδοση μέσω συστημένου ταχυδρομείου ήταν ανέφικτη.»
Αποτελεί θέση της Αιτήτριας ότι με την εν λόγω απόφαση του, το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε ως εφετείο σε σχέση με την απόφαση ομόβαθμου Δικαστηρίου για την έκδοση του διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης, υπερέβη τη δικαιοδοσία του και εξέδωσε αντικρουόμενη απόφαση. Επομένως, εισηγείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπόκειται σε ακύρωση λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας και ή έκδηλης νομικής πλάνης.
Οι λόγοι ένστασης (οι δύο πρώτοι αποσύρθηκαν κατά την ακρόαση της Αίτησης) συνοψίζονται ως εξής:
(i) Η Αίτηση είναι ελλιπής και παραπλανητική ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης,
(ii) Η Αιτήτρια έχει στη διάθεση της άλλο ένδικο μέσο, ήτοι αυτό της έφεσης,
(iii) Η Αίτηση είναι καταχρηστική και αποτελεί συγκεκαλυμμένη έφεση,
(iv) Δεν υπάρχει παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης,
(v) Δεν υπάρχει νομική πλάνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου,
(vi) Δεν έχουν καταδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την έκδοση του αιτούμενου εντάλματος.
Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Αναφορικά με την Αίτηση της Siyu, Πολ. Έφεση Αρ. 49/2021, ημερ. 12.10.2021 και Αναφορικά με την Αίτηση των Σιακόλα κ.ά., Πολ. Έφεση Αρ. 7/2020, ημερ. 7.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A239, τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται κατ’ εξαίρεση και όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή πλάνη περί το Νόμο ή παραβίαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης.
Η Αιτήτρια ισχυρίζεται πως η ένσταση δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη και τύχει εξέτασης καθότι δεν εξειδικεύονται λόγοι ένστασης οι οποίοι είναι παντελώς γενικοί και αόριστοι.
Δεν υιοθετώ αυτή τη θέση. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 10 του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2018, η ένσταση θα πρέπει να είναι σύμφωνα με τον Τύπο Ε. Με βάση τον Τύπο Ε, στην ένσταση θα πρέπει να καταγράφονται οι λόγοι ένστασης και τα γεγονότα στα οποία αυτή στηρίζεται θα πρέπει να αναφέρονται σε ένορκη ή ένορκες δηλώσεις. Αυτή η μορφή ένστασης αντιστοιχεί με αυτή που προβλέπεται τόσο στους παλαιούς όσο και στους νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ v. Χαρίδη (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 825, με αναφορά στους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, η ένσταση πρέπει να εξειδικεύει τους συγκεκριμένους λόγους της ένστασης και οποιαδήποτε γεγονότα στα οποία στηρίζεται και τα οποία δεν είναι εμφανή στον φάκελο της διαδικασίας θα αναφέρονται σε μια ή περισσότερες ένορκες δηλώσεις. Επομένως, υπάρχει διάκριση μεταξύ των λόγων ένστασης και των γεγονότων στα οποία αυτοί στηρίζονται.
Στην προκειμένη περίπτωση, στην ένσταση παρατίθενται οι λόγοι αυτής με σαφήνεια, ούτως ώστε να είναι πλήρως αντιληπτό σε τι αφορούν. Τα γεγονότα στα οποία αυτή στηρίζεται περιλαμβάνονται σε ένορκη δήλωση του Καθ’ ου. Η ένσταση η οποία καταχωρίστηκε από τον Καθ’ ου βρίσκεται σε πλήρη συμμόρφωση με τον Κανονισμό 10.
Σύμφωνα με το άρθρο 44Γ(3) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου, Ν.9/1965, ένας από τους λόγους για τους οποίους δικαιολογείται ο παραμερισμός της ειδοποίησης ΙΑ για τη διενέργεια πώλησης ενυπόθηκου ακινήτου με πλειστηριασμό, στο πλαίσιο αίτησης έφεσης, είναι η μη δέουσα επίδοση της ειδοποίησης. Η επίδοση ερμηνεύεται στο άρθρο 44ΙΕ του Ν.9/1965 ως εξής:
««επίδοση» σηµαίνει σε κάθε περίπτωση την παράδοση ειδοποίησης ή επικοινωνίας µε συστηµένη επιστολή, η οποία απευθύνεται στην τελευταία γνωστή διεύθυνση της κατοικίας … του προσώπου, στο οποίο η ειδοποίηση ή επικοινωνία απευθύνεται, … και σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό, την ιδιωτική επίδοση τέτοιας ειδοποίησης ή επικοινωνίας σε τέτοιο πρόσωπο:
Νοείται ότι η ιδιωτική επίδοση δύναται να γίνει µε οποιονδήποτε τρόπο προβλέπεται στους Θεσµούς Πολιτικής ∆ικονοµίας, περιλαµβανοµένης και της δυνατότητας υποκατάστατης επίδοσης µε διάταγµα ∆ικαστηρίου κατόπιν γενικής αίτησης:»
Στην υπό κρίση απόφαση του, το κατώτερο Δικαστήριο, εξετάζοντας αυτό το ζήτημα, δέχθηκε την έκδοση του διατάγματος για υποκατάστατη επίδοση και ότι η επίδοση της ειδοποίησης ΙΑ είχε γίνει σύμφωνα με αυτό. Παρά ταύτα, θεώρησε πως η επίδοση της ειδοποίησης ΙΑ με ιδιωτική επίδοση μπορούσε να διενεργηθεί μόνο αφότου η συστημένη επιστολή με την οποία στάληκε ταχυδρομικώς η εν λόγω ειδοποίηση είχε επιστραφεί ως μη παραληφθείσα. Από τη στιγμή που κάτι τέτοιο δεν είχε γίνει στην υπό κρίση περίπτωση, τότε το κατώτερο Δικαστήριο θεώρησε πως δεν μπορούσε να διενεργηθεί ιδιωτική επίδοση και επομένως η επίδοση δεν ήταν καλή και νομότυπη. Το κατώτερο Δικαστήριο παρέπεμψε επί τούτου στην υπόθεση Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ v. Παντέλα, Πολ. Έφεση Αρ. 159/2021, ημερ. 1.12.2023, στην οποία αποφασίστηκε πως μόνο όταν είναι ανέφικτο να επιδοθεί η ειδοποίηση ΙΑ με συστημένη επιστολή, μπορεί να προχωρήσει η διαδικασία της ιδιωτικής επίδοσης και πως ο αιτητής φέρει το βάρος να αποδείξει το ανέφικτο της δια Νόμου επιβαλλόμενης μεθόδου επίδοσης για να μπορεί να προχωρήσει με ιδιωτική επίδοση.
Το κατώτερο Δικαστήριο, όμως, αγνόησε τη σημασία της ύπαρξης εν ισχύι διατάγματος για ιδιωτική επίδοση και της επίδοσης δυνάμει και προς συμμόρφωση αυτής. Από τη στιγμή που το δικαστικό διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση βρισκόταν σε ισχύ, το κατώτερο Δικαστήριο όφειλε μόνο να ικανοποιηθεί κατά πόσο η επίδοση έγινε νομότυπα, ήτοι όπως το διάταγμα προέβλεπε. Με την απόφαση του το κατώτερο Δικαστήριο αναγνώρισε μεν αυτό το γεγονός, αλλά παράλληλα το αγνόησε πλήρως για σκοπούς εξέτασης του νομότυπου ή μη της επίδοσης της ειδοποίησης ΙΑ. Το κατώτερο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση του ζητήματος, ως αν να μην υπήρχε το διάταγμα το οποίο έδινε την ευχέρεια στην Αιτήτρια να προχωρήσει με την επίδοση της ειδοποίησης ΙΑ με ιδιωτική επίδοση. Εξ ου και έκρινε πως η ιδιωτική επίδοση επιτρέπεται μόνο αν αποδειχθεί ότι η αποστολή με συστημένη επιστολή είναι ανέφικτη, στοιχείο το οποίο εμπεριέχεται στο στάδιο εξέτασης της αίτησης για υποκατάστατη επίδοση. Επομένως, αυτό το στοιχείο αφορούσε αποκλειστικά στο προγενέστερο στάδιο και δεν μπορούσε να εξεταστεί εκ νέου από το κατώτερο Δικαστήριο. Το κατώτερο Δικαστήριο με την απόφαση του ουσιαστικά έκρινε ότι το διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση δεν έπρεπε να είχε εκδοθεί και ότι εκδόθηκε λανθασμένα εφόσον δεν είχε καταδειχθεί το ανέφικτο της αποστολής με συστημένη επιστολή. Το κατώτερο Δικαστήριο σαφώς και δεν είχε τέτοια εξουσία. Ενόσω το διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση βρισκόταν σε ισχύ και η Αιτήτρια είχε συμμορφωθεί με αυτό, το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε ως εφετείο ομόβαθμου δικαστηρίου καταλήγοντας στην ουσία σε απόφαση πως η επίδοση δεν ήταν καλή, όχι επειδή δεν έγινε ορθά ως όριζε το διάταγμα αλλά στη βάση του ότι το διάταγμα δεν έπρεπε να είχε εκδοθεί εφόσον δεν είχε καταδειχθεί το ανέφικτο της αποστολής με συστημένη επιστολή.
Είναι γνωστή η νομική αρχή ότι δεν είναι δυνατό ένα Δικαστήριο να αναθεωρεί αποφάσεις ομόβαθμου Δικαστηρίου και να αμφισβητεί την ορθότητα αυτών, καθώς και ότι τέτοιες περιπτώσεις συνιστούν υπέρβαση δικαιοδοσίας. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Λοϊζίδη, Παραλήπτη και Διαχειριστή της Κ.Χ. Περατικός Λίμιτεδ, κ.ά., Πολ. Αίτηση Αρ. 32/2019, ημερ. 17.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:D149, Αναφορικά με την Αίτηση των Νικόλα Σιδέρη κ.ά. (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 286, Αναφορικά με την Αίτηση των Russell Ritchie κ.ά. (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 639 και Papademetriou v. Christofi and others (1988) 1 C.L.R. 101. Στην υπόθεση Περατικός (ανωτέρω) αναφέρθηκε πως σύγκρουση διαταγμάτων ή ενέργεια ενός Δικαστηρίου που υποδηλώνει ενέργεια εφετειακή επί απόφασης ομόβαθμου Δικαστηρίου, εμπίπτει στη δικαιοδοσία του προνομιακού εντάλματος και στην εμβέλεια του. Στην υπόθεση Νικόλα Σιδέρη (ανωτέρω), λέχθηκαν τα εξής:
«Οπωσδήποτε η αναίρεση της προηγούμενης απόφασης από ισόβαθμο δικαστήριο, θα συνιστούσε έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας πράγμα που θα εξουδετέρωνε την αποτελεσματικότητα της απονομής της δικαιοσύνης.»
Ο Καθ’ ου ισχυρίζεται ότι η Αιτήτρια έχει στη διάθεση της εναλλακτικό μέτρο θεραπείας, ήτοι αυτό της έφεσης, και ότι δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να δικαιολογούν την άσκηση της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η Αιτήτρια εξέφρασε αντίθεση άποψη, πως η έκδοση αντικρουόμενης απόφασης αποτελεί από μόνη της τέτοια εξαιρετική περίσταση.
Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της P.S.P. Freestyle Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 626, δεν υπάρχει καθορισμένη έννοια του όρου «εξαιρετικές συνθήκες». Η κάθε περίπτωση κρίνεται με βάση τα δικά της περιστατικά. Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Κοσμά (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 698, η οποία αφορούσε την έκδοση δύο αντικρουόμενων διαταγμάτων, «η επιπλοκή που δημιουργείται από την ύπαρξη δύο συγκρουόμενων διαταγμάτων ως προς την περαιτέρω πορεία μπορεί να λογισθεί ως εξαιρετική περίσταση».
Το ζήτημα που προκύπτει στην υπό κρίση περίπτωση αφορά την ύπαρξη ενός διατάγματος με το οποίο ρυθμίζεται ο τρόπος επίδοσης των ειδοποιήσεων και σχετικών εγγράφων στην όλη διαδικασία πώλησης ενυπόθηκου ακινήτου με πλειστηριασμό και παράλληλα την έκδοση μιας απόφασης με την οποία η επίδοση κρίθηκε ως μη ορθή, όχι στη βάση του διατάγματος αλλά στη βάση του ότι οι προϋποθέσεις για την έκδοση του δεν ίσχυαν. Αυτή η υπέρβαση εξουσίας σαφώς και έχει αντίκτυπο και επηρεάζει την όλη διαδικασία πώλησης του ακινήτου με πλειστηριασμό και δημιουργεί αμφιβολία, αμηχανία και αβεβαιότητα ως προς την περαιτέρω πορεία της εν λόγω διαδικασίας, σε σχέση με την επίδοση των απαιτούμενων ειδοποιήσεων και εγγράφων στον Καθ’ ου.
Υπό το φως αυτών των δεδομένων, θεωρώ ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες εξουδετερώνουν την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης, ούτως ώστε να δικαιολογείται η άσκηση της προνομιακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Κρίθηκαν αντίστοιχες εξαιρετικές περιστάσεις στην ίδια βάση στις υποθέσεις Αναφορικά με την Αίτηση των CVCIGP II Ukraine Investment Ltd κ.ά. (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 10, Αναφορικά με την Αίτηση του Γεώργιου Χατζηαλεξάνδρου (2000) 1Β Α.Α.Δ 1366 και Russell Ritchie (ανωτέρω).
Ως εκ τούτου η Αίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδεται διάταγμα Certiorari με το οποίο ακυρώνεται η απόφαση ημερ. 25.4.2025 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία παραμερίστηκε η ειδοποίηση ΙΑ στο πλαίσιο της Αίτησης-Έφεσης υπ’ αρ. 151/2025.
Τα έξοδα της Αίτησης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον του Καθ’ ου, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο