ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΛΛΙΚΑΣ v. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 14/2017, 16/10/2025
print
Τίτλος:
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΛΛΙΚΑΣ v. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 14/2017, 16/10/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 14/2017)

 

16 Οκτωβρίου, 2025

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΛΛΙΚΑΣ

Εφεσείων

ν.

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ

Εφεσίβλητων

_________________________

Στ. Σάββα για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Μ. Λουκά για Χριστάκης Λουκά & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

_________________________

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και  θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

_________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: O Ταμίας της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Πολεμιδιών (η οποία στη συνέχεια θα αναφέρεται ως «Σ.Π.Ε.»), Κ.Κ., με επιστολή του ημερ. 18.11.1999 προς την Σ.Π.Ε., παραδεχόταν τα ακόλουθα:

 

«Μετά από πολύ προβληματισμό και με πλήρη συναίσθηση της ευθύνης που απορρέει αποφάσισα σήμερα να επικοινωνήσω μαζί σας για να σας αναφέρω ότι έχω αποκρύψει από τη διεύθυνση της εταιρείας σειρά υπερβάσεων σε πελάτες και στους προσωπικούς μου Λογαριασμούς.

 

Κατανοώντας τόσο την ευθύνη την δική μου όσο και της εταιρείας αποφάσισα να σας ενημερώσω και ότι αναλαμβάνω και την ευθύνη των πράξεων μου.

 

Παρακαλώ όπως μου δοθεί ένα χρονικό περιθώριο για να μπορέσω να εξασφαλίσω τόσο τους δικούς μου Λογαριασμούς όσο και των υπολοίπων.»  

 

 

 

Λίγες ημέρες μετά, και συγκεκριμένα στις 22.11.1999, ο πιο πάνω Ταμίας μαζί με τον Εφεσείοντα, πρώτο εξάδελφο του, προσήλθαν στα Γραφεία της Σ.Π.Ε., όπου ο Ταμίας συμπλήρωσε Αίτηση Δανείου, η οποία εγκρίθηκε την ίδια ημέρα από τη Σ.Π.Ε. Ακολούθως τυπώθηκε το σχετικό έγγραφο που αφορά σε «Δάνειο σε Τρεχούμενο Λογαριασμό», το οποίο υπεδείχθη από Λειτουργό της Σ.Π.Ε. τόσο στον Ταμία όσο και στον Εφεσείοντα, η οποία τους ενημέρωσε σχετικά με τους όρους του Δανείου που θα εχορηγείτο στον Ταμία. Ο τελευταίος στην παρουσία του Εφεσείοντα υπέγραψε, την ίδια ημέρα, «Συμφωνία Δανείου σε τρεχούμενο Λογαριασμό μέχρι ΛΚ240.000 με τη ΣΠΕ». Στη Συμφωνία γινόταν ειδική αναφορά, μεταξύ πολλών άλλων, ότι η Σ.Π.Ε. «χορηγεί στον οφειλέτη δάνειο και/ή πίστωση και/ή άλλου είδους διευκολύνσεις μέχρι ποσού ΛΚ240.000 σε τρεχούμενο λογαριασμό για την περίοδο που αρχίζει από σήμερα και λήγει την 21.11.2009».   

 

Ο Εφεσείων την ίδια ημέρα υπέγραψε ως εγγυητής επί της πιο πάνω Συμφωνίας Δανείου, αφού προηγουμένως του εξηγήθηκε από την εν λόγω Λειτουργό της Σ.Π.Ε., η ευθύνη του από τη Σύμβαση Εγγύησης, σε περίπτωση που ο Ταμίας δεν θα τηρούσε τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Η εγγύηση που υπέγραψε προέβλεπε ότι «Εγγυόμαστε αλληλέγγυα και/ή ξεχωριστά και/ή διαζευκτικά με τη λειτουργία του λογαριασμού την ακριβή εκτέλεση των πιο πάνω όρων  μέχρι την πλήρη εξόφληση. Οποιαδήποτε καθυστέρηση ή παράταση ή αναστολή πληρωμής μέρους ή ολόκληρου του χρέους δεν μας απαλλάσσει από την ευθύνη της εγγύησης έστω και εάν η Εταιρεία δεν μας ενημέρωσε προηγουμένως.»  Στο έγγραφο γινόταν ειδική πρόνοια ότι ο Εφεσείων παραχωρούσε, προς εξασφάλιση των υποχρεώσεων του Ταμία, και Γραμμάτιο Προθεσμίας που διατηρούσε στη Σ.Π.Ε., με ημερομηνία έκδοσης 19.11.1999 και ημερομηνία λήξης 30.7.2008, με αξία κατά την ημερομηνία  λήξης €577.409,45. Με άλλο έγγραφο που ο Εφεσείων επίσης υπέγραψε στις 22.11.1999, το οποίο τιτλοφορείται «Εξουσιοδότηση Κατάσχεσης Κατάθεσης», εξουσιοδοτούσε την Επιτροπεία και τον Γραμματέα της Σ.Π.Ε να προβούν στα ακόλουθα:

 

«Κύριοι,

 

Σας εξουσιοδοτώ όπως δεσμεύσετε:

 

Κατάθεση Προθεσμίας αρ.  Γραμ. [   ] αρ. λογ. [   ] Λ.Κ. 240.505

                                 

σαν εγγύηση για τα πιο κάτω δάνεια, που συνήψε ο/η Κ.Κ., α.τ. [   ], Αρ. Γραμ. [   ], Αρ. Λογ. [   ] Ποσό 240.000

Αρ. Γραμ. ……………………. Αρ. Λογ. ……………  Ποσό …………

 

Με αυτό σας εξουσιοδοτώ αμετάκλητα να κατάσχετε καθ΄ οιονδήποτε χρόνο και κατά την απόλυτον κρίσιν σας ολόκληρο το ποσό των καταθέσεων μου με τους τόκους ή/τυχόν προϊόν ανανέωσης τους και να το χρησιμοποιήσετε για την εξόφληση οποιουδήποτε υπολοίπου των πιο πάνω δανείων.»

 

(Ακολουθεί το ονοματεπώνυμο και η υπογραφή του Εφεσείοντα).

 

Ο Ταμίας δεν εκπλήρωσε τις συμβατικές του υποχρεώσεις, οι οποίες απέρρεαν από τη Συμφωνία Δανείου που υπέγραψε. Η Σ.Π.Ε. με διπλοσυστημένη επιστολή ημερομηνίας 28.8.2008, ενημέρωσε τον Εφεσείοντα ότι επειδή ο Ταμίας δεν είχε εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, είχε τερματίσει τους Λογαριασμούς του και ότι τα οφειλόμενα από αυτόν ποσά είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα και απαιτητά. Τον ενημέρωσε ακόμη ότι, συνεπεία των πιο πάνω, ρευστοποίησε την εμπρόθεσμη κατάθεση του, την οποία ο Εφεσείων είχε δεσμεύσει για εξασφάλιση των υποχρεώσεων του Ταμία, και ότι από την εν λόγω ρευστοποίηση εισπράχθηκε το ποσό των €577.409,45, ποσό το οποίο πιστώθηκε στον λογαριασμό του Ταμία. Ο Εφεσείων δεν ενδιαφέρθηκε να παραλάβει, και δεν παρέλαβε, την εν λόγω διπλοσυστημένη επιστολή.

 

Ένα χρόνο περίπου μετά, ο Εφεσείων με επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 30.7.2009 προς την Σ.Π.Ε., ισχυρίστηκε ότι «παράνομα και μετά από πίεση και ψευδείς παραστάσεις της Επιτροπείας της Σ.Π.Ε. Πολεμιδιών, τον Νοέμβριο 1999 δέσμευσε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό προς όφελός σας χωρίς αντάλλαγμα και χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε νόμιμη απόφαση της Επιτροπείας.»  Ισχυρίστηκε ακόμη ότι η Επιτροπεία του είχε αναφέρει ότι «όλη η διαδικασία θα ήταν εικονική για σκοπούς αποφυγής εσωτερικού ελέγχου από την Ελεγκτική Υπηρεσία, αναφορικά με διερευνώμενη υπόθεση κατάχρησης από τον ξαδελφό του Κ.Κ. και ότι έδωσε πίστη στις αναφορές των τότε μελών της Επιτροπείας και υπόγραψε ότι έγγραφα του παρουσίασαν. Στην συνέχεια σε λίγες μέρες η Επιτροπεία κατάγγειλε τον Κ.Κ. και ο πελάτης μας αφού ξεγελάστηκε βρέθηκε με δεσμευμένο γραμμάτιο προς όφελός σας». Υπό το φως των πιο πάνω θέσεων του, ο Εφεσείων καλούσε τη Σ.Π.Ε. όπως αποδεσμεύσει και του αποδώσει «το παράνομο κατακρατηθέν ποσό», το αργότερο μέχρι τις 10.8.2009, διαφορετικά θα προχωρούσε με τη λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον της.

 

Η Σ.Π.Ε. με επιστολή των δικηγόρων της ημερομηνίας 14.8.2009, απέρριψε κατηγορηματικά όλες τις πιο πάνω θέσεις του Εφεσείοντα λέγοντας  μάλιστα πως είχε εκπλαγεί από το περιεχόμενο της επιστολής του. Στην εν λόγω επιστολή της γινόταν αναφορά, μεταξύ άλλων, ότι «η δέσμευση του Γραμματίου έγινε από το 1999, περίπου, και ουδέποτε ο πελάτης σας επικαλέστηκε τους ισχυρισμούς που προβάλλει σήμερα μετά από δέκα (10) χρόνια ή, έστω, οποιουσδήποτε άλλους ισχυρισμούς που να καταδεικνύουν αμφισβήτηση της δέσμευσης του γραμματίου. Αντίθετα, σ΄ όλες τις επαφές και συζητήσεις που είχε τόσο με το Γραμματέα όσο και με άλλους λειτουργούς και αξιωματούχους της Συνεργατικής είτε της προηγούμενης είτε της τωρινής Επιτροπής, ουδέποτε εξέφρασε είτε γραπτώς είτε προφορικώς, ισχυρισμό για ακυρότητα της δέσμευσης ή απαίτηση για πληρωμή του Γραμματίου εάν αληθώς πίστευε ότι η δέσμευση ήταν αποτέλεσμα πιέσεων, ψευδών παραστάσεων ή υποσχέσεων της προηγούμενης Επιτροπής.»  

 

Ο Εφεσείων με επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 28.8.2009 επανήλθε λέγοντας, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:               «Οι πελάτες σας γνωρίζουν πολύ καλά ότι με ψευδείς παραστάσεις και δόλιο τρόπο για να καλύψουν τις δικές τους παράνομες ενέργειες, χρησιμοποίησαν τον πελάτη μας και τη θέση του ως Δημοτικού Γραμματέα να υπογράψει Γραμμάτιο για κάλυψη ενός λογαριασμού που παράνομα δημιούργησαν». Στην εν λόγω επιστολή δεν διευκρινίζεται ποιες ήταν οι κατ΄ ισχυρισμόν παράνομες ενέργειες της Σ.Π.Ε., όταν μάλιστα ο Ταμίας, τις υποχρεώσεις του οποίου ο Εφεσείων εγγυήθηκε, είχε παραδεχθεί με την επιστολή του ημερομηνίας 18.11.1999 πως αυτός ήταν που είχε προβεί σε παράνομες ενέργειες καθ΄ ον χρόνο ασκούσε τα καθήκοντα του Ταμία στη Σ.Π.Ε. 

 

Τον Δεκέμβριο του 2009, ο Εφεσείων κατέθεσε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον της Σ.Π.Ε. Με αυτήν ζητούσε απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνονται και/ή κηρύσσονται άκυρες, η Συμφωνία Δανείου σε Τρεχούμενο Λογαριασμό, η Εγγύηση Γραμματίου Προθεσμίας, η Εξουσιοδότηση Κατάσχεσης Κατάθεσης, και τέλος, επιστροφή του ποσού των €410.927,19, πλέον δεδουλευμένους τόκους . Στην πορεία η Σ.Π.Ε. συγχωνεύτηκε με το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού, εξού και η τροποποίηση στον τίτλο της αγωγής, η οποία έλαβε χώρα με διάταγμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 8.4.2013.

 

Οι Εφεσίβλητοι με το δικόγραφο τους είχαν αρνηθεί τις δικογραφημένες θέσεις του Εφεσείοντα και επανέλαβαν πως αυτός ουδέποτε αμφισβήτησε, είτε γραπτώς είτε προφορικώς, «τη δέσμευση της κατάθεσης του και ούτε ζήτησε ή απαίτησε σε οποιοδήποτε στάδιο την πληρωμή ή την αποδέσμευση του Γραμματίου του», για να προσθέσουν πως αυτοί είχαν ασκήσει «το δικαίωμα επίσχεσης (lien) που είχαν δυνάμει του εγγράφου δέσμευσης της εμπρόθεσμης κατάθεσης», κάτι για το οποίο ενημέρωσαν τον Εφεσείοντα με διπλοσυστημένη επιστολή ημερομηνίας 28.8.2008 «την οποία όμως αρνήθηκε να παραλάβει παρά τις υπενθυμίσεις που στέλνονταν από το ταχυδρομείο αλλά και την ενημέρωση που του είχε γίνει τόσο από τον ξάδελφο του Κ.Κ. όσο και από το δικηγόρο που τον εκπροσωπούσε».  

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία της αγωγής, ο Εφεσείων, ως ήτο αναμενόμενο, έδωσε μαρτυρία για να υποστηρίξει τις δικογραφημένες του θέσεις, οι οποίες δεν ήταν παραδεκτές από τους εφεσίβλητους. Εκ μέρους των τελευταίων κατέθεσε ο Γιαννάκης Λεωνίδου (Μ.Υ.1), η Πηνελόπη Ιωάννου (Μ.Υ.2) και ο Λοίζος Λοίζου (Μ.Υ.3).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο που είδε, άκουσε και παρακολούθησε την συμπεριφορά των μαρτύρων στο εδώλιο του μάρτυρα, έκρινε αναξιόπιστο τον Εφεσείοντα, για τον οποίο μάλιστα σημείωσε πως αυτός προέβαλε ψευδείς ισχυρισμούς, στην προσπάθεια του να αποδείξει τις δικογραφημένες του θέσεις για ψυχική πίεση, για να καταλήξει ως εξής «Για τους πιο πάνω λόγους, θεωρώ ότι ο Ενάγων δεν είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο και δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία του. Είναι εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Ενάγων αποδέχτηκε με ελεύθερη βούληση να δεσμεύσει το ποσό των ΛΚ240.000 για να βοηθήσει τον Κ., λόγω της στενής τους οικογενειακής και προσωπικής σχέσης, γνωρίζοντας τόσο τα προβλήματα του Κ. όσο και τις συνέπειες που αντιμετώπιζε ο Κ.».

 

Για τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ασκούσε καθήκοντα Γραμματέα/Διευθυντή της Σ.Π.Ε., σημείωσε ότι «η μαρτυρία του δεν αποτελεί ασφαλές υπόβαθρο για το Δικαστήριο και ως εκ τούτου δεν θα ληφθεί υπόψη».  

 

Αξιόπιστη έκρινε τη Μ.Υ.2, η οποία είχε αναφέρει, μεταξύ άλλων. ότι ο Ταμίας μαζί με τον Εφεσείοντα στις 22.11.1999 την επισκέφθηκαν στο γραφείο της, με τον Ταμία να υποβάλλει Αίτηση Χορήγησης Δανείου. Λίγη ώρα αργότερα ενημερώθηκε ότι η Αίτηση είχε εγκριθεί από την Επιτροπεία της Σ.Π.Ε. και ότι θα μπορούσε να προχωρούσε με την ετοιμασία των σχετικών εγγράφων για το Δάνειο. Τα έγγραφα τα οποία είχαν ετοιμαστεί από την ίδια, υπεγράφησαν τόσο από τον Ταμία όσο και από τον Εφεσείοντα.

 

Τέλος, αξιόπιστο έκρινε και τον Μ.Υ.3, ο οποίος τον Απρίλιο του 2010 ανέλαβε καθήκοντα Διευθυντή/Γραμματέα της Σ.Π.Ε. σε αντικατάσταση του παραιτηθέντα Γραμματέα (Μ.Υ.1) μετά τις ατασθαλίες που διέπραξαν υπάλληλοι της Σ.Π.Ε. Ο εν λόγω μάρτυρας είχε αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι στον Εφεσείοντα είχε αποσταλεί διπλοσυστημένη επιστολή ημερομηνίας 28.8.2008, με την οποία ενημερωνόταν για τη ρευστοποίηση της εμπρόθεσμης κατάθεσης του, αλλά ο Εφεσείων αρνήθηκε να παραλάβει την εν λόγω επιστολή. Ωστόσο ήταν η θέση του ότι ο Εφεσείων γνώριζε για το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής αφού είχε ενημερωθεί από τον ίδιο προσωπικά σε επίσκεψη του για θέματα που αφορούσαν σε λογαριασμούς του Δήμου Κάτω Πολεμιδιών του οποίου ο Εφεσείων ήταν ο Δημοτικός Γραμματέας «χωρίς μάλιστα να υπάρξει από μέρους του οποιαδήποτε αντίδραση σε σχέση με τις ενέργειες της Σ.Π.Ε.». 

 

Εν κατακλείδι, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού βρήκε ότι οι Συμφωνίες ήταν έγκυρες και δεσμευτικές και ότι η ρευστοποίηση του ποσού της κατάθεσης του Εφεσείοντα «ήταν το αποτέλεσμα των δικών του δεσμεύσεων», απέρριψε την αγωγή καταδικάζοντας τον στα έξοδα.

 

Ο τελευταίος, με δώδεκα λόγους έφεσης, οι οποίοι μαζί με την αιτιολογία τους καταλαμβάνουν 20 σελίδες, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Κατά την ακροαματική διαδικασία της έφεσης, αποσύρθηκαν οι λόγοι έφεσης με τους οποίους προβαλλόταν η αιτίαση ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο, πάσχει. Ως εκ τούτου, όλα τα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραμένουν αδιασάλευτα και δεσμευτικά. Κατ΄ επέκταση, ουδεμία αξιόπιστη μαρτυρία υπήρξε σε σχέση με τις αμφισβητούμενες δικογραφημένες θέσεις του Εφεσείοντα περί απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή δόλου εκ μέρους της Σ.Π.Ε και/ή εικονικότητας των Συμφωνιών. Οι λόγοι έφεσης που υποστηρίζουν ότι οι επίδικες Συμφωνίες ήταν εικονικές και ότι είχαν υπογραφεί συνεπεία απάτης και/ή ψυχικής πίεσης και/ή δόλου, είναι καταδικασμένοι σε απόρριψη και απορρίπτονται.

 

Προχωρούμε με τους λόγους έφεσης ότι η Συμφωνία Δανείου είναι  «μη έγκυρη και μη δεσμευτική», για τον Εφεσείοντα, γιατί αυτή δεν είχε την υπογραφή και την σφραγίδα της Σ.Π.Ε. Διευκρινίζεται πως δεν ήταν ποτέ η δικογραφημένη θέση του Εφεσείοντα ότι η Συμφωνία Δανείου δεν ήταν υποστατή επειδή αυτή ότι δεν έφερε την υπογραφή και την σφραγίδα της Σ.Π.Ε. Τουναντίον η θέση του ήταν ότι αυτή ήταν υποστατή εξού και ζήτησε όπως όλες οι Συμφωνίες ακυρωθούν ως εικονικές και/ή επειδή αυτές, κατά τον ίδιο, είχαν υπογραφεί συνεπεία απάτης και/ή ψυχικής πίεσης και/ή δόλου. Μάλιστα στο περίγραμμα αγόρευσης του ο Εφεσείων, προς υποστήριξη των λόγων έφεσης με τους οποίους ζητά ακύρωση των καταρτισθεισών Συμφωνιών, διατείνεται πως «Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να διαπιστώσει ότι οι οποιεσδήποτε παρασχεθείσες από τον Ενάγοντα καλύψεις και/ή εγγυήσεις, ως υποχρεώσεις παρεπόμενες, αλλά λειτουργικά συνδεδεμένες με την ουσιαστική υποχρέωση του πρωτοφειλέτη, είχαν μολυνθεί με την παρανομία της κυρίως σύμβασης και δεν μπορούσαν να εκτελεστούν εις βάρος του Ενάγοντα.»

 

Με άλλα λόγια, ήταν αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι Συμβάσεις είχαν καταρτισθεί, αλλά κατά τον Εφεσείοντα αυτές ήταν μολυσμένες από παρανομία.  Άλλωστε, δεν μπορεί να τίθεται θέμα παρανομίας σε Σύμβαση όταν αυτή δεν έχει καταρτισθεί. Κατά την ακροαματική διαδικασία της αγωγής, ο Εφεσείων είχε προβάλει τη θέση ότι η Σ.Π.Ε. κατά τη σύναψη των Συμφωνιών τον είχε εξαπατήσει, με αποτέλεσμα να αξιώνει ακύρωση των καταρτισθεισών Συμφωνιών, απαλλαγή από τις υποχρεώσεις που ο ίδιος ανέλαβε ως εγγυητής και επιστροφή του κατασχεθέντος ποσού. Η μαρτυρία όμως που ο Εφεσείων προσκόμισε για να υποστηρίξει ότι στις καταρτισθείσες Συμφωνίες είχε εμφιλοχωρήσει λόγος ή λόγοι ακυρότητας αυτών, απερρίφθη, ως ελέχθη, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εύρημα που δεν προσβάλλεται πλέον. Και το θέμα τελειώνει εδώ.

 

Εν πάση περιπτώσει, η Συμφωνία Δανείου εν προκειμένω ουδόλως πάσχει επειδή το έγγραφο δεν έφερε την υπογραφή και την σφραγίδα της Σ.Π.Ε. Η μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη, κατέδειξε ότι η Σ.Π.Ε. είχε λάβει απόφαση, την οποία και κοινοποίησε τόσο στον Εφεσείοντα όσο και στον Ταμία, με την  οποία ενέκρινε την Αίτηση Δανείου που ο τελευταίος υπέβαλε για την κάλυψη των οικονομικών του ατασθαλιών, τις οποίες ο ίδιος παραδέχθηκε ότι διέπραξε με επιστολή του προς την Σ.Π.Ε. ημερομηνίας 18.11.1999. Σχετική με το πιο πάνω θέμα είναι η μαρτυρία της Μ.Υ.2, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, μετά την υποβολή της Αίτησης Δανείου εκ μέρους του Ταμία, η Αίτηση οδηγήθηκε ενώπιον της Επιτροπείας της Σ.Π.Ε. και ακολούθως αυτή επεστράφη στην ίδια εγκεκριμένη. Συνεπώς, όπως και στην υπόθεση Σ.Π.Ε. Αγίας Φυλάξεως ν. Πούλλα κ.ά. (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 961, είχε ληφθεί σχετική απόφαση από την Επιτροπεία για την έγκριση της Αίτησης Δανείου για την κάλυψη των ζημιών που άφησε η διαχείριση του Ταμία. Η απόφαση έγκρισης κοινοποιήθηκε τόσο στον Εφεσείοντα όσο και στον Ταμία, και ακολούθως και οι δύο υπέγραψαν οικειοθελώς τα σχετικά έγγραφα ως συμβαλλόμενοι.

 

Τέλος, ούτε ο νόμος, αλλά ούτε οι περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμοί του 1987, Κ.Δ.Π. 142/1987 (άρθρο 91), τους οποίους ο Εφεσείων επικαλείται, καθιστούν μη δεσμευτική την επίδικη Συμφωνία Δανείου, επειδή στο έγγραφο απλώς δεν ετέθη η υπογραφή και η σφραγίδα της Σ.Π.Ε.

 

Εν κατακλείδι, ο Εφεσείων, η Σ.Π.Ε. και ο Ταμίας αυτής, υπήρξαν συμβαλλόμενα μέρη στις επίδικες Συμφωνίες και ως εκ τούτου είχαν υποχρέωση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που ανέλαβαν δυνάμει αυτών (Pacta sunt servanda). Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο με την αιτιολογημένη απόφαση του (οι λόγοι έφεσης με τους οποίους προβάλλεται ότι η απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη είναι αβάσιμοι), έκρινε ότι οι καταρτισθείσες Συμφωνίες όχι μόνο δεν ήταν εικονικές, ως ο Εφεσείων διατείνεται, αλλά έγκυρες και δεσμευτικές. Ορθά δεν δικαίωσε τον Εφεσείοντα, ο οποίος επεδίωξε, χρόνια μετά τη σύναψη των Συμφωνιών, να αποστεί από αυτά που συμφώνησε.

 

Οι εναπομείναντες λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται ως ορθή. Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται προς όφελος των Εφεσίβλητων και εναντίον του Εφεσείοντα €4.200 έξοδα έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

 

 

 

                                                      Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                                                      Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

                                                      Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο