ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΕΤΗ ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 146/2025, 8/10/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΕΤΗ ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 146/2025, 8/10/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 146/2025)

                                                                                                            (i-justice)

 

 

8 Οκτωβρίου, 2025

 

 

[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. ΑΡΕΤΗ ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., 2. Α. Χ., 3. Σ. Ε., 4. Μ. Β., 5. Α. Α., 6. Χ. Π., 7. Κ. Τ., 8. Ζ. Μ., 9. Ε. Α., 10. Ν. Π., 11. Α. Α., 12. Α. Π., ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 08/10/2024.

 

Η. Στεφάνου με Στ. Δημητρίου για Ηλίας Α. Στεφάνου ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.

Π. Ευθυβούλου-Ευθυμίου (κα) και Μ. Φωτιάδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ’ων η Αίτηση.

______________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Κατόπιν αιτήματος της Αστυνομίας υποστηριζόμενου από Ένορκη Δήλωση του Α/Λοχ. 819, Μάριου Ηροδότου του ΤΑΕ(Ε) Αρχηγείου Αστυνομίας, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (εφεξής Κατώτερο Δικαστήριο) εξέδωσε στις 8/10/2024 Ένταλμα Έρευνας του γραφείου της Αιτήτριας αρ. 1, δικηγορικής εταιρείας, επί τη βάσει ύπαρξης εύλογης υποψίας ότι σε αυτό βρίσκονται τεκμήρια, όπως έγγραφα σε ηλεκτρονική μορφή, ηλεκτρονική αλληλογραφία και άλλα τεκμήρια, που σχετίζονται και θα παρέχουν απόδειξη για τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων, ήτοι, 

 

1)  Συνομωσία για καταδολίευση, Άρθρο 302 του Κεφ. 154.

2)  Συνομωσία για διάπραξη κακουργημάτων, Άρθρο 371 του Κεφ. 154.

3)  Αδικήματα κατά παράβαση του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/2007, Άρθρα 3, 4, 5 και 27.

4) Ψευδείς Δηλώσεις κατά παράβαση του Άρθρου 116(1) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 2002 (Ν. 141(Ι)/2002).

5) Παράλειψη συμμόρφωσης στους Νόμους και Κανονισμούς κατά παράβαση του Άρθρου 88 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 2002 (Ν. 141(Ι)/2002).

6)  Πλαστογράφηση Ταξιδιωτικών Εγγράφων κατά παράβαση του Άρθρου 89(1)(ε) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 2002 (Ν. 141(Ι)/2002).

Αίτημα εκ μέρους των Αιτητών για την εξασφάλιση άδειας καταχώρισης διά κλήσεως αίτησης για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του ως άνω Εντάλματος Έρευνας, απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, (Πρωτόδικη Δικαιοδοσία). Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του, επιλαμβανόμενο Έφεσης που προωθήθηκε εκ μέρους των Αιτητών κατά της ως άνω Πρωτόδικης Απόφασης, έκρινε ότι τα γεγονότα, ως αυτά αναδύονταν από την ένορκη δήλωση που τέθηκε ενώπιον του εκδώσαντος το Ένταλμα Έρευνας Δικαστηρίου, τεκμηρίωναν συζητήσιμη υπόθεση, η οποία δικαιολογούσε τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας «στην έκταση που εξουσιοδοτούσε τη λήψη ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, για το λόγο ότι το κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε το ένταλμα καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του, εφόσον κανένα από τα υπό διερεύνηση αδικήματα δεν περιλαμβάνεται στα αδικήματα που αναφέρονται στο Άρθρο 17.2.Β του Συντάγματος».

 

Συνακόλουθα, οι Αιτητές, έχοντας εξασφαλίσει σχετική άδεια, προχώρησαν, ως οι οδηγίες του Δικαστηρίου, στην καταχώριση της υπό συζήτηση Αίτησης.

 

Για την ενασχόληση με τα ουσιαστικότερα ζητήματα που απασχολούν στην παρούσα, είναι αναγκαία η αναφορά στο πραγματικό υπόβαθρο γεγονότων που τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου που εξέτασε και εξέδωσε το Ένταλμα Έρευνας.

 

Σύμφωνα με το περιεχόμενο του Όρκου επί του οποίου στηρίχθηκε η σχετική Αίτηση της Αστυνομίας, τα υπό διερεύνηση αδικήματα είχαν διαπραχθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία από το 2015 μέχρι και την ημερομηνία έκδοσης του υπό έλεγχο Εντάλματος και σχετίζονταν με τις κατ' εξαίρεση πολιτογραφήσεις ως Κύπριων πολιτών, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος των ακολούθων προσώπων (επενδυτών) και των εξαρτώμενων τους: 1) E. K. και D. T., από τη Ρωσία, 2) L. G. D., από τη Βενεζουέλα, 3) V. D., από τη Ρωσία και 4) A. Z., από τη Ρωσία.

 

Η Αστυνομία είχε εξασφαλίσει στις 3/4/2024 την έκδοση Εντάλματος Έρευνας για τα γραφεία της Αιτήτριας αρ. 1 («αρχικό Ένταλμα Έρευνας»). Το αρχικό Ένταλμα Έρευνας είχε εκτελεστεί στις 5/4/2024. Στο πλαίσιο εκτέλεσης του αρχικού Εντάλματος Έρευνας η Αστυνομία είχε λάβει σε έντυπη μορφή τέσσερις φακέλους οι οποίοι αφορούσαν τις αιτήσεις για κατ' εξαίρεση πολιτογράφηση ως Κύπριων πολιτών των ακολούθων προσώπων: α) L. G. D. με διακριτικά [ ],                     β) V. D. με διακριτικά [ ] (1/2), γ) V. D. με διακριτικά [ ] (2/2) και δ) D. T. με διακριτικά [ ]. Επιπλέον παρελήφθησαν αρχεία και αλληλογραφία σε ηλεκτρονική μορφή που εντοπίστηκαν στον Κεντρικό Εξυπηρετητή (Server) μέσω λέξεων κλειδιών που σχετίζονται με τις πιο πάνω υποθέσεις και τα οποία μεταφέρθηκαν σε ψηφιακό δίσκο. Όπως περαιτέρω αναφέρετο στον Όρκο, «διαπιστώθηκε ότι κάποια από τα ηλεκτρονικά δεδομένα πιθανόν να αλλοιώθηκαν δια διαγραφής από τον Κεντρικό εξυπηρετητή του Δικηγορικού γραφείου με αποτέλεσμα να μην εντοπιστούν κατά την έρευνα που έγινε στις 5/4/2024». Επιπλέον στον Όρκο αναφέρετο ότι η έκδοση του Εντάλματος Έρευνας ήταν ευλόγως αναγκαία για επαναφορά των δεδομένων που πιθανό να είχαν διαγραφεί/αλλοιωθεί και σχετίζονταν με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Συγκεκριμένα, στον Όρκο γινόταν αναφορά ότι «υπάρχει η δυνατότητα μέσω της τεχνολογίας να επανακτηθούν διαγραφέντα/αλλοιωμένα αρχεία από τον κεντρικό εξυπηρετητή, με συγκεκριμένη διαδικασία όπου μπορούν να μεταφερθούν σε αποθηκευτική μονάδα, χωρίς να υπάρξει επιθεώρηση σε άλλα ηλεκτρονικά αρχεία, τα οποία δεν σχετίζονται με τις πιο πάνω υποθέσεις».

 

Είναι η θέση των Αιτητών ότι μέσα από το προσβαλλόμενο Ένταλμα Έρευνας, το Κατώτερο Δικαστήριο, υπερβαίνοντας τη δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος, εξουσιοδότησε την Αστυνομία όπως λάβει επικοινωνία, και δη ηλεκτρονική αλληλογραφία, η οποία είναι δεδομένο ότι υπήρχε σε ηλεκτρονική μορφή στον Κεντρικό Εξυπηρετητή των Αιτητών. Όπως υποστηρίχθηκε, η υπό κρίση περίπτωση δεν ήταν περίπτωση όπου το Κατώτερο Δικαστήριο εξουσιοδότησε τη λήψη αντικειμένων, λ.χ. κινητών τηλεφώνων ή ηλεκτρονικών υπολογιστών, τα οποία πιθανόν να εμπεριέχουν επικοινωνία μεταξύ των Αιτητών ή/και μεταξύ των Αιτητών και τρίτων προσώπων. Εν προκειμένω, ως προβλήθηκε, πέραν του ότι το Κατώτερο Δικαστήριο εξουσιοδότησε τη λήψη ηλεκτρονικής επικοινωνίας μέσω ενός εντάλματος έρευνας, το ουσιώδες σφάλμα του έγκειτο και στο ότι κανένα από τα υπό διερεύνηση αδικήματα ενέπιπταν εντός του εύρους του Άρθρου 17.2.Β του Συντάγματος[1]. Συνεπώς, ως οι Αιτητές προέβαλαν, ακόμη και αν προβαλλόταν το επιχείρημα ότι προκειμένου η Αστυνομία να μπορεί να πετύχει πρόσβαση στην εν λόγω επικοινωνία με νόμιμο τρόπο θα πρέπει πρώτα να πετύχει την έκδοση δικαστικού διατάγματος στη βάση των Άρθρων 21 - 23 του περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου, Ν. 92(Ι)/1996, αυτό δεν θα είχε οποιοδήποτε έρεισμα καθώς ένα τέτοιο διάταγμα μπορεί να εκδοθεί μόνο σε περίπτωση που ένα τουλάχιστον εκ των υπό διερεύνηση αδικημάτων εμπίπτει εντός του εύρους του Άρθρου 17.2.Β του Συντάγματος.

 

Διαφορετική υπήρξε η προσέγγιση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους  Καθ’ων η Αίτηση. Όπως συναφώς υποστηρίχθηκε, σκοπός της Αστυνομίας, ως προέκυπτε από τον Όρκο που υποστήριζε την Αίτηση, ήταν να γίνει εξαγωγή σε live image του mail server και data server, καθώς και υπολογιστών των υπαλλήλων που περιλάμβαναν την ηλεκτρονική αλληλογραφία του γραφείου της Αιτήτριας 1, ούτως ώστε να μην παραληφθούν μηχανήματα (υπολογιστές και server). Με τη χρήση δε δικανικού λογισμικού θα γινόταν αυτοματοποιημένη ανάλυση των δεδομένων χωρίς να γίνει φυσική επιθεώρηση από οποιοδήποτε πρόσωπο, δίδοντας, με αυτό τον τρόπο, τη δυνατότητα για αυτοματοποιημένη επαναφορά των διαγραμμένων ηλεκτρονικών αρχείων. Ως προκρίνεται από τους Καθ’ων η Αίτηση, σκοπός της παραλαβής των ηλεκτρονικών δεδομένων, συμπεριλαμβανομένης και της επαγγελματικής επικοινωνίας, ήταν ο εντοπισμός τεκμηρίων – ηλεκτρονικών δεδομένων (ηλεκτρονική αλληλογραφία) που πιθανό να διαγράφηκαν ή αλλοιώθηκαν και δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν κατά την προηγούμενη έρευνα της Αστυνομίας στις 5/4/2024. Όπως τονίστηκε, αυτό που η Αστυνομία ζητούσε ήταν ο εντοπισμός και όχι η επεξεργασία των δεδομένων. Όπως επισημάνθηκε περαιτέρω, στην πράξη αυτό το οποίο θα πετύγχαινε η Αστυνομία είναι ωσάν να παραλάμβανε αντικείμενο το οποίο περιείχε τα εν λόγω δεδομένα. Η δε αυτοματοποιημένη ανάλυση δεν συνιστά λήψη και πρόσβαση στο περιεχόμενο εν τη εννοία του Νόμου 92(Ι)/1996, αλλά έγκειται στην αυτοματοποιημένη επαναφορά συγκεκριμένων διαγραμμένων αρχείων. Όπως επιπλέον τονίστηκε, η επιθεώρηση επί της ουσίας των αρχείων που τυχόν ανευρίσκονταν και κρίνονταν σχετικά από την όψη τους και μόνο, αποτελεί δευτερεύον στάδιο και, σε κάθε περίπτωση, το Κατώτερο Δικαστήριο δεν εξουσιοδότησε κάτι τέτοιο.

 

Έχω διεξέλθει με προσοχή το σύνολο όσων έχουν τεθεί υπόψη μου μέσω της Αίτησης και της Ένστασης, των Ενόρκων Δηλώσεων που τις συνοδεύουν, ως επίσης τις τοποθετήσεις και εισηγήσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων για τα ζητήματα που απασχολούν στην παρούσα. 

 

 

Κρίνεται επιβεβλημένο, για σκοπούς καλύτερης κατανόησης των όσων έχουν προβληθεί, να παρατεθεί απόσπασμα από τον Όρκο που αναφέρεται στην ακολουθητέα διαδικασία, προς το σκοπό εντοπισμού και παραλαβής τεκμηρίων (ηλεκτρονικών δεδομένων) που πιθανόν να διαγράφηκαν/αλλοιώθηκαν και δεν κατέστη δυνατόν να εντοπιστούν κατά την έρευνα που έγινε στις 5/4/2024:

 

«Σύμφωνα με τους δικανικούς αναλυτές της Αστυνομίας και τους εμπειρογνώμονες που συνέδραμαν στην εξέταση των τεκμηρίων που κατασχέθηκαν από το Δικηγορικό γραφείο ARETI CHARIDEMOU & ASSOCIATES LLC, υπάρχει η δυνατότητα μέσω της τεχνολογίας, να επανακτηθούν διαγραφέντα/αλλοιωμένα αρχεία από τον κεντρικό εξυπηρετητή, με συγκεκριμένη διαδικασία όπου μπορούν να μεταφερθούν σε αποθηκευτική μονάδα, χωρίς να υπάρξει επιθεώρηση σε άλλα ηλεκτρονικά αρχεία, τα οποία δεν σχετίζονται με τις πιο πάνω υποθέσεις..[..]

 

Η διαδικασία που θα ακολουθηθεί για την διασφάλιση του επαγγελματικού απορρήτου και την επιθεώρηση μόνο ηλεκτρονικών δεδομένων που εξαχθήκαν με λέξεις κλειδιά κατά την έρευνα που διεξάχθηκε στις 05/04/2024 είναι:

 

Θα γίνει εξαγωγή σε μορφή live image του Mail Server και Data Server και υπολογιστών των υπαλλήλων που αναφέρονται πιο πάνω (Α. Α., Χ. Π.,                     Μ. Β., Κ. Τ., Ζ. Μ., Ε. Α., Ν. Π., Σ. Έ.) καθώς και της Αρετής Χαριδήμου, επί τόπου στο εν λόγω Δικηγορικό γραφείο, που περιλαμβάνουν την ηλεκτρονική αλληλογραφία του πιο πάνω γραφείου. Με αυτό τον τρόπο δεν θα χρειαστεί να παραληφθούν τα μηχανήματα (υπολογιστές, server κτλ), έτσι ώστε να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη συνέχιση των εργασιών του Δικηγορικού γραφείου.

 

Τα image (δικανικά αντίγραφα) θα τοποθετηθούν σε εξωτερικούς σκληρούς  δίσκους ιδιοκτησίας της Αστυνομίας και με το πέρας της διαδικασίας θα τοποθετηθούν σε φακέλους με διακριτικά και θα σφραγιστούν στην παρουσία εκπροσώπων του γραφείου, ενώ παράλληλα θα τους δοθούν MD5 hash του κάθε δίσκου, που θα περιλαμβάνει δικανικά αντίγραφα για μελλοντικούς σκοπούς επιβεβαίωσης του περιεχομένου τους.

 

Στη συνέχεια τα δικανικά αντίγραφα θα μεταφερθούν αντίγραφα σε ασφαλές χώρο στο Δικανικό Εργαστήριο Ηλεκτρονικών Δεδομένων της Αστυνομίας και θα ακολουθήσει αυτοματοποιημένη δικανική ανάλυση. Δηλαδή, με τη χρήση δικανικού λογισμικού θα γίνει αυτοματοποιημένη ανάλυση των δεδομένων του δικανικού αντιγράφου, χωρίς να γίνει φυσική επιθεώρηση από οποιονδήποτε. Αυτό δίνει την δυνατότητα για αυτοματοποιημένη επαναφορά διαγραμμένων ηλεκτρονικών αρχείων και τον αυτόματο διαχωρισμό των αρχείων ως προς το είδος τους (Αρχεία κειμένου, εικόνες και τα λοιπά). Ο δικανικός αναλυτής θα προχωρήσει με αυτοματοποιημένη εξαγωγή των ευρημάτων με λέξεις κλειδιά που χρησιμοποιήθηκαν κατά την πρώτη έρευνα που έγινε στις 5/4/2024 (κατάλογος επισυνάπτεται), χωρίς να επιθεωρηθούν ηλεκτρονικά δεδομένα. Έτσι διασφαλίζεται ότι δεν θα εξαχθούν ηλεκτρονικά δεδομένα που δεν σχετίζονται με τις πιο πάνω διερευνόμενες υποθέσεις. Ακολούθως τα εξαχθέντα ηλεκτρονικά δεδομένα θα τοποθετηθούν σε εξωτερικό σκληρό δίσκο. Κατά τη διαδικασία εισαγωγής των λέξεων κλειδιών δύναται να είναι παρών εκπρόσωπος του πιο πάνω Δικηγορικού γραφείου.

 

Τα δεδομένα που θα εξαχθούν από την εν λόγω διαδικασία, θα τοποθετηθούν σε δύο αντίγραφα ψηφιακών δίσκων.»

 

 

Εν πρώτοις και στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον μου, προκύπτει ότι το υπό κρίση Ένταλμα Έρευνας δεν επιδιώχθηκε να εκδοθεί[2] και ούτε αφορά σε πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Νόμο 92(Ι)/1996.

 

Αντιθέτως, από το σύνολο των όσων περιέχονται στον Όρκο, καθώς και από τη νομική βάση που καταγράφεται στον τίτλο του Εντάλματος Έρευνας η οποία αφορά στο Κεφ. 155, είναι σαφές ότι το Ένταλμα Έρευνας εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, με στόχευση την ανεύρεση, κατάσχεση και μεταφορά ενώπιον Δικαστηρίου των πραγμάτων εκείνων που αποτελούσαν το αντικείμενο του εν λόγω Εντάλματος («τα πράγματα»)[3]. Στο πρακτικό του Κατώτερου Δικαστηρίου που επισυνάπτετο στο Ένταλμα Έρευνας αναφερόταν ρητά πως «το παρόν ένταλμα αποσκοπεί αποκλειστικά στην ανεύρεση υλικού που σχετίζεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και σε σχέση με τα όσα αναφέρονται στον όρκο της Αστυνομίας. Οποιοδήποτε άλλο υλικό είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να αναζητηθεί και πολύ περισσότερο να ληφθεί ή να κρατηθεί».

 

Το Κατώτερο Δικαστήριο, εκδίδοντας το Ένταλμα Έρευνας, δεν διεφάνη να είχε κατά νου οτιδήποτε διαφορετικό από εκείνο που προέκυπτε από τον ίδιο τον Όρκο και το αίτημα της Αστυνομίας για έκδοση του Εντάλματος Έρευνας στη βάση του Άρθρου 27 του Κεφ. 155. Ούτε, βεβαίως, το αίτημα της Αστυνομίας θα μπορούσε να λεχθεί ότι εδραζόταν στο  Νόμο 92(Ι)/1996. Το λεκτικό του Εντάλματος ήταν σαφές, χωρίς να εντοπίζεται εξουσιοδότηση για οτιδήποτε που να παραβιάζει το δικαίωμα του απόρρητου της επικοινωνίας των Αιτητών ή οποιουδήποτε συνταγματικού τους δικαιώματος (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Steven James Moran (2016) 1 Α.Α.Δ. 926, Αναφορικά με την Αίτηση του Κ.Μ., Πολιτική Αίτηση Αρ. 58/2021, ημερ. 20/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:D151, Αναφορικά με την Αίτηση των 1. Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ κ.ά., Πολιτική Αίτηση Αρ. 186/2021, ημερ. 1/11/2021, ECLI:CY:AD:2021:D491  και Αναφορικά με την Αίτηση των                1. Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 337/2021, ημερ. 1/3/2023, ECLI:CY:AD:2023:A72).

 

Ως εκ τούτου, η δικαιοδοτική βάση για την έκδοση του υπό κρίση Εντάλματος Έρευνας είναι το Άρθρο 27 του Κεφ. 155, το οποίο διαλαμβάνει ότι ένταλμα έρευνας δύναται να εκδοθεί όταν το Δικαστήριο ικανοποιείται με βάση τον Όρκο που τίθεται ενώπιον του, πως υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται πως σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ή υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος. 

 

Συμπλέουσα με την πιο πάνω προσέγγιση είναι η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των 1) Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ κ.ά., Πολιτική Αίτηση Αρ. 212/2021, ημερ. 10/3/2022, ECLI:CY:AD:2022:D93, στην οποία λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

 

«Δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως δεδομένο ότι η κατάσχεση των τηλεφώνων ως «πραγμάτων» εν τη εννοία του άρθρου 27 του Κεφ. 155, ισοδυναμεί με πρόσβαση στην ιδιωτική επικοινωνία. Ιδιαίτερα εφόσον τέτοια πρόσβαση ρητά δεν εξουσιοδοτήθηκε από το δικαστήριο. Εάν αυτή προκύψει, ανάλογα με την πορεία των ερευνών, να είναι η ανάγκη και η εξ αυτής πρόθεση της Αστυνομίας, μπορεί να προχωρήσει με τις κατάλληλες διαδικασίες, ώστε να λάβει την απαιτούμενη εξουσιοδότηση, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία που τώρα, πρόωρα, επικαλούνται οι αιτητές.

 

Ως εκ των άνω κρίνεται ότι δεν υπήρχε παραβίαση νόμου, ή του Συντάγματος, ή ιδιωτικής επικοινωνίας, ούτε υπέρβαση δικαιοδοσίας, ως οι λόγοι που προβάλλονται. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στην απόρριψη κάθε λόγου και κάθε επιχειρήματος που σχετίζεται με το Άρθρο 17.2.Β του Συντάγματος και με το Νόμο 92(Ι)/96, εφόσον οι πρόνοιες αυτές δεν εύρισκαν, εν προκειμένω, εφαρμογή

 

 

Ως ορθώς δε επισημαίνεται εκ μέρους των Καθ’ων η Αίτηση, άλλο είναι η δυνατότητα εξαγωγής δεδομένων από ηλεκτρονικούς υπολογιστές και άλλο η πρόσβαση και επεξεργασία σε ηλεκτρονικά δεδομένα. Στην υπό συζήτηση περίπτωση δεν υπήρξε επιδίωξη ως προς το δεύτερο, ούτε, βεβαίως, το Κατώτερο Δικαστήριο εξουσιοδότησε την πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Νόμο 92(Ι)/1996.

 

Δεν πρέπει δε να διαλανθάνει της προσοχής μας πως ο ίδιος ο                        Νόμος 92(Ι)/1996 αναφέρεται στη δυνατότητα πρόσβασης σε έγγραφα ή συσκευές ή σε αντικείμενα που έχουν ήδη περιέλθει στην κατοχή της Αστυνομίας δυνάμει και κατόπιν εκτέλεσης σχετικού εντάλματος έρευνας[4]. Στο στάδιο δε που οι ανακριτικές αρχές αιτούνται ένταλμα έρευνας για την ύπαρξη συγκεκριμένων εγγράφων, δεν μπορούν να γνωρίζουν επακριβώς το είδος και το περιεχόμενο αλληλογραφίας για να μπορούν να αιτηθούν αυτά που ο Νόμος 92(Ι)/1996 προνοεί (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση των 1. Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 337/2021, ημερ. 1/3/2023, ECLI:CY:AD:2023:A72).

 

Προβλήθηκε, επίσης, εκ μέρους των Αιτητών πως τα αδικήματα που διερευνούσε η Αστυνομία δεν ενέπιπταν εντός του εύρους του Άρθρου 17.2.Β του Συντάγματος και, επομένως, δεν θα μπορούσε η Αστυνομία στο μέλλον να επιθεωρήσει με νόμιμο τρόπο το καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας που πιθανόν να είχε ληφθεί. Με κάθε σεβασμό και συμπλέοντας με την προσέγγιση των Καθ’ων η Αίτηση, επισημαίνουμε πως ό,τι ελέγχεται στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας είναι το κατά πόσο το Κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε το υπό έλεγχο Ένταλμα Έρευνας καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του. Δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης από μέρους του Κατώτερου Δικαστηρίου, η ύπαρξη ή μη δυνατότητας για την καταχώριση αίτησης στη βάση των προνοιών του Νόμου 92(Ι)/1996. Ήδη τα όσα έχουν τονισθεί στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των 1) Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ κ.ά. Πολιτική Αίτηση Αρ. 212/2021, ημερ. 10/3/2022, ECLI:CY:AD:2022:D93 και εκτέθηκαν ανωτέρω είναι απολύτως σχετικά χωρίς την ανάγκη να τα επαναλάβουμε.

 

Το αν στην προκείμενη περίπτωση δεν κατασχέθηκαν οι συσκευές, ήτοι υπολογιστές και Κεντρικός Εξυπηρετητής (Server), από τις οποίες θα εξάγονταν τα ηλεκτρονικά δεδομένα αλλά, για να μην δημιουργηθεί οποιαδήποτε δυσκολία στη λειτουργία του γραφείου της Αιτήτριας 1, τα ηλεκτρονικά αυτά δεδομένα εξάχθηκαν σε άλλα μέσα, ήτοι εξαγωγή σε μορφή live image του Mail Server και Data Server και υπολογιστών για να τοποθετηθούν στη συνέχεια σε εξωτερικούς σκληρούς δίσκους της Αστυνομίας, ουδόλως διαφοροποιεί την κατάσταση. Ό,τι η Αστυνομία αιτήθηκε και ό,τι το Κατώτερο Δικαστήριο εξουσιοδότησε ήταν τον εντοπισμό και παραλαβή, ως πραγμάτων και αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων σε ηλεκτρονική μορφή, συμπεριλαμβανομένης και επαγγελματικής ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, που πιθανόν να είχαν διαγραφεί ή αλλοιωθεί και δεν είχε καταστεί δυνατόν να εντοπισθούν στην αρχική έρευνα και όχι πρόσβαση και επεξεργασία των δεδομένων αυτών.

 

Δεν είναι άνευ σημασίας να επισημάνω ότι και οι ίδιοι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Αιτητών στην Αγόρευση τους (σελίδα 8) αναγνωρίζουν, και ορθώς σημειώνω, ότι το Κατώτερο Δικαστήριο δεν έχει, στην υπό συζήτηση περίπτωση, εξουσιοδοτήσει την Αστυνομία, μέσω του προσβαλλόμενου Εντάλματος Έρευνας, να προβεί σε επιθεώρηση της επικοινωνίας που αυτοί είχαν μεταξύ τους ή/και με τρίτα πρόσωπα. Προστίθεται, ακόμη, ότι δεν διαφεύγει της προσοχής των Αιτητών ότι προκειμένου η Αστυνομία να μπορέσει να προβεί σε επιθεώρηση της επικοινωνίας μεταξύ των Αιτητών ή/και τρίτων προσώπων, θα πρέπει πρώτα να εξασφαλίσει δικαστικό διάταγμα στη βάση του Μέρους IVA του Νόμου 92(Ι)/1996. Δεν είναι, ωστόσο, αντιληπτή η τοποθέτηση, στη συνέχεια της Αγόρευσης, περί εξουσιοδότησης από το Κατώτερο Δικαστήριο για λήψη επικοινωνίας η οποία, μάλιστα, «προκύπτει ως αναντίλεκτο γεγονός, μέσα από το διατακτικό του προσβαλλόμενου εντάλματος έρευνας».

 

Όπως ορθώς επισημάνθηκε από μέρους των ευπαιδεύτων συνηγόρων των Καθ’ων η Αίτηση, στη σύγχρονη ψηφιακή εποχή η ποινική έρευνα είναι αναπόφευκτο να οδηγηθεί και σε άυλα τεκμήρια τα οποία τηρούνται σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και servers. Πολλές φορές η παραλαβή ή μετακίνηση τέτοιων ψηφιακών συσκευών δεν είναι πρακτική, ενώ πιο πρακτική είναι η εξαγωγή και απόσπαση δεδομένων που βρίσκονται εντός τέτοιων συσκευών[5] η οποία, βεβαίως, δεν συνεπάγεται, όπως φαίνεται να είναι η αντίληψη των Αιτητών με βάση τις σχετικές τοποθετήσεις τους, σε πρόσβαση και επεξεργασία τέτοιων δεδομένων.

 

Έχοντας κατά νου όλα τα πιο πάνω δεν ετίθετο στην υπό συζήτηση περίπτωση 

ζήτημα υπέρβασης δικαιοδοσίας, ως οι λόγοι που προβάλλονται. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στην απόρριψη και κάθε επιχειρήματος που σχετίζεται με το Άρθρο 17.2.Β του Συντάγματος και με το Νόμο 92(Ι)/1996, εφόσον οι πρόνοιες αυτές δεν εύρισκαν, εν προκειμένω, εφαρμογή.

 

Για τους πιο πάνω λόγους δεν έχω ικανοποιηθεί ότι υπάρχει  οτιδήποτε που να δικαιολογεί την έκδοση του αιτούμενου Προνομιακού Εντάλματος με το οποίο επιδιώκεται η ακύρωση του εκδοθέντος Εντάλματος Έρευνας.

 

Η Αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των Αιτητών και υπέρ των Καθ’ων η Αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                        Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.                               



[1] 2.  Δε χωρεί επέμβαση κατά την άσκηση του δικαιώματος τούτου, εκτός αν η επέμβαση αυτή επιτρέπεται σύμφωνα με το νόμο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

Β. Κατόπιν δικαστικού διατάγματος που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, και η επέμβαση αποτελεί μέτρο το οποίο σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαίο μόνο προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη των ακόλουθων σοβαρών ποινικών αδικημάτων:

(α) Φόνος εκ προμελέτης ή ανθρωποκτονία,

(β) εμπορία ενηλίκων ή ανηλίκων προσώπων και αδικήματα που σχετίζονται με την παιδική πορνογραφία,

(γ) εμπορία, προμήθεια, καλλιέργεια ή παραγωγή ναρκωτικών φαρμάκων, ψυχοτρόπων ουσιών ή επικίνδυνων φαρμάκων,

(δ) αδικήματα που σχετίζονται με το νόμισμα ή το χαρτονόμισμα της Δημοκρατίας και

(ε) αδικήματα διαφθοράς για τα οποία προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω.

 

[2] «Εν όψει των πιο πάνω για συμπλήρωση των αστυνομικών εξετάσεων, αιτούμαι από το σεβαστό σας δικαστήριο την έκδοση νέου εντάλματος έρευνας για το δικηγορικό γραφείο και γραφείο παροχής διοικητικών υπηρεσιών ARETI CHARIDEMOU & ASSOCIATES LLC στην οδό Βασίλη Μιχαηλίδη 21, Τ.Κ. 3026 Λεμεσός, με σκοπό τον εντοπισμό και παραλαβή τεκμηρίων (ηλεκτρονικά δεδομένα) που πιθανό να διαγράφηκαν/αλλοιώθηκαν και δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν κατά την έρευνα που έγινε στις 5/4/24.»

 

[3] «Αυτό το ένταλμα σας εξουσιοδοτεί και σας καλεί αμέσως με κατάλληλη βοήθεια να μπείτε στο δικηγορικό γραφείο και γραφείο παροχής διοικητικών υπηρεσιών ARETI CHARIDEMOU & ASSOCIATES LLC στην οδό Βασίλη Μιχαηλίδη 21, Τ.Κ. 3026 Λεμεσός οποιαδήποτε ώρα μεταξύ των ωρών 05:00 και 20:00 και εκεί με επιμέλεια να ερευνήσετε για τους αναφερόμενους χώρους και αν αυτούς ή μέρος αυτών, ευρεθούν κατά την έρευνα, να φέρετε τα πράγματα που θα βρεθούν έτσι .. ενώπιον μου ή ενώπιον άλλου Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για να τύχει μεταχείρισης σύμφωνα με το Νόμο.»                         

            (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

 

[4] Δέστε εδάφιο (2) του Άρθρου 21 του Νόμου 92(Ι)/1996:

 

(2) H προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) αίτηση δύναται να υποβληθεί αναφορικά με περιεχόμενο επικοινωνίας, που βρίσκεται καταγεγραμμένο σε έγγραφα ή σε συσκευές ή σε αντικείμενα που έχουν περιέλθει ή πρόκειται να περιέλθουν στην κατοχή της Αστυνομίας ή οποιουδήποτε ανακριτή, κατόπιν εκτέλεσης δικαστικού εντάλματος έρευνας, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 27, 28, 29 και 30 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή κατόπιν έγκρισης από το Δικαστή αιτήματος, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου, ή κατόπιν εκτέλεσης αιτήματος δικαστικής συνδρομής είτε από την αρμόδια αρχή ξένης χώρας είτε από την αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, δυνάμει των διατάξεων του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου ή με βάση διεθνείς συμβάσεις στις οποίες προσχώρησε η Κυπριακή Δημοκρατία ή με τη γραπτή συγκατάθεση του κατόχου τους ή με άλλο νόμιμο τρόπο.

                                         (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

[5] Δέστε την Αγγλική υπόθεση TBD (Owen Holland) Ltd v. Simons and Others [2020] EWCA                Civ 1182, CA στην οποία λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, και τα εξής σχετικά στις παραγράφους 176 και 177:

It will be appreciated that search orders originated in the analogue era when most documents existed solely in paper form. Since then, of course, technology and business have been transformed by digitisation, widespread availability of significant portable computing power and the explosion in both wired and wireless connectivity. The result is that most documentary evidence nowadays exists in digital form stored either in digital devices or in cloud storage. The relevance of this transformation to search orders has been insufficiently appreciated.

     For over a decade, it has been technically possible for forensic computer experts to take complete copies, referred to as “images”, of the contents of storage media incorporated in or associated with computers, without affecting the data stored there. Over time, this capability has been extended to smart phones and cloud storage.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο