ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
i-justice
Αρ. Αίτησης 147/2025
9 Οκτωβρίου 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ E.G., ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΡΑΗΛ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 2.6.2025 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ
Γ. Νεάρχου για Ηλίας Α. Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.
Π. Ευθυβούλου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Β. Μπίσσα, Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Αιτητής ζητά την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari για ακύρωση του εντάλματος έρευνας της κατοικίας και του αυτοκινήτου του, που εκδόθηκε την 2.6.2025 από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, το κατώτερο Δικαστήριο. Η άδεια χορηγήθηκε αφού διαπιστώθηκε συζητήσιμο ζήτημα ότι δεν είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου μαρτυρία που να δημιουργεί «εύλογη αιτία να πιστεύεται» ότι στην κατοικία ή στο αυτοκίνητο του Αιτητή βρίσκονταν τα αντικείμενα τα οποία αναζητούνταν.[1]
Δεν αμφισβητήθηκε ότι υπήρχε μαρτυρία που δικαιολογούσε εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ο Αιτητής είχε διαπράξει τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, το βράδυ της 30.5.2025, στις τουαλέτες συγκεκριμένου νυκτερινού κέντρου, ο Αιτητής χορήγησε σε γυναίκα (την παραπονούμενη) ουσία από τη μύτη. Η γυναίκα κατέστη ημιαναίσθητη και ο Αιτητής φέρεται να της έπιασε το στήθος. Στη συνέχεια μετέβησαν σε ξενοδοχείο και μετά σε άλλο νυκτερινό κέντρο. Από το νυκτερινό κέντρο η γυναίκα μετέβηκε στην κατοικία της πεζή. Συνήλθε το απόγευμα της 31.5.2025 και την 1.6.2025 η ώρα 00:15 μετέβη στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού όπου κατάγγειλε την υπόθεση. Εξέταση των ούρων της κατέδειξε ότι ήταν θετική σε κοκαΐνη, ενώ η παραπονούμενη διατείνεται ότι δεν υπήρξε ποτέ χρήστης. Η γνωριμία της παραπονούμενης με τον Αιτητή ήταν πρόσκαιρη. Είχαν γνωριστεί νωρίτερα την 30.5.2025 και είχαν ανταλλάξει αριθμούς τηλεφώνων.
Η κατοικία η οποία αναφέρεται στο ένταλμα περιγράφεται ως η κατοικία στην οποία ο Αιτητής διαμένει με την οικογένεια του. Καμιά άλλη αναφορά δεν γίνεται στην κατοικία στον όρκο που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου. Το αυτοκίνητο το οποίο αναφέρεται στο ένταλμα, ήταν το αυτοκίνητο στο οποίο η παραπονούμενη είχε αναφερθεί δίδοντας στοιχεία για τον Αιτητή. Είχε πει ότι είναι ο κάτοχος αυτοκινήτου συγκεκριμένης μάρκας και προφανώς τα υπόλοιπα στοιχεία ανευρέθηκαν από την Αστυνομία.
Σύμφωνα με το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, για να εκδοθεί ένταλμα έρευνας πρέπει ο Δικαστής να ικανοποιηθεί με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει «εύλογη αιτία να πιστεύεται» ότι στον τόπο που θα ερευνηθεί υπάρχει οτιδήποτε σε σχέση με το οποίο έχει διαπραχθεί ποινικό αδίκημα ή που θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Ένταλμα έρευνας σε σχέση με την ανεύρεση ναρκωτικών ουσιών, που περιλαμβάνονταν στα αντικείμενα που αναζητούνταν, μπορεί να εκδοθεί και δυνάμει του άρθρου 29(3) των περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμων του 1977 έως 2000, με τις προϋποθέσεις έκδοσης του να είναι ουσιαστικά οι ίδιες.
Το κατά πόσο μπορεί να τεκμηριωθεί «εύλογη αιτία να πιστεύεται» ότι σε μια κατοικία ή άλλο υποστατικό ή αυτοκίνητο αποκρύβονται τεκμήρια που σχετίζονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, με αναφορά στο ότι ο κάτοχος ή ο εκεί διαμένων, ή ο κάτοχος ή χρήστης του αυτοκινήτου, φαίνεται να διασυνδέεται με τη διάπραξη των αδικημάτων, έχει τελευταία απασχολήσει σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Στην Σ.Σ., Αίτ. Αρ.30/2017, ημερ.9.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:D75, το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην Σιακαλλής (Αρ.1) (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 282, στην οποία το ένταλμα έρευνας σε σχέση με ανεύρεση ναρκωτικών ακυρώθηκε, εφόσον κρίθηκε ότι η προσφερθείσα μαρτυρία έτεινε απλώς να καταδείξει πως ο ύποπτος είχε στην κατοχή του ναρκωτικά, χωρίς όμως να υπάρχει μαρτυρία που να συνδέει τέτοια κατοχή με οποιοδήποτε υποστατικό. Θεώρησε το Δικαστήριο, στην υπόθεση εκείνη, ότι τέτοια διασύνδεση δεν μπορεί να προκύψει συμπερασματικά ως θέμα κοινής λογικής, εφόσον το άρθρο 27 του Κεφ.155 συνδέει το αντικείμενο με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου, καταλήγοντας ότι (σελ.293): «Μόνο όπου η μαρτυρία είναι τέτοια ώστε να δικαιολογεί συγκεκριμένη και εύλογη υποψία ότι το αντικείμενο βρίσκεται στην οικία ή άλλο τόπο και όχι απλώς γενική και αόριστη υπόθεση ότι θα μπορούσε να βρίσκεται στην οικία ή άλλο τόπο, προκύπτει επαρκής σύνδεση με την οικία ή άλλο τόπο του οποίου ζητείται η έρευνα».
Επιβεβαιώνοντας το Δικαστήριο στη Σ.Σ. ότι η αναγκαιότητα προσδιορισμού και διασύνδεσης της έρευνας με συγκεκριμένο τόπο, όπως και με τη διερεύνηση συγκεκριμένου αδικήματος, είναι δεδομένη, αποφάνθηκε πως, στην ενώπιον του περίπτωση, όπου τα αντικείμενα που αναζητούνταν ήταν ηλεκτρονικός/οί υπολογιστής/ές ή και άλλα μέσα αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων, ότι:
«Εν προκειμένω, έστω και αν δεν έγινε ρητή αναφορά περί του ότι τα υπό αναζήτηση αντικείμενα βρίσκονταν στη συγκεκριμένη διεύθυνση, η διασύνδεση τέτοιων προσωπικών αντικειμένων καθημερινής, ατομικής χρήσης με την οικία του ατόμου, σε αντιδιαστολή με την περίπτωση της Σιακαλλής, αποτελεί καθ΄ όλα εύλογη πιθανότητα».
Στη Μ.Θ., Πολ. Αίτ. Αρ.90/2024, ημερ.3.6.2024, το Ανώτατο Δικαστήριο μετά τη διασύνδεση του ενοίκου της κατοικίας με το υπό διερεύνηση έγκλημα έκρινε ότι:
«δημιουργείτο πλέον η αναγκαία εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι τα αναζητούμενα αντικείμενα βρίσκονταν στην κατοικία του, ότι δηλαδή τα ενδύματα και υποδήματα που φορούσε κατά τη διάπραξη του εγκλήματος, όπως και τα άλλα αντικείμενα που χρησιμοποίησε, θα βρίσκονταν στην κατοικία του».
Στην Α.Γ., Πολ. Έφ. Αρ.15/2024, ημερ.17.10.2024, αναφέρθηκε ότι κινητά τηλέφωνα και σχετικές κάρτες κινητής τηλεφωνίας, αποτελούν, πλέον, αντικείμενα καθημερινής χρήσης και ότι:
«Στην υπό συζήτηση περίπτωση, έστω και αν δεν γινόταν ρητή αναφορά στον όρκο ότι τα υπό αναζήτηση αντικείμενα (κινητό τηλέφωνο - κάρτες κινητής τηλεφωνίας SIM CARDS) βρίσκονταν στη συγκεκριμένη διεύθυνση όπου διαμένει ο Εφεσίβλητος και στο όχημα του τελευταίου, η διασύνδεση τέτοιων αντικειμένων, καθημερινής χρήσης, με την οικία και το όχημα του, σε αντιδιαστολή με την περίπτωση της Σιακαλλής (Αρ.1) (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 282, όπου το ένταλμα αφορούσε ελεγχόμενα φάρμακα (ναρκωτικά), αποτελεί μια καθόλα εύλογη πιθανότητα. Υπό το σύνολο όλων όσων είχαν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστύλωνε το αίτημα για την έκδοση του σχετικού εντάλματος έρευνας, ειδικότερα για το κινητό τηλέφωνο - κάρτες κινητής τηλεφωνίας SIM CARDS, αντικείμενων θεωρούμενων πλέον καθημερινής χρήσης, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η επικοινωνία των φερόμενων ως εμπλεκόμενων στην διάπραξη συγκεκριμένων αδικημάτων, γινόταν με συγκεκριμένο τρόπο, τηλεφωνικά, αποτελούν παράγοντες και παραμέτρους που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν στο μυαλό του Δικαστή, ενώπιον του οποίου τέθηκε το αίτημα, εύλογη υπόνοια και υποψία ότι τα πιο πάνω αντικείμενα, θα μπορούσαν να βρίσκονταν σε συγκεκριμένη οικία και υποστατικά που διαμένει ο Εφεσίβλητος ή στο όχημα του τελευταίου. Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, τούτο δεν αποτελεί μια γενική και αόριστη υπόθεση. Άλλωστε, χαμηλό είναι το ύψος του πήχη που πρέπει να υπερπηδηθεί για τη δημιουργία σχετικής και εύλογης υπόνοιας και υποψίας προς τούτο, ως κατ' επανάληψη έχουν ερμηνευτεί οι πρόνοιες του άρθρου 27 του Κεφ. 155».
Στην Χ.Μ., Πολ. Έφ. Αρ.17/2024, ημερ.13.3.2025, αναφέρθηκε ότι η ύπαρξη μαρτυρίας ότι συγκεκριμένο πρόσωπο εμπλέκεται στη διάπραξη του υπό διερεύνηση αδικήματος, δεν δικαιολογεί αφ΄ εαυτής και χωρίς άλλο την έκδοση εντάλματος έρευνας χώρων που του ανήκουν, κατέχει ή ελέγχει, για την ανεύρεση τεκμηρίων που σχετίζονται με την υπόθεση και επαναλήφθηκε ότι η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστάσεων.
Στον όρκο που υποστήριζε το αίτημα της Αστυνομίας αναφέρονταν, ως τα αντικείμενα που αναζητούνταν, τα ενδύματα που φορούσε ο Αιτητής κατά τον επίμαχο χρόνο, δηλαδή το βράδυ της εξόδου του με την παραπονούμενη, το ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α’, το κινητό του τηλέφωνο και «για λήψη δειγματοληψιών».
Καθ’ όσον αφορά τα ενδύματα επιχειρηματολόγησε ο Αιτητής ότι δεν περιγράφονται στον αστυνομικό όρκο. Συγκεκριμενοποιούνται, ωστόσο, ως τα ενδύματα που ο Αιτητής «φορούσε κατά τον επίμαχο χρόνο». Ήταν σχετικά τεκμήρια στη διερεύνηση της υπόθεσης. Ο Αιτητής δεν δικαιολογείτο να έχει παράπονο γιατί εξουσιοδοτήθηκε έρευνα για την ανεύρεση και κατάσχεση τους. Στην περίπτωση που η Αστυνομία κατάσχε άλλα ενδύματα, το παράπονο θα αφορούσε στην εκτέλεση του εντάλματος. Γι’ αυτό και δεν είχε χορηγηθεί άδεια γι’ αυτή την πτυχή.
Στις περιστάσεις της υπόθεσης δικαιολογείτο το κατώτερο Δικαστήριο να πιστεύει ευλόγως ότι στο αυτοκίνητο που χρησιμοποιεί ο Αιτητής και την κατοικία του, υπήρχαν τα ενδύματα που φορούσε κατά τον επίμαχο χρόνο, το κινητό του τηλέφωνο και δείγματα για να ληφθούν.
Η πλέον επίμαχη παράμετρος αφορά στην εξουσιοδότηση για ανεύρεση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’. Γενικά δεν θεωρείται ότι είναι εύλογο να πιστεύεται ότι στην κατοικία κάποιου φυλάττονται ναρκωτικές ουσίες, επειδή αυτός διασυνδέεται με τη διακίνηση τους, εκτός και αν η ίδια η κατοικία συνδέεται με κάποιο τρόπο με τη διακίνηση (Σιακαλλής). Ωστόσο, μαρτυρία για συγκεκριμένη χρησιμοποίηση ναρκωτικών ουσιών, μπορεί να τεκμηριώνει «εύλογη αιτία να πιστεύεται» ότι σε χώρους που κατέχονται ή ελέγχονται από το πρόσωπο που τις χρησιμοποίησε κατά το συγκεκριμένο τρόπο, φυλάττονται ναρκωτικές ουσίες ή υπολείμματα τους.
Στην Η.Π., Πολ. Έφ. Αρ.256/2021, ημερ.28.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:A69, με αναφορά στη φράση «εύλογη υποψία» στο πλαίσιο του άρθρου 21(1) του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου του 1996, Ν.92(Ι)/1996, η Ολομέλεια ανέφερε ότι:
«Εστιάζοντας την προσοχή, ειδικά, στον όρο «υποψία», δεν παραπέμπει σε μαρτυρία ικανή προς απόδειξη του αδικήματος· πόρρω απέχει από αυτή. Δεν είναι τέτοια μαρτυρία που αναζητείται, στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης για την έκδοση δικαστικού εντάλματος, δυνάμει του άρθρου 21(1) του Ν.92(Ι)/1996. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Chong Fook Kam [1970] A.C. 942 (P.C.), στη σελίδα 948, «Suspicion in its ordinary meaning is a state of conjecture or surmise where proof is lacking: 'I suspect but I cannot prove.'. Suspicion arises at or near the starting-point of an investigation of which the obtaining of prima facie proof is the end.". Βέβαια, η διαθέσιμη μαρτυρία πρέπει να είναι, ευλόγως, ικανή για τον πιο πάνω σκοπό».
Στην δε ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ.133/2018, ημερ.17.12.2018, ότι:
«Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν αντικαθιστά την κρίση του εκδώσαντος το ένταλμα έρευνας δικαστή με τη δική του. Το κριτήριο κατά το αναθεωρητικό στάδιο περιορίζεται στο ερώτημα κατά πόσο ο εκδώσας το ένταλμα δικαστής θα μπορούσε να ικανοποιηθεί στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον για την ύπαρξη εύλογων λόγων να πιστεύεται ότι τα αναζητούμενα θα εντοπίζονταν στα υποστατικά των οποίων επιδιωκόταν η έρευνα και θα παρείχαν βοήθεια στη στοιχειοθέτηση αδικήματος».
Εν προκειμένω, ο Αιτητής φέρεται να χρησιμοποίησε ναρκωτικές ουσίες που κατείχε επί του προσώπου του κατά τη νυκτερινή του έξοδο με την παραπονούμενη. Στις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης δικαιολογείτο το κατώτερο Δικαστήριο να πιστεύει ευλόγως ότι στο αυτοκίνητο που χρησιμοποιεί ή και στην κατοικία του, φυλάττονταν ναρκωτικές ουσίες, όπως αυτές που φέρεται να χορήγησε στην παραπονούμενη, που μπορεί να ήταν και υπολείμματα αυτών που φέρεται να της χορήγησε.
Η Αίτηση απορρίπτεται.
Τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
[1] G., Αίτ. Αρ.137/2025, ημερ.7.7.2025.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο