ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(i-Justice)
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 15/2025
21 Οκτωβρίου 2025
[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, E. ΕΦΡΑΙΜ, ΔΔ]
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 72/2025
Υπό τον τίτλο:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΕΩΣ (ΑΡ.3) ΤΟΥ 2022
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ 2018 ΚΑΙ 2023
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Λ. Μ. (ΑΔΤ [ ]) ΕΚ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10/03/25, ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ, ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΧΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 27 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ (ΚΕΦ.155) ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 29(3) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΚΑΙ ΨΥΧΟΤΡΟΠΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1977 (Ν.29/1977)
____________________
Ν. Ζ. Ζένιου & Μ. Δ. Καζάκος για Α. Χρίστου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Π. Ευθυβούλου, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Π. Βαρνάβα, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
____________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον
Μαλαχτό, Δ.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία, με την οποία απέρριψε την αίτηση του Εφεσείοντα για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari για την ακύρωση του εντάλματος έρευνας ημερ.10.3.2025, της οικίας όπου διαμένει και συγκεκριμένου οχήματος το οποίο χρησιμοποιεί.
Η σχετική άδεια είχε παραχωρηθεί γιατί το ένταλμα εξουσιοδοτούσε την εκτέλεση του «καθ’ οποιαδήποτε ώρα» και χωρίς, όπως υποστηρίχθηκε, «να διαφαίνεται στον όρκο που υποστήριζε το αίτημα και χωρίς να καταγράφεται σε σχετικό πρακτικό η ύπαρξη ειδικού λόγου που να καταδεικνύει την αναγκαιότητα για εκτέλεση του εντάλματος εκτός των ωρών που ορίζει η νομοθεσία», καθ’ υπέρβαση, όπως είχε υποστηριχτεί, της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου και κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας.
Όπως και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο Εφεσείων επικαλέστηκε τις πρόνοιες του άρθρου 29 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, ότι:
«(1) Ένταλμα έρευνας δύναται να εκδοθεί και εκτελεστεί σε οποιαδήποτε ημέρα περιλαμβανομένης Κυριακής ή δημόσιας αργίας, πρέπει δε να εκτελείται μεταξύ της πέμπτης πρωινής ώρας και της όγδοης νυκτερινής, αλλά o Δικαστής δύναται, κατά τη διακριτική του εξουσία, να εξουσιοδοτήσει την εκτέλεση του εντάλματος σε οποιαδήποτε ώρα.
(2) Όταν ο Δικαστής εξουσιοδοτεί την εκτέλεση εντάλματος έρευνας σε οποιαδήποτε ώρα άλλη από αυτή μεταξύ της πέμπτης πρωινής και της όγδοης νυκτερινής, η εξουσιοδότηση αυτή δύναται να περιληφθεί στο ένταλμα κατά το χρόνο της έκδοσής του ή δύναται να οπισθογραφηθεί σε αυτό από οποιοδήποτε δικαστή κατά οποιοδήποτε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης αλλά προηγούμενο της εκτέλεσης.»
Οι πρόνοιες αφορούν στην εκτέλεση ενταλμάτων έρευνας που εκδίδονται δυνάμει του προηγηθέντος άρθρου 27 του Κεφ.155 το οποίο διαλαμβάνει ότι:
«Όταν δικαστής ικανοποιείται µε εγγράφου δηλώσεως ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει -
(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση µε το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε· ή
(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος· ή
(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος,
ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως "ένταλμα έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό ...».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στις πρόνοιες του άρθρου 29(3) των περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμων του 1997 έως 2020, ο Ν.29/1977 όπως τροποποιήθηκε, που αφορά στην πρόσθετη εξουσία για την έκδοση εντάλματος έρευνας, σε σχέση με ελεγχόμενα φάρμακα (ναρκωτικά). Εκεί αναφέρεται ότι:
«Εφ' όσον δικαστής ήθελε ικανοποιηθή βάσει ενόρκου καταγγελίας ότι υπάρχει εύλογος υποψία —
(α) ότι οιαδήποτε ελεγχόµενα φάρµακα ευρίσκονται κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος Νόµου ή οιωνδήποτε δυνάµει τούτου γενοµένων Κανονισµών εν τη κατοχή προσώπου τινός εν οιωνδήποτε υποστατικώ· ή
(β) ……………………………………………………………………..
ούτος δύναται να εκδώση ένταλµα ερεύνης παρέχον εξουσίαν εις το εν τω εντάλµατι καθοριζόµενον πρόσωπον όπως κατά πάντα χρόνον εντός ενός µηνός από της ηµεροµηνίας εκδόσεως του εντάλµατος να εισέρχηται, εν ανάγκη και διά της χρήσεως βίας, εις τα εν τω εντάλµατι καθοριζόµενα υποστατικά και να ερευνά ταύτα ως και παν πρόσωπον όπερ ευρίσκεται εν τοις υποστατικάς αν δε υπάρχη εύλογος υποψία ότι διεπράχθη αδίκηµά τι εναντίον του παρόντος Νόµου αναφορικώς προς οιαδήποτε ελεγχόµενα φάρµακα άτινα ήθελον ευρεθή εν τοις υποστατικοίς ή εν τη κατοχή παντός τοιούτου προσώπου ή ότι έγγραφον ούτω ευρεθέν είναι έγγραφον εκ των µνηµονευοµένων εν τη παραγράφω (β) ανωτέρω, παρέχον εξουσίαν όπως κατάσχη και κατακρατήση τα τοιαύτα φάρµακα ή, αναλόγως της περιπτώσεως,έγγραφα.»
Η εξουσία αφορά στην έκδοση εντάλματος το οποίο μπορεί να εκτελεστεί «κατά πάντα χρόνον εντός ενός μηνός από της ημερομηνίας εκδόσεως του». Υπέδειξε, συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι στις περιπτώσεις όπου το ένταλμα επιζητείται στη βάση του άρθρου 29(3) του Ν.29/1977, δεν τίθενται περιορισμοί σε σχέση με το χρόνο εκτέλεσης του, ως αυτοί προβλέπονται στο άρθρο 29 του Κεφ. 155 και, συνακόλουθα, η αναγκαιότητα εξασφάλισης ειδικής εξουσιοδότησης για την εκτέλεση ενός τέτοιου εντάλματος έρευνας σε ώρα άλλη από αυτή μεταξύ της πέμπτης πρωινής και όγδοης νυκτερινής.
Προχώρησε στη συνέχεια να διαπιστώσει ότι επίκληση του άρθρου 29(3) του Ν.29/77, γινόταν όχι μόνο από τον ενόρκως δηλούντα αστυνομικό, που υποστήριζε το σχετικό αίτημα ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, αλλά και στο ίδιο το εκκαλούμενο ένταλμα που τελικά εξέδωσε το κατώτερο Δικαστήριο.
Στο ένταλμα, κάτω από τον τίτλο «Ποινικός Τύπος Αρ.6», αναφερόταν όχι μόνο «(Κεφ.155, Άρθρο 27 και 28)», αλλά και «(Ν.29/77, Άρθρο 29)», ενώ στο σώμα του εντάλματος ότι: «Εκδίδεται σύμφωνα με τον Περί Ναρκωτικών Φαρµάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόµο 29/77 όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα».
Άλλωστε ό,τι αναζητούνταν ήταν «ναρκωτικές ουσίες Τάξεως Β, δηλαδή φυτική ύλη κάνναβη καθώς και άλλα τεκμήρια που πιθανόν να σχετίζονται με αυτά όπως συσκευασίες ναρκωτικών ουσιών». Η σχετική μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν ότι ο Εφεσείων «ασχολείται με τη διακίνηση ναρκωτικών και ότι την ίδια μέρα προμηθεύτηκε μεγάλη ποσότητα κάνναβης την οποία μετέφερε και απέκρυψε στην κατοικία του, με σκοπό να τη χωρίσει σε μικρότερες ποσότητες και να την προμηθεύσει σε άλλα πρόσωπα. Ο πληροφοριοδότης, ο οποίος είδε τον Αιτητή να αποκρύβει τα ναρκωτικά εντός της οικίας του στη συγκεκριμένη οδό, ανέφερε επίσης ότι ο τελευταίος προμηθεύει τα ναρκωτικά σε άλλα πρόσωπα που τον επισκέπτονται στην κατοικία του ή τα συναντά σε διάφορα σημεία, στην επαρχία Λάρνακας. Για τον πιο πάνω σκοπό, χρησιμοποιεί αυτοκίνητο με συγκεκριμένους αριθμούς εγγραφής».
Η Γενικός Εισαγγελέας ν. Βάσου κ.ά. (2005) 2 Α.Α.Δ. 653, στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφορούσε έφεση κατά της απόρριψης ποινικής υπόθεσης μετά που το Δικαστήριο απέρριψε την παρουσίαση ως τεκμηρίων ναρκωτικών ουσιών που είχαν ανευρεθεί και κατασχεθεί από τα υποστατικά των εφεσίβλητων, δυνάμει δικαστικού εντάλματος έρευνας. Η παρουσίαση των ναρκωτικών απορρίφθηκε γιατί η έρευνα είχε διεξαχθεί γύρω στα μεσάνυχτα, ενώ το ένταλμα δεν καθόριζε μεταξύ ποιών ωρών θα μπορούσε να εκτελεσθεί. Στο ένταλμα κάτω από την αναφορά σε Ποινικό Τύπο Αρ.6 αναφερόταν μόνο «(Κεφ.155, Άρθρο 27 και 28)». Επί του προκειμένου, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε (σελ. 661-2) ότι:
«Η ένορκη δήλωση του Λοχία της Αστυνομίας πάνω στην οποία βασίστηκε η αίτηση για την έκδοση του εντάλματος έρευνας, αναφέρεται σε έρευνα για την ανακάλυψη ναρκωτικών ουσιών και ζητά όπως το χρονικό διάστημα το οποίο θα καθόριζε την εκτέλεση του παραμείνει ανοικτό για ένα μήνα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 29(3)(α) και (β) του Νόμου. Εξυπακούεται ότι η πιο πάνω εισήγηση βασίζεται στον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο (αρ. 29/77). Με βάση τα δύο πιο πάνω στοιχεία έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ανεξάρτητα από την αναφορά στο ένταλμα ότι αυτό βασίζεται στο άρθρο 28 του Κεφ. 155, από τη στιγμή που το ένταλμα αφορούσε ναρκωτικά, το θέμα διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 29(3) του Νόμου 29/77, στις οποίες δεν υπάρχει οποιοσδήποτε περιορισμός αναφορικά με την εκτέλεση του εντάλματος».
Στη Βάσου εξετάστηκε η νομιμότητα της εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας. Άλλωστε ο Δικαστής που είχε εκδώσει το ένταλμα δεν είχε καθορίσει μεταξύ ποιών ωρών θα μπορούσε να εκτελεσθεί το ένταλμα. Αυτό που αποφασίζει είναι ότι ένταλμα έρευνας το οποίο εκδόθηκε κατ’ επίκληση του άρθρου 27 του Κεφ.155 και στον προβλεπόμενο στους περί Ποινικής Δικονομίας Κανονισμούς, Ποινικό Τύπο 6, με αναφορά μόνο στο άρθρο 28 του Κεφ.155, χωρίς ειδική εξουσιοδότηση ως προς τις ώρες που θα μπορούσε να εκτελεστεί, μπορεί να εκτελεστεί καθ’ οιανδήποτε ώρα, εφόσον αυτό που αναζητείται είναι ναρκωτικά.
Γι’ αυτό και ήταν σχετική και καθοδηγητική για το πρωτόδικο Δικαστήριο στο να καταλήξει ότι για το εκκαλούμενο ένταλμα που αφορούσε ναρκωτικά και είχε εκδοθεί κατ’ επίκληση του άρθρου 29(3) του Ν.29/1977, «δεν υπάρχει οποιοσδήποτε περιορισμός αναφορικά με την εκτέλεση του».
Ο Εφεσείων επικαλείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε την παράλληλη ισχύ του άρθρου 27 του Κεφ.155, επί του οποίου επίσης βασιζόταν το Ένταλμα, δεδομένου ότι αναζητούνταν και αντικείμενα άλλα από ναρκωτικά, αλλά «και σε άλλο τόπο, εκτός της οικίας».
Η πρώτη πτυχή του παραπόνου του Εφεσείοντα εδράζεται στο γεγονός ότι, πέραν από την «φυτική ύλη κάνναβη», αναφέρονταν ως αντικείμενα που αναζητούνταν «και άλλα τεκμήρια που πιθανόν να σχετίζονται με αυτά όπως συσκευασίες ναρκωτικών ουσιών». Ότι δηλαδή για τα τελευταία αυτά αντικείμενα εφαρμογή είχε το άρθρο 27 του Κεφ.155 και η επιτρεπτή ώρα εκτέλεσης του εντάλματος για αυτά τα αντικείμενα, μεταξύ της πέμπτης πρωινής ώρας και της όγδοης νυκτερινής όπως ορίζει το άρθρο 29 του Κεφ.155.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εισήγηση του Εφεσείοντα: «φαίνεται να κινείται εκτός του πνεύματος του ειδικότερου πιο πάνω νόμου, δυνάμενη να οδηγήσει στην καταστρατήγηση σχετικών νομοθετικών διατάξεων και, εν τέλει, σε αποτελέσματα που δεν εξυπηρετούν τους σκοπούς του νομοθέτη. Η προοπτική, σε υποθέσεις του είδους, να επιτρέπεται μεν η έρευνα για τον εντοπισμό ναρκωτικών χωρίς περιορισμούς όσον αφορά το χρόνο, πλην όμως, ταυτόχρονα, αυτή να μην επιτρέπεται, αφού θα πρέπει να ισχύουν ανάλογοι περιορισμοί όσον αφορά τις συσκευασίες που αυτά πιθανόν να είναι συσκευασμένα ή φυλαγμένα, πραγματικά δεν φαίνεται να παρουσιάζει λογική συνέχεια και συνέπεια, συνάδουσα με τη σχετική για το ζήτημα νομοθεσία».
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εφόσον η εκτέλεση του εντάλματος καθ’ οιανδήποτε ώρα είναι επιτρεπτή στη βάση ότι αναζητούνται ναρκωτικά, δεν θεωρούμε ότι προκύπτει οιονδήποτε ζήτημα σε σχέση με την ώρα εκτέλεσης του, επειδή πέραν από ναρκωτικά, το ένταλμα εξεδόθη και για άλλα αντικείμενα, πολύ περισσότερο εφόσον επρόκειτο για αντικείμενα άρρηκτα συνδεδεμένα με τα υπό διερεύνηση αδικήματα κατά παράβαση του Ν.29/1977, δηλαδή τις συσκευασίες μέσα στις οποίες θα βρίσκονταν τα ναρκωτικά.
Η δεύτερη πτυχή, αφορά στο ότι με το Ένταλμα εξουσιοδοτείτο και η έρευνα οχήματος για το οποίο δεν είχε εφαρμογή το άρθρο 29(3) του Ν.29/1977 το οποίο περιορίζεται σε υποστατικά. Επιχειρηματολόγησε ο Εφεσείων ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι επειδή το όχημα είχε διασυνδεθεί με τα υπό διερεύνηση αδικήματα αυτό, δικαιολογούσε την εκτέλεση του καθ’ οποιαδήποτε ώρα, ήταν εσφαλμένη και ότι η αναφορά στο άρθρο 29(2) του Ν.29/1977, δυνάμει του οποίου, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να ερευνηθεί όχημα από αστυνομικό χωρίς δικαστικό ένταλμα, ήταν ουσιαστικά άστοχη. Η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα υποστήριξε την πρωτόδικη κρίση, χωρίς άλλη εισήγηση.
Δυνάμει του άρθρου 29(3) του Ν.29/1977, μπορεί να εκδοθεί ένταλμα έρευνας για ελεγχόμενα φάρμακα όταν υπάρχει εύλογη υποψία ότι βρίσκονται «εν τη κατοχή προσώπου τινός εν οιωνδήποτε υποστατικών». Ο περιορισμός σε υποστατικό, δεν υπάρχει στο άρθρο 27 του Κεφ.155, το οποίο αναφέρεται σε «σε οποιοδήποτε τόπο». Στον Ν.29/1977 δεν υπάρχει ερμηνεία του υποστατικού.
Η εισήγηση του Εφεσείοντα, απολήγει στο ότι, παρά το ότι και σε σχέση με το όχημα είναι ναρκωτικά που αναζητούνταν, η εξουσία για την έκδοση εντάλματος έρευνας του οχήματος ενέπιπτε στο άρθρο 27 του Κεφ.155 και, κατ’ επέκταση εφαρμόζονταν και οι πρόνοιες του άρθρου 29 του Κεφ.155 ως προς τις ώρες που το Ένταλμα, σε σχέση με το όχημα, μπορούσε να εκτελεστεί.
Όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε στη διασύνδεση του οχήματος με τα υπό διερεύνηση αδικήματα για να δικαιολογήσει την έκδοση του εντάλματος έρευνας του. Η ύπαρξη των ουσιαστικών προϋποθέσεων για έκδοση εντάλματος έρευνας του οχήματος ήταν δεδομένη και ό,τι εξεταζόταν, σύμφωνα και με την άδεια που είχε χορηγηθεί, ήταν η αναφορά στο Ένταλμα σε σχέση τις ώρες εκτέλεσης του. Είναι την εξουσιοδότηση για την εκτέλεση του καθ’ οιανδήποτε ώρα, που δικαιολογούσε το γεγονός ότι το όχημα είχε διασυνδεθεί με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Ουσιαστικά αυτό που αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ότι, εφόσον η Αστυνομία μπορούσε νόμιμα να εκτελέσει το ένταλμα αναφορικά με την οικία καθ’ οιανδήποτε ώρα, αυτό δικαιολογούσε την εξουσιοδότηση για εκτέλεση του εντάλματος έρευνας του οχήματος επίσης καθ’ οιανδήποτε ώρα.
Και ασφαλώς δεν απασχολούσε κατά πόσο η έρευνα στο συγκεκριμένο όχημα θα μπορούσε, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, να πραγματοποιηθεί χωρίς δικαστικό ένταλμα. Η αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο στις πρόνοιες του άρθρου 29(2) του Ν.29/1977 στόχευε στην ανάδειξη της διάκρισης μεταξύ της περίπτωσης οχήματος και της περίπτωσης κατοικίας και της προστασίας που η κατοικία απολαμβάνει δυνάμει του Άρθρου 16 του Συντάγματος και η αναφορά, καμιά εσφαλμένη εκτροπή δεν προκάλεσε στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Θα θέλαμε να προσθέσουμε και τα ακόλουθα. Στις περιπτώσεις όπου το ένταλμα έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 27 του Κεφ.155, τότε, εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοση του για τους χώρους που το ένταλμα εξουσιοδοτεί να ερευνηθούν, δηλαδή το ένταλμα έχει εκδοθεί σύμφωνα με το νόμο, δεν μπορεί να ακυρωθεί για λόγους που αφορούν στην εξουσιοδότηση ως προς τις ώρες εκτέλεσης του. Η περί του αντιθέτου εισήγηση του Εφεσείοντα κατ’ επίκληση της Π.Κ., Πολ. Αίτ. Αρ.27/2024, ημερ.12.3.2024, απορρίπτεται. Ούτε, βέβαια, η Π.Κ. υποστηρίζει τέτοια θέση Ό,τι μπορεί να ακυρωθεί, είναι η εξουσιοδότηση, δυνάμει του άρθρου 29 του Κεφ.155, ως προς τις ώρες, στην περίπτωση που δεν δικαιολογείτο τέτοια εξουσιοδότηση. Άλλωστε, τέτοια εξουσιοδότηση μπορεί να περιληφθεί στο ένταλμα «κατά οποιοδήποτε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης αλλά προηγούμενο της εκτέλεσης» και «από οποιοδήποτε δικαστή» και θα ήταν ότι πιο παράδοξο, ένταλμα που εκδόθηκε σύμφωνα με το νόμο, και ήταν επομένως έγκυρο, να καταστεί άκυρο στην ολότητα του στη βάση μεταγενέστερης, έστω αδικαιολόγητης, εξουσιοδότησης ως προς τις ώρες που θα ήταν επιτρεπτή η εκτέλεση του.
Η ακύρωση της εξουσιοδότησης για εκτέλεση καθ’ οιανδήποτε ώρα, έχει το αποτέλεσμα ότι το ένταλμα μπορεί ή θα μπορούσε να εκτελεστεί μόνο μεταξύ της πέμπτης πρωινής ώρας και της όγδοης νυκτερινής. Επομένως, η ακύρωση της εξουσιοδότησης για εκτέλεση καθ’ οιανδήποτε ώρα δεν θα έχει συνέπειες εάν η εκτέλεση του εντάλματος, όταν αυτή έχει ήδη πραγματοποιηθεί, έγινε σε χρόνο μεταξύ της πέμπτης πρωινής ώρας και της όγδοης νυκτερινής. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η προσβολή της εξουσιοδότησης ως προς την ώρα δεν εξυπηρετεί, εφόσον δεν έγινε χρήση της από την Αστυνομία.
Είναι γι’ αυτό που στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το ένταλμα έχει ήδη εκτελεστεί, είναι απαραίτητο όπως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πληροφορείται για την ώρα που αυτό εκτελέστηκε. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν καταδεικνύεται ότι υφίσταται ουσιαστικό ζήτημα προς εξέταση και η προνομιακή εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν μπορεί να ασκηθεί υπέρ του αιτητή.
Εν προκειμένω, ο Αιτητής ουδέποτε πληροφόρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο για την ώρα που το επίδικο ένταλμα εκτελέστηκε. Περιορίστηκε να αναφέρει ότι αυτό είχε εκτελεστεί αυθημερόν με την έκδοση του. Γι’ αυτό και η αίτηση του, ακόμη και αν στόχευε μόνο στην προσβολή της εξουσιοδότησης, ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.
Η έφεση απορρίπτεται.
€2.000 έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Ε. Εφραίμ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο