ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ KΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Αίτηση Αρ.211/2025
09 Οκτωβρίου, 2025
[ΔΑΥΙΔ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ MIRADORE ENTERPRISES LTD (HE 152319) ΚΑΙ FORUM MUIDER LTD (HE 452654) ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΡΩΣ ΕΚΔΟΘΕΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 01/07/2025 ΚΑΙ/Ή ΤΟ ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΚΑΙ/Ή ΤΙΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΚΑΙ/Ή ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 01/07/2025 ΠΟΥ ΣΥΝΤΑΧΘΗΚΕ ΚΑΙ/Ή ΔΟΘΗΚΕ ΚΑΙ/Ή ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΑΡ.15/2024.
…………………………………….
Π. Βορκάς με Π. Καύκαρο για ΜΙΧΑΛΗΣ ΒΟΡΚΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΕΠΕ και D. KATSIS LLC, για τις Αιτήτριες.
Σ. Γιορδαμλής με Χρ. Γεωργίου και Ρ. Ανδρέου (κα) για ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΔΕΠΕ, για την Καθ’ ης η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ: ΔΑΥΙΔ, Δ: Με την υπό συζήτηση αίτηση, οι Αιτήτριες εταιρείες επιζητούν την έκδοση προνομιακού εντάλματος, τύπου Certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται και/ή παραμερίζεται το μονομερώς εκδοθέν προσωρινό διάταγμα και/ή οδηγίες, και/ή πρακτικό, και/ή ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (το κατώτερο Δικαστήριο), ημερομηνίας 01.07.2025.
Η άδεια για την καταχώρηση της ως άνω αίτησης, εξασφαλίστηκε στη βάση εισήγησης των Αιτητών ότι: (α) Το δικαιοδοτικό ζήτημα του κατεπείγοντος δεν απασχόλησε το κατώτερο Δικαστήριο, και (β) με δεδομένο το ιστορικό της υπόθεσης και της εμπλοκής των Αιτητριών σε αυτήν, η έκδοση του εκκαλούμενου, δεύτερου προσωρινού διατάγματος που εκδόθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας που βρισκόταν σε εξέλιξη ενώπιων του κατώτερου Δικαστηρίου, αποκάλυπτε, εκ πρώτης όψεως, συζητήσιμο θέμα αναφορικά με την τήρηση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης ως προς την ακρόαση των επηρεαζόμενων και τυχόν καταστρατήγηση τους.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση, έχουν ήδη καταγραφεί στην απόφαση του δικαστηρίου με την οποία παραχωρήθηκε άδεια για την καταχώρηση της υπό συζήτηση αίτησης. Για σκοπούς ευχερέστερης κατανόησης και παρακολούθησης, στο βαθμό που ενδιαφέρουν για τους σκοπούς της παρούσας, μεταφέρονται συνοπτικά και στην παρούσα.
Ως αναδύεται από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, η τελούσα υπό εκκαθάριση εταιρεία OWH SE iL, που προηγουμένως δραστηριοποιείτο ως πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «VTB Bank (Europe)», συσταθέν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στις 21.11.2024, την Γενική Αίτηση Αρ.15/2024, επιδιώκοντας την αναγνώριση, εγγραφή και εκτέλεση Διαιτητικής Απόφασης που εξασφάλισε στις 25.09.2024, στο πλαίσιο Διαιτησίας που διεξήχθη ενώπιον του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου του Λονδίνου (LCIA), εναντίον των καθ’ ων η αίτηση εταιρειών στην Γενική Αίτηση Αρ.15/2024. Οι τελευταίες συνδέονται με τις Αιτήτριες στην παρούσα, αφού η μία εξ’ αυτών, η καθ’ ης η αίτηση 1 στην Γενική Αίτηση, τυγχάνει αποκλειστική μέτοχος της MIRADORE ENTERPRISES LTD (Αιτήτριας 1), με την τελευταία να αποτελεί μέτοχο σε ποσοστό 50%, της FORUM MUIDER LTD (Αιτήτριας 2). Την ίδια ημέρα, ήτοι στις 21.11.2024, η Αιτήτρια στη Γενική Αίτηση Αρ.15/2024, καταχώρησε μονομερή αίτηση (1η Ενδιάμεση Αίτηση), στο πλαίσιο της οποίας εξασφάλισε μονομερώς, στις 26.11.2024, προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα (1ο Προσωρινό Διάταγμα), με το οποίο απαγορεύεται στην καθ’ ης η αίτηση 1 στην Γενική Αίτηση, μεταξύ άλλων, να μεταφέρει εκτός Κυπριακής Δημοκρατίας, και/ή να αλλοιώσει και/ή διαθέσει και/ή πωλήσει και/ή αποξενώσει και/ή επιβαρύνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο μέχρι του ποσού των €213.770.150,28 συμπεριλαμβανομένων των μετοχών που η καθ’ ης η αίτηση κατέχει στην εταιρεία MIRADORE ENTERPRISES LTD. Οι καθ’ ων η αίτηση στην Γενική Αίτηση Aρ.15/2024 καταχώρησαν Σημείωμα Εμφάνισης υπό διαμαρτυρία, προτιθέμενες να αμφισβητήσουν, τόσο την εναντίον τους απαίτηση όσο και τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Εμφάνιση υπό διαμαρτυρία στη διαδικασία καταχώρησε και η Αιτήτρια 1 στην παρούσα, ενώ στις 22.01.2025, καταχώρησε αίτηση για ασφάλεια εξόδων, διάβημα στο οποίο η Αιτήτρια στη Γενική Αίτηση Αρ.15/2024 καταχώρησε ένσταση. Στις 29.04.2025, οι δικηγόροι των καθ’ ων η αίτηση στην Γενική Αίτηση Αρ.15/2024 και η Αιτήτρια 1 στην παρούσα, έλαβαν άδεια από το Δικαστήριο να καταχωρήσουν αίτηση παραμερισμού της ως άνω Γενικής Αίτησης μέχρι τις 22.05.2025, προθεσμία που εκ συμφώνου παρατάθηκε μέχρι τις 10.09.2025, ημερομηνία που ορίστηκε για Οδηγίες η αίτηση στη βάση της οποίας εκδόθηκε το 1ο Προσωρινό Διάταγμα. Την 01.07.2025, δικηγόρος ενός εκ των δικηγορικών οίκων που εκπροσωπούν τις Αιτήτριες, ευρισκόμενη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αντιλήφθηκε ότι το τελευταίο επιλαμβανόταν αίτησης, μονομερώς προωθούμενης, ημερομηνίας 17.06.2025, (2η Ενδιάμεση Αίτηση) η οποία είχε καταχωρηθεί στο πλαίσιο την Γενικής Αίτησης Αρ.15/2024. Αναφέροντας προς το Δικαστήριο ότι είχε λάβει γνώση της διαδικασίας, ζήτησε από το τελευταίο όπως της επιτραπεί να τοποθετηθεί εκ μέρους των Αιτητριών, με την διαδικασία opposed ex-parte, πριν το Δικαστήριο τυχόν εκδώσει κάποιο διάταγμα. Το κατώτερο Δικαστήριο, αφού άκουσε και τον δικηγόρο των Αιτητών που προωθούσαν την συγκεκριμένη μονομερή αίτηση (2η Ενδιάμεση Αίτηση), αποφάσισε να προσχωρήσει στην εξέταση της χωρίς να ακούσει τους δικηγόρους της άλλης πλευράς. Τελικά, εξέδωσε τα διατάγματα τύπου «chabra» εναντίον των Αιτητριών στην παρούσα, παγοποιώντας τα περιουσιακά τους στοιχεία, νοουμένου ότι η Αιτήτρια στην Γενική Αίτηση θα κατέθετε επιπρόσθετη εγγύηση ύψους €1.000.000 και διέταξε την επίδοση της πιο πάνω 2ης Ενδιάμεσης Αίτησης, αναφορικά με τα υπόλοιπα αιτητικά, δίδοντας οδηγίες για τον τρόπο επίδοσης του εκδοθέντος διατάγματος και της 2ης Ενδιάμεσης Αίτησης και ορίζοντας επιστρεπτέο το διάταγμα. Την ημερομηνία που ορίστηκε για τον πιο πάνω σκοπό, ήτοι στις 09.07.2025, δόθηκαν οδηγίες για καταχώρηση ένστασης, παρατείνοντας παράλληλα τον χρόνο για καταχώρηση αίτησης τροποποίησης του 2ο Ενδιάμεσου Διατάγματος. Το ως άνω, 2ο Ενδιάμεσο Διάταγμα, προβάλλει η πλευρά των Αιτητριών, δεν περιέχει καμία απολύτως πρόνοια που να επιτρέπει σε αυτές να διεξάγουν κανονικά τις εργασίες τους.
Οι Καθ’ ων η αίτηση, στους οποίους επιδόθηκε η δια κλήσεως αίτηση καταχώρησαν ένσταση. Παραπέμποντας γενικότερα στην εξέλιξη των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, αναφερόμενοι ειδικότερα στα ζητήματα για τα οποία δόθηκε άδεια, υποδεικνύουν πως το ζήτημα του κατεπείγοντος και εάν το κατώτερο Δικαστήριο είχε ασχοληθεί ή όχι με αυτό, δεν αποτελεί ζήτημα ρητής διατύπωσης στο πρακτικό της διαδικασίας. Κατά πόσο στοιχειοθετείτε ή όχι η επείγουσα ανάγκη, καταδεικνύεται από τα γεγονότα που τίθενται υπόψη του Δικαστηρίου, το οποίο και αποφασίζει. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, υποστηρίζουν, το ζήτημα του κατεπείγοντος σαφώς και απασχόλησε το κατώτερο Δικαστήριο. Το τελευταίο, εξετάζοντας όσα τέθηκαν υπόψη του, όπως και το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, έκρινε ότι ικανοποιείτο το στοιχείο του κατεπείγοντος και ότι δικαιολογείτο η έκδοση του διατάγματος ημερομηνίας 01.07.2025, μονομερώς. Το ζήτημα του κατεπείγοντος, σημειώνουν, δεν διασυνδέθηκε αποκλειστικά με τη σκοπούμενη μετεγκατάσταση της Αιτήτριας 2 στο Καζακστάν, όπως παραπλανητικά ισχυρίστηκαν οι Αιτήτριες, αλλά με πληθώρα άλλων ενεργειών της πλευράς τους, εντασσόμενων σε ένα πολυσχιδές και ενορχηστρωμένο σχέδιο, ως αποκαλύπτεται τούτο από διάφορες αποφάσεις και συμπεριφορές στις οποίες παραπέμπουν, που σκοπό είχαν την περαιτέρω διασπορά και διάθεση περιουσιακών στοιχείων προς καταστρατήγηση του 1ου προσωρινού Διατάγματος, ημερομηνίας 26.11.2024. Τα πιο άνω, καταλήγουν, συνολικά θεωρούμενα, δικαιολογούσαν την επείγουσα φύση της 2ης ενδιάμεσης αίτησης, ημερομηνίας 17.06.2025 και συνδέονταν με την ανάγκη άμεσης έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων. Όσον αφορά τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς για παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και την καταστρατήγηση τους, υποστηρίζουν ότι η ύπαρξη του 1ου προσωρινού Διατάγματος, ημερομηνίας 26.11.2024, δεν σήμαινε, εκ προοιμίου, πως το κατώτερο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει μονομερώς σχετική αίτηση και να εκδώσει νέο διάταγμα. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, υποστηρίζουν, καμία παραβίαση ή καταστρατήγηση της φυσικής δικαιοσύνης υπήρξε. Το κατώτερο Δικαστήριο, σταθμίζοντας τα γεγονότα που είχε ενώπιον του, έκρινε ότι το διάταγμα ημερομηνίας 01.07.2025, θα έπρεπε να εκδοθεί μονομερώς, ασκώντας στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας, τη σχετική εξουσία που του παρέχεται εκ του νόμου. Εν πάση περίπτωση, καταλήγουν, δεν υπάρχουν οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την έκδοση του αιτούμενου εντάλματος Certiorari, με δεδομένη και αδιαμφισβήτητη την ύπαρξη αποτελεσματικής, εναλλακτικής θεραπείας.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, με τις αγορεύσεις τους, τις οποίες προνόησαν να καταγράψουν και να θέσουν υπόψη του Δικαστηρίου υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους. Στο βαθμό δε που έκριναν αναγκαίο, έπραξαν τούτο και δια ζώσης κατά το στάδιο της ακρόασης της αίτησης, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία.
Έχω διεξέλθει με προσοχή το σύνολο όσων έχουν τεθεί υπόψη μου μέσω της αίτησης, της ένστασης και των ενόρκων δηλώσεων που τη συνοδεύουν, ως επίσης τις τοποθετήσεις και εισηγήσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων για τα ζητήματα που απασχολούν στην παρούσα.
Ως κατ’ επανάληψη έχει διακηρυχθεί η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, δεν έχει ως αντικείμενο την ορθότητα των αποφάσεων κατώτερων Δικαστηρίων, ούτε τον τρόπο άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας. Θεραπεία ως η επιζητούμενη στην παρούσα, παρέχεται στις περιπτώσεις που από το πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου διαφαίνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη ή μη τήρηση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Αποτελεί δικαιοδοσία που ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ, χωρίς να συνιστά υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας και μέσο για τον έλεγχο των αποφάσεων των κατώτερων Δικαστηρίων. Ούτε μπορεί να αφεθεί να χρησιμοποιηθεί ως έφεση υπό μεταμφίεση. Ό,τι ενδιαφέρει, είναι η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών, ή σύννομη δηλαδή άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου (βλ. σύγγραμμα Πέτρου Αρτέμη, «Προνομιακά Εντάλματα Αρχές και Υποθέσεις», σελ. 109 κ.επ., Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003)1 Α.Α.Δ. 1298, Perrella (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692 και Ευδόκας (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018).
Στρέφοντας κατά προτεραιότητα την προσοχή στο ζήτημα του κατεπείγοντος, ως δικαιοδοτικού όρου και προϋπόθεσης για την άσκηση δικαστικής εξουσίας στην απουσία ενός διαδίκου, εντοπίζεται πράγματι πως το κατώτερο Δικαστήριο, στο καταληκτικό μέρος της τοποθέτησης του, ενώ αναφέρεται στην αναγκαιότητα να το απασχολήσει το ζήτημα του κατεπείγοντος, στη συνέχεια επικεντρώνεται στη συνδρομή ή μη των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος, όπως αυτές παρατίθενται στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/1960. Ωστόσο, στην υπό συζήτηση περίπτωση, το ζήτημα δεν θα πρέπει να προσεγγίζεται απομονωμένο από την εξέλιξη της διαδικασίας κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ως προκύπτει από τα πρακτικά της διαδικασίας, ημερομηνίας 01.07.2025, το κατώτερο Δικαστήριο, πριν διακόψει την ex-tempore απόφαση του επί του αιτήματος (ενόψει της εμφάνισης στη διαδικασία δικηγόρου που εκπροσωπούσε την πλευρά των Αιτήτριων, η οποία και υπέβαλε αίτημα όπως της επιτραπεί να εμφανιστεί στη διαδικασία, το οποίο τελικά απορρίφθηκε), αναφέρεται και παραπέμπει σε διάφορα γεγονός και στην εξέλιξή τους, τα οποία τέθηκαν υπόψη του, όπως η στέρηση ή μη είσπραξη μερίσματος από την εκεί εναγόμενη 1 εταιρεία σε εταιρεία στην οποία ήλεγχε, η παραίτηση από την είσπραξη δανείων από θυγατρική της εταιρεία, η αλλαγή των διευθυντών της εταιρείας MIRADORE ENTERPRISES LTD και γενικότερα η διασπορά περιουσιακών στοιχείων με κίνδυνο εκμηδενισμού της αξίας των μετοχών που η τελευταία κατείχε, χωρίς να περιορίζεται στην μετεγκατάσταση της Αιτήτριας 2 στο Καζακστάν, για να αποφασίσει τελικά να προχωρήσει στην εξέταση της αίτησης, «χωρίς να ακούσω την άλλη πλευρά με κάποια διαφοροποίηση ως προ την έγκριση του αιτήματος αναφορικά με την καταστολή συμπεριφοράς που έχει μεγάλη πιθανότητα να έχει αντίκτυπο στην αξία των περιουσιακών στοιχείων που ελέγχονται και έχουν ως τελικό δικαιούχο την εταιρεία Miradore».
Παρά την παράληψη ρητής καταγραφής του γεγονότος ότι το κατώτερο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι συντρέχει το στοιχείο του κατεπείγοντος, είναι προφανές, από το σύνολο όσων καταγράφονται στα πρακτικά της διαδικασίας, ημερομηνίας 01.07.2025, ότι το ζήτημα του κατεπείγοντος απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο και έκρινε ότι συντρέχει, πριν επικεντρωθεί στο κατά πόσο πληρούντο οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/1960. Ως με ευκολία διακρίνεται, ο άμεσος ως έκρινε κίνδυνος διασποράς και διάθεσης περιουσιακών στοιχείων, δικαιολογούσε την επείγουσα παρέμβαση του, με την παραχώρηση, μονομερώς, μέρους μόνο των αιτούμενων διαταγμάτων, ενώ για τα υπόλοιπα αιτούμενα διατάγματα και θεραπείες διέταξε την επίδοση της αίτησης.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η ύπαρξη ενός προηγούμενου προσωρινού διατάγματος, δεν εμποδίζει το Δικαστήριο, στην κατάλληλη περίπτωση να εκδώσει, μονομερώς, ένα νέο τέτοιο διάταγμα στη βάση νέων γεγονότων. Ως χαρακτηριστικά σημειώθηκε στην απόφαση Αναφορικά με την Αίτηση των DMITRY IVANOV κ.α., Πολ. Έφ. Αρ. 25/2024, 04.12.2024:
« … Η ύπαρξη του προηγούμενου διατάγματος δεν σημαίνει εκ προοιμίου ότι δεν θα είχε δικαιοδοσία το Δικαστήριο να εξετάσει και να εκδώσει μονομερώς διάταγμα στη βάση νέων γεγονότων. Με βάση τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του, οι Εφεσείοντες καταστρατηγούσαν το προηγουμένως εκδοθέν δικαστικό διάταγμα με την κατ΄ ισχυρισμόν αποξένωση περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας. Ως γνωστό το κατεπείγον ενός διατάγματος συναρτάται προς την αμεσότητα του κινδύνου, στην αποτροπή του οποίου αυτό αποσκοπεί. Εν προκειμένω, με βάση τα γεγονότα που τέθηκαν, υπήρξε αποξένωση περιουσιακών στοιχείων της Εταιρείας, με αποτέλεσμα να καταστρατηγείται το προηγουμένως εκδοθέν διάταγμα, κάτι που, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο «δικαιολογούσαν το κατώτερο Δικαστήριο να εξετάσει τις προϋποθέσεις έκδοσης του αιτούμενου προσωρινού διατάγματος στην απουσία της άλλης πλευράς».»
Γεγονός παραμένει ότι η νομολογία, κατ’ επανάληψη έχει σημειώσει τα προβλήματα που ενίοτε δημιουργούνται σε μια διαδικασία, απολήγοντας πολλές φορές να επηρεάζουν δικαιώματα διαδίκων που εμφανίζονται σε αυτή, όταν ακολουθείται με ευκολία η πρακτική της έκδοσης, ex-parte, προσωρινών διαταγμάτων. Ειδικότερα στις περιπτώσεις που υπάρχει ενεργός εμπλοκή και συμμετοχή των αντιδίκων στη διαδικασία. (Αμβροσιάδου v. Coward (2013) 1 (Α) Α.Α.Δ. 78 και Zhiganov κ.α. (αρ.5) (2013) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2564). Η πιο πάνω επισήμανση, ωστόσο, δεν δημιουργεί κανόνα, ούτε, βεβαίως, επηρεάζει την δυνατότητα και ενίοτε την αναγκαιότητα έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων. Η σπουδαιότητα άλλωστε της δυνατότητας του Δικαστηρίου προς τούτο, παραμένει διαχρονικά αδιαμφησβήτητη στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Η κάθε περίπτωση θα πρέπει να κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών.
Στην υπό συζήτηση περίπτωση, τέθηκαν υπόψη του κατώτερου Δικαστηρίου στοιχεία και γεγονότα, τα οποία, ως το ίδιο έκρινε, κινούμενο πάντα εντός της δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας του, επέτρεπαν και δικαιολογούσαν την έκδοση 2ου προσωρινού Διατάγματος, μονομερώς, ουσιαστικά προς υποστήριξη του 1ου προσωρινού Διατάγματος, με σκοπό την παρεμπόδιση της αποξένωσης, διασποράς και διάθεσης περιουσιακών στοιχείων, κατά τρόπο που θα καθιστούσε τόσο το 1ο Διάταγμα όσο και τη Γενική Αίτηση Αρ.15/2024, άνευ αντικειμένου. Υπό τις περιστάσεις, δεν φαίνεται να δικαιολογείται η αιτούμενη παρέμβαση του Δικαστηρίου, κατ’ επίκληση της Προνομιακής του Δικαιοδοσίας.
Παρά τις ως άνω επισημάνσεις και κατάληξη του Δικαστηρίου, οι οποίες σφραγίζουν την τύχη της υπό συζήτηση αίτησης, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως εν πάση περίπτωση, τα όποια ζητήματα οι Αιτητές επιχειρούν να προβάλουν κατά της έκδοσης του εκκαλούμενου διατάγματος, φαίνεται να μπορούν να προβληθούν μέσω άλλων, εναλλακτικών ένδικων μέσων θεραπείας. Παρέχεται στην πλευρά τους η δυνατότητα, στο πλαίσιο της τρέχουσας ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου διαδικασίας, να καταχωρίσουν σχετική ένσταση, ενώ παράλληλα, αλώβητο παραμένει το δικαίωμα τους, στην περίπτωση που το εκκαλούμενο διάταγμα οριστικοποιηθεί, τα όποια ζητήματα επικαλούνται να κριθούν στο πλαίσιο Έφεσης. Ως σημειώθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Tricor Ltd, Πολ. Έφ.117/20, ημερομηνίας 07.04.2024:
«Ευθυγραμμισμένη νομολογία επιβεβαιώνει ότι, όπου υπάρχει διαθέσιμο άλλο ένδικο μέσο, δεν είναι επιτρεπτή η παραχώρηση προνομιακού εντάλματος, εκτός εάν προηγηθεί διαπίστωση ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί ότι η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν λειτουργεί ως υποκατάστατο της έφεσης ή άλλων ένδικων μέσων, ούτε είναι λόγος χρησιμοποίησης της εφεδρείας της δικαιοδοσίας αυτής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο τυχόν σημαντικός χρόνος που απαιτείται για διεκπεραίωση εναλλακτικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένης της έφεσης. (Χρίστου (2011) 1 ΑΑΔ 2085).
Ως η πάγια νομολογία διακηρύσσει, στην περίπτωση που προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, μπορεί να παραχωρηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, μόνο αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, ζήτημα που κρίνεται πάντοτε με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Lucan Invest Ltd κ.α. (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ 1904 και Αναφορικά με την Αίτηση της ACP Trαding I LLC, Πολ. Έφ. 8/2024, ημερομηνίας 02.07.2024). Στην υπό συζήτηση περίπτωση, δεν εντοπίζονται τέτοιες, εξαιρετικές περιστάσεις. Η μη ύπαρξη τους, στην ουσία συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης, παρά την παραχώρηση άδειας για την καταχώρηση της (Base Metal Trading ltd v. Fastact Developments Ltd κ.α. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535).
Συνακόλουθα, η Αίτηση απορρίπτεται.
Τα έξοδα της διαδικασίας, θα επιβαρυνθεί η πλευρά των Αιτητριών, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο προς τούτο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο