ΝΤΙΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ v. ΠΑΡΑΔΕΙΣΙΩΤΗΣ ΠΩΛΗΣΕΙΣ ΛΙΜΙΤΕΔ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 214/2017, 21/10/2025
print
Τίτλος:
ΝΤΙΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ v. ΠΑΡΑΔΕΙΣΙΩΤΗΣ ΠΩΛΗΣΕΙΣ ΛΙΜΙΤΕΔ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 214/2017, 21/10/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 214/2017)

 

21 Οκτωβρίου, 2025

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,  ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

ΝΤΙΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Εφεσείων

ν.

 

ΠΑΡΑΔΕΙΣΙΩΤΗΣ ΠΩΛΗΣΕΙΣ ΛΙΜΙΤΕΔ

Eφεσίβλητης

_________________________

Ε. Νικολάου (κα), για C. Hadjicosti LLC, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Αποστολίδου (κα), για Κώστας Τσιρίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

_________________________

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και   θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

_________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:-  Ο εφεσείων υπήρξε εργοδοτούμενος της εφεσίβλητης, ασκώντας καθήκοντα πωλητή/διανομέα σφαγμένων κοτόπουλων. Στις 3.4.2009 και καθ΄ ον χρόνο εκτελούσε τα πιο πάνω καθήκοντα του σε χώρο υπεραγοράς στο Ζακάκι της επαρχίας Λεμεσού, τραυματίστηκε στο αριστερό πόδι. Για τον τραυματισμό του θεώρησε πως είχε ευθύνη η εργοδότρια-εφεσίβλητη, και στις 18.10.2011 κατέθεσε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αγωγή εναντίον της, αξιώνοντας αποζημιώσεις για γενικές και ειδικές ζημιές, που κατ΄ ισχυρισμόν υπέστη.

 

Η ευθύνη δεν θα μας απασχολήσει αφού πριν από την έναρξη της ακρόασης της αγωγής, συμφωνήθηκε η κατανομή αυτής. Συγκεκριμένα, δηλώθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η εφεσίβλητη είχε ευθύνη σε ποσοστό 70% και ο εφεσείων σε ποσοστό 30%.  Συμφωνήθηκε επίσης πως ο εφεσείων κατά τον χρόνο του δυστυχήματος ήταν ηλικίας 50 ετών, ενώ συμφωνήθηκαν και κάποια άλλα γεγονότα στα οποία θα κάνουμε αναφορά όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο, και τα οποία αφορούσαν κυρίως στον μισθό του εφεσείοντα και σε επίδομα ασθενείας που αυτός εισέπραξε από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο στη συνέχεια επέστρεψε στην εφεσίβλητη.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία μαρτυρία έδωσε ο εφεσείων (Μ.Ε.1) ενώ εκ μέρους του κατέθεσε ο Φίλιππος Συμιλλίδης, χειρουργός ορθοπεδικός (Μ.Ε.2). Εκ μέρους της εφεσίβλητης κατέθεσε ο Κώστας Χριστοδουλάκης, επίσης χειρουργός ορθοπεδικός (Μ.Υ.1), και η Άντρη Παραδεισιώτου, υπεύθυνη στο Τμήμα Μισθοδοσίας της εφεσίβλητης (Μ.Υ.2).      

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε σε γενικές γραμμές την προσαχθείσα μαρτυρία, προχώρησε σε αξιολόγηση αυτής. Πριν από την αξιολόγηση της μαρτυρίας, καθοδηγήθηκε ορθά από τη νομολογία, στην οποία και παρέπεμψε, σημειώνοντας τα ακόλουθα:

 

«Παρακολούθησα με την επιβαλλόμενη προσοχή όλους τους μάρτυρες να καταθέτουν ενόρκως στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης. Θα πρέπει να τονίσω ότι η αξιολόγησή τους δεν περιορίστηκε στην εντύπωση που άφησαν από το εδώλιο του μάρτυρα, αλλά επεκτάθηκε στην  ουσία της εκδοχής τους, την οποία αντιπαρέβαλα με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό που υπάρχει ενώπιόν μου.»           

 

Απέρριψε, για λόγους που κατέγραψε, τη μαρτυρία του ιατρού που ο εφεσείων κάλεσε, ενώ απεδέχθη για λόγους που επίσης κατέγραψε, τη μαρτυρία του ιατρού που κάλεσε η εφεσίβλητη. Αξιολογώντας τη μαρτυρία του εφεσείοντα, σημείωσε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

«Ο ενάγοντας δεν άφησε την καλύτερη εντύπωση στο Δικαστήριο. Αυτό το οποίο έχω διακρίνει μέσα από τη μαρτυρία του ήταν μια στοχευμένη προσπάθεια να εκμεταλλευτεί το κτύπημα που δέχθηκε κατά το επίδικο ατύχημα και να αποδώσει σ΄ αυτό τα κατάλοιπα των προϋπαρχουσών στο αριστερό γόνατό του οστεροαρθριτικών αλλοιώσεων οι οποίες καμιά σχέση είχαν με αυτό».

 

 

 Σε άλλο μέρος της απόφασης του, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα ακόλουθα σε σχέση με τον πόνο που ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι ένιωσε μετά το κτύπημα:

 

«… αποδέχομαι ότι το κτύπημα που δέχθηκε του προκάλεσε πόνο στο αριστερό γόνατο, όχι όμως στην έκταση που ο ίδιος προσπάθησε να παρουσιάσει. Όσον αφορά τον πόνο τον οποίο ένιωσε από το κτύπημα, έχω να παρατηρήσω ότι η μαρτυρία του υπήρξε διιστάμενη. Ενώ στη γραπτή του δήλωση - τεκμήριο 1 - η οποία αποτέλεσε μέρος της κύριας εξέτασής του αναφέρει ότι ένιωσε έντονο και οξύ πόνο, ο οποίος ήταν χειρότερος με το λύγισμα του ποδιού του, κατά την αντεξέτασή του μετέβαλε τη θέση ισχυριζόμενος ότι δεν ένιωθε τόσο δυνατό πόνο, γι΄ αυτό συνέχισε τη διανομή των παραγγελιών.»

 

 

Εν κατακλείδι, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη του τη φύση του συγκεκριμένου τραυματισμού του εφεσείοντα, τον πόνο και την ταλαιπωρία που αυτός υπέστη, καθώς και το «μέγιστο χρονικό διάστημα που θα απαιτείτο για την πλήρη αποθεραπεία του, το οποίο ο Μ.Υ.1 καθόρισε στις 8 εβδομάδες», βρήκε πως το ποσό των €5.000 συνιστούσε δίκαιη και λογική αποζημίωση. Στη βάση της συμφωνηθείσας συντρέχουσας αμέλειας, επεδίκασε προς όφελος του εφεσείοντα το ποσό των €3.500, πλέον τόκους, πλέον έξοδα. Για λόγους που κατέγραψε, βρήκε πως ο εφεσείων δεν απέδειξε ειδικές ζημιές που να σχετίζονται με τον συγκεκριμένο τραυματισμό του.

 

  Ο εφεσείων δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πρωτόδικη απόφαση, εξού και η καταχώριση της υπό εκδίκαση έφεσης. Οι λόγοι έφεσης αρχικά ήταν δέκα. Στην πορεία αποσύρθηκαν οι λόγοι έφεσης 1, 3, 5 και 10.

 

Ξεκινούμε από τον δεύτερο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο  «Λανθασμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.2 βρίσκεται εκτός του δικογραφημένου στην Έκθεση Απαίτησης πλαισίου».

 

Πρόκειται για τη μαρτυρία του χειρουργού ορθοπεδικού, Φίλιππου Συμιλλίδη. Πράγματι το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε πως η μαρτυρία του εν λόγω ιατρού ότι ο εφεσείων είχε υποστεί «τραυματική κάκωση στο αριστερό γόνατο, η οποία επιβάρυνε την κατάσταση του έσω διαμερίσματος του γόνατος, στο οποίο παρουσιάζονταν οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις, οι οποίες δεν είχαν σχέση με τον τραυματισμό του στο επίδικο ατύχημα», ήταν εκτός του δικογραφημένου πλαισίου. Όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο, ανεξάρτητα από την πιο πάνω κατάληξη του προχώρησε και εξέτασε την εν λόγω ιατρική μαρτυρία, την οποία απέρριψε ως «αυθαίρετη» για λόγους που παρέθεσε.              Η απόρριψη της εν λόγω ιατρικής μαρτυρίας δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης. Για ό,τι αξίζει, να σημειώσουμε πως με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο οποίος απεσύρθη, ο εφεσείων προσέβαλλε ως λανθασμένο τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία τόσο του ιατρού που κατέθεσε εκ μέρους του όσο και του ιατρού που κατέθεσε εκ μέρους της εφεσίβλητης. 

 

Υπό το φως των πιο πάνω, ο δεύτερος λόγος κρίνεται αλυσιτελής και απορρίπτεται.

 

Με τον έκτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων παραπονείται για τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη δική του μαρτυρία. Είναι η θέση του ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του «είναι αδόκιμη και η απόρριψη της είναι εντελώς αυθαίρετη και στερείται της απαιτούμενης ή/και οποιασδήποτε αιτιολογίας».

 

Ως γνωστό, το βάρος απόδειξης εσφαλμένης αξιολόγησης μαρτυρίας, βρίσκεται στους ώμους αυτού που προσβάλλει τα ευρήματα αξιοπιστίας, εν προκειμένω του εφεσείοντα. Επαναλάβουμε, ότι είναι τα πρωτόδικα Δικαστήρια που βλέπουν, ακούουν και παρακολουθούν τους μάρτυρες ενόσω αυτοί καταθέτουν, εξού και ομιλούμε για ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αυτό που βλέπει είναι μόνο τη μαρτυρία τους καταγεγραμμένη στα πρακτικά που έχουν τηρηθεί.

 

Με τον προσήκοντα σεβασμό, δεν διαπιστώνουμε να υπάρχει οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία έξω από το καθιερωμένο πλαίσιο και τη νομολογία μας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας παρακολουθήσει όλους τους μάρτυρες, και αφού έθεσε ενώπιον του και το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό, βρήκε πως ο εφεσείων δεν ήταν μάρτυρας αληθείας. Δεν έχουμε πεισθεί ότι αυθαίρετα ή λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του (Μαυρίδης ν. Dharaghji κ.ά. (1990)1 Α.Α.Δ. 1013). Έπεται ότι ο εφεσείων δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης της εσφαλμένης αξιολόγησης.

 

Ο έκτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.   

 

Με τον έβδομο λόγο έφεσης, ο εφεσείων διατείνεται ότι «Λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η μαρτυρία της ΜΥ2 κατ΄ ουσίαν έμεινε αδιαμφισβήτητη και λανθασμένα επίσης παρέλειψε να σχολιάσει την πρώτη μείωση που έγινε στον μισθό του Ενάγοντα». 

 

Σημειώνουμε ευθύς εξ αρχής πως με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης, δεν φαίνεται να προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η Μ.Υ.2 ήταν μάρτυρας αληθείας. Η μαρτυρία της Μ.Υ.2, ότι το 2013 υπήρξε μείωση στον μηνιαίο μισθό του εφεσείοντα από €1.300 σε €1.170 λόγω μείωσης του κύκλου εργασιών της εφεσίβλητης και λόγω του κουρέματος που προηγήθηκε, δεν αμφισβητήθηκε. Δικαιολογημένα λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε στην απόφαση του ότι η μαρτυρία της Μ.Υ.2 «κατ΄ ουσίαν παρέμεινε αδιαμφισβήτητη». Αναφορικά με το παράπονο του εφεσείοντα, που αφορά σε προηγούμενη μείωση στον μισθό του, η μάρτυρας δεν γνώριζε οτιδήποτε, αφού ως η ίδια ανέφερε, «είχα εντολές να αλλάξω την μισθοδοσία το 2013. Δεν γνωρίζω ακριβώς τα καθήκοντα του διότι όπως σας είπα είμαι στο Τμήμα Μισθοδοσίας. Δεν είμαι στο Τμήμα Προσωπικού».  Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αντεξετάζοντας την εν λόγω μάρτυρα, ουδέποτε αμφισβήτησε πως αυτή δεν γνώριζε οτιδήποτε για την προηγούμενη μείωση στο μισθό και για τα καθήκοντα του εφεσείοντα. Συνεπώς, η θέση του εφεσείοντα στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης, ότι «Η Μ.Υ.2 προσπάθησε με τη μαρτυρία της να θολώσει τα νερά», κρίνεται ατυχής. Εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε και την προηγούμενη μείωση στον μισθό του εφεσείοντα, καταγράφοντας στη σελ. 24 της απόφασης του, ότι «η οποιαδήποτε ανικανότητα του ενάγοντα να εκτελέσει τα προ της οστεοτομίας, στην οποία υπεβλήθη, καθήκοντά του και η συνεπεία της ως άνω ανικανότητας μείωση του μηνιαίου μισθού του δεν έχει σχέση με το κτύπημα που δέχθηκε από το επίδικο ατύχημα».  

 

Και ο έβδομος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης γίνεται μία γενική αναφορά ότι:

«…το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας την ενώπιον του ιατρική μαρτυρία καταλήγει σε αντιφατικά συμπεράσματα». Στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης καταγράφεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «στο τέλος της σελίδας 16 της απόφασης του λέει τα ακόλουθα: “Αντίθετα, αποδέχομαι την γνώμη Μ.Υ.1 ότι ο πόνος που ένιωθε ο “Ενάγοντας” οφείλετο μεν στο κτύπημα το οποίο δέχθηκε από το επίδικο ατύχημα, αλλά δεν είχε οποιαδήποτε σχέση ή συνάδει με τις οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις που προϋπήρχαν στο έσω διαμέρισμα του αριστερού γόνατος”. Λίγο πιο κάτω στην απόφαση του και συγκεκριμένα  στην πρώτη παράγραφο της σελίδας 17 το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει: «Αντίθετα, καταλήγω ότι η εγχείρηση οστεοτομίας “συνδέετο” αποκλειστικά με τις οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις οι οποίες προϋπήρχαν του επίδικου ατυχήματος”»

 

    

 

Με τον προσήκοντα σεβασμό, διαφωνούμε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία του ιατρού Μ.Υ.1, κατέγραψε στη σελ. 16 της απόφασης του ότι «από το κτύπημα που δέχθηκε ο ενάγων» δεν προκλήθηκε κάκωση ή οίδημα σε οστό. Κατ΄ επέκταση, βρήκε ότι ο πόνος που ένιωσε ο εφεσείων οφείλετο μεν στο κτύπημα, αλλά δεν είχε σχέση ή σύνδεση με τις οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις που προϋπήρχαν στο έσω διαμέρισμα του αριστερού του γόνατος. Στη σελ. 17 της απόφασης του κατέγραψε ότι η εγχείρηση οστεοτομίας, στην οποία υπεβλήθη ο εφεσείων, συνδεόταν αποκλειστικά με τις οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις οι οποίες προϋπήρχαν του επίδικου δυστυχήματος. Με άλλα λόγια, το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι η εγχείρηση ήταν ασύνδετη με τον επίδικο τραυματισμό του εφεσείοντα, ο οποίος δεν του προκάλεσε κάκωση ή οίδημα στο οστό. Όλα τα πιο πάνω ευρήματα του δικαιολογούνται πλήρως από την ιατρική μαρτυρία που έκρινε αξιόπιστη και δεν διαπιστώνουμε αντιφατικά συμπεράσματα στη βάση της ιατρικής μαρτυρίας που το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη.

 

Και ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Με τον όγδοο λόγο έφεσης φαίνεται να προσβάλλεται ως «έκδηλα χαμηλό και άδικο» το ποσό των €5.000 που καθορίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως γενικές αποζημιώσεις. Η θέση του εφεσείοντα δεν είναι ότι το εν λόγω ποσό στη βάση των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι έκδηλα ανεπαρκές, αλλά κατά τον ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο «επέλεξε να αποδεχθεί άλλα σενάρια, απομακρυσμένα από τα γεγονότα αυτά, που δεν συνάδουν με την φυσική πορεία των πραγμάτων και την κοινή λογική». (Μέρος από την αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης).

 

Όμως, επαναλαμβάνουμε, τα ευρήματα γεγονότων στα οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο, δικαιολογούνται πλήρως από τη μαρτυρία που έκρινε αξιόπιστη. Και τα εν λόγω ευρήματα δεν ομιλούν για μόνιμα κατάλοιπα/βλάβες και ανικανότητα εργασίας, συνεπεία του επίδικου τραυματισμού, ως ο εφεσείων διατείνεται προς υποστήριξη της θέσης του ότι το καθορισθέν ποσό των €5.000 είναι «έκδηλα χαμηλό και άδικο».

 

Και ο όγδοος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Ο εναπομείναν λόγος έφεσης (ένατος) έχει ως εξής:

 

«Λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Ενάγων όφειλε να δικογραφήσει την απαίτηση του για το επίδομα ασθενείας που έλαβε από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπως λανθασμένα επίσης αποφάσισε ότι ο Ενάγων εγκατέλειψε αυτό το Δικαίωμα».

 

 

 

Με την Έκθεση Απαίτησης ο εφεσείων είχε αξιώσει το ποσό των €35.200 «ως απώλεια ημερομισθίων από την 3.4.2009 μέχρι την 31.7.2010». Κατά την ακροαματική διαδικασία,                        ο ευπαίδευτος συνήγορος του δήλωσε ότι η εν λόγω αξίωση εγκαταλείπεται αφού, ως ανέφερε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είχαν καταβληθεί στον εφεσείοντα οι μισθοί του «για ολόκληρο το διάστημα που απουσίαζε από την εργασία του». Στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε ότι «το ποσό των €8.310 το οποίο έλαβε ο ενάγοντας ως επίδομα ασθενείας από το Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και κατέβαλε στην εναγομένη θα πρέπει να του επιστραφεί». Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαφωνώντας με την πιο πάνω εισήγηση σημείωσε τα ακόλουθα:

 

«Αυτό το οποίο έχω να αναφέρω, σε απάντηση της ως άνω θέσης του κ. Χ”Κωστή, είναι ότι στην έκθεση απαίτησης  δεν υπάρχει ανάλογη αξίωση. Ούτε καν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο ποσό το οποίο εισέπραξε ο ενάγοντας από το Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Επιπρόσθετα, από τη στιγμή που η ως άνω αξίωση του ενάγοντα εγκαταλείφθηκε με τη δήλωση του κ. Χ”Κωστή, δηλώνοντας ρητά, μάλιστα, ότι το κονδύλι αυτό καλύπτεται από τη δήλωση παραδεκτών γεγονότων, θεωρώ ότι το ζήτημα έχει λήξει».   

 

 

 

Ως γνωστό, στις αστικές υποθέσεις τα δικόγραφα καθορίζουν τα επίδικα θέματα και τις παραμέτρους της δίκης (Σάββας Αψερός ν. Νονταρι Παρασκευόπουλος, Πολ. Έφεση 17/2015, ημερ. 29.3.2023, ECLI:CY:AD:2023:A114). 

 

Η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι απόλυτα ορθή. Αν εμείς θα πρέπει να προσθέσουμε κάτι, είναι ότι ουδέποτε είχαν δικογραφηθεί οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες ο εφεσείων κατέβαλε στην εφεσίβλητη το πιο πάνω ποσό, για να δοθεί έτσι η δυνατότητα στην τελευταία να προβάλει τη δική της  θέση στο δικόγραφο Υπεράσπισης.

 

Και ο ένατος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται ως ορθή.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.

 

 

 

                                                      Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

                                                                        Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                                            Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο