ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
i-justice
Αρ. Αίτησης 218/2025
29 Οκτωβρίου 2025
[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ D.Y.Z., ΜΕ ΑΡ. ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ [ ], ΑΠΟ ΤΟ ISRAEL, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 12/08/2025 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΤ.[ ] ΧΡΥΣΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΤΟΥ ΤΑΕ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 8(1)(β), 8(2) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ 97/70 ΚΑΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 12(2)(α) ΚΑΙ 16(1)(2) ΚΑΙ (3) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ (ΚΥΡΩΤΙΚΟΥ) ΝΟΜΟΥ 95/1970.
Α. Ανδρέου και Δ. Τσολακίδης, για Δημήτρης Τσολακίδης Δ.Ε.Π.Ε., Βίκτωρ Φ. Ακάμας Δ.Ε.Π.Ε. και Ανδρέας Ε. Ανδρέου, για τον Αιτητή.
Σ. Ερωτοκρίτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: O Αιτητής ζητά την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari που να ακυρώνει το προσωρινό ένταλμα σύλληψης του ημερ.12.8.2025, που εκδόθηκε από Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στη βάση ότι εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας και πλάνη ως προς το νόμο, χωρίς να είχαν προσκομιστεί τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία, που θα δικαιολογούσαν την έκδοση του.
Η ενημέρωση που είχε το Δικαστήριο, κατά το στάδιο της άδειας,[1] ήταν ότι εκκρεμούσε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας η Αίτηση Έκδοσης Φυγοδίκου Αρ.3/2025. Ήταν ορισμένη στις 18.9.2025, εν αναμονή της εξουσιοδότησης του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης για την έναρξη της διαδικασίας της εκδόσεως. Ο Αιτητής, εκζητούμενος, βρισκόταν υπό κράτηση, όχι όμως δυνάμει του υπό έλεγχο προσωρινού εντάλματος σύλληψης του, αλλά δυνάμει διατάγματος του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ημερ.29.8.2025. Η νέα ενημέρωση είναι ότι στις 18.9.2025 καταχωρίστηκε στο Δικαστήριο η εξουσιοδότηση του Υπουργού και προφανώς η διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη.
Αιτήτρια χώρα είναι το Ισραήλ και εφαρμογή έχουν οι περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικοί) Νόμοι του 1970 και 2025, Ν.95/1970 όπως τροποποιήθηκε και οι περί Εκδόσεως Φυγoδίκωv Νόμοι τoυ 1970 και 1990, Ν.97/1970 όπως τροποποιήθηκε.
Το άρθρο 8 του Ν.97/1970 προνοεί ότι:
«(1) Δύvαται vα εκδoθή έvταλμα συλλήψεως πρoσώπoυ διωκoμέvoυ δι' αδίκημα, δι' o δύvαται vα χωρήση έκδoσις, ή πρoσώπoυ καταζητoυμέvoυ πρoς έκτισιv πoιvής επιβληθείσης αυτώ μετά καταδίκηv αυτoύ διά τoιoύτov αδίκημα-
(α) άμα τη λήψει εξoυσιoδoτήσεως διά τηv έvαρξιv της διαδικασίας της εκδόσεως υπό δικαστoύ τoυ Επαρχιακoύ Δικαστηρίoυ, εv τη δικαιoδoσία τoυ oπoίoυ ευρίσκεται ή πιστεύεται ότι ευρίσκεται τo ως άvω πρόσωπov·
(β) άvευ τoιαύτης εξoυσιoδoτήσεως, υπό τoυ Πρoέδρoυ τoιoύτoυ Επαρχιακoύ Δικαστηρίoυ, άμα ως ήθελε ληφθή καταγγελία ότι τo ως είρηται πρόσωπov ευρίσκεται εv τη Δημoκρατία ή πιστεύεται ότι ευρίσκεται εv τη Δημoκρατία ή καθ' oδόv πρoς τηv Δημoκρατίαv, έvταλμα δε εκδoθέv δυvάμει της παραγράφoυ (β) αvωτέρω, εv τω παρόvτι Νόμω αvαφέρεται ως πρoσωριvόv έvταλμα.
(2) Δύvαται vα εκδoθή έvταλμα συλλήψεως δυvάμει τoυ παρόvτoς άρθρoυ επί τη πρoσκoμίσει τoιoύτωv απoδεικτικώv στoιχείωv, ως κατά τηv κρίσιv τoυ δικαστoύ ή τoυ Πρoέδρoυ τoυ Επαρχιακoύ Δικαστηρίoυ, θα εδικαιoλόγoυv τηv έκδoσιv εvτάλματoς συλλήψεως πρoσώπoυ διωκoμέvoυ διά τηv διάπραξιv αvαλόγoυ αδικήματoς ή, αvαλόγως της περιπτώσεως, πρoσώπoυ καταζητoυμέvoυ δι' έκτισιv πoιvής, μετά καταδίκηv αυτoύ δι' αδίκημα τι, εvτός της δικαιoδoσίας τoυ δικαστoύ ή τoυ Πρoέδρoυ τoυ Επαρχιακoύ Δικαστηρίoυ».
Το ένταλμα σύλληψης του Αιτητή ήταν, όπως προειπώθηκε, προσωρινό και είχε εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 8(1)(β) του Ν.97/1970. Η άδεια δόθηκε εφόσον διαπιστώθηκε συζητήσιμο ζήτημα ότι είχε εκδοθεί καθ’ υπέρβαση εξουσίας και πλάνη ως προς το νόμο, χωρίς να είχαν προσκομιστεί τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία, που θα δικαιολογούσαν την έκδοση του, συμφώνως του εδαφίου (2) του άρθρου 8, ότι δηλαδή απουσίαζε μαρτυρία η οποία θα δικαιολογούσε την έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του Αιτητή, εφόσον ανάλογα αδικήματα διαπράττονταν στη Δημοκρατία.
Η ενιστάμενη Καθ’ ης η Αίτηση παρέπεμψε στις πρόνοιες των άρθρων 16 και 12 του Ν.95/1970, που αναφέρονται στην προσωρινή σύλληψη και στην αίτηση για την έκδοση και τα δικαιολογητικά στοιχεία που απαιτούνται. Διαλαμβάνεται ότι:
«16(1) Εν επειγούση περιπτώσει αι αρµόδιαι Αρχαί του αιτούντος Μέρους θα δύνανται να ζητήσωσι την πρόσκαιρον σύλληψιν του καταζητουµένου ατόµου. Αι αρµόδιαι Αρχαί του Μέρους, προς ο υπεβλήθη η αίτησις, θέλουσιν αποφανθή επί της αιτήσεως συµφώνως προς την Νοµοθεσίαν του Μέρους τούτου.
(2) Η αίτησις προσκαίρου συλλήψεως θα διαλαµβάνη την ύπαρξιν ενός των εν εδαφίω (α) της παραγράφου 2 του άρθρου 12 προβλεποµένων δικαιολογητικών και θα ανακοινώση την πρόθεσιν διαβιβάσεως αιτήσεως εκδόσεως. Θα διαλαµβάνη την παράβασιν δι’ ην θα ζητηθή η έκδοσις, τον χρόνον και τόπον ένθα διεπράχθη αύτη, ως και κατά το εφικτόν, χαρακτηρισµόν του καταζητουµένου ατόµου
(3) Η αίτησις προσκαίρου συλλήψεως θέλει διαβιβασθή προς τας αρµοδίας Αρχάς του Μέρους προς ο υποβάλλεται η αίτησις, είτε διά της διπλωµατικής οδού, είτε κατ’ ευθείαν ταχυδροµικώς ή τηλεγραφικώς, είτε διά της ∆ιεθνούς Οργανώσεως Εγκληµατολογικής Αστυνοµίας, εiτε διά παντός ετέρου µέσου, εγγράφου ή καθισταµένου αποδεκτού υπό του ετέρου Μέρους».
Και:
«12(1) Η αίτησις θέλει διατυπωθή εγγράφως και υποβληθή διά της διπλωµατικής οδού. Δι’ απ’ ευθείας διευθετήσεις δύναται να συµφωνηθή, µεταξύ δύο ή περισσοτέρων Μερών, έτερον µέσον.
(2) Προς υποστήριξιν της αιτήσεως θέλουσι προσαχθή :
(α) το πρωτόκολλον ή επίσηµον αντίγραφον, είτε εκτελεστής καταδικαστικής αποφάσεως, είτε εντάλµατος συλλήψεως ή ετέρας τινός πράξεως, εχούσης την αυτήν ισχύν, και εκδιδοµένης κατά τας τύπους τους καθοριζοµένους υπό της Νοµοθεσίας του αιτούντος Μέρους.
(β) έκθεσις των πράξεων δι’ ας ζητείται η έκδοσις, ο τόπος και χρόνος πράξεως, ο κατά Νόµον χαρακτηρισµός και αι παραποµπαί εις τας νοµοθετικάς διατάξεις αίτινες έχουσιν εφαρµογήν και αίτινες δέον να εµφαίνωνται κατά το δυνατόν ακριβέστερον.
(γ) αντίγραφον των κατ’ εφαρµογήν διατάξεων ή, εφ’ όσον τούτο δεν καθίσταται εφικτόν, δήλωσις περί του εν εφαρµογή δικαίου, ως και ο κατά το δυνατόν ακριβέστερος χαρακτηρισµός του καταζητουµένου ατόµου και πάσα ετέρα πληροφορία δυναµένη να καθορίση την ταυτότητα και την εθνικότητα τούτου».
Η Καθ’ ης η Αίτηση υποστηρίζει ότι υπήρξε συμμόρφωση με τις πρόνοιες των άρθρων 16 και 12 του Ν.95/1970, και επομένως αυτό, χωρίς άλλο, δικαιολογούσε την έκδοση του προσωρινού εντάλματος σύλληψης του Αιτητή. Η Πρόεδρος η οποία εξέδωσε το ένταλμα, συνεχίζει η εισήγηση, είχε ενώπιον της επαρκή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δικαιολογούσαν την απόφαση της. Αναφέρεται στην επιχειρηματολογία της Καθ’ ης η Αίτηση ότι «η σύνοψη των γεγονότων είναι επαρκής», χωρίς να υποστηρίζεται ότι αποκαλυπτόταν μαρτυρία για τα «γεγονότα».
Ο Αιτητής υποδεικνύει ότι το άρθρο 16(1) του Ν.95/1970 προβλέπει ότι: «Αι αρµόδιαι Αρχαί του Μέρους, προς ο υπεβλήθη η αίτησις, θέλουσιν αποφανθή επί της αιτήσεως συµφώνως προς την Νοµοθεσίαν του Μέρους τούτου». Αυτό σημαίνει ότι ο κύπριος δικαστής, Πρόεδρος, θα αποφασίσει κατά πόσο θα εκδώσει προσωρινό ένταλμα σύλληψης σύμφωνα με το ημεδαπό δίκαιο, που εν προκειμένω είναι ο Ν.97/1970 και ειδικά το άρθρο 8(2) που διέπει το ζήτημα. Όπως αναφέρθηκε στην Mechanov (Aρ.1) (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 618, 622, ο Ν.97/1970 θεσπίστηκε για να ρυθμίσει τη λειτουργία και εφαρμογή της Σύμβασης, δηλαδή του Ν.95/1970.
Η Καθ’ ης η Αίτηση, χωρίς να εισηγείται ευθέως ότι οι πρόνοιες του άρθρου 8(2) του Ν.97/1970 μπορούν να παρακαμφθούν, εισηγείται ότι η φράση «συµφώνως προς την Νοµοθεσίαν του Μέρους τούτου» στο άρθρο 16(1) του Ν.95/1970, «προφανώς αναφέρεται στον τρόπο εκτέλεσης και τη διαδικασία κράτησης και όχι στο ποια έγγραφα χρειάζονται». Και ότι δεν αναφέρεται στο περιεχόμενο του αιτήματος για προσωρινή σύλληψη, που είναι ρητά και εξαντλητικά καθορισμένο στο άρθρο 16(2) και (3) του Ν.95/1970.
Το Δικαστήριο συμφωνεί με την εισήγηση του Αιτητή. Οι πρόνοιες του άρθρου 8(2) του Ν.97/1970 είναι εφαρμόσιμες, ξεκάθαρες και επιτακτικές. Εν προκειμένω, θα έπρεπε να είχε τεθεί ενώπιον της Προέδρου που το εξέδωσε τέτοια μαρτυρία η οποία θα δικαιολογούσε την έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον προσώπου εφόσον ανάλογα αδικήματα διαπράττονταν στη Δημοκρατία.
Το άρθρο 18(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, διέπει την έκδοση εντάλματος σύλληψης στη Δημοκρατία. Διαλαμβάνει ότι:
«Όταν δικαστής ικανοποιείται με γραπτή ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα ή όταν η σύλληψη ή η κράτηση θεωρηθεί ευλόγως αναγκαία για παρεμπόδιση διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά τη διάπραξη αυτού, ο δικαστής δύναται να εκδώσει ένταλμα (που θα αναφέρεται στον παρόντα Νόμο ως ένταλμα συλλήψεως) το οποίο να εξουσιοδοτεί τη σύλληψη του ατόμου εναντίον του οποίου στρέφεται το ένταλμα».
Για να εκδοθεί, λοιπόν, προσωρινό ένταλμα σύλληψης, απαιτείται, όπως και στην περίπτωση εντάλματος σύλληψης που θα εκδιδόταν στην Κύπρο, να υπάρχει ενώπιον του Προέδρου, ευλόγως, ικανοποιητική μαρτυρία, στη βάση της οποίας πιστεύεται ότι ο εκζητούμενος διέπραξε το αδίκημα για το οποίο καταζητείται.
Στη Georgiou κ.ά., Πολ. Εφ. Αρ.3-7/2023, ημερ.20.6.2023, εξετάστηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 3 του περί του Εγγράφου, που προβλέπεται από το Άρθρο 3(2) της Συμφωνίας για Έκδοση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, που υπογράφηκε στις 25 Ιουνίου 2003, αναφορικά με την εφαρμογή της Συνθήκης μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής για Έκδοση Φυγοδίκων, που υπογράφηκε στις 17 Ιουνίου 1996 (Κυρωτικός) Νόμος του 2008, Ν.8(ΙΙΙ)/2008. Προβλέπεται ότι η αίτηση έκδοσης πρέπει να υποστηρίζεται, μεταξύ άλλων από:
«(γ) έκθεση των γεγονότων της υπόθεσης η οποία να περιέχει περίληψη της μαρτυρίας των μαρτύρων και να περιγράφει πραγματική και γραπτή μαρτυρία και να φανερώνει εύλογους λόγους να πιστεύεται ότι διαπράχθηκε αδίκημα και το πρόσωπο που καταζητείται το διάπραξε. Για το σκοπό αυτό δεν είναι ανάγκη να αποστέλλονται αυτούσιες οι ένορκες δηλώσεις ή η μαρτυρία των μαρτύρων».
Αποφασίστηκε ότι:
«ο νομικός όρος «εύλογους λόγους να πιστεύεται», δεν παραπέμπει σε βάρος απόδειξης, σε οποιοδήποτε βαθμό, το οποίο η πλευρά του αιτητή, σε αίτηση για έκδοση, πρέπει να αποσείσει. Έπειτα, με δεδομένη τη φύση της εν λόγω διαδικασίας, το εκδικάζον δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του όλη τη σχετική μαρτυρία, αλλά περίληψη της, ενώ δεν απαιτείται και από αυτό να διαπιστώσει κατά πόσο αυτή αποκαλύπτει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, για το οποίο ο καθ' ου η αίτηση καταζητείται. Είναι αρκετό να υπάρχει ενώπιον του, ευλόγως, ικανοποιητική μαρτυρία, στη βάση της οποίας πιστεύεται ότι ο εκζητούμενος διέπραξε το αδίκημα για το οποίο καταζητείται. Διαφορετικά τεθέντος, η φράση «εύλογους λόγους να πιστεύεται», έχει την έννοια ότι η μαρτυρία, ιδωμένη από αντικειμενικής άποψης, ως προς το περιεχόμενο της, κρίνεται ικανοποιητική ώστε να οδηγεί το δικαστή, υποκειμενικά, πλέον, στην πεποίθηση ότι διαπράχθηκε το αδίκημα και ότι ο εκζητούμενος, το διέπραξε. Ειδικά, με τον όρο «εύλογους λόγους» παρέχεται στο δικαστή περιθώριο να εκτιμήσει, κατά πόσο η ενώπιον του τεθείσα μαρτυρία καταδεικνύει ότι ο εκζητούμενος διέπραξε τα αδικήματα για τα οποία καταζητείται».
Στη Georgiou κ.ά. έγινε και παραπομπή στην Petrov v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1996) 1 Α.Α.Δ. 856, 859, όπου αναφέρθηκε ότι:
« … συμβάσεις για την έκδοση φυγοδίκων δεν υπόκεινται στους συνήθεις κανόνες ερμηνείας του ημεδαπού δικαίου αλλά επιβάλλεται η φιλελεύθερη ερμηνεία τους για ευόδωση του στόχου στον οποίο αποβλέπουν και που είναι η καταπολέμηση του εγκλήματος σε διεθνή κλίμακα».
Δεν υπονοήθηκε βέβαια ότι είναι δυνατό να παραγνωρίζονται οι πρόνοιες του σχετικού νόμου ή να αποδίδεται μειωμένη σημασία στις προϋποθέσεις που προβλέπονται για την έκδοση ενός νόμιμου εντάλματος. Στην Τζενάρο Περέλλα (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, 701, αναφέρθηκε σε σχέση με παραπομπή στη Queen v. Weil [1881-82] Q.B. Vol.9, 701 ότι: «That is a matter of judicial discretion. There must be some evidence, but very little will do, for it is merely for the purpose of detaining the man», το εξής: «θεωρούμε άστοχο τον προσδιορισμό … δεν μπορεί ο βαθμός να είναι άλλως από ό,τι κρίνεται να επαρκεί στην όποια συγκεκριμένη περίπτωση, αφήνοντας το θέμα με αυτή τη γενικότητα».
Στη Τζενάρο Περέλλα (Αρ.2) είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης δυνάμει του άρθρου 8(1)(α) των Νόμων και εφαρμογή είχε, όπως και στην περίπτωση προσωρινού εντάλματος σύλληψης δυνάμει του άρθρο 8(1)(β), και το εδάφιο (2). Αναφέρθηκε ότι (σελ.703):
«Κατά τη γνώμη μας προκύπτει από την προοιμιακή αναφορά που περιέχεται στο ένταλμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε υπόψη του ο Δικαστής ο οποίος το εξέδωσε, ήταν μόνο ό,τι μπορούσε να εξυπονοήσει η εξουσιοδότηση, η ύπαρξη της οποίας προϋποθέτει, σύμφωνα με το άρθρο 7(2) του Νόμου, τη λήψη υπόψη, από τον αρμόδιο Υπουργό, των προβλεπόμενων αποδεικτικών στοιχείων. Όμως τα ίδια τα στοιχεία, καθώς είναι πρόδηλο, δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστή όπως απαιτεί το άρθρο 8(2) έτσι ώστε, αφού διαπίστωνε ο ίδιος την ύπαρξη τους και τα αξιολογούσε, να μπορούσε να ασκήσει δικαστική κρίση. Αυτή η αναγκαιότητα αναγνωρίστηκε στις υποθέσεις I.R.C. ν. Rossminister (ανωτέρω)[2] και Queen v. Tillett and Others, Ex parte Newton and Others (ανωτέρω).[3] Διαπιστώνεται συνεπώς η πλήρης έλλειψη ερείσματος, από άποψης μαρτυρίας, που να δικαιολογούσε την έκδοση του εντάλματος. Από αυτή τη διαπίστωση προκύπτει ότι υπήρξε νομικό λάθος. Καθώς παρατήρησε ο Δικαστής Reid στην υπόθεση Armah v. Government of Ghana [1966] 3 All E.R. 177 (στη σελ. 187): "Whether or not there is evidence to support a particular decision is always a question of law ...."».
Στην A.D.S., Πολ. Έφ. Αρ.340/2021, ημερ.6.7.2023, υιοθετήθηκε απόσπασμα από άλλη πρωτόδικη απόφαση ότι:
«Ακόμη και αν δεν κατονομάζεται ο πληροφοριοδότης (κάτι τέτοιο δεν απαιτείται) θα πρέπει να υπάρξει κάποιου είδους τεκμηρίωση, από πού και με ποίον τρόπο η πληροφορία οδήγησε στα καταληκτικά συμπεράσματα. Στην πράξη, επί του όρκου, μόνο συμπεράσματα καταγράφονται.
Η ανάγκη παρουσίασης ενός είδους μαρτυρίας για στοιχειοθέτηση της εύλογης υπόνοιας, βεβαίως δεν σημαίνει καταγραφή στοιχείων με αποδεικτική αξία σε υψηλό επίπεδο. (Βλ. C.P.S. Freight Services Ltd v. Γεν. Εισαγγελέα Πολ. Εφ. 219/14, 29.2.2016). ΄Εστω και σε χαμηλό επίπεδο όμως, πρέπει να δοθούν στοιχεία και όχι απλά συμπεράσματα ή καταλήξεις, όπως συμβαίνει εν προκειμένω».
Στην Paliei, Πολ. Αίτ. Αρ.97/2017, ημερ.21.8.2017, ECLI:CY:AD:2017:D272, την οποία επικαλέστηκε ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, η θέση του αιτητή ήταν ότι ο Πρόεδρος, εκδίδοντας το υπό αναφορά προσωρινό ένταλμα σύλληψης, είχε ενεργήσει στη βάση λανθασμένων και ή παραπλανητικών στοιχείων. Ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του, απουσίαζε η πληροφορία ότι το ένταλμα σύλληψης του Ουκρανικού Δικαστηρίου (της αιτήτριας χώρας) είχε, στο μεταξύ, ακυρωθεί.
Ούτε η Apanasik, Πολ.΄Εφ. Αρ.295/2016, ημερ.6.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:A97, την οποία επίσης επικαλέστηκε ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, εμπεριέχει οτιδήποτε το καθοδηγητικό για το ζήτημα που εξετάζεται.
Το ίδιο και στη Tolkacheva, Πολ. Αίτ. Αρ.45/2019, ημερ.29.3.2019, ECLI:CY:AD:2019:D117, στην οποία επίσης παρέπεμψε ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, εξετάστηκε η επάρκεια της μαρτυρίας σύμφωνα με το άρθρο 8(2) των Νόμων. Επισημάνθηκαν, στο κείμενο του προσωρινού εντάλματος που είχε εκδοθεί, οι παράγραφοι όπου καταγραφόταν η αιτιολογία για την έκδοση του, δεν αναφέρεται όμως ποια ήταν η μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του Προέδρου.
Εν προκειμένω, είχε τεθεί υπόψη της Προέδρου που εξέδωσε το ένταλμα η Ερυθρά Αγγελία που είχε εκδοθεί από τις αρχές του Ισραήλ. Η Ερυθρά Αγγελία ήταν παράρτημα στον αστυνομικό όρκο όπου είχε μεταφερθεί το ουσιαστικό της περιεχόμενο σε μετάφραση στα ελληνικά. Ούτε όμως στον αστυνομικό όρκο, αλλά ούτε και στην επισυναπτόμενη Ερυθρά Αγγελία υπήρχε οποιοδήποτε στοιχείο μαρτυρίας, παρά μόνο η περιγραφή ενός στυγερού εγκλήματος. Δράστης αναφέρεται ο Αιτητής, δεν αναφέρεται όμως πού εδραζόταν αυτό το συμπέρασμα. Δεν αναφέρεται καμιά μαρτυρία, ότι συνδέθηκε επιστημονικά ή διαφορετικά ή ότι κάποιος τον αναγνώρισε. Ούτε και να υποτεθεί, αν ήταν δυνατό, κάτι τέτοιο θα μπορούσε, ότι δηλαδή είναι λογικό ότι οι παριστάμενοι στη σκηνή του εγκλήματος τον αναγνώρισαν, αφού ο δράστης ήταν μεταμφιεσμένος και είχε καλυμμένο το πρόσωπο. Εάν κάποιοι άλλοι συνεκτίμησαν τη μαρτυρία και κατέληξαν στη σύνοψη των γεγονότων όπως εμφαίνονται στην Ερυθρά Αγγελία και κατ’ επέκταση στον όρκο, αυτό δεν αρκεί.
Εφόσον τα αποδεικτικά στοιχεία, εξ αντικειμένου δεν ικανοποιούσαν τις προϋποθέσεις για την έκδοση εντάλματος σύλληψης στην Κύπρο, η έκδοση στη βάση τους προσωρινού εντάλματος σύλληψης εναντίον του Αιτητή συνιστά υπέρβαση δικαιοδοσίας. Όταν απουσιάζει προϋπόθεση του νόμου, εν προκειμένω μαρτυρία όπως προβλέπεται στο άρθρο 8(2), το θέμα είναι νομικό (Τζενάρο Περέλλα (Αρ.2), σελ.701).
Εκδίδεται προνομιακό ένταλμα certiorari με το οποίο ακυρώνεται το προσωρινό ένταλμα σύλληψης του Αιτητή ημερ.12.8.2025, που εκδόθηκε από Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στη βάση ότι εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας και πλάνη ως προς το νόμο, χωρίς να είχαν προσκομιστεί τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία, που θα δικαιολογούσαν την έκδοση του.
Τα έξοδα της Αίτησης, όπως και τα έξοδα της αίτησης για άδεια, επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
[1] Z., Πολ. Αίτ. Αρ.206/2025, ημερ.3.9.2025.
[2] [1980] 1 All E.R. 80 (H.L.).
[3] [1969] 14 F.L.R. 101 (Αυστραλίας).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο