ΜΥΡΟΥΛΑ ΤΟΥΜΑΖΟΥ v. ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.22/2015, 29/10/2025
print
Τίτλος:
ΜΥΡΟΥΛΑ ΤΟΥΜΑΖΟΥ v. ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.22/2015, 29/10/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική Έφεση Αρ.22/2015

29 Οκτωβρίου, 2025

[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

ΜΥΡΟΥΛΑ ΤΟΥΜΑΖΟΥ

 Εφεσείουσα

ν.

 

1.   ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

2.   ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΛΤΔ

 

Εφεσίβλητοι

 

 

………………………………………………………

 

Θ. Αγγελίδης, για Π. Αγγελίδης & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

 

Κ. Αρκάδη (κα) για Μάριος Χαρτσιώτης & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο 1

 

Κ. Κακουλλή (κα) για Χρύσης Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη 2.

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί

                         από το Δικαστή Δαυίδ. 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΑΥΙΔ, Δ.:  Η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού να απορρίψει την αγωγή Αρ.5676/2007 που η εφεσείουσα καταχώρησε σε βάρος των εφεσίβλητων, δεν άφησε ευχαριστημένη την εφεσείουσα.  Επρόκειτο για αγωγή με την οποία αξίωνε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις ως αποτέλεσμα ιατρικής αμέλειας κατά τη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης στην οποία υπεβλήθηκε από τον εφεσίβλητο 1 στις 28.04.2005, στην κλινική της εφεσίβλητης 2, ως επίσης για ελλιπή και ανεπαρκή θεραπεία που της προσφέρθηκε κατά τη μετεγχειρητική περίοδο.

 

Η ως άνω χειρουργική επέμβαση διενεργήθηκε για την αφαίρεση δακτυλίου στομάχου που είχε τοποθετηθεί στην εφεσείουσα σε προγενέστερο χρόνο, ήτοι τον Απρίλιο του 2001, με ταυτόχρονη γαστρική παράκαμψη (by-pass), με σκοπό την απώλεια βάρους. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας την τεθείσα ενώπιον του μαρτυρία, υποδεικνύοντας ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση δεν τύγχανε εφαρμογής η αρχή του res ipsa loquitur, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι καμία αμέλεια δεν μπορούσε να αποδοθεί στον εφεσίβλητο 1 και κατά συνέπεια, ούτε στην εφεσίβλητη 2 οποιαδήποτε ευθύνη. 

 

Για την απόδειξη της υπόθεσης της εφεσείουσας, πέραν από την ίδια, κλήθηκαν και προσέφεραν την μαρτυρία τους η μητέρα της (Μ.Ε. 2), λειτουργός του Ιατρικού Συμβουλίου Κύπρου (Μ.Ε. 4) και οι ιατροί Δρ Στ. Σταύρου και Δρ Γ. Ποταμίτης (Μ.Ε. 3 και Μ.Ε. 5 αντίστοιχα).  Ο εφεσίβλητος 1 ήταν ο μόνος ο οποίος προσέφερε την μαρτυρία του για την πλευρά του, ενώ η εφεσίβλητη 2 κάλεσε ως μοναδική μάρτυρα, την διευθύντρια Διοίκησης και Λειτουργίας της.   

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση, ως έγιναν αποδεκτά και καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση, η ενάγουσα, ούσα υπέρβαρη, υποβλήθηκε τον Απρίλιο του 2001 σε εγχείρηση τοποθέτησης γαστρικού δακτυλίου (gastric band), με σκοπό την απώλεια βάρους.  Τον Ιανουάριο του 2005, έχοντας ενοχλήσεις, υποβλήθηκε σε ενδοσκοπική εξέταση από τον Δρ Ποταμίτη (γαστρεντερολόγο), η οποία κατέδειξε μετατόπιση του γαστρικού δακτυλίου.  Επισκέφθηκε προς τούτο τον εφεσίβλητο 1 όπου, αφού της εξηγήθηκε το είδος της επέμβασης που θα διενεργείτο, οι κίνδυνοι και οι επιπλοκές που ήταν ενδεχόμενο να παρουσιαστούν, το ύψος της αμοιβής του ιδίου και τα έξοδα της κλινικής στην οποία θα διενεργείτο η επέμβαση, η ενάγουσα συγκατατέθηκε όπως υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση του γαστρικού δακτυλίου και παράλληλα γαστρική παράκαμψη (by-pass), για απώλεια βάρους.  Στις 28.04.2005, αφού προηγουμένως η εφεσείουσα υπέγραψε δελτίο συγκατάθεσης για την διενέργεια της χειρουργικής επέμβασης σε χειρουργείο στην κλινικής της εφεσίβλητης 2, έγινε αφαίρεση του δακτυλίου ενδοσκοπικά και η γαστρική παράκαμψη. Η ως άνω επέμβαση διήρκησε γύρω στις επτά (7) ώρες, όπου και διαπιστώθηκε ότι στην περιοχή είχε δημιουργηθεί ουλώδης ιστός και στερεές συμφύσεις που αλλοίωσαν την φυσιολογική ανατομία της περιοχής, ενώ τα όργανα ήταν κολλημένα μεταξύ τους λόγω της ανάπτυξης ουλώδους συνδετικού ιστού και στερεών συμφύσεων.  Μετά την ολοκλήρωση της χειρουργικής επέμβασης και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων μετά από επεμβάσεις του είδους, η εφεσείουσα  οδηγήθηκε στην Μονάδα Εντατικής Παρακολούθησης.  Παρέμεινε στην πολυκλινική μέχρι τις 06.05.2005, διάρκεια κατά την οποία υπεβλήθη, σε δύο περιπτώσεις, ήτοι στις 03.05.2005 και στις 05.05.2005, σε εξέταση γαστρογραφίνης για να διαπιστωθεί αν υπήρχε διαφυγή σκιαγραφικού υγρού από την αναστόμωση, κάτι που δεν διαφάνηκε να συμβαίνει.  Κατά την διάρκεια της παραμονής της στην πολυκλινική, παρακολουθείτο καθημερινά από τον εφεσίβλητο 1, ο οποίος έδιδε παράλληλα οδηγίες για φαρμακευτική αγωγή και για την ειδική σίτιση της, ως αυτή απαιτείτο για την περίπτωση της.  Την ευθύνη για την φροντίδα και περίθαλψη της εφεσείουσας, την χορήγηση της φαρμακευτικής αγωγής, όπως και της παρακολούθησης της σε τακτά χρονικά διαστήματα, είχε το νοσηλευτικό προσωπικό της εφεσίβλητης 2.  Μετά την έξοδο της από την κλινική επισκέφτηκε τον εφεσίβλητο 1 στο ιατρείο του, στις 13.06.2005 και στις 12.07.2005, όπου και διαπιστώθηκε ότι πράγματι έχανε βάρος. Επειδή η εφεσείουσα αντιμετώπιζε προβλήματα στην κατάποση και δεν μπορούσε να τραφεί κανονικά, επισκέφτηκε τον Δρ Ποταμίτη, ο οποίος στις 02.08.2005, την υπέβαλε σε ενδοσκοπική εξέταση. Στη συνέχεια  επισκέφθηκε τον Δρ Σταύρου (χειρουργό), στο νοσοκομείο Λεμεσού, ο οποίος στις 08.08.2005, την υπέβαλε σε χειρουργική επέμβαση για αποκατάσταση στένωσης στην γαστροοισοφαγική γωνία. Μετά την επέμβαση αυτή και αφού η εφεσείουσα παρέμεινε στο νοσοκομείο για κάποιες ημέρες ακολουθώντας ειδική διατροφή, το πρόβλημα κατάποσης που αντιμετώπιζε αποκαταστάθηκε και μπορούσε πλέον να τρέφεται κανονικά.

 

Αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος 1 αναγνωρίστηκε από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου ως ειδικός στην Γενική Χειρουργική, στις 19.01.1997, και έκτοτε εργάζεται ιδιωτικά ως χειρουργός, στη Λεμεσό.  Παράλληλα, υιοθετώντας ουσιαστικά τις θέσεις των εφεσίβλητων, κατέληξε πως η εφεσίβλητη 2 αποτελεί την ιδιοκτήτρια του ιδιωτικού νοσηλευτηρίου με την επωνυμία Πολυκλινική Υγεία, στην οποία διενεργήθηκε η επίδικη επέμβαση, και ότι ο εφεσίβλητος 1 συνεργάζεται με αυτή ως συνεργάτης ιατρός. Όπως δε όλοι οι συνεργάτες ιατροί της εφεσίβλητης 2, δυνάμει μεταξύ τους συμφωνίας, είχε το δικαίωμα να παραπέμπει τους ασθενείς του στην Πολυκλινική για χρήση των υπηρεσιών της, όπως των χειρουργείων της, των διαγνωστικών της εργαστηρίων, των φαρμάκων και αναλωσίμων και των δωματίων της Πολυκλινικής για τη διαμονή των ασθενών.  Ως η μεταξύ τους ρύθμιση, ο  ασθενής καταβάλλει την αμοιβή του συνεργάτη της Πολυκλινικής ιατρού στον ίδιο, ενώ την αμοιβή για τις υπηρεσίες που η εφεσίβλητη 2 Πολυκλινική προσφέρει σε αυτόν μετά από οδηγίες του συνεργάτη της ιατρού, στην ίδια την εφεσίβλητη 2. 

 

Η εφεσείουσα επιδιώκει την ανατροπή της προσβαλλόμενης απόφασης, προωθώντας οκτώ λόγους Έφεσης.  Με τον 1ο λόγο Έφεσης,  υποστηρίζει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε το δόγμα res ipsa loquitur.  Με τον 2ο,  3o και 5ο λόγους Έφεσης, αμφισβητεί ως εσφαλμένη και πλημμελή την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Δρ Ποταμίτη και του εφεσίβλητου 1, ως επίσης το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η στένωση του οισοφάγου δεν ήταν αποτέλεσμα των πολλών ραφών.  Με τον 4ο λόγο Έφεσης, προβάλλεται η παράλειψη του Δικαστηρίου να αξιολογήσει ανακρίβεια στην μαρτυρία του εφεσίβλητου 1, αναφορικά με τον χρόνο που απέκτησε την ειδικότητα του χειρουργού, ενώ με τον 6ο λόγο Έφεσης, υποστηρίζει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απεφάνθει ότι ο εφεσίβλητος 1 ήταν υπάλληλος της εφεσίβλητης 2 ή ότι διενήργησε την επίδικη εγχείρηση εκ μέρους της τελευταίας.  Με τον 7ο λόγο Έφεσης, προβάλλει ότι το ποσό των αποζημιώσεων που κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι θα δικαιούτο η εφεσείουσα σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής της, είναι έκδηλα ανεπαρκές, υποστηρίζοντας καταληκτικά (8ος λόγος Έφεσης), ότι η απόρριψη της αξίωσης της για ειδικές αποζημιώσεις ήταν λανθασμένη.

 

Στον αντίποδα των πιο πάνω οι εφεσίβλητοι διαδηλώνουν τη συμφωνία τους με την πρωτόδικη κρίση και κατάληξη.  Αμφισβητώντας και αντικρούοντας τους προβαλλόμενους λόγους Έφεσης υποστηρίζουν ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθά και σύμφωνα με το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε υπόψη του και έγινε αποδεκτή. 

 

Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις αναφορές, τις τοποθετήσεις, τα επιχειρήματα και τις εισηγήσεις των πλευρών για τα ζητήματα που εγείρονται και απασχολούν στα πλαίσια της παρούσας. 

 

Στρέφοντας την προσοχή στον 1ο λόγο Έφεσης, δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του ζητήματος, πλήρως ευθυγραμμισμένη με τις καλά καθιερωμένες αρχές και τη νομολογία επί του ζητήματος, είναι ορθή.  Παρά το γεγονός ότι η ως άνω αρχή, ως κανόνας απόδειξης, δεν χρειάζεται ρητά να δικογραφηθεί, εντούτοις, στην Έκθεση Απαίτησης θα πρέπει τουλάχιστο να αναφερθεί ότι ο ενάγων θα προβάλλει τον ισχυρισμό ότι δεν γνωρίζει όλα τα γεγονότα, εφόσον οι περιστάσεις ήταν κάτω από τον έλεγχο και εποπτεία του εναγόμενου (βλ. Τζιαρρή v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας, Πολ. Έφεση 95/2013, ημερομηνίας 9/4/2019).  Σε περιπτώσεις δε ως η υπό συζήτηση, που η εφεσείουσα επιχειρεί με την προσαγωγή μαρτυρίας πραγματογνωμόνων να αποδείξει την ιατρική αμέλεια, δεν τυγχάνει εφαρμογής ο ως άνω κανόνας. (Αθανασίου v. Κουνούνη (1997), 1 Α.Α.Δ. 614, Παπαλλής κ.α. v. Κυριακίδης (2008), 1 Α.Α.Δ.   83 και Ηλιάδου v. Δήμου Πάφου, Πολ. Έφεση 355/2011, ημερομηνίας 24/3/2014).  Στην υπό συζήτηση περίπτωση πέραν του γεγονότος ότι η πλευρά της εφεσείουσας έχει δικογραφήσει τα γεγονότα που, κατά τη θέση της, καταδεικνύουν αμέλεια, κάλεσε παράλληλα ειδικούς μάρτυρες, για να αποδείξουν την ισχυριζόμενη ιατρική αμέλεια. 

 

Ως εκ τούτου ο 1ος λόγος Έφεσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Η προώθηση του 2ου, 3ου και 5ου λόγου Έφεσης φέρνουν στο προσκήνιο τις αρχές που διέπουν τον τρόπο αξιολόγησης μαρτυρίας που τίθεται υπόψη του Δικαστηρίου ως επίσης την εξουσία επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη κρίση σε σχέση με το ζήτημα.

Το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός εάν αυτά κρινόμενα, εξ αντικειμένου φαίνονται ανυπόστατα ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν βρίσκουν έρεισμα ή βρίσκονται σε αντίθεση με την προσαχθείσα μαρτυρία ή μέρη της ή είναι καταφανώς εσφαλμένα (βλ. Ζερβού κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2192 και Ταρμαντίδης κ.ά. v. Δημητρίου (2010) 1(Α) A.A.Δ. 239). Σε περίπτωση που με βάση το σύνολο της μαρτυρίας, ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο άλλωστε είχε και την ευκαιρία να ακούσει και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά των μαρτύρων μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση σχετικά με την αξιοπιστία διαπιστώσεις, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Όπως σημειώθηκε στην Μιχαηλίδης ν. Οικονομίδη, Πολ. Έφ. Αρ.94/2013, ημερ. 30/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D288:

«Ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί ότι θέματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας των Πρωτόδικων Δικαστηρίων αφού αυτά είναι που βλέπουν και παρακολουθούν τους μάρτυρες την ώρα που αυτοί καταθέτουν (Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (2011) 1(Γ) ΑΑΔ, 2192). Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται σε ένα πολύ ευρύ πλαίσιο, περιλαμβάνει δε και την υποκειμενική αντίληψη φιλαλήθειας των μαρτύρων εκ μέρους του εκδικάζοντος Δικαστή (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ, 407). Ισχυρισμοί ενώπιον του Εφετείου ότι η πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη θα πρέπει να τεκμηριώνονται με πειστικά επιχειρήματα. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό για το Πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα συγκεκριμένα ευρήματα αξιοπιστίας, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Επεμβαίνει μόνο όταν αυτά εξ αντικειμένου εμφανίζονται ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή συγκρούονται με την κοινή λογική (Ψωμάς ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ, 312 και Μαγκλή ν. Δήμου Γερμασόγειας (1999) 2 ΑΑΔ, 244).Περαιτέρω τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου, εκτός αν είναι τόσο ουσιώδεις ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη.»

 

Ούτε, βεβαίως, η μαρτυρία των ειδικών μαρτύρων αξιολογείται στη βάση άλλων από τις καθιερωμένες αρχές. Η μαρτυρία τους δε, δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, ούτε υποκαθιστά το έργο του, παρά μόνο το βοηθά - με την παράθεση των σχετικών επιστημονικών κριτηρίων - να καταλήξει στα δικά του, ανεξάρτητα συμπεράσματα. Το Δικαστήριο μπορεί να υιοθετήσει τη θέση ενός εμπειρογνώμονα είτε εν όλω, είτε εν μέρει, είτε καθόλου, ανάλογα με τα ευρήματα του και την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Ως σημειώθηκε στην Novichkova v. Βλάμη (2012) 1(Β) Α.Α.Δ 1111, με ανάλογη παραπομπή σε σχετική νομολογία:

«Επί διϊστάμενης ιατρικής μαρτυρίας, το Δικαστήριο οφείλει, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση αξιολόγησης μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, να κρίνει την μαρτυρία αυτή στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων μη δίνοντας προβάδισμα σε οποιαδήποτε ιατρικώς εκφρασθείσα γνώμη από εκάτερο των διαδίκων. Η κρίση του Δικαστηρίου πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα επιστημονικά δεδομένα που παρουσιάζονται ενώπιον του, σχηματίζοντας ιδίαν άποψη επί του θέματος, αιτιολογώντας επαρκώς την κατάληξη του, ως προς την προτίμηση του με αναφορά σ’ αυτά τα δεδομένα.»

 

Έχουμε μελετήσει με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση, σε συνδυασμό θεωρούμενη και με τα ζητήματα που η πλευρά της εφεσείουσας ειδικότερα προωθεί στους ως άνω λόγους Έφεσης.  Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε επιστάμενα, με τη δέουσα προσοχή και επιμέλεια την ενώπιον του μαρτυρία. Με διεισδυτική διάθεση την ανάλυσε, καταγράφοντας και αιτιολογώντας την αξιολογική του κρίση, αντιπαραβάλλοντας την μαρτυρία και τις τοποθετήσεις των μαρτύρων που προσέφεραν μαρτυρία ενώπιον του, τόσο μεταξύ τους όσο και με το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη του. Παρέθεσε σωρεία λόγων για την αιτιολόγηση της κατάληξης του, εξηγώντας με σαφήνεια τους λόγους που το οδήγησαν στα τελικά του συμπεράσματα για τα ζητήματα που  απασχολούσαν στην υπό συζήτηση υπόθεση.

 

Ως έχει ήδη σημειωθεί αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου σε περίπτωση που αξιολογεί διιστάμενη ιατρική μαρτυρία, να λάβει υπόψη του όλα τα επιστημονικά δεδομένα που τίθενται υπόψη του, σε συνδυασμό θεωρούμενα με την πραγματική μαρτυρία για σκοπούς διαμόρφωσης της δικής του άποψης.  Πέραν του γεγονότος ότι Δρ Ποταμίτης, στην εξέλιξη της μαρτυρίας του παρουσιάστηκε να μετακινείται από την αρχική θέση του περί απόφραξης και όχι στένωσης που αντιμετώπιζε η εφεσείουσα, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου πως αυτό που η εφεσείουσα αντιμετώπιζε ήταν μετεγχειρητική στένωση, αναμενόμενο αποτέλεσμα μετά από επεμβάσεις του είδους και ως αποτέλεσμα του ουλώδους συνδετικού ιστού  που δημιουργήθηκε, αποτέλεσε θέση και των δύο ιατρών που διενήργησαν τις δύο επεμβάσεις, τόσο του εφεσίβλητου 1 όσο και του Δρ Σταύρου. Οι τελευταίοι, είχαν την ευκαιρία χειρουργώντας την εφεσείουσα να διαπιστώσουν, ιδίοις όμμασι,  την πραγματική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η εφεσείουσα, επιμένοντας ότι στην περιοχή αναπτύχθηκε μια συνήθεις μετεγχειρητική επιπλοκή για τις περιπτώσεις του είδους, με τον Δρ Σταύρου να δηλώνει χαρακτηριστικά «ήταν ούλα κολλημένα, λόγω ουλώδους ιστού ως επακόλουθο των προηγούμενων επεμβάσεων». 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε με την ίδια προσοχή την εισήγηση του Δρ Ποταμίτη πως η στένωση την οποία ενδοσκοπικά εντόπισε, που ως τελικά παραδέχτηκε μπορεί να εμφανιστεί σε τέτοιες περιπτώσεις, ήταν αποτέλεσμα των ραφών και όχι μετεγχειρητικής επιπλοκής. Πέραν του γεγονότος ότι δεν προσδιορίστηκε αν οι όποιες ραφές εντοπίστηκαν στο σημείο, ήταν αποτέλεσμα της επέμβασης που διενήργησε ο εφεσίβλητος 1 ή της προγενέστερης επέμβασης στην οποία υπεβλήθη η εφεσείουσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, σταθμίζοντας τα ενώπιον του στοιχεία και μαρτυρία, στο σύνολο τους, κατά τρόπο που συνάδει με τη σχετική επί του ζητήματος νομολογία, κατάληξε ουσιαστικά στην υιοθέτηση της μαρτυρίας του Δρ Σταύρου και του εφεσίβλητου επί του ζητήματος, οι οποίοι, όντας σε καλύτερη θέση να διαπιστώσουν  την αιτία του προβλήματος, ότι δηλαδή η εντοπισθείσα στένωση δεν οφειλόταν σε ραφές αλλά στην ύπαρξη του ουλώδους ιστού που δημιουργήθηκε και διαπιστώθηκε στην περιοχή.  Μετεγχειρητική επιπλοκή που μπορεί να παρουσιαστεί σε περιπτώσεις του είδους,  παρά το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος 1, ως τέθηκε χωρίς να αμφισβητηθεί, ακολούθησε μία από τις καλά αναγνωρισμένες χειρουργικές μεθόδους.

 

Η ως άνω κατάληξη, συνάδουσα και με την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποδεκτή μαρτυρία, δεν δικαιολογεί οποιαδήποτε παρέμβαση του παρόντος δικαστηρίου.   

 

Συνακόλουθα των πιο πάνω οι σχετικοί 2ος, 3ος και 5ος λόγοι Έφεσης αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.  

 

Η αμφισβήτηση του χρόνου που ο εφεσίβλητος 1 απέκτησε την ειδικότητα του ως χειρούργος, με δεδομένη την τεθείσα υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία για το ζήτημα, δεν διακρίνουμε πως θα μπορούσε κατά τρόπο ουσιαστικό να απασχολήσει. Ρητή ήταν η δήλωση αρμόδιας επί τούτου μάρτυρος, ήτοι της εφόρου του Ιατρικού Συμβουλίου Κύπρου (ΜΕ 4), σύμφωνα με την οποία ο εφεσίβλητος 1 είναι εγγεγραμμένος ιατρός από τις 19.10.1995 και ότι του αναγνωρίστηκε η ειδικότητα του γενικού χειρουργού από το εν λόγω Συμβούλιο, ήδη από τις 19.01.1997.  Χρόνια δηλαδή πριν από την επίδικη επέμβαση. Το σχετικό πιστοποιητικό του Ιατρικού Συμβουλίου Κύπρου (τεκμήριο 10), αλώβητο ως παρέμεινε ενώπιον του Δικαστηρίου, αποκλείει κάθε περαιτέρω συζήτηση επί του θέματος.

 

Συνακόλουθα και ο 4ος λόγος Έφεσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται. 

 

Ως έχει ήδη σημειωθεί, ο 6ος λόγος Έφεσης εδράζεται στον ισχυρισμό ύπαρξης σχέσης εργοδότη εργοδοτούμενου μεταξύ της εφεσίβλητης 2 και του εφεσίβλητου 1.  Ωστόσο, η σχετική μαρτυρία η οποία τέθηκε υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναντίλεκτη ως παρέμεινε και έγινε αποδεκτή, δικαιολογεί πλήρως την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν τέθηκε οποιοδήποτε υπόβαθρο γεγονότων το οποίο, γενόμενο αποδεκτό, θα μπορούσε να καταδείξει, εκ προστήσεως ευθύνη της εφεσίβλητης 2 για τυχόν πράξεις ή παραλείψεις του εφεσίβλητου 1. Ο εφεσίβλητος 1 ήταν αυτοεργοδοτούμενος, χωρίς να έχει οποιαδήποτε υπαλληλική σχέση με την εφεσίβλητη 2.  Ούτε προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με πράξεις ή παραλείψεις του προσωπικού της εφεσίβλητης 2 καθ’ ων χρόνο η εφεσείουσα φιλοξενήθηκε νοσηλευόμενη στις εγκαταστάσεις της. 

 

Ως εκ τούτου και ο 6ος λόγος Έφεσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται. 

 

Η κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς την τύχη των πιο πάνω λόγων Έφεσης, εκ των πραγμάτων σφραγίζει την τύχη του 7ου και 8ου λόγων Έφεσης. Περαιτέρω ενασχόληση και πραγμάτευση των ζητημάτων που μέσω τους προωθούνται θα μπορούσε να αποκτήσει σημασία μόνο στην περίπτωση που η κατάληξη όσον αφορά το ζήτημα της ευθύνης, ήταν διαφορετική.  Ως εκ τούτου και αυτοί αποτυγχάνουν  και απορρίπτονται. 

 

Υπό το φως των πιο πάνω η υπό συζήτηση έφεση, στο σύνολο της, δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και ως εκ τούτου αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον της εφεσείουσας έξοδα, ως αυτά θα υπολογιστούν από το αρμόδιο προς τούτο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

  Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.                   

 

                                                      

                                                     Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ – ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

                                                     Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

         

        


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο