ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Aίτηση αρ. 244/2025)
(i-Justice)
22 Oκτωβρίου, 2025
[ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ MONOMEΡH ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΤΣΙΔΗ, ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΕ ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ, ΑΡ. 62/2025, ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΗΜΕΡ. 01/09/2025.
_________________
Γ. Α. Νεάρχου με Α. Αριστοδήμου (κα), για Ηλίας Α. Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:- Με την υπό εκδίκαση μονομερή αίτηση, ο αιτητής επιδιώκει την εξασφάλιση άδειας του Δικαστηρίου για να καταχωρίσει Αίτηση διά Κλήσεως για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται το «Διάταγμα Πρόσβασης σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Επικοινωνίας», το οποίο εξεδόθη την 1.9.2025 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (στο εξής «το κατώτερο Δικαστήριο»).
Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτολεξεί μέρος από το μαρτυρικό υλικό (Ένορκη Δήλωση Αστ. 1745, Α. Π.), που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου για την έκδοση του διατάγματος σε σχέση με το οποίο υποβάλλεται η υπό εκδίκαση αίτηση. Σημειώνεται από τώρα πως ο τρίτος ύποπτος, για τον οποίο γίνεται αναφορά στο πιο κάτω μαρτυρικό υλικό, είναι ο εδώ αιτητής.
«… στις 29/07/2025 και περί ώρα 09:00, δόθηκε πληροφορία στον Υπεύθυνο της ΥΚΑΝ Λεμεσού ότι οι τρεις πιο πάνω ύποπτοι αποτελούν εγκληματική ομάδα και διακινούν ναρκωτικά σε πάρκο στην περιοχή Αγίου Αθανασίου στην Λεμεσό, χρησιμοποιώντας τα αυτοκίνητα τους.
Την ίδια ημέρα και περί ώρα 20:30 ίδιος πληροφοριοδότης επικοινώνησε με την ΥΚΑΝ και ανάφερε ότι οι πιο πάνω τρεις ύποπτοι βρίσκονται σε συγκεκριμένο πάρκο στην περιοχή του Αγίου Αθανασίου στην Λεμεσό παρά την οδό Καλλιθέας και ασχολούνται με την πώληση και διακίνηση ναρκωτικών. Ειδοποιήθηκαν τα μέλη της ΥΚΑΝ Λεμεσού οι οποίοι έσπευσαν στο μέρος. Κατά την άφιξη των μελών της ΥΚΑΝ τρία πρόσωπα βρίσκονταν πράγματι εντός του πάρκου καθούμενοι σε καρέκλες και μόλις αντιλήφθηκαν την παρουσία της Αστυνομίας τράπηκαν σε φυγή. Καταδιώχτηκαν χωρίς όμως να ανακοπούν και κατευθυνθήκαν σε γκρεμό που συνορεύει με το πάρκο και ακολούθως εγκατέλειψαν το μέρος μέσα από θαμνώδη περιοχή, υποβοηθούμενοι από το σκοτάδι. Σημειώνεται ότι στο σημείο που οδηγεί προς το πάρκο υπήρχαν τρία αυτοκίνητα σταθμευμένα με αριθμούς εγγραφής [ ]614, [ ]177, [ ]736 και τα οποία σύμφωνα με τον πληροφοριοδότη ανήκουν στους υπόπτους.
Κατά την έρευνα που ακολούθησε από τους αστυνομικούς στο πάρκο, εντοπίσθηκαν μεταξύ άλλων και δίπλα από τις καρέκλες που κάθονταν οι ύποπτοι, μία πλαστική τσάντα εντός της οποίας υπήρχε μεγάλος αριθμός νάιλον σφραγισμένων συσκευασιών που περιείχαν κάνναβη και ως επίσης αριθμός νάιλον σακουλιών που περιείχαν κάνναβη και άσπρης ουσίας που πιστεύεται ότι είναι κοκαίνη ενώ πλησίον του σημείου εντοπίστηκε και μία ταξιδιωτική βαλίτσα εντός της οποίας υπήρχε αριθμός συσκευασιών με κάνναβη. Στο σημείο εντοπίσθηκε επίσης μια δεύτερη τσάντα η οποία περιείχε μεγάλη ποσότητα κάνναβης, ενώ υπήρχαν διάσπαρτα σε διάφορα σημεία του πάρκου κρυμμένες συσκευασίες κάνναβης καθώς και ένα τεμάχιο νάιλον σακουλιού εντός του οποίου υπήρχε αριθμός χαπιών που πιστεύεται ότι είναι MDAM (ecstasy). Συνολικά οι ανευρεθείσες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών που εντοπίστηκαν στο αναφερόμενο πάρκο υπολογίζονται σε 79 γραμμάρια κοκαίνης, 100 δισκίων ecstasy και 3 κιλών κάνναβης περίπου. Περαιτέρω εντοπίσθηκαν μια ζυγαριά ακριβείας οι τρεις διπλωτές καρέκλες που κάθονταν οι ύποπτοι, ανοικτά εμφιαλωμένα νερά, τσιγάρα αναπτήρες και άλλα προσωπικά τους είδη. Επίσης εντοπίστηκαν πάνω σε μία από τις καρέκλες, ένα πορτοφόλι που είχε μέσα το χρηματικό ποσό των 1790 ευρώ και το δελτίο ταυτότητας του 1ου υπόπτου. Στο ίδιο μέρος εντοπίστηκε κλειδί αυτοκινήτου το οποίο διαπιστώθηκε ότι ανήκει στο αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής [ ]614, που από εξετάσεις που έγιναν διαπιστώθηκε ότι αυτό οδηγείται από τον 1ον ύποπτο.
Σημειώνεται ότι κατά την καταδίωξη των υπόπτων, αυτοί απώλεσαν στο έδαφος ακόμα ένα κλειδί αυτοκινήτου και ένα κινητό τηλέφωνο. Από εξετάσεις που έγιναν διαπιστώθηκε ότι το κλειδί του αυτοκινήτου ανήκει στο [ ]177, το οποίο σύμφωνα με την εγγεγραμμένη ιδιοκτήτης, γιαγιά του 3ου υπόπτου, αυτό χρησιμοποιείται αποκλειστικά από αυτόν. Όσον αφορά το αυτοκίνητο με αρ εγγραφής [ ]736, σύμφωνα με τον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη του, αυτό χρησιμοποιείται από τον 2ο ύποπτο που είναι γιος του. Περαιτέρω εντοπίστηκε και παραλήφθηκε από το έδαφος, ως τεκμήριο, ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας Ι PHONE (Α.Π.28) σε λειτουργήσιμη κατάσταση από το οποίο έγινε κλήση στο 112 και διαπιστώθηκε ότι ο αριθμός κλήσης του είναι 99[ ]676 και ανήκει επίσης στον 2ο ύποπτο.
[…]
Οι ύποπτοι αναζητήθηκαν χωρίς να καταστεί δυνατός ο εντοπισμός τους. Επίσης στις 30/07/2025 διενεργήθηκε έρευνα στο δωμάτιο της οικίας του 2ου υπόπτου κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης του πατέρα του. Κατά την διάρκεια της έρευνας ο 2ος ύποπτος τηλεφώνησε στον πατέρα του από τον αριθμό τηλεφώνου 97[ ]031 όπου ενημερώθηκε για τους λόγους της παρουσίας της αστυνομίας στο μέρος. Από εξετάσεις που έγιναν διαπιστώθηκε ότι ο πιο πάνω αναφερόμενος αριθμός τηλεφώνου ανήκει στον 1ο ύποπτο. Το τηλέφωνο του 1ου υπόπτου δεν εντοπίστηκε, ενώ ανακρινόμενος μετά την σύλληψη του, ανάφερε ότι το έχασε το προηγούμενο βράδυ, πράγμα που είναι ψέμα αφού χρησιμοποιήθηκε για να συνομιλήσει ο 2ος ύποπτος με τον πατέρα του το πρωί πριν την σύλληψη του.
Στις 30/07/2025 όλοι οι ύποπτοι παρουσιάσθηκαν στα γραφεία της ΥΚΑΝ Λεμεσού όπου και συνελήφθησαν η ώρα 1330, 1328 και 1638 αντίστοιχα για όλα τα εναντίον τους υπό διερεύνηση αδικήματα. Σε σωματική έρευνα που υποβλήθηκε ο 3ος ύποπτος μετά την σύλληψη του, εντοπίστηκε στην κατοχή του και παραλήφθηκε ως τεκμήριο ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας 1 PHONE 14 μαύρου χρώματος με μαύρη θήκη και ραγισμένη οθόνη με αριθμό κλήση 97[ ]775 (Μ.Ι.2). Όλοι οι ύποπτοι έφεραν διάφορα τραύματα όπως εκδορές και εκχυμώσεις.
[…]
Επιπλέον στο αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής [ ]177 εντοπίσθηκε μεταξύ άλλων και μικρή ποσότητα κάνναβης 2 γραμμαρίων περίπου την οποία ο 3ος ύποπτος παραδέχθηκε ότι ήταν δική του και για δική του χρήση.
[…]
… ενώ ο 3ος ύποπτος παραδέχθηκε ότι μετέβηκε στο μέρος με το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής [ ]177 για να αγοράσει την δόση του και αρνήθηκε να απαντήσει σε άλλες ουσιώδεις ερωτήσεις που του τέθηκαν.
[…]
Την 03/08/2025 λήφθηκε 2η ανακριτική κατάθεση από τον 1ο ύποπτο, στην οποία μεταξύ άλλων παραδέχθηκε ότι κατείχε μέρος των ανευρεθέντων ναρκωτικών ουσιών με σκοπό να τις προμηθεύσει σε άλλο πρόσωπο. Επίσης παραδέχθηκε ότι προμήθευσε άλλο πρόσωπο, άγνωστο προς τις ανακριτικές αρχές, με άγνωστη ποσότητα κάνναβης για το ποσό των 1500 ευρώ. Περαιτέρω τοποθέτησε στην σκηνή τους υπόπτους 2 και 3, κατόπιν τηλεφωνικής συνομιλίας που είχε μαζί τους σε μη διευκρινισθείσες ώρες της ίδιας μέρας, ενώ παραδέχθηκε και το ότι τους προμήθευσε το ίδιο βράδυ, με μικροποσότητες κάνναβης, χωρίς να λάβει χρήματα από αυτούς.»
Στην Έκθεση που επισυνάπτεται παρατίθενται οι λόγοι, τέσσερις τον αριθμό, για τους οποίους θα πρέπει να δοθεί η αιτούμενη άδεια. Αγορεύοντας και προφορικά ενώπιον μου ο ευπαίδευτος συνήγορος, δήλωσε πως οι τέσσερις λόγοι είναι αλληλένδετοι, για να προσθέσει πως το ουσιώδες εν προκειμένω είναι τα όσα πιο κάτω ανέφερε και τα οποία παραθέτω αυτολεξεί:
«Στην Ένορκη Δήλωση ο ανακριτής περιγράφει την υπόθεση που διερευνά και λέει αδικήματα τα οποία διαπράχθηκαν μεταξύ άγνωστης ημερομηνίας και 29.7. Άρα υπήρχαν δεδομένα τα οποία προέκυψαν στην πορεία, τα οποία, είναι η θέση μας, όφειλαν να αποκαλύψουν στο Σεβαστό Δικαστήριο, στο πλαίσιο πλήρους αποκάλυψης, ούτως ώστε να ασκήσει σωστά το κατώτερο Δικαστήριο την κρίση του.
Ένας από τους λόγους ακύρωσης είναι ότι το Άρθρο 17 του Συντάγματος επιτρέπει την άρση του απορρήτου επικοινωνίας για τρεις συγκεκριμένους σκοπούς, αποτροπή, διερεύνηση και δίωξη. Εκείνο το οποίο υποστηρίζουμε είναι ότι αποτροπή δεν τίθεται θέμα γιατί τα ναρκωτικά ήταν στην κατοχή τους, δίωξη η οποία δεν αποκαλύφθηκε είχε ήδη ασκηθεί, άρα παραμένει η διερεύνηση. Υπήρχε ζήτημα διερεύνησης από τη στιγμή που καταχωρίστηκε η υπόθεση στο Δικαστήριο; Έντιμα και ειλικρινά λέω ότι θα μπορούσε να υπάρχει, αλλά δεν εξηγείται κάτι τέτοιο γιατί η διερεύνηση μπορεί να συνεχίζεται και μετά την καταχώριση του Κατηγορητηρίου. Αυτό που λέω, έντιμα και ειλικρινά δηλώνω, πουθενά στην Ένορκη Δήλωση δεν λέει ότι καταχωρίσαμε, αλλά θέλουμε να κάνουμε και άλλη έρευνα.
Άρα είναι αυτό που λέμε, Εντιμότατε, ότι υπήρχαν σημαντικά δεδομένα τα οποία έπρεπε να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου, προκειμένου να ασκήσει την κρίση του. Και εδώ είναι που λέμε ότι είναι αλληλένδετοι οι λόγοι, γι΄ αυτό και υπάρχουν τέσσερις ενότητες για λόγους ακύρωσης, για τους οποίους ζητούμε την ακύρωση.
[…]
Δηλώνω ότι η ουσία των θέσεων των πελατών μου είναι σε αυτά που σας ανάφερα τώρα, εξού και μιλούμε ότι τα Α, Β, Γ, Δ που παρατίθενται στην Έκθεση όλα αυτά είναι αλληλένδετα, αλλά η ουσία που προκύπτει είναι αυτά που είπα προηγουμένως.»
Στο σημείο αυτό θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω το άρθρο 23(1) του περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου του 1996 (92(Ι)/1996):
«23.(1) Ο Δικαστής δύναται να εκδώσει το αναφερόμενο στα άρθρα 21 και 22 δικαστικό ένταλμα, όπως αυτό ζητήθηκε με την αίτηση ή με τέτοιες τροποποιήσεις ή με τέτοιους όρους που ο ίδιος κρίνει αναγκαίους, εάν ικανοποιηθεί ότι, με βάση τα γεγονότα τα οποία υποβλήθηκαν από τον αιτητή-
(α) Υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι πρόσωπο διέπραξε, διαπράττει ή αναμένεται να διαπράξει αδίκημα ή υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα να κινδυνεύει η ασφάλεια της Δημοκρατίας.
(β) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής με το αδίκημα ή με τον κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας
.
(γ) η έκδοση του δικαστικού εντάλματος είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.»
Eν προκειμένω, το κατώτερο Δικαστήριο εκδίδοντας το προσβαλλόμενο διάταγμα σημείωσε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ, αφού ανέγνωσε την ένορκη δήλωση που κατατέθηκε εκ μέρους του αιτητή και αφού άκουσε ό,τι ελέχθηκε από τον Αστ. 1745 Α. Παπαντωνίου και αφού έχει ικανοποιηθεί ότι, με βάση τα γεγονότα τα οποία υποβλήθηκαν, ότι,
(α) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι οι τρεις ύποπτοι διέπραξαν (διαπράττουν ή αναμένεται να διαπράξουν) τα αδικήματα που αναφέρονται στην Αίτηση και την ένορκη δήλωση, το οποίο περιλαμβάνεται στην υποπαράγραφο Β (γ) της παραγράφου 2 του Άρθρου 17 του Συντάγματος (ως το άρθρο 21(4)(β) του Ν.92(Ι)/96),
(β) η αίτηση προωθείται ως το άρθρο 21 του Ν.92(Ι)/96 και το περιεχόμενο της είναι σύμφωνα με το αρ. 22 του Ν.92(Ι)/96,
(γ) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι η ζητούμενη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής με το εν λόγω αδίκημα και λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψιν:
(i) τον τόπο, χρόνο και συνθήκες ανεύρεσης του κινητού τηλεφώνου Α.Π.28,
(ii) τη μαρτυρία ότι στην ανακριτική κατάθεση του ο 1ος ύποπτος αναφέρθηκε σε συνάντηση του με τους υπόπτους 2 και 3 στη σκηνή όπου εντοπίστηκαν, κατόπιν τηλεφωνικής τους επικοινωνίας,
(iii) το γεγονός ότι το τηλέφωνο Μ.Ι.2 εντοπίστηκε στην κατοχή του 3ου υπόπτου μετά τη σύλληψη αυτού, σε συνάρτηση με το σημείο (ii) ανωτέρω και όσα επιπλέον αναφέρονται στον όρκο σε σχέση με αυτόν.
(γ) η έκδοση του δικαστικού εντάλματος είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.»
Aντιλαμβάνομαι πως δεν είναι η θέση του αιτητή ότι από το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου δεν προέκυπτε η εύλογη υποψία ή πιθανότητα, για την οποία κάνει αναφορά το άρθρο 23(1) του Νόμου. Εν πάση περιπτώσει, εάν ο αιτητής προβάλλει και αυτή τη θέση, θα πρέπει να πω, πως το κατώτερο Δικαστήριο δεν ενήργησε «μηχανιστικά», ως αυτός διατείνεται, αλλά αφού επικεντρώθηκε στα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης, δικαιολογημένα κατέληξε πως «υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι η ζητούμενη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής» με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. (Αναφορικά με την Αίτηση του Μιχάλη Ρίζου για την Έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, Πολ. Έφεση 1/2024, ημερ. 6.2.2025).
Δικαιολογημένα επίσης το κατώτερο Δικαστήριο κατέληξε ότι η έκδοση του διατάγματος ήταν εν προκειμένω προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Επρόκειτο περί σοβαρής υπόθεσης η οποία αφορούσε σε εμπορία μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών Τάξεως Α και Β, στην οποία εφέροντο αναμεμειγμένα περισσότερα του ενός πρόσωπα (κατ΄ αναλογίαν, Παναγιώτου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1094).
Ο ευπαίδευτος συνήγορος παραδέχθηκε, έντιμα και ειλικρινά, ότι η καταχώριση ποινικής υπόθεσης εναντίον του πελάτη του και εναντίον των άλλων δύο προσώπων, που φέρονται όλοι να ήταν εγκληματική ομάδα η οποία πωλούσε και διακινούσε ναρκωτικά, δεν απαγόρευε στις ανακριτικές αρχές την περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης. Ωστόσο, η θέση του ήταν πως δεν είχε εξηγηθεί εν προκειμένω, «γιατί η διερεύνηση μπορεί να συνεχίζεται και μετά την καταχώριση του κατηγορητηρίου».
Αντιλαμβάνομαι πως η θέση του αιτητή δεν είναι ότι αυτό έγινε σκόπιμα για να εξαπατήσει η Αστυνομία το κατώτερο Δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, εάν διατείνεται ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο, δεν διαπιστώνω δόλο ή ψευδορκία, η οποία, ως γνωστό, θα πρέπει να προκύπτει σαφώς και ολοφάνερα από το πρακτικό της διαδικασίας. Όπως τέθηκε στη Μονομερή Αίτηση για Εξασφάλιση Άδειας Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, Πολ. Αίτηση 139/2019, ημερ. 5.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:D461:
«Ο δόλος και η ψευδορκία αναγνωρίζονται ως λόγοι ακύρωσης μιας πράξης κατώτερου δικαστηρίου, πλην όμως όταν πρόκειται για σαφή και ολοφάνερη περίπτωση. Το ζήτημα εξηγείται στο σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα, Π. Αρτέμης, σελ. 130-136. Δεν τίθεται θέμα προσαγωγής εκατέρωθεν μαρτυρίας και εκτίμησης της, ή έστω εκτίμησης εκατέρωθεν θέσεων επί γεγονότων. Ο δόλος και η ψευδορκία πρέπει να προκύπτουν σαφώς και ολοφάνερα από το ίδιο το πρακτικό της διαδικασίας. Όπως ελέχθη στην υπόθεση R. v. Ashford (Kent) Justices, ex-parte, Richley [1955] 3 All ER 604:
«.an order of Certiorari to quash proceedings on the ground that they were procured by fraud or perjury should seldom if ever be made unless the facts regarding the alleged fraud or perjury have either been the subject of a conviction in regular criminal proceedings against the person to whom the fraud or perjury is imputed, or else have been admitted by something amount to a confession by such person .»
(βλ. επίσης In Re Charalambous (1985) 1 CLR 746).»
Στην Αναφορικά με την Αίτηση του Σ. Σ. για Άδεια για την Καταχώριση Αίτησης για Έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, Πολ. Αίτηση Αρ. 145/2022, ημερ. 23.9.2022, ECLI:CY:AD:2022:D364, το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας τη θέση του αιτητή περί ύπαρξης ψευδορκίας, σημείωσε τα ακόλουθα:
«Στην προκείμενη περίπτωση δεν ευρισκόμεθα ενώπιον τέτοιας περίπτωσης όπου, δηλαδή, έχει καταδειχθεί ζήτημα ψευδορκίας ως αδιαμφισβήτητο γεγονός. Τα όσα κατέθεσε ο μάρτυρας στη διαδικασία που έγινε ενώπιον του Δικαστηρίου των Βάσεων και τα οποία επικαλέστηκε ο Αιτητής, δεν μπορούν να στηρίξουν τέτοιο ζήτημα. Ακόμη και να θεωρούντο ως μια αντίθετη εκδοχή δεν θα ήταν, σε καμία περίπτωση, επιτρεπτή η αξιολόγηση αντίθετων εκδοχών και η κατάληξη στα ανάλογα ευρήματα.»
Όσον αφορά στην υποχρέωση της Αστυνομίας όταν αυτή αξιώνει θεραπείες με μονομερή Αίτηση, το πιο κάτω απόσπασμα από την Αναφορικά με την Αίτηση του Λ. Λ. για την Καταχώριση Αίτησης για την Έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, Πολ. Έφεση Αρ. 33/2024, ημερ. 20.12.2024, είναι σχετικό:
«Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε για το εξυπακουόμενο καθήκον της Αστυνομίας, όταν αυτή αξιώνει θεραπείες με μονομερείς Αιτήσεις, να προβαίνει σε αποκάλυψη «δεδομένων και στοιχείων τα οποία είναι ευθέως σχετικά ή έστω δεδομένων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ουσιώδη αναφορικά με τις δικαιοδοτικής φύσεως προϋποθέσεις έκδοσης του υπό συζήτηση Εντάλματος Σύλληψης» (Αναφορικά με την Αίτηση του Ν.Κ. για την Έκδοση Εντάλματος Certiorari και/ή Prohibition, Πολ. Έφ. Αρ. 19/22, ημερ. 13.1.2023, ECLI:CY:AD:2023:B79, ΕCLI:CY:AD:2023:B79). Τα όσα καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με το πιο πάνω θέμα, με παραπομπή στη Ζερβού (2009) 1(B) A.A.Δ. 1316, μας βρίσκουν σύμφωνους.»
Στην πιο πάνω έφεση αποφασίστηκε πως δεν υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων και μάλιστα τέτοιων γεγονότων που επηρέασαν το νόμιμο της έκδοσης του εντάλματος σύλληψης.
Με δεδομένη την ορθή θέση του αιτητή ότι η διερεύνηση μπορεί να συνεχίζεται και μετά την καταχώριση κατηγορητηρίου, αυτός ουσιαστικά παραδέχεται πως εν προκειμένω η Αστυνομία ενομιμοποιείτο να ζητήσει το προσβαλλόμενο διάταγμα τη δεδομένη χρονική στιγμή αφού υπήρχε ακόμη ανακριτικό έργο. Να σημειωθεί εδώ ότι στον όρκο που χρησιμοποιήθηκε για την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος γινόταν συγκεκριμένη αναφορά ότι:
«Η έκδοση του αιτούμενου εντάλματος για πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Από το καταγεγραμμένο περιεχόμενο, που ενδεχομένως θα εντοπιστεί στις συγκεκριμένες συσκευές τηλεφώνων και στις κάρτες SIM, εύλογα πιστεύεται ότι θα διαπιστωθεί επικοινωνία μεταξύ των υπόπτων ή και άλλων εμπλεκομένων προσώπων, η οποία να συνιστά μαρτυρία εναντίον τους για την διάπραξη των αδικημάτων και θα καθορίσει την εμπλοκή και τον ρόλο ενός εκάστου εξ αυτών».
Οι λόγοι που επιβάλλουν την καταχώριση ενός κατηγορητηρίου πριν από την συμπλήρωση όλου του ανακριτικού έργου, μπορεί να ποικίλουν, και ασφαλώς δεν ενδιαφέρουν την παρούσα διαδικασία. Το ουσιώδες είναι πως η καταχώριση κατηγορητηρίου δεν αφοπλίζει τις ανακριτικές αρχές και δεν απαγορεύει σε αυτές να προβαίνουν σε περαιτέρω διερεύνηση, η οποία ενδεχομένως να φέρει στο φως νέα δεδομένα και νέα στοιχεία, τα οποία δυνατόν να επενεργούν και προς όφελος των κατηγορουμένων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Πόσω μάλλον εν προκειμένω, που τα κινητά τηλέφωνα εντοπίστηκαν και κατασχέθηκαν από την Αστυνομία πριν από την κατ΄ ισχυρισμόν καταχώριση του κατηγορητηρίου και υπό περιστάσεις οι οποίες απεκάλυπταν εύλογη υποψία ή πιθανότητα αυτά να περιείχαν ιδιωτική επικοινωνία, η οποία συνδέεται ή είναι συναφής με τα κατ΄ ισχυρισμόν διαπραχθέντα ποινικά αδικήματα, τα οποία, ως ελέχθη, αφορούν σε εμπορία μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών, τάξεως Α και Β.
Έχω θέσει ενώπιον μου όλους τους λόγους για τους οποίους επιδιώκεται η εξασφάλιση της άδειας, υπό το φως και των όσων ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος. Καταλήγω πως ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου είχαν τεθεί τα ουσιώδη γεγονότα και πως η μη αναφορά στην κατ΄ ισχυρισμόν καταχώριση του κατηγορητηρίου δεν ήταν γεγονός ευθέως σχετικό με τις προϋποθέσεις έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος και κατ΄ επέκταση η μη αναφορά σε αυτό δεν είχε μολύνει την κρίση ως προς τις δικαιοδοτικής φύσεως προϋποθέσεις για την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος (Ζερβού (ανωτέρω)).
Ως γνωστό, άδεια δίδεται εκεί όπου διαπιστώνεται συζητήσιμη υπόθεση για συγκεκριμένους λόγους. Όπως τέθηκε στην Αναφορικά με την Αίτηση του ΧΧΧ Μιτέλα για Άδεια για την Καταχώριση Αίτησης για την Έκδοση Εντάλματος Certiorari και/ή Prohibition, Πολ. Έφεση Αρ. 43/2019, ημερ. 2.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:A121:
«Επιγραμματικά, συνιστά βασική αρχή ότι το Δικαστήριο στην πορεία εξέτασης αιτήσεων αυτής της μορφής δεν υπεισέρχεται στην ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, αλλά περιορίζεται στην εξέταση της νομιμότητάς της. Ο αιτητής θα πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και αφορά στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται, εκ πρώτης όψεως, από το πρακτικό του Δικαστηρίου, υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη, δόλος και παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης».
Στην Αναφορικά με την Αίτηση της ΧΧΧ Πετρίδου για Άδεια Καταχωρίσεως Αιτήσεως για Έκδοση Ενταλμάτων Certiorari και Prohibition, Πολ. Έφεση Αρ. 133/2019, ημερ. 12.2.2020, ECLI:CY:AD:2020:A56, επαναλαμβάνεται ότι «Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας για καταχώριση Αίτησης για Προνομιακό Ένταλμα τύπου Certiorari, ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για συγκεκριμένους λόγους».
Εν προκειμένω, το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου εκάλυπτε όλες τις προϋποθέσεις του νόμου, και κατ΄ επέκταση ενομιμοποιούσε αυτό να εκδώσει το προσβαλλόμενο διάταγμα.
Εν κατακλείδι, ο αιτητής απέτυχε να ικανοποιήσει το Ανώτατο Δικαστήριο ότι έχει στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση για να του δοθεί η αιτούμενη άδεια (Αναφορικά με την Αίτηση των ΧΧΧ Αυγουστή κ.ά. για Άδεια για την Καταχώριση Αίτησης για την Έκδοση Εντάλματος Certiorari, Πολ. Έφεση Αρ. 376/2018, ημερ. 1.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:A265).
Η Αίτηση απορρίπτεται.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο