ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΈΦΕΣΗ ΑΡ. 251/2015
29 Οκτωβρίου, 2025
[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΤΥΛΛΗΡΟΥ
Εφεσείοντας/Αιτητής
v.
1. ΚΕΡΜΙΑ ΛΤΔ
2. ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΥ
Εφεσίβλητων/Καθ’ ων η Αίτηση
---------------------------
Δ. Καμένος μαζί με Κ.Κ. Καμένο, για τον Εφεσείοντα
Μ. Αντωνίου (κα), για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη αρ.1
Ζ. Χαραλάμπους (κα), για τον Εφεσίβλητο αρ.2
.................
Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ. Η παρούσα έφεση, καταχωρίστηκε ως αποτέλεσμα απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, το Δικαστήριο, στην πρωτογενή αίτηση αρ. 796/2011, η οποία κατέληξε σε βάρος του αιτητή σε αυτή, εφεσείοντα. Με την εν λόγω απόφαση κρίθηκε ότι ο αιτητής, ο οποίος στις 24.12.2010 είχε απολυθεί ως πλεονάζον, δεν δικαιούτο σε αποζημίωση από το Ταμείο διά πλεονάζον προσωπικό, το Ταμείο, για το λόγο ότι στις 11.7.2010 είχε συνταξιοδοτηθεί ως μεταλλωρύχος. Ο αιτητής προσέβαλε την πιο πάνω απόφαση με πέντε συναπτούς λόγους έφεσης. Συναφώς, να αναφερθεί ότι η αίτηση του ενώπιον του Δικαστηρίου, εστρέφετο εναντίον δύο νομικών προσώπων. Της εταιρείας, η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο δραστηριοποιείτο στον οικοδομικό τομέα και εργοδοτούσε τον αιτητή ως οικοδόμο (κτίστη) και, διαζευκτικά εναντίον του Ταμείου. Στην έφεση, οι τελευταίοι εμφανίζονται ως οι εφεσίβλητοι 1 και 2, αντίστοιχα.
Ο εφεσείων, με την πιο πάνω αίτηση του αξίωνε εναντίον της εφεσίβλητης 1:
«Α) …αποζημιώσεις λόγω αδικαιολόγητης και παράνομης απόλυσης, για τη συνεχή περίοδο απασχόλησης του από 22.9.1986 μέχρι 24.12.2010».
Διαζευκτικά, αξίωνε εναντίον του Ταμείου, εφεσίβλητου 2:
«Β)…πληρωμή λόγω πλεονασμού για την ίδια πιο πάνω συνεχή περίοδο απασχόλησης του».
Σύμφωνα με τα αναμφισβήτητα γεγονότα, ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσείοντα μετά από 24 και πλέον χρόνια υπηρεσίας στην εφεσίβλητη 1, οφείλετο σε σημαντική μείωση των εργασιών της τελευταίας, σε βαθμό που την οδήγησε στην πλήρη κατάργηση του οικοδομικού τομέα, στον οποίο απασχολείτο ο εφεσείων. Το Δικαστήριο έκρινε, επομένως, ότι αυτός ήταν πλεονάζον και ως εκ τούτου θα δικαιολογείτο να του καταβληθεί αποζημίωση από το Ταμείο. Ωστόσο, διαπίστωσε επίσης ότι αυτός είχε συμπληρώσει ήδη τη συντάξιμη ηλικία και από τις 11.7.2010 λάμβανε σύνταξη ως μεταλλωρύχος, έχοντας εργαστεί για περίοδο πέντε χρόνων, στη συγκεκριμένη εργασία, ήτοι μεταξύ των ετών 1969 και 1974.
Τα ευρήματα, ανωτέρω, στα οποία προέβη το Δικαστήριο μετά από την αξιολόγηση της κατατεθείσας ενώπιον του μαρτυρίας, δεν θα μπορούσαν να προσβληθούν με έφεση. Τούτο, καθότι σύμφωνα με το άρθρο 12(11Α) του περί Ετησίων Αδειών Μετ’ Απολαβών Νόμου του 1967, Νόμος 8/1967, όπως έχει τροποποιηθεί, απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου «…υπόκειται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει οποιουδήποτε λόγου που συνεπάγεται νομικό σημείο μόνο…». Ως εκ της πρόνοιας αυτής, τα ευρήματα του Δικαστηρίου επί των γεγονότων, λαμβάνονται ως δεδομένα. Κατά συνέπεια με τους λόγους έφεσης, η διαφορά μεταξύ των μερών ανάγεται, σε ζήτημα ερμηνείας και εφαρμογής των σχετικών με τη διαφορά νομοθετικών διατάξεων.
Κατ’ αρχάς, να λεχθεί ότι από τα πιο πάνω ευρήματα του Δικαστηρίου, δεν χωρεί αμφιβολία ότι, η απόλυση του εφεσείοντος οφείλετο στον τερματισμό των εργασιών της εφεσίβλητης 1, στον τομέα που ο τελευταίος εργοδοτείτο. Κατά συνέπεια, δικαιολογείτο και η κατάληξη του ότι αυτός ήταν πλεονάζον. Επομένως, η αμφισβήτηση από τους τρεις πρώτους λόγους έφεσης των θεμάτων που εγείρονται σε σχέση με την πιο πάνω πτυχή, και δη η αναφορά, δήθεν, από το Δικαστήριο σε λανθασμένες πρόνοιες του νόμου και σε μη σχετική νομολογία, σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων αμφισβητεί την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι, λόγω της συνταξιοδότησης του αυτός δεν δικαιούτο σε αποζημίωση από το Ταμείο. Το θέμα τούτο εξετάστηκε αποκλειστικά στη βάση συγκεκριμένων προνοιών του Νόμου 24/1967, και του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010, Νόμος 59(Ι)/2010.
Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εξέτασης που διενήργησε, παράθεσε κατ’ αρχάς τον ορισμό της «συντάξιμης ηλικίας» από το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου 59(Ι)/2010. Σημαίνει, «την ηλικία των εξήντα πέντε (65) ετών, σε περίπτωση όμως προσώπου που δικαιούται θεσμοθετημένη σύνταξη με βάση το άρθρο 36, σημαίνει την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών και αυτή αναπροσαρμόζεται από το 2018, με τρόπο που θα καθορίζεται με Κανονισμούς, κάθε πέντε (5) χρόνια με βάση τη μεταβολή του προσδόκιμου ζωής κατά τη συντάξιμη ηλικία, με πρώτη αναπροσαρμογή που θα αντιστοιχεί στη μεταβολή του προσδόκιμου ζωής της πενταετίας 2018 μέχρι 2023».
Σημαντικό, επομένως, είναι και το άρθρο 36 του εν λόγω νόμου, το οποίο υπό τον τίτλο «Μείωση συντάξιμης ηλικίας μεταλλωρύχων» προβλέπει ότι:
«36.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 35, στην περίπτωση προσώπου που απασχολήθηκε ως μεταλλωρύχος μετά τις 7 Ιανουαρίου 1957 για χρονικό διάστημα τριών (3) τουλάχιστον ετών, η συντάξιμη ηλικία μειώνεται κατά ένα (1) μήνα για κάθε πέντε (5) μήνες τέτοιας απασχόλησης, σε καμιά όμως περίπτωση, δεν μειώνεται κάτω των πενήντα οκτώ (58) ετών.
(2) Η κατά το εδάφιο (1) μείωση της συντάξιμης ηλικίας ισχύει μόνο στην περίπτωση προσώπου που έπαυσε να εργάζεται σε μεταλλείο.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-
«μεταλλείο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 3 τον περί Ρυθμίσεως Μεταλλείων και Λατομείων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται και∙
«μεταλλωρύχος» σημαίνει μισθωτό, απασχολούμενο υπογείως ή επιφανειακώς σε μεταλλείο, σε εργασία που έχει άμεση σχέση με την παραγωγή ή τον εμπλουτισμό του μεταλλεύματος.»
Στην προκειμένη περίπτωση, ο εφεσείων γεννήθηκε στις 11.8.1948, επομένως, κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ηλικίας πέραν των 62 χρονών, χωρίς να είχε συμπληρώσει το 63ο έτος. Πρόσθετα, οι πιο άνω πρόνοιες πρέπει να διαβαστούν υπό το πρίσμα του άρθρου 19(1) του Νόμου 24/1967. Συγκεκριμένα, το πιο πάνω άρθρο αναφέρει τα εξής:
«άρθρο 19.-(1) Εργοδοτούμενος δε δικαιούται σε πληρωμή λόγω πλεονασμού, αν πριν από την ημερομηνία του τερματισμού της απασχόλησης του συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία.»
Παρεμπιπτόντως, για ό,τι ενδιαφέρει, ανάλογη πρόνοια υπάρχει και στο άρθρο 4[1] του πιο πάνω νόμου, σε σχέση με τον τερματισμό της απασχόλησης εργοδοτουμένου που συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία.
Στη βάση των πιο πάνω προνοιών καθίσταται σαφές ότι, ο εφεσείων γεννηθείς στις 11.8.1948, με δεδομένη τη συνταξιοδότηση του στις 11.7.2010, ως μεταλλωρύχος, δεν δικαιούτο σε αποζημίωση ως πλεονάζον από τον εφεσίβλητο 2, ήτοι το Ταμείο. Τέλος, παρατηρείται ότι η εξέταση της υπόθεσης από τον ευπαίδευτο Δικαστή ήταν ενδελεχής και άρτια αιτιολογημένη από κάθε άποψη, ώστε να μην τίθεται θέμα μη δίκαιης δίκης, ως ο πέμπτος λόγος έφεσης. Επομένως, κανείς από τους προαναφερθέντες λόγους έφεσης είναι δυνατό να επιτύχει.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται. Δεδομένης της φύσης και των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης, ακολουθώντας το παράδειγμα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, δεν εκδίδεται και κατ’ έφεση οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/γκ
[1] 4. Εργοδοτούμενος δεν δικαιούται εις αποζημίωσιν λόγω τερματισμού της απασχολήσεως του δυνάμει του παρόντος Νόμου εάν προ της ημερομηνίας του τερματισμού της απασχολήσεως του συνεπλήρωσε την συντάξιμη ηλικία.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο