ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΧΙΤΗ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Αίτηση Αρ. 29/2025, 7/10/2025
print
Τίτλος:
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΧΙΤΗ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Αίτηση Αρ. 29/2025, 7/10/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9(3)(γ) ΤΟΥ Ν. 33/1964

 

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ

 

(Αίτηση Αρ. 29/2025)

                                                        

                                                       

7 Οκτωβρίου, 2025

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TOY ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΧΙΤΗ

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ 253/2024, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 28/05/2025, ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

Μεταξύ:

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΧΙΤΗ

 

Εφεσείοντα στο Εφετείο,

 

ΚΑΙ

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

 

Εφεσίβλητης στο Εφετείο.

 

______________________________________________

 

     Αλ. Χρ. Αλεξάνδρου, για τον Αιτητή.

 

 Μ. Αντωνίου, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Καθ’ης η Αίτηση.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

______________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής/Εφεσείων στην αναφερόμενη στον τίτλο απόφαση του Εφετείου αρ. 253/2024, στην οποία εκδόθηκε απόφαση από το Εφετείο στις 28/5/2025, καταχώρισε την υπό κρίση Αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, επιζητώντας άδεια για να υποβάλει αίτηση δυνάμει του Άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων 1964 έως (3) του 2023 (εφεξής «ο Νόμος»).

 

Η πιο πάνω απόφαση εκδόθηκε σε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ημερ. 4/10/2024, δια της οποίας επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των 18 μηνών και μικρότερη αυτή του ενός μηνός, σε διάφορες κατηγορίες στις οποίες είχε βρεθεί ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής.

 

Το Εφετείο με την απόφαση του απέρριψε τους έξι Λόγους Έφεσης που είχαν προβληθεί εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με τους Λόγους Έφεσης ο Αιτητής είχε προβάλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο του είχε επιβάλει έκδηλα υπερβολική ποινή, χωρίς να αποδώσει ουσιαστικά βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες, ότι έκανε λανθασμένη αναφορά σε αυθεντίες ανόμοιες με τα γεγονότα της υπόθεσης, ότι έκρινε λανθασμένα ότι ο Αιτητής είχε ενεργήσει με προσχεδιασμό και κατά παράβαση των αρχών της νομολογίας, καθώς και ότι έσφαλλε στην απόφαση του να μην αναστείλει τις επιβληθείσες ποινές φυλάκισης και ότι λανθασμένα κατέληξε σε ενεργοποίηση ανασταλείσας ποινής φυλάκισης.

 

Μετά την έκδοση της Απόφασης του Εφετείου ακολούθησε η καταχώριση από τον Αιτητή της παρούσας Αίτησης, με την οποία ζητά άδεια για την εκδίκαση νομικών θεμάτων που, όπως αναφέρεται, προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου.

 

Η Καθ’ης η Αίτηση καταχώρισε Ένσταση στη βάση του ότι δεν προβάλλεται νομικό θέμα το οποίο να εντάσσεται σε οποιοδήποτε από τους λόγους του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου 33/1964 για τους οποίους θα μπορούσε να δοθεί άδεια.

 

Το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου προνοεί ότι, από την 1η Ιουλίου 2023, το Ανώτατο Δικαστήριο: 

 

«αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αιτήσεως, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας πολιτικής ή ποινικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου και συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, κατά την υπ' αυτού ενασκουμένη πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία:

 

Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω, υποβαλλομένη αίτηση δέον να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την οικεία απόφαση νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα το αίτημα, προκειμένου το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει την απαιτούμενη άδεια:

 

Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Zutphen κ.ά., Αρ. Αίτησης 2/2023, ημερ. 30/1/2024:

 

«Προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου ότι η δικαιοδοσία αφορά στην επίλυση νομικών θεμάτων. Τα νομικά αυτά θέματα πρέπει να προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου.  Περαιτέρω, τα νομικά αυτά θέματα πρέπει να συναρτώνται:

 

-  με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας, ή

-  με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή

-   με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, ή

-   ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας, ή

-   ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου.

 

Και η αίτηση για άδεια πρέπει να προσδιορίζει σαφώς τα νομικά αυτά θέματα και επίσης να προσδιορίζει τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που υποστηρίζουν το αίτημα.» 

 

Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Δομίνικου Κολλίτση (Δ.Β.Γ.Κ) v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αίτηση Αρ. 10/2024, ημερ. 11/9/2024, το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου προβλέπει τη δυνατότητα παροχής άδειας για εκδίκαση σε τρίτο βαθμό νομικών ζητημάτων που σαφώς χρήζουν είτε νέας ερμηνείας κατ' απόκλιση από την υπάρχουσα νομολογία, είτε ορθής ερμηνείας όπου η μέχρι στιγμής ερμηνεία δεν είναι σαφής, είτε σαφήνειας όπου υπάρχουν αντικρουόμενες αποφάσεις, είτε αφορά θέμα δημοσίου συμφέροντος. 

 

Στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 2023, με τον Κανονισμό 9(2)(α)(iv) προβλέπεται ότι για τη χορήγηση άδειας επισυνάπτεται έκθεση Νομικών Θεμάτων που προκύπτουν από την Απόφαση του Εφετείου, σε ξεχωριστές αριθμημένες παραγράφους και ξεχωριστή αιτιολογία για το κάθε ένα, ενώ στον Κανονισμό 9(2)(β) αναφέρεται ότι στην αίτηση παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να χορηγηθεί άδεια. Περαιτέρω, ο Κανονισμός 14(1)(α) προβλέπει ότι, όπου το Δικαστήριο χορηγεί άδεια, η έκθεση Νομικών Θεμάτων θα αποτελεί το έγγραφο στη βάση του οποίου θα διεξάγεται η ακρόαση. Όπως είχαμε την ευκαιρία να επισημάνουμε σε πρόσφατες Αποφάσεις μας, αυτό σημαίνει ότι το νομικό ζήτημα πρέπει να είναι διατυπωμένο με τρόπο ώστε να καθίσταται ευχερής η εξέταση του ως έχει.

 

Η πρώτη επιφύλαξη του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου απαιτεί όπως η αίτηση προσδιορίζει σαφώς τα Νομικά Θέματα που προκύπτουν από την Απόφαση του Εφετείου, καθώς επίσης τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που τα υποστηρίζουν. 

 

Στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων που επισυνάπτεται στην Αίτηση για άδεια καταγράφονται τέσσερα «Νομικά Ζητήματα», τα οποία συνοδεύονται από αιτιολογία. Κρίνεται σκόπιμη η μεταφορά των εν λόγω «Νομικών Ζητημάτων», αυτούσια, χωρίς την αιτιολογία που τα συνοδεύει:

 

«1ο Νομικό Θέμα

Η απόφαση του Εφετείου ημερ. 28.5.2025, αντιστρατεύεται και/ή έρχεται σε κάθετη σύγκρουση με τις νομολογιακές αρχές και/ή συνιστά διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας, που είναι καλά καθιερωμένες, σε σχέση με τον τρόπο αντιμετώπισης από τα Δικαστήρια μας, νεαρών παραβατών όπου το στοιχείο της αναμόρφωσης αυτών, έχει βαρύνουσα σημασία, παρά η τιμωρία αυτών. Περαιτέρω η απόφαση του Εφετείου έρχεται σε κάθετη σύγκρουση με τις γενικότερες διαστάσεις των επιδιώξεων της επιβαλλόμενης ποινής, να δικαιώνονται με αναφορά στην ανάγκη αναμόρφωσης και όχι στην τιμωρία για χάριν της τιμωρίας, σε σχέση με νεαρούς παραβάτες».

 

 

 

«2ο Νομικό Θέμα

Η Εφετειακή απόφαση συγκρούεται με τις αρχές της αναλογικότητας και της συνολικότητας και/ή συνιστά διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας, που είναι καλά καθιερωμένες μέσα από τη νομολογία μας και ειδικότερα οι διαβαθμίσεις στη βαρύτητα ενός εγκλήματος εξαρτάται από τα περιστατικά κάθε υπόθεσης και η τιμωρία να είναι ανάλογη της πράξης του παραβάτη».

 

«3ο Νομικό Θέμα

Η απόφαση του Εφετείου ημερ. 28.5.2025 ενώ διαπιστώνει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο, διέπραξε σφάλμα, καθ’ ότι θεώρησε λανθασμένα στην απόφαση του, ότι ο αιτητής αντιμετώπιζε κατηγορία διάρρηξης εν καιρώ νυκτός, όπου προνοείται ποινή φυλάκισης 10 ετών, και επειδή σε άλλα δύο σημεία της απόφασης του το Πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει αφ’ ενός το μέγιστο της ποινής φυλάκισης που προβλέπει ο νόμος, σε σχέση με την κατηγορία που αντιμετώπιζε ο αιτητής, και αφ’ ετέρου σε άλλο σημείο ότι διέπραξε τα αδικήματα κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενεργώντας κατά παράβαση της πάγιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και θέτοντας ουσιαστικά νέες νομολογιακές αρχές, αρνήθηκε να επέμβει στο ύψος της ποινής που επέβαλε το Πρωτόδικο Δικαστήριο».

 

«4ο Νομικό Θέμα

«Η απόφαση του Εφετείου ημερ. 28.5.2025 φαίνεται ότι λήφθηκε κατόπιν πλάνης για τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, και/ή σε σχέση με τις προηγούμενες καταδίκες του αιτητή, και συγκεκριμένα ο αιτητής είχε δύο προηγούμενες καταδίκες ήτοι στην ποινική υπόθεση υπ’ αρ. 4426/23 όπου του επιβλήθηκε ποινή 16 μηνών άμεσης φυλάκισης και την ποινική υπόθεση 2733/22 όπου του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 30 μηνών, με τριετή αναστολή στις 28.2.2024, το Εφετείο θεώρησε λανθασμένα ότι και στις δύο πιο πάνω υποθέσεις οι ποινές φυλακίσεως που επιβλήθηκαν στον αιτητή είχαν ανασταλεί. Το αναφερόμενο σφάλμα του Εφετείου είναι ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας και/ή συνιστά παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης, καθ’ ότι η Εφετειακή απόφαση στηρίχθηκε επί λανθασμένων στοιχείων».

 

Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις παροχής άδειας στη βάση του Άρθρου(3)(γ) του Νόμου. Έχουμε προς τούτο με προσοχή εξετάσει τις θέσεις, αναφορές και εισηγήσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των δύο πλευρών, όπως αυτές προωθήθηκαν μέσω των Γραπτών τους Αγορεύσεων.

 

Εν πρώτοις και πριν εξετασθεί το περιεχόμενο τους, θα πρέπει να επισημανθεί πως, όπως είναι διατυπωμένα και τα τέσσερα Νομικά Θέματα, αυτά δεν συνιστούν νομικά θέματα, παρά μόνο διατυπώνεται παράπονο εκ μέρους του Αιτητή ότι η απόφαση του Εφετείου «έρχεται σε κάθετη σύγκρουση με τις νομολογιακές αρχές», «συνιστά διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας», «ενεργεί κατά παράβαση της πάγιας νομολογίας» και «συνιστά παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης». Σε τέτοιας φύσεως αιτήσεις απαιτείται σαφής προσδιορισμός αμιγώς νομικού θέματος για το οποίο επιζητείται απάντηση που  αφορά όχι μόνο την υπό κρίση περίπτωση, αλλά και να αποτελεί γενικότερη καθοδήγηση επί του θέματος.

 

Πέραν της πιο πάνω διαπίστωσης ως προς τον τρόπο διατύπωσης των υπό συζήτηση «Νομικών Θεμάτων», εξέταση του ίδιου του περιεχομένου τους αποκαλύπτει, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, ότι τα όσα εγείρει ο Αιτητής δεν εμπίπτουν σε οποιαδήποτε από τις αυστηρές προϋποθέσεις που το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου εξαντλητικά καταγράφει. Κατ’ ακρίβεια, τα αναφερόμενα ως «Νομικά Θέματα», ουδόλως συναρτώνται με διαφοροποίηση της υφιστάμενης νομολογίας, ορθή ερμηνεία νομοθεσίας και ζητήματα γενικής δημόσιας σημασίας και συμφέροντος.

 

Μέσω του «1ου Νομικού Θέματος» ό,τι προτάσσεται από πλευράς Αιτητή είναι ότι «η απόφαση του Εφετείου ημερ. 28.5.2025, αντιστρατεύεται και/ή έρχεται σε κάθετη σύγκρουση με τις νομολογιακές αρχές και/ή συνιστά διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας, που είναι καλά καθιερωμένες, σε σχέση με τον τρόπο αντιμετώπισης από τα Δικαστήρια μας, νεαρών παραβατών όπου το στοιχείο της αναμόρφωσης αυτών, έχει βαρύνουσα σημασία, παρά η τιμωρία αυτών». Μέσω δε του «2ου Νομικού Θέματος» προβάλλεται ότι «η Εφετειακή απόφαση συγκρούεται με τις αρχές της αναλογικότητας και της συνολικότητας» της ποινής «και/ή συνιστά διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας, που είναι καλά καθιερωμένες μέσα από τη νομολογία μας» σε ό,τι αφορά τις διαβαθμίσεις στη βαρύτητα ενός εγκλήματος αναλόγως των περιστατικών της υπόθεσης και της παραβατικής συμπεριφοράς.

 

Είναι σημαντικό εξαρχής να επισημάνουμε ότι η αναφορά στο περιεχόμενο  τόσο του «1ου Νομικού Θέματος» όσο και του «2ου Νομικού Θέματος» σε «διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας» δεν θα πρέπει να αφεθεί να προκαλέσει σύγχυση ή εντυπώσεις, ότι δηλαδή, τα εν λόγω «Νομικά Θέματα» συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Κ. Καντούνα, Αρ. 40/2024, ημερ. 6/2/2025). Όπως επεξηγήθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των 1. Μ. Γαβριηλίδη κ.ά., Αίτηση Αρ. 2/2024, ημερ. 11/11/2024, ζήτημα διαφοροποίησης πάγιας νομολογίας προκύπτει όταν το Εφετείο εφάρμοσε την πάγια νομολογία αλλά ο αιτητής εισηγείται ότι αυτή δικαιολογείται να διαφοροποιηθεί. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, ό,τι στην πραγματικότητα επικαλείται ο Αιτητής είναι ότι το Εφετείο δεν ακολούθησε τη νομολογία και, ως εκ τούτου, η Απόφαση του είναι εσφαλμένη. Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Καντούνα (ανωτέρω): «Όταν το Εφετείο σφάλλει γιατί παραγνωρίζει και δεν ακολουθεί την πάγια νομολογία, κάτι που δεν πρέπει να συμβαίνει, δεν εγείρεται κανένα νομικό ζήτημα συναρτώμενο με διαφοροποίηση της πάγιας νομολογίας. Απλώς η απόφαση του Εφετείου είναι εσφαλμένη».

 

Όσον αφορά το «3ο Νομικό Θέμα», αφού επισημαίνει ο Αιτητής ότι ενώ το Εφετείο στην Απόφαση του είχε διαπιστώσει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα είχε θεωρήσει ότι αντιμετώπιζε κατηγορία διάρρηξης εν καιρώ νυκτός, για την οποία προνοείται κατ’ ανώτατο όριο ποινή φυλάκισης 10 ετών, επιχείρησε στη συνέχεια να υποβαθμίσει το πιο πάνω σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου με παραπομπή σε δύο σημεία της απόφασης του, όπου αυτό κάνει αναφορά για το μέγιστο της ποινής που προβλέπεται για την κατηγορία που αντιμετώπιζε ο Αιτητής, καθώς και το ότι διέπραξε τα αδικήματα κατά τη διάρκεια ημέρας. Με τον τρόπο αυτό, ως είναι η θέση του Αιτητή, το Εφετείο ενήργησε «κατά παράβαση πάγιας νομολογίας, και θέτοντας ουσιαστικά νέες νομολογιακές αρχές», αρνήθηκε να επέμβει στο ύψος της ποινής που επιβλήθηκε πρωτόδικα.

 

Περαιτέρω, μέσω του «4ου Νομικού Θέματος» ό,τι προβάλλεται από τον Αιτητή είναι ότι η απόφαση του Εφετείου λήφθηκε με πλάνη ως προς τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και ειδικότερα σε σχέση με δύο προηγούμενες καταδίκες του Αιτητή για τις οποίες το Εφετείο, όπως υποστηρίχθηκε, λανθασμένα θεώρησε ότι οι ποινές φυλάκισης που είχαν επιβληθεί στον Αιτητή είχαν ανασταλεί.

 

Είναι σαφές ότι μέσω των όσων πιο πάνω προβάλλονται τόσο στο «3ο Νομικό Θέμα» όσο και στο «4ο Νομικό Θέμα», εκείνο που στην πραγματικότητα διατυπώνεται από μέρους του Αιτητή είναι η διαφωνία του με την Απόφαση του Εφετείου εις το ότι, στην μεν πρώτη περίπτωση δεν εφάρμοσε, όπως είναι ο ισχυρισμός του Αιτητή, «την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου», στη δε δεύτερη περίπτωση ότι υπήρξε παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης.

 

Δεν είναι, όμως, αυτή η τριτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η τριτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αφορά αποκλειστικά και μόνο νομικά σημεία όπως αυτά προκύπτουν ξεκάθαρα μέσα από την Απόφαση του Εφετείου και όχι κατ’ ισχυρισμό λάθη του Εφετείου. Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Κλεοβούλου, Αίτηση Αρ. 6/2023, ημερ. 3/6/2024, «Η δικαιοδοσία δεν αφορά σε έφεση κατά της απόφασης του Εφετείου, πόσο μάλλον επανακρόαση της έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης».

 

Δεδομένων των πιο πάνω, ό,τι επιχειρείται και ό,τι αξιώνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο είναι καινούρια κρίση και μια δεύτερη ευκαιρία επί των γεγονότων της υπόθεσης, ζήτημα το οποίο σαφώς και δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του, όπως αυτή καθορίζεται από το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου. Η παροχή άδειας στη βάση του εν λόγω Άρθρου δεν συναρτάται με το εσφαλμένο ή μη της Απόφασης που εξεδόθη από το Εφετείο. Ούτε και άπτεται του κατά πόσο το Ανώτατο Δικαστήριο εναρμονίζεται ή όχι με την κρίση του Εφετείου. Εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του εν λόγω Άρθρου.

 

Ως αποτέλεσμα των όσων πιο πάνω αναφέρθηκαν, είναι η κατάληξη μας ότι δεν τεκμηριώθηκαν οι προϋποθέσεις παροχής άδειας για σκοπούς ενεργοποίησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη βάση του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου. 

 

 

 

 

Η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα €1500 εις βάρος του Αιτητή.

 

 

 

 

 

                                     Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

 

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

                                      Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο