ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) του Ν. 33/1964
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ
(Αρ. Αίτησης 32/2025)
21 Οκτωβρίου, 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ Ε49/2025, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 27/06/2025, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΜΕΤΑΞΥ:
Μ.Ν.
Εφεσείοντα – Καθ’ ου η Αίτηση
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ
Εφεσίβλητης – Αιτήτριας
Ρ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Αιτήτρια.
Πελεκάνος & Πελεκάνου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Καθ’ ου η Αίτηση.
…………………
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση η Αιτήτρια ζητά άδεια για την εκδίκαση από το Ανώτατο Δικαστήριο «νομικού θέματος» δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2024 (o N.33/1964).
Η παρούσα Αίτηση ακολούθησε της έκδοσης της απόφασης του Εφετείου ημερ. 27.6.2025 στο πλαίσιο της Πολιτικής Έφεσης Αρ. Ε49/2025, κατά της πρωτόδικης απόφασης για την κράτηση του Καθ’ ου εκκρεμούσης της διαδικασίας έκδοσης του στη Ρωσική Ομοσπονδία.
Όπως καταγράφεται στην απόφαση του Εφετείου, ο Καθ’ ου είχε συλληφθεί στις 20.5.2025 δυνάμει προσωρινού εντάλματος σύλληψης, στη βάση ερυθράς αγγελίας την οποία είχε καταχωρίσει η Ρωσική Ομοσπονδία στο σύστημα της Interpol. Σύμφωνα με την αγγελία, στις 28.8.2024 Δικαστήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του Καθ’ ου για το ποινικό αδίκημα της εξαπάτησης μεγάλης κλίμακας από οργανωμένη ομάδα. Με την αγγελία ζητείτο η επείγουσα σύλληψη του με σκοπό την έκδοση του στη Ρωσική Ομοσπονδία για να δικαστεί για το εν λόγω αδίκημα. Μετά τη σύλληψη του ο Καθ’ ου προσήχθη στις 21.5.2025 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, δυνάμει του άρθρου 9 του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970, Ν.97/1970. Το αιτούν κράτος, εκπροσωπούμενο από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ζήτησε όπως η υπόθεση οριστεί εντός 40 ημερών για να προσκομιστεί η αίτηση έκδοσης του Καθ’ ου και εκδοθεί η σχετική εξουσιοδότηση από τον αρμόδιο Υπουργό δυνάμει του άρθρου 16(4) του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου του 1970, Ν.95/1970 και του άρθρου 7 του Ν.97/1970. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (το πρωτόδικο Δικαστήριο) απέρριψε το αίτημα του Καθ’ ου να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους και διέταξε την κράτηση του, για μικρότερο χρονικό διάστημα, ήτοι μέχρι τις 13.6.2025, ημερομηνία κατά την οποία όρισε την υπόθεση για προγραμματισμό. Στις 13.6.2025 το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε νέο αίτημα του Καθ’ ου να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους και διέταξε την περαιτέρω κράτηση του μέχρι τις 30.6.2025, ημερομηνία κατά την οποία όρισε εκ νέου, για τον ίδιο λόγο, την υπόθεση για προγραμματισμό. Η εν λόγω ημερομηνία ήταν η τελευταία του χρονικού διαστήματος των 40 ημερών για το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 16 του Ν.95/1970, ο Καθ’ ου θα μπορούσε να βρίσκεται υπό κράτηση πριν από την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης του, αλλιώς η κράτηση του αυτοδικαίως έπρεπε να τερματιστεί. Είναι κατά της εν λόγω απόφασης κράτησης του που ο Καθ’ ου καταχώρισε έφεση.
Η θέση του Καθ’ ου στο πλαίσιο της έφεσης ήταν πως υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, η διαταγή κράτησης συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα στην ελευθερία και ασφάλεια. Ισχυρίστηκε ότι δεν τηρήθηκε το απαιτούμενο από τη νομολογία του ΕΔΔΑ καθήκον της δέουσας επιμέλειας αναφορικά με τις διαδικασίες έκδοσης από πλευράς του αιτούντος κράτους και της Κεντρικής Αρχής της Κυπριακής Δημοκρατίας, με συγκεκριμένες αναφορές στα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης. Ήταν η θέση του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει αυτή την παράμετρο και δεν την συνυπολόγισε στη διαμόρφωση της κρίσης του ως προς την κράτηση του Καθ’ ου, καθιστώντας έτσι την πρωτόδικη απόφαση ακροσφαλή η οποία και θα πρέπει να παραμεριστεί.
Η συνήγορος της Αιτήτριας ισχυρίστηκε πως, ως θέμα αρχής, τα κριτήρια για την κράτηση εκζητούμενου τίθενται από το εθνικό δίκαιο, παραπέμποντας στην υπόθεση Carter v. Αρχηγού Αστυνομίας (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 299. Ήταν η θέση της πως τα όσα επικαλείται ο Καθ’ ου δεν ήταν στοιχεία που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για να καταδειχθεί ή όχι η δέουσα επιμέλεια τόσο της Αιτήτριας όσο και τους αιτούντος κράτους.
Το Εφετείο παρέπεμψε στην υπόθεση Sanchez v. Ιταλίας, Προσφυγή Αρ. 11620/2007, ημερ 24.3.2015, στην οποία αποφασίστηκε ότι στις περιπτώσεις έκδοσης για να δικαστεί ο ενδιαφερόμενος, «η προστασία των δικαιωμάτων του ενδιαφερόμενου και η ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας έκδοσης, συμπεριλαμβανομένης και της απαίτησης δίωξης εντός ατόμου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, υποχρεώνουν το ερωτώμενο Κράτος να ενεργεί με ιδιαίτερη επιμέλεια». Αφού το Εφετείο σημείωσε ότι ο Καθ’ ου κρατείτο για ενάμιση έτος, ανέφερε πως η πιο πάνω νομική αρχή «ότι σε υποθέσεις στις οποίες η έκδοση θα επιτρέψει στο αιτούν κράτος να προχωρήσει σε δικαστική διαδικασία εναντίον του εφεσείοντα, το ερωτώμενο κράτος υποχρεώνεται να ενεργεί με ιδιαίτερη επιμέλεια» εφαρμόζεται στις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό εξέταση υπόθεσης. Σημείωσε δε πως η Αιτήτρια φέρει το βάρος απόδειξης να καταδείξει τα όσα απαιτούνται, ώστε το Δικαστήριο να καταλήξει υπέρ της κράτησης.
Το Εφετείο συνεκτίμησε τα ακόλουθα:
(i) Ο συνήγορος του Καθ’ ου ισχυρίστηκε πως το ένταλμα σύλληψης ημερ. 28.8.2025 είχε ακυρωθεί με δικαστική απόφαση του Δικαστηρίου της Ρωσίας στις 30.9.2024, ήτοι πριν τη σύλληψη του Καθ’ ου στην Κύπρο.
Η συνήγορος της Αιτήτριας δήλωσε ενώπιον του Εφετείου πως από πλευράς της Αιτήτριας, δεν επιδιώχθηκε να διασαφηνιστεί αυτό το ζήτημα, καθότι «δεν είχε αντίγραφο της ακυρωτικής του εντάλματος σύλληψης δικαστικής απόφασης», την οποία επικαλέστηκε ο Καθ’ ου.
(ii) Προβλήθηκε η θέση από τον συνήγορο του Καθ’ ου ότι ουδεμία εξέλιξη υπήρξε αναφορικά με την προώθηση του αιτήματος της Ρωσίας για έκδοση του Καθ’ ου από τις 20.5.2025, ημερομηνία της σύλληψης του, μέχρι και την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης κράτησης. Ούτε και η Κεντρική Αρχή προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια για αναζήτηση πληροφοριών ως προς κατά πόσο θα προωθείτο η αίτηση έκδοσης από πλευράς του αιτούντος κράτους. Σύμφωνα πάντα με τον συνήγορο του Καθ’ ου, η Κεντρική Αρχή αρκέστηκε στο να αναμένει την εκπνοή της προβλεπόμενης προθεσμίας των 40 ημερών από την ημερομηνία σύλληψης του Καθ’ ου, οπότε και θα αφήνετο ελεύθερος.
Αναφορικά με το ζήτημα των εγγράφων τα οποία το αιτούν κράτος οφείλει να στείλει στην αρμόδια κυπριακή αρχή, στις 25.6.2025 κατά την ακρόαση της έφεσης, η συνήγορος της Αιτήτριας δήλωσε πως «εξ όσων έχω ενημερωθεί πρέπει να βρίσκονται στη Δημοκρατία σήμερα ή χθες. Αλλά δεν γνωρίζω περαιτέρω λεπτομέρειες». Δήλωσε επίσης ότι δεν είχε δει τα εν λόγω έγγραφα και δεν μπορούσε να τοποθετηθεί επί αυτών.
Το Εφετείο παρέπεμψε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.1) (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 136 και στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Η παράγραφος 4 του Άρθρου 16 αναφέρεται στην απελευθέρωση από την προσωρινή σύλληψη.
Δύο χρονικές προθεσμίες προνοούνται. Μια δυνητική 18 ημερών με την εκπνοή της οποίας ο κρατούμενος είναι δυνατό να απελευθερωθεί, εάν δεν ληφθούν τα δικαιολογητικά στοιχεία από την αιτούσα χώρα που προβλέπονται στο Άρθρο 12, και μια υποχρεωτική προθεσμία 40 ημερών με την εκπνοή της οποίας αφήνεται ελεύθερος. Η παράγραφος αυτή προβλέπει οτι ο καταζητούμενος μπορεί να αφεθεί προσωρινά ελεύθερος και πριν την εκπνοή των πιο πάνω προθεσμιών. Όμως, πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για παρεμπόδιση της διαφυγής του.»
Σύμφωνα με το Εφετείο, για να δικαιολογείται η κράτηση, η προώθηση των διαδικασιών έκδοσης πρέπει να βρίσκεται σε εξέλιξη, ήτοι να μην υπάρχει αδράνεια από πλευρά των εθνικών αρχών και του αιτούντος κράτους, προς αποφυγή του κινδύνου κατάχρησης της διαδικασίας και έκδοσης και αδικαιολόγητης κράτησης του εκζητούμενου. Το Εφετείο κατέληξε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας το θέμα της κράτησης μετά την εκπνοή της δυνητικής προθεσμίας των 18 ημερών, δεν έλαβε υπόψη το άρθρο 16 του Ν.95/1970. Επομένως, έκρινε ότι δεν πληρείτο το κριτήριο για την υποχρέωση της Εφεσίβλητης και του αιτούντος κράτους, να ενεργούν υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης «με ιδιαίτερη επιμέλεια» και ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνυπολόγισε την πιο πάνω παράμετρο στα γεγονότα της υπόθεσης. Επομένως η πρωτόδικη διαταγή για κράτηση ακυρώθηκε και διετάχθη όπως ο Καθ’ ου αφεθεί ελεύθερος με τους εκεί καθοριζόμενους όρους.
Με την παρούσα Αίτηση καταγράφεται το ακόλουθο «νομικό θέμα» προς εκδίκαση από το Ανώτατο Δικαστήριο:
«Κατά πόσο η έννοια και/ή αρχή της «δέουσας επιμέλειας» σε συνάρτηση με τις πρόνοιες των άρθρων 5 της ΕΣΔΑ, 11(2)(στ) του Συντάγματος και 16(4) του Νόμου περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου του 1970 (Ν.95/1970), και την επί αυτών νομολογία, επιβάλλουν στην χώρα από την οποία αιτείται η έκδοση προσώπου να γνωρίζει πλήρως το περιεχόμενου των εγγράφων έκδοσης και να αποφαίνεται επί του περιεχόμενου του αιτήματος έκδοσης σε χρόνο προγενέστερο των σαράντα (40) ημερών από την ημερομηνία σύλληψης του εκζητούμενου, δηλαδή σε χρονικό διάσημα μικρότερο της θεσμοθετημένης δια του άρθρου 16(4) του Νόμου περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικού Νόμου) του 1970 (Ν.95/1970) προθεσμίας.»
Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι το «νομικό θέμα» συναρτάται με την ανάγκη ορθής ερμηνείας της αρχής της «δέουσας επιμέλειας», ζήτημα το οποίο άπτεται σε θέματα γενικής δημόσιας σημασίας και γενικού ενδιαφέροντος.
Με την ένσταση ο Καθ’ ου ισχυρίζεται ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 9(3)(γ) του Ν.33/1964 και ειδικότερα ότι δεν προσδιορίζεται αμιγώς νομικό θέμα το οποίο μάλιστα να προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου. Αποτελεί θέση του Καθ’ ου πως το Εφετείο δεν ερμήνευσε τον όρο «δέουσα επιμέλεια» αλλά εξέτασε και εφάρμοσε το καθήκον επίδειξης «ιδιαίτερης επιμέλειας» με βάση τη φύση της ενώπιον του διαδικασίας και τα ειδικά δεδομένα της υπόθεσης. Ο Καθ’ ου ισχυρίζεται ότι η Αίτηση αποτελεί συγκεκαλυμμένη έφεση, και επομένως εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) του Ν.33/1964.
Το άρθρο 9(3)(γ) του Ν.33/1964 προνοεί ότι άδεια δίδεται νοουμένου ότι η αίτηση αφορά σε νομικά θέματα που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου «τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουόμενων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου κατά την υπ’ αυτού ενασκούμενη πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία». Χρήσιμη καθοδήγηση επί της εφαρμογής του εν λόγω άρθρου προσφέρει η απόφαση στην υπόθεση Artio Designs Ltd v. Stephen Van Zupthen κ.ά., Αρ. Αίτησης 2/2023, ημερ. 30.1.2024.
Η πρώτη επιφύλαξη του εν λόγω άρθρου απαιτεί όπως η αίτηση προσδιορίζει σαφώς τα νομικά θέματα που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου, καθώς επίσης και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που τα υποστηρίζουν.
Τόσο στην προαναφερόμενη απόφαση όσο και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Νίκου Εγγλέζου κ.ά, Αρ. Αίτησης 12/2024, ημερ. 9.7.2024, επισημαίνεται ότι σε τέτοιας φύσης αιτήσεις θα πρέπει να διατυπώνεται με κάθε σαφήνεια αμιγώς νομικό θέμα, ούτως ώστε η απάντηση του να αφορά όχι μόνο στην υπό κρίση υπόθεση αλλά και να αποτελεί γενικότερη καθοδήγηση επί του θέματος.
Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Παναγιώτη Κλεοβούλου, Αίτηση Αρ. 6/2023, ημερ. 3.6.2024, λέχθηκε πως «η δικαιοδοσία δεν αφορά σε έφεση κατά της απόφασης του Εφετείου, πόσω μάλλον επανακρόαση της έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης».
Θεωρούμε ότι το Εφετείο δεν προέβη σε ερμηνεία του όρου «δέουσα επιμέλεια» η οποία, για σκοπούς της υπό κρίση υπόθεσης χαρακτηρίστηκε ως «ιδιαίτερη επιμέλεια». Αντιθέτως, άντλησε καθοδήγηση από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, αναγνωρίζοντας ότι οι διεθνείς συμβάσεις έχουν επαυξημένη ισχύ έναντι του ημεδαπού δικαίου και ότι η Αιτήτρια και το αιτούν κράτος είχαν υποχρέωση να ενεργήσουν υπό τις περιστάσεις της υπό εξέταση υπόθεσης με «ιδιαίτερη επιμέλεια». Ακολούθως, ασχολήθηκε με το κατά πόσο στην υπό εξέταση περίπτωση οι κυπριακές αρχές επέδειξαν τέτοια επιμέλεια ή όχι.
Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι το Εφετείο απέδωσε μια «πολύ αυστηρή» ερμηνεία του όρου και έθεσε το κατώτατο όριο αυτής «πολύ υψηλό» που ουσιαστικά ματαιώνει τον σκοπό της σχετικής Σύμβασης Έκδοσης. Θεωρεί ότι το «νομικό θέμα» στο οποίο αφορά το άρθρο 9(3)(γ) του Ν.33/1964 δεν περιορίζεται στην ερμηνεία, αλλά περιλαμβάνει και την εφαρμογή νόμου. Παρέπεμψε σχετικά στην υπόθεση Λοΐζου v. Stylson Engineering Co. Ltd (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2077. Θεωρούμε ότι η εν λόγω υπόθεση δεν σχετίζεται και δεν τυγχάνει εφαρμογής στις περιπτώσεις όπου ζητείται η εξέταση «νομικού θέματος» δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) του Ν.33/1964. Αυτή ήταν υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών στην οποία, η εφεσείουσα καταχώρισε έφεση υπό μορφή υπομνήματος για παραπομπή εννέα κατ’ ισχυρισμό νομικών σημείων στο Ανώτατο Δικαστήριο. Αποφασίστηκε ότι για την παραπομπή νομικού σημείου στο Ανώτατο Δικαστήριο, η απόφαση επί του νομικού σημείου που εγείρεται, ή το κατά πόσο το σημείο είναι νομικό, βρίσκεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αφού το Εφετείο δέχθηκε ότι δεν υπάρχει πλήρης και εξαντλητικός ορισμός της φράσης «νομικό σημείο» ή «νομικό ερώτημα», προχώρησε στο να αναφέρει ότι αυτό συμπεριλαμβάνει εφαρμογή νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, ζήτημα ερμηνείας και οριοθέτησης του σκοπού του νόμου, λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας ή άσκησης διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία. Βασικό κριτήριο είναι το νομικό θέμα να μην περιλαμβάνει ευρήματα επί πρωτογενών γεγονότων τα οποία δεν μπορούν να προσβληθούν με υπόμνημα.
Στην προκειμένη περίπτωση το άρθρο 9(3)(γ) του Ν.33/1964 αναφέρεται μεν σε «νομικό θέμα», όμως εξειδικεύεται ότι αυτό θα πρέπει να συναρτάται «με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως». Επομένως, το ίδιο το άρθρο περιορίζει την εξέταση νομικού θέματος για σκοπούς ερμηνείας νομοθετικής διάταξης, πλαίσιο το οποίο διακρίνεται σαφώς από το πλαίσιο της παραπομπής νομικού σημείου στο οποίο αφορούσε η προαναφερόμενη υπόθεση.
Ως εκ τούτου, το ζητούμενο για την ενεργοποίηση του άρθρου 9(3)(γ) του Ν.33/1964 αφορά στην ανάγκη ερμηνείας νομοθετικής πρόνοιας, όπου η ερμηνεία αυτής δεν είναι ξεκάθαρη. Στην υπό κρίση περίπτωση, η ερμηνεία της φράσης «δέουσα επιμέλεια» είναι αυτόδηλη. Το Εφετείο δεν ασχολήθηκε με την ερμηνεία αυτής αλλά προέβη στην εξέταση του κατά πόσο οι αρμόδιες αρχές είναι επιδείξει τέτοια επιμέλεια στην προώθηση της διαδικασίας έκδοσης του Καθ’ ου, ουσιαστικά εξετάζοντας αν τα ενώπιον του δεδομένα ήταν τέτοια που ικανοποιούσαν αυτή την υποχρέωση των αρχών.
Με το «νομικό θέμα», η Αιτήτρια βασικά εκφράζει τη διαφωνία της με την απόφαση του Εφετείου επί τούτου και ζητά την εκ νέου απόφαση του ζητήματος από το Ανώτατο Δικαστήριο. Μια ανάγνωση των όσων αναφέρονται προς υποστήριξη της Αίτησης καταδεικνύει πως θέση της Αιτήτριας είναι ότι το Εφετείο αφενός εφάρμοσε λανθασμένη αρχή και αφετέρου λανθασμένα κατέληξε πως στην υπό κρίση περίπτωση οι Αρχές δεν είχαν επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια για την προώθηση της διαδικασίας έκδοσης του Καθ’ ου.
Δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την έγκριση της Αίτησης.
Η Αίτηση απορρίπτεται.
€3.000 έξοδα της Αίτησης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Καθ’ ου η Αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.
Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο