ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΜΕΛΙΣΣΑ v. BANK OF CYPRUS PUBLIC CO LIMITED (πρώην CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LIMITED), Πολιτική Έφεση Αρ.347/2015, 29/10/2025
print
Τίτλος:
ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΜΕΛΙΣΣΑ v. BANK OF CYPRUS PUBLIC CO LIMITED (πρώην CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LIMITED), Πολιτική Έφεση Αρ.347/2015, 29/10/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

  Πολιτική Έφεση Αρ.347/2015

 

   29 Οκτωβρίου 2025

 [Γ.Ν.ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΜΕΛΙΣΣΑ

Εφεσείοντα

ν.

 

BANK OF CYPRUS PUBLIC CO LIMITED (πρώην CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LIMITED)

 

Εφεσίβλητων

 

………………………………………..

 

Α. Κασιανής, για Ανδρέας Μαθηκολώνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσείοντα.

 

Ζ. Ζαχαρίου, για Τσίτσιος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους εφεσίβλητους.

 

   ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα δοθεί από το Δικαστή Δαυίδ.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

  

ΔΑΥΙΔ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι, στις 02/10/2015, εξασφάλισαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, στο πλαίσιο της  αγωγής Αρ.235/11, απόφαση εναντίον του εφεσείοντα (εναγόμενου αρ.3 στην ως άνω αγωγή), αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως με τους εναγόμενους 1 και 2, για το ποσό των €36.333,56 με νόμιμο τόκο επί του ποσού των €32.248,49 από 17/3/2015 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον έξοδα. Η απόφαση σε βάρος των εναγόμενων 1 και 2, είχε ήδη προηγηθεί, λόγω παράλειψης τους να καταχωρίσουν εμφάνιση.

 

Η ως άνω αγωγή αφορούσε συμφωνία ενοικιαγοράς μεταξύ της Marfin Popular Bank Public Co Ltd (την οποία υποκατέστησε με τις δέουσες διαδικασίες η Cyprus Popular Bank Public Co Limited) και της εναγόμενης 1 εταιρείας, την οποία εγγυήθηκαν ο εναγόμενος 2 και ο εφεσείοντας, υπογράφοντας σχετική συμφωνία εγγύησης. Στην εξέλιξη του χρόνου και των πραγμάτων, κατόπιν σχετικής ειδοποίησης, η Bank of Cyprus Public Co Limited, έχει υποκαταστήσει ή/και αντικαταστήσει την Cyprus Popular Bank Public Co Limited, δυνάμει του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013, Ν.17(Ι)/2013 και του περί της Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Διάταγμα του 2013, ΚΔΠ 104/2013

         

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπο συζήτηση περίπτωση, αποτυπώνονται στην πρωτόδική απόφαση. Σύμφωνα με αυτά, δυνάμει γραπτής συμφωνίας ενοικιαγοράς, ημερομηνίας 18/09/2007, οι εφεσίβλητοι ενοικίασαν στην εναγόμενη 1 εταιρεία με την αλληλέγγυα εγγύηση του εναγόμενου 2 και του εφεσείοντα, επτά μοτοσικλέτες έναντι του ποσού των €55.886,63 (ΛΚ 32.708,99) με 60 μηνιαίες δόσεις εκ €931,49 (ΛΚ 545,15) έκαστης, της πρώτης δόσης αρχομένης στις 18/10/07. Κατόπιν αίτησης της εναγόμενης 1, στις 21/09/2007, οι εφεσίβλητοι προχώρησαν σε απαλλαγή δύο εκ των επτά μοτοσικλετών, αντικαθιστώντας τις ταυτόχρονα με άλλη,  τρίτη μοτοσικλέτα. Έναντι της πιο πάνω συμφωνίας ενοικιαγοράς, η εναγόμενη κατέβαλε το ποσό των €18.653,04 για τις δόσεις από τις 18/10/07 μέχρι 18/04/09 και μέρος της δόσης που ήταν πληρωτέα στις 18/05/09, ενώ καθυστερούσε να καταβάλει τις δόσεις από 18/05/09 (μέρος) μέχρι 19/01/10, για το ποσό των €8.209,30. Ως αποτέλεσμα τούτου, οι εφεσίβλητοι με επιστολή ημερομηνίας 26/01/2010, τερμάτισαν την επίδικη συμφωνία και κάλεσαν τους εναγόμενους όπως καταβάλουν το εναπομείναν και οφειλόμενο ποσό.

 

Για την πλευρά των εφεσίβλητων, κλήθηκαν και κατέθεσαν τρείς μάρτυρες, ενώ για την πλευρά της Υπεράσπισης κατέθεσε μόνο ο εφεσείων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κλήθηκε να διαμορφώσει την κρίση του, συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας τα ζητήματα που εγείρονται στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση που καταχώρισε ο εφεσείων, ως αυτή τροποποιούμενη διαμορφώθηκε. Αποτέλεσε δικογραφημένο ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι η αίτηση για απαλλαγή των δύο μοτοσικλετών, ημερομηνίας  21/09/2007, επέφερε τροποποίηση της συμφωνίας ενοικιαγοράς, με επακόλουθο να την καταστήσει ανεφάρμοστη ή και τερματισθείσα. Επισήμανε επίσης την παράλειψη των εφεσίβλητων να αναφέρουν στα δικόγραφα τους το γεγονός της ως άνω τροποποίησης της συμφωνίας ενοικιαγοράς, κατά  τρόπο που η εκδίκαση της αγωγής να διεξαχθεί για ζητήματα εκτός δικογράφων. Παράλληλα, τέθηκε από την πλευρά του εφεσείοντα ζήτημα ακυρότητας και παρανομίας της εγγύησης που υπέγραψε, κατ’ επίκληση του Περί Καταναλωτικής Πίστης (Συμφωνίες Στεγαστικών Δανείων και Ενοικιαγορών) Νόμου του 2001, Ν.39(I)/01, ως είχε τροποποιηθεί και εφαρμοζόταν κατά τον ουσιώδη χρόνο, καθώς και του Περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου του 2003, Ν.197(I)/03.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την ενώπιον του προσκομισθείσα μαρτυρία σε συνάρτηση με τις προβαλλόμενες θέσεις των διαδίκων, κατέληξε ότι δεν τίθετο ζήτημα παράλειψης από την πλευρά των εφεσίβλητων, να δικογραφήσουν οποιοδήποτε ισχυρισμό. Η απαίτηση τους, υπέδειξε, ως αρχικά αυτή προωθείτο, εξακολουθούσε να βασίζεται στην επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς. Παραθέτοντας δε σχετικές αρχές και νομολογία, έκρινε ότι η εν λόγω συμφωνία ενοικιαγοράς δεν έτυχε τροποποίησης, ούτε και ακύρωσης ή τερματισμού. Όσον αφορά δε  την εισήγηση περί ακυρότητας της συμφωνίας εγγύησης, σημείωσε ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση δεν τύγχανε εφαρμογής ο Περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμος του 2003, Ν.197(I)/03, ούτε είχαν παραβιαστεί οι πρόνοιες του Περί Καταναλωτικής Πίστης (Συμφωνίες Στεγαστικών Δανείων και Ενοικιαγορών) Νόμου του 2001, Ν.39(I)/01, ως ίσχυε πριν την τροποποίηση του με τον τροποποιητικό του νόμο Ν.107(I)/10. Υποδεικνύοντας περαιτέρω ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς και η συμφωνία εγγύησης, στην συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελούν ένα ενιαίο έγγραφο, έκρινε πως το γεγονός ότι η τελευταία δεν έφερε ημερομηνία, δεν επηρέασε τα δικαιώματα του εφεσείοντα. Υπό το φως δε της προσκομισθείσας και αποδεκτής, ως κρίθηκε, μαρτυρίας, σε σχέση με το χρόνο υπογραφής της επίδικης συμφωνίας, κατέληξε ότι η συμφωνία εγγύησης ήταν καθ’ όλα έγκυρη και δεσμευτική, υποδεικνύοντας παράλληλα πως η μαρτυρία των εφεσίβλητων, αναφορικά με την κατάσταση λογαριασμού προς απόδειξη του οφειλόμενου υπόλοιπου, δεν κλονίστηκε με οποιοδήποτε τρόπο.

 

Ο εφεσείων προσβάλλει την εκδοθείσα εις βάρος του απόφαση, προωθώντας 6 λόγους έφεσης. Ειδικότερα, προτάσσει ως μείζον ζήτημα την παράλειψη των εφεσίβλητων να δικογραφήσουν ουσιώδεις ισχυρισμούς, με αποτέλεσμα το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αντινομικά να αποδώσει τις αιτούμενες θεραπείες (2ος λόγος έφεσης). Περαιτέρω, αμφισβητείται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου  αναφορικά με την ημερομηνία υπογραφής της επίδικης συμφωνίας και η συνακόλουθη κατάληξη του περί εγκυρότητας της σύμβασης εγγύησης (1ος και 4ος λόγος έφεσης).  Μέσω του 3ου λόγου έφεσης, προκρίνεται ως εσφαλμένη η απόρριψη της θέσης ότι η επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς υπέστη δραστική διαφοροποίηση ένεκα της αίτησης απαλλαγής των δύο μοτοσικλετών, παύοντας έτσι να είναι γνήσια, έγκυρη και λειτουργική.  Προσβάλλεται επίσης, ως εσφαλμένη, η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το οφειλόμενο υπόλοιπο έχει αποδειχτεί (5ος λόγος έφεσης). Καταληκτικά, κατ’ επίκληση των προηγηθέντων λόγων έφεσης, υποστηρίζει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την απαίτηση τους εναντίον του εφεσείοντα (6ος λόγος έφεσης).

 

 Στέφοντας την προσοχή στο 3ο λόγο έφεσης, σημειώνουμε ότι το επιχείρημα του εφεσείοντα εδράζεται στη θέση πως με την απαλλαγή 2 συγκεκριμένων μοτοσικλετών, οι οποίες αποτελούσαν μέρος του αντικειμένου της επίδικης συμφωνίας ενοικιαγοράς και την ταυτόχρονη αντικατάσταση της με τρίτη, έστω και χωρίς οποιαδήποτε αλλαγή ως προς τις συμφωνηθείσες οφειλές ή άλλες υποχρεώσεις, η νομική και πραγματική κατάσταση καθώς και η φιλοσοφία της ενοικιαγοράς αλλοιώθηκε σε τέτοιο βαθμό, που αυτή κατέστη μη λειτουργική και άκυρη.

 

Σημειώνοντας την ρητή εγκατάλειψη της εισήγησης εκ μέρους του ευπαίδευτου δικηγόρου του εφεσείοντα, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε λανθασμένα στην εκδίκαση της υπόθεσης στη βάση νέας σύμβασης που αντικατέστησε τη σύμβαση ενοικιαγοράς (novation), χωρίς να καλύπτεται από τα δικόγραφα της πλευράς των εφεσίβλητων, αποδίδοντας τούτο σε εσφαλμένη αντίληψη του ιδίου, θα πρέπει να αναφερθεί πως καθ’ όλα ορθή υπήρξε η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αφαίρεση από την σύμβαση ενοικιαγοράς δύο μοτοσικλετών με την ταυτόχρονη αντικατάσταση τους με νέα, χωρίς οποιαδήποτε άλλη τροποποίηση ή μεταβολή όρου της, δεν καθιστούσε την επίδικη σύμβαση ενοικιαγοράς μη λειτουργική, οδηγώντας στην παύση της ισχύος της. Πέραν του γεγονότος ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση, η ως άνω διαφοροποίηση δεν πληροί τις προϋποθέσεις δημιουργίας νέας συμφωνίας μεταξύ των μερών, ως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματευόμενο το ζήτημα, η αναφορά στην σχετική αίτηση απαλλαγής, ημερομηνίας 21/09/2007, ότι «παράλληλα με την παρούσα αίτηση μας, ρητά διακηρύττουμε και αναγνωρίζουμε ότι με την έγκριση της αίτησης μας αυτής δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα και/ή συμφέροντα της Εταιρείας σας που πηγάζουν από το εν λόγω συμβόλαιο ενοικιαγοράς», καταδεικνύει ότι τα μέρη ουδεμία πρόθεση είχαν ή εξέφρασαν όπως οι υφιστάμενες υποχρεώσεις τους, δυνάμει της συμφωνίας ενοικιαγοράς, παύσουν να ισχύουν.

 

Συνακόλουθα, ο 3ος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Εξετάζοντας τον 2ο λόγο έφεσης, κρίνεται αναγκαία η υπόμνηση της αρχής του δικονομικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία τα επίδικα θέματα και οι παράμετροι μιας δίκης περιορίζονται σε εκείνα που προσδιορίζονται από τη δικογραφία (Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1(Α) Α.Α.Δ. 24 και Λουκαϊδης κ.ά. ν. Εκδοτ. Ετ. Αλήθεια Λτδ κ.ά. (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 22). Παράλληλα γεγονότα, τα οποία δεν είναι αναγκαία για να στοιχειοθετήσουν αιτία αγωγής ή υπεράσπιση, δεν θεωρούνται ουσιώδη. Κατά πόσο συγκεκριμένα γεγονότα είναι ή όχι ουσιώδη, εξαρτάται πρωτίστως  από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης (Σάββας Αψερός ν. Νοντάρι Παρασκευόπουλος, Πολ. Έφεση Αρ.17/2015, 29/3/2023, ECLI:CY:AD:2023:A114).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, υπό το πρίσμα των ως άνω λεχθέντων κατά την πραγμάτευση του 3ου λόγου έφεσης, ειδικότερα  στη βάση του γεγονότος ότι η έγκριση της αίτησης απαλλαγής δεν δημιούργησε νέα οφειλή του εφεσείοντα προς τους εφεσίβλητους, ούτε και διαφοροποιούσε τις υποχρεώσεις τους, κρίνεται ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ζήτημα παράλειψης δικογράφησης ουσιωδών ισχυρισμών από πλευράς των εφεσίβλητων. Ο εφεσείων ήταν το μέρος που κατέστησε το εν λόγω ζήτημα αντικείμενο συζήτησης, μέσω της Υπεράσπισης του, υποστηρίζοντας ότι ήταν ουσιώδες και καθοριστικό για την υπό έφεση αγωγή, κατά τον τρόπο που εξηγείται ανωτέρω. Η όποια, σχετική με το ζήτημα μαρτυρία προσκομίστηκε από πλευράς των εφεσίβλητων, έγινε προκειμένου να αντικρουστούν οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα και, προφανώς, στη βάση της υποχρέωσης τους να αποσείσουν το βάρος απόδειξης της υπόθεσής τους (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Coral Foods Ltd κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 956). Δεν  επιχείρησαν μέσω της Απαίτησης τους να διεκδικήσουν οτιδήποτε στη βάση της αίτησης απαλλαγής ημερομηνίας 21/09/2007. Συνακόλουθα, δεν δύναται να τους καταλογιστεί ως σφάλμα, το γεγονός ότι η μεσολαβήσασα αίτηση δεν τέθηκε ως πραγματικό υπόβαθρο στο δικόγραφο τους.

 

Ως εκ των ανωτέρω και ο 2ος λόγος έφεσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Με δεδομένη την συνάφεια του 1ου και 4ου λόγων έφεσης αφορώντες αμφότεροι  το ζήτημα της εγκυρότητας της σύμβασης εγγύησης θα εξεταστούν από κοινού.

 

Η επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς (τεκμήριο 11), φέρει ημερομηνία 18/09/07. Συνιστά τούτο αδιαμφισβήτητη και αποδεκτή μαρτυρία. Στο ίδιο έγγραφο (τεκμήριο 11), ενσωματώνεται και η συμφωνία εγγύησης χωρίς να φέρει ημερομηνία στο αντίστοιχο προβλεπόμενο σημείο. Ωστόσο, η προσαχθείσα μαρτυρία σε σχέση με την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας, ως έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, επέτρεψε στο τελευταίο να καταλήξει, με την απαιτούμενη σε υποθέσεις του είδους ασφάλεια, στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία εγγύησης που αποτελεί μέρος του ενιαίου εγγράφου σχετίζεται και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συμφωνία ενοικιαγοράς, και ότι υπό τις περιστάσεις, η παράλειψη της συμπλήρωσης της ημερομηνίας δεν αναιρεί το γεγονός της υπογραφής της εν λόγω συμφωνίας εγγύησης. Με δεδομένη την τεθείσα ενώπιον του μαρτυρία, συνολικά θεωρούμενη, δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε λάθος στην ως άνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τα κενό που φαίνεται να υπάρχει σε σχέση με τη συμπλήρωση της ημερομηνίας στο μέρος του τμήματος του ενιαίου πιο πάνω εγγράφου, έχει αρκούντως και σε πλήρη ικανοποίηση του Δικαστηρίου καλυφθεί με ανάλογη και αξιόπιστη μαρτυρία. Η θέση του εφεσείοντα ότι η παράλειψη αναγραφής ημερομηνίας στη συμφωνία εγγύησης, επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματά του, δυνάμενη να προσδώσει σε αυτή ακυρότητα, σε συνάρτηση με όσα ποιο πάνω παρατίθενται και εξηγούνται, δεν μπορεί να υιοθετηθεί.

 

Ως εκ τούτου, ούτε ο 1ος και 4ος λόγοι έφεσης μπορούν να έχουν επιτυχή κατάληξη και απορρίπτονται.

 

Παραπονείται ο εφεσείων για το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε το διεκδικούμενο από τους εφεσίβλητους ποσό. Είναι σημαντικό επί του ζητήματος να σημειωθεί πως οι καταστάσεις λογαριασμού που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο από την πλευρά των εφεσίβλητων, πληρούσαν τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 22 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, γεγονός που εκ πρώτης όψεως, οδηγούσε σε απόδειξη του οφειλόμενου υπολοίπου. Το βάρος απόδειξης μετατέθηκε στους ώμους του εφεσείοντα, προκειμένου να αποδείξει τη μη ύπαρξη των καταχωρίσεων και/ή την καταχώριση εσφαλμένων καταχωρίσεων.  Βάρος που ο τελευταίος απέτυχε να αποσείσει, με αποτέλεσμα οι προβαλλόμενοι για το ζήτημα ισχυρισμοί στην Υπεράσπιση, να παραμείνουν τελικά μετέωροι. (βλ. Λαϊκή Κυπρ. Τράπεζα Λτδ ν. Λ. Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 479  και Τράπεζα Κύπρου ν. Εφόρου Εταιρειών κ.α., Πολ. Έφ. Αρ. 246/2013, ημερ. 11.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A523).  

 

Συνακόλουθα και ο 5ος λόγος έφεσης, αποτυγχάνει και. απορρίπτεται.

 

Με δεδομένο ότι ο 6ος  λόγος έφεσης, εδράζεται στην επιτυχία όλων των προηγούμενων λόγων έφεσης, η κατάληξη του Δικαστηρίου σε σχέση με αυτούς, σφραγίζει την τύχη του. Αναπόδραστα και αυτός αποτυγχάνει και απορρίπτεται. 

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω, η υπό συζήτηση έφεση, στο σύνολο της, δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

        

         Επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα έξοδα, ύψους €2.500, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                             Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                                                 Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

          

        

     

     

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο