NESTORAS HOTELS LTD v. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 412/2016, 30/10/2025
print
Τίτλος:
NESTORAS HOTELS LTD v. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 412/2016, 30/10/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 412/2016)

 

30 Οκτωβρίου, 2025

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

NESTORAS HOTELS LTD

Εφεσείουσα

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητου

_________________

Σ. Α. Αγγελίδης, για Ανδρέας Αγγελίδης δ.ε.π.ε., για την Εφεσείουσα.

Λ. Γρηγορίου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

_________________

   ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη  και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

_________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:-  To Σύνταγμα μας για να καταστήσει τον διοικητικό έλεγχο αποτελεσματικό, έχει προβλέψει δυνάμει του Άρθρου 146(6), τα ακόλουθα:

 

«Παν πρόσωπον ζημιωθέν εξ αποφάσεως ή πράξεως ή παραλείψεως κηρυχθείσης ακύρου κατά το παρόν άρθρο δικαιούται, εφ΄ όσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιήθη υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου, να επιδιώξη δικαστικώς αποζημίωσιν ή άλλην θεραπείαν επί τω τέλει, όπως επιδικασθή εις τούτο δικαία και εύλογος αποζημίωσις καθοριζομένη υπό του δικαστηρίου ή παρασχεθή εις τούτο άλλη δικαία και εύλογος θεραπεία ην το δικαστήριον έχει την εξουσίαν να παράσχη.»

 

 

Πρόκειται περί ιδιωτικού δικαιώματος το οποίο πηγάζει από πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης στον τομέα του Δημόσιου Δικαίου.  Η εν λόγω θεραπεία/δικαίωμα έχει χαρακτηριστεί ως ιδιάζουσα (sui generis). Ενίοτε περιγράφεται από τα Δικαστήρια μας ως ιδιώνυμο δικαίωμα, ιδιόμορφο, ακόμη και ιδιόρρυθμο.

 

Εκεί που συντρέχουν οι προϋποθέσεις για επιδίκαση αποζημιώσεων, δυνάμει του πιο πάνω άρθρου, αυτές είναι αρκετό να είναι δίκαιες και εύλογες («just and equitable»).  Για την ερμηνεία του όρου αυτού παραπέμπουμε στην Attorney-General of the Republic v. Andreas A. Markoullides and Another (1966) 1 C.L.R. 242. Oι δε κανόνες καθορισμού των αποζημιώσεων διαφέρουν από τους κανόνες του κοινοδικαίου οι οποίοι στοχεύουν στην πλήρη αποκατάσταση του ζημιωθέντος. Στην Costas Tsakistos v. The Attorney-General of the Republic etc (1969) 1 Α.Α.Δ. 355, σημειώθηκαν τα ακόλουθα από τον αείμνηστο                               Μ. Τριανταφυλλίδη, Δ, ως ήταν τότε:

 

«We do not think that in assessing the amount of just and equitable compensation we should make calculation mil[1] by mil and shilling[2] by shilling of what the earnings of this man would have been and compensate him accordingly having made the aforesaid allowances or deductions and also any of the usual deductions for lump sum or for contingencies, We are more inclined, as already stated, to give a global sum in which the deductions or additions, if any, would be again round and approximate figures, thus arriving at the fair and reasonable compensation"».    

 

 

 

Η εφεσείουσα εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στη διαχείριση ξενοδοχείων, είχε εξασφαλίσει στις 4.9.1990 (στο πλαίσιο της Αίτησης της με αρ. Β110/89) από την τότε αρμόδια Αρχή, το Συμβούλιο Βελτιώσεως Αγίας Νάπας, άδεια ανέγερσης ξενοδοχείου, εμβαδού 12.093 τ.μ., στο Δήμο Αγίας Νάπας, της επαρχίας Αμμοχώστου.          Η εφεσείουσα, χωρίς να είχε εξασφαλίσει εκ των προτέρων τις απαραίτητες άδειες για προσθήκες/μετατροπές, ήρχισε την ανέγερση του ξενοδοχείου, κατά παρέκκλιση των εγκριθέντων με την άδεια οικοδομής αρχιτεκτονικών σχεδίων. Οι προσθήκες/μετατροπές που έλαβαν χώρα, συνιστούσαν αύξηση στον συντελεστή δόμησης πέρα  από τα ποσοστά που είχαν εγκριθεί με την άδεια οικοδομής και πέρα από τα τότε επιτρεπόμενα.

 

Στις 17.4.1991, η εφεσείουσα υπέβαλε στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου, την Πολεοδομική Αίτηση ΑΝΧ/0093/91 για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για τις προσθήκες/μετατροπές στην υπό ανέγερση ξενοδοχειακή της μονάδα.  Η Πολεοδομική Αρχή με απόφαση της ημερ. 19.6.1991, απέρριψε την Αίτηση. Ως λόγος απόρριψης προβλήθηκε το γεγονός ότι ο επιτρεπόμενος συντελεστής δόμησης είχε υπερκαλυφθεί από την ανάπτυξη που είχε εγκριθεί με την άδεια οικοδομής και ότι οι προσθήκες/μετατροπές συνιστούσαν αύξηση στον συντελεστή δόμησης πέραν του επιτρεπόμενου ποσοστού. Το ξενοδοχείο ανεγέρθη και λειτούργησε περί τα μέσα του 1992.

 

Τα διαβήματα στα οποία η εφεσείουσα προέβη μετά την απόρριψη της Αίτησης δεν ενδιαφέρουν. Ό,τι εδώ ενδιαφέρει, είναι ότι στις 17.11.2000 η εφεσείουσα υπέβαλε νέα Πολεοδομική Αίτηση (ΑΜΧ/234/2000), κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής. Η εν λόγω Αίτηση δεν αφορούσε σε αίτημα αύξησης δωματίων/κλινών (δηλαδή στη δυναμικότητα του ξενοδοχείου). Το Υπουργικό Συμβούλιο, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, Ν.90/1972, έλαβε απόφαση στις 19.6.2002 να εγκρίνει την Αίτηση, θέτοντας ως όρο την αντιστάθμιση του επιπλέον συντελεστή δόμησης με μεταφορά συντελεστή από άλλο τεμάχιο γης το οποίο θα έπρεπε να παραχωρηθεί στο δημόσιο. Να σημειώσουμε εδώ πως σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο «Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί με απόφαση του να χορηγεί πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση του σχεδίου ανάπτυξης, ανεξάρτητα αν η ανάπτυξη έχει συντελεστεί ή όχι, σε έκτακτες και δικαιολογημένες προς το δημόσιο συμφέρον περιπτώσεις ή άλλες ειδικές περιπτώσεις, που θα καθοριστούν με Κανονισμούς τους οποίους εκδίδει το Υπουργικό Συμβούλιο και εγκρίνει η Βουλή των Αντιπροσώπων.»     

 

Η εφεσείουσα προσέβαλε αυτή την απόφαση με την Προσφυγή      Αρ. 835/2002. Το Ανώτατο Δικαστήριο, με την απόφαση του ημερ. 23.4.2004 (Nestoras Hotels Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Μέσω Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 4 Α.Α.Δ. 301), ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση αφού βρήκε πως αυτή εξεδόθη χωρίς τη δέουσα έρευνα και κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστεως.

 

Ακολούθως, και συγκεκριμένα το 2006, η εφεσείουσα κατ΄ επίκληση της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης, καταχώρισε αγωγή εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα αξιώνοντας γενικές, ειδικές, τιμωρητικές ή επαυξημένες  αποζημιώσεις, δίκαιη και/ή εύλογη αποζημίωση κατ΄ επίκληση του Άρθρου 146(6) του Συντάγματος. Στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης που καταχώρισε στις 27.2.2009, είχε δικογραφήσει τα ακόλουθα:

 

«11. Λόγω της επίδικης απόφασης που αφορούσε το εμβαδό των 1493 τ.μ. που επηρεάζεται από το οδικό δίκτυο και τον χώρο πρασίνου, η Ενάγουσα έτυχε μείωσης του συντελεστή δόμησης κατά 851 τ.μ., πλέον 20% καλυμμένες βεράντες. Ως αναφέρεται στην παραγρ. 6 πιο πάνω, από τα 851 τ.μ. η Ενάγουσα χρησιμοποίησε ήδη τα 400 τ.μ. στην αύξηση των ανέσεων και κοινόχρηστων χώρων του ξενοδοχείου ενώ παραμένουν αχρησιμοποίητος πρόσθετος συντελεστής δόμησης περίπου 451 τ.μ. που αντιστοιχούν με 20 δωμάτια. Η δυναμικότητα του ξενοδοχείου θα μπορούσε να είναι, εάν υπήρχε συνέπεια στις αποφάσεις της διοίκησης, για 179 δωμάτια.

 

12. Σαν αποτέλεσμα της παράνομης απόφασης και της αυθαιρεσίας του Εναγόμενου, η Ενάγουσα έχει, σύμφωνα με μελέτη ελεγκτικού/λογιστικού γραφείου, υποστεί σοβαρότατη ζημιά, λόγω της παράνομης απώλειας συντελεστή δόμησης.»

 

 

 

Ακολουθούν λεπτομέρειες ειδικών ζημιών της εφεσείουσας, με τις μεγαλύτερες να αφορούν σε «απώλεια κέρδους ενοικίων από το 1992 έως το 2007», ύψους €5.362.777. Οι ζημιές αυτές, κατά την εφεσείουσα, αφορούν στην παράνομη απώλεια συντελεστή δόμησης που αντιστοιχεί σε 451 τ.μ., τα οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για την ανέγερση 20 πρόσθετων δωματίων, αυξάνοντας έτσι τον αριθμό των δωματίων του ξενοδοχείου σε 179. Τέλος, να σημειωθεί ότι στις ειδικές ζημιές περιλαμβάνονται έξοδα Έκθεσης Λογιστών, Εκτιμητών, Αρχιτεκτονικών Σχεδίων, Αίτησης για Έκδοση Πολεοδομικής Άδειας, αλλά και δικηγορικά. Εν κατακλείδι,  σύμφωνα πάντα με την Έκθεση Απαίτησης, οι ζημιές ανήλθαν στο συνολικό ποσό των €6.886.795.

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας με το δικόγραφο του, αρνήθηκε όλες τις αιτούμενες θεραπείες και ζήτησε απόρριψη της αγωγής ως νόμω και ουσία αβάσιμης. Είχε δικογραφήσει ότι η εφεσείουσα κωλύεται να αξιώνει αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146(6) του Συντάγματος, διότι η αρμόδια Αρχή προέβη σε επανεξέταση του αιτήματος της για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής και/ή συμμορφώθηκε με το ακυρωτικό αποτέλεσμα της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Προσφυγή με αρ. 835/2002.  Είχε ακόμη δικογραφήσει ότι οι κατ΄ ισχυρισμόν ζημιές δεν προκλήθηκαν από την ακυρωθείσα απόφαση, για να προσθέσει πως το Υπουργικό Συμβούλιο μετά και την άλλη ακυρωτική απόφαση ημερ. 22.10.2009 στην Προσφυγή 1576/2007 της εφεσείουσας (Νestoras Hotels Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω 1. Υπουργικού Συμβουλίου και/ή 2. Υπουργείου Εσωτερικών (2009) 4(Β) Α.Α.Δ. 914), επανεξέτασε στις 30.4.2010 το θέμα, και στις 5.5.2010 η εφεσείουσα ενημερώθηκε ότι αποφασίστηκε η χορήγηση της πολεοδομικής άδειας χωρίς να απαιτείται αντιστάθμιση της υπέρβασης στον συντελεστή δόμησης. Η εν λόγω απόφαση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 23.7.2010 και δεν προσβλήθηκε.

 

Στην πρωτόδικη απόφαση καταγράφονται με ιδιαίτερη λεπτομέρεια τα γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά την καταχώριση της αγωγής. Τα μεταφέρουμε αυτολεξεί:

 

«3. Το Υπουργικό Συμβούλιο προέβηκε σε επανεξέταση της ακυρωθείσας απόφασης του και έκδωσε νέα απόφαση (Τεκμήριο 42) η  οποία κοινοποιήθηκε στους Ενάγοντες με επιστολή ημερ. 24.9.2007 (Τεκμήριο 26). Με την απόφαση αυτή (η οποία βεβαίως αφορούσε την αίτηση ΑΜΧ/0234/2000, Τεκμήριο 29) το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε τη χορήγηση της αιτούμενης πολεοδομικής άδειας, κατά παρέκκλιση των Προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής και εξουσιοδότησε τη χορήγηση της Πολεοδομικής Άδειας, με την προϋπόθεση ότι η υπέρβαση στον συντελεστή δόμησης εμβαδού 592τ.μ. θα αντισταθμιστεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 21(Ι) των Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 309/99). Οι Ενάγοντες δεν συμμορφώθηκαν με τον όρο αυτό, δηλαδή δεν μετέφεραν συντελεστή δόμησης από άλλο τεμάχιο γης, το οποίο θα παραχωρείτο στο δημόσιο ή από διατηρητέα οικοδομή. Εναντίον αυτής της δεύτερης απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, οι Ενάγοντες καταχώρησαν στις 7.11.2007 την Προσφυγή με αρ. 1576/07 (Τεκμήριο 25) ζητώντας την ακύρωση της εν λόγω απόφασης. Στις 22.10.2009 εκδόθηκε η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Τεκμήριο 7) με την οποία η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ακυρώθηκε διότι είχε ληφθεί κατά παράβαση του δεδικασμένου.

 

4.  Το Υπουργικό Συμβούλιο επανεξέτασε στις 3.4.2010 εκ νέου την ακυρωθείσα απόφαση του επί της αίτησης ΑΜΧ/0234/2000 (Τεκμήριο 29) και έκδωσε νέα απόφαση του (Τεκμήριο 43), η οποία κοινοποιήθηκε στους Αιτητές με επιστολή του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 5.5.2010 (Τεκμήριο 22). Με την εν λόγω απόφαση του το Υπουργικό Συμβούλιο επανεξετάζοντας την αίτηση ΑΜΧ/0234/2000 (Τεκμήριο 29), αποφάσισε να εγκρίνει την χορήγηση της Πολεοδομικής Άδειας κατά παρέκκλιση των Προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής, χωρίς να απαιτηθεί η αντιστάθμιση της υπέρβασης στον συντελεστή δόμησης. Η υπέρβαση στον συντελεστή δόμησης, που εγκρίθηκε με το Τεκμήριο 22 χωρίς αντιστάθμιση, είναι ακριβώς η ίδια με αυτήν που είχε υπολογιστεί και στις προηγούμενες δύο αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου που φαίνονται στις επιστολές ημερ. 2.7.2002 (Τεκμήριο 5) και 24.9.2007 (Τεκμήριο 26).

 

5.  Οι Ενάγοντες δεν καταχώρησαν Προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου και με αυτήν έληξε το θέμα της αίτησης ΑΜΧ/0234/2000 (Τεκμήριο 29) και εκδόθηκε η Πολεοδομική Άδεια με ημερομηνία 28.6.2010 (Τεκμήριο 27). Έγινε δηλαδή, πλήρως αποδεκτό το αίτημα των Εναγόντων για να τους παραχωρηθεί Πολεοδομική Άδεια κατά Παρέκκλιση της Δήλωσης Πολιτικής, χωρίς να τους επιβληθούν αντισταθμιστικοί όροι για την υπέρβαση που είχαν κάνει.»  

 

  

Στο σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να σημειώσουμε πως οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσείουσας στο περίγραμμα αγόρευσης  τους παραδέχονται πως το 2010 η Διοίκηση ικανοποίησε το αίτημα της. Ωστόσο, αναφέρουν πως «Η αξίωση των Εφεσειόντων με την Αγωγή 3757/06 αφορά μόνο στη βλάβη που προκλήθηκε για όσο χρόνο ίσχυσαν οι δύο ακυρωθείσες διοικητικές πράξεις και/ή μέχρι το 2010 που εκδόθηκε η νέα διοικητική πράξη ως ανωτέρω».

Με τον προσήκοντα σεβασμό, διαφωνούμε. Η αγωγή επικεντρώθηκε στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου ημερ. 23.4.2004.  Άλλωστε κατά τον χρόνο καταχώρισης της αγωγής δεν υπήρχε άλλη ακυρωτική απόφαση. Συνεπώς, αξιώθηκαν αποζημιώσεις για κατ΄ ισχυρισμόν ζημιές που η εφεσείουσα υπέστη από την συγκεκριμένη απόφαση της Διοίκησης, η οποία «κηρύχθηκε άκυρη βάσει του άρθρου 146(4) του Συντάγματος με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 23.4.2004 στη προσφυγή με αριθμό 835/2002.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρέθεσε με ιδιαίτερη λεπτομέρεια την προσαχθείσα μαρτυρία, την οποία και αξιολόγησε προβαίνοντας σε ευρήματα, υπό το φως των όσων είχαν δικογραφηθεί. Αφού αναφέρθηκε στη νομολογία που αφορά στην επιδίκαση αποζημιώσεων δυνάμει του Άρθρου 146(6), την οποία γνώριζε πολύ καλά, βρήκε πως εν προκειμένω:

 

(α)     Υπήρχε ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή με αρ. 835/2002, ημερ. 23.4.2004,

(β)     Είχε υποβληθεί αξίωση για ικανοποίηση του αιτήματος για αποζημιώσεις, και

(γ)     Ο εφεσίβλητος δεν είχε απαντήσει στις επιστολές της εφεσείουσας και δεν της προσέφερε οιανδήποτε δίκαιη και εύλογη αποζημίωση.

 

Στη συνέχεια σημείωσε, και ορθά, πως από την Έκθεση Απαίτησης προέκυπτε πως το αξιούμενο ποσό ύψους €6.886795 αφορούσε σε διεκδίκηση αποζημιώσεων «λόγω της παράνομης απώλειας συντελεστή δόμησης, που αντιστοιχεί σε 451 τ.μ., τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οι ενάγοντες ανεγείροντας 20 επιπρόσθετα δωμάτια, αυξάνοντας έτσι τον αριθμό των δωματίων του ξενοδοχείου σε 179 δωμάτια». Ακολούθως έθεσε το εξής ερώτημα: «Το ερώτημα που το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει, είναι κατά πόσο οι ενάγοντες δικαιούνται σε εύλογη και δίκαιη αποζημίωση από τον εναγόμενο για το λόγο που αναφέρθηκε και πιο πάνω. Το πρώτο όμως ζήτημα που θα πρέπει να αποφασιστεί είναι κατά πόσο η ζημιά των εναγόντων προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπεια της».  Η προσέγγιση του αυτή είναι ορθή και συνάδει με τη νομολογία μας.  Η ζημιά πρέπει να συνδέεται και να προκύπτει από την απόφαση που ακυρώθηκε (Μαυρονύχης ν. Αρχής Βιομ. Καταρτίσεως (1995) 1 Α.Α.Δ. 612).

 

Κατέληξε πως το αίτημα της εφεσείουσας προς τη Διοίκηση για έκδοση Πολεοδομικής Άδειας, αφορούσε αποκλειστικά «τα εμβδαδά που είχαν ήδη ανεγερθεί και λειτουργούσαν ως μέρος του ξενοδοχείου και δεν περιελάμβανε αίτημα για ανέγερση οποιωνδήποτε επιπλέον καινούργιων χώρων ή καινούργιων δωματίων στην νοτιοανατολική πτέρυγα του 4ου ορόφου ούτε και για παραχώρηση επιπλέον εμβαδού». Αυτό το εύρημα δεν προσβάλλεται. Για να προσθέσει πως η εφεσείουσα ουδέποτε υπέβαλε αίτηση την Πολεοδομία για εξασφάλιση άδειας ανέγερσης 20 πρόσθετων δωματίων.  Οι δε κατ΄ ισχυρισμόν ζημιές, σημείωσε, ουδεμία σχέση είχαν με την επίδικη απόφαση της Διοίκησης, η οποία ακυρώθηκε με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου ημερ. 23.4.2004 στο πλαίσιο της Προσφυγής αρ. 835/2002. Εν κατακλείδι, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, με την ακόλουθη αιτιολογία:

 

«Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω αδιαμφισβήτητα γεγονότα και λαμβάνοντας υπόψη την αξίωση των Εναγόντων για εύλογη και δίκαιη αποζημίωση - η οποία έχει ως βάση την μη ανέγερση των 20 επιπρόσθετων δωματίων - κρίνω ότι η ζημιά την οποία επικαλούνται οι Ενάγοντες, δεν προκύπτει άμεσα από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 20.6.2002 (Τεκμήριο 5) που ακυρώθηκε με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 23.4.2004 (Τεκμήριο 6). Και τούτο γιατί η ακυρωθείσα απόφαση αφορά την αίτηση των Εναγόντων ΑΜΧ/0234/2000 (Τεκμήριο 29) η οποία αφορούσε αίτημα για κάλυψη του ήδη οικοδομημένου εμβαδού (Τεκμήριο 29) και όχι την αύξηση των κλινών και ανέγερση 20 επιπρόσθετων δωματίων. Με την Προσφυγή τους αρ. 835/2002 (Τεκμήριο 6), οι Ενάγοντες ουσιαστικά είχαν πετύχει την ακύρωση του αντισταθμιστικού όρου που είχε τεθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο και το αίτημα τους, στη βάση της αίτησης ΑΜΧ/0234/2000 (Τεκμήριο 29) ικανοποιήθηκε πλήρως με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου που περιλαμβάνεται στην επιστολή ημερ. 5.5.2010 (Τεκμήριο 22).»

 

 

Ανεξάρτητα όμως από την πιο πάνω κατάληξη του, προχώρησε να εξετάσει, και εξέτασε, κατά πόσο η εφεσείουσα απέδειξε ζημιές. Για να δώσει και πάλι αρνητική απάντηση.

 

Με πέντε λόγους έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη απόφαση. Ξεκινούμε από τον Τέταρτο Λόγο Έφεσης τον οποίο παραθέτουμε αυτολεξεί:

 

«Αξιολόγησε η Πρωτόδικη απόφαση τη μαρτυρία των Εναγόντων εσφαλμένα και υπό πλάνη και/ή κατά τρόπο που συγκρούεται με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης. Πρόσθετα είναι εσφαλμένα που αγνόησε η Πρωτόδικη απόφαση πότε και υπό ποίες συνθήκες ετοιμάστηκε και παρουσιάστηκε η όποια μαρτυρία του Εναγομένου, την οποία δεν αξιολόγησε εν πάση περιπτώσει επαρκώς και δυνάμει της οποίας δεν αποκλείετο  η κρίση για αποζημιώσεις.»

 

 

 

Στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης, καταγράφεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εκτίμησε ορθά τη σημασία της ακυρωτικής απόφασης.

 

Πρόκειται περί αβάσιμου λόγου έφεσης. Ως ελέχθη, το πρωτόδικο Δικαστήριο γνώριζε πολύ καλά τη νομολογία που αφορά στο Άρθρο 146(6) του Συντάγματος και καθοδηγήθηκε ορθά από αυτή. Κατέγραψε τις προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να συντρέχουν για να μπορεί μία αξίωση που εδράζεται στο πιο πάνω άρθρο να εξεταστεί επί της ουσίας. Και έκρινε πως εν προκειμένω αυτές οι προϋποθέσεις συνέτρεχαν. Ορθά επικεντρώθηκε στην ακυρωτική απόφαση ημερ. 23.4.2004 και ορθά επεσήμανε πως για να μπορούσε η εφεσείουσα να εξασφάλιζε προς όφελος της απόφαση, θα έπρεπε να αποδείξει πως οι κατ΄ ισχυρισμόν ζημιές της προκλήθηκαν από την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση ή προέκυψαν ως άμεση συνέπεια αυτής.

 

Προχωρούμε με τον Πέμπτο Λόγο Έφεσης, ο οποίος έχει ως εξής:

 

«Εσφαλμένα προέβη σε πρωτογενείς συλλογισμούς έξω και/ή χωρίς να λάβει υπόψη την αγόρευση των Εφεσειόντων και το γεγονός ότι ουδέποτε ο Εναγόμενος εξέτασε ως το καθήκον του, προσφορά θεραπείας κατά το Άρθρο 146(6) του Συντάγματος μετά την πρώτη και/ή τη δεύτερη ακυρωτική απόφαση.»

 

 

Πρόκειται περί γενικού και αόριστου λόγου έφεσης, ο οποίος αδικαιολόγητα επαναφέρει για σκοπούς διεκδίκησης αποζημιώσεων τη δεύτερη ακυρωτική απόφαση. Εν πάση περιπτώσει, τίποτε από τα όσα καταγράφονται στον συγκεκριμένο λόγο έφεσης δεν ισχύει και παραπέμπουμε στα όσα είχαμε αναφέρει όταν εξετάζαμε τον τέταρτο λόγο έφεσης.

 

Οι εναπομείναντες τρεις λόγοι έφεσης, συναφείς μεταξύ τους, παρόλο που δεν είναι διατυπωμένοι με τον καλύτερο τρόπο, φαίνεται να υποστηρίζουν ότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή «ενώ είχε ενώπιον του αγωγή με βάση ακυρωτική απόφαση και ισχυρισμούς ότι η ακυρωθείσα πράξη επέφερε ζημιά που παρά την ακύρωση της δεν προσφέρθηκε ποτέ ή έγκαιρα θεραπεία και άρα εσφαλμένα η πρωτόδικη απόφαση εφάρμοσε το Άρθρο 146 του Συντάγματος και τη σχετική Νομολογία».

 

Κατ΄ αρχάς, σημειώνουμε πως το γεγονός ότι δεν προσφέρθηκε αποζημίωση ήταν αδιαμφισβήτητο, κάτι που το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε και έλαβε υπόψη του. Γι΄ αυτό άλλωστε προχώρησε να εξετάσει, και εξέτασε, την απαίτηση επί της ουσίας της.

 

Να επαναλάβουμε το χιλιοειπωμένο, ότι η ακύρωση Διοικητικής Πράξης ή Παράλειψης δεν θεμελιώνει αφ΄ εαυτής δικαίωμα για αποζημίωση. Όπως τέθηκε στη  Frangoulides v. Republic (1982) 1 C.L.R. 462:

 

«The annulment of an administrative act does not automatically confer a right to compensation; not even where material damage was manifestly established and the susceptibility of such damage to precise calculation. (See, Compliance of the Administration with Decisions of the Council of State, by Vegleris -1934, p. 74). The only right that vests in a party, aggrieved by an erroneous decision of the administration in the domain of public law, is, in the first place, to demand the eradication of the administrative act and every act arising therefrom. The edifice of the illicit act must be demolished. The right of the citizen to the unmaking of the annulled act is co-relative to the duty of the administration to take all steps at its disposal to erase the consequences of the act. The duty of the administration is to restore the status quo ante (see Vegleri, supra, pp. 24-99).»

 

 

Για το ίδιο θέμα, σχετικό είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από τη μεταγενέστερη απόφαση στην Φιλιαστίδης ν. Α.Η.Κ. (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2137:

 

«Η τεκμηρίωση αγώγιμου δικαιώματος και η διεκδίκηση αποζημιώσεων δυνάμει του Άρθρου 146.6, δεν γεννάται ipso facto από την ακυρωτική απόφαση. Η ακύρωση, βεβαίως, της Διοικητικής Πράξης αποτελεί την πρώτη προϋπόθεση βάσει του πιο πάνω Άρθρου για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων ενώπιον Πολιτικού Δικαστηρίου. Η περί αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας αξίωση πρέπει - και αυτή είναι η δεύτερη προϋπόθεση - να απευθύνεται αρχικά προς τη Διοίκηση. Τέλος η απόρριψη του αιτήματος ή παράλειψη του αρμοδίου τμήματος να εξετάσει τούτο, συνιστά την τρίτη προϋπόθεση. Η ζημιά θα πρέπει να προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή να προέκυψε ως άμεση συνέπεια της. Δικαίωμα για αποζημίωση εγείρεται αν, παρά την αποκατάσταση της νομιμότητας, παραμένει ζημιά, η οποία δεν είχε ικανοποιηθεί από την αρμόδια διοικητική αρχή. Η συνδρομή των πιο πάνω οδηγεί στη γένεση αγώγιμου δικαιώματος για αποζημίωση. (Εγγλεζάκη κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1992) 1 Α.Α.Δ. 697, Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Θεοδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 420, Νίκολας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 983 και Rosary Gardens v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 1 Α.Α.Δ. 230).

     […]

Η υιοθέτηση της πιο πάνω στάσης εκ μέρους της Εφεσίβλητης έδινε βεβαίως το δικαίωμα στον Εφεσείοντα να ασκήσει προσφυγή, ούτως ώστε να κριθεί με βάση νέο αναθεωρητικό έλεγχο η ορθότητα της τελευταίας αυτής διοικητικής πράξης. Ο Εφεσείων αντί αυτού προχώρησε σε καταχώρηση αγωγής. Η ύπαρξη όμως νέας απόφασης, απορριπτικής και πάλι του αιτήματος του Εφεσείοντα, δημιουργούσε την ανάγκη καταχώρησης νέας προσφυγής στο ακυρωτικό Δικαστήριο, το οποίο ήταν και το μόνο αρμόδιο να αποφανθεί ως προς το κατά πόσο η νέα άρνηση της Εφεσίβλητης στηριζόταν σε λανθασμένα κριτήρια. Τυχόν επιτυχία του Εφεσείοντα θα οδηγούσε, πιθανόν, στη γένεση αγώγιμου δικαιώματος. Από μόνη της όμως η θεμελίωση, όπως ήδη λέχθηκε, της αγωγής σε απόφαση η οποία κρίθηκε ως αναιτιολόγητη από το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν ήταν αρκετή για να δημιουργήσει θέμα αποζημιώσεων και ανάλογο αγώγιμο δικαίωμα, καθότι η κατ' ισχυρισμό ζημιά δεν προκλήθηκε ως άμεση συνέπεια της ακύρωσης, αφού μοναδικός λόγος ακύρωσης ήταν το αναιτιολόγητο της πράξης και, όπως ήδη λέχθηκε, προέκυψε νέα απόφαση μετά από επανεξέταση, η οποία και δεν προσβλήθηκε.»

 

 

Εν προκειμένω, η εφεσείουσα με την καταχώριση της αγωγής, το 2006, και με το θέμα των επιβληθέντων όρων να συνεχίζει να είναι ζωντανό, ενήργησε ωσάν η ακύρωση της συγκεκριμένης Διοικητικής Πράξης με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου ημερ. 23.4.2004, να της έδιδε αυτόματα δικαίωμα αποζημιώσεων. Να επαναλάβουμε ότι στο πλαίσιο της πιο πάνω Προσφυγής της, αυτό που αποφασίστηκε ήταν μόνο ότι η προσβαλλόμενη Διοικητική Πράξη εξεδόθη «χωρίς τη δέουσα έρευνα και ενάντια στην αρχή της καλής πίστης».

Δεν χρειάζεται να σχολιάσουμε την πιο πάνω συμπεριφορά της εφεσείουσας να προχωρήσει με την καταχώριση αγωγής ενόσω εκκρεμούσε θέμα επανεξέτασης μετά την ακύρωση της πρώτης απόφασης της Διοίκησης. Και τούτο, γιατί συμφωνούμε πλήρως με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι δικογραφημένες ζημιές δεν προέκυπταν από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 20.6.2002, η οποία ακυρώθηκε με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου ημερ. 23.4.2004. Και αυτό είναι εν προκειμένω το ουσιώδες. Στην Αίτηση για έκδοση πολεοδομικής άδειας (ΑΜΧ/234/2000) που η εφεσείουσα υπέβαλε το 2000 δεν υπήρχε αίτημα για αύξηση των δωματίων/κλινών του ξενοδοχείου. Όπως ορθά καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση «Η αίτηση αφορούσε αποκλειστικά τα εμβαδά που είχαν ήδη ανεγερθεί και λειτουργούσαν ως μέρος του ξενοδοχείου και δεν περιλάμβανε αίτημα για ανέγερση οποιωνδήποτε επιπλέον καινούργιων χώρων ή καινούργιων δωματίων στην νοτιοανατολική πτέρυγα του 4ου ορόφου, ούτε και για παραχώρηση επιπλέον εμβαδού.»

 

Ο δε διοικητικός σύμβουλος και μέτοχος της εφεσείουσας (Μ.Ε.1), αναγκάστηκε μετά από αρκετές ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν κατά την αντεξέταση και μετά από παρέμβαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, να παραδεχθεί πως ουδέποτε η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση στη Διοίκηση για εξασφάλιση άδειας για ανέγερση 20 πρόσθετων δωματίων στο ξενοδοχείο, αλλά ούτε και αίτηση για εξασφάλιση άδειας από τον Κ.Ο.Τ. σε σχέση με τέτοια δωμάτια.  Συνεπώς, η εφεσείουσα εν ουδεμιά περιπτώσει ενομιμοποιείτο να αξιώνει αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146(6), για ζημιές που κατ΄ ισχυρισμόν υπέστη συνεπεία της μη ανέγερσης 20 πρόσθετων δωματίων στο ξενοδοχείο. Η δικογραφημένη χρηματική αξίωση ήταν ασύνδετη με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου ημερ. 23.4.2004, και το θέμα τελειώνει εδώ. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επικεντρώθηκε στα πιο πάνω και δικαιολογημένα απέρριψε την αγωγή.   

 

Όλοι οι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι. Η έφεση απορρίπτεται, με €7.000 έξοδα προς όφελος του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας.

 

                                                               Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                               Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                               Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

/ΣΓεωργίου         



[1]&2 Τα μιλς και τα σελίνια ήταν υποδιαίρεση της Κυπριακής Λίρας.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο