ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) του Ν. 33/1964
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 44/2024
8 Οκτωβρίου, 2025
[ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
Aναφορικά με την Αίτηση της WOOLWORTH (CYPRUS) PROPERTIES LTD
Aναφορικά με Nομικά Θέματα που προκύπτουν από την Απόφαση του Εφετείου, Πολιτική Δικαιοδοσία
Αρ. Υπόθεσης: Πολιτικής Έφεσης 252/2020 (Σχετ. με Ε126/2020)
Ημερομηνίας: 19/11/2024
Μεταξύ:
WOOLWORTH (CYPRUS) PROPERTIES LTD
Αιτήτριας
ΚΑΙ
1. ΖΗΝΩΝΑ ΗΛΙΑΔΗ
2. ΑΓΝΗΣ ΗΛΙΑΔΟΥ
3. ΔΗΜΗΤΡΗ ΒΑΚΗ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΣΩΚΡΑΤΗ ΗΛΙΑΔΗ
4. ΦΩΦΗΣ ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ
5. ΓΙΑΝΝΑΣ ΛΟΙΖΟΥ
6. ΑΚΙΝΗΤΑ Σ.Ζ. ΗΛΙΑΔΗΣ ΛΤΔ
Καθ΄ ων η Αίτηση
__________________
Βελάρης & Βελάρης Δ.Ε.Π.Ε., Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης Δ.Ε.Π.Ε, και Α. & Α. Κ. Αιμιλιανίδης, Κ. Κατσαρός & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Αιτήτρια.
Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Καθ΄ ων η Αίτηση 1 και 6.
Παπαδόπουλος, Λυκούργος & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Καθ΄ ων η Αίτηση 4 και 5.
__________________
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
__________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια εταιρεία, Woolworth (Cyprus) Properties Ltd, ήταν η εναγόμενη στην αγωγή 1300/2013, που καταχωρίστηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας από τους καθ΄ ων η αίτηση. Με την εν λόγω αγωγή αξιώνονταν, μεταξύ άλλων, συμφωνηθέντα ενοίκια και/ή υπόλοιπο συμφωνηθέντων ενοικίων και/ή αποζημιώσεις για «αδικαιολόγητο, προσχηματικό και παράνομο τερματισμό της ενοικίασης» εκ μέρους της αιτήτριας.
Επρόκειτο για θεραπείες που απέρρεαν από συμφωνία μίσθωσης ακινήτου ημερ. 3.10.1997. Εκμισθωτές οι ενάγοντες-καθ΄ ων η αίτηση και μισθωτής η εναγόμενη εταιρεία. Εκκρεμούσης της αγωγής η ενάγουσα 2 απεβίωσε. Καταγράφεται στην τελική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 21.7.2020 που εξεδίκασε την αγωγή, πως «Για την ενάγουσα 2 (Αγνή Ηλιάδου) - η οποία απεβίωσε μετά την καταχώριση της αγωγής - η αγωγή απορρίφθηκε την 23.6.2016, λόγω μη εμφάνισης (μετά από αίτημα των εναγομένων).»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του προσαχθείσα μαρτυρία, προέβη στο ακόλουθο εύρημα σε σχέση με την καταρτισθείσα συμφωνία μίσθωσης.
«Η συμφωνία ενοικίασης υπογράφθηκε από τους συμβαλλομένους (και όλους τους ιδιοκτήτες του ακινήτου) στην παρουσία δύο ικανών προς το συμβάλλεσθαι μαρτύρων οι οποίοι (κατά την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία) προσυπέγραψαν την συμφωνία ενοικίασης ως τέτοιοι (της συμφωνίας αυτής ούσας για μίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας για περίοδο πέραν του ενός έτους). Ό,τι προβάλλει ως ιδιαίτερα σημαντικό - και που παρέμεινε και αυτό αναντίρρητο - είναι πως οι ενάγουσες 4 και 5 ενέκριναν και δέχθηκαν ρητώς ή και σιωπηρώς (ως εκ της συμπεριφοράς και στάσης τους), τα όσα εκπήγαζαν από τη συμφωνία ενοικίασης, με αυτές να μην αποκηρύττουν ποτέ τις πράξεις του XXXXX Ηλιάδη (ΜΕ1) και τα συνεπόμενα τους. Οι ενάγουσες 4 και 5 (όπως και οι υπόλοιποι ενάγοντες), απολάμβαναν ανεπιφυλάκτως τα χρηματικά οφέλη της συμφωνίας ενοικίασης και οι εναγόμενοι την ενοικίαση του ακινήτου.»
Εν κατακλείδι, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση για χρηματικό ποσό υπέρ των εναπομείναντων εναγόντων και εναντίον της εναγόμενης, αφού βρήκε πως αυτοί απέδειξαν την αξίωση τους «για αποζημίωση για απολεσθέντα ενοίκια». Η εναγόμενη εταιρεία με έφεση που καταχώρισε επεδίωξε να ανατρέψει την πρωτόδικη απόφαση. Με συγκεκριμένο λόγο έφεσης, αποδόθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο σφάλμα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 77 και 156-157 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 και ως προς τη σχετική με αυτά νομολογία. Με άλλο λόγο έφεσης είχε προβάλει τη θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση προς όφελος ανύπαρκτου προσώπου, δηλαδή της ενάγουσας 2, η οποία, ως ελέχθη, εκκρεμούσης της αγωγής απεβίωσε.
Το Εφετείο εξέτασε τον κάθε λόγο έφεσης ξεχωριστά (εννέα τον αριθμό), και έκρινε, για συγκεκριμένους λόγους που παρέθεσε, πως όλοι οι λόγοι ήταν αβάσιμοι. Κατ΄ επέκταση, απέρριψε την έφεση. Η αιτήτρια επιδιώκει τώρα, με την υπό εκδίκαση Αίτηση, την εξασφάλιση άδειας για να καταχωρίσει αίτηση δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2024, το οποίο προνοεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο:
«… αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αιτήσεως, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας πολιτικής ή ποινικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου και συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, κατά την υπ’ αυτού ενασκουμένη πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία:
Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω, υποβαλλομένη αίτηση δέον να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την οικεία απόφαση νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα το αίτημα, προκειμένου το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει την απαιτούμενη άδεια:
Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου».
Στην Αναφορικά με την Αίτηση του Ελευθέριου Θεοδώρου, Αίτηση Αρ. 14/2025, ημερ. 25.2.2025, επαναλαμβάνεται ότι:
«… το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση των εξουσιών του τις οποίες επικαλείται τώρα ο αιτητής, δεν λειτουργεί ως εφετείο του Εφετείου, το οποίο είναι σήμερα το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της χώρας, με δικαιοδοσία να αναθεωρεί, ως ανώτερο Δικαστήριο, κατόπιν εφέσεως, όλες τις αποφάσεις των κατώτερων Δικαστηρίων (Αναφορικά με την Αίτηση του Ηλία Πεταή για την Έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari και/ή Prohibition, Πολ. Έφεση Αρ. 24/2024, ημερ. 14.11.2024).»
Στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων παρατίθενται, μαζί με την αιτιολογία τους, δύο Νομικά Θέματα τα οποία στην παρούσα απόφαση παραθέτουμε αυτολεξεί χωρίς την αιτιολογία τους, την οποία βεβαίως έχουμε θέσει ενώπιον μας και έχουμε μελετήσει.
«Πρώτο Νομικό Θέμα
Το πρώτο νομικό θέμα που προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου αφορά στην ανάγκη ορθής ερμηνείας νομοθετικής διάταξης και δη του άρθρου 77 του Περί Συμβάσεων Νόμου και κατά πόσο σύμβαση αντιβαίνουσα προς το εν λόγω άρθρο και καθίσταται συνακόλουθα εξ υπαρχής άκυρη, δύναται να αναβιώσει με μετέπειτα επικύρωση ή υιοθέτηση της παράβασης ή λόγω της συμπεριφοράς του ετέρου των μερών.
Θέση των Αιτητών είναι πως το Εφετείο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του εθνικού δικαίου ενεργώντας κατά τρόπο αντίθετο με πάγια νομολογία καθιστώντας αναγκαία την εκ μέρους του Ανωτάτου Δικαστηρίου παρέμβαση προς διευκρίνιση νομικού ζητήματος γενικού ενδιαφέροντος.
Δεύτερο Νομικό Θέμα
Το δεύτερο νομικό θέμα που προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου αφορά στη δυνατότητα επιδίκασης ως θεραπείας συνολικού ποσού ενοικίασης που να περιλαμβάνει μισθίο που να αντιστοιχεί και σε μερίδιο Ενάγουσας, η αγωγή της οποίας είχε ήδη απορριφθεί, δηλαδή στην επιδίκαση θεραπείας σε ανύπαρκτο Ενάγοντα.
Συγκεκριμένα, το Εφετείο παραγνώρισε ότι κατά πάντα ουσιώδη χρόνο η Εφεσείουσα κατέβαλλε τα ενοίκια για το μίσθιο σε έναν έκαστον από τους Εφεσίβλητους ξεχωριστά κατ΄ αναλογία προς το μερίδιό τους στο σχετικό οικόπεδο και συνεπώς το μερίδιο της Ενάγουσας 2 που αντιστοιχούσε σε 6.25% θα έπρεπε να είχε αφαιρεθεί από το επιδικασθέν ποσό ένεκα της απόρριψης της αγωγής στον βαθμό που την αφορούσε και ως προς τούτο το Εφετείο ενέργησε κατά τρόπο αντίθετο με πάγια νομολογία καθιστώντας αναγκαία την εκ μέρους του Ανωτάτου Δικαστηρίου παρέμβαση προς διευκρίνιση νομικού ζητήματος γενικού ενδιαφέροντος.»
Οι καθ΄ ων η αίτηση καταχώρισαν ενστάσεις. Οι καθ΄ ων η αίτηση-ενάγοντες 4 και 5 καταχώρισαν κοινή ένσταση προβάλλοντας πως δεν δικαιολογείται η ενεργοποίηση της τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, δεν τηρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις του άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου 33/1964 και ότι το Ανώτατο Δικαστήριο ουσιαστικά καλείται να εξετάσει έφεση κατά της απόφασης του Εφετείου.
Οι καθ΄ ων η αίτηση-ενάγοντες 1, 3 και 6, με κοινή ένσταση, υποστηρίζουν ότι τα όσα η αιτήτρια προβάλλει τώρα συνιστούν συγκεκαλυμμένη έφεση και πως ό,τι αξιώνεται από το Ανώτατο Δικαστήρο είναι νέα κρίση και δεύτερη ευκαιρία επί των γεγονότων της υπόθεσης, κάτι το οποίο δεν καλύπτεται από το άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου. Με οδηγίες του Δικαστηρίου κατατέθηκαν γραπτές αγορεύσεις το περιεχόμενο των οποίων επίσης έχουμε θέσει ενώπιον μας. Ο καθ΄ ου η αίτηση 3 δεν κατέθεσε γραπτή αγόρευση.
Στην Αναφορικά με την Αίτηση του Δομίνικου Κολλίτση, Αίτηση Αρ. 10/2024, ημερ. 11.9.2024, επαναλαμβάνεται ότι:
«… το άρθρο 9(3)(γ) του Ν.14/60 δεν απαιτεί μόνο την ύπαρξη νομικού θέματος προς εκδίκαση σε τρίτο βαθμό αλλά όπως αυτό το νομικό θέμα αφορά τη διαφοροποίηση της νομολογίας ή την ανάγκη ορθής ερμηνείας νόμου ή κανονισμού ή μείζον δημόσιο συμφέρον ή γενικής δημόσιας σημασίας ή ζήτημα συνοχής του δικαίου όπου υπάρχουν συγκρουόμενες ή αντιφατικές αποφάσεις. Επομένως, το εν λόγω άρθρο προβλέπει τη δυνατότητα παροχής άδειας για εκδίκαση σε τρίτο βαθμό νομικών ζητημάτων που σαφώς χρήζουν είτε νέας ερμηνείας κατ’ απόκλιση από την υπάρχουσα νομολογία, είτε ορθής ερμηνείας όπου η μέχρι στιγμής ερμηνεία δεν είναι σαφής, είτε σαφήνειας όπου υπάρχουν αντικρουόμενες αποφάσεις, είτε αφορά θέμα δημοσίου συμφέροντος. Χρήσιμη καθοδήγηση επί της εφαρμογής του εν λόγω άρθρου προσφέρει η απόφαση στην υπόθεση Artio Designs Ltd v. Stephen Van Zupthen κ.ά., Αρ. Αίτησης 2/2023, ημερ. 30.1.2024».
Στην Αναφορικά με την Αίτηση του Παναγιώτη Κλεοβούλου, Αίτηση Αρ. 6/2023, ημερ. 3.6.2024, τονίζεται ότι «Η δικαιοδοσία δεν αφορά σε έφεση κατά της απόφασης του Εφετείου …»
Προχωρούμε να εξετάσουμε τα όσα εγείρονται στο «Πρώτο Νομικό Θέμα». Κατ΄ αρχάς σημειώνουμε ότι το ερώτημα που τίθεται, δεν προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου, αφού το Εφετείο δεν βρήκε ότι η σύμβαση μίσθωσης ήταν εξ υπαρχής άκυρη και ότι αυτή ακολούθως αναβίωσε, ως εισηγείται η αιτήτρια. Περαιτέρω, αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι η αιτήτρια επιδιώκει, ανεπίτρεπτα, εκ νέου αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας για να καταλήξει το τριτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η συμφωνία μίσθωσης που είχε καταρτισθεί δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 77 του περί Συμβάσεων Νόμου, Kεφ. 149. Να επαναλάβουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε, μετά από αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας, ότι η συμφωνία μίσθωσης ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του πιο πάνω άρθρου, προσέγγιση η οποία επικυρώθηκε ως ορθή από το Εφετείο.
Προχωρούμε με το δεύτερο νομικό θέμα. Διατείνεται η αιτήτρια ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο χορήγησε θεραπεία σε ανύπαρκτο ενάγοντα αφού η ενάγουσα 2 είχε αποβιώσει εκκρεμούσης της αγωγής. Δεν προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση προς όφελος της αποβιωσάσης, κάτι που διαπίστωσε και το Εφετείο.
Περαιτέρω, το Εφετείο σημείωσε πως στην αγωγή οι θεραπείες που αξιώθηκαν δεν αφορούσαν σε «ποσοστά των δικαιούχων επί του ενοικίου». Οι θεραπείες αξιώθηκαν και χορηγήθηκαν για ζημιές που προκλήθηκαν από τη διάρρηξη της συμφωνίας εκ μέρους της αιτήτριας, η οποία είχε μισθώσει το ακίνητο. Η θέση της αιτήτριας ότι το Εφετείο ενήργησε «κατά τρόπο αντίθετο με πάγια νομολογία καθιστώντας αναγκαία την εκ μέρους του Ανωτάτου Δικαστηρίου παρέμβαση προς διευκρίνιση νομικού ζητήματος γενικού ενδιαφέροντος», δεν συνιστά λόγο για ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας του Ανώτατου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου 33/1964. Όπως τέθηκε στην Αναφορικά με την Αίτηση του Hassan Farhat Aρ. 27/2024, ημερ. 19/11/2024 «Η τριτοβάθια δικαιοδοσία του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν αποσκοπεί στο να διορθώνει λάθη του Εφετείου, αλλά να εξετάζει νομικά θέματα που προκύπτουν ξεκάθαρα από την απόφαση του Εφετείου, ως καθορίζεται στο άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου».
Δεν δικαιολογείται η χορήγηση της αιτούμενης άδειας.
Η Αίτηση απορρίπτεται.
Όσον αφορά στα έξοδα της Αιτήσεως, επαναλαμβάνουμε ότι ο καθ΄ ου η αίτηση 3 δεν καταχώρισε γραπτή αγόρευση, ως οι οδηγίες του Δικαστηρίου, και ως εκ τούτου δεν κρίνεται ορθό και δίκαιο να επιδικαστούν προς όφελος του έξοδα.
Επιδικάζεται προς όφελος των καθ΄ ων η αίτηση 1 και 6, οι οποίοι είχαν κοινή εκπροσώπηση, και εναντίον της αιτήτριας, το συνολικό ποσό των €2.500, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, ως έξοδα Αίτησης. Το ίδιο ποσό επιδικάζεται και προς όφελος των καθ΄ ων η αίτηση 4 και 5, οι οποίοι επίσης είχαν κοινή εκπροσώπηση.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/ΣΓεωργίου
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο