ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ κ.α., Αίτηση Αρ. 46/2024, 7/10/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ κ.α., Αίτηση Αρ. 46/2024, 7/10/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9(3)(γ) ΤΟΥ Ν. 33/1964

 

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ

 

(Αίτηση Αρ. 46/2024)

                                                        

7 Οκτωβρίου, 2025

 

 

[ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1) ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ,

                                                                 2) ΤΟΛΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ,

                                                               3) ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΛΑΡΚΟΥ ΚΑΙ

                                                                 4) ΒΑΣΟΣ ΣΙΑΡΛΗ, ΩΣ

                                                           ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

                                                                     ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΙΒΕΡΑ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ 5/2020, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 26/11/2024, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Μεταξύ:

                       1) ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΕΛΛΗΝΑ,

                       2) ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ,

                       3) ΤΟΛΙΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ,

                       4) ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΛΑΡΚΟΥ ΚΑΙ

                       5) ΒΑΣΟΥ ΣΙΑΡΛΗ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ

                           ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΙΒΕΡΑ

 

Εφεσειόντων στο Εφετείο,

ΚΑΙ

 

1) ΔΗΜΗΤΡΗ (ΝΤΙΜΗ) ΚΙΡΖΗ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ Ή/ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΝΙΚΟΥ ΓΕΩΡΓΑΛΛΙΔΗ ΚΙΡΖΗ, κ.ά.,

 

Εφεσίβλητων στο Εφετείο.

 

   ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ Δ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ & ΣΙΑ, για τους Αιτητές.

 

CHRYSSES DEMETRIADES & CO LLC, για τους Καθ’ων η Αίτηση.

______________________________________________________________________

 

   Η ομόφωνη Απόφαση του Εφετείου θα δοθεί από τη Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.

______________________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Οι Αιτητές, Εφεσείοντες στην Πολιτική Έφεση 5/2020, στην οποία εκδόθηκε Απόφαση από το Εφετείο στις 26/11/2024, καταχώρισαν την υπό κρίση Αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο επιζητώντας άδεια για να υποβάλουν αίτηση δυνάμει του Άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων 1964 έως (3) του 2023 (εφεξής ο Νόμος).

 

Η πιο πάνω Απόφαση εκδόθηκε στο πλαίσιο εκδίκασης τριών ξεχωριστών Εφέσεων, τις Πολιτικές Εφέσεις με αρ. 4/2020, 5/2020 και 6/2020, οι οποίες ακούστηκαν μαζί λόγω του ότι στρέφονταν κατά της ίδιας δικαστικής απόφασης και είχαν κοινό υπόβαθρο γεγονότων. Με τους Λόγους Έφεσης 1[1], 2[2], 3[3] και 4[4] οι Αιτητές είχαν υποστηρίξει ότι ο πρωτόδικος Δικαστής λανθασμένα ανέλαβε την εκδίκαση της αγωγής μετά που είχε ήδη εξαιρεθεί για λόγους αντικειμενικής αμεροληψίας εφόσον οι λόγοι για τους οποίους εξαιρέθηκε δεν είχαν εκλείψει.

 

Για σκοπούς ευχερέστερης αντίληψης της επίδικης Αίτησης και των όσων έπονται, κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί αυτούσιο σχετικό απόσπασμα από την Απόφαση του Εφετείου, αναφορικά με τους Λόγους Έφεσης που αφορούσαν το ζήτημα εξαίρεσης του πρωτόδικου Δικαστή:

 

«Η ακρόαση της υπόθεσης ξεκίνησε για πρώτη φορά στις 26.10.2015 ενώπιον της τότε Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και, μετά από μεγάλο αριθμό δικασίμων διακόπηκε, λόγω του διορισμού της στο Ανώτατο Δικαστήριο, τον Ιανουάριο του 2017. Ως εκ τούτου, η ακρόαση ξεκίνησε, εξ’ υπαρχής (de novo), στις 26.06.2017 ενώπιον άλλου Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (εν τέλει του εκδικάζοντος την υπόθεση). Μεσούσης της ακρόασης και συγκεκριμένα στις 9.1.2018, εκδόθηκε η απόφαση Nicholas v. Cyprus (Application No. 63246/10) από το ΕΔΑΔ, η οποία αφορούσε θέμα εξαίρεσης Δικαστή λόγω του ότι το παιδί του εργαζόταν, ως υπάλληλος, σε δικηγορική εταιρεία που εκπροσωπούσε κάποιο από τους διαδίκους. Απεφασίσθη από το ΕΔΑΔ ότι η κατάσταση αυτή δεν συνιστά, από μόνη της, επαρκή λόγο εξαίρεσης του Δικαστή, ούτε απαιτείται αυτόματη αυτοεξαίρεση, όμως η ύπαρξη δεσμού θα πρέπει να γνωστοποιείται κατά την έναρξη της διαδικασίας. Εξ’ αφορμής της εν λόγω απόφασης, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έθεσε υπόψη των δικηγόρων των διαδίκων ότι εργαζόταν στο γραφείο των δικηγόρων που εκπροσωπούσε τους εφεσίβλητους η θυγατέρα του και ζήτησε τις απόψεις τους. Η εργοδότηση της θυγατέρας του υφίστατο κατά το χρόνο έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας, όμως σύμφωνα με τους τότε ισχύοντες Κανόνες Δικαστικής Πρακτικής, το γεγονός αυτό δεν επέβαλλε την εξαίρεση του. Ο δικηγόρος των εφεσίβλητων επεξήγησε ότι η θυγατέρα του πρωτόδικου Δικαστή ήτο μια νεαρή δικηγόρος, χωρίς να έχει ποτέ οποιαδήποτε εμπλοκή στην υπόθεση και χωρίς να έχει οποιαδήποτε διευθυντική θέση ή να είναι συνέταιρος στη δικηγορική εταιρεία. Το δικηγορικό γραφείο Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., που τότε εκπροσωπούσε όλους τους εφεσείοντες, εξέφρασε τη θέση ότι το Δικαστήριο δύνατο να συνεχίσει την ακρόαση της υπόθεσης και ότι δεν έφερε οποιαδήποτε ένσταση προς τούτο. Ο δικηγόρος, όμως, του εναγόμενου 2 – του Φαλέκου, ήγειρε αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του Δικαστή, λόγω της πιο πάνω αναφερόμενης συγγένειας του και ζήτησε την εξαίρεση του. Η δικηγόρος της εναγομένης 10, ζήτησε επίσης την εξαίρεση του, περιοριζόμενη στο αντικειμενικό κριτήριο, χωρίς να αμφισβητεί την αμεροληψία του Δικαστηρίου.[….]

 

Ο πρωτόδικος Δικαστής απεφάνθη ότι, δεδομένης της θέσης του εναγόμενου 2, ο οποίος αμφισβητούσε την αμεροληψία του και υπήρχε το αντικειμενικό δεδομένο, ήτο επιβεβλημένο να εξαιρεθεί από τη συνέχιση της εκδίκασης της αγωγής και αυτοεξαιρέθηκε.

 

Λόγω της πιο πάνω εξέλιξης, ο φάκελος της υπόθεσης παραπέμφθηκε ενώπιον άλλου Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, για να ξεκινήσει την υπόθεση de novo. Σημειώνεται ότι, προς εναρμόνιση με την απόφαση Nicholas (ανωτέρω), εκδόθηκε η Δικαστική Πρακτική ημερομηνίας 8.03.2018 η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 16.3.2018. Προτού ξεκινήσει η ακρόαση και συγκεκριμένα στις 26.03.2018, ο δικηγόρος των εφεσίβλητων, απέσυρε την αγωγή εναντίον των εναγόμενων 2 και 10, οι οποίοι είχαν εγείρει θέμα εξαίρεσης, έτσι ώστε να αποφευχθεί η εκδίκαση της υπόθεσης de novo για ακόμα μια φορά. Εφόσον δεν ετίθετο θέμα, από τους εναπομείναντες εναγόμενους, κωλύματος και εξαίρεσης, η υπόθεση τέθηκε εκ νέου ενώπιον του εκδικάζοντος Δικαστή, για να συνεχιστεί η ακρόαση. Όλα τα μέρη εμφανίστηκαν ενώπιον του στις 16.04.2018 και ο τότε δικηγόρος όλων των εφεσειόντων, Μ. Ηλιάδης για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., επανέλαβε τη θέση ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν ένσταση στη συνέχιση της διαδικασίας από τον εκδικάζοντα Δικαστή. Ούτε και ο εναγόμενος 2, που τότε εκπροσωπείτο από τον δικηγόρο Γ. Χαπάρη, δεν είχε ένσταση να συνεχιστεί ενώπιον του η εκδίκαση της απαίτησης συνεναγόμενου των εναγόμενων, εναντίον του εναγόμενου 2. [..]

 

Το Δικαστήριο, αφού άκουσε τις πιο πάνω τοποθετήσεις των δικηγόρων και χωρίς ένσταση από πλευράς οποιουδήποτε από τους εναπομείναντες εναγόμενους, κατέληξε ότι θα ήτο προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να συνεχιστεί η υπόθεση ενώπιον του. […]

 

Στη συνέχεια, εκδόθηκε η Δικαστική Πρακτική ημερομηνίας 28.01.2019, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 1.02.2019 και η οποία προέβλεπε τα εξής, σε σχέση με τις εμφανίσεις δικηγορικών γραφείων ενώπιον Δικαστών των οποίων παιδί τους εργάζεται στα εν λόγω γραφεία:

 

«1. Δικαστής δεν εκδικάζει μόνος ή ως μέλος σύνθεσης δικαστηρίου οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας, υπόθεση όπου εμφανίζεται ως δικηγόρος μέλος της «οικογένειας του δικαστή» καθώς και δικηγόροι οι οποίοι είναι εργοδότες ή εργοδοτούμενοι ή συνέταιροι ή δικηγόροι που εργάζονται κάτω από την ίδια επαγγελματική στέγη με τον δικηγόρο αυτό. 2(α). Ο όρος «Οικογένεια του δικαστή» για σκοπούς της παρούσας πρακτικής περιλαμβάνει γονείς, σύζυγο, τέκνα, συζύγους τέκνων, αδελφούς, τέκνα αδελφών και συζύγους αδελφών, πρόσωπα με τα οποία ο δικαστής διατηρεί σχέση πεθερού – γαμπρού/νύμφης ή συμπεθέρου και πρόσωπα που έχουν μαζί του πνευματική συγγένεια.  

………………………………………………………………………………»

 

Ενόψει της πιο πάνω Δικαστικής Πρακτικής, ο πρωτόδικος Δικαστής κωλύετο να ολοκληρώσει την ακρόαση. Ο δικηγόρος, τότε, όλων των εφεσειόντων Μ. Ηλιάδης, μαζί με τον δικηγόρο των εφεσίβλητων                         Δ. Αραούζο, απέστειλαν, σε κοινό επιστολόχαρτο, επιστολή προς το Ανώτατο Δικαστήριο, όπου κατέγραψαν το ιστορικό της υπόθεσης, το γεγονός ότι εκκρεμούσαν μόνο οι αγορεύσεις και αιτήθηκαν όπως ολοκληρωθεί η υπόθεση ενώπιον του εκδικάζοντος Δικαστή. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:

 

«Ζητούμε από κοινού από το Ανώτατο Δικαστήριο να προβεί σε τέτοια ρύθμιση ώστε να επιτραπεί στον έντιμο Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού να προχωρήσει με την ολοκλήρωση της διαδικασίας, εφόσον οι διάδικοι έχουν την ειλικρινή άποψη ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος εξαίρεσης του με βάση το σκεπτικό της υπόθεσης Nicolas v. Cyprus και επαναλαμβάνουν με την παρούσα την εμπιστοσύνη που έχουν επιδείξει μέχρι σήμερα στο πρόσωπο του ως προς την ακεραιότητα και αμεροληψία του.

 

Θεωρούμε πως σε περίπτωση που δεν γίνει η πιο πάνω διευθέτηση, αυτό θα αποτελέσει σίγουρα παράβαση εκ μέρους της Δημοκρατίας του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος που προνοεί για δίκη εντός εύλογου χρόνου». 

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο, με τη Δικαστική Πρακτική ημερομηνίας 11.2.2019, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 15.02.2019, τροποποίησε τη Δικαστική Πρακτική ημερομηνίας 28.1.2019, έτσι ώστε να μην έχει αναδρομική ισχύ αναφορικά με συνεχιζόμενες ακροάσεις. Ως αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης, η ακρόαση ολοκληρώθηκε ενώπιον του εκδικάζοντος Δικαστή, ο οποίος και εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση.»

 

 

Το Εφετείο με την Απόφαση του έκρινε τους Λόγους Έφεσης 1, 2, 3 και 4, που αφορούσαν το ζήτημα εξαίρεσης του πρωτόδικου Δικαστή ως αβάσιμους, κρίνοντας ότι ο πρωτόδικος Δικαστής είχε εκτιμήσει σωστά το δικαστικό του έργο και ότι η κρίση του ότι το δικαστικό του καθήκον του επέβαλε να συνεχίσει και να ολοκληρώσει την επίδικη υπόθεση ήταν απόλυτα ορθή.

 

Μετά την έκδοση της Απόφασης του Εφετείου ακολούθησε η καταχώριση από τους Αιτητές της παρούσας Αίτησης, με την οποία ζητούν άδεια για την εκδίκαση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου, Νομικών Θεμάτων, που, όπως αναφέρεται, προκύπτουν από την Απόφαση του Εφετείου.

 

Οι Καθ’ ων η Αίτηση καταχώρισαν Ένσταση στη βάση του ότι, μεταξύ άλλων, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου για τη χορήγηση άδειας.

 

Το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου προνοεί ότι, από την 1η Ιουλίου 2023, το Ανώτατο Δικαστήριο: 

«αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αιτήσεως, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας πολιτικής ή ποινικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου και συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, κατά την υπ' αυτού ενασκουμένη πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία:

 

Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω, υποβαλλομένη αίτηση δέον να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την οικεία απόφαση νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα το αίτημα, προκειμένου το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει την απαιτούμενη άδεια:

 

Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»

 

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Zutphen κ.ά., Αρ. Αίτησης 2/2023, ημερ. 30/1/2024:

 

«Προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου ότι η δικαιοδοσία αφορά στην επίλυση νομικών θεμάτων. Τα νομικά αυτά θέματα πρέπει να προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου.  Περαιτέρω, τα νομικά αυτά θέματα πρέπει να συναρτώνται:

 

-   με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας, ή

-   με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή

-   με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, ή

-   ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας, ή

-   ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου. 

 

Και η αίτηση για άδεια πρέπει να προσδιορίζει σαφώς τα νομικά αυτά θέματα και επίσης να προσδιορίζει τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που υποστηρίζουν το αίτημα.» 

 

 

Η πρώτη επιφύλαξη του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου απαιτεί όπως η αίτηση προσδιορίζει σαφώς τα Νομικά Θέματα που προκύπτουν από την Απόφαση του Εφετείου, καθώς επίσης τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που τα υποστηρίζουν. Τα πιο πάνω δε σε άμεση αντιπαραβολή και συνάρτηση με τους συγκεκριμένους και αυστηρά προσδιορισμένους λόγους που προβάλλονται στο εν λόγω Άρθρο.

 

Στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων που επισυνάπτεται στην Αίτηση για άδεια καταγράφονται τρία «Νομικά Θέματα», τα οποία συνοδεύονται από αιτιολογία. Κρίνεται σκόπιμη η μεταφορά των εν λόγω «Νομικών Θεμάτων», αυτούσια, χωρίς την αιτιολογία που τα συνοδεύει:

 

«ΠΡΩΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΘΕΜΑ

 

Κατά πόσον, Δικαστής, που, με Αιτιολογημένη Απόφασή του (στις 13/2/2018), αυτοεξαιρέθηκε, από την εκδίκαση ενώπιον του υποθέσεως (της 895/2010 Ε.Δ. Λεμεσού), λόγω οικογενειακής ή/και συγγενικής σχέσεως, που διατηρεί, με Δικηγόρο, που εργοδοτείται, στο Δικηγορικό Γραφείο, που εκπροσωπεί όλους τους Ενάγοντες, θα μπορούσε μετά που εξαιρέθηκε και ο φάκελος της υπόθεσης είχε τεθεί με δικές του Οδηγίες ενώπιον του Πρωτοκολλητή και στη συνέχεια άλλου Δικαστή, να αναιρέσει, την Απόφασή του, για εξαίρεση και να αναλάβει, εκ νέου το χειρισμό και την εκδίκαση, της συγκεκριμένης Υποθέσεως, για οποιοδήποτε λόγο και ενώ, ο λόγος εξαιρέσεως του, εξακολουθούσε να υφίσταται και τα δεδομένα που ίσχυαν πριν την αυτοεξαίρεση του, δεν είχαν με οποιονδήποτε τρόπο διαφοροποιηθεί ειδικά σε σχέση με τον καθοριστικό λόγο για τον οποίο είχε αποφασίσει την αυτοεξαίρεση του, δηλαδή την εργοδότηση της θυγατέρας του στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπούσε τους Ενάγοντες.»

 

 

 

«ΔΕΥΤΕΡΟ ΝΟΜΙΚΟ ΘΕΜΑ

 

Κατά πόσο μετά την Απόφαση Δικαστή για αυτοεξαίρεση του από την εκδίκαση ενώπιον του υπόθεσης, θα μπορούσε αυτός να ξανααναλάβει το χειρισμό και την εκδίκαση της, με το σκεπτικό ότι οι Εναγόμενοι 2 και 10 που «δημιούργησαν το ζήτημα σε σχέση με την εξαίρεση του» και οι Ενάγοντες, κατέληξαν σε συμφωνία για την απόσυρση της αγωγής εναντίον των Εναγόμενων αυτών και με δεδομένο ότι η θυγατέρα του πρωτόδικου Δικαστή, συνέχιζε την εργοδότηση της στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπούσε όλους τους Ενάγοντες ζήτημα που ήταν και ο βασικός λόγος για τον οποίον ο Πρωτόδικος Δικαστής είχε αποφασίσει (στις 13/02/2018) την αυτοεξαίρεση του, από την εκδίκαση της υπόθεσης,

 

και/ή

 

Αν ο ίδιος Δικαστής θα μπορούσε να βασίσει την επαναφορά του στη διαδικασία και την συνέχιση της εκδίκασης της υπόθεσης από τον ίδιο, μετά την Απόφαση του για αυτοεξαίρεση, στη σύμφωνη γνώμη και συγκατάθεση των συνηγόρων των Διαδίκων, η οποία όμως εκδηλώθηκε μετά τις 13/2/2018 που εξεδόθη η Απόφαση του για αυτοεξαίρεση και εάν αυτή η συγκατάθεση των δικηγόρων έδιδε στο Δικαστή δικαίωμα επανόδου στην υπόθεση που είχε εξαιρεθεί δια εξάσκησης από τον ίδιο οποιασδήποτε μορφής Διακριτική Εξουσία, σε υπόθεση που ήδη είχε αυτοεξαιρεθεί.»

 

 

«ΤΡΙΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΘΕΜΑ

 

Κατά πόσο η τροποποίηση των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανώτατου Δικαστηρίου δια της ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ, ημ. 28/01/2019, η οποία θεσμοθέτησε και επέβαλε την πλήρη απαγόρευση σε δικαστή να εκδικάζει υποθέσεις στις οποίες εμφανίζεται ενώπιον του δικηγόρος, μέλος της οικογένειας του δικαστή, καθώς και δικηγόροι οι οποίοι είναι εργοδότες ή δικηγόροι που εργάζονται κάτω από την ίδια στέγη με το δικηγόρο αυτό, ήταν ορθό να τροποποιηθεί δια της μεταγενέστερης Απόφασης του τότε Ανώτατου Δικαστηρίου ημ. 11/2/2019, με σκοπό να μην είχε αναδρομική ισχύ και/ή να μην συμπεριλαμβάνει η αρχική απαγόρευση τις υποθέσεις των οποίων η ακρόαση τους είχε ξεκινήσει και εάν αυτή η ρύθμιση περί μη αναδρομικότητας ήταν συμβατή με το σκοπό της ίδιας της ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ, που ήταν «η ουσιαστική κατοχύρωση της ισότητας ενώπιον της Δικαιοσύνης (Άρθρο 28.1) και την εξασφάλιση του απρόσωπου χαρακτήρα των Δικαστηρίων στην άσκηση των δικαστικών τους λειτουργιών» και εάν μπορούσε η μη αναδρομικότητα να μεταβάλει με οποιονδήποτε τρόπο το ήδη δεδομένο ότι ο εκδικάζον δικαστής είχε ήδη μια φορά αυτοεξαιρεθεί άρα θεώρησε ότι δεν συνυπήρχαν στην ενώπιον του δικαστική διαδικασία και δεν κατοχυρώνονταν σωρευτικά η υποκειμενική και αντικειμενική αμεροληψία, ως παράγοντες της δίκαιης δίκης.»

 

 

Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις παροχής άδειας στη βάση του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου. Έχουμε προς τούτο με προσοχή εξετάσει τις θέσεις, αναφορές και εισηγήσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των δύο πλευρών, όπως αυτές προωθήθηκαν μέσω των Γραπτών τους Αγορεύσεων.

 

Εν πρώτοις θα πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως έχουν διατυπωθεί τα «Νομικά Θέματα» στην Αίτηση, εγείρονται ισχυρισμοί για σφάλματα και παραβάσεις της Απόφασης υπό μορφή λόγων έφεσης και συνοδεύεται από αιτιολογία ένας έκαστος, λαμβάνοντας έτσι η αίτηση σαφώς τη μορφή μιας περαιτέρω έφεσης σε τρίτο βαθμό. Δεν είναι, όμως, αυτή η τριτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σκοπός δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του Εφετείου, αλλά η παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εφόσον και στην περίπτωση και μόνο που συντρέχουν οι εκ του Νόμου προϋποθέσεις. Είναι χαρακτηριστικές στις παραγράφους 6, 7, 9 και 10 της αιτιολογίας που δίδεται σε σχέση με το «Πρώτο Νομικό Θέμα» οι ακόλουθες αναφορές:

 

«6. Το Εφετείο, εστιάζοντας, λανθασμένα στο γεγονός ότι, η τελική σύνθεση των Διαδίκων, δεν έφερε οιανδήποτε ένσταση, στην εκδίκαση, της, εν λόγω, Υποθέσεως, από τον, τότε, Πρωτόδικο Δικαστή,                        X. Μαλαχτό, παρά την ύπαρξη οικογενειακής ή/και συγγενικής σχέσεως του, με πρόσωπο, που εργοδοτείτο, στο Δικηγορικό Γραφείο, που εκπροσωπούσε, τους Ενάγοντες, παραγνώρισε πλήρως τη σημασία της ήδη από 13/02/2018 Απόφασης του X. Μαλαχτού για αυτοεξαίρεση του και απέρριψε τους σχετικούς Λόγους Εφέσεως, που αφορούσαν, το συγκεκριμένο θέμα, δηλαδή, τους Λόγους Εφέσεως 1, 2, 3 και 4, κρίνοντας λανθασμένα στη σελίδα 19 της Εφετειακής Απόφασης ότι:

«Η κρίση του ότι το δικαστικό του καθήκον επέβαλλε να συνεχίσει και να ολοκληρώσει την επίδικη υπόθεση, ήτο απόλυτα ορθή».

7. Η συγκεκριμένη κρίση, του Εφετείου, όπως εκφράζεται στις σελίδες 10-19 της Απόφασης ημ. 26/11/2024, είναι λανθασμένη διότι αντιστρατεύεται, τις αρχές, της Φυσικής Δικαιοσύνης, και, της Δίκαιης Δίκης, ως, αυτές κατοχυρώνονται, στο Άρθρο 12 και 30 του Συντάγματος, και, στο Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και, στην συναφή, προς τούτα, Νομολογία».

«9. Να σημειωθεί ότι είχε υποδειχθεί ενώπιον του Εφετείου ότι ελλείψει Κυπριακής Νομολογίας περί του ζητήματος της αυτοεξαίρεσης και της εκ νέου ανάληψης της υπόθεσης από τον ίδιο Δικαστή που είχε εξαιρεθεί, θα μπορούσε αυτό να αντλήσει καθοδήγηση από αλλοδαπό δίκαιο το οποίο είχε υποδειχθεί στο Εφετείο δια της Αγόρευσης των Εφεσειόντων – Αιτητών ημ. 28/07/2020, και συγκεκριμένα των Αποφάσεων στο Παράρτημα Β, ήτοι, (α) State V Dube and others, (523/07) 2009, ZASCA 28, 2009 (2) SACR 99 (SCA), 2009 3 ALLSA 223 (SCA) 30 March 2009, και (b) CONSIGLIO Vs CONSIGLIO 48 Conn. App 654 (1998).

10. To Εφετείο δια της Απόφασης του ημ. 26/11/2024, περιορίστηκε σε μια επιδερμική ανάλυση και διαπραγμάτευση του σοβαρού αυτού ζητήματος χωρίς να αναλύσει και να αποδώσει τη σημασία που θα έπρεπε στην απόφαση του Δικαστή για αυτοεξαίρεση του και πως αυτή η απόφαση για αυτοεξαίρεση, συνιστούσε κώλυμα και στερούσε στον κ. Χ. Μαλαχτό την όποια περαιτέρω δυνατότητα του να ξαναασχοληθεί με την συγκεκριμένη υπόθεση σε οποιονδήποτε χρόνο μετά τις 13/02/2018 που εξέδωσε την Απόφαση του για αυτοεξαίρεση.»

                                    (Η έμφαση είναι δική μας)

 

Αναφορές οι οποίες αποκαλύπτουν μορφή συγκεκαλυμένης έφεσης αποτελούν και οι πιο κάτω αναφορές στην αιτιολογία του Δεύτερου Νομικού Θέματος στην παράγραφο 6:

 

«Λανθασμένα το Εφετείο θεώρησε στις σελίδες 14-15 της Απόφασης του ότι η «συγκατάθεση» των δικηγόρων των διαδίκων ήταν ζήτημα καθοριστικό που έδιδε δικαίωμα στον Πρωτόδικο Δικαστή να ανακαλέσει ουσιαστικά την Απόφαση του ημ. 13/02/2018 για αυτοεξαίρεση και λανθασμένα ο Πρωτόδικος δικαστής βασίστηκε στις αναφορές των συνηγόρων και ξαναανέλαβε το χειρισμό και εκδίκαση της υπόθεσης στη βάση των όσων κατέγραψε στο πρακτικό του Δικαστηρίου και τα οποία επαναλαμβάνονται στη σελίδα 15 της Εφετειακής Απόφασης.»

 

                                              (Η έμφαση είναι δική μας)

 

Το ίδιο παρατηρείται και στην παράγραφο 6 της αιτιολογίας που δίδεται σε σχέση με το «Τρίτο Νομικό Θέμα»:

 

«6. Το Εφετείο διαπραγματευόμενο το ζήτημα στις σελίδες 16-17 της Εφετειακής Απόφασης ημ. 26/11/2024, λανθασμένα συνδέει και πάλι την αποδοχή των δικηγόρων των διαδίκων Αραούζου και Ηλιάδη στη συνέχιση της Ακρόασης της υπόθεσης από τον κ. X. Μαλαχτό διότι:

 

(α) Το ζήτημα της αυτοεξαίρεσης είχε ήδη αποφασιστεί από τον ίδιο τον Δικαστή στις 13/02/2018.

(β) Τα δεδομένα σε σχέση με το λόγο αυτοεξαίρεσης δεν είχαν μεταβληθεί, αφού η εργοδότηση της θυγατέρας συνέχιζε στο γραφείο των δικηγόρων των Εναγόντων.

(γ) Ζήτημα εξάσκησης διακριτικής εξουσίας του κ. X. Μαλαχτού δεν ετίθετο διότι ο ίδιος δεν μπορούσε να συνεχίσει την εκδίκαση της υπόθεσης για οποιονδήποτε λόγο μετά την Απόφαση του για αυτοεξαίρεση, είτε είχε την σύμφωνη γνώμη των δικηγόρων των διαδίκων είτε όχι.

(δ) Διαδικασία επαναφοράς του κ. X. Μαλαχτού, στην εκδίκαση στην υπόθεση μετά και την αυτοεξαίρεση του, δεν υπήρχε και δεν υπάρχει, με βάση τις διαδικασίες των Κυπριακών Δικαστηρίων και ο ίδιος ο δικαστής που αυτοεξαιρέθηκε δεν μπορούσε με οποιονδήποτε τρόπο και για οποιονδήποτε λόγο να ανακαλέσει την Απόφαση του ημ. 13/02/2018.

(ε) Η θέση του δικαστή που εξαιρέθηκε, να ανακαλέσει την Απόφαση του ημ. 13/02/2018 ή των δικηγόρων των διαδίκων να τον ξανααποδεχτούν να συνεχίσει την εκδίκαση της υπόθεσης, ουδόλως θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη από το Εφετείο και ούτε η Απόφαση του Εφετείου θα έπρεπε να βασιστεί σε αυτά τα δεδομένα, διότι το ζήτημα της εξαίρεσης είχε ήδη κριθεί από τον ίδιο τον X. Μαλαχτό στις 13/02/2018.»

                                        (Η έμφαση είναι δική μας)

 

Στο πλαίσιο προβολής των λόγων για τους οποίους, κατά τους Αιτητές, θα πρέπει να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια, οι Αιτητές ανάμεσα σε άλλα προτάσσουν την ανάγκη «ορθής ερμηνείας του Δικαίου», ισχυριζόμενοι ότι δεν υπάρχει προηγούμενη κυπριακή νομολογία που να έχει εξετάσει την περίπτωση κατά την οποία, ενώ αρχικά Δικαστής έχει αυτοεξαιρεθεί, στη συνέχεια, κατόπιν συγκατάθεσης των διαδίκων, να αναλάβει εκ νέου την εκδίκαση της υπόθεσης.

 

Ως ήδη πιο πάνω έχει καταγραφεί, η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου ασκείται μόνο εφόσον διαπιστώνεται ότι συντρέχει τουλάχιστο μια από τις εξαντλητικά αναφερόμενες στους Νόμους προϋποθέσεις, δηλαδή το νομικό θέμα που προκύπτει από την Εφετειακή απόφαση να συναρτάται  με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας, με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, με ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας, ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου. Είναι, επομένως, σαφές ότι η ανάγκη ορθής ερμηνείας αφορά σε πρωτογενή ή δευτερογενή νομοθετική διάταξη.

 

Στο πλαίσιο των Λόγων που προβάλλονται, πέραν της ανάγκης ορθής ερμηνείας, οι Αιτητές προβάλλουν πως με την Αίτηση τους εγείρεται και ζήτημα «Δημόσιου Συμφέροντος ή Γενικής Δημόσιας Σημασίας». Δεν είναι αντιληπτό πώς αποτελεί ζήτημα «Δημόσιου Συμφέροντος ή Γενικής Δημόσιας Σημασίας» το αν μπορούσε ο οποιοσδήποτε Δικαστής, ενώ αρχικά με δική του απόφαση αυτοεξαιρέθηκε, στη συνέχεια, κατόπιν της συγκατάθεσης των διαδίκων ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο, αποφάσισε, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και στη βάση προφανώς των ιδιαίτερων γεγονότων της υπόθεσης, να αναλάβει εκ νέου το χειρισμό και την εκδίκαση της υπόθεσης και να εκδώσει απόφαση. Μέσω των νομικών θεμάτων ως έχουν διατυπωθεί δεν αναδεικνύεται ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας εφόσον ζητήματα αυτοεξαίρεσης ανάγονται αποκλειστικά στην κρίση του ιδίου του Δικαστή και είναι, βεβαίως, πάντοτε συνυφασμένα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης.

 

Συμπλέοντας με την προσέγγιση των ευπαίδευτων συνηγόρων των Καθ΄ων η Αίτηση, επισημαίνουμε ότι το κατά πόσο ο πρωτόδικος Δικαστής άσκησε ορθά τη διακριτική ευχέρεια και ήταν ορθό, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, να αναλάβει εκ νέου την εκδίκαση της υπόθεσης ενώ αρχικά είχε αυτοεξαιρεθεί, ήταν ζήτημα που μπορούσε να εξεταστεί και εξετάστηκε από το Εφετείο στην έφεση που ασκήθηκε εναντίον της πρωτόδικης απόφασης.

 

Παραμένει η επίκληση της ανάγκης «ορθής ερμηνείας είτε πρωτογενούς, είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διάταξης» και, ειδικότερα, της Δικαστικής Πρακτικής ημερ. 8/3/2018, 28/1/2019 και 11/2/2019.

 

Ως ορθώς επισημαίνεται από τους Καθ΄ων η Αίτηση, η εν λόγω Δικαστική Πρακτική και οι οποιεσδήποτε τροποποιήσεις της δεν συνιστούν πρωτογενή ή δευτερογενή ουσιαστική νομοθετική διάταξη ώστε να μπορεί να τύχει ορθής ερμηνείας από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Τα όσα λοιπόν επικαλούνται οι Αιτητές ουδόλως εμπίπτουν στις αυστηρές προϋποθέσεις που το Άρθρο 9(3)(γ) εξαντλητικά καταγράφει.

 

Δεδομένων όλων όσων πιο πάνω έχουν καταγραφεί, είναι προφανές πως ό,τι επιχειρείται και ό,τι αξιώνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο μέσω της υπό εξέταση Αίτησης, είναι νέα κρίση και μια δεύτερη ευκαιρία επί των γεγονότων της υπόθεσης, ζήτημα το οποίο σαφώς δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του, όπως αυτή καθορίζεται από το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου. Η τριτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αφορά αποκλειστικά και μόνο νομικά σημεία, όπως αυτά προκύπτουν ξεκάθαρα μέσα από την απόφαση του Εφετείου και όχι κατ’ ισχυρισμό λάθη του Εφετείου. Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Κλεοβούλου, Αίτηση Αρ. 6/2023, ημερ. 3/6/2024, «Η δικαιοδοσία δεν αφορά σε έφεση κατά της απόφασης του Εφετείου, πόσο μάλλον επανακρόαση της έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης». Ομοίως στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Hassan Farhat Αρ. 27/2024, ημερ. 19/11/2024 επαναλήφθηκε ότι: «Η τριτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν αποσκοπεί στο να διορθώνει λάθη του Εφετείου, αλλά να εξετάζει νομικά θέματα που προκύπτουν ξεκάθαρα από την απόφαση του Εφετείου, ως καθορίζεται στο άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου».

 

Συμπλέοντας με την προσέγγιση των ευπαίδευτων συνηγόρων των Καθ΄ων η Αίτηση, διαπιστώνουμε ότι η υπό κρίση Αίτηση, ουσιαστικά, συνιστά μορφή συγκεκαλυμένης έφεσης και επαναφορά, μέσω των προβαλλόμενων ως «Νομικών Θεμάτων», των Λόγων Έφεσης 1, 2, 3 και 4 της Πολιτικής Έφεσης αρ. 5/2022 και προσπάθεια των Αιτητών για επανάνοιγμα της υπόθεσης προκειμένου να τεθούν προς κρίση τα ίδια ζητήματα και νομικό πλαίσιο.  

 

Ως αποτέλεσμα, είναι η κατάληξη μας ότι δεν τεκμηριώθηκαν οι προϋποθέσεις παροχής άδειας για σκοπούς ενεργοποίησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη βάση του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου.

 

 Η Αίτηση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση και εναντίον των Αιτητών τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2000, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.             

 

 

 

 

 

                              Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

                                      Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

                                      Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.



[1] ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, παρεκκλίνοντας και/ή παραβιάζοντας και/ή παρακάμπτοντας την Ενδιάμεση Απόφαση του, ημ. 13/2/2018, για εξαίρεση και επαναρχίζοντας την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης και/ή λαμβάνοντας, εκ νέου το χειρισμό και την εκδίκαση της υπόθεσης, σε χρόνο μεταγενέστερο της εξαίρεσης, ενήργησε καθ΄υπέρβαση εξουσίας και/ή ως Εφετείο και/ή ως Ακυρωτικό Δικαστήριο.

 

[2] ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υποχρέωση να εξαιρεθεί μετά την θέσπιση από το Ανώτατο Δικαστήριο της Δικαστικής Πρακτικής και του Οδηγού Δικαστικής Συμπεριφοράς, οι οποίοι υιοθετήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, στις 28/1/2019 και 30/1/2019, αντίστοιχα.

 

[3] ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Η ενέργεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου, αρχικά, να εξαιρεθεί, στα πλαίσια της Ενδιάμεσης Απόφασης του ημ. 13/2/2018 και ακολούθως να εκδικάσει αυτή, παραβιάζει τις Αρχές που έχουν τεθεί με την Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην υπόθεση Nicholas v. Cyprus (App.No. 63246/10).

 

[4] ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δια της ενέργειας του να ολοκληρώσει τη δικαστική διαδικασία, αναλαμβάνοντας εκ νέου και μετά τις 13/2/2018, το ρόλο του εκδικάζοντος Δικαστηρίου και να εκδώσει τελικά Απόφαση, παραβίασε το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος, σε σχέση με την ουσιαστική κατοχύρωση της ισότητας ενώπιον της δικαιοσύνης.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο