ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) του Ν. 33/1964
ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 6/2024
14 Οκτωβρίου, 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]
__________________
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΑΝ ΑΛΜΟΝD KAI AΛΛΩΝ 52
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 14/02/2024, ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ 76/2018, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΜΕΤΑΞΥ:
ΙΑΝ ALMOND KAI ΑΛΛΩΝ 52,
ΩΣ Ο ΣΥΝΗΜΜΕΝΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
Αιτητών
ΚΑΙ
MRI-PASCHALIS COMPANY LIMITED Κ.Ά.,
ΩΣ Ο ΣΥΝΗΜΜΕΝΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ Β
Καθ΄ ων η Αίτηση
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 14/02/2024, ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ 77/2018, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΜΕΤΑΞΥ:
ΙΑΝ ALMOND KAI ΑΛΛΩΝ 52,
ΩΣ Ο ΣΥΝΗΜΜΕΝΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
Αιτητών
ΚΑΙ
LEFTERIS LIVADHIOTIS AND SONS LIMITED K.A., ΩΣ Ο ΣΥΝΗΜΜΕΝΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ Γ
Καθ΄ ων η Αίτηση
__________________
Α. & Α. Κ. Αιμιλιανίδης, Κ. Κατσαρός & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Αιτητές.
Χάρης Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Καθ΄ ων η Αίτηση 1, 2, 3 και 4.
Δημητρίου & Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Καθ΄ ων η Αίτηση 5, 6, 7, 8 και 9.
__________________
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
__________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 6.6.2016, οι Αιτητές εξασφάλισαν στο πλαίσιο Γενικής Αίτησης που είχαν καταχωρίσει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, διάταγμα εγγραφής και/ή αναγνώρισης αλλοδαπής απόφασης. Επρόκειτο για την απόφαση του «High Court of Justice, Queen’s Bench Division του Ηνωμένου Βασιλείου υπ. Αρ. CL-2014-000441 πρώην 2014 FOLIO 828 ημερ. 19/5/15 και 19/6/15», που είχε εκδοθεί προς όφελος τους.
Στις 17.11.2017 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, στο πλαίσιο Αιτήσεων που καταχωρίστηκαν από τους Καθ΄ ων η Αίτηση, ακύρωσε την «απόφαση αναγνώρισης και εκτέλεσης», και τούτο γιατί, έκρινε πως «η αναγνώριση και η εκτέλεση στην Κυπριακή έννομη τάξη της Απόφασης του Ηνωμένου Βασιλείου για την οποία ουδεμία νομιμοποίηση δεν είχαν θεωρώ ότι αντίκειται στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως, ήτοι Κυπριακής Δημοκρατίας.»
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας απέρριψε τη θέση των Αιτητών ότι «το ποιοι έχουν συμπεριληφθεί ως διάδικοι ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων και το κατά πόσο οι Ενάγοντες νομιμοποιούνταν ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων στην καταχώρηση αγωγής είναι θέμα ουσίας που εξετάζεται μόνο από τα Αγγλικά Δικαστήρια και δεν μπορεί να τύχει εξέτασης από το κράτος μέλος εκτέλεσης». Παραθέτουμε αυτολεξεί την προσέγγιση του:
«Το ζήτημα της νομιμοποίησης ενός διαδίκου να απευθυνθεί προς το Δικαστήριο θεωρώ ότι αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης που αφορά στην κανονικότητα ενός ενδίκου διαβήματος και ως τέτοιο εξετάζεται από το Δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο επιζητείται η εκτέλεση μιας απόφασης.
Όπως προσφάτως υπομνήσθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ ν. Επίσημου Παραλήπτη ως Εκκαθαριστή της περιουσίας της D.K. Intercity Buses LARNACAS Ltd κ.ά. Πολ. Έφ. Αρ. 388/2011, ημερ. 7/7/2017, ECLI:CY:AD:2017:A256:
«Θέματα που ανάγονται στην τήρηση της δημόσιας τάξης, όπως αυτό της νομιμοποίησης των εφεσειόντων να καταχωρίσουν και να προωθήσουν την υπό αναφορά αίτηση, εξετάζονται και πρέπει να εξετάζονται από το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα (ex proprio motu)».
Το Δικαστήριο παραμερίζοντας την αναγνώριση και/ή εγγραφή της αλλοδαπής απόφασης, αναφέρθηκε στον ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΕΚ) αριθ. 44/2001 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, και ειδικότερα στα άρθρα 34 και 35 του Κανονισμού, το περιεχόμενο των οποίων παραθέτουμε αυτολεξεί:
«Άρθρο 34
Απόφαση δεν αναγνωρίζεται:
1. αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως
2. αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει
3. αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως
4. αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε προγενέστερα μεταξύ των ιδίων διαδίκων και με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος, εφόσον η προγενέστερη αυτή απόφαση συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώρισή της στο κράτος αναγνωρίσεως.
Άρθρο 35
1. Απόφαση δεν αναγνωρίζεται, επίσης, αν έχουν παραβιασθεί οι διατάξεις των τμημάτων 3, 4 και 6 του κεφαλαίου ΙΙ, καθώς και στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 72.
2. Κατά τον έλεγχο των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, η αρχή ενώπιον της οποίας ζητείται η αναγνώριση δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις στις οποίες το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως έχει θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του.
3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της πρώτης παραγράφου, δεν ερευνάται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως. Οι σχετικοί με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνες δεν αφορούν τη δημόσια τάξη υπό την έννοια του άρθρου 34 σημείο 1.»
Με αναφορά σε νομολογία, κατέληξε πως οι Αιτητές δεν ενομιμοποιούντο να εγείρουν την αγωγή στην αλλοδαπή χωρίς τη συμμετοχή των εκδοχέων στην προκείμενη περίπτωση της Τράπεζας προς όφελος της οποίας είχαν εκχωρήσει τα πωλητήρια έγγραφα. Για το θέμα αυτό η Τράπεζα είχε υποστηρίξει ενώπιον του ότι η εγγραφή των αλλοδαπών αποφάσεων θα έπρεπε να παραμεριστεί «διότι επηρεάζονται αρνητικά τα δικαιώματα της Τράπεζας τα οποία θα παραμείνουν ανεξασφάλιστα. Έχουν εκχωρηθεί προς όφελος της Τράπεζας τα πωλητήρια έγγραφα των αγοραστών (Καθ΄ ων η Αίτηση). Στις πλείστες περιπτώσεις αυτή είναι και η μόνη εξασφάλιση της Τράπεζας και με τυχόν παραμονή της απόφασης εγγεγραμμένης ακυρώνονται αυτόματα οι εκχωρήσεις προς όφελος της Τράπεζας χωρίς να μπορεί η Τράπεζα να προβεί σε οποιοδήποτε διάβημα. Παρουσιάζω σχετικό πίνακα με τις εξασφαλίσεις που ακυρώνονται.»
Οι Αιτητές εφεσίβαλαν την πιο πάνω απόφαση. Το Εφετείο με την απόφαση του ημερ. 14.2.2024, εξέτασε τους λόγους των εφέσεων που είχαν καταχωριστεί. Για λόγους που παραθέτει, έκρινε ότι όλοι οι λόγοι έφεσης και στις τρεις εφέσεις ήταν αβάσιμοι. Κατ΄ επέκταση, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε και τις τρεις εφέσεις.
Οι Αιτητές (πενήντα τρεις τον αριθμό, ως λεπτομερώς περιγράφονται στον Συνημμένο Κατάλογο Α), επιδιώκουν τώρα, με την υπό εκδίκαση Αίτηση, την εξασφάλιση άδειας για να καταχωρίσουν αίτηση δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2024, το οποίο προνοεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο:
«… αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αιτήσεως, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας πολιτικής ή ποινικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου και συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, κατά την υπ’ αυτού ενασκουμένη πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία:
Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω, υποβαλλομένη αίτηση δέον να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την οικεία απόφαση νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα το αίτημα, προκειμένου το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει την απαιτούμενη άδεια:
Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου».
Οι Καθ΄ ων η Αίτηση 1-4 καταχώρισαν κοινή ένσταση, ενώ κοινή ένσταση καταχώρισαν και οι Καθ΄ ων η Αίτηση 5-9. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στους λόγους ένστασης. Θα αρκεστούμε να αναφέρουμε πως ανάμεσα σε αυτούς, υπάρχουν λόγοι σύμφωνα με τους οποίους οι Αιτητές αυτό που τώρα επιδιώκουν είναι «αναθεώρηση της απόφασης του Εφετείου σε τρίτο βαθμό».
Με οδηγίες του Δικαστηρίου καταχωρίστηκαν γραπτές αγορεύσεις από όλες τις πλευρές, το περιεχόμενο των οποίων έχουμε θέσει ενώπιον μας. Το ίδιο ισχύει και για τη νομολογία στην οποία αυτές παραπέμπουν. Θα κάνουμε ειδική αναφορά όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο.
Στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου, παρατίθεται το ακόλουθο «νομικό θέμα», το οποίο στην παρούσα απόφαση θα παραθέσουμε αυτολεξεί χωρίς την αιτιολογία του, την οποία βεβαίως έχουμε θέσει ενώπιον μας:
«Το νομικό θέμα που προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου αφορά στην ορθή ερμηνεία των άρθρων 34 και 36 του Κανονισμού 44/2001 (Βρυξέλλες Ι) και κατά πόσο δύναται να ερμηνευθεί ως ζήτημα δημόσιας τάξης εντός της έννοιας του Κανονισμού που να δικαιολογεί τον παραμερισμό απόφασης αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπής απόφασης το κατά πόσο ο εκδοχέας θα ήταν αναγκαίος διάδικος σε αγωγή ενώπιον των κυπριακών δικαστηρίων.
Θέση των Αιτητών είναι πως το Εφετείο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του ευρωπαϊκού αλλά και του εθνικού δικαίου με αποτέλεσμα να εισέλθει ανεπίτρεπτα σε επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής απόφασης καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας αναγορεύοντας ως θέμα δημόσιας τάξης εντός της έννοιας του άρθρου 34 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ι το αν ο εκδοχέας θα ήταν αναγκαίος διάδικος σε αγωγή ενώπιον των κυπριακών δικαστηρίων, παραγνωρίζοντας ότι εν προκειμένω το ποιοι είναι διάδικοι αφορούσε την αλλοδαπή διαδικασία και δεν μπορούσε να συνιστά θέμα δημόσιας τάξης για άρνηση αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπής απόφασης δυνάμει του Κανονισμού.»
To Εφετείο αφού παρέθεσε αυτολεξεί εκτενή αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με την εφαρμογή του ΕΚ 44/2001, γνωστού ως Brussels I, κατέληξε ως εξής:
«Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση. Αντιθέτως, κρίνουμε αυτήν ορθή. Όντως, το κατά πόσο διάδικος νομιμοποιείται να απευθυνθεί στο Δικαστήριο αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης, το οποίο ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε, ανέλυσε και αποφάσισε στο πιο πάνω σκεπτικό του, χωρίς να χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε περαιτέρω ως προς την ανάλυση. Ουδόλως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξέτασε την ουσία της απόφασης του αγγλικού Δικαστηρίου, αναθεωρώντας αυτήν, παραβαίνοντας τις πρόνοιες του Άρθρου 36 του ΕΚ 44/2001, αλλά ανέτρεψε την αναγνώριση στην Κυπριακή Δημοκρατία (κράτος μέλος αναγνώρισης) απόφασης προς όφελος εναγόντων οι οποίοι δεν νομιμοποιούνταν να απευθυνθούν στο Δικαστήριο, κρίνοντας, ορθά, ότι τέτοια αναγνώριση αντίκειται στη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας.»
Ουσιαστικά με τη συγκεκριμένη Αίτηση καλείται το Ανώτατο Δικαστήριο, στην τριτοβάθμια δικαιοδοσία του, να χορηγήσει την αιτούμενη άδεια για να ανατραπεί στη συνέχεια η απόφαση του Εφετείου, αφού ως οι αιτητές διατείνονται, αυτό «προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του ευρωπαϊκού αλλά και του εθνικού δικαίου με αποτέλεσμα να εισέλθει ανεπίτρεπτα σε επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής απόφασης».
Ως γνωστό, η ερμηνεία των νομοθετημάτων ανήκει αποκλειστικά στη δικαστική εξουσία. Το περιεχόμενο των συγκεκριμένων άρθρων του Ε.Κ. 44/01, είναι σαφές. Απόφαση που εκδίδεται σε κράτος μέλος δεν αναγνωρίζεται στα υπόλοιπα κράτη μέλη εάν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνώρισης. To πότε αντίκειται δεν είναι θέμα ερμηνείας των άρθρων του Ε.Κ. 44/01, αλλά θέμα των ιδιαίτερων γεγονότων, και εν προκειμένω της εκδοθείσας συγκεκριμένης αλλοδαπής απόφασης. Το Εφετείο σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε πως η συγκεκριμένη αλλοδαπή απόφαση, η οποία εξεδόθη χωρίς τη συμμετοχή των εκδοχέων, δεν μπορούσε να αναγνωριστεί, καθότι κάτι τέτοιο αντίκειται, για συγκεκριμένους λόγους, στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε υπεισέλθει σε αναθεώρηση της αλλοδαπής απόφασης επί της ουσίας και το Εφετείο διαπίστωσε ότι όντως δεν είχε εξετάσει την ουσία της απόφασης του Αγγλικού Δικαστηρίου. Mε δεδομένη την εγκυρότητα της αλλοδαπής απόφασης, εξετάστηκε κατά πόσο η αναγνώριση της αντίκειται στη δημόσια τάξη της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ουσιαστικά επιδιώκεται τώρα η παρέμβαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, σε τρίτο βαθμό, για να κριθεί ως εσφαλμένη η πιο πάνω προσέγγιση του Εφετείου. Όμως δεν είναι σε αυτό που στοχεύει η τριτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανώτατου Δικαστηρίου. Για άλλη μια φορά θα επαναλάβουμε πως το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση των εξουσιών του τις οποίες επικαλούνται τώρα οι Αιτητές, δεν λειτουργεί ως Εφετείο του Εφετείου, το οποίο είναι σήμερα το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της χώρας, με δικαιοδοσία να αναθεωρεί, ως ανώτερο Δικαστήριο, κατόπιν εφέσεως, τις αποφάσεις των κατώτερων Δικαστηρίων (Αναφορικά με την Αίτηση του Ηλία Πεταή για την Έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari και/ή Prohibition, Πολ. Έφεση Αρ. 24/2024, ημερ. 14.11.2024).
Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για χορήγηση της αιτούμενης άδειας.
Η Αίτηση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται προς όφελος των Καθ΄ ων η Αίτηση 1-4, οι οποίοι είχαν κοινή εκπροσώπηση, και εναντίον των Αιτητών, το συνολικό ποσό των €2.500, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, ως έξοδα Αίτησης. Το ίδιο ποσό επιδικάζεται και προς όφελος των Καθ΄ ων η Αίτηση 5-9, οι οποίοι επίσης είχαν κοινή εκπροσώπηση.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/ΣΓεωργίου
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο