KEΡΑΜΟΠΟΙΕΙΑ ΠΑΛΑΙΚΥΘΡΟΥ (ΚΑΠΑ) ΛΤΔ κ.α. v. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 68/2017, 21/10/2025
print
Τίτλος:
KEΡΑΜΟΠΟΙΕΙΑ ΠΑΛΑΙΚΥΘΡΟΥ (ΚΑΠΑ) ΛΤΔ κ.α. v. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 68/2017, 21/10/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 68/2017)

 

21 Οκτωβρίου, 2025

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

1.        KEΡΑΜΟΠΟΙΕΙΑ ΠΑΛΑΙΚΥΘΡΟΥ (ΚΑΠΑ) ΛΤΔ

2.        ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΜΕΛΙΟΣ & ΠΑΦΙΤΗΣ ΛΤΔ

3.        ΚΕΡΑΜΕΙΟ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ ΛΤΔ,

4.        ΗΝΩΜΕΝΑ ΤΟΥΒΛΟΠΟΙΕΙΑ ΛΤΔ

5.        LEDRA BRICK FACTORY LTD

Εφεσείουσες

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητου

____________________

 

 

Α. Παπαμιχαήλ (κα) με Σ. Παφίτη, για Α και Α.Κ. Αιμιλιανίδης και           Κ. Κατσαρός και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, για τις εφεσείουσες.

Π. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

_________________________

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και  θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

_________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.H αγωγή που εξεδικάσθη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ήταν όντως ιδιάζουσα όπως ορθά κατέγραψε και το εκδικάσαν πρωτόδικο Δικαστήριο. Επτά Κυπριακές εταιρείες, οι οποίες δραστηριοποιούνται στην παραγωγή τούβλων και κεραμιδιών, τα οποία πωλούν σε ολόκληρη την Κύπρο, αξίωσαν με την πιο πάνω αγωγή, την οποία κατέθεσαν το 2009, εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας αρκετές δηλωτικές αποφάσεις, με τις οποίες να αναγνωρίζεται ότι ο εναγόμενος και/ή οι αντιπρόσωποι του είχαν παραβεί «τα συνταγματικά ατομικά δικαιώματα των Εναγόντων και ιδίως το δικαίωμα στην ίση μεταχείριση, λόγω της μη υποβολής σε ελέγχους από την Κυπριακή Δημοκρατία των τούβλων τα οποία διέρχονται ή και προέρχονται από τις κατεχόμενες περιοχές προς τις ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές από κατά ή περί τον Μάϊο του 2004 μέχρι και σήμερα, λόγω της απαλλαγής από την υποχρέωση συμμόρφωσης με το κοινό κεκτημένο των τούβλων, λόγω της μη εφαρμογής των κανόνων του κοινοτικού δικαίου και συγκεκριμένα  του Κανονισμού ΕΚ 1480/2004 και λόγω της μη εφαρμογής οιωνδήποτε κριτηρίων για τη διέλευση τούβλων» (παράγραφοι Α-Ε από το Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα).

 

Αξιώθηκε επίσης διάταγμα με το οποίο «να απαγορεύει στον Εναγόμενο ή και διά αντιπροσώπων ή και διά προσώπων που βρίσκονται υπό την ευθύνη του, από την συνέχιση της παράβασης των συνταγματικών ατομικών δικαιωμάτων των Εναγόντων».

 

Τέλος, αξιώθηκαν γενικές και ειδικές αποζημιώσεις «για τη ζημία την οποία υπέστησαν οι Ενάγοντες λόγω της παράβασης των συνταγματικών τους ατομικών δικαιωμάτων ή και λόγω της ανοχής της παράβασης των συνταγματικών τους ατομικών δικαιωμάτων, που αναφέρονται στις παραγράφους Α-Ε ανωτέρω».

 

Στην Έκθεση Απαίτησης που καταχωρίστηκε στη συνέχεια, οι ενάγουσες είχαν δικογραφήσει πως ο εναγόμενος και/ή οι αντιπρόσωποι και/ή οι υπάλληλοι του έχει παραβεί «το σύμφωνα με το νόμο θέσμιο καθήκον του ή και τα συνταγματικά ατομικά δικαιώματα των Εναγόντων ή και τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα των Εναγόντων όπως αυτά πηγάζουν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και ιδίως το δικαίωμα στην ίση μεταχείριση και στην απαγόρευση των διακρίσεων ή και το πρωτογενές και παράγωγο κοινοτικό δίκαιο, λόγω της μη υποβολής σε ελέγχους από την Κυπριακή Δημοκρατία ή και λόγω της απαλλαγής από την υποχρέωση συμμόρφωσης με το κοινοτικό κεκτημένο των τούβλων τα οποία διέρχονται ή και προέρχονται από τις κατεχόμενες περιοχές προς τις ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές από κατά ή περί τον Μάιο του 2004 μέχρι και σήμερα.»    

 

Στις λεπτομέρειες που ακολούθησαν, είχαν δικογραφήσει τα ακόλουθα:

 

«α)  Η μη υποβολή σε ελέγχους από την Κυπριακή Δημοκρατία των τούβλων που διέρχονται ή και προέρχονται από τις κατεχόμενες περιοχές προς τις ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές και η μη εφαρμογή οποιωνδήποτε κριτηρίων για την διέλευση τούβλων από την γραμμή αντιπαράταξης από κατά ή περί τον Μάϊο του 2004 μέχρι και σήμερα, έχει ως αποτέλεσμα την διέλευση τούβλων τα οποία παρασκευάζονται χωρίς άδεια του ιδιοκτήτη σε εργοστάσιο ή εργοστάσια που βρίσκεται επί κατεχόμενης ελληνοκυπριακής περιουσίας, το οποίο δεν τηρεί τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου σε θέματα υγείας, υγιεινής, ασφάλειας και προστασίας διατάξεις της Οδηγίας 89/106/ΕΟΚ και στα πρότυπα που ισχύουν δυνάμει αυτής, γεγονός που οδηγεί σε παραβίαση του πρωτογενούς και παράγωγου κοινοτικού δικαίου και σε άνιση μεταχείριση ή και δυσμενή διάκριση των Εναγόντων οι οποίοι τηρούν τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου.

 

β) Η απαλλαγή από την υποχρέωση συμμόρφωσης με το κοινοτικό κεκτημένο των τούβλων που διέρχονται ή και προέρχονται από τις κατεχόμενες περιοχές προς τις ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές και η μη εφαρμογή των κανόνων του κοινοτικού δικαίου αναφορικά με θέματα υγείας, ασφάλειας, προστασίας του περιβάλλοντος και των καταναλωτών στην παραγωγή τούβλων, όπως αυτοί καθορίζονται στην Οδηγία 89/106/ΕΟΚ και στα πρότυπα που ισχύουν δυνάμει αυτής, συνιστά παράβαση των συνταγματικών ατομικών δικαιωμάτων των Εναγόντων που  υπόκεινται και τηρούν τις σχετικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και ιδιαίτερα του δικαιώματος στην ισότητα και στην απαγόρευση των διακρίσεων όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 28 του Συντάγματος, καθώς και παραβίαση των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων των Εναγόντων, όπως προστατεύονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ιδιαίτερα του δικαιώματος στην ισότητα και στην απαγόρευση των διακρίσεων που προστατεύεται από το άρθρο 14 ή και από το Πρωτόκολλο 12 της Σύμβασης.»

 

 

 

 

Όσον αφορά στις ειδικές ζημιές, η δικογραφημένη τους θέση ήταν πως «μέχρι τον Μάϊο του 2009 είχαν διακινηθεί από τις κατεχόμενες περιοχές τούβλα συνολικής αξίας περί τα €95.000», ποσό το οποίο οι εφεσείουσες αξίωσαν να τους επιδικασθεί ως ζημιά που είχαν υποστεί.

 

Ο εφεσίβλητος με το δικόγραφο του αρνήθηκε ότι αυτός «υπέχει υποχρέωση λήψης οποιασδήποτε ενέργειας», ως οι εφεσείουσες διατείνονται. Είχε δικογραφήσει πως στις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις οποίες η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο, «η εφαρμογή του κεκτημένου της Ε.Ε. έχει ανασταλεί δυνάμει του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 10 της Πράξης Προσχώρησης της Κύπρου στην Ε.Ε., που κυρώθηκε με το Ν.35(ΙΙΙ)/2003, Επίσημη Εφημερίδα αρ. 3740, ημερ. 25/7/2003».

Όσον αφορά στο θέμα της αντιμετώπισης εμπορευμάτων που προέρχονται από τις περιοχές οι οποίες βρίσκονται εκτός του αποτελεσματικού ελέγχου της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, είχε δικογραφήσει πως αυτό καλύπτεται «από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 866/2004 του Συμβουλίου για το καθεστώς βάσει του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου αριθ. 10 της Πράξης Προσχώρησης της Κύπρου στην Ε.Ε. (καλούμενο «Κανονισμό της Πράσινης Γραμμής»), όπως και από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθμ. 1480/2004 της Επιτροπής, για τον καθορισμό ειδικών κανόνων όσον αφορά τα εμπορεύματα που εισέρχονται από τις περιοχές που ευρίσκονται εκτός του αποτελεσματικού ελέγχου της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις περιοχές  στις οποίες η Κυβέρνηση ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο».

 

Είχε ακόμη δικογραφήσει ότι η υποχρέωση της Κυπριακής Δημοκρατίας εξαντλείται στον έλεγχο των εμπορευμάτων και όχι της διαδικασίας παραγωγής τους σε εργοστάσια τα οποία βρίσκονται σε περιοχές εκτός του αποτελεσματικού ελέγχου της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και τούτο γιατί το κοινοτικό κεκτημένο έχει ανασταλεί στις εν λόγω περιοχές «με βάση το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 10 της Πράξης Προσχώρησης στην Ε.Ε. Εδώ πρέπει να επισημανθεί και η διαφορά και ιδιαιτερότητα που έχουν τα προϊόντα δομικών κατασκευών με τα υπόλοιπα προϊόντα που καλύπτονται από τις Οδηγίες Νέας Προσέγγισης, ότι δηλαδή τα δομικά προϊόντα αποτελούν «ενδιάμεσα προϊόντα», και όλες οι βασικές απαιτήσεις ασφάλειας (1. μηχανική αντοχή και ευστάθεια, 2. Πυρασφάλεια, 3. υγιεινή, υγεία και περιβάλλον, 4. Ασφάλεια χρήσης, 5. Προστασία κατά του θορύβου και 6. Εξοικονόμηση ενέργειας και συγκράτηση θερμότητας) δεν αναφέρονται στα δομικά προϊόντα αλλά στα τεχνικά έργα (κτήρια, οδοί, γέφυρες κλπ) στα οποία αυτά ενσωματώνονται. Δηλαδή, σύμφωνα με την Οδηγία 89/106/ΕΟΚ, όταν τα δομικά προϊόντα ενσωματωθούν στο έργο, αφού το έργο έχει ορθώς σχεδιαστεί και κατασκευαστεί, τότε το έργο θα πρέπει να ικανοποιεί τις βασικές απαιτήσεις που αναφέρονται πιο πάνω.»   Εν κατακλείδι, η θέση του ήταν ότι η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί με έξοδα εναντίον των εναγουσών.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία της αγωγής, κλήθηκαν και κατέθεσαν δύο μάρτυρες εκ μέρους των εναγουσών, ο Μ.Ε.1, Διευθυντής της ενάγουσας 1 και ο Μ.Ε.2, ένας εκ των Διευθυντών της ενάγουσας 7. Ο τελευταίος ήταν ένα από τα πρόσωπα που είχαν μεταβεί στα κατεχόμενα και εξέτασαν συγκεκριμένο εργοστάσιο-τουβλοποιείο μετά από πρόσκληση κάποιου τουρκοκύπριου, ονόματι Μουσταφά, ο οποίος το διαχειρίζεται.  Η θέση του μάρτυρα ήταν ότι το εν λόγω εργοστάσιο δεν συμμορφωνόταν με τους όρους που υποχρεούνται να τηρούν τα εργοστάσια των εναγουσών. Σημειώνεται από τώρα πως  η εν λόγω μαρτυρία του δεν έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα κατέθεσε η Μ.Υ.1, Πολιτικός Μηχανικός στο Υπουργείο Εσωτερικών. Ήταν η θέση της ότι για τα δομικά προϊόντα που διέρχονται από τις περιοχές στις οποίες η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο, υπάρχει συγκεκριμένη πρακτική που ακολουθείται για την εποπτεία των εν λόγω προϊόντων. Τα προϊόντα υπόκεινται σε εργαστηριακό έλεγχο ή σε έλεγχο στη βάση εγγράφων ή και στα δύο. Η εν λόγω μαρτυρία της έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αφού βρήκε, μεταξύ άλλων, πως «δεν καταδείχθηκε ότι υπάρχει οιαδήποτε παραβίαση των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των εναγόντων ή δημιουργία αθέμιτου ανταγωνισμού».  Ανεξάρτητα από την πιο πάνω κατάληξη του, ήταν εύρημα του πως οι εφεσείουσες δεν απέδειξαν  ούτε τις ειδικές ζημιές, αφού «δεν παρατέθηκαν τα στοιχεία εκείνα που θα οδηγούσαν σε εύρημα αναφορικά με τη ζημιά που υπέστησαν. Κανένα οικονομικό στοιχείο ή και αξία τούβλων δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, όπως δεν παρουσιάστηκε και ενδεχομένως ποσοστώσεις οποιουδήποτε ερωτήματος για σκοπούς κατάληξης στην παρούσα».

 

Πέντε από τις ενάγουσες εταιρείες, εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση.  Με πέντε λόγους έφεσης επιδιώκουν την ανατροπή της ως εσφαλμένης.  Ξεκινούμε από τον τρίτο λόγο έφεσης, με τον οποίο οι εφεσείουσες διατείνονται ότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση τους για καταβολή αποζημιώσεων σε σχέση με ειδικές ζημιές που αυτές είχαν υποστεί λόγω της διακίνησης τούβλων από τα κατεχόμενα προς τις ελεύθερες περιοχές.

 

Οι εφεσείουσες είχαν αξιώσει, με γενικότητα, αποζημιώσεις «ίσες με την αξία των τούβλων που διήλθαν ή/και εξακολουθούν να διέρχονται από τις κατεχόμενες περιοχές προς τις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές», για να προσθέσουν σε άλλο μέρος της Έκθεσης Απαίτησης τους πως «η ζημιά μπορεί να υπολογιστεί ως η απώλεια κέρδους από το γεγονός ότι διακινήθηκαν και πωλήθηκαν τούβλα προερχόμενα από τα κατεχόμενα προς τις ελεύθερες περιοχές, τα οποία αν δεν είχαν διακινηθεί, τότε θα είχε πωληθεί αντίστοιχος αριθμός τούβλων από τους Ενάγοντες. Με δεδομένο ότι μέχρι τον Μάιο του 2009 είχαν διακινηθεί από τις κατεχόμενες περιοχές τούβλα συνολικής αξίας περί τα 95.000 ευρώ, η ζημία των Εναγόντων μπορεί να υπολογιστεί με υπολογισμό μέχρι τον Μάιο του 2009 ως 95.000 ευρώ τουλάχιστον.»   

 

Αυτή η γενική και αόριστη δικογράφηση ήταν αρκετή για την απόρριψη της συγκεκριμένης απαίτησης. Εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του σε σχέση με το θέμα των ειδικών ζημιών, σημείωσε τα ακόλουθα:

 

«Επίσης η θέση του μάρτυρα ότι η ζημία μπορεί να υπολογιστεί ως η απώλεια κέρδους που θα είχαν οι Ενάγοντες εάν είχε πωληθεί αντίστοιχος αριθμός τούβλων από τους ίδιους αντί των τούβλων που προήλθαν από τα κατεχόμενα και άρα η ζημιά αυτή υπολογίζεται περί τα €95.000 ευρώ, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή αφού ο ίδιος ανέφερε κατά την αντεξέταση του τούβλα στην Κύπρο εισάγονται τουλάχιστον από Ιταλία και Ελλάδα. Ουδεμία μαρτυρία ή ένδειξη δεν παρουσιάστηκε ότι το σύνολο των τούβλων ή και μέρος τους θα αγοραζόταν από τους Ενάγοντες και δεν θα εισαγόταν στην κυπριακή αγορά. Δεν υπήρξε επίσης καμιά αναφορά στο κόστος κατασκευής και αν αναφερόταν σε καθαρό ή μικτό ποσό.»

 

 

 

Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, και προσθέτουμε πως γενική και αόριστη μαρτυρία, έστω και αν αυτή δεν έχει αμφισβητηθεί με αντεξέταση, δεν την καθιστά ικανή να αποδείξει τις κατ΄ ισχυρισμόν ειδικές ζημιές. Ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί ότι οι ειδικές ζημιές πρέπει να καταγράφονται στις έγγραφες προτάσεις με λεπτομέρεια και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα, σαφήνεια και με συγκεκριμένα στοιχεία (Πίριλλος ν. Κονναρή (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1153). Αυτά εν προκειμένω εξέλειπαν.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Προχωρούμε με τον δεύτερο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο οι εφεσείουσες διατείνονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς παραγνώρισε ότι το επίδικο ζήτημα «είναι η μη άσκηση ελέγχου του κατεχόμενου εργοστασίου παραγωγής τούβλων από τη Δημοκρατία και τον Εναγόμενο». Το πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο δεν παραγνώρισε το πιο πάνω επίδικο θέμα αλλά ρητά κατέγραψε στην απόφαση του τα ακόλουθα:

 

«Σημειώνεται ότι δεν αμφισβητείται ή και δεν ζητείται από το Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση να αποφασίσει εάν γίνονται επαρκείς έλεγχοι στα τούβλα που διέρχονται από τα κατεχόμενα ως προϊόντα. Το επίδικο ζήτημα ως το περιορίζουν οι Ενάγοντες στη σελίδα 4 των αγορεύσεων τους είναι αν δημιουργείται απαγορευμένη άνιση μεταχείριση από το γεγονός ότι διέρχονται τούβλα από τα κατεχόμενα τα οποία παράγονται από εργοστάσια που δεν πληρούν τις προδιαγραφές παραγωγής.».

 

 

Και ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Προχωρούμε με τον πέμπτο λόγο έφεσης, που είναι και ο πιο ουσιαστικός, ο οποίος προσβάλλει ως εσφαλμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Κυπριακή Δημοκρατία «δεν έχει υποχρέωση να ελέγχει τη διαδικασία κατασκευής των προϊόντων που διέρχονται από τα σημεία διέλευσης και ότι κατ΄ επέκταση δεν υπήρξε παράβαση των δικαιωμάτων των Εναγόντων δυνάμει του κυπριακού δικαίου, της ΕΣΔΑ και του κοινοτικού δικαίου.»  Οι εφεσείουσες θεωρούν, λόγω του μη ελέγχου της διαδικασίας παραγωγής των δομικών προϊόντων που διέρχονται από τις κατεχόμενες προς τις  ελεύθερες περιοχές, πως παραβιάζονται συνταγματικά ατομικά δικαιώματα τους «και ιδίως το δικαίωμα στην ίση μεταχείριση». 

 

Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά για την αρχή της ισότητας. Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση Μαυρογένης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 441, τα λέγει όλα: 

 

«Η αρχή της ισότητας η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει ως λόγο την ομοιογένεια των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου και, κατ' επέκταση, τον αποκλεισμό διακρίσεων μεταξύ ομοιογενών πραγμάτων και της εξίσωσης ανομοιογενών πραγμάτων (βλ. μεταξύ άλλων, Αrgosy Trading CoLtd v. Δημοκρατίας (Υπόθ. Αρ. 107/90, ημερ. 22.2.91). Η αρχή της ισότητας δεσμεύει τόσο το νομοθέτη όσο και κάθε διοικητική Αρχή· συνεπώς όχι μόνο οι νόμοι αλλά και οι διοικητικές αποφάσεις πρέπει να συνάδουν με τα εχέγγυα της ισότητας που κατοχυρώνει το άρθρο 28. Η αρχή αυτή συνάγεται ευθέως από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 179 του Συντάγματος (βλ. μεταξύ άλλων, Νικολάου και Άλλοι ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Αρ. Υποθ. 212/90 κ.α. ημερ. 17.5.91)). Εφόσον διαπιστώνεται ανομοιογένεια μεταξύ των υποκειμένων ή αντικειμένων του δικαίου, παρέχεται ευχέρεια στην αρμόδια διοικητική Αρχή να προβεί σε διακρίσεις. Κριτής του εύρους των διακρίσεων αυτών είναι το αρμόδιο όργανο. Η άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας δεν ελέγχεται εφόσον οι διακρίσεις ανάγονται στην ανομοιογένεια μεταξύ των πραγμάτων και συσχετίζονται με αυτή.»

 

 

 

Στην πιο πάνω απόφαση εξετάστηκε κατά πόσο κριτήριο που είχε καθοριστεί για τη δημοσίευση των εκλογικών γνωστοποιήσεων, σε σχέση με Βουλευτικές Εκλογές, ήταν αυθαίρετο, και κατ΄ επέκταση τρωτό «λόγω αντινομίας προς τις διατάξεις του άρθρου 28 του Συντάγματος». Συνεπεία του πιο πάνω κριτηρίου, το οποίο δεν πληρούσε η εβδομαδιαία εφημερίδα «Σατυρική Επιθεώρηση» που εξέδιδε ο εφεσείων, αυτή αποκλείστηκε από τις εφημερίδες στις οποίες θα γινόταν η δημοσίευση των Εκλογικών Γνωστοποιήσεων. Για να αποφασιστεί κατά πόσο το εν λόγω κριτήριο ήταν αυθαίρετο, εξετάστηκε:

 

«(α)  Κατά πόσο η διάρκεια της κυκλοφορίας της εφημερίδας είναι στοιχείο με αναφορά στο οποίο μπορεί εύλογα να γίνει διάκριση μεταξύ των εφημερίδων, και αν η απάντηση είναι καταφατική,

 

(β)  κατά πόσο η χρονική διάρκεια της περιόδου των δώδεκα μηνών έχει λογική συνάφεια προς το αντικείμενο της διάκρισης.»

 

 

 

Για λόγους που καταγράφονται στην απόφαση, αποφασίστηκε πως το κριτήριο της δωδεκάμηνης ανελλιπούς κυκλοφορίας δεν ήταν αυθαίρετο και κατ΄ επέκταση δεν παραβίαζε την αρχή της ισότητας η οποία κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος. 

 

 

Εν προκειμένω, κατά την ακρόαση της αγωγής δεν αμφισβητήθηκε πως η Κυπριακή Δημοκρατία προβαίνει σε ελέγχους των τούβλων που διέρχονται από τις κατεχόμενες περιοχές. Το παράπονο των εφεσειουσών φαίνεται, ως ελέχθη, να εστιάζεται και να περιορίζεται στη μη άσκηση ελέγχου «του κατεχόμενου εργοστασίου παραγωγής τούβλων από τη Δημοκρατία». Σε αυτό θα επικεντρωθούμε και εμείς για να εξετάσουμε κατά πόσο ο μη έλεγχος από την Κυπριακή Δημοκρατία του εργοστασίου παραγωγής τούβλων το οποίο υφίσταται και λειτουργεί στις κατεχόμενες περιοχές, παραβιάζει, με αναφορά στις εφεσείουσες και τα δικά τους εργοστάσια, την αρχή της ισότητας με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

 

Με τον προσήκοντα σεβασμό, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πώς η Κυπριακή Δημοκρατία παραβιάζει εν προκειμένω την αρχή της ισότητας εις βάρος των εφεσειουσών. Τα εργοστάσια που παράγουν τα τούβλα στις κατεχόμενες περιοχές, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι δεν μπορούν να ελεγχθούν από τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως συμβαίνει με τα εργοστάσια που λειτουργούν στις περιοχές που ελέγχονται από την Κυπριακή Δημοκρατία.  Με άλλα λόγια, δεν βρισκόμαστε μπροστά σε δύο ίδιες κατηγορίες εργοστασίων οι οποίες αντιμετωπίζουν διαφορετική αντιμετώπιση από τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αντιλαμβανόμαστε πως η θέση των εφεσειουσών δεν είναι πως και τα δικά τους εργοστάσια παραγωγής τούβλων δεν θα πρέπει να ελέγχονται για σκοπούς ισότητας. Περαιτέρω, όλα τα δομικά προϊόντα των εργοστασίων που παράγονται στις κατεχόμενες περιοχές, όταν πρόκειται να μεταφερθούν στις ελεύθερες περιοχές, μπορούν να ελεγχθούν, και ελέγχονται, από τις αρμόδιες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όπως ορθά σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

 

«Οι αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας με βάση και τα ευρήματα που αναφέρονται πιο πάνω θεωρώ ότι διασφαλίζουν ότι τα εμπορεύματα που διέρχονται από τη γραμμή τηρούν τους κανόνες της ΕΚ σε θέματα υγείας, ασφάλειας, προστασίας του περιβάλλοντος και των καταναλωτών καθώς και όσον αφορά την απαγόρευση της εισόδου εμπορευμάτων παραποίησης/απομίμησης και πειρατικών εμπορευμάτων (άρθρο 4(2)). Ο δε έλεγχος που διενεργείται ως περιγράφηκε από την ΜΥ1 είναι θεωρώ επαρκής αφού βρίσκεται θεωρώ και σε συμφωνία με την Οδηγία 93/68 ΕΕC

 

 

 

Τα πιο πάνω σφραγίζουν και την τύχη της έφεσης, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι εναπομείναντες λόγοι έφεσης.

 

Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται προς όφελος του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειουσών €3.000 έξοδα έφεσης.

 

                                                            Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                                             Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                             Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

/ΣΓεωργίου         

 

                                                     

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο