ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9/2025)
(i-justice)
16 Οκτωβρίου, 2025
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 50/2025.
ΥΠΟ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Αίτηση αρ. 50/2025
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ κ. Σ. Α. ΜΕ Α.Δ.Τ. [ ], ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 22/01/25, ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΗΣ Α/ΑΣΤΥΦ. 962 Α. ΒΟΥΝΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΟΙΚΙΑΣ, ΧΩΡΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΟΥ ΟΧΗΜΑΤΟΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟΥΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ [ ], ΑΦΟΡΩΝΤΑ ΤΟΝ ΑΙΤΗΤΗ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 27, 28 ΚΑΙ 29.
______________________________________________________________
Χ. Γεωργίου με Γ. Βρυώνη (κα) για Πελεκάνος & Πελεκάνου ΔΕΠΕ για τον Εφεσείοντα.
______________________________________________________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
______________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Στις 22/1/2025, κατόπιν σχετικής καταγγελίας που υπεβλήθη από πρώην ερωτική σύντροφο του Εφεσείοντα, η Αστυνομία επεδίωξε την εξασφάλιση Εντάλματος Σύλληψης εναντίον του και Εντάλματος Έρευνας του τόπου διαμονής του, του χώρου εργασίας του και του μηχανοκίνητου οχήματος του. Τα αδικήματα που διερευνούντο, τα οποία φέρονται να διαπράχθηκαν κατά τη χρονική περίοδο του Ιουνίου 2021 μέχρι και την 15/1/2025, και για τα οποία η Αστυνομία αιτήθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο (εφεξής Κατώτερο Δικαστήριο) τα πιο πάνω Εντάλματα αφορούσαν σε:
«1. Διάδοση πορνογραφικού υλικού, Ν.115(1)/21, Άρθρο 9(1).
2. Απειλεί διάδοσης πορνογραφικού υλικού, Ν.115(1)/21, Άρθρο 9(2)
3. Εκβίαση Κεφ.154, Άρθρο 290Α.
4. Απαίτηση περιουσίας με απειλές με σκοπό κλοπής, Κεφ.154, Άρθρο 290.
5. Παρενόχληση με πρόκληση φόβου, Ν.114(1)/21, Άρθρο 3(2).
6. Σεξουαλική παρενόχληση Ν.115(1)21, Άρθρο 7.
7. Άσκηση ψυχολογικής βίας Ν.115(1)/21, Άρθρο 6.
8. Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, Άρθρο 371, Κεφ. 154.»
Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκε η αίτηση της Αστυνομίας για την έκδοση του και με βάση τα οποία κρίθηκε από το Κατώτερο Δικαστήριο δικαιολογημένη και αναγκαία η παροχή του εν λόγω Εντάλματος, καταγράφονταν σε Ένορκη Δήλωση της Α/Αστ. 7962, Α. Βουνού.
Αυτά, πολύ αδρομερώς, έχουν ως ακολούθως:
Ο Αιτητής, στρατιωτικός στο επάγγελμα, είχε συνάψει ερωτική σχέση με την Παραπονούμενη, ύπανδρη γυναίκα. Κατά τη διάρκεια των ερωτικών τους περιπτύξεων είχε εξασφαλίσει φωτογραφίες και βίντεο. Σε κάποιο στάδιο, όταν η Παραπονούμενη αποφάσισε να τερματίσει τη μυστική τους ερωτική σχέση, αυτός φέρεται να αντέδρασε απειλώντας την ότι, αν δεν ξανάσμιγε μαζί του, θα προέβαινε σε δημοσίευση του πιο πάνω υλικού που είχε στην κατοχή του. Φέρεται, δε, να είχε ενημερώσει και το σύζυγο της τόσο για την ερωτική τους σχέση όσο και για το υλικό που κατείχε. Το Δεκέμβρη του 2024 φέρεται μάλιστα να είχε απειλήσει και το σύζυγο της πως αν δεν του κατέβαλε το χρηματικό ποσό των €100.000 θα δημοσίευε γυμνές φωτογραφίες της συζύγου του ενώ, αν τολμούσε να προβεί σε καταγγελία στην Αστυνομία, θα παρέδιδε τις γυμνές φωτογραφίες σε άλλο πρόσωπο για να τις δημοσιεύσει.
Με βάση τα πιο πάνω το Κατώτερο Δικαστήριο ικανοποίησε το αίτημα της Αστυνομίας προς έκδοση Εντάλματος Έρευνας της οικίας, του χώρου εργασίας καθώς και του οχήματος του Εφεσείοντα, επί τη βάσει του ότι «υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται» ότι σε αυτούς τους χώρους «αποκρύπτονται παράνομα τεκμήρια όπως κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ή οποιοδήποτε άλλο ηλεκτρονικό μέσο από το οποίο μπορεί να αποστάλθηκαν οι γυμνές φωτογραφίες, κάρτες SIM, usb ή άλλα μέσα αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων, φωτογραφίες ή οποιαδήποτε άλλα τεκμήρια που σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση για τα οποία υπάρχει εύλογη υποψία να πιστεύεται ότι θα παράσχουν μαρτυρία για απόδειξη ως προς την απόδειξη» των υπό διερεύνηση αδικημάτων.
Αντιδρώντας ο Εφεσείων αναζήτησε θεραπεία Προνομιακού Εντάλματος αξιώνοντας την παροχή άδειας για την καταχώριση αίτησης για έκδοση Εντάλματος της φύσεως Certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται το υπό αναφορά Ένταλμα Έρευνας.
Κατά την ακρόαση της μονομερούς Αίτησης, ο Εφεσείων είχε περιορίσει την Αίτηση του σε ένα μόνο νομικό Λόγο ο οποίος είχε ως εξής:
«1. Το προσβαλλόμενο ένταλμα έρευνας εκδόθηκε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας και/ή δικαιοδοσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αφού εκδόθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 16 του Συντάγματος και των Άρθρων 27 και 28 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφαλαίου 155. Τούτο γιατί:
i) Το προσβαλλόμενο ένταλμα εξουσιοδότησε έρευνα για την [ ] 1 Διαμ.101, [ ] δηλαδή για διεύθυνση/τόπο για τον οποίο, δεν υπήρχε η παραμικρή αναφορά στον όρκο της Α/Αστυφ.962 Α. Βουνού και ως εκ τούτου, δεν στοιχειοθετείτο η εκ του Νόμου απαιτούμενη επιτακτική διασύνδεση και/ή εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι εκεί βρίσκονταν και/ή φυλάττονταν τα γενικώς και αορίστως αναζητούμενα αντικείμενα και έτσι ουδεμία αναγκαιότητα υπήρχε για έρευνα.»
Επισημαίνεται εξαρχής ότι η προβολή των πιο πάνω θέσεων έγινε λόγω του ότι τόσο στο δακτυλογραφημένο κείμενο της Ένορκης Δήλωσης, όσο και στο δακτυλογραφημένο κείμενο του εκδοθέντος Εντάλματος Έρευνας, υπήρχαν χειρόγραφες διορθώσεις οι οποίες μονογράφονταν από την Α/Αστ. 7962, Α. Βουνού. Μεταξύ δε των διορθώσεων ήταν και η διεύθυνση του τόπου διαμονής του Εφεσείοντα η οποία από «[ ] 1, διαμ. 101, [ ]», είχε χειρόγραφα διαφοροποιηθεί σε «[ ] 10, διαμ. 101, [ ]».
Αδελφός Δικαστής ο οποίος επελήφθη της Αίτησης για παροχή άδειας την απέρριψε.
Είναι την ορθότητα αυτής της Απόφασης που ο Εφεσείων προσβάλλει με την παρούσα Έφεση, προωθώντας ένα μόνο Λόγο Έφεσης, ο οποίος έχει ως ακολούθως:
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή αναιτιολόγητα και/ή τελώντας υπό νομική πλάνη και/ή πλάνη περί τα πράγματα και/ή προβαίνοντας σε αυθαίρετα και/ή λανθασμένα δικά του συμπεράσματα περί τα πράγματα και/ή θέτοντας ως υπόβαθρο ανύπαρκτα γεγονότα και/ή κατά παράβαση του Άρθρου 16 του Συντάγματος και/ή του Άρθρου 27 και/ή του Άρθρου 28 και/ή του Άρθρου 29 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφαλαίου 155 και/ή αντίθετα στην πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος και/ή αντίθετα στις νομικές αρχές που εφαρμόζονται στη δικαιοδοσία των προνομιακών ενταλμάτων, έκρινε ότι ο Αιτητής – Εφεσείων δεν αποκάλυψε εκ πρώτης όψεως υπόθεση για να του χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια καταχώρισης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, απορρίπτοντας έτσι την επίδικη Αίτηση.»
Στην αιτιολογία που υποστηρίζει το μοναδικό Λόγο Έφεσης, η πλευρά του Εφεσείοντα ό,τι βασικά προβάλλει είναι πως «η πρόδηλη, εκ των υστέρων της εκδόσεως του προσβαλλόμενου εντάλματος έρευνας ημερομηνίας 22.01.25, επέμβαση και/ή αλλοίωση και/ή τροποποίηση αυτού από την ομνύουσα Α./Αστυφ. 962 Α. Βουνού, ως νομικά απαράδεκτη, δεν μπορεί να προσδώσει οτιδήποτε στο ένταλμα». Επιπλέον προβάλλεται ότι «το ένταλμα έρευνας αποτελεί απόφαση Δικαστηρίου και δεν μπορεί να αλλοιωθεί και/ή τροποποιηθεί και/ή συμπληρωθεί από άλλη μαρτυρία και/ή από τρίτο πρόσωπο, εκτός του εκδώσαντος το ένταλμα Δικαστή. Τούτο γιατί, διαφορετικά θα παραβιάζετο ο πυρήνας του ασύλου της κατοικίας και η συνταγματική προστασία που παρέχεται». Πέραν των πιο πάνω, υποστηρίζεται ότι «το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο εντελώς εσφαλμένα και αντινομικά τη νομικά απαράδεκτη, εκ των υστέρων της εκδόσεως, επέμβαση και/ή αλλοίωση και/ή τροποποίηση επί του προσβαλλόμενου εντάλματος έρευνας από την ομνύουσα Α./Αστυφ. 962 Α. Βουνού, καταστρατήγησε κάθε αρχή δικαίου και ειδικότερα, το Άρθρο 16 του Συντάγματος και τα Άρθρα 27, 28 και 29 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφαλαίου 155». Επιπλέον καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, σε αντίθεση με την πάγια νομολογία, έκρινε ουσιαστικά ότι είναι αδιάφορο να προσδιορίζεται στο ένταλμα έρευνας με ακρίβεια ο χώρος του οποίου εξουσιοδοτείται η έρευνα και/ή ότι είναι αδιάφορη γι’ αυτό η διεύθυνση που προσδιορίζει επακριβώς και με τρόπο συγκεκριμένο τον υπό έρευνα τόπο. Κατά τον Εφεσείοντα, όπως προβάλλεται πάντοτε στο πλαίσιο της αιτιολογίας του μοναδικού Λόγου Έφεσης, «τα νομικά και πραγματικά δεδομένα» της υπό κρίση περίπτωσης, «καταδείκνυαν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση» που να δικαιολογούσε την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.
Όπως επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και προκύπτει και από τις δηλώσεις που έγιναν ενώπιον του, δεν αμφισβητείται ότι ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου η Ένορκη Δήλωση ετέθη με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, δηλαδή με τις χειρόγραφες διαφοροποιήσεις/διορθώσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν τη διόρθωση της διεύθυνσης από «[ ] 1, διαμ. 101, [ ]» σε « [ ] 10, διαμ. 101, [ ]». Ως εκ τούτου, ως ορθώς επισημάνθηκε και στην Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς του Εφεσείοντα πως με την εν λόγω Ένορκη Δήλωση η Αστυνομία είχε αιτηθεί την έκδοση εντάλματος έρευνας του τόπου διαμονής του, που τη δεδομένη χρονική στιγμή ήταν η «[ ] 10, διαμ. 101, [ ]». Άλλωστε, ότι αυτή ήταν η διεύθυνση του τόπου διαμονής του, ήταν παραδεκτό και από τον ίδιο τον Εφεσείοντα, όπως αναφέρετο στην Ένορκη Δήλωση που είχε καταχωρίσει προς υποστήριξη της Αίτησης του για άδεια.
Η θέση του Εφεσείοντα, όπως προκύπτει από την αιτιολογία του Λόγου Έφεσης καθώς και τα όσα υποστήριξε μέσω της Αγόρευσης του ο ευπαίδευτος δικηγόρος του, είναι βασικά πως δεν θα μπορούσε το Ένταλμα να τύχει οποιασδήποτε διόρθωσης ή επέμβασης ή αλλοίωσης από μέλος της Αστυνομίας, καθότι το Ένταλμα Έρευνας αποτελεί διαταγή του Δικαστηρίου και ότι μόνο το Δικαστήριο θα μπορούσε να προβεί σε τέτοια ενέργεια.
Δεν συγκλίνουμε με την πιο πάνω θέση.
Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι τέτοιου είδους έγγραφα, όπως είναι το έντυπο του εντάλματος έρευνας και ο όρκος που συνοδεύει το σχετικό αίτημα, τίθενται σε μορφή δαχτυλογραφημένων εγγράφων ενώπιον του Δικαστηρίου προς εξέταση και έγκριση. Όπως δε ορθά επισημάνθηκε και από το πρωτόδικο Δικαστήριο, «Δεν είναι ούτε παράνομο ούτε επιλήψιμο ένα μέλος της Αστυνομικής Δύναμης, που έχει νομίμως στην κατοχή του δακτυλογραφημένα έγγραφα, να προβαίνει σε χειρόγραφη διόρθωση/τροποποίηση αυτών, πριν τα θέσει ενώπιον Δικαστηρίου για έγκριση, όταν διαπιστώνει λάθη ή παραλείψεις που έγιναν κατά τη δακτυλογράφηση του κειμένου». Αυτό που έχει σημασία είναι το κατά πόσο το Δικαστήριο θα ικανοποιηθεί, με βάση το περιεχόμενο του όρκου που συνοδεύει το ένταλμα έρευνας, ως έχει τεθεί ενώπιον του, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 για να προχωρήσει με την έκδοση του αιτούμενου Εντάλματος. Όσον δε αφορά το έντυπο του εντάλματος έρευνας που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση, προφανώς, μόνο μετά την υπογραφή του, συντελείται η έκδοση του σχετικού εντάλματος έρευνας, καθιστώντας το, πλέον, διαταγή του Δικαστηρίου.
Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε ότι τόσο το υπογραφέν από το Κατώτερο Δικαστήριο Ένταλμα Έρευνας, το οποίο κρατήθηκε και καταχωρίστηκε στο οικείο Πρωτοκολλητείο, όσο και το έγγραφο που εδόθη στην Αστυνομία για εκτέλεση, είχαν το ίδιο περιεχόμενο. Κατάληξη η οποία δεν φαίνεται να δικαιολογείται από τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του. Ωστόσο, το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην υπόθεση.
Ο Εφεσείων υποστήριξε ότι με δεδομένο ότι το Κατώτερο Δικαστήριο δεν υπέγραψε ή τουλάχιστον δεν μονόγραψε το ίδιο την «αλλοίωση», η οποία εντοπίζεται στο δαχτυλογραφημένο κείμενο του Εντάλματος και στην απουσία σχετικού προς τούτο πρακτικού του Δικαστηρίου, «ουδεμία βεβαιότητα υπάρχει πως το ίδιο το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε για το συγκεκριμένο υπό έρευνα τόπο επί της συγκεκριμένης διεύθυνσης». Όπως η πλευρά του Εφεσείοντα έθεσε το ζήτημα, η «επέμβαση/αλλοίωση» της Α/Αστ. 7962, Α. Βουνού επί του εντύπου του Εντάλματος Έρευνας, «δημιουργεί τουλάχιστον αβεβαιότητα ως προς το τι επεσυνέβη και δεν διασφαλίζει ότι υπήρξε δικαστική διεργασία και κρίση», καθώς και ότι, λόγω ανυπαρξίας στοιχείων και/ή μαρτυρίας, το κατά πόσο τέτοια αλλοίωση έγινε εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων αποτελεί ζήτημα το οποίο ανάγεται σε εικασίες και υποθετικά σενάρια.
Με κάθε σεβασμό, διαφωνούμε με την ως άνω εισήγηση. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, ως έχει ήδη επισημανθεί, είναι παραδεχτό ότι η διόρθωση στη διεύθυνση του τόπου διαμονής του Εφεσείοντα στην Ένορκη Δήλωση της Α/Αστ. 7962, Α. Βουνού, είχε λάβει χώραν πριν αυτή τεθεί ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου προς εξέταση του αιτήματος της Αστυνομίας για έκδοση Εντάλματος Έρευνας. Η αλληλουχία των γεγονότων και η λογική συνέχεια και συνέπεια των πραγμάτων, ουδόλως υποστηρίζει τα περί «πρόδηλης, εκ των υστέρων της εκδόσεως του» υπό έλεγχο Εντάλματος Έρευνας, «επέμβαση/αλλοίωση» από την ομνύουσα, ως ο Εφεσείων προώθησε στο πλαίσιο της παρούσας Έφεσης. Καμία μαρτυρία ή στοιχείο δεν τέθηκε υπόψιν του Δικαστηρίου ικανό να δημιουργήσει συζητήσιμο, έστω, ζήτημα ότι η «επέμβαση/αλλοίωση» στο έντυπο του Εντάλματος Έρευνας δεν είχε γίνει πριν αυτό τεθεί ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου προς έγκριση αλλά εκ των υστέρων.
Η ως άνω κατάληξη σφραγίζει την τύχη της υπό συζήτηση Έφεσης, καθιστώντας αχρείαστη την οποιαδήποτε συζήτηση άλλων ζητημάτων που η πλευρά του Αιτητή επιχείρησε να προωθήσει.
Συνακόλουθα, στη βάση όλων όσων πιο πάνω έχουν αναφερθεί, καθίσταται σαφές ότι, στην υπό συζήτηση περίπτωση, δεν δικαιολογείται η αιτούμενη παρέμβαση μας, προς ανατροπή της πρωτόδικης Απόφασης.
Η Έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο