ΒΑΣΩ ΠΑΠΑΓΡΗΓΟΡΙΟΥ v. ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 97/2015, 29/10/2025
print
Τίτλος:
ΒΑΣΩ ΠΑΠΑΓΡΗΓΟΡΙΟΥ v. ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 97/2015, 29/10/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ              

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ   

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 97/2015

 

 

29 Οκτωβρίου, 2025

 

 

[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΒΑΣΩ ΠΑΠΑΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

Εφεσείουσα

ν.

 

1.  ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

                           ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

                      2.  ΙΑΚΩΒΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

                                          Εφεσίβλητοι 

-----------------------------

 

Στ. Σκορδής με Ε. Χρίστου (κα) για Σκορδής & Στεφάνου ΔΕΠΕ, για Εφεσείουσα

Μ. Μάρκου, για Σκορδής, Παπαπέτρου & Σία, για Εφεσίβλητη 1

Ι. Παπαμιλτιάδους Γκέιστ, (κα) για Χρ. Μ. Τριανταφυλλίδη, για Εφεσίβλητο 2

------------------

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.

 

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:   Η παρούσα έφεση είναι το αποτέλεσμα της απορριπτικής απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Λευκωσίας, στην αίτηση αρ. 273/2009 της εφεσείουσας.  Καταχωρίστηκε δυνάμει του περί Ετήσιων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου του 1967, Ν.24/1967, όπως έχει τροποποιηθεί, ο Νόμος 24/1967.  Στο πλαίσιο αυτής η εφεσείουσα, ως αιτήτρια,  είχε ισχυριστεί παράνομη απόλυση της από την Εκτελεστική Γραμματεία της Συντεχνίας Επιστημονικού Προσωπικού της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ΣΕΠΑΗΚ, η εφεσίβλητη, αξιώνοντας αποζημιώσεις, ως προς τούτο.  Η εφεσείουσα, επικαλέστηκε, επίσης, ως νομική βάση της αίτησης της, τον περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμο του 2002, Ν.205(Ι)/2002, όπως έχει τροποποιηθεί, ο Νόμος 205(Ι)/2002

 

Σύμφωνα με τα αναντίλεκτα γεγονότα, η εφεσείουσα προσλήφθηκε ως υπάλληλος, με την ιδιότητα της γραμματέως, στην εφεσίβλητη, την 1.11.2000.   Απολύθηκε, όμως, από την πιο πάνω θέση, χωρίς προειδοποίηση, στις 31.7.2008, της εν λόγω απόφασης ισχύουσας από την 1.8.2008.  Μέχρι τότε, είχε εργαστεί στην υπηρεσία της εφεσίβλητης για περίοδο επτά χρόνων και εννέα μηνών.  Προηγουμένως, στις 19.6.2008, η εφεσείουσα είχε υποβάλει γραπτή καταγγελία στην εφεσίβλητη, με την οποία κατήγγειλε ότι ο εφεσίβλητος την παρενοχλούσε σεξουαλικά, επί σειρά ετών, από το 2003 έως το 2008.  Το περιεχόμενο και οι μορφές που φέρεται να έλαβε η πιο πάνω συμπεριφορά του τελευταίου, αναφέρονται στην απόφαση του Δικαστηρίου, τούτων ληφθέντων από την γραπτή καταγγελία της  εφεσείουσας. Κατά τον ίδιο πιο πάνω χρόνο, ο εφεσίβλητος εργοδοτείτο στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου και ήταν  μέλος της εφεσίβλητης, ασκώντας καθήκοντα βοηθού γραμματέα της Εκτελεστικής Γραμματείας της ΣΕΠΑΗΚ.  Όπως διαπίστωσε το εκδικάσαν Δικαστήριο, ο εφεσίβλητος στην πραγματικότητα  ήταν προϊστάμενος της εφεσείουσας. 

 

Η πρώτη συνεδρία της εφεσίβλητης, για εξέταση της καταγγελίας της εφεσείουσας, πραγματοποιήθηκε στις 23.6.2008.  Σε αυτή, ενημερώθηκαν τα μέλη της Εκτελεστικής Γραμματείας από τον Πρόεδρο της, για το περιεχόμενο της καταγγελίας. Η περίπτωση κρίθηκε ως πολύ σοβαρή και αποφασίστηκε να αρχίσει άμεσα η διερεύνηση της. Η σχετική έρευνα θα διεξαγόταν από την Εκτελεστική Γραμματεία της εφεσίβλητης, σύμφωνα με τον Κώδικα Πρακτικής για αντιμετώπιση της σεξουαλικής παρενόχλησης και παρενόχλησης στην εργασία, ο οποίος είχε εκδοθεί το Φεβρουάριο του 2007 από την Αρχή Ισότητας του γραφείου της Επιτρόπου Διοικήσεως.  Στον εφεσίβλητο, ο οποίος ήταν παρών κατά την πιο πάνω συνεδρία, υπεδείχθη ότι δεν θα συμμετείχε στη διαδικασία της διερεύνησης της καταγγελίας της εφεσείουσας, προς το σκοπό διασφάλισης της χρηστής διοίκησης και της φυσικής δικαιοσύνης. 

 

Κατά την πιο πάνω ημερομηνία, δηλαδή στις 23.6.2008, που άρχισε η εξέταση της καταγγελίας της εφεσείουσας, κατέθεσε πρώτος ο εφεσίβλητος.  Του είχε ήδη δοθεί το έγγραφο που περιείχε την καταγγελία της.  Με το πέρας της κατάθεσης του, αυτός εγκατέλειψε την αίθουσα.  Στη συνέχεια κλήθηκε η εφεσείουσα, η οποία ενημερώθηκε για την έναρξη της έρευνας σε σύντομο χρόνο, όπως ήταν η απαίτησή της.  Της ζητήθηκε να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες προς υποστήριξη της καταγγελίας της.  Αυτή, αρνήθηκε και με έντονο τρόπο έθεσε θέμα ότι θα κατέθετε εφόσον της επιτρέπετο να συνοδευόταν από τρία δικά της πρόσωπα.  Το αίτημα της έγινε δεκτό.  Συγχρόνως, ενημερώθηκε για τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου.  Στο σημείο εκείνο της ζητήθηκε να αποχωρήσει και πληροφορήθηκε ότι θα καλείτο ξανά σε σύντομο χρόνο.

 

Η εφεσίβλητη, μετά την αποχώρηση της εφεσείουσας και στηριζόμενη στην εριστική, όπως την εξέλαβε, συμπεριφορά της, (έσειε το δάκτυλο της προς τον Πρόεδρο της Εκτελεστικής Γραμματείας), με απόφασή της, την έθεσε σε υποχρεωτική άδεια μετ’ απολαβών. Θεώρησε ότι έτσι θα απεφεύγοντο τυχόν εντάσεις στο χώρο εργασίας μεταξύ των εμπλεκομένων στην καταγγελία μερών.  Η εφεσείουσα διαφώνησε, όμως, δεν δόθηκε συνέχεια σε σχέση με το θέμα αυτό.  Η διαδικασία της έρευνας συνέχισε.  Ενώπιον της εφεσίβλητης τέθηκαν γραπτώς και οι θέσεις μελών της ΣΕΠΑΗΚ, αναφορικά με τη διαχρονική σχέση της εφεσείουσας με τον εφεσίβλητο. Σε όλες τις περιπτώσεις αναφέρθηκε ότι τους ήταν γνωστό πως, η εφεσείουσα και ο εφεσίβλητος διατηρούσαν πολύ καλές σχέσεις μεταξύ τους και ότι συνήθιζαν να ανταλλάζουν αστεϊσμούς. 

 

Υπό το φως και των πιο πάνω αναφορών, η εφεσίβλητη με επιστολή ημερομηνίας 2.7.2008, κάλεσε την εφεσείουσα όπως το αργότερο μέχρι τις 10.7.2008 απαντούσε στα όσα ανέφερε ο εφεσίβλητος στο πλαίσιο της διεξαγόμενης έρευνας, και της είχαν κοινοποιηθεί.  Αυτή, όμως, παρέλειψε να συμμορφωθεί και στις 14.7.2008 η εφεσίβλητη της έδωσε παράταση για τον πιο πάνω σκοπό, μέχρι τις 18.7.2008.  Διαφορετικά, όπως την πληροφορούσε, η καταγγελία της θα θεωρείτο ότι είχε αποσυρθεί. Η εφεσείουσα ούτε και σε αυτή την περίπτωση ανταποκρίθηκε και έτσι η εφεσίβλητη, στις 22.7.2008 όπως αναφέρεται στο τηρηθέν πρακτικό, αποφάσισε ότι «… η καταγγελία της Βάσως για σεξουαλική παρενόχληση της από τον Ιάκωβο η οποία υποβλήθηκε γραπτώς από την ίδια στις 19/06/2008, είναι αβάσιμη, ατεκμηρίωτη και ψευδής και ως εκ τούτου απορρίπτεται»

 

Συνακόλουθα, η εφεσείουσα κλήθηκε ενώπιον της εφεσίβλητης στις 31.7.2008, για να απολογηθεί.  Δεν υπήρξε ανταπόκριση από αυτήν και τούτη τη φορά, οπότε η εφεσίβλητη αποφάσισε την άμεση απόλυση της.  Η εφεσείουσα ενημερώθηκε, σχετικά, με επιστολή ίδιας ημερομηνίας.  Με αυτή πληροφορείτο ως εξής: «… η Εκτελεστική Γραμματεία συζήτησε το όλο θέμα και έκρινε  ότι η συμπεριφορά σας είναι ανάρμοστη σε βαθμό που να μην αναμένεται η συνέχεια σχέσης εργοδότη εργοδοτουμένου μαζί σας.  Καταγγείλατε στέλεχος του Εργοδότη χωρίς οποιοδήποτε στοιχείο ή εξήγηση, αρνηθήκατε επανειλημμένα να προσέλθετε για να δώσετε εξηγήσεις για την καταγγελία και επιδείξατε άκρως προσβλητική διαγωγή προς τον εργοδότη σας όταν σας ζητήθηκε να παραθέσετε τα στοιχεία που έχετε.  Υπό το φως των πιο πάνω, η ΣΕΠΑΗΚ αποφάσισε να τερματίσει αμέσως την εργοδότηση σας από αύριο 1 Αυγούστου 2008, χωρίς προειδοποίηση, σύμφωνα με το Νόμο.».  Η αναφορά ήταν στο Νόμο 24/1967, η δε απόφαση της Εκτελεστικής Γραμματείας της εφεσίβλητης ήταν ομόφωνη. 

 

Το εκδικάσαν Δικαστήριο, στο πλαίσιο της απόφασής του αναφέρθηκε εκτενώς  και στις πρόνοιες του Νόμου 205(Ι)/2002, η εφαρμογή του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 15(1) αυτού εμπίπτει στη δικαιοδοσία του.  Όπως επεσήμανε, εν προκειμένω ενδιέφερε να διαπιστωθεί κατά πόσο η απόλυση της εφεσείουσας διενεργήθηκε κατά παράβαση των προνοιών του. Κατέληξε πως ο εν λόγω Νόμος  δεν τύγχανε εφαρμογής, δεδομένων των  περιστάσεων υπό τις οποίες η εφεσίβλητη αποφάσισε την άμεση απόλυση της.   Επομένως, το Δικαστήριο αποφάσισε την  αίτηση της εφεσείουσας, υπό το πρίσμα των προνοιών των άρθρων 3(1) και 5(ε) και (στ)(i) του Νόμου 24/1967. Σε αυτά αναφέρονται τα εξής:

 

«3.-(1) Όταν, κατά ή μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος άρθρου, ο εργοδότης τερματίζη δι' οιονδήποτε λόγον άλλον ή των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων, την απασχόλησιν εργοδοτουμένου ο οποίος έχει απασχοληθή συνεχώς υπ' αυτού επί είκοσι εξ τουλάχιστον εβδομάδας, ο εργοδοτούμενος κέκτηται δικαίωμα εις αποζημίωσιν υπολογιζομένην συμφώνως προς τον Πρώτον Πίνακα:

 

5.  Τερματισμός απασχολήσεως δι' οιονδήποτε των ακολούθων λόγων δεν παρέχει δικαίωμα εις αποζημίωσιν:

 

(α)  …………………………………………………………………………………

 

(ε) όταν ο εργοδοτούμενος επιδεικνύη τοιαύτην διαγωγήν ώστε να καθιστά εαυτόν υποκείμενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως:

 

……………………………………………………………………………………...

(στ) άνευ επηρεασμού της γενικότητος της αμέσως προηγουμένης παραγράφου, τα ακόλουθα δύνανται, μεταξύ άλλων, να αποτελέσωσι λόγον απολύσεως άνευ προειδοποιήσεως, λαμβανομένων υπ' όψιν όλων των περιστατικών της περιπτώσεως:

(i) διαγωγή εκ μέρους του εργοδοτουμένου η οποία καθιστά σαφές ότι η σχέσις εργοδότου και εργοδοτουμένου δεν δύναται ευλόγως να αναμένηται όπως συνεχισθή·»

 

Χρήσιμη, οπωσδήποτε, είναι και η αναφορά στο άρθρο 6(1) του Ν.24/1967 όπου προβλέπεται ότι: 

 

«6.-(1) Καθ' οιανδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν ο υπό του εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως του εργοδοτουμένου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος διά τινα των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων.»

 

Κατά την ακρόαση της υπόθεσης κατάθεσε αριθμός μαρτύρων περιλαμβανομένων των άμεσα εμπλεκομένων μερών.  Το Δικαστήριο, εξέτασε την τεθείσα ενώπιον του μαρτυρία και προέβη σε σχετικά ευρήματα, μέρος των οποίων είναι και τα προαναφερθέντα.  Στη βάση αυτή, κατέληξε στην απόρριψη της αίτησης της εφεσείουσας.  Αιτιολογώντας την απόφαση του ανέφερε, στη σελίδα 79, τα εξής:

 

«Υπό τις περιστάσεις κρίνουμε ότι η Καθ’  ης  η αίτηση 1 απέλυσε την Αιτήτρια όχι λόγω της υποβολής της καταγγελίας της για σεξουαλική παρενόχληση αλλά λόγω της συμπεριφοράς που επέδειξε μετά την υποβολή της εν λόγω καταγγελίας της.  Συμπεριφέρθηκε με ασέβεια προς τα μέλη του εκτελεστικού οργάνου του εργοδότη της όταν κλήθηκε να τεκμηριώσει την καταγγελία της, στη συνέχεια δεν απέστειλε τη μαρτυρία και τα στοιχεία που σχετιζόταν με την καταγγελία της και μέσω του δικηγόρου της ήγειρε θέματα για τα οποία ενώ πήρε απαντήσεις συνέχισε να μην εφοδιάζει την Εκτελεστική Γραμματεία με τα στοιχεία που της ζητούσε για να εξετάσει την καταγγελία της.  Μετά την απόρριψη της καταγγελίας της ήγειρε θέμα σε σχέση με τη διαδικασία διερεύνησης της καταγγελίας της και δεν προσήλθε στη συνεδρία της Εκτελεστικής Γραμματείας στην οποία είχε κληθεί.  Είμαστε της άποψης ότι η εν λόγω συμπεριφορά που επέδειξε η Αιτήτρια μετά την υποβολή της καταγγελίας της μπορεί να διαχωριστεί από το γεγονός της υποβολής της καταγγελίας της και συνακόλουθα η απόλυση της να κριθεί ως άσχετη με την υποβολή της καταγγελίας της

 

 

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω κατάληξης του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, η εφεσείουσα καταχώρισε την παρούσα έφεση και με δέκα λόγους επιζητεί την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.  Σημειώνεται πως, πλην του δέκατου λόγου με τον οποίο προσβάλλεται η διαταγή του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, οι υπόλοιποι εννέα λόγοι ασχολούνται με διάφορες πτυχές της απόφασης, κάποιες από τις οποίες αφορούν την κρίση του ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην ενώπιον του υπόθεση, ο Νόμος 205(Ι)/2002.  Με αυτούς δε, εγείρονται νομικά θέματα μόνο, όπως επιβάλλει το άρθρο 12(11Α) [1] του περί Ετήσιων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου του 1967, Ν.8/1967. 

 

Κατ’  αρχάς, σημειώνεται ότι το Δικαστήριο στο πλαίσιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας, έκρινε αναξιόπιστο τον εφεσίβλητο. Δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο η συμπεριφορά του, στην οποία αναφέρθηκε η εφεσείουσα, να συνιστούσε σεξουαλική παρενόχληση, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι πιθανόν η ίδια να ήταν δεκτική σε αυτή. Εν πάση περιπτώσει, η καταγγελία της εφεσείουσας απορρίφθηκε στις 22.7.2008, όταν  κληθείσα για τρίτη φορά ενώπιον της εφεσίβλητης για να την υποστηρίξει με απτή μαρτυρία, αυτή παρέλειψε να εμφανιστεί.  Τότε, η εφεσίβλητη, με επιστολή της προς την εφεσείουσα, ίδιας ημερομηνίας, την ενημέρωσε πως κατά τη διαπίστωση της, η γραπτή καταγγελία της, στις 19.6.2008, για σεξουαλική παρενόχληση της από τον εφεσίβλητο, ήταν «αβάσιμη, ατεκμηρίωτη και ψευδής», οπότε την απέρριψε.  Την κάλεσε δε να εμφανιστεί ενώπιον της, στις 31.7.2008, για να απολογηθεί. 

 

Κατά την πιο πάνω ημερομηνία τα πράγματα εξελίχθηκαν ως εξής:  Η εφεσείουσα παρέλειψε και τούτη τη φορά να εμφανιστεί, ενώ δεν επικοινώνησε για να αιτιολογήσει την παράλειψη της αυτή.  Στη συνέχεια, η εφεσίβλητη επιβεβαίωσε την ήδη ληφθείσα απόφαση της, στις 22.7.2008, για απόρριψη της καταγγελίας, ενώ πρόσθετα έλαβε υπόψη και τη συμπεριφορά της εφεσείουσας ενώπιον της, στις 23.6.2008, την οποία χαρακτήρισε απαράδεκτη.  Τέλος, όπως ανέφερε έλαβε υπόψη την άνευ εξουσιοδότησης χρήση του επίσημου email της για την αποστολή μηνυμάτων αισχρού περιεχομένου, κατά τρόπο μειωτικό για το κύρος της εφεσίβλητης.  Λαμβάνοντας δε όλα τα πιο πάνω υπόψη, τερμάτισε την εργοδότηση της εφεσείουσας άνευ προειδοποιήσεως, με ισχύ από την 1.8.2008, ενημερώνοντας την γραπτώς, ως προς τούτο. 

 

Ο λόγος απόλυσης της εφεσείουσας δεν είναι άσχετος με την καταγγελία στην οποία αυτή είχε προβεί εναντίον του εφεσίβλητου, στελέχους της εφεσίβλητης, αλλά δεν αποτελούσε την αιτία, ώστε να έπρεπε να τύχει εφαρμογής ο Νόμος 205(Ι)/2002.  Η ίδια, κατά την μοναδική εμφάνιση της στις 23.6.2008 ενώπιον της εφεσίβλητης, απευθυνόμενη, ειδικά, προς τον Πρόεδρο της, διατύπωσε με έντονο τρόπο την ανησυχία της ότι δεν θα τύγχανε αμερόληπτης εξέτασης η καταγγελία της.  Τούτο, στη βάση ότι στρεφόταν εναντίον ενός στελέχους της εφεσίβλητης, μέλους της Εκτελεστικής Γραμματείας της.  Γι΄ αυτό και η απαίτηση της  να συνοδευόταν από δικά της πρόσωπα κατά τη διαδικασία της έρευνας, θέση η οποία έγινε δεκτή από την εφεσίβλητη.  Μάλιστα, στο πρακτικό που τηρήθηκε κατά την συνεδρία της 23.6.2008, καταγράφεται και η επισήμανση ότι: «το Σώμα έκρινε το θέμα ως πολύ σοβαρό και αποφάσισε να διεξαγάγει έρευνα για την καταγγελία σύμφωνα με τις διαδικασίες όπως περιγράφονται στον Κώδικα.  Ενημέρωσε τον Ιάκωβο ότι για διασφάλιση της χρηστής διοίκησης και της φυσικής δικαιοσύνης δεν θα συμμετέχει στη διαδικασία.».  (η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Ειδικά, με βάση την τελευταία παρατήρηση ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η εφεσίβλητη είχε αντίληψη της υποχρέωσης της για τη διασφάλιση δίκαιης και αμερόληπτης διαδικασίας, κατά τη διερεύνηση της καταγγελίας που είχε υποβάλει η εφεσείουσα.  Επομένως, το ερώτημα το οποίο τίθεται, δεδομένων των πιο πάνω γεγονότων, είναι κατά πόσο η συγκεκριμένη διαδικασία εξασφάλιζε, ακόμα και στην απουσία του εφεσίβλητου από τη συνεδρία, το εχέγγυο της αμεροληψίας.  Ειδικά, όταν η Εκτελεστική Γραμματεία της εφεσίβλητης ανέλαβε η ίδια να εξετάσει τη συγκεκριμένη καταγγελία εναντίον ενός στελέχους της.  Σχετική επί τούτου είναι η υπόθεση Δημοκρατία ν. Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ. 769Αφορά θέμα παραβίασης του κανόνα φυσικής δικαιοσύνης για το αμερόληπτο της απόφασης φορέα εξουσίας, στην περίπτωση εκείνη στον τομέα του Διοικητικού Δικαίου.

 

Στις σελίδες 774 έως 775 της πιο πάνω υπόθεσης, απαντά ένα ιδιαίτερα διαφωτιστικό, επί του θέματος, απόσπασμα όπου αναφέρθηκαν, σχετικά, τα εξής:  «Στην υπό κρίση υπόθεση δεν καλούμεθα να αποφασίσουμε κατά πόσον συνάγεται έλλειψη αμεροληψίας, γιατί εξάλλου, κανένα στοιχείο δεν προσκομίστηκε ενώπιόν μας προς τον σκοπό αυτό.  Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο τεκμαίρεται επηρεασμός της κρίσης του Γενικού Διευθυντή, έτσι που να κλονίζει την πεποίθηση του διοικούμενου για το αδιάβλητό της, επειδή σύστησε για προαγωγή το σύζυγο της ιδιαιτέρας του, χωρίς μάλιστα να αναφέρει το γεγονός αυτό στην ΕΔΥ. Είναι αυτή η σχέση ιδιάζουσα; Συνδέεται ο Γενικός Διευθυντής, ενόψει της επαγγελματικής σχέσης του με την ιδιαιτέρα του, διά δεσμού ή ιδιάζουσας σχέσης, όπως προνοεί ο Νόμος;».  Η απάντηση και στα δύο πιο πάνω ερωτήματα ήταν θετική.

 

Τον επόμενο χρόνο του 1999, εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου θέμα αντικειμενικής αμεροληψίας του, λόγω της σύνθεσης του.  Μέλος του σχετιζόταν, με κάποιο τρόπο, με ενδιαφερόμενο μέρος στη δικαστική διαδικασία.  Η απόφαση του είναι δημοσιευμένη ως ex p Pinochet Ugarte (No.2), (1999) 1 All E.R. 577.  Είχαν δε λεχθεί, σχετικά, στη σελίδα 588, τα εξής πολύ δεικτικά για τέτοιες περιπτώσεις: «There is no room for fine distinctions if Lord Hewart CJ’s famous dictum is to be observed:  it is ‘of fundamental importance that justice should not only be done, but should manifestly and undoubtedly be seen to be done’  (see R. v. Sussex Justices, ex p McCarthy [1924] 1 KB 256 at 259, [1923] All E.R. Rep. 233 at 234..

 

Αναμφίβολα, στην προκειμένη περίπτωση η εφεσίβλητη ως εργοδότρια, είχε  υποχρέωση να ενεργήσει έναντι της εφεσείουσας, εργοδοτούμενης της, κατά τρόπο δίκαιο και αντικειμενικό.  Τούτο, δεδομένου ότι στη διαφορά είχε άμεση εμπλοκή και ενδιαφέρον στέλεχος της, ήτοι ο εφεσίβλητος.  Πόσον μάλλον όταν οι ενέργειες της, αφορούσαν στη λήψη απόφασης η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον άμεσο επηρεασμό της εφεσείουσας και δη το δικαίωμα της για εργασία, δυνάμει του Άρθρου 25 του Συντάγματος, ενώ θετική απόφασή της, σε σχέση με την καταγγελία της εφεσείουσας, τυχόν να είχε αρνητικές επιπτώσεις για τον εφεσίβλητο.

 

Στην παρούσα υπόθεση η εφεσίβλητη, εμφανώς, παραβίασε το πιο πάνω δικαίωμα της εφεσείουσας, παραλείποντας κατά την εξέταση της καταγγελίας της, να ενεργήσει κατά τρόπο δίκαιο και αντικειμενικά, αμερόληπτο.  Συνεπώς, κρίνεται ότι η  συνοπτική απόλυση της εφεσείουσας ήταν παράνομη.  Ως εκ της πιο πάνω κατάληξης, επιτυγχάνει ο τρίτος λόγος έφεσης.  Κατά συνέπεια, δεν παρίσταται και ανάγκη εξέτασης των υπολοίπων λόγων, περιλαμβανομένου και του λόγου έφεσης για τα έξοδα, δεδομένου ότι η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. 

Η κατάληξη αυτή εναποθέτει στο παρόν Δικαστήριο την ευθύνη να εξετάσει το θέμα της αποζημίωσης που έχει να λαμβάνει η εφεσείουσα από την εφεσίβλητη, εργοδότρια της, λόγω του παράνομου, όπως έχει αποφασιστεί, της απόλυσης της.  Για τον πιο πάνω σκοπό σημειώνεται ότι η εφεσείουσα είχε επτά χρόνια και εννέα μήνες εργασίας στην υπηρεσία της εφεσίβλητης, ως γραμματέας, με τελευταίο μηνιαίο μισθό €1.450.-.  Κατά την απόλυση της, τής δόθηκε επιταγή για το ποσό των €2.210,67.- που αφορούσε το μισθό του Ιουλίου 2008 και αναλογία 13ου μισθού για περίοδο επτά μηνών, προφανώς αφαιρουμένου του φόρου και των λοιπών αποκοπών, καθώς και υπόλοιπο εισφοράς ετήσιας άδειας, στο οποίο, προφανώς, δικαιούτο την περίοδο εκείνη η εφεσείουσα.

 

Με βάση το Νόμο 24/1967, πρόσωπο το οποίο απολύεται παράνομα από την εργασία του δικαιούται αποζημίωσης, η οποία υπολογίζεται δυνάμει του Πρώτου Πίνακα του Νόμου 24/1967. Ειδικά στην παράγραφο 3 προβλέπεται ότι, «Εν ουδεμία περιπτώσει η αποζημίωσις θα υπερβαίνη τα ημερομίσθια δύο ετών».  Με βάση το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου,  «ημερομίσθιον περιλαμβάνει πάσαν χρηματικήν αντιμισθίαν εκ της απασχολήσεως εργοδοτουμένου ή παν κέρδος εκ της τοιαύτης απασχολήσεως δεκτικόν χρηματικής αποτιμήσεως ως και την εισφοράν την καταβλητέαν εις το Κεντρικόν Ταμείον Αδειών, το ιδρυθέν δυνάμει των περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμων του 1967 έως 1979, εξαιρουμένων όμως εκτάκτων προμηθειών και κατά χάριν (ex-gratia) πληρωμών.».

 

Η πιο πάνω πρόνοια περιλαμβάνει το μηνιαίο μισθό, 13ο μισθό, καθώς επίσης εισφορά στο Κεντρικό Ταμείο Αδειών.  Επιπρόσθετα, στην παράγραφο 4(2) του εν λόγω Πίνακα, προβλέπεται ότι υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 2 (που δεν ενδιαφέρει) και 3 που παρατίθεται πιο πάνω, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών «έχει απόλυτον διακριτικήν εξουσίαν ως προς το υπ’  αυτού επιδικασθόμενον ποσόν».  Στη βάση, λοιπόν, των πιο πάνω προνοιών, το Δικαστήριο τούτο ασκώντας το ίδιο την πιο πάνω διακριτική εξουσία, επιδικάζει προς όφελος της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης το συνολικό ποσό των €37.700-, πλέον νόμιμο τόκο από την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, στις 29.1.2015. 

 

Για τους πιο πάνω λόγους, λοιπόν, η έφεση επιτυγχάνει.  Εκδίδεται απόφαση ως ανωτέρω, πλέον έξοδα υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης πρωτόδικα και κατ’  έφεση, τα οποία να υπολογιστούν σε κάθε περίπτωση από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή, πλέον Φ.Π.Α. Υπό τις περιστάσεις, ουδεμία διαταγή για έξοδα εκδίδεται, σε σχέση με τον εφεσίβλητο. 

 

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

 

 

 

 

/γκ

 

 



[1] 12(11Α) Οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπόκειται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει οποιουδήποτε λόγου που συνεπάγεται νομικό σημείο μόνο, εντός σαράντα δύο ημερών από της ημέρας της απόφασης.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο