PNO SHIPMANAGEMENT LTD κ.α. v. GORDIAN HOLDING LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ. 113/2016, 13/11/2025
print
Τίτλος:
PNO SHIPMANAGEMENT LTD κ.α. v. GORDIAN HOLDING LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ. 113/2016, 13/11/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 113/2016)

  

13 Νοεμβρίου, 2025

                                                     

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

1.   PNO SHIPMANAGEMENT LTD,

2.   ΜΑΡΙΑ ΜΑΚΡΗ,

3.   ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΝΙΚΟΥ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ,

4.   ΦΑΝΗ ΠΑΝΙΚΟΥ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ,

5.   ΝΙΚΟΥ ΠΑΝΙΚΟΥ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ,

6.   ONOPAN ESTATES LTD,

 

Εφεσείοντες,

 

ΚΑΙ

 

GORDIAN HOLDING LIMITED,

 

Εφεσίβλητη.

 

____________________

 

 

 

Αλ. Μελάς για Κώστας Μελάς & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους

 Εφεσείοντες.

Χ. Αγαπίου (κα) με Τ. Γρηγορίου (κα) για Χρύσης Δημητριάδης &

 Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

 

____________________

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τη Σταματίου, Π.

 

­­­____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η Εφεσείουσα 1 - Ενάγουσα και Εξ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενη 1, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ασχολείτο με τη διαχείριση πλοίων, μεταξύ των οποίων και με πλοία που ανήκαν σε δύο εταιρείες, εγγεγραμμένες στον Παναμά (στο εξής «οι πλοιοκτήτριες εταιρείες») και ήταν πελάτιδα της Εναγόμενης – Εξ Ανταπαιτήσεως Ενάγουσας Τράπεζας (στο εξής «η Τράπεζα»), στα δικαιώματα της οποίας έχει υποκατασταθεί η Εφεσίβλητη. Διευθύνων σύμβουλος και κύριος μέτοχος, τόσο της Εφεσείουσας 1, όσο και των πλοιοκτητριών εταιρειών, ήταν ο Π.Ο., Μ.Ε.1.

 

Η Τράπεζα διατηρούσε, μεταξύ άλλων, υποκατάστημα διεθνών δραστηριοτήτων στη Λεμεσό (στο εξής «IBU»), όπου διατηρούσε λογαριασμό η Εφεσείουσα 1 και ναυτιλιακό τμήμα στον Πειραιά (στο εξής το «ναυτιλιακό τμήμα»). Περί τον Ιούλιο του 2008 εγκρίθηκε αίτημα των πλοιοκτητριών εταιρειών για δανειοδότηση ύψους $13,5 εκ., από το ναυτιλιακό τμήμα, υπό όρους, ένας εκ των οποίων ήταν η έκδοση «εγγυητικής επιστολής» από την Τράπεζα, για ποσό τουλάχιστον US$8 εκ.. Αίτημα που υποβλήθηκε από την Εφεσείουσα 1 προς το IBU ικανοποιήθηκε με την έκδοση, προς όφελος του ναυτιλιακού τμήματος, εγγράφου ημερ. 2.7.2008 (Τεκμ. 3, όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια με το Τεκμ. 41), το οποίο τιτλοφορείται ως «Letter of Guarantee», όπου παρουσιάζεται ως εκδότης η Τράπεζα και ως δικαιούχος το ναυτιλιακό τμήμα. Για την έκδοση της πιο πάνω «εγγυητικής» παραχωρήθηκαν εκ μέρους των Εφεσειόντων 2 – 6 εξασφαλίσεις με τη μορφή υποθηκών, ήτοι:

 

(α) η Εφεσείουσα 2 εκτέλεσε την υποθήκη Υ8524/2008, για το ποσό των €2.500.000,

(β) οι Εφεσείοντες 3, 4 και 5 την υποθήκη Υ2525/2008, για το ποσό των €1.500.000,

(γ) η Εφεσείουσα 6 την υποθήκη Υ8530/2008, για το ποσό των €2.100.000.

 

Μετά την ικανοποίηση του πιο πάνω όρου και των άλλων εξασφαλίσεων που είχαν ζητηθεί από την Εφεσείουσα 1, το ναυτιλιακό τμήμα χορήγησε στις πλοιοκτήτριες εταιρείες το δάνειο, δυνάμει σύμβασης «Financial Agreement», ημερ. 28.8.2008 (Τεκμ. 2), η οποία στη συνέχεια τροποποιήθηκε με τροποποιητικές συμφωνίες, ημερ. 12.6.2009 και 12.3.2010 (Τεκμ. 12 και 13 αντίστοιχα) (στο εξής «η δανειακή σύμβαση»).

 

Για τους σκοπούς της δανειακής σύμβασης ανοίχθηκε επ΄ ονόματι των πλοιοκτητριών εταιρειών δανειακός λογαριασμός, καθώς επίσης και δύο άλλοι λογαριασμοί (Earnings and Retention Accounts). Ένας από τους όρους της σύμβασης ήταν να κατατίθενται στους πιο πάνω λογαριασμούς οι ναύλοι από τη διαχείριση των δύο πλοίων.

 

Μεταξύ Δεκεμβρίου 2010 και Μαρτίου 2011 οι πλοιοκτήτριες εταιρείες πώλησαν τα δύο πλοία τους και κατέθεσαν το προϊόν πώλησης τους ύψους $9.100.667,56 στο λογαριασμό παρακράτησης (retention account), σύμφωνα με τους όρους της δανειακής σύμβασης. Από το ποσό αυτό πληρώθηκε το ποσό των $2.890.757,50 για διάφορα έξοδα και υποχρεώσεις των πλοιοκτητριών εταιρειών σε τρίτους και το υπόλοιπο ποσό των $6.209.910,06 κατατέθηκε στον δανειακό λογαριασμό των πλοιοκτητριών εταιρειών για εξόφληση μέρους του δανείου. Στις 24.3.2011 απεστάλη επιστολή στην Εφεσείουσα 1, με την οποία ενημερωνόταν για τη μεταφορά του πιο πάνω ποσού που προέκυψε από την πώληση των πλοίων στον δανειακό λογαριασμό και την ύπαρξη υπολοίπου ποσού ύψους $4.638.300,11, καλώντας την να διευθετήσει την εξόφληση του.  Η Εφεσείουσα 1 αντέδρασε στην αξίωση της Τράπεζας,  ανταλλάγησαν μεταξύ των διαδίκων επιστολές και έγινε συνάντηση στη Λεμεσό, όπου έλαβαν μέρος ανώτατα στελέχη της Τράπεζας και ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εφεσείουσας 1, ΜΕ1 και ο Διευθυντής του τομέα ναυτιλιακών υποθέσεων του ναυτιλιακού τμήματος, ΜΥ2, χωρίς θετική κατάληξη.

 

Στις 30.6.2011 υπεβλήθη, στη βάση του Τεκμ. 3, αίτημα από το ναυτιλιακό τμήμα προς το IBU της Τράπεζας στη Λεμεσό για πληρωμή του ποσού των $4.693.553,31, πλέον έξοδα και τόκους, αίτημα με το οποίο συμμορφώθηκε το ΙΒU και προχώρησε με χρέωση του λογαριασμού της Εφεσείουσας 1 με το ποσό που ζητήθηκε, με ταυτόχρονο έμβασμα του ποσού αυτού προς όφελος του ναυτιλιακού τμήματος, το οποίο με τη σειρά του πίστωσε το λογαριασμό δανείου που διατηρούσε με τις πλοιοκτήτριες εταιρείες.

 

Η Εφεσείουσα 1 θεώρησε ότι η πιο πάνω ενέργεια της Τράπεζας ήταν κακόπιστη, αυθαίρετη και καταχρηστική και αντίθετη με το καθήκον της για καλή πίστη και επιμέλεια που όφειλε προς την Εφεσείουσα 1. Σε κάθε περίπτωση, υποστήριξε πως η Τράπεζα δεν νομιμοποιείτο να ενεργοποιήσει την εγγυητική και να εισπράξει το πιο πάνω ποσό, επειδή, κατά την εισήγηση της, η εγγυητική ήταν εξ υπαρχής άκυρη. Συνακόλουθα, αξίωσε την ακύρωση της εγγυητικής και των υποθηκών που εκτελέστηκαν για την έκδοση της, καθώς και αποκατάσταση του λογαριασμού της, ώστε να παρουσιάζει το πραγματικό υπόλοιπο που υπήρχε, πριν από τη χρέωση του πιο πάνω ποσού. Αξίωσε, περαιτέρω, απόφαση για το ποσό των €180.000, το οποίο κατέβαλε υπό μορφή δικαιωμάτων, δυνάμει της εγγυητικής.

 

Από την άλλη, η Τράπεζα υπεραμύνθηκε της ορθότητας των ενεργειών της και, με ανταπαίτηση, διεκδίκησε το υπόλοιπο του λογαριασμού της Εφεσείουσας 1, καθώς και εκποίηση των υποθηκών εναντίον των Εφεσειόντων 2 – 6. Σημειώνεται πως η αξίωση της Τράπεζας περιορίστηκε τελικά στο ποσό που πληρώθηκε, με βάση το Τεκμ. 3 στο ναυτιλιακό τμήμα, το οποίο, στη συνεχεία, χρεώθηκε στον επίδικο λογαριασμό, μαζί με τα έξοδα και τα δικαιώματα της Τράπεζας, πλέον τόκους.

 

Οι διάδικοι διαφώνησαν ως προς την μορφή που είχε το Τεκμ. 3, με την Εφεσείουσα 1 να υποστηρίζει ότι επρόκειτο για εγγυητική επιστολή (letter of guarantee) και την Τράπεζα ότι επρόκειτο για επιστολή παραχώρησης διευκόλυνσης (letter of allocation).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση των Εφεσειόντων ότι το Τεκμ. 3 ήταν εξ υπαρχής άκυρο και ότι δεν αποτελούσε έγκυρη εγγυητική επιστολή, κρίνοντας ότι, με βάση το περιεχόμενο του, αποτελούσε επιστολή παραχώρησης διευκόλυνσης letter of allocation. Έκρινε, επίσης, ως ορθή και δικαιολογημένη την πληρωμή του ποσού που ζητήθηκε από το ναυτιλιακό τμήμα, με βάση τους όρους του Τεκμ. 3. Απέρριψε τα παράπονα της Εφεσείουσας 1 περί χρέωσης τόκου, εξόδων και αντισυμβατικών δικαιωμάτων. Απέρριψε, επίσης, την εισήγηση ότι οι υποθήκες ήταν πλαστές και εικονικές και τελικά απέρριψε την αξίωση της Εφεσείουσας 1, ενώ εξέδωσε απόφαση στην Ανταπαίτηση εναντίον των Εφεσειόντων 1 – 6 για τα ποσά που οφείλοντο και διέταξε εκποίηση των υποθηκών.

 

Οι Εφεσείοντες, με τους εναπομείναντες εννέα λόγους έφεσης (οι λόγοι έφεσης 3 και 6 αποσύρθηκαν), αμφισβητούν την ορθότητα της εν λόγω απόφασης. Συγκεκριμένα, προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν αποφάσισε το κύριο επίδικο θέμα, που ήταν ο τερματισμός της δανειακής σύμβασης μεταξύ της Τράπεζας και των πλοιοκτητριών εταιρειών (1ος λόγος), λανθασμένα έκρινε ότι απεστάλησαν επιστολές τερματισμού της δανειακής σύμβασης (2ος λόγος), εσφαλμένα αποφάσισε ότι το ζήτημα των αντισυμβατικών χρεώσεων στον επίδικο λογαριασμό έπαυσε να έχει σημασία (4ος λόγος), η κρίση του επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων ήταν λανθασμένη (5ος λόγος), εσφαλμένα έκρινε την εγκυρότητα του Τεκμ. 3 και των χρεώσεων/δικαιωμάτων που χρεώθηκαν (7ος λόγος), λανθασμένα έκρινε ότι η πληρωμή που ζητήθηκε από το ναυτιλιακό τμήμα ήταν λογική και αναμενόμενη (8ος λόγος), η κρίση του σχετικά με την εγκυρότητα των υποθηκών ήταν εσφαλμένη (9ος λόγος), εσφαλμένα απέρριψε την αγωγή και αποδέχτηκε την ανταπαίτηση (10ος λόγος) και, ότι τα επιδικασθέντα ποσά υπερβαίνουν την αξίωση και δεν βασίζονται σε μαρτυρία (11ος λόγος).  

 

Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης με τη σειρά που έχουν αναπτυχθεί στα περιγράμματα αγόρευσης.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι, για να μπορούσε η Τράπεζα να τερματίσει τη δανειακή σύμβαση, η οποία, σύμφωνα με την δεύτερη τροποποιητική συμφωνία, έληγε το 2016, έπρεπε να υπήρχε παραβίαση των όρων της από τις πλοιοκτήτριες εταιρείες, κάτι που, ενώ αποτελούσε το κύριο επίδικο θέμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν το απάντησε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την εισήγηση, ενώ επέτρεψε να δοθεί μαρτυρία σχετικά με το θέμα του τερματισμού, δεν αποφάσισε τελικά κατά πόσο ο τερματισμός ήταν νόμιμος, παρά μόνο βασίστηκε στο κατά πόσο η απαίτηση πληρωμής έγινε με βάση το Τεκμ. 3. Παρατηρείται, περαιτέρω, από τους Εφεσείοντες ότι απουσιάζει δικογραφημένη θέση της Εφεσίβλητης για παραβίαση της δανειακής σύμβασης που να δικαιολογούσε τον τερματισμό. Ακόμα, όμως, και να υπήρχε η αναγκαία δικογράφηση, δεν υπήρξε, κατά την εισήγηση, οποιαδήποτε παράβαση από πλευράς των πλοιοκτητριών εταιρειών και των Εφεσειόντων που να δικαιολογούσε τερματισμό της δανειακής σύμβασης, για τους λόγους που εκτενώς αναφέρονται στο περίγραμμα αγόρευσης τους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφορικά με τη μαρτυρία για τις κατ΄ ισχυρισμόν παραβάσεις των συμφωνιών από την Εφεσείουσα 1, ανέφερε τα εξής:

 

«Όσον αφορά τέλος τη μαρτυρία για τις κατ΄ ισχυρισμόν παραβάσεις των συμφωνιών από την Ενάγουσα, παρόλο που τα γεγονότα είναι ενώπιον του Δικαστηρίου και είναι θέμα ερμηνείας των σχετικών όρων των Τεκμηρίων, το Δικαστήριο θα αποφύγει να προβεί σε ευρήματα επί της πραγματικής και νομικής πτυχής του ζητήματος αυτού. Οι λόγοι είναι εμφανείς. Κατ΄ αρχάς υποδεικνύεται πως δεν υπάρχει αξίωση που σχετίζεται με τη δανειακή σύμβαση. Είτε από την πλευρά της Ενάγουσας είτε από την πλευρά της Εναγόμενης. Όλες οι αξιώσεις σχετίζονται με την έκδοση και είσπραξη του Τεκμηρίου 3.

 

Επισημαίνεται, περαιτέρω, πως οι πλοιοκτήτριες εταιρείες (δανειολήπτριες) δεν είναι διάδικα μέρη. Σημειώνεται, επίσης, πως εκκρεμεί άλλη αγωγή εναντίον της Εναγόμενης (η υπ΄ αρ. 3664/2013 Ε.Δ. Λεμεσού βλ. Τεκμήριο 40(Α). Ενάγοντες στην αναφερθείσα αγωγή είναι οι δύο πλοιοκτήτριες εταιρείες και η Ενάγουσα στην παρούσα αγωγή.

 

Με την υπό αναφοράν αγωγή οι ενάγουσες ζητούν αποζημιώσεις για παράβαση των δανειακών συμβάσεων (Τεκμήρια 2, 12 και 13 στην παρούσα διαδικασία). Είναι δε ολοκάθαρο, με βάση τα δικόγραφα της αγωγής (Τεκμήρια 40(Β) και (Γ)), ότι η νομιμότητα του τερματισμού αποτελεί επίδικο ζήτημα στην αναφερθείσα υπόθεση. Δεν θα ήταν συνεπώς ορθό να αποφασιστεί αυτό το θέμα, εφόσον δεν εγείρονται αξιώσεις στη βάση της δανειακής σύμβασης. Για τις ανάγκες της παρούσας αγωγής είναι αρκετό να υποδειχθεί ότι η Εναγόμενη τερμάτισε τη συμφωνία δανειοδότησης, με βάση το Τεκμήριο 24(Α). Το υπόλοιπο, επομένως, της δανειακής σύμβασης κατέστη οφειλόμενο και απαιτητό για τους σκοπούς του Τεκμηρίου 3.»

 

Κεντρικό ζήτημα που εγείρεται με την αγωγή αποτελεί το έγγραφο, Τεκμ. 3, ως τροποποιήθηκε από το Τεκμ. 41. Η φύση του εν λόγω εγγράφου και κατά πόσο στη βάση αυτού ήταν δικαιολογημένη η ενέργεια του IBU να συμμορφωθεί με την απαίτηση του ναυτιλιακού τμήματος και να προχωρήσει με χρέωση του λογαριασμού της Εφεσείουσας 1, με το ποσό που της ζητήθηκε, με ταυτόχρονο έμβασμα του ποσού προς όφελος του ναυτιλιακού τμήματος, αποτελούν τα κύρια ζητήματα, σύμφωνα με τα δικόγραφα.

 

Το πρώτο ζήτημα που χρήζει εξέτασης είναι η φύση του Τεκμ. 3. Η θέση που προωθήθηκε από την Εφεσείουσα 1 είναι ότι πρόκειται για εγγυητική επιστολή “letter of guarantee”, ως τιτλοφορείται το εν λόγω έγγραφο, ενώ από πλευράς της Τράπεζας προβάλλεται ότι αποτελεί επιστολή παραχώρησης διευκόλυνσης letter of allocation. Σημειώνεται πως η αναφορά σε “letter of allocation” γίνεται και στα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου των Εφεσειόντων 1 και 6.

 

Οι αρχές που διέπουν την ερμηνεία μίας σύμβασης είναι πολύ καλά γνωστές και διατυπώθηκαν ορθά από το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«Σκοπός, όπως πλειστάκις υποδείχθηκε, είναι η εξεύρεση της πραγματικής πρόθεσης των συμβαλλομένων. Κριτήριο δε αποτελεί η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο στο μέσο λογικό άνθρωπο. Οδηγός για την ερμηνεία των προνοιών της συμφωνίας είναι η γραμματική έννοια των λέξεων ή φράσεων που χρησιμοποιούνται. Για να εξευρεθεί το νόημα των επί μέρους όρων θα πρέπει να εξετάζεται το έγγραφο συνολικά ώστε να διαπιστωθεί η πρόθεση των συμβαλλομένων (βλ. S.A.A.B. v. Holy Monastery of Ayios Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499, Θεολόγου κ.ά. ν. Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 199, Χαρaλάμπους κ.ά. ν. Liberty Life Ins. Public Co Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ.1739 κ.ά.).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το περιεχόμενο του Τεκμ. 3, όπως έχει τροποποιηθεί από το Τεκμ. 41 και έκρινε πως «πρόθεση των μερών ήταν η παροχή εξασφάλισης ύψους $8 εκ. από το ΙBU Λεμεσού προς το Ναυτιλιακό Τμήμα της Εναγόμενης Τράπεζας στον Πειραιά, για τη χορήγηση του δανείου προς τις πλοιοκτήτριες εταιρείες

 

Η φύση ενός εγγράφου, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν προσδιορίζεται από την ονομασία του εγγράφου, αλλά από το περιεχόμενο του (Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο Λτδ ν. C & S American Heart Institute Ltd κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 379).

 

Με βάση τη μαρτυρία, η οποία έγινε αποδεκτή, προκύπτει ότι η έκδοση του Τεκμ. 3 αποτελούσε προϋπόθεση για τη χορήγηση του δανείου στις πλοιοκτήτριες εταιρείες και για την έκδοση του υποβλήθηκε σχετικό αίτημα από την Εφεσείουσα 1.  Στο ίδιο το έγγραφο, το οποίο φέρει σφραγίδα που εξουσιοδοτεί την έκδοση του και υπογράφεται από την Εφεσείουσα 1, αναφέρεται ότι πρόκειται για allocation letter”, αλλά και από το νόημα που αναδύεται από το περιεχόμενο του εγγράφου, προκύπτει ότι πρόκειται για τέτοιο έγγραφο. Παραθέτουμε ενδεικτικά μέρος του εν λόγω εγγράφου όπως έχει τροποποιηθεί, με το Τεκμ. 41:

 

«… we hereby inform you that the International Business Unit Limassol (0355) allocates you a limit of up to USD8.000.000 (say USDollar eight millions and 00/100) (amount includes interest and Bank charges) in favour of Messrs Kingfisher Maritime and/or Messrs Everglades Shipping Corp and/or Messrs PNO Shipmanagement Ltd (“the customers”) in consideration of your agreement to grant banking facilities to the Customers i.e. make or continue making agreements on a current A/c or loan of any other account and/or afford banking facilities or other accommodation including the issuing of Letter of Credits and/or Letter of Guarantee (hereinafter called the facilities)…»

 

Ως εκ των ανωτέρω, κρίνουμε ορθή την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το εν λόγω έγγραφο αποτελούσε προϋπόθεση για τη χορήγηση του δανείου και γι’ αυτό η Εφεσείουσα 1 ζήτησε την ετοιμασία του εγγράφου από το IBU, το οποίο, με τη σειρά του, ζήτησε εξασφαλίσεις με τη μορφή υποθηκών. Άλλωστε, στη δανειακή συμφωνία, η αναφορά στο εν λόγω έγγραφο εντοπίζεται στην παράγραφο 18, που τιτλοφορείται Conditions Precedent. Πρόθεση των μερών ήταν, όπως ορθά ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η παροχή εξασφάλισης ποσού μέχρι $8εκ. από το IBU προς το ναυτιλιακό τμήμα, για τη χορήγηση του δανείου προς τις πλοιοκτήτριες εταιρείες.

 

Σημειώνεται ότι το ναυτιλιακό τμήμα για τη χορήγηση του δανείου είχε απαιτήσει και άλλες εξασφαλίσεις, μεταξύ των οποίων και εγγύηση από την Εφεσείουσα 1 και τον ΜΕ1, ο οποίος ήταν ο διευθύνων σύμβουλος και κύριος μέτοχος, τόσο των πλοιοκτητριών εταιρειών, όσο και της Εφεσείουσας 1.

 

Η δανειακή σύμβαση, η οποία συνήφθη μεταξύ του ναυτιλιακού τμήματος και των πλοιοκτητριών εταιρειών, δεν αποτελούσε επίδικο θέμα. Οι πλοιοκτήτριες εταιρείες δεν ήταν διάδικα μέρη στην υπό κρίση αγωγή και, παρά το ότι η Εφεσείουσα 1 ήταν εγγυήτρια στη δανειακή σύμβαση, η αγωγή δεν αφορούσε το εν λόγω ζήτημα.

 

Η Εφεσείουσα 1 και οι πλοιοκτήτριες εταιρείες είχαν καταχωρίσει, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον της Τράπεζας, την Αγωγή Αρ. 3664/2013, με την οποία, σύμφωνα με την οπισθογράφηση του κλητηρίου εντάλματος (Τεκμ. 40Α), αξίωναν, μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις για παράβαση των δανειακών συμβάσεων, λόγω ζημιών που υπέστησαν, εξαιτίας του παράνομου τερματισμού της δανειακής σύμβασης και, διαζευκτικά, αποζημιώσεις λόγω παράνομης, ανέντιμης, καταχρηστικής και αυθαίρετης διακοπής της χρηματοδότησης των πλοιοκτητριών εταιρειών, χωρίς οποιαδήποτε προειδοποίηση και ενώ η χρηματοδοτική συμφωνία έληγε το 2016. Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι, για τα ίδια επίδικα θέματα, είχε εγερθεί από τις πλοιοκτήτριες εταιρείες η Αγωγή Αρ. 6977/2012 στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, η οποία αποσύρθηκε στις 31.10.2013, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, ορθά κρίθηκε ότι δεν υπάρχει αξίωση που σχετίζεται με τη δανειακή σύμβαση και πως όλες οι αξιώσεις σχετίζονταν με την έκδοση του Τεκμ. 3 και τα όσα ακολούθησαν σε σχέση με αυτό, με τα οποία θα ασχοληθούμε στην συνέχεια.

 

Η υπόθεση Γεώργιος Χρυσοστόμου & Υιός Λτδ ν. Long Life Construction Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1944, στην οποία παρέπεμψαν οι Εφεσείοντες δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση, καθότι διαφοροποιείται ως προς τα γεγονότα.

 

 Με το δεύτερο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες προβάλλουν λανθασμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αποστολή της επιστολής τερματισμού της δανειακής σύμβασης  και του επίδικου λογαριασμού. Η θέση που προωθήθηκε από τους Εφεσείοντες, τόσο πρωτόδικα, όσο και ενώπιον μας, είναι ότι η επιστολή τερματισμού της δανειακής σύμβασης δεν απεστάλη και ότι κατασκευάστηκε εκ των υστέρων, για να δικαιολογήσει τις ενέργειες της Τράπεζας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως ακολούθως:

 

«Όσον αφορά το ζήτημα της αποστολής των επιστολών τερματισμού της δανειακής σύμβασης και του επίδικου λογαριασμού, η μαρτυρία που προσκόμισε η πλευρά της Εναγομένης κρίνεται πειστική. Καθ΄ όσον αφορά τη δανειακή σύμβαση κρίνεται αξιόπιστη η μαρτυρία των Μ.Υ.1 και 4. Δεν έχω διαπιστώσει συνεννόηση μεταξύ τους σε σχέση με την ετοιμασία και την αποστολή της επιστολής Τεκμήριο 24(Α). Η μαρτυρία τους υποστηρίζεται από τη σχετική σελίδα του βιβλίου η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 73. Σημειώνεται πως η Μ.Υ.4 είχε προσκομίσει και το πρωτότυπο βιβλίο που ετηρείτο για την εξερχόμενη αλληλογραφία του δικηγορικού γραφείου του Μ.Υ.1. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει πως το Τεκμήριο 73 αποτελεί αντίγραφο από τη σχετική σελίδα του πρωτότυπου βιβλίου. Δεν έχω διαπιστώσει οτιδήποτε το επιλήψιμο σε σχέση με τη σχετική καταχώριση που αφορά την αποστολή της επιστολής ημερ. 19.5.2014. Ούτε προέκυψε οποιαδήποτε ανακρίβεια ή αντίφαση στη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης σε σχέση με την ετοιμασία και ταχυδρόμηση της επιστολής.

Η εισήγηση του συνηγόρου της Ενάγουσας πως υπήρξαν αντιφάσεις στη μαρτυρία των Μ.Υ.1 και 2 δεν κρίνονται βάσιμες. Ο Μ.Υ.2 ήταν κατηγορηματικός ότι η επιστολή τερματισμού στάληκε από το Μ.Υ.1.

Αποδέχομαι ως εκ τούτου ότι η επιστολή Τεκμήριο 24(Α) ταχυδρομήθηκε με κανονικό ταχυδρομείο προς τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτή, στις 29.5.2014.»

(προφανώς πρόκειται περί γραφικού λάθους η αναφορά σε ημερομηνία 29.5.2014 αντί της ορθής 19.5.2011 που αναγράφεται στην επιστολή.)

 

Σε σχέση με την υποχρέωση του αποστολέα μιας επιστολής να αποδείξει την αποστολή αυτής, σχετικές είναι οι αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψαν οι Εφεσίβλητοι Socratis Theodorou v. The Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 C.L.R. 9, Θεοδώρου ν. Hellenic Bank Ltd (2012) 1 A.A.Δ. 2059, όπου κρίθηκε ότι, σε περιπτώσεις όπου προβλέπεται αποστολή επιστολής με ταχυδρομείο, είναι αρκετό να αποδειχθεί ότι η επιστολή ταχυδρομήθηκε και δεν επιστράφηκε από το ταχυδρομείο.

 

Η αποστολή της επιστολής με κανονικό ταχυδρομείο ήταν επιτρεπτή, σύμφωνα με τη δανειακή σύμβαση και τις τροποποιήσεις αυτής. Η δε διεύθυνση, που αναφέρεται στις εν λόγω συμφωνίες, είναι η ίδια για τις πλοιοκτήτριες εταιρείες, τον M.E.1 και την Εφεσείουσα 1 και είναι η διεύθυνση στην οποία, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Μ.Α.2, απεστάλη η επιστολή, χωρίς να επιστραφεί. Συνακόλουθα, τεκμαίρεται ότι η επιστολή έχει σταλεί και παραληφθεί από τους παραλήπτες της.

 

Αναφορικά με την επιστολή τερματισμού του επίδικου λογαριασμού, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

 

«Αναφορικά με τις επιστολές τερματισμού του επίδικου λογαριασμού έχω διακρίνει προσπάθεια υπεκφυγών από τον Μ.Ε.1. Ενώ δέχθηκε πως παρέλαβαν τις πρώτες επιστολές οι Εξ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενοι 2-6 Τεκμήρια 28-31 και 67 δεν δέχθηκε ότι παραλήφθηκε η επιστολή Τεκμήριο 67(Β) από τη σύζυγο του.

 

Η μαρτυρία της Μ.Α.2 ήταν σαφής ως προς το ζήτημα αυτό. Ανάφερε πως οι επιστολές στη σύζυγο του Μ.Ε.1 αποστάληκαν τόσο στη ταχυδρομική της διεύθυνση όσο και στη ταχυδρομική της θυρίδα, την οποία είχε δηλώσει η ίδια ως δική της ταχυδρομική διεύθυνση. Όπως εξήγησε, η επιστολή που στάληκε στην οδό Ατρειδών, επεστράφη, ενώ η επιστολή Τεκμήριο 67(Β) δεν επεστράφη. Απορρίπτω συνεπώς τη μαρτυρία του ότι δεν παραλήφθηκαν οι επιστολές τερματισμού της δανειακής σύμβασης και του επίδικου λογαριασμού.»

 

Δεν διακρίνουμε σφάλμα στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και, συνεπώς, ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον όγδοο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες προβάλλουν πως η κρίση του Δικαστηρίου ότι ήταν «ορθή και δικαιολογημένη», η πληρωμή του ποσού που ζητήθηκε από το ναυτιλιακό τμήμα, δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία. Το Δικαστήριο όφειλε, κατά την εισήγηση, να ελέγξει κατά πόσο η Εφεσίβλητη νομιμοποιείτο να τερματίσει τη δανειακή σύμβαση, να απαιτήσει πληρωμή του ποσού από τον πρωτοφειλέτη, αυτός να αρνηθεί να αποπληρώσει το χρεωστικό υπόλοιπο και τότε να ρευστοποιηθεί το Τεκμ. 3.

 

Ο λόγος έφεσης διασυνδέεται με τους πιο πάνω λόγους έφεσης που εξετάστηκαν και δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε.

 

Η Τράπεζα προέβη σε χρέωση του επίδικου λογαριασμού, με το ποσό των $4.702.887,01, στις 14.7.2011, αφού προηγήθηκε  απαίτηση του ναυτιλιακού τμήματος, δηλαδή των δικαιούχων, με βάση το Τεκμ. 26.

 

Το Τεκμ. 3, όπως τροποποιήθηκε με το Τεκμ. 41, αναφέρει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για πληρωμή από το IBU του ποσού που προνοείται, ως ακολούθως:

 

«On the customers failing to pay to you any amount(s) due to you under any of the facilities or your first demand being made you will state to us in writing the following:

(a) That Messrs Kingfisher Maritime and/or Messrs Everglades Corp and/or Messrs PNO Shipmanagement Ltd failed to effect payment of any amount(s) due to you under above facilities.

(b)  The specific amount(s) which is/are due under the facilities.

(c) That you claim payment under this Letter of Allocation of an amount equal to the amount(s) set out in (b) above.

The Letter of Allocation will be valid until 31/07/2009 and will automatically be renewed for further period or periods of one year for the reduced amount from time to time, in case of reduction(s) and it shall finally expiry on 31/07/2011. Any claim hereunder in respect of the amount(s) due should be submitted to us in writing and should be received by us within validity of this letter of Allocation…»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση των πιο πάνω προνοιών του Τεκμ. 3, κατέληξε ως ακολούθως:

 

«Με βάση την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία και τα ευρήματα του Δικαστηρίου, οι πιο πάνω προϋποθέσεις είχαν ικανοποιηθεί, αφού:

(α) η Εναγόμενη αξίωσε από τις πλοιοκτήτριες και την Ενάγουσα την πληρωμή του ποσού, με την επιστολή ημερ. 24.3.2011 (Τεκμήριο 19).

(β) Η Εναγόμενη τερμάτισε τη συμφωνία δανειοδότησης με την επιστολή ημερ. 19.5.2011 (Τεκμήριο 24(Α)) και

(γ) Απαίτησε γραπτώς από το IBU, την πληρωμή του οφειλόμενου υπολοίπου της δανειακής σύμβασης, με το Τεκμήριο 26.

(δ) Το Τεκμήριο 3 βρισκόταν σε ισχύ κατά το χρόνο της απαίτησης πληρωμής.

Εν όψει των πιο πάνω, κρίνεται ορθή και δικαιολογημένη η πληρωμή του ποσού που ζητήθηκε από το Ναυτιλιακό Τμήμα. Όσον αφορά την χρέωση του επίδικου λογαριασμού της Ενάγουσας με το ποσό που αναφέρθηκε πιο πριν, ήταν η λογική και αναμενόμενη συνέπεια της πληρωμής που έγινε προς το Ναυτιλιακό Τμήμα. Ορθά, συνεπώς, έπραξε η Εναγόμενη, χρεώνοντας τον επίδικο λογαριασμό με το ποσό της πληρωμής, με βάση την απαίτηση του Ναυτιλιακού Τμήματος, μαζί με τα έξοδα και τα δικαιώματα της.»

 

Δεν διακρίνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Ο όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της κρίσης του Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι το γεγονός ότι ο ΜΕ1 ένοιωθε «αδικημένος» από τις ενέργειες της Τράπεζας, δεν ήταν λόγος να μην γίνει αποδεκτή η μαρτυρία του, ούτε ήταν ορθή η κρίση του Δικαστηρίου ότι υπήρχαν προσπάθειες υπεκφυγών του εν λόγω μάρτυρα αναφορικά με τις επιστολές τερματισμού.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρατήρησε ότι τα περισσότερα γεγονότα της υπόθεσης ήταν παραδεκτά, εφόσον αφορούσαν έγγραφα που κατατέθηκαν, αναφέρθηκε και ανέλυσε τα αμφισβητούμενα γεγονότα της υπόθεσης και, εξηγώντας για το κάθε ζήτημα τις θέσεις των δύο πλευρών, έδωσε σαφή αιτιολογία εκεί όπου δεν αποδεχόταν τις θέσεις του ΜΕ1. Συνοψίζοντας, ανέφερε τα πιο κάτω:

 

«Συνοψίζοντας, για τους λόγους που εξήγησα δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 επί των ανωτέρω αμφισβητούμενων γεγονότων. Ο Μ.Ε.1 έδωσε, γενικά, την εντύπωση ότι αισθάνεται έντονα αδικημένος, λόγω των ενεργειών της Εναγόμενης Τράπεζας, με την μεταφορά των ποσών που εισπράχθηκαν από την πώληση των πλοίων στο δανειακό λογαριασμό και την πληρωμή του ποσού από την «εγγυητική», προς εξόφληση του υπολοίπου  της δανειακής σύμβασης. Το κατά πόσο είναι δικαιολογημένα τα παράπονα του θα κριθεί από το Δικαστήριο. Ο λόγος που προβαίνει το Δικαστήριο σ΄ αυτή την επισήμανση είναι για να υποδείξει πως, κάτω από αυτή τη συναισθηματική φόρτιση, ο Μ.Ε.1 δεν κατόρθωσε να καταθέσει με αντικειμενικότητα όλα τα γεγονότα. Σε ορισμένες, μάλιστα, στιγμές καταφέρθηκε με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς προς την Εναγόμενη, χαρακτηρίζοντας τη συμπεριφορά της «ανέντιμη», «αλαζονική» και άλλα σχετικά.»

 

Όπως έχει επανειλημμένα αναφερθεί στη νομολογία, η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να δει τους μάρτυρες που κατέθεταν ενώπιον του και να κρίνει τις αντιδράσεις τους. Επέμβαση είναι δυνατό να υπάρξει μόνο όταν τα ευρήματα του Δικαστηρίου καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή.

 

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τα αμφισβητούμενα γεγονότα, εξήγησε με επάρκεια τους λόγους που δεν αποδέχτηκε τις θέσεις που προέβαλε ο ΜΕ1. Πέραν τούτου, κατά τη σύνοψη των θέσεων του, αναφέρθηκε και στους λόγους που το ώθησαν να κρίνει ότι η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα δεν χαρακτηριζόταν από αντικειμενικότητα. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του Δικαστηρίου.

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Δικαστήριο, χωρίς να εξετάσει τη φύση και την εγκυρότητα του Τεκμ. 3 το δέχτηκε, με τη δικαιολογία ότι έγινε «αποδεκτό». Δεν συγκλίνουμε με την εν λόγω εισήγηση. Το Δικαστήριο εξέτασε τη φύση του εγγράφου και την εγκυρότητα του. Σχετική αναφορά γίνεται κατά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης. Σημειώνεται ότι το εν λόγω έγγραφο δόθηκε μετά από αίτημα της Εφεσείουσας 1 η οποία αποδέχθηκε την έκδοση του, όπως και των Εφεσειόντων 2-6, οι οποίοι αποδέχθηκαν να εγγράψουν υποθήκες επί της ακίνητης ιδιοκτησίας τους, ως εξασφάλιση. Το έγγραφο δόθηκε πριν την υπογραφή της δανειακής σύμβασης και η Εφεσείουσα 1 είναι με την ελεύθερη της βούληση που ζήτησε όπως εκδοθεί το Τεκμ. 3, με στόχο την υπογραφή της δανειακής σύμβασης. Το γεγονός ότι το εν λόγω έγγραφο δόθηκε από το ένα τμήμα της Τράπεζας προς το άλλο, δεν επηρεάζει την εγκυρότητα του εγγράφου. Δεν υπάρχει οτιδήποτε που να απαγορεύει μία τέτοια ενέργεια, ούτε έχει υποδειχθεί κάτι τέτοιο από την Εφεσείουσα.

 

Συνακόλουθα, ο έβδομος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με τον τέταρτο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι το ζήτημα των αντισυμβατικών χρεώσεων στον επίδικο λογαριασμό έπαυσε να έχει σημασία, στη βάση των αναδομημένων λογαριασμών, ενώ, κατά την εισήγηση, από την αντεξέταση των μαρτύρων, διεφάνη ότι η αναδόμηση δεν παρείχε στέρεη βάση, για να καταλήξει σε ασφαλή ευρήματα. Και σε αυτό το λόγο έφεσης επαναλαμβάνεται η θέση των Εφεσειόντων ότι δεν υπήρχε ξεκάθαρη μαρτυρία, που να αποδεικνύει το υπόλοιπο ποσό, δυνάμει της δανειακής σύμβασης και τον τερματισμό αυτής, που αποτελούσε τη θεμελίωση της ανταξίωσης. Με το ζήτημα αυτό έχουμε ασχοληθεί πιο πάνω, κατά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης.

 

Σχετικά με την ανταπαίτηση, κατά την εισήγηση, αποτέλεσε κοινό έδαφος, ότι ο επίδικος λογαριασμός  ήταν πιστωτικός και ότι μπορούσε να μετατραπεί σε χρεωστικό μόνο μετά από γραπτό αίτημα της Εφεσείουσας 1. Το Δικαστήριο, ισχυρίστηκαν οι Εφεσείοντες, αποφάσισε ότι ο λογαριασμός ορθά μετατράπηκε σε χρεωστικό, χωρίς να ασχοληθεί από πού άντλησε το δικαίωμα η Εφεσίβλητη να χρεώσει το λογαριασμό, ούτε πώς και γιατί χρέωσε το λογαριασμό με τόκο 10.70%. Κατά την εισήγηση, δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου για το οφειλόμενο ποσό, ούτε μαρτυρία που να δικαιολογεί τους τόκους και, κυρίως, τόκους υπερημερίας. Προς τούτο, παρέπεμψαν στις υποθέσεις Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. Ν. Σταυρινού (2005) 1 Α.Α.Δ. 1390 και Γρηγορίου ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 846.

 

Αντίθετη επί του προκειμένου η θέση της Εφεσίβλητης, που υποστηρίζει την πρωτόδικη απόφαση. Η πλευρά της Εφεσίβλητης παρέπεμψε στη μαρτυρία των Μ.Α.1 και Μ.Α.2, υπαλλήλων της Εφεσίβλητης, από την οποία, κατά την εισήγηση, καταδεικνύεται η διαδικασία που ακολουθήθηκε για τη χρέωση του επίδικου λογαριασμού, καθώς και ο τρόπος με τον οποίον ετοιμάστηκε η αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού και ο τρόπος υπολογισμού του τόκων, ενώ οι ερωτήσεις και οι υποβολές που τέθηκαν στην Μ.Α.2, κατά την αντεξέταση, ως υποστηρίχθηκε, παρέμειναν αόριστες και χωρίς να υποδειχθεί το κατ΄ ισχυρισμό υπόλοιπο που παρουσίαζε ο πιστωτικός λογαριασμός. Προέβη σε διαφοροποίηση, επίσης, η Εφεσίβλητη των πιο πάνω αποφάσεων που επικαλέστηκαν οι Εφεσείοντες, παραπέμποντας στην Christakis Ioannou Merkis Services Ltd v. Hellenic Bank Public Co. Ltd Πολ. Έφ. 126/2012, ημερ. 10.7.2018, ECLI:CY:AD:2018:A345, επισημαίνοντας συγχρόνως ότι οι εν λόγω αποφάσεις ουδεμία σχέση έχουν με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη μαρτυρία για αντισυμβατικές χρεώσεις και ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Όσον αφορά την αρχική θέση του Μ.Ε.1 πως τα δικαιώματα της εγγυητικής επιβλήθηκαν από την Τράπεζα, χωρίς διαπραγμάτευση, είναι αρκετό να υποδειχθεί πως ο μάρτυρας Ε. Ευριπίδου, ο οποίος κλήθηκε από τους Εξ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενους, τον έχει διαψεύσει. Ο Μ.Υ.2 στην Ανταπαίτηση, είπε πως υπήρξαν κατ΄ αρχήν διαμαρτυρίες για το ύψος των δικαιωμάτων και μετά από τη δική του διαμεσολάβηση μειώθηκαν στο ποσό των $60.000 το χρόνο, ποσό το οποίο αποδέχθηκε ο Μ.Ε.1.

 

Όσον αφορά τη μαρτυρία για αντισυμβατικές χρεώσεις στον επίδικο λογαριασμό, το ζήτημα έπαυσε να έχει σημασία, από τη στιγμή που η Εναγόμενη περιόρισε την αξίωση στο ποσό της χρέωσης, με βάση την πληρωμή της «εγγυητικής» (Τεκμήριο 3). Το μόνο ζήτημα που εγείρεται είναι η χρέωση των τόκων το οποίο επίσης περιορίστηκε, με βάση την αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 104. Η θέση του Μ.Ε.1 ότι ουδέποτε ειδοποιήθηκε και δεν είχε υπόψη του ότι το υπόλοιπο του χρεωστικού λογαριασμού θα επιβαρυνόταν με τόκους, δεν  μπορεί να γίνει αποδεκτή. Υπάρχει ρητή πρόνοια στην αίτηση που υπέβαλε για άνοιγμα του λογαριασμού (Τεκμήριο 64) ότι το χρεωστικό υπόλοιπο θα επιβαρυνόταν με το εκάστοτε σε ισχύ επιτόκιο της Τράπεζας.»

 

Αναφορικά με τα παράπονα της Εφεσείουσας 1, περί χρέωσης τόκου, εξόδων και αντισυμβατικών δικαιωμάτων, ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Τα παράπονα της Ενάγουσας περί χρέωσης τόκου, εξόδων και αντισυμβατικών δικαιωμάτων, κρίνονται αβάσιμα. Όπως υποδείχθηκε, στον επίδικο λογαριασμό περιλαμβάνεται κατ΄ ουσίαν μόνο η επίδικη χρέωση, αφού αρχίζει από τις 14.7.2011. Ουδεμία άλλη χρέωση υπάρχει, πλην από τους τόκους, με βάση την αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού Τεκμήριο 104. Όσον αφορά τη χρέωση τόκων, έχει υποδειχθεί πιο πριν, πως η Εναγόμενη διατηρούσε δικαίωμα να χρεώνει το εκάστοτε υπόλοιπο με τόκους. Η Μ.Α.2, εξήγησε με σαφήνεια το επιτόκιο με το οποίο χρεώνεται το υπόλοιπο και δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε υπερχρέωση τόκων, ως ο ισχυρισμός της Ενάγουσας.

 

Είναι, βέβαια, ορθή η εισήγηση του συνηγόρου της Ενάγουσας ότι η Τράπεζα είχε το βάρος να παρουσιάσει αξιόπιστη μαρτυρία προς απόδειξη του διεκδικούμενου υπολοίπου καθώς και κάθε αμφισβητούμενης χρέωσης. Στην κρινόμενη όμως υπόθεση δεν διεκδικούνται από την Εναγόμενη ποσά και χρεώσεις που δεν αποκαλύφθηκαν. Το Δικαστήριο θα επαναλάβει επί του προκειμένου ζητήματος, πως το μόνο υπόλοιπο που υπάρχει στο λογαριασμό, μετά από την εγκατάλειψη του προηγηθέντος υπολοίπου, είναι το επίδικο ποσό της χρέωσης, μαζί με τους τόκους, όπως επίσης περιορίστηκαν.

 

Η θέση της Ενάγουσας ότι προηγήθηκαν άλλες χρεώσεις και ότι ο λογαριασμός θα έπρεπε να παρουσιάζει πιστωτικό υπόλοιπο στις 14.7.2011, στηρίχθηκε σε νεφελώδες και θεωρητικό επίπεδο.»

 

Τα έγγραφα ανοίγματος του επίδικου λογαριασμού κατατέθηκαν ως Τεκμ. 64. Όπως ορθά υπεδείχθη από την Εφεσίβλητη, κάτω από τον τίτλο Sight Current Account, ο όρος 1.3[1] προνοεί τη δυνατότητα, σε περίπτωση όπου δημιουργείται χρεωστικό υπόλοιπο, να χρεώνεται τόκος και άλλα δικαιώματα. Υπάρχουν, επίσης, στα έγγραφα που κατατέθηκαν, οι οδηγίες της Εφεσείουσας 1 για πρόσβαση στις λεπτομέρειες των λογαριασμών, μέσω ηλεκτρονικής διασύνδεσης, κάτι που επιβεβαιώθηκε και από τον Μ.Υ.1 στην Ανταπαίτηση. Βέβαια, παρά το ότι ο κατάλογος χρεώσεων βρισκόταν αναρτημένος στο One Bank  και άρα βρισκόταν στη διάθεση της Εφεσείουσας 1, η αξίωση στην ανταπαίτηση περιορίστηκε στη χρέωση που έγινε στις 14.7.2011 και η Τράπεζα περιόρισε τη χρέωση σε συμβατικό επιτόκιο.

 

Στην αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού που κατατέθηκε, Τεκμ. 104, δεν υπάρχει οποιαδήποτε άλλη χρέωση πέραν αυτής που έγινε στη βάση του Τεκμ. 3.  Τα όσα προβλήθηκαν από τους Εφεσείοντες, κατά την αντεξέταση της Μ.Α.2, ως προς το κατ΄ ισχυρισμό πιστωτικό υπόλοιπο που παρουσίαζε ο εν λόγω λογαριασμός, παρέμειναν τοποθετήσεις αόριστες και ατεκμηρίωτες.

 

Ως ορθώς επισημάνθηκε και από μέρους της Εφεσίβλητης, οι υποθέσεις Σταυρινού και Γρηγορίου, πιο πάνω, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση. Στην υπόθεση Σταυρινού αποφασίστηκε ότι η Τράπεζα απέτυχε να αποδείξει την υπόθεση της, μεταξύ άλλων, γιατί δεν κατέθεσαν καταστάσεις λογαριασμού, ούτε το πιστοποιητικό, στα οποία αναφέρθηκε ο μάρτυρας που κλήθηκε από την Τράπεζα. Στην Γρηγορίου, οι μάρτυρες κατέθεσαν περίληψη της κατάστασης λογαριασμού. Και στις δύο περιπτώσεις απορρίφθηκαν οι αγωγές της Τράπεζας, λόγω έλλειψης ικανοποιητικής μαρτυρίας.

 

Εν προκειμένω, υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ικανοποιητική μαρτυρία ως προς το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού, καθώς και μαρτυρία ως προς τον τρόπο υπολογισμού του τόκου και των άλλων χρεώσεων. Όπως δε προαναφέρθηκε, η αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού περιορίστηκε στο χρεωστικό υπόλοιπο που αφορούσε η πληρωμή που έγινε με βάση το Τεκμ. 3 και τους τόκους. Οι ισχυρισμοί περί πιστωτικού υπολοίπου στις 14.7.2011, τόσο κατά το στάδιο της εκδίκασης της υπόθεσης, μέσω της αντεξέτασης των μαρτύρων της Εφεσίβλητης, όσο και στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης, παρέμειναν αόριστοι, νεφελώδεις και σε θεωρητικό επίπεδο.

 

Ως εκ των ανωτέρω, ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον ένατο λόγο έφεσης αμφισβητείται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς την εγκυρότητα των υποθηκών. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστηρίου:

 

«ΥΠΟΘΗΚΕΣ

 

Ο συνήγορος της Ενάγουσας εισηγήθηκε πως τα έγγραφα των υποθηκών είναι πλαστά και εικονικά. Η εισήγηση έχει τρία σκέλη:

 

Ι     Στη θέση της Ενάγουσας ότι οι υποθήκες δόθηκαν ως εξασφαλίσεις για ανύπαρκτη υποχρέωση, εφόσον, με βάση τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας, το Τεκμήριο 3 ήταν εξ΄ υπαρχής άκυρο. Το σκέλος αυτό έχει απαντηθεί και δεν απαιτείται περαιτέρω ενασχόληση,

 

ΙΙ    Στην αναφορά στις συμβάσεις και δηλώσεις υποθήκευσης (Τεκμήρια 5(Α), (Β) και (Γ), ότι οι οφειλέτες είχαν υποχρέωση για πληρωμή των ποσών εντός 3 ημερών, ήτοι στις 28.7.2008 και

 

ΙΙΙ Στη θέση ότι δεν υπήρχε χρέος ή οφειλή κατά το χρόνο υπογραφής των εγγράφων υποθήκης.

 

Οι πιο πάνω εισηγήσεις κρίνονται αβάσιμες. Δεν εγείρεται ζήτημα εικονικότητας, στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης. Η νομολογία που επικαλέστηκε ο συνήγορος αφορούσε συμφωνίες ενοικιαγοράς, με ανύπαρκτα αντικείμενα. Στην υπό κρίση υπόθεση η υποχρέωση ήταν υπαρκτή και η συναλλαγή καθόλα νόμιμη.

 

Είναι κατόπιν πρότασης της Ενάγουσας που η Εναγόμενη αποδέχθηκε την έκδοση του Τεκμήριου 3, με τις ενυπόθηκες εξασφαλίσεις. Το γεγονός ότι οι Εξ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενοι δήλωσαν ότι όφειλαν να πληρώσουν τα ενυπόθηκα χρέη εντός 3 ημερών, δεν αποτελεί λόγο εικονικότητας ή ακυρότητας των υποθηκών. Όπως ορθά υπόδειξε η συνήγορος της Εναγόμενης, η Τράπεζα δεν αξίωσε πληρωμή στις 28.7.2008. Το πρόβλημα θα εδημιουργείτο εάν υποβαλλόταν τέτοια αξίωση.

 

Ο συνήγορος της Ενάγουσας εισηγήθηκε, επίσης, πως είναι πρόωρες οι αξιώσεις της Ενάγουσας εναντίον των εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγομένων 2-6. Η εισήγηση στηρίχθηκε στο περιεχόμενο των δηλώσεων (Τεκμήρια 7(Α), (Β) και (Γ), στις οποίες αναφέρεται ότι η ευθύνη των ενυπόθηκων οφειλετών περιορίζεται στο υπόλοιπο που θα προκύψει από το προϊόν πώλησης των ενυπόθηκων ακινήτων.

 

Ούτε η πιο πάνω εισήγηση ευσταθεί. Το ζήτημα αυτό μπορεί να εγερθεί από τους ενυπόθηκους οφειλέτες, στην περίπτωση που η Τράπεζα δεν προχωρήσει με την εκτέλεση και εκποίηση των υποθηκών.»

 

Οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι οι υποθήκες είναι εικονικές και εξ υπαρχής άκυρες για τους λόγους που προώθησαν και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι η ημερομηνία κατάρτισης των υποθηκών ήταν η 25.7.2008 και η ημερομηνία καταβολής του ποσού στην Τράπεζα ήταν τρεις ημέρες μετά, στις 28.7.2008, δεν δημιουργεί εικονικότητα. Όπως ορθά υπέδειξε η συνήγορος της Εφεσίβλητης, στα έγγραφα των υποθηκών, τα οποία υπεγράφησαν από τους Εφεσείοντες 2-6 και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτών, αναφέρεται ρητά στον όρο 4 ότι  «…η Τράπεζα δικαιούται από την 28/7/2008 οπότε και είμαι υπόχρεος προσωπικά να πληρώσω το ποσό…».  

 

Σημειώνεται ότι το Τεκμ. 3, με το οποίο η Τράπεζα παραχώρησε την πιο πάνω αναφερόμενη διευκόλυνση, φέρει την ίδια ημερομηνία με τις υποθήκες. Προκύπτει λοιπόν σαφώς ότι από τις 28.7.2008 η Τράπεζα θα είχε το δικαίωμα, σε περίπτωση που καλείτο να πληρώσει οποιοδήποτε ποσό, δυνάμει του Τεκμ. 3, να απαιτήσει την πληρωμή από τους ενυπόθηκους οφειλέτες. Το δικαίωμα αυτό το άσκησε η Τράπεζα στις 25.11.2014. Το γεγονός ότι είχε το δικαίωμα να το πράξει από τις 28.7.2008, δεν προσδίδει εικονικότητα στις υποθήκες που δόθηκαν. Η υπόθεση Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Μιχαήλ (2012) 1 Α.Α.Δ. 41, που επικαλέστηκαν οι Εφεσείοντες, ουδεμία σχέση έχει με την παρούσα. Πρόκειται για ενοικιαγορά, όπου δεν υπήρχαν τα έπιπλα, αντικείμενα της ενοικιαγοράς. Εν προκειμένω, υπήρχε η διευκόλυνση που δόθηκε, δυνάμει του Τεκμ. 3, προαπαιτούμενο για την υπογραφή της δανειακής σύμβασης, εξασφάλιση της οποίας αποτελούσαν οι υποθήκες που δόθηκαν από τους Εφεσείοντες 2 – 6.  

 

Ο ένατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο δέκατος λόγος έφεσης στηρίζεται ουσιαστικά στους πιο πάνω λόγους έφεσης και με αυτόν προσβάλλεται η απόφαση του Δικαστηρίου να απορρίψει την απαίτηση και να εκδώσει απόφαση στην ανταπαίτηση, με ένα από τα κυριότερα λάθη του Δικαστηρίου να προσδιορίζεται στο ότι διέταξε την εκποίηση των υποθηκών, παρά το γεγονός ότι, κατά την εισήγηση, οι υποθήκες δεν εξασφάλιζαν τον επίδικο λογαριασμό.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το μεγαλύτερο μέρος των γεγονότων δεν τελούσε υπό αμφισβήτηση, αφού καλυπτόταν από τις συμφωνίες που είχαν υπογραφεί και την αλληλογραφία που ανταλλάγηκε. Ειδικότερα, έκρινε ότι τα ακόλουθα γεγονότα, τα οποία εδώ ενδιαφέρουν, παρέμειναν αδιαμφισβήτητα:

 

«…(δ) Το IBU Λεμεσού, ζήτησε από την Ενάγουσα ενυπόθηκες εξασφαλίσεις, τις οποίες η Ενάγουσα αποδέχθηκε με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ημερομηνίας 24.7.2008 Τεκμήριο 4(Α). Ειδικότερα, η Ενάγουσα πρότεινε ως εξασφάλιση για την έκδοση της εγγυητικής, τα ακόλουθα:

 

Ι   Εγγραφή Α΄Υποθήκης για το ποσό των €2,5, εκ. επί του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/26016, επ΄ονόματι της Εξ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενης 2.

 

ΙΙ  Εγγραφή Α΄Υποθήκης για το ποσό του €1,5 εκ. επί του ακινήτου με αρ. εγγραφής 8578, επί των μεριδίων των Εξ΄Ανταπαιτήσεως Εναγομένων 3, 4 και 5.

 

ΙΙΙ Εγγραφή Α΄Υποθήκης για το ποσό του €2,1 εκ. επί του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/7925 στο όνομα της Εξ΄Ανταπαιτήσεως Εναγόμενης 6, η οποία ενέκρινε την εγγραφή της υποθήκης με σχετική απόφαση του Δ.Σ. της, Τεκμήριο 4(Β).

 

ε) Σε συμμόρφωση με τα πιο πάνω, οι Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενοι 2-6, υπέγραψαν τα Έγγραφα Υποθήκης, (Τεκμήριο 5(Α),(Β) και (Γ) και 6(Α),(Β) και (Γ) καθώς και τις δηλώσεις Τεκμήρια 7(Α)(Β) και (Γ), υποθηκεύοντας τα ανωτέρα ακίνητα, προς όφελος της Εναγόμενης.

 

Στ) Μετά από την εκτέλεση των πιο πάνω εγγράφων και την εγγραφή των υποθηκών επί των ακινήτων που αναφέρθηκαν, η Εναγόμενη εξέδωσε την αναφερθείσα εξασφάλιση ύψους $8εκ., προς όφελος του Ναυτιλιακού Τμήματος της στον Πειραιά (Τεκμήριο 3).»

 

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι οι υποθήκες εκτελέστηκαν προς εξασφάλιση της διευκόλυνσης, Τεκμ. 3. Από τη στιγμή που έγινε η πληρωμή που ζητήθηκε από το ναυτιλιακό τμήμα, όπως αναλύεται πιο πάνω, χρεώθηκε ο επίδικος λογαριασμός της Εφεσείουσας 1. Ορθά, δε, εκδόθηκαν τα σχετικά διατάγματα εκποίησης των υποθηκών που εξασφάλιζαν το Τεκμ. 3.

 

Συνακόλουθα, ο δέκατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον ενδέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι τα επιδικασθέντα ποσά είναι πέραν του αξιούμενου ποσού και ότι στην απόφαση δεν καθορίζεται η ισοτιμία υπολογισμού του επιδικασθέντος ποσού σε Δολλάρια ΗΠΑ.

 

Κατ΄ αρχάς, σημειώνεται ότι υπάρχει δυνατότητα έκδοσης απόφασης σε ξένο νόµισµα, όπως έχει αναγνωριστεί στις υποθέσεις  Williams & Glyn’s Bank PLC v. Kouloumbris and the Ship “Maria” (1986) 1 C.L.R. 627 και Mosche v. Rimon (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 203.

 

Το μέγιστο ποσό που δικαιούται σε απόφαση η Εφεσίβλητη είναι το ποσό των Δολλ. ΗΠΑ 5,134.284,19 που αποτελεί το ποσό που κατέβαλε στο ναυτιλιακό τμήμα, πλέον τα δικαιώματα που συμφωνήθηκαν, πλέον τόκο προς 3,1525% επί του ποσού των Δολλ. ΗΠΑ 5,094.472,94 (ποσό που καταβλήθηκε στο ναυτιλιακό τμήμα), από 1.1.2014, μέχρι εξοφλήσεως, με κεφαλαιοποίηση των τόκων κάθε 30/6 και 31/12 εκάστου έτους.

 

Ο κάθε ένας από τους Εφεσείοντες 2 - 6 οφείλει τα ποσά στα οποία αφορά η υποθήκη του κάθε ενός αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με την Εφεσείουσα 1.

 

Ως εκ των ανωτέρω, η έφεση επιτυγχάνει μερικώς ως προς τον ενδέκατο λόγο έφεσης και η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται αναφορικά με τις παραγράφους Α, Β1, Γ1 και Δ.1, ως ακολούθως:

 

Α. Απόφαση εναντίον της Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενης 1, για το ποσό των US$5,134.284,19 πλέον τόκο προς 3,1525% επί του ποσού των US$5,094.472,94 από 01/01/2014 μέχρι εξοφλήσεως με κεφαλαιοποίηση των τόκων κάθε 30/6 και 31/12 εκάστου έτους.

 

Β1. Απόφαση εναντίον της Εξ΄ Ανταπαιτήσεως Εναγομένης 2, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με την Εξ΄ Ανταπαιτήσεως Εναγομένη 1 για το ποσό των €2,707.319,00 πλέον τόκους προς 2.39% επί ποσού €2,691.301,27 από 01/01/2014 μέχρι εξοφλήσεως, με κεφαλαιοποίηση κάθε 30/06 και 31/12 εκάστου έτους.

 

Γ1. Απόφαση εναντίον των Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενων 3, 4 και 5, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με την Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενη 1, για το ποσό των €1,624.391,40 πλέον τόκους προς 2.39% επί ποσού €1,614.780,76 από 01/01/2014 μέχρι εξοφλήσεως, με κεφαλαιοποίηση κάθε 30/06 και 31/12 εκάστου έτους.

 

Δ.1. Απόφαση εναντίον της Εξ΄ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενης 6, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με την Εξ΄ Ανταπαιτήσεως Εναγομένη 1, για το ποσό των €2,274.147,96 πλέον τόκους προς 2.39% επί ποσού €2,260.693,07 από 01/01/2014 μέχρι εξοφλήσεως, με κεφαλαιοποίηση κάθε 30/06 και 31/12 εκάστου έτους.

 

Λόγω της μερικής επιτυχίας της έφεσης, επιδικάζονται €2.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον της Εφεσίβλητης.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ



[1] 1.3 Although the Bank has the absolute discretion to refuse any overdraft on the account, in case the account is overdrawn, any debit balance shall be charged with interest at the current rate in force from time to time for such overdrafts plus commission and other Bank charges. Such debits, namely interest, commission and other Bank C=charges will be calculated and capitalized in accordance with the Bank’s practice from time to time. All the above will be communicated to me by any means the Bank deems fit.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο