ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 213/2025)
(i-justice)
13 Νοεμβρίου, 2025
[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ A.A. ΔΤ: [ ] ΔΙΑ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΗΔΕΜΟΝΩΝ ΑΥΤΟΥ Α.Β. ΔΤ: [ ] ΚΑΙ Α.Γ. ΔΤ: [ ], ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 08/07/2025, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΔΟ [ ], ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑ 115 ΛΟΙΖΟΥ ΛΟΙΖΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 155, ΑΡΘΡΟ 28.
_______________________________________________________________
Γ. Εφφέ με Γρ. Γρηγορίου για Γιάννης Πολυχρόνης ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
Χρ. Κυθραιώτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Ηρ. Ζησίμου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Καθ’ου η Αίτηση.
______________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα Αυθημερόν)
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Κατόπιν αιτήματος της Αστυνομίας υποστηριζόμενου από Ένορκη Δήλωση του Α/Αστ. 115, Λοΐζου Λοΐζου, του Κλάδου Διερεύνησης Αδικημάτων Σεξουαλικής Κακοποίησης Ανηλίκων, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (εφεξής Κατώτερο Δικαστήριο) εξέδωσε στις 8/7/2025 Ένταλμα Έρευνας επί τη βάσει εύλογης αιτίας να πιστεύεται ότι στην οικία και υποστατικά που διαμένει ο Αιτητής «φυλάγονται και/ή αποκρύπτονται τεκμήρια όπως ηλεκτρονικές συσκευές, δηλ. tablet, κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικοί υπολογιστές ή και άλλα τεκμήρια που πιθανό να σχετίζονται» με την υπό διερεύνηση υπόθεση «καθώς και ενδύματα και υποδήματα που φορούσε ο ύποπτος και το θύμα κατά τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων στα οποία υπάρχει εύλογη υποψία να πιστεύεται ότι θα παράσχουν μαρτυρία ως προς την απόδειξη» τους, τα οποία αδικήματα φέρονται να διαπράχθηκαν κατά το έτος 2024 μέχρι 20/6/2025 στην επαρχία Λάρνακας, ήτοι:
1) Σεξουαλική κακοποίηση ανήλικης κατά παράβαση των Άρθρων 6(3) και 6(7) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Απεικόνισης Υλικού Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιών Νόμου του 2014 (Ν. 91(Ι)/2014).
2) Παραγωγή, Κατοχή και Διανομή Υλικού Παιδικής Πορνογραφίας κατά παράβαση των Άρθρων 8(1), 8(3), 8(4), 8(5) και 8(6) του Ν. 91(Ι)/2014 και
3) Αιμομιξία κατά παράβαση του Άρθρου 147 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκε η Αίτηση της Αστυνομίας για την έκδοση του υπό κρίση Εντάλματος Έρευνας και, με βάση τα οποία κρίθηκε, από το Κατώτερο Δικαστήριο, δικαιολογημένη και αναγκαία η έκδοσή του, όπως αυτά αναδύονταν από την Ένορκη Δήλωση του Α/Αστ. 115, Λοΐζου Λοΐζου, είχαν ως εξής:
Στις 20/6/2025 λήφθηκε αναφορά από το [ ] ότι μαθητής, ο Α.Δ., έχει στο κινητό του τηλέφωνο κάποια βίντεο τα οποία δείχνουν το συμμαθητή του, τον Αιτητή, να κάνει σεξ με μια εκ των μικρότερων αδελφών του [ ]. Στο γραφείο της Διευθύντριας όπου ο Α.Δ. κλήθηκε ανέφερε ότι ο Αιτητής του είχε αποστείλει έξι βίντεο που τον δείχνουν να προβαίνει σε σεξουαλικές πράξεις με την αδελφή του. Υπέδειξε, δε, κάποια βίντεο που είχε στην κατοχή του, καθώς και συνομιλία με τον Αιτητή, όπου ο τελευταίος τον ενημέρωνε πως θα του έστελνε ένα βίντεο που τον έδειχνε να κάνει σεξ με την αδελφή του και ανέφερε ότι ο Αιτητής του εκμυστηρεύτηκε ότι αυτό γίνεται εδώ και ένα χρόνο.
Την ίδια ημέρα στο Σπίτι του Παιδιού κλήθηκαν οι γονείς του Αιτητή μαζί με τις δύο ανήλικες κόρες τους. Μαζί τους προσήλθε και ο Αιτητής ο οποίος, στην παρουσία του πατέρα του, του ζητήθηκε και παρέδωσε στην Αστυνομία το κινητό του τηλέφωνο.
Ακολούθως και κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης της μητέρας, διενεργήθηκε ιατροδικαστική εξέταση στις δύο ανήλικες, Β.Γ. και Γ.Β. Στην περίπτωση της Β.Γ. διαπιστώθηκε παλαιά ρήξη παρθενικού υμένα με φλεγμονή, ερυθρότητα και κοκκινίλα στα εξωτερικά γεννητικά όργανα. Από την Β.Γ. λήφθηκε οπτικογραφημένη κατάθεση χωρίς αυτή να αναφέρει οτιδήποτε που να παραπέμπει σε σεξουαλική της κακοποίηση.
Σε οπτικογραφημένες καταθέσεις που λήφθηκαν από δύο συμμαθητές του Αιτητή, άλλους από τον Α.Δ., αναφέρθηκε ότι ο Α.Δ. τους είχε στείλει, σε γκρουπ συνομιλιών που είχαν στην εφαρμογή Instagram, βίντεο σεξουαλικού περιεχομένου με κορίτσι στο οποίο δεν φαινόταν το πρόσωπο του αγοριού, αλλά και οι δύο τους ανέφεραν ότι αναγνώρισαν τον Αιτητή από τα δάκτυλα των χεριών του.
Από έλεγχο που πραγματοποιήθηκε στις 26/6/2025 στα δεδομένα που εξήχθησαν από το κινητό του Α.Δ. και συγκεκριμένα εννέα βίντεο, διαπιστώθηκε ότι κατά την καταγραφή των βίντεο φαίνονται στα πλάνα διάφοροι χώροι, πιθανόν σαλόνι οικίας και υπνοδωμάτιο, συγκεκριμένο κρεβάτι με στρώματα, διάφορα έπιπλα, καθώς και συγκεκριμένος ρουχισμός και υποδήματα που φορούσε κατά τη διάπραξη των αδικημάτων ο Ύποπτος, καθώς και το κορίτσι που απεικονίζεται σε αυτά. Όλα τα πιο πάνω βίντεο φαίνεται να τραβήχτηκαν μέσω δεύτερου κινητού τηλεφώνου, αφού και στα εννέα βίντεο απεικονίζεται άλλο κινητό τηλέφωνο στο οποίο φαίνεται η εφαρμογή συνομιλιών του Instagram και από αυτήν επιλέγονται τα βίντεο και οι φωτογραφίες για προβολή. Κατά τη διάρκεια προβολής των βίντεο από το κινητό που φαίνεται στα βίντεο, διαπιστώθηκε ότι στο πάνω σημείο του τηλεφώνου αναγράφεται «Από τον χρήστη Α.Α. σε εσάς». Σε κανένα από τα βίντεο δεν φαίνεται το πρόσωπο του δράστη, αλλά το σώμα του από τη μέση και κάτω, καθώς και τα χέρια/δάκτυλα του. Επίσης, στα μόνα βίντεο που φαίνεται πρόσωπο κοριτσιού είναι σε αυτά που ο δράστης βάζει το πέος του στο στόμα της.
Σε οπτικογραφημένη κατάθεση που του λήφθηκε ο Α.Δ. αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι είναι φίλος με τον Αιτητή και ότι ο Αιτητής του έλεγε ότι έκανε σεξ με την αδελφή του, όμως ο Α.Δ. δεν τον πίστευε. Ο Αιτητής του έστειλε βίντεο μέσω Instagram που απεικόνιζαν την αδελφή του Αιτητή να κάνει σεξουαλικές πράξεις με τον Αιτητή, τον οποίο ο Α.Δ αναγνώρισε από τα δάκτυλα των χεριών του. Επίσης, ανέφερε ότι ο Αιτητής του είχε ζητήσει να κάνει και αυτός σεξ με την αδελφή του, εάν το επιθυμούσε, αλλά ο Α.Δ. αρνήθηκε.
Καταθέσεις λήφθηκαν και από τους γονείς, καθώς και από τη μητρική γιαγιά και παππού του Αιτητή. Στις καταθέσεις των γονέων αναφέρεται ότι δεν διαπίστωσαν οτιδήποτε στη συμπεριφορά του Αιτητή η οποία να παραπέμπει σε σεξουαλική κακοποίηση. Αναφέρθηκε, επίσης, ότι τα παιδιά τους πάντα είναι υπό την επίβλεψη τους, εκτός όταν εργάζονται ταυτόχρονα και τα τρία παιδιά τους πηγαίνουν στη μητρική γιαγιά και παππού οι οποίοι διαμένουν στην οδό [ ]. Στις καταθέσεις της γιαγιάς και παππού αναφέρεται ότι ο Αιτητής και οι δύο εγγονές τους πηγαίνουν στο σπίτι τους τα απογεύματα όταν εργάζονται ταυτόχρονα οι γονείς τους, χωρίς να έχουν ποτέ διανυκτερεύσει εκεί.
Κατόπιν μονομερούς Αίτησης στην Πολιτική Αίτηση αρ. 201/2025, παραχώρησα στις 4/9/2025 άδεια στον Αιτητή για να καταχωρίσει Αίτηση δια Κλήσεως προς το σκοπό έκδοσης Προνομιακού Εντάλματος Certiorari σε σχέση με το Ένταλμα Έρευνας που εξεδόθη στις 8/7/2025 από το Κατώτερο Δικαστήριο. Η άδεια δόθηκε αφού βρήκα πως υπήρχε συζητήσιμο θέμα σε σχέση με το κατά πόσο, στη βάση του μαρτυρικού υλικού που είχε τεθεί ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου, δικαιολογείτο η αναζήτηση ηλεκτρονικών συσκευών, tablet, κινητών τηλεφώνων και ηλεκτρονικών υπολογιστών, υπό την έννοια ότι αυτό θα μπορούσε να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι τέτοια αντικείμενα συνδέονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα (Λόγος 6). Επιπλέον, κρίθηκε πως υπήρχε συζητήσιμο θέμα και σε σχέση με το κατά πόσο στη βάση των όσων είχαν τεθεί ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου δικαιολογείτο, στο πλαίσιο του Εντάλματος Έρευνας, η εξουσιοδότηση για τη σύλληψη του Αιτητή (Λόγος 4).
Η Αίτηση δια Κλήσεως καταχωρίστηκε με βάση τις οδηγίες του Δικαστηρίου και επεδόθη στο Γενικό Εισαγγελέα. Ο τελευταίος, εκπροσωπούμενος από τις κκ. Κυθραιώτου και Ζησίμου, καταχώρισε Ένσταση υποστηριζόμενη από Ένορκη Δήλωση του Α/Αστ. 115, Λοΐζου Λοΐζου, στην οποία προβάλλονται συνολικά τέσσερις Λόγοι Ένστασης. Μέσων αυτών προβάλλεται ότι ο Αιτητής δεν νομιμοποιείται να αιτείται την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για ακύρωση του υπό κρίση Εντάλματος Έρευνας στη βάση της αναφοράς περί εξουσιοδότησης σύλληψής του, καθότι η εν λόγω εξουσιοδότηση ουδέποτε ενεργοποιήθηκε κατά την εκτέλεση του Εντάλματος, η διαδικασία της έρευνας ολοκληρώθηκε και η ισχύς του Εντάλματος παρήλθε, χωρίς να απορρεύσει οποιοσδήποτε κίνδυνος ή έννομο αποτέλεσμα σε βάρος του Αιτητή. Προβάλλεται, επίσης, ότι η έκδοση του υπό κρίση Εντάλματος είναι καθόλα ορθή και νομότυπη, καθώς συνέτρεχαν όλες οι εκ του Νόμου προϋποθέσεις για την έκδοσή του. Προκρίνεται περαιτέρω ότι από τα γεγονότα προέκυπτε σαφής και άμεση σύνδεση των αναζητούμενων ηλεκτρονικών συσκευών με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Τέλος, προβάλλεται ότι εξουσιοδοτώντας το Κατώτερο Δικαστήριο στο πλαίσιο του επίδικου Εντάλματος Έρευνας τη σύλληψη του Αιτητή, η οποία δεν συνιστά, ως υποστηρίζεται, αυτοτελή διαταγή σύλληψης, το Κατώτερο Δικαστήριο δεν ενήργησε καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του, ούτε σε αντίθεση με την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.
Έχω θέσει υπόψη μου και μελέτησα το σύνολο των όσων τέθηκαν στην Αίτηση, στην Ένσταση, στις κατατεθείσες Ένορκες Δηλώσεις, στην Έκθεση, καθώς και στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων.
Στην υπό συζήτηση περίπτωση, σε ό,τι αφορά το ζήτημα των ηλεκτρονικών συσκευών (Λόγος 6) ό,τι χρήζει εξέτασης είναι το κατά πόσο είχε τεθεί, ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου, οποιαδήποτε μαρτυρία ότι στη συγκεκριμένη οικία που διαμένει ο Αιτητής «φυλάγονται ή/και αποκρύπτονται τεκμήρια όπως ηλεκτρονικές συσκευές, δηλαδή, tablet, κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικοί υπολογιστές ή και άλλα τεκμήρια που πιθανόν να σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση….τα οποία υπάρχει εύλογη υποψία να πιστεύεται ότι θα παράσχουν μαρτυρία ως προς την απόδειξη» των υπό διερεύνηση αδικημάτων.
Αποτέλεσε θέση του Αιτητή πως από τον Όρκο προέκυπτε ότι η Αστυνομία κατείχε κάποια βίντεο από κινητό τρίτου προσώπου ενώ δεν υπήρχε θετική μαρτυρία για την ύπαρξη οποιασδήποτε άλλης ηλεκτρονικής συσκευής που να περιείχε κάτι σχετικό με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.
Διαφορετική είναι η θεώρηση των ευπαίδευτων συνηγόρων εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Όπως υποστηρίχθηκε, με δεδομένο ότι η Αστυνομία διερευνούσε και το αδίκημα της παραγωγής παιδικής πορνογραφίας, αδίκημα που, όπως υπεδείχθη, προϋποθέτει τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων καταγραφής και αποθήκευσης και διακίνησης του παράνομου περιεχομένου, ήταν αυτονόητο και απολύτως λογικό συμπέρασμα ότι ο Αιτητής είχε χρησιμοποιήσει κάποιο τέτοιο μέσο - κινητό τηλέφωνο, tablet, ή ηλεκτρονικό υπολογιστή - τόσο για τη βιντεογράφηση, όσο και για τη διανομή του απαγορευμένου υλικού.
Ο πυρήνας του Άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 είναι η δεόντως εξουσιοδοτημένη αναζήτηση πράγματος ή πραγμάτων που παρέχουν μαρτυρία ή απόδειξη για αξιόποινες πράξεις. Τα δε βασικά σημεία αναφοράς της εν λόγω πρόνοιας είναι, αφενός τα υπό αναζήτηση αντικείμενα, και αφετέρου ο τόπος ή ο χώρος στον οποίο υπάρχει εύλογη υποψία ή αιτία να πιστεύεται ότι βρίσκονται τα εν λόγω αντικείμενα ή πράγματα.
Ως γνωστό ένα ένταλμα έρευνας στοχεύει στην ανεύρεση και κατάσχεση πραγμάτων που εύλογα πιστεύεται ότι συνδέονται, κατά τον τρόπο που ο Νόμος ορίζει, με αδίκημα που διεπράχθη ή που υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι διεπράχθη ή ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη αδικήματος. Η πρόνοια «θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος» στο εδάφιο (β) του Άρθρου 27 απαιτεί τη σύνδεση ή τη συσχέτιση του αντικειμένου που θα αναζητηθεί με το υπό διερεύνηση αδίκημα. Το κρίσιμο ερώτημα, ως έχει αναφερθεί, είναι κατά πόσο υπάρχει ικανό υλικό στον όρκο στη βάση του οποίου ο Δικαστής στον οποίο υποβάλλεται αίτημα έκδοσης εντάλματος έρευνας, μπορεί να ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογων λόγων να πιστεύεται πως αυτό που θα αναζητηθεί θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος που αναφέρεται στον όρκο (βλ. την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυστραλίας George v Rockett [1990] 170 C.L.R. 104, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας εξέτασε τον αντίστοιχο όρο «will afford evidence as to the commission of any offence»). Στην υπόθεση R. v. Gillis 1 C.C.C. (3d) 545 λέχθηκε σε σχέση με την αντίστοιχη καναδέζικη πρόνοια:
«The objects or documents sought under the search warrant must be described with sufficient precision, not only with respect to their category, but also with respect to their relation to the offence for which they are to provide evidence.»
(Η έμφαση είναι δική μας)
Η μη σύνδεση ή συσχέτιση του αντικειμένου με το αδίκημα, ως ανωτέρω, αποβαίνει μοιραία για την τύχη του αιτήματος[1].
Όπως επισημάναμε στην υπόθεση Ανδρέου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 103/2020, ημερ. 21/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:A164:
«Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση «Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα» (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1014, ένα ένταλμα έρευνας στοχεύει στην ανεύρεση και κατάσχεση πραγμάτων. Προκειμένου δε να εκδοθεί ένταλμα έρευνας με βάση το Άρθρο 27 του Κεφ.155, θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη εύλογης αιτίας συναρτημένης προς τα αντικείμενα για τα οποία επιδιώκεται η ανεύρεση ώστε να τεκμηριώνεται η απαραίτητη προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσεως.
Η δικαιοδοσία για έκδοση εντάλματος έρευνας για ανεύρεση και κατάσχεση «τέτοιων πραγμάτων», ενεργοποιείται όταν υπάρχει εύλογη αιτία πως σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει:
«οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ή
· οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή
· οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος.»
Στον Όρκο τέθηκε μαρτυρία από την οποία προέκυπτε ότι στο κινητό τηλέφωνο του ανήλικου Α.Χ., συμμαθητή του Αιτητή, είχαν σταλεί από τον Αιτητή συγκεκριμένα βίντεο τα οποία είχαν τραβηχτεί μέσω δεύτερου κινητού τηλεφώνου και τα οποία έδειχναν τον Αιτητή να προβαίνει σε σεξουαλικές πράξεις με την αδελφή του. Τόσο αυτό το κινητό, όσο και ένα ακόμη με το οποίο ο ανήλικος Α.Δ. συνομιλούσε με τον Αιτητή, παραλήφθηκαν από την Αστυνομία ως τεκμήρια. Η Αστυνομία παρέλαβε, επίσης, ως τεκμήριο και το κινητό τηλέφωνο του Αιτητή. Μαρτυρία στον Όρκο αναφορικά με την ύπαρξη ή τη χρήση οποιασδήποτε άλλης ηλεκτρονικής συσκευής η οποία να περιείχε κάτι σχετικό με τα υπό διερεύνηση αδικήματα δεν υπήρξε.
Με κάθε σεβασμό δεν συμφωνώ με τη θεώρηση ότι η ύπαρξη μαρτυρίας, ότι ο Αιτητής παρήγαγε και διαμοίραζε βίντεο σεξουαλικού περιεχομένου σε βάθος χρόνου, εφόσον τα υπό διερεύνηση αδικήματα φέρεται να είχαν διαπραχθεί σε διάστημα άνω του έτους - κατά το έτος 2024 μέχρι και τον Ιούνιο του 2025 - συνιστούσε επαρκή βάση για να εκδοθεί ένταλμα έρευνας προς αναζήτηση ηλεκτρονικών μέσων στο υποστατικό που διέμενε. Η αναζήτηση των όποιων ηλεκτρονικών συσκευών πιθανόν να υπήρχαν στην οικία του Αιτητή με το σκεπτικό ότι η διάπραξη αδικημάτων που αφορούν στην παραγωγή, κατοχή ή διανομή υλικού παιδικής πορνογραφίας είναι «αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων» χωρίς, στην υπό συζήτηση περίπτωση, να υφίσταται με βάση το περιεχόμενο του Όρκου οποιαδήποτε μαρτυρία για τη χρήση άλλων συσκευών πλην του κινητού του Αιτητή, δεν δικαιολογείτο.
Ο έτερος Λόγος για τον οποίο κρίθηκε ότι υπήρχε συζητήσιμο θέμα αφορούσε στην εξουσιοδότηση για τη σύλληψη του Αιτητή, η οποία είχε περιληφθεί στο εκδοθέν Ένταλμα Έρευνας παρότι αίτημα για τέτοια εξουσιοδότηση δεν είχε υποβληθεί από την Αστυνομία (Λόγος 4).
Συνιστά κοινό έδαφος πως το υπό κρίση Ένταλμα Έρευνας εκτελέστηκε χωρίς να ενεργοποιηθεί η περιεχόμενη σε αυτό εξουσιοδότηση σύλληψης.
Αποτέλεσε θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα ότι, υπό αυτά τα δεδομένα, ο Αιτητής δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον να αιτείται την έκδοση του Προνομιακού Εντάλματος Certiorari προς ακύρωση του υπό έλεγχο Εντάλματος Έρευνας, καθότι, με βάση την εξέλιξη των γεγονότων, δεν υπήρχε οποιαδήποτε πρακτική ή δυσμενής επίπτωση σε βάρος του.
Η πλευρά του Αιτητή μέσω του ευπαίδευτου συνηγόρου του, αντιτείνει ότι το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει τη νομιμότητα έκδοσης του Εντάλματος με τον ουσιώδη χρόνο να είναι ο χρόνος έκδοσης και όχι ο χρόνος εκτέλεσης. Όπως υποστηρίχθηκε, κατά το χρόνο έκδοσης του Εντάλματος Έρευνας το Κατώτερο Δικαστήριο καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας εξουσιοδότησε τη σύλληψη του Αιτητή, χωρίς την προηγούμενη δικαστική διεργασία προς την αναγκαιότητα έκδοσης τέτοιας διαταγής και χωρίς να την έχει ζητήσει η Αστυνομία.
Δεν συγκλίνω με τις θέσεις που προωθήθηκαν από μέρους του Αιτητή. Η ορθή θεώρηση του όλου ζητήματος είναι αυτή που αναπτύχθηκε από μέρους του Καθ’ ου η Αίτηση.
Δεδομένου του γεγονότος ότι το Ένταλμα Έρευνας εκτελέστηκε χωρίς να ενεργοποιηθεί η περιλαμβανόμενη σε αυτό εξουσιοδότηση για σύλληψη δεν υφίσταται πλέον, όπως ορθώς επισημάνθηκε από πλευράς του Καθ’ ου η Αίτηση, ζήτημα «ζωντανό» ή πρακτικά ωφέλιμο προς επίλυση.
Όπως τονίσαμε στην υπόθεση της Ολομέλειας Αναφορικά με την Αίτηση του Δρ Πανίκου Α. Σταυριανού, Πολιτική Αίτηση Αρ. 129/2024, ημερ. 18/12/2024:
«Η ακυρωτική δικαιοδοσία, μέσω της εξαιρετικής και κατά προνόμιο αποδιδόμενης δικαιοδοσίας του Ανώτατου Δικαστηρίου για έκδοση Προνομιακών Ενταλμάτων, δεν ασκείται δικαιωματικά. Μια τέτοια παρέμβαση, απαιτείται παράλληλα να κρίνεται δικαιολογημένη υπό τις περιστάσεις της εκάστοτε υπό συζήτηση υπόθεσης.»
Ομοίως, στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Α. & Π. ΦΩΚΑΣ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 314/2017, ημερ. 1/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:A474, υποδεικνύεται πως:
«…. Απαιτείται δε, το ακυρωτικό αποτέλεσμα να έχει πρακτική αξία. Ένα διάταγμα certiorari δεν εκδίδεται για σκοπούς αναγνώρισης νομικού σφάλματος και μόνο. Ακόμα και αν καταδειχθεί καλός λόγος, η έκδοση του δεν μπορεί να είναι αλυσιτελής, χωρίς συγκεκριμένη πρακτική συνέπεια. Όπως αναφέρεται στους Halsbury’s Laws of England, 3rd Ed. Vol. 11, σελ. 141:
«Where grounds are made out upon which the Court might grant the order, it will not do so where no benefit could arise from granting it.»»
Ανάλογη είναι και η επισήμανση που καταγράφεται στο Σύγγραμμα Judicial Review των Sir Michael Supperstone, James Goudie QC και Sir Paul Walker, 6η Έκδοση, στην παρ. 16.29, σελ. 678:
“In deciding whether or not to grant a quashing or prohibiting order, the court will have regard to the effect of doing so. If the remedy is unnecessary, or premature, the court may refuse to make an order. Thus, where grounds are made out upon which the court might grant the order, it will not do so when no benefit could arise from granting it.”[2]
Εν κατακλείδι και στη βάση των ενώπιον μου δεδομένων και των όσων πιο πάνω έχουν αναφερθεί, σε ό,τι αφορά το Λόγο 6, καταλήγω ότι ουδεμία μαρτυρία είχε προσκομιστεί μέσω του Όρκου που να συνδέει τις αναζητούμενες ηλεκτρονικές συσκευές με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.
Κατά συνέπεια, το επίδικο Ένταλμα Έρευνας, στο βαθμό που είχε εκδοθεί σε σχέση με τις υπό αναζήτηση ηλεκτρονικές συσκευές, δηλαδή, tablet, κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικούς υπολογιστές που πιθανόν σχετίζονται με την υπόθεση, εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του Κατώτερου Δικαστηρίου.
Εκδίδεται, συνεπώς, Προνομιακό Ένταλμα Certiorari, με το οποίο το Ένταλμα Έρευνας ημερ. 8/7/2025, το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ακυρώνεται στην έκταση που αυτό αφορά τα πιο πάνω αναφερόμενα αντικείμενα[3].
Καθόσον αφορά το Λόγο 4, η Αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εναντίον του Καθ’ου η Αίτηση έξοδα, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
[1] Δέστε την υπόθεση ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2018, ημερ. 17/12/2018.
[2] Χρήσιμη και διαφωτιστική στο γενικότερο δόγμα της αλυσιτέλειας είναι και η προσέγγιση των Καναδικών Δικαστηρίων, όπως προκύπτει και από την υπόθεση Borowski v. Canada [1989] 1 S.C.R. 342, στην οποία παρέπεμψαν οι ευπαίδευτες συνήγοροι για το Γενικό Εισαγγελέα. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:
“The doctrine of mootness is an aspect of a general policy or practice that a court may decline to decide a case which raises merely a hypothetical or abstract question. The general principle applies when the decision of the court will not have the effect of resolving some controversy which affects or may affect the rights of the parties. If the decision of the court will have no practical effect on such rights, the court will decline to decide the case. This essential ingredient must be present not only when the action or proceeding is commenced but at the time when the court is called upon to reach a decision. Accordingly if, subsequent to the initiation of the action or proceeding, events occur which affect the relationship of the parties so that no present live controversy exists which affects the rights of the parties, the case is said to be moot.”
[3] Δέστε την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Κ.Κ., Πολιτική Αίτηση Αρ. 152/2022, ημερ. 23/11/2022, η οποία ακολουθήθηκε και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του J.W., Πολιτική Αίτηση Αρ. 119/2023, ημερ. 26/10/2023, αναφορικά με τη δυνατότητα της εν μέρει ακύρωσης ενός εντάλματος.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο