ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9(3)(γ) ΤΟΥ Ν. 33/1964
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ
(Αίτηση Αρ. 23/2025)
6 Νοεμβρίου, 2025
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TOY ΙΩΣΗΦ ΒΡΑΧΙΜΗ (Α.Δ.Τ. [ ])
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ (ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ) ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΗ 126/2016, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 09/04/2025, ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
Μεταξύ:
ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΤΩΧΕΥΣΑΝΤΑ ΛΑΜΠΡΟΥ ΞΕΝΗ
Εφεσείοντα στο Εφετείο,
ΚΑΙ
ΙΩΣΗΦ ΒΡΑΧΙΜΗ
Εφεσίβλητου στο Εφετείο.
_____________________________________________________________________
Ν. Μακρίδης για Μαρκίδης, Μαρκίδης & Σία ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή-Εφεσίβλητο.
Κ. Ορφανίδου (κα) για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Καθ’ου η Αίτηση-Εφεσείοντα.
______________________________________________________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
______________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 3Α(1) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως (Αρ.3) του 2022 καθιδρύθηκε Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο συνιστά το Εφετείο και το οποίο από την 1/7/2023 ασκεί τη δικαιοδοσία που καθορίζεται στο Άρθρο 9. Ειδικότερα, στο εδάφιο (4) του Άρθρου 9 του Νόμου διαλαμβάνεται ότι «το Εφετείο συνιστά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στη Δημοκρατία και εκτός εάν, άλλως, προβλέπεται, τούτο κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίζει επί πάσης εφέσεως κατά αποφάσεως οιουδήποτε άλλου Δικαστηρίου, πλην του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου».
Με βάση τα πιο πάνω και δυνάμει των μεταβατικών διατάξεων του Άρθρου 23(1)(α) του Νόμου οι καταχωρισθείσες στο Ανώτατο Δικαστήριο, ως αυτό λειτουργούσε μέχρι 1/7/2023, υποθέσεις δευτεροβάθμιας πολιτικής δικαιοδοσίας, οι οποίες εκκρεμούσαν ενώπιον του μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία, παραπέμφθηκαν κατά την εν λόγω ημερομηνία προς εκδίκαση στο καθιδρυθέν υπό του Νόμου Εφετείο. Παρά την πιο πάνω πρόνοια και κατ’ ακολουθίαν των όσων καθορίζονται στο Άρθρο 23(1)(β), οι καταχωρισθείσες στο Ανώτατο Δικαστήριο υποθέσεις δευτεροβάθμιας πολιτικής δικαιοδοσίας, οι οποίες εκκρεμούσαν ενώπιον του μέχρι 1/7/2023 και οι οποίες είχαν καταχωριστεί πριν από τις 31/12/2017, εκδικάζονται από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες των μεταβατικών διατάξεων, το Ανώτατο Δικαστήριο εκδίκασε την Πολιτική Έφεση αρ. 126/2016 με Εφεσίβλητο τον Αιτητή και Εφεσείοντα τον Καθ΄ου η Αίτηση στην υπό κρίση Αίτηση. Η απόφαση εκδόθηκε στις 9/4/2025, με την οποία παραμερίστηκε η πρωτόδικη απόφαση και εκδόθηκε διαταγή για επανεκδίκαση της αγωγής για συγκεκριμένο ζήτημα.
Μετά την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακολούθησε καταχώριση από τον Αιτητή της παρούσας Αίτησης, με την οποία ζητά άδεια, δυνάμει του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου, για την εκδίκαση, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νομικών θεμάτων που, όπως αναφέρεται, προκύπτουν από την ως άνω αναφερόμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ο Καθ’ου η Αίτηση καταχώρισε Ένσταση με την οποία ως πρώτο λόγο ήγειρε προδικαστική ένσταση, στο πλαίσιο της οποίας προέβαλε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία και εξουσία να εκδικάσει την παρούσα Αίτηση.
Υπό το φως της προδικαστικής ένστασης που εγείρεται και των δεδομένων της υπόθεσης, ήτοι ότι η υπό συζήτηση Αίτηση αφορά νομικά θέματα τα οποία προκύπτουν από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ζήτημα του κατά πόσο η εν λόγω απόφαση εμπίπτει στις πρόνοιες του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου, αποτέλεσε, στις αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων, αντικείμενο εξέτασης κατά προτεραιότητα, με την κάθε πλευρά να προωθεί διαφορετική επιχειρηματολογία.
Αποτέλεσε θέση του Αιτητή ότι νομικά θέματα τα οποία προκύπτουν από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ενεργούντος ως Εφετείο δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο αίτησης βάσει του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου. Όπως υποστήριξε, εφόσον για σκοπούς εκδίκασης της έφεσης το Ανώτατο Δικαστήριο λογίζεται και λειτουργεί ως δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, δεν είναι επιτρεπτή η μεταγενέστερη διαφοροποίηση της μεταχείρισης, κατόπιν της έκδοσης της απόφασης του, κατά τρόπο που να αναιρεί ή να περιορίζει δικαιώματα που παρέχονται από το Νόμο. Κατά τον Αιτητή υιοθέτηση διαφορετικής προσέγγισης στο εν λόγω ζήτημα θα είχε ως αποτέλεσμα την ουσιαστική στέρηση του Αιτητή από το κατοχυρωμένο δικαίωμα της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, καθώς και την πρόκληση άνισης μεταχείρισης έναντι διαδίκων των οποίων οι εφέσεις, λόγω χρονολογίας καταχώρισης τους εκδικάστηκαν ή θα εκδικαστούν από το Εφετείο.
Από πλευράς Καθ’ου η Αίτηση τονίσθηκε ότι με δεδομένο το γεγονός ότι η υπό κρίση Αίτηση βασίζεται σε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενεργώντας τούτο ως Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αλλά όχι ως Εφετείο δυνάμει του Νόμου, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που το Άρθρο 9(3)(γ) θέτει και, ως εκ τούτου, η Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.
Το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου προνοεί ότι, από την 1η Ιουλίου 2023, το Ανώτατο Δικαστήριο:
«αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αιτήσεως, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας πολιτικής ή ποινικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου και συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, κατά την υπ' αυτού ενασκουμένη πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία:
Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω, υποβαλλομένη αίτηση δέον να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την οικεία απόφαση νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα το αίτημα, προκειμένου το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει την απαιτούμενη άδεια:
Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»
Το Ανώτατο Δικαστήριο, λοιπόν, από την 1/7/2023 έχει δικαιοδοσία να «αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό… κατόπιν αδείας … επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου». Η αναφορά, είναι, ως ήδη πιο πάνω έχει επισημανθεί, στο καθιδρυθέν, με βάση το Άρθρο 3Α(1) του Νόμου «δευτεροβάθμιο δικαστήριο το οποίο συνιστά το Εφετείο», σύμφωνα και με το Άρθρο 155.5[1], με δικαιοδοσία από 1/7/2023 να αποφασίζει επί πάσης εφέσεως.
Σε συμφωνία με τα όσα η πλευρά του Καθ’ου η Αίτηση υποστήριξε, επισημαίνουμε ότι ό,τι εν προκειμένω ενδιαφέρει είναι η συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων που το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου καθορίζει για σκοπούς ενεργοποίησης της δικαιοδοσίας για χορήγηση άδειας. Τέτοια είναι και η προσέγγιση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου σε σχέση με την αντίστοιχη πρόνοια του Άρθρου 9(2)(γ) του Νόμου, στην οποία είχαν προβληθεί από πλευράς του Αιτητή παρόμοια, με την υπό συζήτηση περίπτωση, επιχειρήματα περί δημιουργίας ανισότητας λόγω εκδίκασης των αναθεωρητικών εφέσεων μέχρι και το 2018 από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, δυνάμει των μεταβατικών διατάξεων (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Χριστάκη Κωνσταντινίδη, Αίτηση Αρ. 1/2023, ημερ. 16/10/2023).
Ως αποτέλεσμα όσων πιο πάνω έχουν εκτεθεί, η δικαιοδοσία του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου για παραχώρηση άδειας ενεργοποιείται μόνο σε περίπτωση προηγηθείσας διαδικασίας, στην οποία έχει εκδοθεί απόφαση από το Εφετείο ως αυτό ορίζεται στο ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Νόμου[2]. Δεδομένου του γεγονότος ότι η υπό κρίση Αίτηση για άδεια βασίστηκε σε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκδοθείσα στο πλαίσιο των μεταβατικών διατάξεων του Νόμου, η οποία δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου, αναπόδραστη κατάληξη είναι ότι η Αίτηση δεν μπορεί να εξεταστεί.
Συνακόλουθα, η Aίτηση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται υπέρ του Καθ’ου η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή έξοδα, όπως αυτά θα υπολογισθούν.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
[1] 155.5 Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, νόμος ήθελε ορίσει περί της ίδρυσης, της δικαιοδοσίας και των εξουσιών του Εφετείου.
[2] "Εφετείο" σημαίνει το διά του άρθρου 3Α καθιδρυόμενο δικαστήριο.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο