ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 270/2025)
25 Νοεμβρίου, 2025
[ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ Ε.Φ. ΜΕ Α.Δ.Τ. [ ], ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20/10/2025, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΟΔΟΥ [ ] ΚΑΙ ΤΟ ΟΧΗΜΑ ΜΕ ΑΡ. ΕΓΓΡΑΦΗΣ [ ], ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΤ.914 ΧΑΡΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΑΙΤΗΜΑΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ (ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ & ΜΟΡΦΟΥ) ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ – ΑΡΧΗΓΕΙΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 155, ΑΡΘΡΟ 28.
………………
Β. Ακάμας μαζί με Ο. Γρηγορίου (κα), για Βίκτωρ Φ. Ακάμας Δ.Ε.Π.Ε., για την Αιτήτρια.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση η Αιτήτρια ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari αναφορικά με το ένταλμα έρευνας ημερ. 20.10.2025 στην οικία, υποστατικά και οχήματα της.
Οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η Αίτηση είναι ότι το προσβαλλόμενο ένταλμα έρευνας εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας και ή με έκδηλη πλάνη νόμου στη βάση του ότι:
(i) Από την τεθείσα ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου μαρτυρία, δεν προέκυπτε η απαιτούμενη διασύνδεση των χώρων των οποίων ζητείτο η έρευνα με τα αντικείμενα που αναζητούσαν οι ανακριτικές αρχές και επομένως δεν προέκυπτε αναγκαιότητα της έρευνας αυτών. Το κατώτερο Δικαστήριο προσέγγισε το ζήτημα προσωποπαγώς, κρίνοντας ότι λόγω της ύπαρξης εύλογης υποψίας περί σύνδεσης της Αιτήτριας με τα αντικείμενα, αυτό δικαιολογούσε και την έκδοση του αιτούμενου εντάλματος έρευνας.
(ii) Στον όρκο δεν προσδιορίζονταν με την απαιτούμενη επάρκεια τα αντικείμενα και ή τεκμήρια τα οποία αναζητούσε η Αστυνομία. Η καταγραφή των αναζητούμενων αντικειμένων ήταν γενική και αόριστη και περιλάμβανε αδιακρίτως όλα τα αντικείμενα, μέχρι και πρόσβαση σε ιδιωτική επικοινωνία.
(iii) Το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε μηχανιστικά. Το ένταλμα εκδόθηκε εντός 15 λεπτών, ενώ ο όρκος και το συνημμένο σε αυτόν παράρτημα αριθμούσαν περί τις 50 σελίδες με πολύπλοκα γεγονότα. Επίσης, το κατώτερο Δικαστήριο παρέλειψε να αιτιολογήσει γιατί, ενώ σε προγενέστερο παρόμοιο αίτημα της Αστυνομίας το Δικαστήριο έκρινε πως δεν δικαιολογείτο η κατάσχεση κάποιων αντικειμένων, ήτοι χρηματικού ποσού, κοσμημάτων ή άλλης περιουσίας αξίας, εντούτοις εδώ το κατώτερο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε γιατί κατέληξε σε διαφορετική απόφαση.
Στην Έκθεση και στην ένορκη δήλωση οι οποίες συνοδεύουν την Αίτηση, αναφέρονται τα γεγονότα που οδήγησαν στην έκδοση του υπό κρίση εντάλματος έρευνας και αναλύονται οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η Αίτηση.
Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1(A) A.A.Δ. 116, ο σκοπός των διαταγμάτων certiorari είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της απόφασης. Για να χορηγηθεί άδεια, ο αιτητής θα πρέπει να τεκμηριώσει συζητήσιμη υπόθεση. Τα προνομιακά εντάλματα χορηγούνται κατ’ εξαίρεση όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, είτε πλάνη περί τον Νόμο, είτε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.
Το Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προνοεί για τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να δικαιολογείται η έκδοση εντάλματος έρευνας. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Αντώνη Ανδρέου & Σια ΔΕΠΕ κ.ά, Πολ. Έφ. 384/2015, ημερ. 9.6.2017:
«Tο άρθρο 27 του Κεφ. 155, κατά τρόπο επιτακτικό συνδέει το αντικείμενο, που ευλόγως αναζητείται, με τον τόπο για τον οποίον ζητείται το ένταλμα όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου. Όπως αναφέρεται στην ίδια υπόθεση η έκδοση του εντάλματος ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστή ο οποίος θα πρέπει να εξάξει το δικό του συμπέρασμα στη βάση των παρουσιασθέντων με τον όρκο γεγονότων, αιτιολογώντας την κατάληξη του περί ύπαρξης υποψίας και μάλιστα εύλογης.»
Στον όρκο που συνόδευε το αίτημα της Αστυνομίας για την έκδοση του υπό κρίση εντάλματος έρευνας, αναφερόταν πως οι αρχές της Γαλλίας διερευνούσαν αδικήματα τα οποία αντιστοιχούν με τα ακόλουθα ημεδαπά αδικήματα:
1. Εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις
2. Απάτη
3. Συνωμοσία για καταδολίευση
4. Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος
5. Αδικήματα δυνάμει του περί της Σύμβασης κατά του Εγκλήματος μέσω του Διαδικτύου (Κυρωτικού) Νόμου, Ν.22(ΙΙΙ)/2004, ως τροποποιήθηκε
6. Αδικήματα δυνάμει του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, Ν.188(Ι)/2007, ως τροποποιήθηκε
7. Αδικήματα δυνάμει του περί της Καταπολέμησης της Απάτης και της Πλαστογραφίας μέσω Πληρωμής πλην των Μετρητών Νόμου, Ν.51(Ι)/2021, ως τροποποιήθηκε.
Στον όρκο αναφέρεται πως διαβιβάστηκε Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας ημερ. 14.10.2025 από τις Γαλλικές αρχές η οποία καταχωρίστηκε από την Κυπριακή Αστυνομία. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας τάξης έδωσε οδηγίες για την εκτέλεση αυτής, στη βάση του περί της Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας σε Ποινικές Υποθέσεις Νόμου, Ν.181(Ι)/2017 και του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου, Ν.23(Ι)/2001.
Σύμφωνα με τον όρκο, οι Γαλλικές αρχές διερευνούν τα ακόλουθα αδικήματα:
· Υπεξαίρεση στο πλαίσιο οργανωμένης συμμορίας
· Συνήθης παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτους από μη αδειοδοτημένο νομικό πρόσωπο
· Τραπεζική ή χρηματοοικονομική προσέγγιση από μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο
· Διακεκριμένη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες: συμμετοχή, στο πλαίσιο οργανωμένης συμμορίας, σε συναλλαγή επένδυσης, απόκρυψης ή μετατροπής προϊόντος εγκλήματος ή πλημμελήματος
· Παροχή διαδικτυακής πλατφόρμας για τη διευκόλυνση παράνομης συναλλαγής που διαπράττεται σε οργανωμένη συμμορία
· Συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση με σκοπό τη διάπραξη πλημμελήματος που τιμωρείται με φυλάκιση δέκα ετών.
Σύμφωνα πάντα με τον όρκο, τα γεγονότα όπως καταγράφονται στην Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας έχουν ως ακολούθως:
(i) Από το 2020 έχουν εμφανιστεί επενδυτικές απάτες σε κρυπτονομίσματα. Οι «απατεώνες» έδρασαν μέσω δεκάδων ψεύτικων επενδυτικών και εμπορικών πλατφόρμων με πολλά θύματα στη Γαλλία και γενικότερα στην Ευρώπη. Η ψηλή ποιότητα των δομών που χρησιμοποιήθηκαν, τα συνολικά ποσά που λήφθηκαν και η διασύνδεση των γεγονότων που διεφάνησαν από τις έρευνες, αποκάλυψαν την ύπαρξη μιας μεγάλης εγκληματικής ομάδας.
(ii) Οι «απατεώνες» διένειμαν διαφημιστικά φυλλάδια προσφέροντας επενδύσεις σε κρυπτονομίσματα, με έμφαση στην απλή διαχείριση και τις εξαιρετικές αποδόσεις. Οι ενδιαφερόμενοι χρήστες συμπλήρωναν τα στοιχεία επικοινωνίας τους και ακολούθως «σύμβουλος» τους έπειθε να εγκαταστήσουν λογισμικό συναλλαγών και λογισμικό τηλεχειρισμού με τα οποία οι χρήστες δεν ήταν εξοικειωμένοι. Ο «σύμβουλος» δημιουργούσε λογαριασμούς για τον χρήστη και πραγματοποιούσε πολλαπλές μεταφορές σε μια ψεύτικη επενδυτική πλατφόρμα, στην οποία μια εξατομικευμένη διεπαφή έδειχνε τα επενδυμένα ποσά και συνεχώς αυξανόμενα κέρδη, δίδοντας αξιοπιστία στην απάτη και παρουσιάζοντας στον χρήστη ότι αποκόμιζε εξαιρετική πρόσθετη αξία.
(iii) Μετά την είσπραξη των κεφαλαίων, οι δημιουργοί συμμετείχαν σε μια σύνθετη επιχείρηση. Τα κεφάλαια διοχετεύονταν στις ομάδες απάτης (σύνολα διευθύνσεων συνδεδεμένων μεταξύ τους μέσα σε ένα πορτοφόλι) από τις οποίες τα κεφάλαια επιστρέφονταν σε ομάδες ενοποίησης. Τα κεφάλαια μεταφέρονταν σε υπηρεσίες ανταλλαγής ή στέλλονταν σε ομάδες συλλογής για εκταμιεύσεις ή νέες μεταφορές.
(iv) Η ίδρυση εταιρειών στο εξωτερικό και ειδικότερα στην Κύπρο, τη Σιγκαπούρη, τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους και το Χονγκ Κονγκ, επέτρεψε σε αυτές τις δομές να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στη διαδικασία ξεπλύματος χρήματος. Μόλις τα κεφάλαια ενσωματώνονταν, η εταιρεία μπορούσε να καταβάλλει μισθούς, να πραγματοποιεί αγορές ακινήτων ή να μεταφέρει τα κεφάλαια σε άλλες δομές.
(v) Διεφάνη ότι οι επιχειρήσεις ξεπλύματος χρήματος αφορούσαν ροές κρυπτονομισμάτων ύψους US$700 εκ. μέχρι σήμερα.
(vi) Οι οικονομικές έρευνες κατέστησαν δυνατή την ανάδειξη διαφόρων συναλλαγών κρυπτονομισμάτων που πραγματοποιήθηκαν από τους δράστες για τη νομιμοποίηση των κεφαλαίων που εξασφαλίστηκαν μέσω απάτης. Σε αυτό το πλαίσιο, η παρακολούθηση των ροών κρυπτονομισμάτων αποκάλυψε αρκετές επιχειρήσεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητας μέσω ανταλλακτήριων κρυπτονομισμάτων. Αυτές οι εταιρείας παρείχαν στις Γαλλικές αρχές την ταυτότητα των δικαιούχων αυτών των συναλλαγών. Σύμφωνα με τις ληφθείσες πληροφορίες, τα δόλια κεφάλαια κρυπτονομισμάτων είχαν συλλεχθεί από διάφορα άτομα και εταιρείες στην Κύπρο.
(vii) Ανάμεσα σε αυτούς περιλαμβάνεται και η Αιτήτρια. Σε συγκεκριμένο λογαριασμό κρυπτονομισμάτων της εταιρείας Stolos Group Ltd, με επικεφαλής την Αιτήτρια, κατατέθηκαν περί τις US$492.000 σε άμεση σύνδεση με ψεύτικες ιστοσελίδες απάτης επενδύσεων σε κρυπτονομίσματα κατά το 2022. Επιπλέον, US$6,146εκ. διοχετεύθηκαν μέσω αυτού του λογαριασμού και σε λογαριασμούς άλλων υπόπτων.
(viii) Γι’ αυτό οι Γαλλικές αρχές ζητούν τη διενέργεια έρευνας στις οικίες, υποστατικά, χώρους εργασίας, οχήματα και τραπεζικές θυρίδες των εν λόγω προσώπων, μεταξύ άλλων της Αιτήτριας.
(ix) Οι απάτες διαπράχθηκαν μέσω ιστότοπων και υποδομής πληροφορικής που περιλάμβανε ειδικά τεχνικά μέσα (υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα, εφαρμογές, διακομιστές υπολογιστών, τηλεφωνικά κέντρα κ.λπ.) που επέτρεπαν την ανάληψη απομακρυσμένης δράσης από μέρη του εξωτερικού και για πολλά θύματα που βρίσκονται σε διαφορετικές χώρες. Αυτά τα τεχνικά μέσα είναι πιθανό να αποτελούν μέσα για την τέλεση απάτης και ξεπλύματος χρήματος, ώστε να επιτρέπουν την απομακρυσμένη πρόσβαση σε δεδομένα σχετικά με την υπό διερεύνηση υπόθεση.
(x) Αυτές οι πράξεις διενεργήθηκαν από μια οργανωμένη συμμορία που περιελάμβανε άτομα που βρίσκονται σε διάφορες χώρες (Ισπανία, Ισραήλ, Κύπρος, Ρωσία, Ουκρανία και Τουρκία) και απαιτούσαν εξοπλισμό και εφαρμογές για να επικοινωνούν μεταξύ τους με τον πιο διακριτικό τρόπο. Αυτά τα μέσα και η υποδομή επικοινωνίας χρησιμοποιήθηκαν για την ανταλλαγή με τα θύματα.
(xi) Τα έσοδα από τις απάτες έχουν συλλεγεί ως ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία (κρυπτονομίσματα) και ακολούθως μετατράπηκαν και αποκρύφθηκαν μέσω επιχειρήσεων ξεπλύματος χρήματος που αφορούσαν μεταφορές σε πολλαπλούς λογαριασμούς που βρίσκονταν στο εξωτερικό (Λιθουανία, Εσθονία, Μάλτα, Λουξεμβούργο, Τσεχική Δημοκρατία, Πορτογαλία και Δανία) και μεταφορών μέσω παρόχων υπηρεσιών ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων ή σε πορτοφόλια. Αυτοί οι λογαριασμοί και τα χαρτοφυλάκια ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων είναι επίσης προσβάσιμα εξ αποστάσεως μέσω οποιωνδήποτε συσκευών, όπως υπολογιστές και κινητά τηλέφωνα, και ειδικών τεχνικών λύσεων, όπως κλειδιά τύπου ledger, τα οποία είναι εύκολα αποκρύψιμα.
(xii) Οι Γαλλικές αρχές καταγράφουν πως οι ύποπτοι πρέπει να έχουν μόνιμη πρόσβαση σε όλες αυτές τις συσκευές και επομένως είναι θεμιτό να πιστεύουν ότι αυτές οι συσκευές πρέπει να βρίσκονται στον τόπο κατοικίας ή εργασίας τους.
(xiii) Οι Γαλλικές αρχές θεωρούν επίσης ότι η εκτέλεση από τις Κυπριακές αρχές προηγούμενης Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας έδειξε ότι οι ύποπτοι έχουν αποκτήσει ακίνητη περιουσία στην Κύπρο εδώ και αρκετά χρόνια όπου έχουν κατοικία. Θεωρούν θεμιτό να πιστεύουν ότι τα αναζητούμενα τεκμήρια είναι διαθέσιμα στα κτίρια που καταλαμβάνουν οι ύποπτοι.
(xiv) Γι’ αυτό ζητείται η έκδοση εντάλματος έρευνας της οικίας της Αιτήτριας στην εκεί καταγραφείσα διεύθυνση, στα υποστατικά της που βρίσκονται στον ίδιο χώρο και στα οχήματα που η ίδια χρησιμοποιεί «για ανεύρεση, περισυλλογή και φύλαξη» των ακόλουθων:
Ø Εξοπλισμός πληροφορικής: Επιτραπέζιοι υπολογιστές ή πύργοι (με τροφοδοσίας), φορητοί υπολογιστές
Ø Έξυπνα κινητά τηλέφωνα και ταμπλέτες
Ø Αφαιρούμενα μέσα αποθήκευσης και πολυμέσων: Εξωτερικοί σκληροί δίσκοι (HDD / SSD), κλειδιά USB, κλειδιά USB με δυνατότητα εκκίνησης, ντόγκλς (dongles), κάρτες SD ή microSD και οι προσαρμογείς (adapters) τους, δίσκοι (CD / DVD / Blu-ray)
Ø Διακομιστές και λύσεις αποθήκευσης δικτύου: NAS, περιβλήματα RAID, διακομιστές με δυνατότητα ρακ (rack) και εσωτερικές μονάδες δίσκου που αφαιρούνται (HDD/SSD) (εάν εντοπισθούν ξεχωριστά)
Ø Εξοπλισμός δικτύου και επικοινωνίας: Δρομολογητές (routers), μόντεμ, σημεία πρόσβασης και Βοχ/οικιακός αυτοματισμός/Διαδίκτυο των Πραγμάτων (ΙoT) (κάμερες IP, NVR/DVR)
Ø Μέσα πιστοποίησης και φυσικής ασφάλειας: Διακριτικά πιστοποίησης (authentication tokens) (Yubikey, άλλο κλειδί USB διακριτικών τράπεζας), έξυπνες κάρτες, πορτοφόλια υλικού (Ledger, Trezor, KeepKey, κ.λπ.) και τα κουτιά ή οι συσκευασίες τους, ντόγκλ (σε μορφή μηχανήματος/συσκευής η/και λογισμικού υλικού)
Ø Συσκευές πολυμέσων όπως ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές, κάμερες, ντρόουνς (drones) (με κάρτες μνήμης), συσκευές εγγραφής ήχου/βίντεο, έξυπνες τηλεοράσεις (Smart TV), φωνητικοί βοηθοί (Echo, Google Home)
Ø Κάρτες SIΜ και μέσα επικοινωνίας: Ξεχωριστές κάρτες SIM, προσαρμογείς, κουτιά SIM, εφεδρικά τηλέφωνα, τηλέφωνα μπέρνερ (burner)
Ø Όλα τα αξεσουάρ ή αναλώσιμα: πρωτότυπα κουτιά συσκευών που ενδέχεται να περιέχουν χαρτιά ανάκτησης (seed)
Ø Εξοπλισμός κρυπτονομισμάτων και εξόρυξης: εξέδρες εξόρυξης, κάρτες γραφικών με αριθμούς, τροφοδοτικά, ρακς (racks), έντυπα έγγραφα αναγνώρισης διευθύνσεων, χάρτινοι κωδικοί QR, κρυπτογραφικές κάρτες, κουπόνια και κουτιά/συσκευασίες μηχανημάτων/συσκευών
Ø Έγγραφα σε έντυπη μορφή
Για εντοπισμό δεδομένων και εγγράφων σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή που σχετίζονται με
Ø τους ιστότοπους που σχετίζονται με την υπό διερεύνηση υπόθεση
Ø τις εταιρείες που σχετίζονται με την υπό διερεύνηση υπόθεση
Ø τα φυσικά πρόσωπα που σχετίζονται με την υπό διερεύνηση υπόθεση
Ø τον τρόπο λειτουργίας της απάτης
Ø η διαδικασία για τη νομιμοποίηση των εσόδων που αποκτήθηκαν μέσω παράνομων ενεργειών
Ø χώρες που προσδιορίζονται ως χώρες εγκατάστασης υπόπτων στην υπό διερεύνηση υπόθεση, δομές που χρησιμοποιούνται για την τέλεση εγκλημάτων, θύματα, διαχειριστές κρυπτονομισμάτων, τραπεζικοί λογαριασμοί ή πληρωμές
Ø διαχείριση και χρήση κρυπτονομισμάτων
Ø τα στοιχεία του τρόπου ζωής των υπόπτων στην υπό διερεύνηση υπόθεση για τη διαπίστωση ασυνέπειας με το νόμιμο εισόδημά τους
Ø την αναγνώριση περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν ή ελέγχονται από τους υπόπτους στην υπό διερεύνηση υπόθεση ή των οποίων είναι οι πραγματικοί δικαιούχοι
Ø Εταιρική διακυβέρνηση και διαχείριση: Καταστατικά εταιρειών, Απόσπασμα από το εμπορικό μητρώο, μητρώο πρακτικών (γενικές συνελεύσεις, διοικητικά συμβούλια), μητρώο μετόχων, μητρώο κινήσεων τίτλων, εξουσίες και αναθέσεις (εντολές, υπογεγραμμένα πληρεξούσια), συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, υπεργολαβίες, έγγραφα νομικής αρχιτεκτονικής ή οργανόγραμμα (εταιρείες χαρτοφυλακίου (holding), θυγατρικές, διαχειριστής (trustee), έγγραφα για εσωτερικούς δικαιούχους και KYC
Ø Διαφήμιση και εμπορική διαχείριση της δραστηριότητας
Φυλλάδια, διαφημιστικά φυλλάδια, επενδυτικοί ιστότοποι (καταγραφές, μακέτες, κωδικοί QR), παρουσιάσεις PowerPoint ή αρχεία PDF που αποστέλλονται ότα θύματα, τηλεφωνικά κείμενα, οδηγοί για άμεσους πωλητές
Ø Επικοινωνία και χειραγώγηση των θυμάτων
SMS, αυτόματα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αποστέλλονται στα θύματα (εκστρατείες μάρκετινγκ), κανάλια Telegram ή WhatsApp που χρησιμοποιούνται για να πείσουν, αποδεικτικά στοιχεία μη ρεαλιστικών υποσχέσεων απόδοσης
Ø Λογιστική και οικονομική διαχείριση της δραστηριότητας: Λογιστικά έγγραφα και άλλα σχετικά έγγραφα, τραπεζικές καταστάσεις (όλοι οι λογαριασμοί, συναλλαγών / SWIFT), λογιστικά βιβλία (γενικό καθολικό, εφημερίδα, βοηθητικά), ισολογισμός και Λογαριασμοί κερδών και ζημιών (πρόσφατες περίοδοι), τιμολόγια πελατών και προμηθευτών (έντυπη και ψηφιακή έκδοση), έντυπα παραγγελίας, δελτία παράδοσης, συμβάσεις αγοράς/πώλησης, δελτία εξόδων, αποδείξεις, δικαιολογητικά, φορολογικές δηλώσεις (ΦΠΑ, ΑΦΜ, δηλώσεις κοινωνικής ασφάλισης), μισθοδοτικές καταστάσεις, μητρώα προσωπικού, συμβάσεις εργασίας, μητρώο παγίων περιουσιακών στοιχείων και αποδεικτικά στοιχεία απόσβεσης, οποιοδήποτε σημειωματάριο ή χειρόγραφο φύλλο με στοιχεία
Ø Τα χρησιμοποιούμενα τραπεζικά μέσα και μέσα πληρωμής
Επαγγελματικές (φυσικές) τραπεζικές κάρτες, εταιρικά βιβλιάρια επιταγών (συμπεριλαμβανομένων των heels), εντολές άμεσης χρέωσης και εξουσιοδοτήσεις άμεσης χρέωσης SEPA, πρόσβαση σε τραπεζικές συναλλαγές μέσω διαδικτύου (μάρκες, κάρτες πρόσβασης, κωδικοί σε έντυπα), εκτυπωμένα αρχεία RIB/1BAN ή τραπεζικών μεταφορών, τερματικά POS, αναγνώστες τραπεζικών καρτών, συμβάσεις πληρωμής (Stripe, PayPal, Adyen), Συμβάσεις τρεχούμενων λογαριασμών, λογαριασμοί τίτλων, λογαριασμοί καταθέσεων.
Ø Χρηματοοικονομικά αρχεία σε έντυπη η ψηφιακή
Λογισμικό λογιστικής, βάσεις δεδομένων και αρχεία εξαγωγής, κρυπτογραφημένα αντίγραφα ασφαλείας και εικόνες δίσκου, αρχεία χρέωσης, λογιστικά αρχεία, αρχεία καταγραφής συναλλαγών, ιστορικό πληρωμών, πρόσβαση σε υπηρεσίες cloud (Dropbox, Google Drive, OneDrive) που περιέχουν οικονομικά έγγραφα, αρχεία καταγραφής διακομιστών και εφαρμογές (ημερομηνίες/χρονικές σφραγίδες συναλλαγών), εμπορικοί. λογαριασμοί και πίνακες ελέγχου (αναγνωριστικά, ενεργές συνεδρίες)
Ø H υποδομή που χρησιμοποιείται και οι εξωτερικοί πάροχοι υπηρεσιών
Συμβάσεις και τιμολόγια από παρόχους πληροφορικής, παρόχους φιλοξενίας (hosting providers), παρόχους cloud (AWS, Azuré), αγορασμένοι «Υποψήφιοι Πελάτες» (λίστες διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αριθμοί τηλεφώνου), πρόσβαση σε φιλοξενούμενους λογαριασμούς και αρχεία καταγραφής (κονσόλα διαχειριστή, χρέωση cloud), συμβάσεις και πληρωμές σε παρόχους πληρωμών (PSP, ανταποκρίτριες τράπεζες)
Ø Λειτουργικά έξοδα: Πληρωμή ενοικίων γραφείου ή συνεργατικών χώρων για τηλεφωνικά κέντρα, τιμολόγια χονδρικής για εξοπλισμό πληροφορικής (υπολογιστές, τηλέφωνα, ακουστικά), πληρωμή μισθών, συμπεριλαμβανομένων κρυφών πληρωμών σε άμεσους πωλητές
Ø Πρόσβαση και έλεγχος ταυτότητας: Δικαιώματα πρόσβασης τράπεζας (bank access tokens) / OTP / VubiKeys συνδεδεμένα με επαγγελματικούς λογαριασμούς, πρόσβαση σε επαγγελματικά γραμματοκιβώτια (Exchange, Office365, GSuite), εταιρικοί διαχειριστές κωδικών πρόσβασης (KeePass, Bitwarden, εξαγωγές IPassword), ψηφιακά πιστοποιητικά, ιδιωτικά κλειδιά, ηλεκτρονική υπογραφή
Ø Λειτουργίες ξεπλύματος χρήματος
Αλληλογραφία με τρίτους (μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, μηνύματα, συνημμένα) σχετικά με μεταφορές, λίστες λογαριασμών δικαιούχων, υπεράκτιους λογαριασμούς, ασυνήθιστες οδηγίες μεταφοράς, εξηγήσιμες επαναλαμβανόμενες μεταφορές, έγγραφα που δείχνουν εικονικά σχήματα χρέωσης εταιρειών, αποδείξεις πληρωμών προς ή από ανταλλακτήρια κρυπτονομισμάτων
Ø Διατήρηση ή διαχείριση κρυπτονομισμάτων
Όλα τα φυσικά μέσα που επιτρέπουν τη διακράτηση κρυπτονομισμάτων (φυσικό πορτοφόλι τύπου Ledger) με συνδεδεμένους κωδικούς πρόσβασης και φράσεις ανάκτησης, σημειωματάρια, σημειώσεις, χειρόγραφα φύλλα (προτάσεις 12-24 λέξεων που μπορεί να μοιάζουν με SEED ή φράση ανάκτησης μιας διεύθυνσης πορτοφολιού), εκτυπώσεις, δημόσιων διευθύνσεων, επιβεβαιώσεις συναλλαγών, αποδείξεις ανταλλαγής, αντίγραφα εκτυπωμένων μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
Ø Η ταυτοποίηση και ο εντοπισμός οποιασδήποτε κινητής ή ακίνητης περιουσίας που ανήκει ή ελέγχεται από τους υπόπτους της υπό διερεύνηση υπόθεσης ή περιουσία στην οποία είναι δηλωμένοι ή φαινομενικοί δικαιούχοι
Ποσά σε μετρητά άνω των 1500 ευρώ ή ισότιμο σε ξένο νόμισμα, πολυτελή οχήματα (τιμολόγια, άδεια κυκλοφορίας, ασφάλιση, αξία), ακίνητη περιουσία (τίτλοι ιδιοκτησίας, αποδείξεις ενοικίου, χρηματοδότηση, αξία), σκάφη αναψυχής (τιμολόγια, συμβόλαιο, άδεια κυκλοφορίας, αξία), τραπεζικοί λογαριασμοί για καταθέσεις, αποταμιεύσεις ή οποιοδήποτε χρηματοοικονομικό προϊόν (αριθμός λογαριασμού, φύση λογαριασμού, συμφωνία λογαριασμού, υπόλοιπο λογαριασμού ή αξία εξαγοράς), πολύτιμη κινητή περιουσία, συμπεριλαμβανομένων ρολογιών, κοσμημάτων και έργων τέχνης και τα τιμολόγια αγοράς τους (συμπεριλαμβανομένων μετρητών, κρυπτονομισμάτων), τυχόν τιμολόγια για την αγορά πολύτιμης περιουσίας ή που αγοράστηκαν σε μετρητά ή κρυπτονομίσματα.
Ø Η αναζήτηση κλειδικών θυρίδων που κατέχονται σε τραπεζικούς ή χρηματοοικονομικούς φορείς,
Καθώς επίσης την ανεύρεση, περισυλλογή και φύλαξη των ακόλουθων περιουσιακών στοιχείων:
Ø Οποιουδήποτε ψηφιακού περιουσιακού στοιχείου (κρυπτονομίσματος) που εντοπιστεί κατά τη διάρκεια των ερευνών και είναι προσβάσιμο από οποιαδήποτε συσκευή ή υλικό που εντοπιστεί κατά τη διάρκεια των ερευνών
Ø Οποιουδήποτε χρηματικού ποσού που εντοπιστεί κατά τη διάρκεια της έρευνας, του οποίου η αξία είναι μεγαλύτερη από 1.500 ευρώ ή το ισόποσο σε ξένο νόμισμα και βρίσκεται στην κατοχή και ή τον έλεγχο και ή ανήκει στην Αιτήτρια
Ø Οποιασδήποτε κινητής περιουσίας που ανακαλύφθηκε κατά τη διάρκεια της έρευνας, γνωστής ή υποτιθέμενης αξίας άνω των 10.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων οποιουδήποτε αντικειμένου από χρυσό ή άλλο πολύτιμο μέταλλο, πολύτιμων λίθων, κοσμημάτων, έργων τέχνης ή οχημάτων που βρίσκεται στην κατοχή και ή τον έλεγχο και ή ανήκει στην Αιτήτρια, περιλαμβανομένου του οχήματος με αρ. εγγραφής …..,
καθώς επίσης και άλλα τεκμήρια που τυχόν εντοπιστούν και σχετίζονται με την πιο πάνω αναφερόμενη υπόθεση για διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων.
Τέλος, στον όρκο αναφερόταν ότι για τις έρευνες στις οικίες και υποστατικά των προσώπων, πλην της Αιτήτριας, η Αστυνομία είχε αιτηθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού το οποίο ενέκρινε την έκδοση ενταλμάτων έρευνας, μη εξουσιοδοτώντας την Αστυνομία να κατάσχει, κατά την εκτέλεση των ενταλμάτων, οποιοδήποτε χρηματικό ποσό, οχήματα, κοσμήματα ή άλλη κινητή περιουσία αξίας, ως ζητήθηκε, καθότι δεν δικαιολογείτο σύμφωνα με τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του, ήτοι την παρούσα ένορκη δήλωση και την Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας.
Ο πρώτος λόγος στον οποίο στηρίζεται η Αίτηση αφορά στο ότι η μαρτυρία δεν ήταν ικανή να διασυνδέσει τα αναζητούμενα αντικείμενα με τους χώρους στους οποίους ζητείτο η έρευνα.
Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του ΓΡ, Πολ. Έφεση Αρ. 4/2024, ημερ. 18.10.2024, λέχθηκαν τα εξής:
«…είναι αναγκαία η σύνδεση του αντικειμένου με την οικία για να δικαιολογείται δεόντως η έκδοση του εντάλματος έρευνας. Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Ανδρέου v. Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. Αρ. 103/2020, ημερ. 21.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:A164, στην οποία τονίστηκε η αναγκαιότητα προσδιορισμού και διασύνδεσης της έρευνας με συγκεκριμένο τόπο ή χώρο, όπως και με τη διερεύνηση συγκεκριμένου αδικήματος. Κρίνουμε χρήσιμη την παραπομπή στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 133/2018, ημερ. 17.12.2018, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 27 συνδέει το αντικείμενο το οποίο εύλογα πιστεύεται ότι συνδέεται με το ποινικό αδίκημα με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα. Το ζητούμενο, όμως, σε κάθε περίπτωση, όπως ορθά ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφορά στη μαρτυρία που απαιτείται να υπάρχει ώστε να θεμελιώνεται η αναγκαία διασύνδεση με τη συγκεκριμένη οικία για την οποία ζητείται το ένταλμα έρευνας. Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Αντωνίου (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 656, ελέχθη ότι κάθε περίπτωση κρίνεται στη βάση των δικών της ιδιαίτερων περιστατικών.»
Όπως λέχθηκε στις υποθέσεις Αναφορικά με την Αίτηση του Συνδέσμου για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1014 και Αναφορικά με την Αίτηση του Χαράλαμπου Σιακαλλή (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 282, το άρθρο 27 του Κεφ. 155 συνδέει τα αντικείμενα που εύλογα πιστεύεται ότι συνδέονται με ποινικό αδίκημα, με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι με το πρόσωπο του υπόπτου.
Η τεθείσα ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου μαρτυρία αποκάλυπτε ένα πολύπλοκο σχέδιο απάτης, μέσω ιστοσελίδων και άλλων ηλεκτρονικών μέσων, με τη δημιουργία ψεύτικων σελίδων κρυπτονομισμάτων, στις οποίες φαινόταν ότι οι επενδύσεις των χρηστών απέφεραν σημαντικά κέρδη, την υπεξαίρεση αυτών των κεφαλαίων μέσω εταιρειών και τη διενέργεια συναλλαγών και αγορών για ξέπλυμα αυτών των χρημάτων. Σε αυτό το σχέδιο, φαίνεται η συμμετοχή της Αιτήτριας ως ενός εκ των προσώπων τα οποία ήταν συνδεδεμένα με τις ψεύτικες ιστοσελίδες επενδύσεων σε κρυπτονομίσματα, από τις οποίες έλαβαν χρήματα και ακολούθως διοχέτευσαν αυτά σε άλλους λογαριασμούς και τα οικειοποιήθηκαν. Η δε εταιρεία Stolos Group Ltd, ανεξαρτήτως της ίδρυσης της στο Χονγκ Κονγκ, όπως φαίνεται από σχετικό τεκμήριο το οποίο παρουσιάζει η Αιτήτρια, φέρεται από το ίδιο τεκμήριο να έχει δηλωμένη ως διευθύντρια την Αιτήτρια και εν πάση περιπτώσει, με βάση τον όρκο, φέρεται να έχει χρησιμοποιηθεί από την Αιτήτρια για τη διενέργεια των κατ’ ισχυρισμό δόλιων συναλλαγών ως μέρος του όλου σχεδίου απάτης.
Αυτή η μαρτυρία για τον τρόπο δράσης της Αιτήτριας, μέσω της εν λόγω εταιρείας, ήταν ικανή να δημιουργήσει εύλογη υποψία περί σύνδεσης της με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.
Παράλληλα, στον όρκο επεξηγήθηκε επαρκώς ο τρόπος δράσης των προσώπων που εμπλέκονται στο όλο σχέδιο και κυρίως τα μέσα με τα οποία προέβησαν στις διάφορες ενέργειες τους. Αυτά αφορούν κυρίως σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και συναφή εξοπλισμό, καθώς επίσης και κινητά τηλέφωνα, κάρτες και άλλα έγγραφα τα οποία απαιτούνταν για τη δημιουργία λογαριασμών, τη διασύνδεση των εμπλεκόμενων προσώπων και λογαριασμών, την επικοινωνία μεταξύ των εμπλεκόμενων προσώπων και τη διαβίβαση και μεταφορά κεφαλαίων. Σύμφωνα πάντα με τον όρκο, αυτά τα αντικείμενα πρέπει να βρίσκονταν σε συνεχή και μόνιμη πρόσβαση και χρήση από τους εμπλεκόμενους, εξ ου και αναφέρθηκε πως αυτά θα πρέπει να βρίσκονται στους χώρους όπου διαμένουν ή αυτούς που χρησιμοποιούν. Ο κατ’ ισχυρισμό τρόπος δράσης περιλαμβάνει επίσης την ίδρυση εταιρειών και τη χρήση αυτών για τη μεταφορά χρημάτων, καθώς επίσης και το ξέπλυμα των χρημάτων μέσω μεταφοράς τους σε διάφορους λογαριασμούς και απόκτησης κινητής και ακίνητης περιουσίας.
Πρόκειται για αντικείμενα συνήθους και καθημερινής χρήσης, τα οποία, λόγω ακριβώς της ανάγκης συνεχούς πρόσβασης και χρήσης τους για σκοπούς του υπό αναφορά σχεδίου, λογικά θα βρίσκονταν εντός της οικίας, υποστατικών, γραφείων και οχημάτων των εμπλεκόμενων προσώπων. Περαιτέρω, οποιαδήποτε έγγραφα αναφορικά με την ίδρυση εταιρειών και τη διακίνηση και χρήση χρημάτων και πάλι λογικά θα βρίκονταν εντός των εν λόγω χώρων. Επομένως, οι χώροι στους οποίους ζητήθηκε η έρευνα εύλογα συνδέονται με τα αναζητούμενα αντικείμενα.
Η αναφορά στον όρκο πως «υπάρχουν σοβαρές ή συνεπείς ενδείξεις εναντίον των προσώπων και της εταιρείας που αναφέρονται πιο πάνω ότι συμμετείχαν στην τέλεση απάτης», και πως «οι αρχές της Γαλλίας θεωρούν θεμιτό να πιστεύουν ότι τα τεκμήρια που αναζητούνται είναι διαθέσιμα στα κτίρια που καταλαμβάνουν οι ύποπτοι» δεν οδηγούν σε μια απλή και ατεκμηρίωτη πεποίθηση, ως η εισήγηση της Αιτήτριας, αλλά στην εύλογη πιθανολόγηση πως η Αιτήτρια συνδέεται με τα αδικήματα και πως τα αναζητούμενα αντικείμενα βρίσκονται στους χώρους όπου αυτή διαμένει και χρησιμοποιεί. Υπενθυμίζεται ότι για σκοπούς έκδοσης εντάλματος έρευνας, δεν απαιτείται μαρτυρία με αποδεικτική αξία αλλά ικανή να δημιουργήσει εύλογη υποψία. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Α.Γ., Πολ. Έφεση Αρ. 15/2024, ημερ. 17.10.2024, «χαμηλό είναι το ύψος του πήχη που πρέπει να υπερπηδηθεί για τη δημιουργία σχετικής και εύλογης υπόνοιας και υποψίας προς τούτο, ως κατ’ επανάληψη έχουν ερμηνευτεί οι πρόνοιες του άρθρου 27 του Κεφ. 155». Περί εύλογων υπονοιών και υποψίας ο λόγος, ζήτημα που εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης (βλ. Παναγιώτου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1094 και Αντωνίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 656).
Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Σ.Σ. (2017) 1(Α) Α.Α.Δ. 464, η οποία αφορούσε ένταλμα έρευνα ηλεκτρονικών υπολογιστών και άλλων μέσων αποθήκευσης δεδομένων, η αναγκαιότητα προσδιορισμού και διασύνδεσης της έρευνας με συγκεκριμένο τόπο, όπως και με τη διερεύνηση συγκεκριμένου αδικήματος, είναι δεδομένη. Λέχθηκαν επίσης τα ακόλουθα:
«Το ζητούμενο, όμως, εν προκειμένω, αφορά τη μαρτυρία που απαιτείται να υπάρχει ώστε να θεμελιωθεί η αναγκαία διασύνδεση με την αναφερόμενη οικία ή υποστατικό. Όπως παρατηρεί ο Γεώργιος Μ. Πικής, με αναφορά στις πρόνοιες του Άρθρου 27 του Κεφ. 155, «η πιθανότητα ύπαρξης οποιουδήποτε τεκμηρίου στα υποστατικά, συνδεομένου με τη διάπραξη του αδικήματος, αποτελεί ικανοποιητικό λόγο για την έκδοση εντάλματος.» (Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 69). Περί πιθανότητας, λοιπόν, ο λόγος, η οποία, ασφαλώς, πρέπει να είναι εύλογη υπό τις περιστάσεις.
Εν προκειμένω, έστω και αν δεν έγινε ρητή αναφορά περί του ότι τα υπό αναζήτηση αντικείμενα βρίσκονταν στη συγκεκριμένη διεύθυνση, η διασύνδεση τέτοιων προσωπικών αντικειμένων καθημερινής, ατομικής χρήσης με την οικία του ατόμου, σε αντιδιαστολή με την περίπτωση της Σιακαλλής, αποτελεί καθ’ όλα εύλογη πιθανότητα.»
Στην υπόθεση Α.Γ. Πολ. Έφεση Αρ. 15/2024, ημερ. 17.10.2024, η οποία αφορούσε ένταλμα έρευνας για κινητά τηλέφωνα και σχετικές κάρτες κινητής τηλεφωνίας, αναγνωρίστηκε και πάλι πως, παρόλο που δεν γινόταν αναφορά στον όρκο ότι τα υπό αναζήτηση αντικείμενα βρίσκονταν στη συγκεκριμένη διεύθυνση διαμονής και στο όχημα του εκεί εφεσίβλητου, εντούτοις η διασύνδεση τέτοιων αντικειμένων καθημερινής χρήσης με την οικία και το όχημα αποτελούσε μια καθόλα εύλογη πιθανότητα.
Η περιγραφή των αναζητούμενων αντικειμένων, όπως καταγράφεται στο εκδοθέν ένταλμα και ανωτέρω, καταδεικνύει τόσο τη συγκεκριμένη περιγραφή διαφόρων αντικειμένων όσο και γενικά κατηγορία αντικειμένων και άλλων αντικειμένων που τυχόν ανευρεθούν και σχετίζονται με την υπόθεση.
Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Era Cyprus Ltd κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1051, το ένταλμα έρευνας θα πρέπει να είναι διατυπωμένο με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε η Αστυνομία να δύναται να εντοπίσει και παραλάβει τα πράγματα και αντικείμενα και να μην παρέχεται «ανεπίτρεπτα ευρεία διακριτική εξουσία ως προς το τι … θα μπορούσα να αναζητήσει και παραλάβει». Παράλληλα, όμως, ο προσδιορισμός στο ένταλμα των αιτούμενων πραγμάτων, ότι δηλαδή είναι αυτά που σχετίζονται με το συγκεκριμένο αδίκημα, όπως στην υπόθεση Χρυσάνθου κ.ά. (Αρ. 2) (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1175, το αδίκημα της πορνείας, κρίθηκε αρκετός και δεν χρειαζόταν να κατονομάζονται τα πράγματα που αναζητούσε η Αστυνομία για να μπορεί να τα εντοπίσει. Στην εν λόγω υπόθεση κρίθηκε ότι η λέξη «προσδιορισμός» δεν σημαίνει «να κατονομάζονται τα πράγματα στον όρκο ή στο ένταλμα», ως εισηγείται και εδώ η Αιτήτρια.
Χρήσιμη αναφορά γίνεται και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Α.Γ. (ανωτέρω) και στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Σύμφωνα με το άρθρο 27 του Κεφ. 155, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει σχετικό ένταλμα έρευνας σε σχέση με «οτιδήποτε» το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σχετίζεται με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό της διάπραξης ποινικού αδικήματος. Ο όρος «οτιδήποτε», ως περιλαμβάνεται στο πιο πάνω άρθρο, καταδεικνύει ότι ένα τέτοιο ένταλμα μπορεί να περιλαμβάνει, να αφορά και να περιγράφει διάφορα αντικείμενα. Εάν στο τέλος της ημέρας ήθελε καταδειχθεί ότι κάποιο ή κάποια από τα αναφερόμενα στο ένταλμα έρευνας αντικείμενα δεν συνδέονται ούτε συναρτώνται κατά τον τρόπο που οριοθετεί τούτο το άρθρο 27 του Κεφ.155 με κάποιο αδίκημα, και ως εκ τούτου λανθασμένα περιλήφθηκαν στο εν λόγω ένταλμα έρευνας, τούτο, δεν μπορεί από μόνο του και κατά τρόπο αυτοματοποιημένο, να συμπαρασύρει σε ακυρότητα το ένταλμα έρευνας στην ολότητά του. Παρά τις όποιες συνέπειες δυνατόν να συνεπάγεται μια εξέλιξη όπως η πιο πάνω, όσον αφορά τη δυνατότητα κατάσχεσης, αξιοποίησης ή χειρισμού των συγκεκριμένων αντικειμένων που η συμπερίληψη τους στο ένταλμα ήθελε καταδειχθεί ότι δεν δικαιολογείται, δεν βλέπουμε πως, από μόνη της και άνευ άλλου τινός, a-fortiori, θα μπορούσε να επιδράσει καθολικά στην ισχύ του συνόλου του εντάλματος, συμπαρασύροντας το ολόκληρο σε ακυρότητα, έστω και αν σ’ αυτό περιλαμβάνονται αντικείμενα που φαίνεται πράγματι να διασυνδέονται κατά τον τρόπο που προνοείται στο άρθρο 27 με τη διάπραξη κάποιου ποινικού αδικήματος. Αντίθετα, εφόσον δεν επηρεάστηκε από την έκδοση του μέρους που λανθασμένα ή καθ’ υπέρβαση της εξουσίας εκδόθηκε και νοουμένου, πάντα, ότι δεν προκλήθηκε βλάβη στα δικαιώματα του Καθ’ ου η Αίτηση, το μέρος του εντάλματος που εκδόθηκε εντός των πλαισίων της σχετικής εξουσίας του Δικαστή που το εξέδωσε, μπορεί να παραμείνει αλώβητο και ισχυρό. Με βάση το περιεχόμενο του εντάλματος, η περιγραφή των αιτούμενων αντικειμένων ήταν επαρκής για να προσδιορίσει τα υπό αναζήτηση πράγματα, αντικείμενα ή έγγραφα, ακόμα και για εκείνα τα οποία σχετίζονταν με την υπό εξέταση υπόθεση.»
Τόσο στον όρκο, όσο και στο εκδοθέν ένταλμα, γίνεται ρητή αναφορά στα αναζητούμενα αντικείμενα και στον σκοπό για τον οποίο ζητείται η έρευνα. Είναι προφανές ότι η έρευνα αποσκοπεί στον εντοπισμό στοιχείων που αφορούν και συνδέονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, ήτοι τον τρόπο οργάνωσης και υλοποίησης του σχεδίου και του χειρισμού και χρήσης των χρημάτων.
Το κατώτερο Δικαστήριο δεν ικανοποιήθηκε μόνο για την ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι η Αιτήτρια συνδέεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα αλλά και ότι «στα πιο πάνω προαναφερόμενα υποστατικά μπορούν να ανευρεθούν τα ανωτέρω τεκμήρια που συνδέονται με τα αδικήματα». Επομένως, το κατώτερο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στη διασύνδεση των αδικημάτων με την Αιτήτρια αλλά ικανοποιήθηκε και για τη διασύνδεση των αναζητούμενων αντικειμένων σε σχέση με τα εν λόγω αδικήματα με τους χώρους στους οποίους ζητείτο η έρευνα.
Αποτελεί θέση της Αιτήτριας πως το κατώτερο Δικαστήριο παρέλειψε να αιτιολογήσει τη διαφοροποίηση του από το προηγούμενο ένταλμα βάσει του ιδίου όρκου, με το οποίο δεν επετράπη η έρευνα για συγκεκριμένα αντικείμενα. Δεν υφίσταται τέτοια υποχρέωση στο Δικαστήριο να αιτιολογεί γιατί προβαίνει σε διαφορετική κατάληξη από άλλο ομόβαθμο Δικαστήριο του οποίου η απόφαση δεν είναι δεσμευτική. Άλλωστε, η προσβαλλόμενη απόφαση υπόκειται σε έλεγχο μέσω της υπό κρίση διαδικασίας.
Στον όρκο αναγράφεται πως αυτός τέθηκε ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου στις 20.10.2025 και ώρα 13:05, και στο ένταλμα αναγράφεται ότι αυτό εκδόθηκε την ίδια ημερομηνία και ώρα 13:20.
Η Αιτήτρια εισηγείται ότι το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε μηχανικά στην έκδοση του εντάλματος καθότι ο όρκος και τα συνημμένα σε αυτόν παραρτήματα αποτελούνταν από περίπου 50 σελίδες με έγγραφα και στα Αγγλικά και με πολύπλοκα γεγονότα και δεν ήταν δυνατό για το Δικαστήριο να διεξέλθει αυτών σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
Ο χρόνος τον οποίο έκαστος χρειάζεται να αναγνώσει και κατανοήσει ένα κείμενο είναι υποκειμενικός. Υπό τις περιστάσεις, με δεδομένη την πάροδο κάποιου χρόνου μεταξύ της αναγραφόμενης ώρας στον όρκο και αυτής στο ένταλμα και του ήδη διατυπωμένου περιεχομένου του εντάλματος, δεν αποκαλύπτεται ότι το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε αυτόματα και χωρίς προβληματισμό, πριν την έκδοση του εντάλματος. Σχετική είναι η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του A.D.S., Πολ. Έφ. Αρ. 340/2021, ημερ. 6.7.2023, στην οποία μάλιστα στον όρκο και στο ένταλμα αναγραφόταν η ίδια ακριβώς ώρα.
Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει διαφανεί ότι το κατώτερο Δικαστήριο αρκέστηκε στις αναφορές της ενόρκως δηλούσας αστυνομικού, αλλά προέβη στο δικό του συμπέρασμα με βάση την ένορκη δήλωση για την ικανοποίηση των προϋποθέσεων έκδοσης του εντάλματος. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Κυριάκου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολ. Έφεση Αρ. 355/2019, ημερ. 16.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A257 και ΣΣ (ανωτέρω).
Πριν την κατάληξη του Δικαστηρίου επί της παρούσας Αίτησης, κρίνεται σκόπιμο να λεχθεί πως οι εισηγήσεις της Αιτήτριας για την περαιτέρω μεταχείριση των αντικειμένων δεν αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση διαδικασίας, αλλά ενδεχομένως αντικείμενο άλλων δικαστικών διαδικασιών στο κατάλληλο στάδιο (βλ. Concrete Mix Limited v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 360 και Κυριακίδης v. Δημοκρατίας (1961) 1 R.S.C.C. 66).
Ως εκ τούτου η Αίτηση απορρίπτεται.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο