ΕΛΕΝΙΤΣΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ v. ΜΑΡΙΑΣ ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΥ, ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ HABIB SAID HISSIN, Πολιτική Έφεση Αρ. 283/2015, 17/11/2025
print
Τίτλος:
ΕΛΕΝΙΤΣΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ v. ΜΑΡΙΑΣ ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΥ, ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ HABIB SAID HISSIN, Πολιτική Έφεση Αρ. 283/2015, 17/11/2025

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 283/2015)

 

 

    17 Νοεμβρίου, 2025

 

 

[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

ΕΛΕΝΙΤΣΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ

 

Εφεσείουσας/Εναγόμενης

 

ν.

 

ΜΑΡΙΑΣ ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΥ, ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ HABIB SAID HISSIN, ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ, ΔYΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡ. 13/02/14

 

  Εφεσίβλητης/Ενάγουσας

 

 

.............................................................

 

 

κ. Α. Μελάς  για Κώστας Μελάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα

κ. Παπή (κα) με Κ. Καμπανέλλα για Νίκος Χρ. Αναστασιάδης & Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη. 

 

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τον Δικαστή Δαυίδ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΑΥΙΔ, Δ.: Με την υπό κρίση Έφεση η εφεσείουσα αμφισβητεί επιμέρους πτυχές της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (εφεξής «πρωτόδικο Δικαστήριο»), ημερομηνίας 21/07/2015, επί των συνεκδικασθέντων αγωγών Aρ.129/08 και 177/08, τις οποίες προώθησε εναντίον της η εφεσίβλητη.

 

Κρίνεται αναγκαία, για σκοπούς ευχερέστερης παρακολούθησης και κατανόησης των ζητημάτων που περιβάλλουν την παρούσα, η παράθεση, αδρομερώς έστω, της εξέλιξης των γεγονότων που περιβάλουν την υπό συζήτηση υπόθεση και η αναφορά στην πληθώρα δικαστικών διαδικασιών που προηγήθηκαν στο πλαίσιο της μακρόχρονης αντιδικίας των διαδίκων.  

 

Το μακρινό 1983, ειδικότερα στις 09/09/1983, συμφωνήθηκε γραπτώς μεταξύ της εφεσείουσας και της εταιρείας Hatem Investments Ltd (εφεξής «Hatem»), όπως η πρώτη παραχωρήσει σε μέλλοντα χρόνο τρία ακίνητα της στην τελευταία, υπό όρους και ανταλλάγματα. Μεταξύ αυτών, η Hatem είχε δικαίωμα κατοχής και αξιοποίησης των εν λόγω ακινήτων για σκοπούς ανέγερσης οικοδομών προς πώληση. Στη συνέχεια, δυνάμει γραπτής συμφωνίας, ημερ. 24/04/84, συμφωνήθηκε μεταξύ της εφεσείουσας και της Hatem, ως πωλητών, και του Habib Said Hissin (που διαδραμώντος του χρόνου απεβίωσε), ως αγοραστή, η πώληση μιας κατοικίας η οποία ανεγέρθηκε από τη Hatem εντός των δύο εκ των τριών πιο πάνω ακινήτων, έναντι συμφωνηθέντος ποσού, το οποίο καταβλήθηκε προς την τελευταία.

 

Συνεπεία ρήξης στις σχέσεις της εφεσείουσας και της Hatem, η εφεσείουσα ήγειρε την αγωγή Αρ.34/90 (Ε.Δ. Λεμεσού) εναντίον της Hatem, εξασφαλίζοντας απόφαση δια της οποίας ανέκτησε κατοχή των εν λόγω ακινήτων της, πλην της έκτασης της γης που πωλήθηκε δυνάμει της ως άνω αναφερόμενης συμφωνίας, ημερ. 24/04/84.

 

Εν τω μεταξύ, η σύζυγος και τότε διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντα Habib Said Hissin, καταχώρησε στο Ε.Δ. Λεμεσού την αγωγή Αρ.679/89, εναντίον της εφεσείουσας και της Hatem, μέσω της οποίας ζητούσε την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας ημερ. 24/04/84. Η εν λόγω αγωγή, τελικά αποσύρθηκε στις 11/04/94, άνευ βλάβης δικαιωμάτων.

 

Σε κατοπινό στάδιο, κατ’ αντιστροφή των ρόλων,  η εφεσείουσα μέσω της αγωγής Αρ.5965/96 που καταχώρησε εναντίον της διαχειρίστριας της περιουσίας του ως άνω αποβιώσαντα στο Ε.Δ. Λεμεσού, ζήτησε μεταξύ άλλων την ακύρωση της συμφωνίας πώλησης ημερ. 24/04/84, ανάκτηση της κατοχής της κατοικίας και αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας. Όλες οι απαιτήσεις της εφεσείουσας απορρίφθηκαν κατόπιν ακρόασης με σχετική απόφαση του Ε.Δ. Λεμεσού, η ορθότητα της οποίας επικυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 15/10/07, στην Πολ. Έφεση 288/05.

 

Παρεμβάλλεται ότι στο πλαίσιο της ως άνω αγωγής, η εφεσείουσα είχε αρχικά εξασφαλίσει, ερήμην, σχετική απόφαση, μετά την έκδοση της οποίας ζήτησε και πέτυχε τη διαγραφή του σχετικού πωλητηρίου εγγράφου από το μητρώο του Κτηματολογίου. Η εν λόγω, ερήμην εκδοθείσα  απόφαση εν τέλει παραμερίστηκε, κατόπιν αίτησης που υποβλήθηκε από την εφεσίβλητη, με την απόφαση για παραμερισμό της να επικυρώνεται σε κατοπινό στάδιο κατ’ έφεση με την απόφαση στην Πολ. Έφεση 11606, ημερ. 25/10/04. Μετά δε από σχετικά διαβήματα, η υπό συζήτηση συμφωνία πώλησης επανεγγράφηκε στα αρχεία του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λεμεσού.

  

Παρά τις προαναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις και διατάγματα, ο υιός της εφεσείουσας, με την έγκρισή της, εισήλθε παράνομα στην επίδικη κατοικία και προέβη σε αλλαγή κλειδαριών, παρεμποδίζοντας την πρόσβαση των νόμιμων κληρονόμων και της διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντα. Ακολούθησαν εκατέρωθεν αλλαγές κλειδαριών, παρεμπόδιση πρόσβασης στην κατοικία και ανταλλαγή σχετικής αλληλογραφίας μέσω των νομικών εκπροσώπων των εμπλεκόμενων. Αν και η εφεσείουσα εγκατέλειψε τελικά την κατοικία, κατόπιν της έκδοσης σχετικού προσωρινού διατάγματος, ημερ. 06/03/08 που εκδόθηκε στο πλαίσιο της αγωγής Αρ.177/08, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις από μέρους της  εφεσίβλητης, δεν προέβη στη ζητούμενη μεταβίβαση και εγγραφή της επίδικης κατοικίας επ’ ονόματι της διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντα.

 

Σε συνέχεια του ως άνω ιστορικού, η εφεσίβλητη, ως διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντα, συνεπεία της παράλειψης της εφεσείουσας να μεταβιβάσει την επίδικη κατοικία, καταχώρησε εναντίον της την αγωγή Αρ.129/08 (Ε.Δ. Λεμεσού), στην οποία περιέλαβε διάφορες αξιώσεις. Ως αυτές αποτυπώνονται στην πρωτόδικη απόφαση, αξίωνε:

« - Αναγνωριστική απόφαση ότι η συμφωνία ημερομηνίας 24.04.1984 είναι καθόλα έγκυρη και ισχυρή και ότι η Ενάγουσα δικαιούται σε ειδική εκτέλεση αυτής.

   - Αναγνωριστική απόφαση ότι η Εναγόμενη διατηρεί επ΄ ονόματι της την επίδικη κατοικία, ως θεματοφύλακας και/ή ως καταπιστευματοδόχος προς όφελος του αποβιώσαντα Hissin και/ή της περιουσίας του.

   - Διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η Εναγόμενη να προβεί στις απαραίτητες και αναγκαίες ενέργειες για τη δημιουργία ξεχωριστής εγγραφής της επίδικης κατοικίας στο μητρώο του Κτηματολογίου Λεμεσού.

   - Διαζευκτικά, απόφαση δια της οποίας να διορίζεται άλλο πρόσωπο, εξουσιοδοτημένο να υπογράφει, για λογαριασμό της Εναγόμενης, κάθε αναγκαία αίτηση ή έγγραφο ή να προβεί σε αναγκαίες ενέργειες με σκοπό τη δημιουργία ξεχωριστής εγγραφής επ' ονόματι του αποβιώσαντα ή της περιουσίας του.

    - Διάταγμα και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι, όλες οι δαπάνες και τα έξοδα που θα προκύψουν από τη διαδικασία δημιουργίας ξεχωριστής εγγραφής θα βαρύνουν την Εναγόμενη.

    - Διάταγμα και/ή απόφαση η οποία να διατάσσει την Εναγόμενη να μεταβιβάσει στο όνομα της Ενάγουσας την επίδικη κατοικία.

    - Αποζημιώσεις προς όφελος της Ενάγουσας, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η Ενάγουσα δε δικαιούται σε ειδική εκτέλεση της συμφωνίας ημερομηνίας 24.04.1984

 

Η εφεσείουσα, αρνούμενη τις σε βάρος της αξιώσεις, προέβαλε ταυτόχρονα Ανταπαίτηση, τόσο εναντίον της εφεσίβλητης όσο και εναντίον της Hatem, για οποιεσδήποτε τυχόν αποζημιώσεις ήθελε κριθεί ότι δικαιούται, ιδίως όσον αφορά το τίμημα πώλησης της επίδικης κατοικίας.

 

Παράλληλα, η εφεσίβλητη προχώρησε στην καταχώρηση και της αγωγής Αρ.177/08 (Ε.Δ. Λεμεσού), εναντίον της εφεσείουσας, ισχυριζόμενη παράνομη επέμβαση εκ μέρους της τελευταίας ή/και αντιπροσώπων της, αξιώνοντας διατάγματα άρσης της επέμβασης και  αποζημιώσεις, μεταξύ αυτών και παραδειγματικές.  

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε και αξιολόγησε τη μαρτυρία που προσκόμισαν και οι δύο πλευρές, προέβη σε ανάλογα συμπεράσματα και ευρήματα. Κατέληξε, όσον αφορά την αγωγή Αρ.29/08, αφενός ότι η υπό εξέταση συμφωνία πώλησης βρίσκεται σε ισχύ και αφετέρου, ότι βάσει των ενώπιον του στοιχείων, δημιουργήθηκε εξ επαγωγής εμπίστευμα προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας, η οποία εξακολουθεί να είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια των ακινήτων επί των οποίων βρίσκεται η επίδικη κατοικία. Το δίκαιο επιτάσσει, κατέληξε, τη μεταβίβασή της κατοικίας επ’ ονόματι της εφεσίβλητης, προχωρώντας στην έκδοση ανάλογων διαταγμάτων. Ταυτόχρονα απέρριψε τις σχετικές αξιώσεις της τελευταίας για ειδική εκτέλεση, ενόψει της μη συμπερίληψης της Hatem στην αγωγή ως διαδίκου. Ως προς την Ανταπαίτηση της εφεσείουσας, αυτή απορρίφθηκε στο σύνολό της.

 

Σε σχέση με την αγωγή Αρ.177/08, έκρινε ότι η εφεσείουσα κατείχε μέσω του υιού της παράνομα την κατοικία, για την περίοδο από 15/10/07 (ημερομηνία έκδοσης της απόφασης στην Πολ. Έφεση 288/2005) μέχρι 06/03/08 (ημερομηνία έκδοσης σχετικού προσωρινού διατάγματος στην αγωγή Αρ.177/08), επιδικάζοντας προς τούτο ονομαστικές αποζημιώσεις.

 

Η εφεσείουσα επιδιώκει την ανατροπή της προσβαλλόμενης απόφασης, προωθώντας τελικά, 8 λόγους έφεσης, αφού εγκατέλειψε τον λόγο που αφορούσε την απόρριψη της ανταπαίτησης (7ο λόγο έφεσης). Με τον 1ο λόγο έφεσης, προσβάλλει ως λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την θέση της περί δεδικασμένου, απορρέοντος από την αγωγή Αρ.5965/96, Ε.Δ. Λεμεσού.  Με τον 2ο λόγο έφεσης, προβάλλει ότι διαπιστώσεις, συμπεράσματα και γενικότερα η αξιολογική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, για διάφορα ζητήματα, όπως είναι οι  συνθήκες υπογραφής της συμφωνίας ημερ. 24/04/84 και της απόσυρσης της αγωγής Αρ.679/89, είναι λανθασμένα, αδικαιολόγητα και επισφαλή, χωρίς να δικαιολογούνται από την προσαχθείσα αξιόπιστη και αποδεκτή μαρτυρία. Ομοίως, με τον 3ο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως εσφαλμένη και αντίθετη με τους καθιερωμένους νομολογικούς κανόνες,  η αξιολόγηση του Δικαστηρίου αναφορικά με την μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Υ.1. Ο 4ος λόγος έφεσης, πραγματεύεται την ορθότητα του ευρήματος περί ύπαρξης στοιχείων που αποδεικνύουν τη δημιουργία εξ επαγωγής εμπιστεύματος προς όφελος της περιουσίας του αποβιώσαντα, ενώ με τον 5ο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα αμφισβητεί τα σχετικά συμπεράσματα ως προς τις συνθήκες κατάρτισης και την πραγματική φύση της συμφωνίας  ημερ. 24/04/84. Ο 6ος λόγος έφεσης, προτάσσει την εσφαλμένη κατά την εφεσείουσα απόρριψη του περιεχομένου των Τεκμηρίων 29, 30, 32, 38 και 39, ενώ με τον 9ο λόγο έφεσης προβάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση σε σχέση με το ζήτημα της κατοχής της επίδικης κατοικίας και συνακόλουθα με το ζήτημα της παράνομης επέμβασης. Τέλος, με τον 8ο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα διατείνεται ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι όλα τα έξοδα και δαπάνες που θα προκύψουν από τη διαδικασία δημιουργίας ξεχωριστής εγγραφής, θα πρέπει να βαρύνουν την ίδια.  

 

Στον αντίποδα των πιο πάνω, η εφεσίβλητη διαδηλώνει τη συμφωνία της με την πρωτόδικη κρίση και κατάληξη. Αμφισβήτησε και αντίκρουσε τους προβαλλόμενους λόγους έφεσης, υποστηρίζοντας ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθά και σύμφωνα με το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε υπόψη του και έγινε αποδεκτή.

 

Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις αναφορές, τις τοποθετήσεις,  τα επιχειρήματα και εισηγήσεις των πλευρών για τα ζητήματα που εγείρονται και απασχολούν στο πλαίσιο της παρούσας.

 

Κρίνεται σκόπιμη η εξέταση κατά προτεραιότητα του 1ου λόγου έφεσης, ο οποίος αφορά το εγερθέν ζήτημα του δεδικασμένου ενόψει της αγωγής Αρ.5965/96. Η κατάληξη του Δικαστηρίου επί του ζητήματος, δυνατόν να αποβεί καταλυτική για την πορεία της έφεσης, δυνάμενη από μόνη της να σφραγίσει την τύχη της. 

 

Βασικό επιχείρημα της εφεσείουσας, ως είχε τεθεί και αναπτυχθεί μεταξύ άλλων και στην πρωτόδικη διαδικασία, ήταν πως η  εφεσίβλητη όφειλε να αξιώσει, μέσω Ανταπαίτησης στην αγωγή Αρ.5965/96, τα όσα αξίωνε με τις αγωγές 129/2008 και 177/2008. Το προβαλλόμενο κώλυμα δεδικασμένου, προκρίνεται αντίθετα από την πλευρά της εφεσίβλητης, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, αφού δεν υπάρχει ταύτιση επίδικων θεμάτων μεταξύ της εν λόγω αγωγής και των δύο μεταγενέστερων αγωγών.  Επιπλέον, προβάλλεται, οι εξεταζόμενες αγωγές στηρίζονται σε μεταγενέστερα γεγονότα, τα οποία δεν θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί κατά την εκδίκαση της αγωγής Αρ.5965/96. Παραπέμπει προς τούτο στη μη συμμόρφωση της εφεσείουσας να παραδώσει κατοχή της κατοικίας και να προβεί σε όλα τα απαραίτητα διαβήματα για τη μεταβίβασή της, παρά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Πολ. Έφεση 288/05, όπως και στις επανειλημμένες εκκλήσεις της εφεσίβλητης προς τούτο, μέσω και σχετικών επιστολών.

 

Κώλυμα λόγω δεκασμένου είναι δυνατό να εγερθεί στις περιπτώσεις που ένα επίδικο γεγονός ενώ έχει αποφασιστεί δικαστικά με τελεσίδικο τρόπο, επανεμφανίζεται σε μεταγενέστερη δικαστική διαδικασία μεταξύ των ίδιων διαδίκων. Κώλυμα του είδους, είναι δυνατό να προκύπτει τόσο σε σχέση με την αιτία της αγωγής (cause of action estoppel) όσο και σε σχέση με το επίδικο θέμα (cause of issue estoppel) (βλ. Υπουργός Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ν. Θεοδόση Μυλωνά (2002) 1 Α.Α.Δ. 120, Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Παναγιώτου κ.α. (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 558, Θεοδώρου ν. Μάντη (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1036 και Halsbury' s Laws of England, 5th Edition, Vol. 12, par. 1169). Είναι χρήσιμο να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο κώλυμα - είτε λόγω απόφασης επί της ίδιας της αιτίας της αγωγής είτε λόγω απόφασης επί επίδικου θέματος - αφορά βασικά την αποτροπή κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας.

 

Η εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου προϋποθέτει ότι υπάρχει προγενέστερη τελεσίδικη απόφαση, ταύτιση των διαδίκων και της ιδιότητας τους καθώς και ταύτιση επιδίκων θεμάτων. Περαιτέρω, αποτελεί εδραιωμένη νομολογιακή αρχή, ότι ο κανόνας του δεδικασμένου και ειδικά το κριτήριο της ταύτισης των επίδικων θεμάτων, δεν περιορίζεται σε θέματα που είχαν εγερθεί και εξεταστεί στην πρώτη διαδικασία, αλλά καλύπτει κάθε θέμα που ήταν στενά συνυφασμένο με την πρώτη διαδικασία και το οποίο οι διάδικοι με λογική προσοχή και επιμελώς συμπεριφερόμενοι θα μπορούσαν να είχαν εγείρει, πλην όμως παρέλειψαν να το πράξουν (Theori and Others v. Djoni and Others [1984] 1 C.L.R. 296, Henderson v. Henderson [1843‑1860] 2 All E.R. 144 και Παμπορίδης v. Κτηματικής Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670).  Στις περιπτώσεις δηλαδή που ένας διάδικος είχε την ευχέρεια να προβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου ένα ζήτημα στα πλαίσια προγενέστερων διαδικασιών και δεν το έπραξε, είναι δυνατόν να αντιμετωπίσει τη γενικότερη αρχή του δεδικασμένου. Η τμηματική εκδίκαση των διαφορών κατ' επιλογή του διαδίκου και κατ' επέκταση η διαιώνιση τους, πλήττοντας έτσι την αρχή της τελεσιδικίας, δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτή από τα Δικαστήρια. Όπως χαρακτηριστικά σημειώθηκε στην Barquwi (2004) 1 Α.Α.Δ. 1, με παραπομπή σε σχετική επί ζητήματος νομολογία:  

«... το δεδικασμένο που απορρέει από προηγούμενη διαδικασία εκτείνεται και καλύπτει όχι μόνο «όσα προβλήθηκαν στην πρώτη διαδικασία αλλά [...] και εκείνα που θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί ως ενταγμένα στο πλαίσιο του αντικειμένου της, αλλά δεν προβλήθηκαν».  Με τον τρόπο αυτό προστατεύεται η δικαιοσύνη από αέναες διαδικασίες στις οποίες θα πρωταγωνιστούσε η ευρηματικότητα του διαδίκου».»

 

Των ως άνω λεχθέντων, θα πρέπει παράλληλα να επισημανθεί ότι η πιο πάνω αρχή, όπως και ο γενικότερος κανόνας του δεδικασμένου, δεν είναι άκαμπτη. Όπως συναφώς επισημάνθηκε στην Παμπορίδης ν. Κτηματικής Τραπέζης Λτδ. (1995) 1 Α.Α.Δ. 670:

«Στην υπόθεση Arnold v. NatWest Bank PLC [1991] 2 Α.C. 93 αποφασίστηκε πως όπου εξαιρετικές περιστάσεις δείχνουν ότι η άκαμπτη εφαρμογή των κανόνων ως προς το δεδικασμένο θα οδηγούσε σε αδικία ενώ, αντίστροφα, η παράκαμψη τους δεν θα απέληγε σε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, δικαιολογείται η συζήτηση θέματος σε νέα δικαστική διαδικασία έστω και αν αυτό το θέμα πράγματι αποφασίστηκε σε προηγούμενη ή ενώ δεν είχε προβληθεί για να αποφασιστεί, θα μπορούσε να είχε προβληθεί.  Η υπόθεση Arnold v. NatWest Bank PLC (ανωτέρω) δεν αφορούσε σε κώλυμα ως προς την αιτία της αγωγής αλλά σε κώλυμα ως προς επίδικο θέμα. Στην υπόθεση The "Indian Grace" (ανωτέρω) κρίθηκε ότι, κατ' εφαρμογήν της, ισχύουν τα ίδια και στην περίπτωση κωλύματος ως προς την ίδια την αιτία της αγωγής, σε σχέση όμως με θέμα που ενώ δεν αποφασίστηκε πράγματι, θα μπορούσε να είχε προβληθεί στο πλαίσιο της πρώτης διαδικασίας για να αποφασιστεί».

 

Στρεφόμενοι στα περιστατικά της παρούσας περίπτωσης, καθίσταται κατ’ αρχάς απαραίτητη η εξέταση της βασικής προϋπόθεσης περί ταύτισης των επίδικων θεμάτων της προγενέστερης αγωγής (5965/95) και των μεταγενέστερων αγωγών (129/08 και 177/08). Ως έχει ήδη σημειωθεί, η εφεσείουσα μέσω της αγωγής Αρ.5965/96, αξίωνε εναντίον της τότε διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντα:

«(α)  δήλωση κλπ. του δικαστηρίου ότι η συμφωνία ημερ. 24.4.1984 είναι άκυρη και/ή ακυρώθηκε νόμιμα και τελειωτικά,

(β)   ανάκτηση της κατοχής της έπαυλης,

(γ)   αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας,

(δ)   νόμιμους τόκους και έξοδα».

 

Βασικός ισχυρισμός της εφεσείουσας στην ως άνω διαδικασία, προκειμένου να στηρίξει την απαίτηση της, ήταν ότι η απόσυρση της αγωγής Αρ.679/89 από την εφεσίβλητη, ισοδυναμούσε με εγκατάλειψη των δικαιωμάτων της που απέρρεαν από τη συμφωνία πώλησης της έπαυλης ημερ. 24/04/1984, με αποτέλεσμα να επέλθει οριστικό τέλος της διαφοράς και των απαιτήσεων της εφεσίβλητης, τόσο εναντίον της ίδιας όσο και εναντίον της εταιρείας Hatem ως των πωλητών της έπαυλης, με την εφεσίβλητη να οφείλει να παραδώσει την κατοχή της γης και της έπαυλης. Το Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις και απαιτήσεις της εφεσείουσας, ενώ ως προς το ζήτημα της κατοχής ανέφερε ότι:

«Σε ό,τι αφορά την κατοχή της έπαυλης, βρίσκω ότι από τα ενώπιον μου στοιχεία τα οποία είναι παραδεκτά, η Εναγόμενη κατείχε την έπαυλη από το 1984 μέχρι τον Απρίλη του 1999, που η Ενάγουσα εκτέλεσε το Διάταγμα ανάκτησης κατοχής το οποίο είχε εξασφαλίσει ερήμην της Εναγομένης. Από τότε μέχρι τις 10.10.94 η κατοχή της έπαυλης περιήλθε στην Ενάγουσα. Από τις 11.10.2004 η έπαυλη, μετά από συμφωνία των μερών (παράγραφος 17 του Τεκμηρίου 6 και σελίδα 21 των πρακτικών), δεν κατοικείται από κανένα.»

 

Η ορθότητα της πιο πάνω απόφασης επικυρώθηκε κατ’ έφεση (Πολ. Έφεση 288/2005), με την απόφαση του εφετείου, ημερομηνίας 15/10/2007.

 

Η μεταγενέστερη αγωγή Αρ.129/2008, ουσιαστικά ήταν το αποτέλεσμα της παράλειψης της εφεσείουσας να μεταβιβάσει την επίδικη κατοικία, παρά την μεσολάβηση της έκδοσης της απόφασης του Δικαστηρίου, η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση, με την οποία αναγνωρίστηκε ότι η συμφωνία πώλησης είναι καθ’ όλα ισχυρή και νόμιμη, αλλά και της παράλειψης της εφεσείουσας να ενεργήσει ανάλογα, αγνοώντας κατ’ επανάληψη τις μεταγενέστερες εκκλήσεις τις εφεσίβλητης προς τούτο. Αγωγή, που πλέον αφορούσε αίτημα για ειδική εκτέλεση της συμφωνίας, καθώς και την αναγνώριση της δημιουργίας εξ’ επαγωγής εμπιστεύματος προς όφελος της περιουσίας του αποβιώσαντος.

 

Όσον αφορά την αγωγή Αρ.177/08, η απαίτηση βασίζεται σε παράνομη επέμβαση της εφεσείουσας επί της επίδικης κατοικίας, η οποία κατ’ ισχυρισμό συντελέστηκε μετά την έκδοση των δικαστικών αποφάσεων που πιο πάνω αναφέρονται και κατά παράβαση τους.

 

Ως εκ των ανωτέρω, η θέση των ευπαίδευτων δικηγόρων της εφεσίβλητης, ότι δεν υπάρχει ταύτιση των επίδικων θεμάτων και συνεπώς δεν πληρούνται, σωρευτικά, οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη του κωλύματος του δεδικασμένου, είναι ορθή.  Η απουσία ταύτισης των επίδικων θεμάτων των υπό έφεση αγωγών, με την προγενέστερη αγωγή, σε συνδυασμό με την τάξη πραγμάτων, ως διαμορφώθηκε μετά την έκδοση της απόφασης στην Πολ. Έφεση 288/05, στις 15/10/2007, η οποία δεν μπορούσε να τεθεί ως υπόβαθρο στην προγενέστερη διαδικασία, οδηγούν στην υιοθέτηση της θέσης ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση, δεν δύναται να στοιχειοθετηθεί κώλυμα δεδικασμένου.

 

Συνακόλουθα, ο 1ος λόγος έφεσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Στρέφοντας την προσοχή στους υπολοίπους λόγους έφεσης, εντοπίζεται ότι ο 2ος,  3ος, 4ος, 5ος, 6ος και 9ος  λόγοι έφεσης είναι μεταξύ τους συναφείς και ενίοτε αλληλοσυμπληρούμενοι, καθώς πραγματεύονται κατά βάση ζητήματα που σχετίζονται με την αποδοχή και την αξιολόγηση της μαρτυρίας ως έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είτε στοχεύουν συμπεράσματα και απολήξεις του τελευταίου που εδράζονται επί της τεθείσας υπόψη του μαρτυρίας.

 

Πάγια και καλά εδραιωμένη είναι η νομολογία επί του ζητήματος αξιολόγησης μαρτυρίας και κατάληξης εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχετικά ευρήματα, καθώς και της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη κρίση σε σχέση με αυτά. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δεν επεμβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός εάν αυτά, εξ αντικειμένου κρινόμενα, φαίνονται ανυπόστατα ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν βρίσκουν έρεισμα ή βρίσκονται σε αντίθεση με την προσαχθείσα μαρτυρία ή μέρη αυτής ή είναι καταφανώς εσφαλμένα. Εκεί όπου με βάση το σύνολο της μαρτυρίας, ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο άλλωστε είχε και την ευκαιρία να ακούσει και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά των μαρτύρων μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση σχετικά με την αξιοπιστία διαπιστώσεις, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Φραντζής κ.ά. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 254, Χατζήγαβριηλ ν. Ellinas Finance Public Company Limited (2013) 1 Α.Α.Δ. 668 και  Μιχαηλίδης ν. Οικονομίδη, Πολ. Έφ. Αρ.94/2013, ημερ. 30/6/2022), ECLI:CY:AD:2022:D288.

 

Στην  υπό συζήτηση περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, σταθμίζοντας ορθά τα ενώπιον του στοιχεία, τεκμήρια και έγγραφα, στο σύνολο τους, κατά τρόπο που συνάδει με σχετική επί του ζητήματος νομολογία, προέβη σε σχετικά ευρήματα. Έχοντας μελετήσει με προσοχή τόσο την απόφαση του Δικαστηρίου όσο και τις προβαλλόμενες θέσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων των διαδίκων, διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τους μάρτυρες εντός των καλά καθιερωμένων αρχών προς τούτο, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας τους, αντιπαραβάλλοντας την προς το περιεχόμενο άλλης προφορικής ή και έγγραφης μαρτυρίας που τέθηκε υπόψη του στη δίκη, υπό το φως των επίδικων θεμάτων ως αυτά προσδιορίζονται στα δικόγραφα. Δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Η εισήγηση της πλευράς της εφεσείουσας, κατά τον απόλυτο τρόπο που γίνεται κατανοητό ότι προωθείται, ότι δηλαδή εφόσον ένας μάρτυρας κρίθηκε αξιόπιστος το Δικαστήριο θα πρέπει να προβεί σε αντίστοιχα ευρήματα, είναι λανθασμένη. Το ζήτημα δεν λειτουργεί  ως αυτοματισμός. Υπάρχει προφανής διάκριση μεταξύ της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα και των ευρημάτων που το Δικαστήριο δύναται να καταλήξει. Το τελευταίο οφείλει, πέραν από το ζήτημα της αξιοπιστίας, να σταθμίσει την ενώπιον του τεθείσα μαρτυρία, στο σύνολό της, για να καταλήξει σε τελικά ευρήματα και συμπεράσματα (Kades v. Nicolaou and another (1986)1C.L.R. 212).

 

Ούτε το ειδικότερο παράπονο της εφεσείουσας για την μη αποδοχή του περιεχομένου συγκεκριμένων τεκμηρίων που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, ως εξ’ ακοής μαρτυρία, βρίσκει έρεισμα.  Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του ειδικότερου ζητήματος της βαρύτητας που θα μπορούσε να προσδοθεί στα συγκεκριμένα έγγραφα-τεκμήρια, συνάδει πλήρως με όσα προβλέπονται στο άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, για την αξιολόγηση της βαρύτητας που μπορεί να προσδοθεί σε εξ ακοής μαρτυρία.

 

Με δεδομένο ότι η αξιολόγηση εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως και η κατάληξη του στα ανάλογα ευρύματα, ως έχουν αποτυπωθεί στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν μπορούν να εκθεμελιωθούν, οι αντίστοιχες θέσεις της εφεσείουσας, ως προωθούνται μέσω των πιο πάνω λόγων έφεσης, δεν μπορούν να υιοθετηθούν.

 

Ως εκ των ανωτέρω και ο 2ος,  3ος, 4ος, 5ος, 6ος και 9ος  λόγοι έφεσης, αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.

 

Η εφεσείουσα, ως έχει τεθεί υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και έγινε αποδεκτό, μέσω αγωγής που καταχώρησε σε βάρος της Hatem (αγωγή Αρ.34/1990), εξασφάλισε την επιστροφή των ακινήτων που αφορούσε η συμφωνία της με την ως άνω εταιρεία, το μακρινό 1983. Έκτοτε, εξακολουθεί να είναι η ιδιοκτήτρια της επίδικης κατοικίας, πρωταγωνιστώντας σε πληθώρα δικαστικών διαδικασιών που αφορούσαν την τύχη, την ιδιοκτησία και την κατοχή της. Υπό το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν την περίπτωση, η κατάληξη του Δικαστηρίου να επιβαρυνθεί η εφεσείουσα τα έξοδα για την τιτλοποίηση του ακινήτου,  κρίνεται καθ’ όλα ορθή και δίκαιη.

 

          Συνακόλουθα, ούτε ο 8ος λόγος έφεσης φαίνεται να βρίσκει έρεισμα. Ως εκ τούτου αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Αναπόδραστη κατάληξη όλων των πιο πάνω, είναι ότι η υπό συζήτηση έφεση, στο σύνολό της,  δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και ως εκ τούτου αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

         Επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας έξοδα, ύψους €3.600-, πλέον  ΦΠΑ, αν υπάρχει.

 

 

      Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.              

                                                      

 

                                                        Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

         Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.       


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο