ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ.355/2015
17 Νοεμβρίου 2025
[Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
1. ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
2. ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΤΥΠΟΥ «ΚΡΟΝΟΣ» ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
Εφεσείοντες
ν.
ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΔΡΟΥΣΙΩΤΗ
Εφεσίβλητος
………………………………………..
Γ. Τριλλίδης, για Πολάκης Σαρρής & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Π. Παπαπέτρου (κα), για Σκορδής, Παπαπέτρου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα δοθεί από το Δικαστή Δαυίδ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΑΥΙΔ, Δ.: Δημοσίευμα στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος», στην έκδοση ημερομηνίας 25.03.2009 της εν λόγω εφημερίδας, αποτέλεσε το έναυσμα για τον Εφεσίβλητο να εγείρει αγωγή για δυσφήμηση, αξιώνοντας γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, τόκους και έξοδα. Το εν λόγω δημοσίευμα, που δημοσιεύτηκε στην στήλη υπό τον τίτλο «Κουίζ», στην 24η σελίδα της ως άνω εφημερίδας, ήταν το ακόλουθο:
«Ένας τύπος με το όνομα Μακάριος Δρουσιώτης, που δηλώνει δημοσιογράφος και ιστορικός ερευνητής, είναι τούρκος που χρησιμοποιεί ελληνικό ψευδώνυμο ή είναι Έλληνας που έχει όνειρο να γίνει γενίτσαρος, αλλά φοβάται το σουννέττι;»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας όλες τις γραμμές υπεράσπισης που είχαν προταχθεί από την πλευρά των εφεσειόντων, έκρινε ότι το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό για τον εφεσίβλητο, «τόσο στη βάση της φυσικής και συνήθους έννοιας των λέξεων ως και της τοις πάση στην κοινωνία γνωστής δευτερευούσης έννοιας τέτοιων χαρακτηρισμών που παραπέμπουν, κατά το ελάχιστο σε πρόσωπο μειωμένης εθνικής συνείδησης». Προχώρησε, στη συνέχεια, στην έκδοση απόφαση προς όφελος του εφεσίβλητου για το ποσό των €35,000 ως αποζημίωση για την διαπιστωθείσα δυσφήμηση, πλέον νόμιμο τόκο μέχρι εξόφλησης, διατάσσοντας ταυτόχρονα όπως τα έξοδα της διαδικασίας επιβαρυνθούν οι εφεσείοντες προς όφελος του εφεσίβλητου.
Η πρωτόδικη κατάληξη, δεν ικανοποίησε τους εφεσείοντες. Καταχώρησαν την υπό συζήτηση Έφεση, προβάλλοντας τρεις (3) λόγους Έφεσης. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι το επίδικο δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό για τον εφεσίβλητο (1ος λόγος Έφεσης), ότι εσφαλμένα δεν αποδέχθηκε την εφαρμογή της υπεράσπισης του έντιμου σχολίου για θέματα δημοσίου συμφέροντος, (2ος λόγος Έφεσης), και τέλος, ότι επιδίκασε υπερβολικά υψηλές αποζημιώσεις υπέρ του εφεσίβλητου (3ος λόγος Έφεσης).
Το επίδικο δημοσίευμα, υποστηρίζουν οι εφεσείοντες επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τις θέσεις που προέβαλαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν συνιστά κριτική για τον εφεσίβλητο αλλά χιουμοριστικό, σκωπτικό, σατιρικό και φιλοπαίγμον σχόλιο, για τις πολιτικές θέσεις του τελευταίου. Ως υπέδειξε ο ευπαίδευτος δικηγόρος τους, πρόκειται για δημοσίευμα κακόγουστο μεν, σατιρικό δε. Ο εφεσίβλητος, υποστηρίζουν, σατιρίστηκε με ένα τρόπο που θα μπορούσε να εκληφθεί ότι έφτανε μέχρι τη γελοιοποίηση και την χυδαιολογία («vulgar abuse»), πλην όμως δεν δυσφημίστηκε. Εν πάση περιπτώσει, το δημοσίευμα δεν έχει το επίπεδο σοβαρότητας που απαιτείται («threshold of seriousness»), για να μπορεί τελικά να απασχολήσει κατά πόσο υπήρξε ή όχι δυσφημιστικό. Γράφτηκε δε «εν βρασμώ ψυχής», έχοντας προηγηθεί τηλεοπτική εκπομπή στις 23.03.2009, στην οποία συμμετείχε ο εφεσίβλητος και ως αποτέλεσμα των όσων είπε σε αυτή. Ούτε έβλαψε τον εφεσίβλητο, αφού παρά τις όποιες περί του αντιθέτου αναφορές του τελευταίου, η επαγγελματική του πορεία όχι μόνο δεν ανακόπηκε αλλά ο ίδιος έλαβε στη συνέχεια περίοπτα πόστα και δημόσιες θέσεις.
Ακόμα και αν γίνει αποδεκτό ότι το δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό, υποστηρίζουν, τούτο αποτελεί έντιμο σχόλιο και όχι δήλωση γεγονότος. Παραπέμποντας στην πρωτόδικη διαπίστωση ότι ο εφεσίβλητος αποτελεί δημόσιο πρόσωπο, ενώ το δημοσίευμα αφορά ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, υποστηρίζουν ότι η κατάληξη πως το δημοσίευμα αποτελεί δήλωση γεγονότος, είναι αδικαιολόγητη. Δεν είναι δυνατόν σημειώνουν, οποιοσδήποτε αναγνώστης, να αναρωτηθεί εάν όντως ο εφεσίβλητος «είναι τούρκος που χρησιμοποιεί ελληνικό ψευδώνυμο ή είναι Έλληνας που έχει όνειρο να γίνει γενίτσαρος αλλά φοβάται το σουννέττι». Άλλωστε, συμπληρώνουν, πως γίνεται ένα ερώτημα που δεν έχει απάντηση, να αποτελεί δήλωση γεγονότος. Το πεδίο ανοχής σκληρής και απρεπούς γλώσσας για δημόσια πρόσωπα ως ο εφεσίβλητος, εισηγούνται, διευρύνεται, υποστηρίζοντας πως όσο πιο προκλητική είναι η δήλωση την οποία σχολιάζει μια εφημερίδα, τόσο πιο σκληρό και δυνατό μπορεί να είναι και το σχόλιο. Ο εφεσίβλητος, καταλήγουν, με αφορμή ένα κακόγουστο, τραβηγμένο και σαχλό «αστειάκι» τριών αράδων, το οποίο δεν ήταν δυνατό να προκαλέσει την παραμικρή ζημιά στην φήμη ή στην υπόληψη του, «επιχείρησε να λύσει το οικονομικό πρόβλημα της ζωής του απαιτώντας - και δυστυχώς λαμβάνοντας - ένα σοβαρότατο χρηματικό ποσό». Επί τούτου, παραπέμποντας σε σειρά αποφάσεων σχετικών με το αντικείμενο, υποστήριξε ότι αντιπαραβολή των επιδικασθέντων ποσών αποζημίωσης, καταδεικνύει με ευκολία το έκδηλα υπερβολικό της πρωτόδικης εκτίμησης επί του θέματος και το ασύμμετρο των επιδικασθέντων αποζημιώσεων στην υπό συζήτηση περίπτωση.
Στον αντίποδα των πιο πάνω, η πλευρά του εφεσίβλητου υποστηρίζει ότι το δημοσίευμα είναι καθόλα δυσφημιστικό για τον εφεσίβλητο, προσβάλλοντας μεταξύ άλλων την τιμή, την υπόληψη και την αξιοπρέπεια του. Απορρίπτοντας την θέση ότι παραπήρε στα σοβαρά ένα κακόγουστο και «ασόβαρο» κείμενο, παραπέμποντας σε σχετική μαρτυρία, υποδεικνύει ότι με τον ίδιο τρόπο εξέλαβαν το επίδικο δημοσίευμα και άλλοι άνθρωποι, διαφορετικής κοινωνικής θέσης και μόρφωσης. Η προσπάθεια δε της πλευράς των εφεσειόντων να πείσουν για τη χιουμοριστική και σατιρική διάθεση του δημοσιεύματος και ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα του εκνευρισμού κάποιου δημοσιογράφου που το «σκάρωσε πάνω στα νεύρα του», με δεδομένη τη μη προσκόμιση σχετικής μαρτυρίας ή στοιχείων προς υποστήριξη και επιβεβαίωση του, όχι μόνο δεν πείθει, αλλά δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη. Σημειώνοντας ότι δεν υπήρξε οποιοδήποτε έναυσμα ή και πρόκληση για την δυσφήμηση του εφεσίβλητου κατά τον πιο πάνω τρόπο, αποδίδει κακοβουλία στους εφεσείοντες, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι η γραμμή υπεράσπισης τους κατά την ακροαματική διαδικασία αποτελούσε ανεπίτρεπτη προσπάθεια να μετατρέψουν την υπόθεση σε δίκη εναντίον του εφεσίβλητου.
Υποστηρίζοντας την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το επίδικο δημοσίευμα δεν συνιστούσε καλόπιστο, εύλογο και έντιμο σχόλιο επί ζητήματος δημοσίου συμφέροντος, σημειώνει πως για την επιτυχή προώθηση της υπεράσπισης του έντιμου σχολίου, προϋποτίθεται η ύπαρξη υπόβαθρου γεγονότων το οποίο να αναφέρεται στο εκάστοτε υπό συζήτηση θέμα. Αποτελεί θέση του εφεσίβλητου ότι το επίδικο δημοσίευμα δεν περιέχει σχόλια, παρά μόνο υβριστικούς και δυσφημιστικούς χαρακτηρισμούς για τον ίδιο, χωρίς αναφορά σε οποιαδήποτε γεγονότα. Ούτε υπάρχει στο δημοσίευμα οτιδήποτε που να παραπέμπει σε χιουμοριστική ή φιλοπαίγμονα διάθεση. Το γεγονός δε ότι το επίδικο δημοσίευμα έγινε με ερωτηματικό, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση πραγμάτων ούτε μετατρέπει το άκρως δυσφημιστικό νόημα του. Παραπέμποντας τέλος στους παράγοντες που προσδιορίζουν το μέτρο των αποζημιώσεων, υποδεικνύοντας ότι οι αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψαν οι εφεσείοντες δεν μπορούν να προσφέρουν καθοδήγηση επί του ζητήματος, αφού τα γεγονότα και οι περιστάσεις τους δεν μπορούν να συσχετιστούν και να συγκριθούν με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και το δυσφημιστικό δημοσίευμα που αυτή αφορά, υποστηρίζει ότι οι επιδικασθείσες αποζημιώσεις είναι καθόλα ορθές και δικαιολογημένες.
Το αστικό αδίκημα της δυσφήμησης, έχει κωδικοποιηθεί στην κυπριακή έννομη τάξη, μέσω του άρθρου άρθρο 17 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, δυσφημιστικό είναι το δημοσίευμα που μεταξύ άλλων τείνει να βλάψει την υπόληψη κάποιου άλλου προσώπου ή να τον επηρεάσει δυσμενώς ή να τον μειώσει στα μάτια τρίτων ή που ενδέχεται να τον εκθέσει σε γενικό μίσος, περιφρόνηση, χλευασμό ή που δύναται να προκαλέσει την αποστροφή ή την αποφυγή του από τους άλλους.
Το κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό ή όχι, αποτελεί ζήτημα πραγματικό. Δεν εξαρτάται δηλαδή από το πώς το εκλαμβάνει ο ενάγοντας ή τις προθέσεις του εναγόμενου, αλλά πώς οι λέξεις ή το κείμενο ή το σχετικό υλικό, μερικώς ή στην ολότητα του, μπορεί να εκληφθεί από τον μέσο, συνηθισμένο και λογικό άνθρωπο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας το ζήτημα με παραπομπή σε σχετική νομολογία, κατέληξε ότι το επίδικο δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό, απορρίπτοντας ουσιαστικά την εισήγηση ότι επρόκειτο περί κακόγουστης σάτιρας, και ότι ενέπιπτε στην κατηγορία των εξωπραγματικών δημοσιευμάτων, τα οποία δεν θα μπορούσαν να κριθούν αρκούντως σοβαρά και άξια ουσιαστικής αντιμετώπισης, ώστε να μπορούν να είναι δυσφημιστικά. Στο ερώτημα κατά πόσο παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας θίγοντας ανεπίτρεπτα την τιμή ή την υπόληψη του ενάγοντα έθεσε το ζήτημα ως εξής:
«Η απάντηση, πιστεύω, δεν μπορεί παρά να είναι θετική. Είμαι της άποψης ότι ακόμη και να υπήρχε υπόβαθρο γεγονότων, τα όσα αναφέρονται στο δημοσίευμα ουδόλως μπορούν να θεωρηθούν είτε ότι αποτελούν σοβαρή κριτική του ενάγοντα ή των θέσεων του, είτε ότι αποτελούν ακραία έστω σάτιρα αυτών. Ούτε μπορούν να εμπίπτουν στην κατηγορία των τόσο ασόβαρων ή εξωπραγματικών δημοσιευμάτων τα οποία δεν θα μπορούσαν να κριθούν άξια ουσιαστικής αντιμετώπισης ώστε να μπορούν να είναι δυσφημιστικά. Με τα δεδομένα τόσο της υπόθεσης, αλλά και της Κυπριακής πραγματικότητας στη σύγχρονη αλλά και μη ιστορία της, θέσεις και χαρακτηρισμοί ως αυτοί του υπό κρίση δημοσιεύματος θίγουν προφανώς την τιμή και υπόληψη του ενάγοντα υποβάλλοντας τον ενδεχομένως σε μίσος, περιφρόνηση και χλευασμό από το μέσο λογικό αναγνώστη.».
Για να καταλήξει στη συνέχεια ότι:
«… και στην υπόθεση μας, το υπό κρίση δημοσίευμα δεν μπορεί παρά να επιδέχεται μόνο δυσφημιστικής για τον ενάγοντα έννοιας τόσο στη βάση της φυσικής και συνήθους έννοιας των λέξεων ως και της τοις πάση στην κοινωνία γνωστής δευτερευούσης έννοιας τέτοιων χαρακτηρισμών που παραπέμπουν, κατά το ελάχιστο σε πρόσωπο μειωμένης εθνικής συνείδησης.»
Κεντρικό αντικείμενο του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης είναι η προστασία της υπόληψης και της φήμης ενός προσώπου. Η φήμη και η υπόληψη κάποιου προσώπου, σχετίζονται άρρηκτα με την κοινωνική αξιολόγηση κάποιου προσώπου από άλλα πρόσωπα, την εντύπωση δηλαδή που έχει για κάποιο άτομο, το κοινωνικό σύνολο ή μερίδα του, ειδικότερα ο μέσος συνετός άνθρωπος. Παράλληλα, δεδομένη είναι η σπουδαιότητα του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου, της λήψης και μετάδοσης πληροφοριών και ιδεών. Είναι γι’ αυτό το λόγο που η εξασφάλιση και η διατήρηση της ελευθερίας έκφρασης, και μέσω του τύπου, είναι κεφαλαιώδους σημασίας σε μια σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία. Ως σημειώθηκε μεταξύ άλλων στην υπόθεση Μακάριος Δρουσιώτης v. Νικόλας Παπαδόπουλος (2012) 1 Α.Α.Δ. 102, με μια ελεύθερη και τολμηρή δημοσιογραφία είναι δυνατό να διορθωθούν πολλά κακώς έχοντα σε μια σύγχρονη κοινωνία.
Η εξισορρόπηση δικαιωμάτων που διασφαλίζονται τόσο από το
Σύνταγμα της Δημοκρατίας όσο και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, όπως το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης αφενός και της προάσπισης της αξιοπρέπειας και της τιμής του ανθρώπου αφετέρου, αποτελεί αναγκαιότητα για τα Δικαστήρια. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η σύγχρονη τάση είναι ο «περιορισμός» του δικαιώματος της φήμης προς όφελος του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης αποδίδοντας στο τελευταίο ιδιαίτερη αξία. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις που αφορά δημόσια πρόσωπα και ευρύτερα το δημόσιο συμφέρον. Η ελευθερία της έκφρασης, όπως υποδεικνύεται στις Εκδ. Αρκτίνος Λτδ v. Παπαευσταθίου (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 856, συνιστά ένα από τα ουσιαστικά θεμέλια της δημοκρατικής κοινωνίας και μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την πρόοδο της. Αυτό απαιτεί ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία.
Είναι γεγονός ότι η σάτιρα, ως γενικό θέμα αρχής, δεν συνιστά δυσφήμιση, όσο ενοχλητική και αν είναι. Ομοίως η απλή ύβρις, από μόνη της, με δεδομένο ότι η εκστόμιση της γίνεται όχι με πρόθεση μείωσης της υπόληψης ενός προσώπου στα «μάτια» της κοινωνίας, δεν συνιστά δυσφήμιση. Ούτε ένα καταφανώς εξωπραγματικό δημοσίευμα, το οποίο κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να πάρει στα σοβαρά (Κουτσού v. Μικελλίδης κ.ά. (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1256, Εκδόσεις Αρκτίνος ΛΤΔ κ.α v. Ζαχαρία Κουλία, Πολ. Έφεση 125/2013, ημερομηνίας 04.06.2019, ECLI:CY:AD:2019:A216 και New Times Inc. v. Isaacks (Ανώτατο Δικαστήριο του Τέξας, Αρ. 03-0019, 3 Σεπτεμβρίου 2004). Ωστόσο, το γεγονός ότι ένα δημοσίευμα παρουσιάζεται ως σάτιρα ή ως χιούμορ, δεν το εμποδίζει να είναι παράλληλα και δυσφημιστικό. Δυσμενείς χαρακτηρισμοί που τελικά συνεπάγονται αδικαιολόγητο επηρεασμό της υπόληψης κάποιου, μπορεί να αποτελέσουν δυσφήμιση. Η σάτιρα μπορεί να μετατραπεί σε δυσφήμιση στην περίπτωση που ο μέσος συνετός αναγνώστης καταλήγει ότι σκοπός της δεν ήταν απλώς η υπερβολή και το χιούμορ, αλλά ο κοινωνικός αποκλεισμός του παραπονούμενου και η δυσφήμηση του μέσω παράθεσης αναληθών γεγονότων και όχι μέσω αξιολογικών κρίσεων που έχουν πάρει τη μορφή σάτιρας και χιούμορ. Ομοίως, στην περίπτωση που η ύβρις χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένο πλαίσιο και κατά τρόπο που να καταδεικνύει το σκοπό του προσώπου που την εκστομίζει, να μειώσει μέσω της την υπόληψη και την επαγγελματική φήμη κάποιου, έστω και αν χρησιμοποιείται ο μανδύας της ύβρεως ή της υπερβολής, αποτελεί δυσφήμιση.
Είναι γεγονός ότι η γραμμή μεταξύ της κοροϊδίας και της δυσφήμισης, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να είναι δύσκολο να τεθεί. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι το χιούμορ πρέπει να επιτρέπεται, να αστειεύονται δηλαδή οι άνθρωποι μεταξύ τους, χωρίς τον φόβο της δικαστικής διένεξης και δίωξης, είναι ένα πράγμα να κοροϊδεύεις κάποιον και εντελώς ξεχωριστό να τον εκθέτεις σε δυσφήμιση. (Berkoff v. Burchill [1996] 4 All ER 1008 και Θεμιστοκλέους v. Κουλία (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 76).
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε που να ανατρέπει την ορθότητα της προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και της κατάληξης του επί του συζητούμενου. Η καταγραφή στο επίδικο δημοσίευμα κατά τον πιο πάνω τρόπο, ότι ο εφεσίβλητος «είναι Τούρκος που χρησιμοποιεί ελληνικό ψευδώνυμο ή είναι Έλληνας που έχει όνειρο να γίνει γενίτσαρος αλλά φοβάται το σουννέττι» δεν βλέπουμε πως θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή από το συνετό άνθρωπο μόνο ως σάτιρα έστω και του χειρίστου είδους, χωρίς παράλληλα να μειώνει και να πλήττει την φήμη και την υπόληψή του. Τόσο η φυσική έννοια των λέξεων, όσο και ο δυσφημιστικός υπαινιγμός που αυτές δημιουργούν, ικανοποιούν τις προϋποθέσεις για την κατάταξη του δημοσιεύματος στην κατηγορία των δυσφημιστικών.
Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το συγκεκριμένο δημοσίευμα λειτουργούσε δυσφημιστικά για τον εφεσίβλητο, είναι καθόλα ορθή.
Συνακόλουθα ο 1ος λόγος έφεσης, αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Για να πετύχει η υπεράσπιση του εύλογου και έντιμου σχολίου, θα πρέπει να καταδειχθεί ότι οι επίδικες αναφορές αποτελούν σχόλιο, επί ζητήματος δημόσιου ενδιαφέροντος και όχι παράθεση γεγονότος. Στο δημοσίευμα θα πρέπει να παρατίθενται τα συγκεκριμένα γεγονότα επί των οποίων ο συγγραφέας επιθυμεί να προβεί σε σχόλιο ή τουλάχιστο να παραπέμπει σε αυτά, έστω κατά τρόπο γενικό. Κατά τρόπο δηλαδή που ο αναγνώστης να μπορεί ο ίδιος να αποφασίζει για το βάσιμο ή όχι του σχολιασμού (Αντρέα Πετρίδη v. Εκδοτικού Οίκου Δίας Λτδ κ.α. (2013) 1 Α.Α.Δ. 1464 και Μαυρίδης v. Παπαδόπουλου (2006) 1 Α.Α.Δ. 136). Στην περίπτωση που καταδειχθεί ότι το σχόλιο δεν έγινε έντιμα ή ότι αυτό έγινε κακόβουλα, τότε η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου, εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί να επιτύχει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμποντας σε σχετική επί του θέματος νομολογία, απορρίπτοντας τη σχετική εισήγηση υπέδειξε πως:
«Με βάση τις πιο πάνω αρχές, καθίσταται ξεκάθαρο ότι η εν λόγω υπεράσπιση δεν μπορεί να επιτύχει. Μπορεί το θέμα στο οποίο παραπέμπει το δημοσίευμα (εθνικό θέμα) να είναι ασφαλώς θέμα δημοσίου συμφέροντος, όμως από εκεί και πέρα η υπεράσπιση καταρρέει.
Πουθενά δεν υπάρχει η ελάχιστη παράθεση πραγματικού υποβάθρου ώστε τα λεγόμενα με το δημοσίευμα να μπορούσαν να εκληφθούν ως συνιστώντα σχόλιο και όχι δήλωση γεγονότων. Η δικογράφηση των σχετικών λεπτομερειών δεν είναι αρκετή. Η δε πρόθεση των εναγομένων ως προς τη δημοσίευση παραμένει στο επίπεδο της δικογραφίας και της αγόρευσης του συνηγόρου των, χωρίς την παράθεση οποιασδήποτε μαρτυρίας.»
Η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου, δικαίως εκλαμβάνεται ως απότοκο και έκφανση της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης. Τούτο, δεν εξυπακούει ότι αυτή η ελευθερία λόγου και έκφρασης είναι ανεξέλεγκτη και, κατ’ επέκταση ανέλεγκτη. Θα πρέπει να εναρμονίζεται με άλλα, θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, επίσης συνταγματικώς κατοχυρωμένα, όπως είναι η υπόληψη και η καλή φήμη των άλλων (Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ v. Χαράλαμπου Λεωνίδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 550). Περαιτέρω προϋποθέτει το σχόλιο να γίνεται επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος, στη βάση υπαρκτού υπόβαθρου γεγονότων που εύλογα και έντιμα, χωρίς κακοπιστία, θα το δικαιολογούσε (Χριστοδούλου v. Αυξεντίου, (2026) 1 Α.Α.Δ. 705).
Στην υπό συζήτηση περίπτωση, εντοπίζεται ότι στο ίδιο το δημοσίευμα ελλείπει οποιαδήποτε αναφορά ή έστω νύξη σε οποιαδήποτε γεγονότα. Ουσιαστικά αποτελούσε το ίδιο δήλωση γεγονότων η οποία προωθήθηκε με υποβολή ερωτήματος όχι αν συμβαίνει το ένα ή το άλλο στα οποία αναφερόταν, αλλά ποιο από τα δύο συμβαίνει. Το γεγονός άλλωστε ότι η δήλωση προωθείτο μέσω ερωτήματος δεν διαφοροποιεί την κατάσταση πραγμάτων και το νόημα του δημοσιεύματος (The Lord McAlpine of West Green v. Sally Bercow [2013} WHC 1342 (QB). Το γεγονός ότι τα αναφερόμενα στην εκπομπή, ημερομηνίας 23.03.2009, τέθηκαν τελικά υπόψη του Δικαστηρίου (τεκμήριο 8), πέραν της χρονικής εγγύτητας που εντοπίζεται μεταξύ της ημερομηνίας της εκπομπής και της δημοσίευσης, δεν αποκαλύπτουν με ανάλογη προς τούτο μαρτυρία, ότι πράγματι το δημοσίευμα ήταν το αποτέλεσμα του εκνευρισμού του συντάκτη του, από όσα άκουσε τον εφεσίβλητο να αναφέρει στην εκπομπή. Οι όποιες αναφορές και θέσεις επί του ζητήματος παρέμειναν δικογραφημένοι ισχυρισμοί, χωρίς να παρουσιαστεί σχετική επί τούτου μαρτυρία, δυνάμενη, αφού κριθεί αξιόπιστη, να υιοθετηθεί.
Είναι προφανές από τα πιο πάνω ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση το επίδικο δημοσίευμα δεν αποτελούσε σχόλιο αλλά μειωτικούς και υβριστικούς για τον εφεσίβλητο χαρακτηρισμούς οι οποίοι στόχευαν στον διασυρμό και τη δυσφήμιση του.
Ως εκ των ανωτέρω και ο 2ος λόγος έφεσης δεν μπορεί να έχει ευτυχή κατάληξη και απορρίπτεται.
Το ποσό των αποζημιώσεων που καθόρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, προσβάλλεται ως υπερβολικό. Τούτο, ως προκρίνεται, ενόψει της λανθασμένης καθοδήγησης του Δικαστηρίου σε σχέση με τις αρχές και τους παράγοντες που προσδιορίζουν το μέτρο των αποζημιώσεων. Ο εφεσίβλητος, υποδεικνύεται, ουδεμία προσωπική και επαγγελματική ζημιά υπέστη ως αποτέλεσμα του δημοσιεύματος, αφού επαγγελματικά τουλάχιστο η πορεία του ήταν ανοδική.
Όπως σημειώθηκε καταληκτικά στην υπόθεση Αλήθεια Εκδ. Ετ. Λτδ v. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 2850:
«Η υπόσταση του ανθρώπου είναι συνυφασμένη με την υπόληψη του στην κοινωνία. Προσβολή της υπόληψης συντελεί στον κοινωνικό εξοστρακισμό και συγχρόνως αποτελεί δοκιμασία για τα αισθήματα του ανθρώπου. Η αποζημίωση είναι το μέσο που παρέχει ο νόμος για την αποκατάσταση του δυσφημισθέντα.»
Ως άλλωστε από μακρού χρόνου έχει διακηρυχθεί: «Η υπόληψη του πολίτη, ως ανεξάρτητη και αυτοτελής ανθρώπινη ύπαρξη, απέκτησε σήμερα, και πολύ ορθά, αυξημένη εκτίμηση, που διασφαλίζεται και στο γραπτό δίκαιο. Τραυματισμός αυτής της υπόληψης επιφέρει την ανάλογη αποκατάσταση της» (ΔΙΑΣ Λτδ κ.ά v. Ναθαναήλ (1993) 1 Α.Α.Δ.893).
Το μέτρο των αποζημιώσεων σε περιπτώσεις του είδους συναρτάται με τη φύση, τον χαρακτήρα και την έκταση της προσβολής της υπόληψης ενός ανθρώπου (Αλήθεια Εκδοτ. Εταιρεία Λτδ v. Αλωνεύτη (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1863).
Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις θέσεις των εφεσειόντων επί του ζητήματος. Δεν υιοθετούμε την εισήγηση περί απόκλισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου από τις καλά καθιερωμένες αρχές προσδιορισμού της αποζημίωσης σε περιπτώσεις του είδους. Αντίθετα, παρουσιάζεται με επιμέλεια να συνεκτίμησε όλα εκείνα τα στοιχεία και παράγοντες που θα μπορούσαν να το καθοδηγήσουν επί του ζητήματος.
Ως ορθά ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων σημείωσε, σε υποθέσεις δυσφήμισης, το Εφετείο δεν επεμβαίνει συχνά στον καθορισμό του ύψους των αποζημιώσεων. Κάτι τέτοιο, χωρεί μόνο στις περιπτώσεις που το επιδικασθέν ποσό «συνιστά καθ’ ολοκληρία εσφαλμένη εκτίμηση της ζημίας που υπέστη ο δυσφημισθείς» (Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ v. Αλωνεύτη (ανωτέρω)).
Η κατάληξή του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδώσει ως αποζημίωση, ποσό που παρουσιάζεται να κινείται στα ψηλότερα επίπεδα της κλίμακας των αποζημιώσεων που επιδικάζονται σε υποθέσεις του είδους, δεν βλέπουμε πώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνιστά καθ’ ολοκληρία εσφαλμένη εκτίμηση της ζημιάς του ή ότι αυτές είναι εξόχως υπερβολικές, κατά τρόπο που θα επέβαλλε την παρέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου.
Συνακόλουθα και ο 3ος λόγος έφεσης, αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων έξοδα, ύψους €3.000-, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο