ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑ κ.α. v. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 371/2015, 17/11/2025
print
Τίτλος:
ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑ κ.α. v. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 371/2015, 17/11/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική Έφεση Αρ. 371/2015

 

17 Νοεμβρίου, 2025

 

 

[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

1.     ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑ

                                  2.   ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ ΑΥΓΗ

3.    ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΖΩΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ

                                                                             Εφεσειόντων

 

ν.

 

ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ

                                                                                      Εφεσίβλητης

...............

 

Μ. Ιωάννου, για τους Εφεσείοντες

Κ. Καμπανέλας για Νίκος Χρ. Αναστασιάδης & Συνεταίροι ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη

----------------

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.

 

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η παρούσα έφεση, αφορά την τελική απόφαση Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην αγωγή αρ. 6097/2010, ημερομηνίας 9.10.2015.  Μετά από κάποιες αλλαγές που έγιναν στην πορεία, όσον αφορά τα διάδικα μέρη, σε σχέση με τις οποίες δεν υπήρξε οποιαδήποτε ένσταση, η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε υπέρ συγκεκριμένης τράπεζας, αντικατασταθείσα σε κατοπινό στάδιο από την τράπεζα που είναι η εφεσίβλητη, και εναντίον των εναγομένων, ήτοι του εναγόμενου 1, πρωτοφειλέτη, τούτου τελούντος υπό πτώχευση, ο εφεσείων, και των εγγυητριών του, εναγομένων 2 και 3, εφεσειουσών. Οι πιο πάνω διεργασίες αναφορικά με τις εμπλεκόμενες τράπεζες, δεν ήταν αντικείμενο αμφισβήτησης ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου.

 

Όσον αφορά  την ακρόαση, αυτή περιορίστηκε σε προσπάθεια απόδειξης της απαίτησης τής τότε ενάγουσας τράπεζας εναντίον του εφεσείοντα και των  εφεσειουσών, εγγυητριών του.  Σημειώνεται ότι, η οφειλή του τελευταίου προέκυψε από δύο συμφωνίες τις οποίες αυτός είχε συνάψει με την τράπεζα και αφορούσαν την παροχή σε αυτόν συγκεκριμένων τραπεζικών διευκολύνσεων, οι οποίες συνίσταντο στην παραχώρηση δανείου ύψους Λ.Κ.45.000.- και πιστωτικής διευκόλυνσης, υπό τη μορφή τρεχούμενου λογαριασμού, του οποίου το όριο αυξήθηκε στην πορεία, στο ποσό των Λ.Κ.27.000.-. 

 

Ο εφεσείων και οι εφεσείουσες, αν και καταχώρισαν υπεράσπιση έναντι της απαίτησης της τράπεζας, εντούτοις, δεν προσέφεραν οποιαδήποτε μαρτυρία κατά την ακρόαση, επί της ουσίας.  Κάλεσαν, όμως, ως μάρτυρα την Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία κατέθεσε, ως τεκμήριο, το φάκελο της αγωγής αρ. 5803/2007, μεταξύ των ίδιων διαδίκων και σε σχέση με τους ίδιους προαναφερθέντες λογαριασμούς.  Είχε εκδοθεί απόφαση σε σχέση με αυτούς, στις 29.6.2009, μόνο για ποσά που είχαν ήδη καταστεί πληρωτέα. Το Δικαστήριο, εξέδωσε την προαναφερθείσα απόφαση αφού δεν είχε ικανοποιηθεί ότι η τράπεζα είχε προβεί στον τερματισμό των συμφωνιών, στις οποίες αφορούσαν οι λογαριασμοί.

Κατά την ακρόαση της απαίτησης, η εφεσίβλητη πρόσφερε τη μαρτυρία δύο υπαλλήλων της, τοποθετημένων στην υπηρεσία είσπραξης χρεών.  Όπως έγινε δεκτό από το Δικαστήριο αυτοί ήταν γνώστες των δύο λογαριασμών που διατηρούσε στην τράπεζα ο εφεσείων, καθώς, επίσης, των συμβατικών υποχρεώσεων που είχαν αναλάβει έναντι της οι εφεσείουσες, ως εγγυήτριες.  Επίσης, σχετική είναι η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν αμφισβήτησαν τη σύναψη των εν λόγω συμφωνιών.  Στο πλαίσιο, όμως, της δικογραφημένης υπεράσπισης τους, ειδικά οι εφεσείουσες, πρόβαλαν διάφορα θέματα ως προς την εγκυρότητα των συμφωνιών που τις αφορούσαν, άμεσα.  Εισηγήθηκαν, κατ’  αρχάς, ότι υπήρχε δεδικασμένο. Τούτο, συνεπεία της προηγηθείσας απόφασης στην αγωγή αρ. 5803/2007, μεταξύ των ίδιων μερών, για μικρότερο ποσό.  Επιπρόσθετα, αν και δεν αμφισβητούν την υπογραφή των συμφωνιών εγγύησης, σε σχέση με τις υπό αναφορά δύο πιστωτικές διευκολύνσεις, εντούτοις, προβάλλουν διάφορους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι οι ίδιες είχαν απαλλαγεί από αυτές ή ότι οι εγγυήσεις ήταν άκυρες, εξ υπαρχής. Το Δικαστήριο δεν έκανε δεκτές τις εν λόγω υπερασπίσεις.

 

Οι εφεσείοντες, με επτά λόγους έφεσης επιδιώκουν την ανατροπή των αποφάσεων που είχαν εκδοθεί εναντίον τους υπό τη συμβατική ιδιότητα που κατείχε ο καθένας και για το διαφορετικό ποσό που αυτές αφορούσαν.  Το ίδιο ζητούν και για το διάταγμα εκποίησης της υποθήκης Υ686/2006, την οποία είχε παραχωρήσει η εφεσίβλητη 2, ως ασφάλεια για τις εν λόγω πιστωτικές διευκολύνσεις.

 

Εξετάζοντας τους λόγους έφεσης με τη σειρά που αυτοί έχουν στην σχετική ειδοποίηση, κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης πως, η απόφαση που είχε εκδοθεί στις 29.6.2009, στην αγωγή αρ. 5803/2007, δεν δημιούργησε δεδικασμένο σε σχέση με την υπό εξέταση υπόθεση.  Τούτο, δεδομένου ότι, στην προγενέστερη αγωγή είχε διαπιστωθεί πως δεν είχαν τερματιστεί οι συμφωνίες με τις οποίες παραχωρήθηκαν οι συγκεκριμένες πιστωτικές διευκολύνσεις στον πρωτοφειλέτη,  με το Δικαστήριο να εκδίδει απόφαση μόνο για τις καθυστερημένες δόσεις. Κατά τα λοιπά, η αγωγή θεωρήθηκε πρόωρη και απερρίφθηκε.  Διαφορετικά τιθέμενο, δεν ήταν δυνατό, το Δικαστήριο στο στάδιο εκείνο, να είχε επιδικάσει ποσά που θα καθίσταντο οφειλόμενα, εάν η συμφωνία είχε τερματιστεί. Η παρούσα περίπτωση, δεν διαφέρει από την υπόθεση Χριστοφορίδης κ.α. ν. Λαϊκή Τράπ. Δημ. Εταιρία Λτδ, (2011) 1 Α.Α.Δ. 2166, η οποία για τον ίδιο, περίπου, λόγο είχε χαρακτηριστεί πρόωρη και απορρίφθηκε. Παρεμπιπτόντως, το Δικαστήριο, στο διατακτικό της μεταγενέστερης απόφασης, επεσήμανε ότι από το ποσό που επεδίκασε αφαίρεσε το ποσό της απόφασης στην προγενέστερη αγωγή, του 2007. Επομένως, δεν υπάρχει σύμπτωση ως προς το αντικείμενο των δύο αποφάσεων, και κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος έφεσης αποτυγχάνει.

 

Με τους επόμενους δύο λόγους έφεσης αμφισβητείται η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι αποδείχθηκε η εγγύηση την οποία οι εφεσείουσες είχαν παραχωρήσει στην τράπεζα, προς εξασφάλιση των πιστωτικών υποχρεώσεων του εφεσείοντα, περιλαμβανομένης της υποθήκης την οποία είχε παραχωρήσει η εφεσείουσα 2.  Δεν είναι, ακριβώς κατανοητό, τι είναι που προσβάλλεται με τους συγκεκριμένους λόγους δεδομένου ότι δεν αμφισβητήθηκε η σύναψη των συγκεκριμένων  συμφωνιών εγγύησης μεταξύ της τράπεζας και των εφεσειουσών καθώς, επίσης, η συγκεκριμένη σύμβαση υποθήκης.  Αυτά έχουν αποδειχθεί από την κατάθεση των εν λόγω συμφωνιών ως τεκμηρίων ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποίο, με αναφορά στο περιεχόμενο τους προέβη στις ανάλογες διαπιστώσεις που έχουν προαναφερθεί, όπως στις σχετικές οφειλές του εφεσείοντα. 

 

Με τον επόμενο λόγο έφεσης, που είναι ο τέταρτος, αμφισβητείται η κρίση του Δικαστηρίου να διατάξει την εκποίηση της υποθήκης Υ686/2006, στη βάση ότι είχε εκδοθεί ανάλογο διάταγμα προηγουμένως στα πλαίσια της αγωγής αρ. 5803/2007.  Το Δικαστήριο, εν προκειμένω, διαπίστωσε ότι η εξασφάλιση που παρείχε η εν λόγω υποθήκη δεν χρησιμοποιήθηκε στο σύνολο της, λόγω του μικρού ποσού της απόφασης στην προηγούμενη αγωγή.  Επομένως, αυτή παρέμεινε ισχυρή για το υπόλοιπο που προέβλεπε η σχετική σύμβαση.  Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο, ορθώς διέταξε την εκποίηση του ακινήτου για το υπόλοιπο της εξασφάλισης που αυτή παρείχε, υπό το φως της νέας απόφασης στην υπό εξέταση αγωγή, ειδικά, με δεδομένο ότι η υποθήκη δεν είχε, προηγουμένως, ενεργοποιηθεί, διά της πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου. 

 

Παραδόξως, ως πέμπτος λόγος προβάλλεται ότι, η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι αιτιολογημένη.  Η παραδοξότητα έγκειται στο ότι ο συγκεκριμένος λόγος  έπρεπε να ήταν ο πρώτος.  Πέραν τούτου, παρά τη σημασία του σε σχέση με την υπόθεση, η αιτιολογία που προτείνεται σε σχέση με αυτόν, είναι γενική και αόριστη.  Δεν αναφέρεται, συγκεκριμένα, κάποια παράλειψη ή λανθασμένη προσέγγιση του Δικαστηρίου, προς υποστήριξη του αναιτιολόγητου, κατ’ ισχυρισμό, της απόφασης του. Εν ολίγοις, ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης είναι διατυπωμένος κατά τρόπο, ιδιαίτερα γενικό όπως και η αιτιολογία του, χωρίς να αναφέρεται σε αυτόν τι ακριβώς είναι που υπολείπεται από την απόφαση του Δικαστηρίου, ώστε αυτή να ήταν αρκούντως αιτιολογημένη.  Αντίθετα, διαπιστώνεται ότι η ανάλυση του Δικαστηρίου, όσον αφορά τα ευρήματά του, ήταν ενδελεχής και καθόλα πειστική, αιτιολογώντας άρτια κάθε του διαπίστωση, σχετικά.

 

Το επόμενο θέμα είναι σχετικό με τον έβδομο λόγο έφεσης.  Συγκεκριμένα, στις 16.1.2015, εκκρεμούσης της ακροαματικής διαδικασίας, το Δικαστήριο, κατόπιν αιτήσεως εκ μέρους της εφεσίβλητης, διέταξε την προσθήκη δύο νέων αιτητικών στο παρακλητικό μέρος της έκθεσης απαίτησης.  Το (Ε) για ποσό €97.328,54.-, δυνάμει της υπό αναφοράς συμφωνίας δανείου και το (ΣΤ) για τόκο προς 13% επί του πιο πάνω ποσού από 23.11.2009, απαιτήσεις, οι οποίες στρέφονταν κατά του εφεσείοντος και καλύπτονταν από τις εγγυήσεις και την υποθήκη που είχαν παραχωρήσει οι εφεσείουσες.  Επίσης, αφού ενέκρινε και κάποια επουσιώδη αιτήματα, συνέχισε την ακρόαση της απαίτησης. 

 

Με τον έβδομο λόγο έφεσης, λοιπόν, ψέγεται η απόφαση του Δικαστηρίου να επιτρέψει την πιο πάνω τροποποίηση, καθιστώντας έτσι την ενδιάμεση απόφαση του, αντικείμενο του προαναφερθέντος λόγου.  Βασικά, σκοπός της πιο πάνω τροποποίησης ήταν η διόρθωση του χρεωστικού υπολοίπου σε σχέση με τον εφεσείοντα.  Το Δικαστήριο επέτρεψε την εν λόγω τροποποίηση, αφού διαπίστωσε ότι με αυτή δεν θα προκαλείτο οποιαδήποτε βλάβη ή ζημιά στα δικαιώματα, δικονομικά και ουσιαστικά, του εφεσείοντα.  Προπαντός, δεν αποστέρησε από την πλευρά των εφεσειόντων τη δυνατότητα να αντεξετάσουν κάποιο μάρτυρα της εφεσίβλητης ή να προσκομίσουν οι ίδιοι απαντητική μαρτυρία, διασφαλίζοντας έτσι προς όφελος τους τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης.  Επισημαίνεται ότι, με την εν λόγω ενδιάμεση απόφαση, ουσιαστικά, έγινε διόρθωση της απαίτησης όσον αφορά το ύψος του χρέους του εφεσείοντα,  προς την εφεσίβλητη. 

 

Τέλος, προσβάλλεται η ορθότητα και μιας άλλης ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου, με την οποία επέτρεψε να εμφανίζεται η ομόρρυθμη εταιρεία Νίκος Χρ. Αναστασιάδης & Συνεταίροι ως δικηγόροι της εφεσίβλητης, κατά την ακρόαση της αγωγής.  Να σημειωθεί πως ενώπιον του Δικαστηρίου εμφανίζονται, πάντοτε, φυσικά πρόσωπα είτε αυτά είναι οι διάδικοι, είτε οι δικηγόροι τους. Το Δικαστήριο, είναι την εμφάνιση των προσώπων αυτών που σημειώνει, στα οποία επιτρέπει στη συνέχεια να μετέχουν στην ακροαματική διαδικασία, αναλόγως του ρόλου που αναλαμβάνει ο καθένας σε αυτήν.  Αυτό, ακριβώς, είχε συμβεί στην προκειμένη περίπτωση, όπως διαπιστώνεται στην πρώτη σελίδα της απόφασης του Δικαστηρίου.  Συγκεκριμένα, χειρίστηκε την ακρόαση της υπόθεσης η δικηγόρος  κ. Β. Αδαμίδου.  Δεν θα μπορούσε να ήταν και διαφορετικά, αφού ένας συνεταιρισμός ή  μια δικηγορική εταιρεία δεν είναι δυνατό να εμφανίζονται ενώπιον του Δικαστηρίου.  Με δεδομένη και την κατάληξη αυτή, όλοι οι λόγοι έφεσης κρίνονται ανεδαφικοί. 

 

Επομένως, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει, στο σύνολο της, και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000.-  πλέον Φ.Π.Α. 

 

 

Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

 

Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/γκ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο