ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 439/2017
10 Νοεμβρίου, 2025
[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντας
ν.
1. ΚΩΣΤΑ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ
2. ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ & ΣΙΑ ΛΤΔ ΚΑΙ
PANAGIDES CONTRACTING LTD - ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ
Εφεσίβλητων
-----------------------------
Μ. Κωνσταντίνου, (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, για Γ.Ε., Εφεσείοντα
Α. Γεωργιάδης μαζί με Στ. Τρύφωνος, για Χρίστος Γεωργιάδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητο 1
Σπ. Ευαγγέλου μαζί με Δ. Γιασίτη, για Σ.Α. Ευαγγέλου ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη 2
--------------------------
Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ. Με την υπό εξέταση έφεση, προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το Δικαστήριο, να απορρίψει αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για ακύρωση απόφασης διαιτητή σε σχέση με συγκεκριμένη διαφορά, η οποία ανέκυψε κατά τη διάρκεια της κατασκευής έργου του Δημοσίου. H διαφορά προέκυψε συνεπεία της εφαρμογής συγκεκριμένου όρου συμπληρωματικής συμφωνίας, σχετικής με την ανέγερση του νέου Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας ημερομηνίας 11.10.2002. Αυτή ήταν μεταξύ της Δημοκρατίας, ως εργοδότη, η εφεσείουσα, και της κοινοπραξίας που ανέλαβε την κατασκευή του έργου, ο εργολάβος, εφεσίβλητος 2. Στην τελευταία φάση όταν εισήλθε η εξέταση της διαφοράς, ενώπιον του Δικαστηρίου, προσετέθη ως διάδικος και ο διαιτητής, εφεσίβλητος 1, στον οποίο είχε ανατεθεί η επίλυση της διαφοράς, μεταξύ των πιο πάνω άμεσα εμπλεκομένων μερών.
Η διαφορά, στην ουσία της, αφορούσε την παράταση χρόνου, στην οποία δικαιούτο ο εργολάβος για εργασίες που είχε κάνει ο ίδιος και οι διορισμένοι υπεργολάβοι, στο πλαίσιο εντολών του αρχιτέκτονα του έργου, οι οποίες είχαν δοθεί σύμφωνα με την προαναφερθείσα συμπληρωματική συμφωνία. Από την πρωτόδικη απόφαση, προκύπτει ότι είχαν υποβληθεί δύο αιτήματα στον αρχιτέκτονα του έργου, για παράταση του χρόνου, στις 18.4.2005 και στις 9.5.2005, και αποφασίστηκαν και τα δύο, με απορριπτική απόφαση του τελευταίου, στις 13.5.2005 και στις 6.6.2005, αντίστοιχα. Η διαφορά φαίνεται να ήταν, περίπου, η ίδια και στα δύο αιτήματα, ανωτέρω, με την πρώτη να περιλαμβάνεται στη δεύτερη.
Ο εργολάβος, διαφώνησε με τις απορριπτικές αποφάσεις του αρχιτέκτονα και ζήτησε την παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία. Ο εργοδότης συμφώνησε, όπως και στο διορισμό συγκεκριμένου προσώπου, ο οποίος επαγγέλλετο τον πολιτικό μηχανικό, ως μοναδικού διαιτητή, για την επίλυση της πιο πάνω διαφοράς. Την 1.2.2006, σε συνάντηση που είχαν τα μέρη στην παρουσία του διαιτητή, κατεγράφη η προς επίλυση διαφορά. Σε πρακτικό που τηρήθηκε από το διαιτητή, καθορίζεται ως αυτή που περιγράφεται σε επιστολή του εργολάβου, ημερομηνίας 9.5.2005 προς τον αρχιτέκτονα.
Η διαδικασία, ενώπιον του διαιτητή, διεξήχθη στην βάση γραπτών δηλώσεων που έγιναν από μέρους των μερών, χωρίς να προσφερθεί άλλη μαρτυρία και ειδικά διά ζώσης, ενώ κατά την εξέταση της διαφοράς, ο διαιτητής λειτούργησε και ως εμπειρογνώμονας, δεδομένου του επαγγελματικού υπόβαθρου του. Στις 30.4.2012 ο διαιτητής εξέδωσε την απόφαση του. Δικαίωσε, κατά το μεγαλύτερο μέρος, το αίτημα του εργολάβου, αποφασίζοντας ότι δικαιούτο παράταση χρόνου 77 εβδομάδων από τις 110 που είχε ζητήσει, στο πλαίσιο δήλωσης με την οποία υποστήριξε την αίτηση του.
Ο εργοδότης, διαφώνησε οπότε καταχώρισε αίτηση για ακύρωση της διαιτητικής απόφασης. Υπέβαλε ότι ο διαιτητής με την απόφαση του, υπερέβη ό,τι αποτελούσε τη διαφορά που είχε τεθεί από τον εργολάβο στον αρχιτέκτονα, προς εξέταση, δηλαδή, παράταση χρόνου 51 εβδομάδων. Όπως δε εισηγήθηκε, περαιτέρω, ο διαιτητής, στο πλαίσιο της απόφασης του, λανθασμένα ενήργησε και ως εμπειρογνώμονας. Εξήγησε, συναφώς, πως αυτός, αντί να εξετάσει την απαίτηση τού εργολάβου, στη βάση της σχετικής συμφωνίας, υιοθέτησε δική του μεθοδολογία, εκφεύγοντας από τους όρους εντολής του, ως διαιτητής που ανέλαβε να αποφασίσει σε σχέση με τη συγκεκριμένη διαφορά. Ενεργώντας δε, ως ανωτέρω, δεν κάλεσε, επίσης, ενώπιον του τις δύο πλευρές να τους κοινοποιήσει την πρόθεση του και να τους δώσει την ευκαιρία να τοποθετηθούν, συναφώς.
Ο διαιτητής, ως καθ’ ου η αίτηση στην αίτηση για ακύρωση της απόφασης του, υποστήριξε πως τα μέρη στη διαιτησία, είχαν συμφωνήσει ότι κατά την εξέταση των θεμάτων που τέθηκαν ενώπιον του θα χρησιμοποιούσε τις γνώσεις του ως ειδικός και, επομένως, δεν θα προσφερόταν μαρτυρία άλλη από αυτή στην οποία αφορούσαν τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα. Στα πιο πάνω, προσέθεσε ότι ο εργοδότης είχε αποδεχτεί τη συγκεκριμένη διαδικασία, την οποία ο ίδιος εφάρμοσε ενεργώντας στο πλαίσιο της εντολής του τηρώντας συγχρόνως τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης. Με την πιο πάνω διαδικασία συμφώνησε και ο εργολάβος.
Η αίτηση, για ακύρωση της διαιτητικής απόφασης, υποβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 20(2) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4. Προβλέπει τα εξής: «Όταv o διαιτητής ή o επιδιαιτητής επέδειξε κακή συμπεριφoρά ή χειρίστηκε κακώς τηv υπόθεση ή όταv η διαιτησία διεξάχθηκε παράτυπα ή η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε παράτυπα, τo Δικαστήριo δύvαται vα ακυρώσει τη διαιτητική απόφαση.». Το Δικαστήριο, αφού εξέτασε τις θέσεις των δύο πλευρών καθώς και του διαιτητή, ως καθ’ ου η αίτηση, όπως και ο εργολάβος, κατέληξε στην αποδοχή των κοινών, ουσιαστικά, θέσεων των τελευταίων και απέρριψε την αίτηση για ακύρωση της διαιτησίας. Προς υποστήριξη της απόφασης του αναφέρθηκε εκτενώς στη σχετική νομολογία, περιλαμβανομένης της υπόθεσης Σολωμού ν. Laiki Cyprialife Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 687, από όπου υιοθέτησε και το ακόλουθο απόσπασμα από τη σελίδα 698, το οποίο έχει ως εξής: «Όπως δε εξηγείται και στη μεταγενέστερη 23η έκδοση του Russel on Arbitration (2007), σελ. 375 παρ. 7-056, τα Δικαστήρια ήταν πάντοτε απρόθυμα να επεμβαίνουν στις διαιτητικές διαδικασίες, εκτός όπου η νομοθεσία παρείχε ειδικά τέτοια δυνατότητα, οι δε αποφάσεις των διαιτητών γενικώς δεν ήταν δεκτικές αναθεώρησης από το Δικαστήριο, εκτός στο βαθμό που ο διαιτητής υπερέβη τη δικαιοδοσία του ή ενήργησε κατά τρόπο πασιφανή εναντίον των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.». Ως αποτέλεσμα, απέρριψε την αίτηση του εργοδότη για ακύρωση της απόφασης του διαιτητή.
Ο εργοδότης, διαφωνώντας με την απόφαση του Δικαστηρίου να μην ακυρώσει την απόφαση του διαιτητή, καταχώρισε την υπό εξέταση έφεση. Με τους λόγους που προβάλλει, πέντε τον αριθμό, προσβάλλονται διάφορες πτυχές της απόφασης του Δικαστηρίου, σχετικές μεταξύ τους. Ακολουθούν τη σειρά που ακολούθησε και το Δικαστήριο ώστε, κατ’ αρχάς, να γίνεται εισήγηση ότι, ο διαιτητής ενήργησε πέραν των όρων εντολής του, που ήταν να αποφασίσει σε σχέση με τη διαφορά που είχε, προηγουμένως, τεθεί από τον εργολάβο, προς απόφαση από τον αρχιτέκτονα. Περαιτέρω, εισηγείται, πως λανθασμένα άντλησε, για το συγκεκριμένο θέμα, από την εμπειρογνωμοσύνη του ως πολιτικός μηχανικός. Κατά συνέπεια, συνεχίζει, λανθασμένα αποφάσισε και ότι ο εργολάβος δικαιούτο χρόνο 77 εβδομάδων ενώ η απαίτηση προς τον αρχιτέκτονα ήταν για 51 εβδομάδες. Τέλος, προβάλλεται πως το Δικαστήριο λανθασμένα δεν ακύρωσε την απόφαση του διαιτητή, στη βάση ότι αυτός δεν κοινοποίησε στα μέρη την πρόθεση του για απόδοση 77 εβδομάδων στον εργολάβο, δίδοντας τους συγχρόνως την ευκαιρία να ακουστούν ως προς αυτή, κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.
Έχοντας υπόψη τους προβληθέντες λόγους έφεσης, ανωτέρω, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, πως δεν υπάρχει αμφισβήτηση ότι το αίτημα το οποίο ο εργολάβος είχε υποβάλει στον αρχιτέκτονα του έργου, ήταν συγκεκριμένο. Όπως παρατήρησε το Δικαστήριο:
«…ασχέτως του πως ο αρχιτέκτονας του έργου επέλεξε να αιτιολογήσει την απόφασή του σε σχέση με το αίτημα του εργολάβου (…), γεγονός παραμένει ότι η απαίτηση που ο εργολάβος υπέβαλε, δεν είχε περιοριστεί σε χρόνο. Ακριβώς το αντίθετο ισχύει. Ο εργολάβος αιτήθηκε το σύνολο του χρόνου που δικαιούτο μετά τη συνομολόγηση της συμπληρωματικής συμφωνίας ημερομηνίας 11.10.2002, … και αυτό ήταν που ο αρχιτέκτονας καλείτο να αποφασίσει.».
Προς επιβεβαίωση της τοποθέτησης, ανωτέρω, παρατίθεται το εν λόγω αίτημα με το οποίο ο εργολάβος ζητούσε:
«Την Παράταση Χρόνου που δικαιούται ο Εργολάβος για τις εργασίες που εκτελέστηκαν τόσο από τον ίδιον όσο και τους διορισμένους Υπεργολάβους συνέπεια των Αρχιτεκτονικών Εντολών που εκδόθηκαν μετά την Συμπληρωματική Συμφωνία ημερομηνίας 11 Οκτωβρίου 2002.».
Εμφανώς, δεν είχε καθοριστεί σε αυτό ο χρόνος ο οποίος ζητείτο να του παραχωρηθεί. Το θέμα παρέμενε ανοικτό ως προς τούτο. Αφού αμφισβητήθηκε η απόφαση, συναφώς, του αρχιτέκτονα, αναγνωρίστηκε η ύπαρξη διαφοράς και ήταν αυτή που οδηγήθηκε προς επίλυση, συμφωνούντων των μερών, ενώπιον του διαιτητή.
Ως είχε η σχετική εντολή, ο διαιτητής, θα εξέταζε τη διαφορά που ανέκυψε, ως ανωτέρω, εξ υπαρχής, επικεντρώνοντας την προσοχή του σε όλα τα θέματα που εγείρονταν, συναφώς, από την απόφαση του αρχιτέκτονα. Η παραπομπή διαφοράς σε διαιτητή, με εξειδίκευση στον συγκεκριμένο τομέα στον οποίο αυτή εμπίπτει, δεδομένης και της φύσης του έργου, αποσκοπεί στο να κληθεί αυτός να αποφασίσει, συναφώς, αντλώντας από τις γνώσεις και την εμπειρία του ως ειδικός. Δηλαδή, να εφαρμόσει κατά την εξέταση της διαφοράς, συν τοις άλλοις, την εμπειρογνωμοσύνη του. Εν προκειμένω, η πιο πάνω διαδικασία, μέχρι και την έκδοση της απόφασης του διαιτητή, καθόριζε το πλαίσιο εντός του οποίου αυτός έπρεπε να ενεργήσει. Με όλα τα ενδεχόμενα να ήταν, πλέον, πιθανά, και τα μέρη να είχαν γνώση τούτου, δεν τίθετο και θέμα ο διαιτητής να ζητούσε από αυτά να του εκφράσουν τις θέσεις τους, σε σχέση με την επικείμενη απόφαση του.
Το ενδεχόμενο, ο διαιτητής να κατέληγε σε εντελώς διαφορετική απόφαση από αυτήν του αρχιτέκτονα, ήταν καθόλα πιθανόν, ειδικά, αφού με το αίτημα που είχε τεθεί προς αυτόν, δεν υπήρχε οποιοσδήποτε περιορισμός ως προς το χρόνο που θα μπορούσε να παραχωρήσει στον εργολάβο, για εργασίες που είχε κάνει, στο πλαίσιο και της συμφωνίας, ημερομηνίας 11.10.2002. Με ό,τι έχει πιο πάνω αναφερθεί, δίδεται αρνητική απάντηση και στους πέντε λόγους έφεσης, τους οποίους πρόταξε ο εργοδότης για ανατροπή της απόφασης του Δικαστηρίου και ακύρωση της διαιτητικής απόφασης. Επομένως, αυτοί απορρίπτονται ως ανεδαφικοί.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €4.600.- για έκαστο, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει.
Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/γκ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο