ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Χ. Ε. ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ [ ] ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Αίτηση Αρ. 77/2025, 7/11/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Χ. Ε. ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ [ ] ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Αίτηση Αρ. 77/2025, 7/11/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 77/2025)

 

7 Νοεμβρίου, 2025

 

[ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Χ. Ε. ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ [ ] ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΓΙΑ ΛΗΨΗ ΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ (DNA), ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 15/25  ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20/03/2025

 

 

Γ. Εφφέ, για Γιάννης Πολυχρόνης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.

Π. Ευθυβούλου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας μαζί με Μ. Φωτιάδου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Καθ’ ου η Αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΕΦΡΑΙΜ, Δ.Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά άδεια για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari αναφορικά με το διάταγμα ημερ. 20.3.2025 για λήψη γενετικών δειγμάτων (DNA), αποτυπωμάτων και φωτογραφιών.  

        Ένας από τους λόγους για τους οποίους είχε δοθεί άδεια από το παρόν Δικαστήριο για την καταχώριση της παρούσας ήταν το ζήτημα της συνταγματικότητας του άρθρου 25 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, Ν.73(Ι)/2004. Εκκρεμούσης της παρούσας Αίτησης, το ζήτημα αποτέλεσε αντικείμενο σε άλλη παρόμοιας φύσης υπόθεση και παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο για απόφαση. Πρόκειται για την Αίτηση για Παραπομπή Αρ. 1/2025, στην οποία το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στις 12.9.2025, με την οποία κατέληξε πως  το άρθρο 25 του Ν.73(Ι)/2004 δεν παραβιάζει, ούτε και αντίκειται προς το Άρθρο 15 του Συντάγματος.

        Ενόψει της ανωτέρω απόφασης, αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι δεν τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας του άρθρου 25. Επομένως η Αίτηση προχώρησε προς εκδίκαση αναφορικά με τον δεύτερο λόγο για τον οποίο δόθηκε άδεια, ήτοι ως προς το κατά πόσο το άρθρο 25 είναι συμβατό με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/680, και ειδικότερα με τα άρθρα 6 και 10, και συνακόλουθα κατά πόσο το υπό κρίση διάταγμα εξεδόθη νόμιμα.                  

        Σύμφωνα με την τεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου μαρτυρία, και συγκεκριμένα με βάση τον όρκο που συνόδευε την αίτηση για την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος, η Αστυνομία διερευνούσε υπόθεση που αφορά σε αδικήματα συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομης προμήθειας, κατοχής, κατοχής με σκοπό την προμήθεια και χρήσης ναρκωτικών, παράνομης κατοχής σκευών χρήσης ναρκωτικών, νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και παράνομης κατοχής αρχαιοτήτων, ανιχνευτή μετάλλων, εκρηκτικών υλών, πυροβόλου όπλου και συσκευής εκτόξευσης επιβλαβών αερίων, τα οποία φέρονται να διαπράχθηκαν μεταξύ 25.3.2023 έως 3.10.2023. Στο πλαίσιο διερεύνησης της εν λόγω υπόθεσης που αφορούσε ναρκωτικά και για την οποία είχαν καταδικαστεί δύο πρόσωπα στις 14.11.2024, εξασφαλίστηκε επιστημονική μαρτυρία εναντίον του Αιτητή που τον συνέδεε με κάποια από τα τεκμήρια της υπόθεσης.

        Σύμφωνα πάντα με τον όρκο, στις 28.10.2023 εκδόθηκαν εντάλματα έρευνας της κατοικίας και σύλληψης του Αιτητή με σκοπό, μεταξύ άλλων, να ανακριθεί και να του ληφθεί εκ νέου το γενετικό του υλικό. Τα εντάλματα στάληκαν στην Αστυνομία των Βρετανικών Βάσεων με αίτημα τη διευκόλυνση εκτέλεσης τους. Στις 3.10.2023 είχαν εκδοθεί αντίστοιχα εντάλματα από το Δικαστήριο των Βάσεων. Κατά την έρευνα στην οικία του και αφού ανευρέθηκαν τα προαναφερόμενα ναρκωτικά και αντικείμενα, εκδόθηκε νέο ένταλμα σύλληψης του στις 4.10.2023 από τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο στάληκε και πάλι στην Αστυνομία των Βάσεων με αίτημα όπως τόσο ο Αιτητής όσο και τα αντικείμενα παραδοθούν στην Αστυνομία Κύπρου για διερεύνηση της υπόθεσης. Στις 4.10.2023 ο Αιτητής ανακρίθηκε από την Αστυνομία των Βάσεων και φέρεται να παραδέχθηκε την κατοχή τους και παρέμεινε υπό κράτηση όταν τελικώς στις 27.11.2023 αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους μέχρι την εμφάνιση του στο Δικαστήριο. Αυτός παρέμενε στις Βάσεις με σκοπό την αποφυγή της σύλληψης του από τις Αρχές της Δημοκρατίας.

        Όπως αναφέρεται στον όρκο, στις 18.3.2025 η Αστυνομία των Βάσεων ενημέρωσε την Αστυνομία Κύπρου ότι το Δικαστήριο των Βάσεων αποφάσισε όπως ο Αιτητής και τα κατασχεθέντα τεκμήρια παραδοθούν στην Κυπριακή Αστυνομία για διερεύνηση της υπόθεσης. Στις 18.3.2025 ο Αιτητής συνελήφθη από την Υ.ΚΑ.Ν. δυνάμει των δύο δικαστικών ενταλμάτων σύλληψης που εκκρεμούσαν εναντίον του για όλα τα αδικήματα που διερευνώντο και, ανακρινόμενος προφορικά, αρνήθηκε να δώσει κατάθεση ή δείγματα σάλιου, φωτογραφίες και αποτυπώματα. Στις 19.3.2025 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας-Αμμοχώστου εξέδωσε διάταγμα κράτησης του Αιτητή. Όπως αναφέρεται στον όρκο, ζητείται διάταγμα δυνάμει του άρθρου 25(1)(α) και (β) του Ν. 73(Ι)/2024, για τη λήψη των δειγμάτων για περαιτέρω εξετάσεις για σκοπούς σύγκρισης και για εξυπηρέτηση της δικαιοσύνης για την πλήρη διερεύνηση των αδικημάτων.

        Το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, στις 19.3.2025, εξέτασε την αίτηση και υπέβαλε ερωτήσεις στον ενόρκως δηλούντα Αστυνομικό. Στις 20.3.2025 εξέδωσε αιτιολογημένη απόφαση με την οποία εξέδωσε το αιτούμενο διάταγμα. Τόσο το πρακτικό ημερ. 19.3.2025 όσο και η απόφαση ημερ. 20.3.2025 επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση.

        Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση, ο Αιτητής αναφέρει πως στις 26.3.2025 καταχωρίστηκε η ποινική υπόθεση 428/2015 εναντίον του, Κακουργιοδικείου Λευκωσίας και, εκκρεμούσης αυτής, ο ίδιος παραμένει ελεύθερος υπό όρους. Αποτελεί ισχυρισμό του Αιτητή πως το προσβαλλόμενο διάταγμα εκδόθηκε παράνομα, αναιτιολόγητα και καθ’ υπέρβαση εξουσίας και έκδηλη πλάνη νόμου.

        Οι λόγοι ένστασης αφορούν στο ότι το άρθρο 25 είναι συμβατό με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/680, ότι η απόφαση για την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος ήταν πλήρως αιτιολογημένη, ότι το κατώτερο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την αρχή της αναλογικότητας και αναγκαιότητας που προβλέπει η εν λόγω Οδηγία και ότι το διάταγμα εκδόθηκε καθόλα νόμιμα.

        Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, αναφέρεται πως η έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος είχε ζητηθεί στο πλαίσιο δύο υπό διερεύνηση υποθέσεων, η μεν πρώτη αυτή που αφορούσε τα ανευρεθέντα στην οικία του τρίτου προσώπου και η δεύτερη αυτή που αφορούσε τα ανευρεθέντα στην οικία του Αιτητή. Για την πρώτη υπόθεση, η ταύτιση των τεκμηρίων έγινε με το γενετικό υλικό του Αιτητή το οποίο η Αστυνομία κατείχε στα πλαίσια διερεύνησης παλαιότερης υπόθεσης για την οποία ο Αιτητής κατηγορήθηκε γραπτώς και ακολούθως στις 15.12.2023 καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην ποινική υπόθεση 2752/2023. Σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα, ο λόγος για τον οποίο ζητείτο η εκ νέου λήψη δειγμάτων για την πρώτη υπόθεση ήταν για σκοπούς εξέτασης και παρουσίασης των αποτελεσμάτων των επιστημονικών εξετάσεων στο Δικαστήριο, ενώ για τη δεύτερη υπόθεση, λόγω των γεγονότων και της σοβαρότητας αυτών, κρίθηκε αναγκαία η εξέταση των δειγμάτων για σκοπούς σύγκρισης τους με τεκμήρια που βρέθηκαν στην οικία του Αιτητή.

        Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Αναφορικά με την Αίτηση της Siyu, Πολ. Έφεση Αρ. 49/2021, ημερ. 12.10.2021 και Αναφορικά με την Αίτηση των Σιακόλα κ.ά., Πολ. Έφεση Αρ. 7/2020, ημερ. 7.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A239, τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται κατ’ εξαίρεση και όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή πλάνη περί το Νόμο ή παραβίαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης.

        Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι το άρθρο 25 αντιβαίνει στην Οδηγία (ΕΕ) 2016/680 και ειδικότερα στα άρθρα 6 και 10 αυτής. Για σκοπούς εξέτασης της παρούσας, κρίνεται σκόπιμη η παραπομπή στα σχετικά άρθρα από την Οδηγία (ΕΕ) 2016/680:

«Άρθρο 4

Αρχές που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα:

α)

  υποβάλλονται σε σύννομη και δίκαιη επεξεργασία·

 

β)

συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς·

 

γ)

είναι κατάλληλα, συναφή και όχι υπερβολικά σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία·

…………………………………………………..................................

Άρθρο 6

Διάκριση μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών υποκειμένων των δεδομένων

Τα κράτη μέλη, κατά περίπτωση και στον βαθμό του εφικτού, προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας διακρίνει σαφώς μεταξύ δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διαφορετικών κατηγοριών υποκειμένων, παραδείγματος χάριν:

α)

προσώπων σε σχέση με τα οποία υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι διέπραξαν ή πρόκειται να διαπράξουν ποινικό αδίκημα·

…………………………………………………..........................

Άρθρο 8

Νομιμότητα της επεξεργασίας

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η επεξεργασία είναι σύννομη μόνον εάν και στον βαθμό που είναι απαραίτητη για την εκτέλεση καθήκοντος που ασκείται από αρχή αρμόδια για τους σκοπούς που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και βασίζεται στο δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών.

2.   Το δίκαιο κράτους μέλους που ρυθμίζει την επεξεργασία στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας καθορίζει τουλάχιστον τους στόχους της επεξεργασίας, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία και τους σκοπούς της επεξεργασίας.

……………………………………………..........................................

Άρθρο 10

Επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς και η επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων για την αποκλειστική ταυτοποίηση ενός φυσικού προσώπου ή δεδομένων που αφορούν στην υγεία ή τη σεξουαλική ζωή ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό επιτρέπονται μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαίες, με την επιφύλαξη των κατάλληλων διασφαλίσεων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων και εφόσον:

α)

 επιτρέπονται από το δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών·

 

β)

  επιβάλλονται για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου· ή

 

γ)

η επεξεργασία αυτή αφορά σε δεδομένα τα οποία έχουν προδήλως δημοσιοποιηθεί από το υποκείμενο των δεδομένων.»

 

        Ο Αιτητής παραπέμπει επίσης σε τρεις υποθέσεις του ΔΕΕ στις οποίες τα πιο πάνω άρθρα έτυχαν εξέτασης. Η πρώτη είναι η υπόθεση C-205-21, ημερ. 26.1.2023. Παρόλο που η εν λόγω υπόθεση αφορούσε σε συλλογή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων προσώπου που κατηγορείτο για την τέλεση αδικήματος προς τον σκοπό καταγραφής τους, εντούτοις λέχθηκαν τα εξής:

«132 … η πιθανότητα τα βιομετρικά και γενετικά δεδομένα κατηγορουμένου να είναι απολύτως αναγκαία στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών πλην εκείνης στο πλαίσιο της οποίας απαγγέλθηκαν οι κατηγορίες μπορεί να προσδιοριστεί μόνο βάσει του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων, όπως είναι μεταξύ άλλων, η φύση και η σοβαρότητα της πιθανολογούμενης παράβασης για την οποία κατηγορείται, οι ειδικές περιστάσεις της παράβασης, η ενδεχόμενη σύνδεση της εν λόγω παράβασης με άλλες εκκρεμείς διαδικασίες, το ποινικό του μητρώο ή το ατομικό προφίλ του οικείου προσώπου.

133 Υπό τις συνθήκες αυτές, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680, είναι δυνατή η ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας που προβλέπει το εν λόγω μέτρο καταναγκασμού κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης. … Μεταξύ άλλων, πρέπει, για τον λόγο αυτόν, να μπορεί να εξακριβωθεί αν η φύση και η σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο είναι ύποπτο το υποκείμενο των δεδομένων στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας της κύριας δίκης, ή αν άλλα κρίσιμα στοιχεία, όπως αυτά περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 132 της παρούσας απόφασης, μπορούν να αποτελέσουν περιστάσεις ικανές να στοιχειοθετήσουν τέτοια «απόλυτη ανάγκη».

134    Σε περίπτωση που το εθνικό δίκαιο δεν εγγυάται τέτοιο έλεγχο του μέτρου της συλλογής βιομετρικών και γενετικών δεδομένων, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα του άρθρου 10 απορρίπτοντας την αίτηση των αστυνομικών αρχών περί χορήγησης αδείας για την καταναγκαστική συλλογή των δεδομένων αυτών.»

        Οι πιο πάνω νομικές αρχές επαναλήφθηκαν στις άλλες δύο υποθέσεις, C-188/22, ημερ. 30.1.2024 και C-80/23, ημερ. 28.11.2024., πλην όμως διακρίνονται επί των γεγονότων τους. Η μεν πρώτη αφορούσε στην αποθήκευση των δεδομένων και η δεύτερη αφορούσε στο ποιος τελικώς είχε υποχρέωση να διαπιστώσει την αναγκαιότητα της συλλογής των δεδομένων.

        Επομένως, καθίσταται σαφές ότι το Εθνικό Δικαστήριο έχει υποχρέωση να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα του άρθρου 10 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680.

        Το άρθρο 25(1) του Ν.73(Ι)/2004, επιτρέπει σε μέλος της Αστυνομίας, με βαθμό λοχία ή ανώτερου να μεριμνήσει ώστε να ληφθούν από οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο τελεί υπό νόμιμη κράτηση, για σκοπούς, μεταξύ άλλων, καταχώρισης και γενικά για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε αδικήματος, ανάμεσα σε άλλα, δείγματα γενετικού υλικού, δακτυλικών αποτυπωμάτων και φωτογραφίες. Το άρθρο 25(2)  προβλέπει πως σε περίπτωση λήψης στοιχείων δυνάμει του εδαφίου (1) και το πρόσωπο που το αφορούν δεν κατηγορηθεί ή απολυθεί χωρίς να διατυπωθούν κατηγορίες ή αθωωθεί από το Δικαστήριο και δεν βαρύνεται με προηγούμενη καταδίκη, τότε όλες οι καταχωρίσεις των στοιχείων «καταστρέφονται αμέσως ή παραδίδονται στο πρόσωπο στο οποίο αφορούν». Σε περίπτωση που το εν λόγω πρόσωπο αρνείται ή παρεμποδίζει τη λήψη, το άρθρο 25(3) προβλέπει τα εξής:

«(3) Πρόσωπο που τελεί υπό νόμιμη κράτηση ή το οποίο υπόκειται σε αστυνομική επιτήρηση και αρνείται ή παρεμποδίζει ή δεν επιτρέπει να ληφθούν τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1 ) είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή μέχρι τετρακόσιες πενήντα λίρες ή και στις δυο αυτές ποινές.»

        Είναι προφανές ότι το ίδιο το άρθρο 25 προνοεί για τη γενική και χωρίς διάκριση λήψη από κρατούμενο μετρήσεων, φωτογραφιών, δακτυλικών αποτυπωμάτων κ.ά., με μόνη προϋπόθεση το να τελεί το πρόσωπο αυτό υπό νόμιμη κράτηση. Ο σκοπός δε της λήψης προσδιορίζεται ότι είναι η καταχώριση, σύγκριση, αναγνώριση και «γενικά για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε αδικήματος», χωρίς να απαιτείται η διασύνδεση της κράτησης με τα αδικήματα για τα οποία το πρόσωπο τελεί υπό τέτοια κράτηση. Επιπλέον, δεν υπάρχει οποιοσδήποτε καθορισμός της φύσης ή της σοβαρότητας των αδικημάτων των οποίων σκοπείται η διερεύνηση, με αποτέλεσμα το άρθρο 25 να απολήγει στη δυνατότητα λήψης των δειγμάτων, με μοναδικό κριτήριο τη νόμιμη κράτηση και χωρίς την τήρηση των αρχών της αναγκαιότητας και αναλογικότητας οι οποίες εμπεριέχονται στην Οδηγία.

        Το γεγονός ότι για σκοπούς εναρμόνισης με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/680, θεσπίστηκε ο ομώνυμος Ν.44(Ι)/2019, στον οποίο έγινε αναφορά από τον Καθ’ ου, δεν διαφοροποιεί τις πιο πάνω διαπιστώσεις. Το ζητούμενο είναι το κατά πόσο το άρθρο 25 είναι συμβατό με την Οδηγία.

        Τούτου λεχθέντος, και όπως προκύπτει και από τις προαναφερόμενες υποθέσεις, εναπόκειται στο Δικαστήριο το οποίο εξετάζει την αίτηση να διαπιστώσει κατά πόσο ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις της Οδηγίας. Επομένως, σε περίπτωση που το διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 25 πληροί τις προϋποθέσεις της Οδηγίας, τότε αυτό δεν υπόκειται σε ακύρωση.

        Στην υπό κρίση περίπτωση, το κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε μια εκτενή και πλήρως αιτιολογημένη απόφαση πριν εκδώσει το προσβαλλόμενο διάταγμα. Αρχικά εξέτασε το κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 25. Αφού κατέληξε ότι αυτές πληρούνται, ασχολήθηκε με το κατά πόσο η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος ήταν «υπό τις περιστάσεις, αναγκαία και αναλογική, για τους σκοπούς για τους οποίους ζητείται, λαμβανομένων υπόψη των προνοιών του Άρθρου 15 του Συντάγματος και του άρθρου 10 της Οδηγίας». Το κατώτερο Δικαστήριο προέβη σε μια λεπτομερή εξέταση του ζητήματος, με παραπομπή και στην υπόθεση C-205/2021, διαπιστώνοντας τον σκοπό για τον οποίο ζητείται το αιτούμενο διάταγμα, καθώς επίσης τη φύση και τη σοβαρότητα των υπό διερεύνηση αδικημάτων.

        Το κατώτερο Δικαστήριο ασχολήθηκε ειδικά και με το ότι για την πρώτη υπόθεση που αφορά στα ανευρεθέντα τεκμήρια στην οικία τρίτου προσώπου, υπήρξε ταύτιση αυτών με το γενετικό υλικό του Αιτητή το οποίο κρατείτο σε προγενέστερο χρόνο. Μάλιστα το κατώτερο Δικαστήριο ανέφερε πως «παρά το γεγονός ότι η διατήρηση των δεδομένων …. φαίνεται να εκπίπτει των περιπτώσεων που το άρθρο 25(2) του Ν.73(Ι)/2004 προνοεί για την καταστροφή ή επιστροφή τους», εκείνο το οποίο ουσιαστικά ζητείτο με την αίτηση ήταν η εκ νέου λήψη γενετικού υλικού στο πλαίσιο της διερεύνησης της πρώτης υπόθεσης και για σκοπούς της δεύτερης υπόθεσης, προς  επιβεβαίωση ή αποκλεισμό της σύνδεσης του.

        Εκείνο το οποίο ορθώς διαπίστωσε το κατώτερο Δικαστήριο ήταν ότι η διατήρηση των δεδομένων ήταν εντός του πλαισίου της νόμιμης διατήρησης, καθότι ο Αιτητής είχε κατηγορηθεί (και μεταγενέστερα καταδικαστεί) για τη συγκεκριμένη παλαιότερη υπόθεση, επομένως δεν υπήρχε υποχρέωση καταστροφής τους όπως θα απαιτούσε το άρθρο 25(2) αν δεν υπήρχε καταδίκη.

        Το κατώτερο Δικαστήριο κατέληξε πως η συλλογή των δεδομένων του Αιτητή ήταν απολύτως αναγκαία και αναλογική για την πλήρη και αποτελεσματική διερεύνηση των υποθέσεων που η Αστυνομία διερευνούσε εναντίον του, ενώ δεν διαφαινόταν να υπήρχε οποιαδήποτε εναλλακτική και κατάλληλη οδός για την επίτευξη του επιδιωκόμενου νόμιμου σκοπού, ήτοι της πλήρους διερεύνησης των υποθέσεων. Επεσήμανε την ιδιαίτερη σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία σχετίζονται με τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, επομένως ικανοποιήθηκε ότι το αιτούμενο διάταγμα «είναι στην προκειμένη περίπτωση αναλογικό και απολύτως αναγκαίο για την πλήρη διερεύνηση της υπόθεσης που η Αστυνομία διερευνά και η παρέμβαση επί των δικαιωμάτων του Καθ΄ ου η αίτηση, ως αποτέλεσμα της έκδοσης του αιτούμενου Διατάγματος, αποτελεί επιτρεπόμενο περιορισμό τους».

          Για τους λόγους που εξηγούνται ανωτέρω, η Αίτηση απορρίπτεται.

          Τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται υπέρ του Καθ’ ου και εναντίον του Αιτητή όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                            Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο