ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ.301/2015
01 Δεκεμβρίου, 2025
[Γ.Ν.ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΑΛΕΞΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Εφεσείοντα/Ενάγοντα
ν.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ (ΚΑΛΑΜΟΥΔΙΑΣ) ΛΤΔ
Εφεσίβλητης/Εναγόμενης
…………………
Γ. Λουκαΐδης, για Δρ. Ανδρέας Π. Ποιητής & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσείοντα.
Καμία εμφάνιση για την εφεσίβλητη.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα δοθεί από το
Δικαστή Δαυίδ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΑΥΙΔ, Δ.: Εργατικό ατύχημα που συνέβη στις 27/07/2010, κατά την εκτέλεση εργασιών μπογιατίσματος σε οικία στη Λάρνακα, απασχόλησε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στο πλαίσιο της αγωγής Αρ.1622/11, την οποία καταχώρησε ο εφεσείων, αξιώνοντας γενικές και ειδικές αποζημιώσεις εναντίον της εφεσίβλητης, εργοδότριας εταιρείας του, συνεπεία των τραυματισμών που υπέστη ως αποτέλεσμα του ως άνω ατυχήματος.
Ως οι δικογραφημένες θέσεις του εφεσείοντα, o τελευταίος εργαζόταν ως υπάλληλος της εφεσίβλητης, όταν στις 27/07/2010, ενώ εκτελούσε εργασίες μπογιατίσματος κατ’ εντολή και με οδηγίες του προϊσταμένου του, διευθυντή της τελευταίας και πατέρα του, υπέστη σοβαρό ατύχημα. Συγκεκριμένα, κατά το δέσιμο σκαλωσιών στο διπλοκάμπινο όχημα της εφεσίβλητης, το σχοινί που χρησιμοποιούσε κόπηκε, με επακόλουθο την πτώση του και την πρόκληση στον ίδιο σοβαρών κακώσεων στη σπονδυλική στήλη. Αποδίδοντας το ατύχημα σε αμέλεια της εφεσίβλητης, εξειδικεύει παράλληλα τις λεπτομέρειες της αμέλειας που της αποδίδει. Ο τραυματισμός του, ως διατείνεται, είχε ως αποτέλεσμα μακροχρόνιους πόνους, νευρολογικά συμπτώματα, ανικανότητα προς εργασία για επτά μήνες, καθώς και μόνιμη μείωση της επαγγελματικής του ικανότητας. Ως εκ τούτου, πέραν των γενικών αποζημιώσεων, αξίωνε ειδικές αποζημιώσεις συνολικού ύψους €14.733, περιλαμβανομένης της απώλειας εισοδήματος, της μη είσπραξης ποσού που εύλογα ανέμενε να εισπράξει για άδειες από την εργασία του, ιατρικά και μεταφορικά έξοδα.
Η εφεσίβλητη εταιρεία, με την Υπεράσπισή της ήγειρε προδικαστική ένσταση ζητώντας την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης, υποστηρίζοντας ότι στρέφεται κατά ανύπαρκτης νομικής οντότητας. Περαιτέρω, προέβαλε ότι το επίδικο ατύχημα ουδέποτε συνέβη και ότι οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα αποτελούν σκηνοθετημένη απάτη με σκοπό την αθέμιτη αποκόμιση ασφαλιστικού οφέλους. Διαζευκτικά, υποστηρίζει πως ακόμη και αν το ατύχημα πράγματι συνέβη, αυτό οφειλόταν στην αποκλειστική ή συντρέχουσα αμέλεια του ίδιου του εφεσείοντα, ο οποίος, όντας υπεύθυνος για τα θέματα ασφάλειας και υγείας στην εφεσίβλητη εταιρεία, παρέλειψε να λάβει τα δέοντα μέτρα προστασίας, χρησιμοποίησε ακατάλληλο εξοπλισμό και ενήργησε αμελώς εκθέτοντας εαυτόν σε κίνδυνο. Αμφισβήτησε ακόμα ότι προκλήθηκαν στον εφεσείοντα οι ισχυριζόμενες σωματικές βλάβες, τραυματισμοί και περιορισμοί, ενώ απέρριψε στο σύνολό τους, τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα περί ειδικών ζημιών.
Κατά την ακροαματική διαδικασία πέραν του εφεσείοντα (Μ.Ε.2), κλήθηκαν από την πλευρά του τελευταίου και προσέφεραν την μαρτυρία τους, δύο ορθοπεδικοί ιατροί, ο Δρ. Ταντελές ο οποίος διατηρούσε δική του ορθοπεδική κλινική (Μ.Ε.1) και ο Δρ. Ηρακλέους, ιατρός στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας (Μ.Ε.4), ως επίσης και ο φυσιοθεραπευτής κ. Τουμαζής (Μ.Ε.3). Για την πλευρά της εφεσίβλητης κατέθεσε μόνο μια μάρτυς (Μ.Υ.1), με την μαρτυρία της να περιορίζεται και να συναρτάται αποκλειστικά με την προδικαστική ένσταση αναφορικά με την υπόσταση της εφεσίβλητης εταιρείας, ως το ζήτημα προωθήθηκε με την Υπεράσπιση της τελευταίας.
Παρεμβάλλεται ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της ως άνω προδικαστικής ένστασης, με την οποία την απέρριψε, δεν αμφισβητήθηκε από οποιοδήποτε αποτελώντας αντικείμενο έφεσης ή αντέφεσης. Ως εκ τούτου, το ζήτημα δεν αποτελεί αντικείμενο πραγμάτευσης στο πλαίσιο της παρούσας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, ημερομηνίας 07/11/2015, αφού παρέθεσε και αξιολόγησε το σύνολο της προσκομισθείσας ενώπιον του μαρτυρίας, προέβη σε σχετικά ευρήματα. Απορρίπτοντας αρχικά την προδικαστική ένσταση της εφεσίβλητης, διαπίστωσε ότι οι μαρτυρίες των δύο ως άνω ιατρών (Μ.Ε.1 και Μ.Ε.4) ήταν αποκλίνουσες έως και αντίθετες μεταξύ τους. Εντοπίζοντας δε υπερβολές και αντιφάσεις στη μαρτυρία του πρώτου επί των ουσιαστικών της πτυχών, την απέρριψε, ενώ αντίθετα, θεώρησε την μαρτυρία του δεύτερου ειλικρινή και αμερόληπτη, οδηγούμενο σε αποδοχή ουσιαστικά των σχετικών αναφορών και θέσεων του. Αποδέχτηκε, επίσης, ως αληθή την μαρτυρία του φυσιοθεραπευτή (Μ.Ε.3), η οποία, ως σημείωσε, συνέπλεε και ουσιαστικά ενίσχυε τις θέσεις του Μ.Ε.4 ότι το υπό συζήτηση ατύχημα ήταν μέτριου βαθμού σοβαρότητας και το κάταγμα ήπιας μορφής, σε αντιδιαστολή με τη θέση του Μ.Ε.1, ο οποίος - τουλάχιστον κατά τα αρχικά στάδια της μαρτυρίας του - κατέτασσε τον τραυματισμό στους βαριούς και μη συχνούς. Η μαρτυρία του εφεσείοντα, υπό το φως των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου, ως διατυπώθηκαν στην πρωτόδικη απόφαση, οι οποίες έριχναν σκιά σε αυτή ως αντιφατική και υπερβολική, δεν έγινε πιστευτή επί των ουσιαστικών της πτυχών.
Υπό το πρίσμα της ως άνω θεώρησης της μαρτυρίας, το Δικαστήριο διαμόρφωσε την κρίση του σε σχέση με την εξέλιξη των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης ως εξής:
«Ο Ενάγοντας, ελαιοχρωματιστής στο επάγγελμα, μαζί με τον πατέρα του είχαν συστήσει την Εναγόμενη Εταιρεία, η οποία ασχολείτο με εργολαβίες - μπογιαντίσματα και ήταν οικογενειακή επιχείρηση. Στις 27/07/2010 ο Ενάγοντας μαζί με ένα άλλο υπάλληλο της Εναγόμενης Εταιρείας έχοντας τελειώσει την εργασία τους είχαν αποφασίσει να μαζέψουν τις σκαλωσιές που χρησιμοποιούσαν φορτώνοντας τες στο ημιφορτηγό αυτοκίνητο της Εναγομένης Εταιρείας. Γνώριζε, ο Ενάγοντας, ότι όταν φορτώνονταν οι σκαλωσιές στο αυτοκίνητο το ύψος τους ξεπερνούσε τα 2 μέτρα, λόγω του ότι είχε εκτελέσει πολλές φορές την συγκεκριμένη εργασία, με αποτέλεσμα να υπερβαίνουν το ύψος της κάσιας του ημιφορτηγού, για αυτό και έπρεπε να δεθούν. Την συγκεκριμένη μέρα είχαν χρησιμοποιήσει για να τις δέσουν σαμπάνι σχήμα χιαστή, το οποίο ήταν στερεό. Νοιώθοντας αυτοπεποίθηση γιατί είχε κάνει πολλές φορές την συγκεκριμένη εργασία, το στερέωμα των σκαλωσιών στο ημιφορτηγό, ο Ενάγοντας δεν έλεγξε κατά πόσο υπήρχε φθορά στο συγκεκριμένο σαμπάνι παρόλο που γνώριζε ότι ήταν δική του ευθύνη να το ελέγξει. Ενώ ήταν πάνω στο αυτοκίνητο στην προσπάθειά του να δέσει - στερεώσει τις σκαλωσιές όπως ο ίδιος θεωρούσε ορθό το σχοινί οπισθοχώρησε με αποτέλεσμα ο ίδιος να πέσει από ύψος περίπου δυο μέτρων και να υποστεί κάταγμα οσφυϊκής μοίρας μέτριου βαθμού και να παραμείνει στο Νοσοκομείο Λάρνακας, στο οποίο είχε μεταφερθεί από τους γονείς του μετά την πτώση, για τρεις μέρες από τις 27/07/2010 μέχρι 30/07/2010. Του είχε χορηγηθεί αναρρωτική άδεια αρχικά μέχρι τις 30/09/2010, αφού τέτοιου είδους τραύματα δυο μήνες για να πωρωθούν. Όμως λόγω του ότι ο Ενάγοντας είχε προϊστορικό πόνου σε σχέση με την μέση του από το 1999 καθώς και δισκοπάθειας χρειάστηκε περαιτέρω άδεια ανάρρωσης μέχρι 28/02/2011. Ο λόγος που είχε συμβεί το συγκεκριμένο ατύχημα οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Ενάγοντας πρώτον είχε φορτώσει περισσότερες σκαλωσιές από το ύψος του ημιφορτηγού με αποτέλεσμα να μην είναι ασφαλείς αν δεν δένονταν. Δεύτερον, στην προσπάθειά του να καταστήσει τον συγκεκριμένο τρόπο μεταφορά των σκαλωσιών ασφαλή τις έδεσε, όπως έκανε πάντα, με σχοινιά όμως δεν είχε ελέγξει τα σχοινιά πριν τα χρησιμοποιήσει. Ένοιωθε τόση αυτοπεποίθηση κατά την εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας που τον οδήγησε στο να την διεκπεραιώσει αμελώς με τις δυσάρεστες συνέπειες που βίωσε, ήτοι κάταγμα οσφυϊκής μοίρας μέτριου βαθμού. Ο Ενάγοντας λόγω του ότι είχε προσωπική ασφάλεια ατυχημάτων προσέφυγε αρχικά στην δική του ασφάλεια, γι’ αυτό και δεν είχε αναφερθεί το συμβάν στο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας για να μην κατηγορηθεί και ποινικά η Εναγομένη Εταιρεία. Όταν όμως διαπίστωσε ότι οι αποζημιώσεις που του είχαν παραχωρηθεί από την προσωπική του ασφάλεια δεν ήταν αυτές που ανέμενε τότε αποφάσισε να κινηθεί και εναντίον της Εναγομένης Εταιρείας, εκμεταλλευόμενος το συγκεκριμένο ατύχημα, αφού βρισκόταν σε οικονομική δυσπραγία μετά την μείωση των εργασιών της Εναγομένης Εταιρείας».
Στη βάση των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η εφεσίβλητη παρέλειψε να εκπληρώσει το καθήκον επιμέλειας που ως εργοδότρια όφειλε προς τον εφεσείοντα εργοδοτούμενο της και ως εκ τούτου έφερε ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος. Η αμέλεια της, εξήγησε, συνίστατο στο ότι χρησιμοποιούσε ή επέτρεπε τη χρήση φορτηγού με χαμηλή κάσια για τη μεταφορά σκαλωσιών, οι οποίες υπερέβαιναν το ύψος της κάσιας, γεγονός που απαιτούσε τη χρήση σχοινιών τύπου «σαμπάνι» για να δεθούν, χωρίς να διασφαλίσει ότι αυτά ήταν κατάλληλα και ασφαλή, παραλείποντας κατ’ αυτό τον τρόπο να λάβει τα αναγκαία και προσιτά μέτρα ασφάλειας για την αποτροπή προβλέψιμου κινδύνου. Ταυτόχρονα, καταλόγισε στον εφεσείοντα, έμπειρο όπως σημείωσε ελαιοχρωματιστή που ασχολείτο τακτικά, ανάμεσα σε άλλα, με την φόρτωση και εκφόρτωση σκαλωσιών, συντρέχουσα αμέλεια. Τούτο, στη βάση του ότι ήταν εύλογα προβλεπτό πως ο τρόπος που ενήργησε, φορτώνοντας δηλαδή και στοιβάζοντας όλες τις σκαλωσιές κατά τρόπο που το ύψος τους να υπερβαίνει το ύψος της κάσιας του ημιφορτηγού, προς εξυπηρέτηση του στόχου της μεταφορά στους με μία κούρσα, ήταν εμφανώς επικίνδυνος, ενώ η χρήση από μέρους του σχοινιών, χωρίς προηγουμένως να ελέγξει την καταλληλόλητα τους, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι επιχείρησε να δέσει τις σκαλωσιές ευρισκόμενος επί του οχήματος σε ύψος περίπου δύο μέτρων, υπερεκτιμώντας τις ικανότητες του, αποτελούσε παράλειψη να διαβλέψει τον κίνδυνο τραυματισμού του και να προφυλάξει επαρκώς τον εαυτό του. Υπό το φως των πιο πάνω, εκτίμησε ότι η ευθύνη για το ατύχημα ήταν δίκαιο να επιμεριστεί σε ποσοστό 50% για έκαστη πλευρά.
Ως προς τους τραυματισμούς, κατέληξε ότι ο εφεσείων υπέστη κάταγμα οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, είδος τραυματισμού που ως αποδέχτηκε παρουσιάζουν μέτριο βαθμό σοβαρότητας, με τα συμπτώματά τους να υποχωρούν εντός περιόδου 2 έως 5 μηνών και χωρίς να δικαιολογούν οποιοδήποτε λειτουργικό κατάλοιπο.
Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω, καθόρισε το συνολικό ποσό των €7.000 ως γενικές αποζημιώσεις (πλέον νόμιμο τόκο από 27.07.2010), και το ποσό των €7.305 (πλέον νόμιμο τόκο από 19.05.2011), για τις ειδικές ζημιές που έκρινε ότι αποδείχτηκαν. Ποσά τα οποία μειώθηκαν κατά το ήμισυ, ένεκα του καταμερισμού της ευθύνης του εφεσείοντα.
Η πρωτόδικη απόφαση, αμφισβητείται με επτά λόγους έφεσης. Με τον 1ο και 2ο λόγους έφεσης, προσβάλλεται ως λανθασμένη η αξιολόγηση και η απόρριψη της μαρτυρίας τόσο του Μ.Ε.1 (ιατρού - ορθοπεδικού) όσο και του εφεσείοντα, Μ.Ε.2. Προσβάλλεται επίσης η πρωτόδικη κρίση ως προς τον καταμερισμό της ευθύνης για το ατύχημα (3ος λόγος έφεσης), και ειδικότερα ότι ο εφεσείων έφερε συντρέχουσα ευθύνη σε ποσοστό 50% (4ος λόγος έφεσης). Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης, πραγματεύονται ζητήματα που αφορούν τις επιδικασθείσες αποζημιώσεις. Συγκεκριμένα, με τον 5ο λόγο έφεσης προωθείται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας λανθασμένα τη σχετική νομολογία, επιδίκασε υπό τη μορφή γενικών αποζημιώσεων αδικαιολόγητα χαμηλό ποσό, χωρίς να αποζημιώνει επαρκώς και δίκαια τον εφεσείοντα. Μέσω του 6ου λόγου έφεσης, προβάλλεται ότι λανθασμένα επιδίκασε μόνο το ποσό των €7.305 ως ειδικές αποζημιώσεις, σε αντίθεση με την τεθείσα ενώπιον του μαρτυρία, ενώ με τον 7ο λόγο έφεσης, υποστηρίζει ότι εσφαλμένα δεν επιδίκασε οποιοδήποτε ποσό υπέρ του εφεσείοντα, ως προς τη μειωμένη εισοδηματική του ικανότητα ή την μειονεκτική του θέση ως προς την εξεύρεση εργασίας.
Παρεμβάλλεται ότι για την εφεσίβλητη εταιρεία, η οποία, έχοντας διαγραφεί από τα μητρώα του Εφόρου Εταιρειών κατόπιν σχετικού διατάγματος διατάχθηκε και επιτεύχθηκε η επαναφορά της, ουδείς εμφανίστηκε, ούτε με οποιοδήποτε τρόπο συμμετείχε στην διαδικασία της Έφεσης,
Στρέφοντας την προσοχή στον 1ο και 2ο λόγους έφεσης, κρίνεται αναγκαία η υπόμνηση των βασικών και καλά εδραιωμένων αρχών επί του ζητήματος της αξιολόγησης μαρτυρίας και της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχετικά ευρήματα και της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη κρίση σε σχέση με αυτά. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δεν επεμβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός εάν αυτά, εξ αντικειμένου κρινόμενα, φαίνονται ανυπόστατα ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν βρίσκουν έρεισμα ή βρίσκονται σε αντίθεση με την προσαχθείσα μαρτυρία ή μέρη αυτής ή είναι καταφανώς εσφαλμένα. Εκεί όπου με βάση το σύνολο της μαρτυρίας, ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο άλλωστε είχε και την ευκαιρία να ακούσει και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά των μαρτύρων μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση σχετικά με την αξιοπιστία διαπιστώσεις, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Φραντζής κ.ά. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 254, Χατζήγαβριηλ ν. Ellinas Finance Public Company Limited (2013) 1 Α.Α.Δ. 668 και Μιχαηλίδης ν. Οικονομίδη, Πολ. Έφ. Αρ.94/2013, ημερ. 30/6/2022), ECLI:CY:AD:2022:D288. Παράλληλα, η μαρτυρία των ειδικών μαρτύρων, δεν αξιολογείται στη βάση άλλων από τις καθιερωμένες αρχές. Δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, ούτε υποκαθιστά το έργο του, παρά μόνο το βοηθά - με την παράθεση των σχετικών επιστημονικών κριτηρίων - να καταλήξει στα δικά του, ανεξάρτητα συμπεράσματα. Το Δικαστήριο μπορεί να υιοθετήσει τη θέση ενός εμπειρογνώμονα είτε εν όλω, είτε εν μέρει, είτε καθόλου, ανάλογα με τα ευρήματα του και την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Ως χαρακτηριστικά σημειώθηκε στην Novichkova v. Βλάμη (2012) 1(Β) Α.Α.Δ 1111, με ανάλογη παραπομπή σε σχετική νομολογία:
«Επί διϊστάμενης ιατρικής μαρτυρίας, το Δικαστήριο οφείλει, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση αξιολόγησης μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, να κρίνει την μαρτυρία αυτή στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων μη δίνοντας προβάδισμα σε οποιαδήποτε ιατρικώς εκφρασθείσα γνώμη από εκάτερο των διαδίκων. Η κρίση του Δικαστηρίου πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα επιστημονικά δεδομένα που παρουσιάζονται ενώπιον του, σχηματίζοντας ιδίαν άποψη επί του θέματος, αιτιολογώντας επαρκώς την κατάληξη του, ως προς την προτίμηση του με αναφορά σ’ αυτά τα δεδομένα.»
Στην υπό συζήτηση περίπτωση, διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία του εφεσείοντα εντός των καλά καθιερωμένων αρχών, συνολικά θεωρούμενης και αντιπαραβάλλοντας την με την υπόλοιπη αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία. Το γεγονός ότι η πλευρά της εφεσίβλητης δεν προσκόμισε μαρτυρία ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος, υπό τις περιστάσεις, παραμένει άνευ σημασίας. Ως είχε δικαίωμα, περιορίστηκε στην αντεξέταση για να κλονίσει την εκδοχή του εφεσείοντα και να εκμαιεύσει στοιχεία που ευνοούν τη δική της εκδοχή, την οποία διαζευκτικά ήγειρε στο δικόγραφο της Υπεράσπισης της, ήτοι ότι ο εφεσείων έφερε ευθύνη, εν όλω ή εν μέρει, για την πρόκληση του ατυχήματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αιτιολογώντας την αξιολογική του κρίση, εντόπισε και παρέθεσε αντιφάσεις και ασάφειες στην εκδοχή που ο εφεσείων παρουσίαζε σε σχέση με το ατύχημα και την κατάσταση της υγείας του πριν και μετά από αυτό. Αναφέρθηκε, ανάμεσα σε άλλα, στην προϋπάρχουσα δισκοπάθεια που αντιμετώπιζε, τις ιατρικές επισκέψεις και φυσιοθεραπείες στις οποίες υποβλήθηκε, όπως και την υπερβολή στο λόγο του, καθ’ ον χρόνο περιέγραφε και αναφερόταν στον πόνο και τις συνέπειες του ατυχήματος, η οποία δεν συνήδε με αποδεκτή και αξιόπιστη ως κρίθηκε μαρτυρία, του ιατρού Μ.Ε.4, και του φυσιοθεραπευτή Μ.Ε.3, ούτε με άλλα στοιχεία μαρτυρίας που τέθηκαν υπόψη του. Ασυνέπειες και σύγχυση εντοπίστηκαν επίσης καθ’ ον χρόνο αναφερόταν στην καταβολή του μισθού του και την ενημέρωση των αρμόδιων αρχών για το ατύχημα.
Η κατάληξη του Δικαστηρίου όσον αφορά την ποιότητα της μαρτυρίας του εφεσείοντα και γενικότερα της εκδοχής του, κρίνεται ορθή και αρκούντως αιτιολογημένη. Δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε παρέμβαση του Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξέτασε επιστάμενα το σύνολο της ιατρικής μαρτυρίας που τέθηκε υπόψη του, προερχόμενη αποκλειστικά από μάρτυρες που κλήθηκαν από την πλευρά του εφεσείοντα, αντιπαραβάλλοντας την τόσο με τις τοποθετήσεις όλων, όσο και με το σύνολο της τεθείσας υπόψη του μαρτυρίας και στοιχείων. Σταθμίζοντας κατά τρόπο που συνάδει με τη σχετική επί του ζητήματος νομολογία τα ενώπιον του στοιχεία και μαρτυρία, στο σύνολο τους, κατάληξε ουσιαστικά στην υιοθέτηση των θέσεων του Δρ Ηρακλέους Μ.Ε.4, ο οποίος εξέτασε τον εφεσείοντα κατά τη μεταφορά του στις Πρώτες Βοήθειες την ημέρα του ατυχήματος και παρακολούθησε την μετατραυματική του πορεία, μέχρι τις 29.03.2011. Σύμφωνα με τον τελευταίο, το τραύμα που ο εφεσείων υπέστη ήταν μετρίου βαθμού σοβαρότητας και χρειαζόταν περίπου δύο μήνες για να πορωθεί και δυο μέχρι πέντε μήνες για να αποκατασταθεί πλήρως η λειτουργία του. Θέση που ενισχύεται και συνάδει με την επίσης αποδεκτή μαρτυρία του φυσιοθεραπευτή, Μ.Ε.3, ο οποίος γνώριζε και εξέταζε τον εφεσείοντα κατά διαστήματα, πριν το ατύχημα, αναφορικά με πόνους που είχε στη μέση. Εξήγησε παράλληλα τους λόγους για την προσέγγιση του όσον αφορά την ποιότητα της μαρτυρίας του ιατρού Μ.Ε.2. Ο τελευταίος, ως υπέδειξε, παρέλειψε κατά την κυρίως εξέταση του να αναφέρει ουσιώδη για την υπόθεση σημεία, όπως για παράδειγμα όλη την αλήθεια σε σχέση με την προϋπάρχουσα κατάσταση του σπονδύλου του εφεσείοντα, παρά το γεγονός ότι αναφέρθηκε ότι τον είχε εξετάσει προηγουμένως. Διαπίστωσε επίσης ότι το στοιχείο της υπερβολής παρεισέφρησε στην μαρτυρία του προς υποβοήθηση της υπόθεσης του εφεσείοντα, παρά το γεγονός ότι παρουσιάστηκε να μετακινείται από την αρχική θέση του ως προς σοβαρότητα του κατάγματος που είχε υποστεί ο τελευταίος.
Δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε περιθώριο παρέμβασης του Δικαστηρίου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και του ως άνω ιατρού, Μ.Ε.2. Αντίθετα, η πρωτόδικη αξιολόγηση της σχετικής μαρτυρίας και η διαπίστωση των ανάλογων ευρημάτων, ως έχουν αποτυπωθεί στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν μπορεί να εκθεμελιωθεί.
Ως εκ των ανωτέρω, ο 1ος και ο 2ος λόγοι έφεσης είναι έκθετοι σε απόρριψη.
Αντικείμενο των λόγων έφεσης 3 και 4, αποτελεί ο επιμερισμός της ευθύνης για την πρόκληση του υπό συζήτηση ατυχήματος και ο καταλογισμός στον εφεσείοντα ποσοστού συντρέχουσας αμέλειας, σε ποσοστό 50%.
Ως κατ’ επανάληψη έχει διακηρυχθεί, η συντρέχουσα αμέλεια, που συναρτάται με το καθήκον αυτοπροστασίας και απολήγει στον επιμερισμό της ευθύνης, αποτελεί ζήτημα πραγματικό και αποφασίζεται στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των δεδομένων της κάθε υπόθεσης. Το ζήτημα αποτιμάται στο σύνολο των γεγονότων, ως θέμα νομικής και λογικής συνέπειας (Andreas V. Vrondis & Sons (Constructions) Ltd v. Παπαλεοντίου, (2017) 1(A) Α.Α.Δ. 1103). Το βάρος απόδειξης της ύπαρξης συντρέχουσας αμέλειας, φέρει ο εναγόμενος. Ωστόσο, το Δικαστήριο μπορεί να συμπεράνει την ύπαρξη συντρέχουσας αμέλειας από τη μαρτυρία του ίδιου του ενάγοντα ή από τα γεγονότα που στοιχειοθετούν το συμβάν, όπως διαπιστώνονται από το Δικαστήριο (Μιχαήλ ν. Ιωάννου & Παρασκευαϊδης Λτδ κ.ά. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1500).
Το παράπονο του εφεσείοντα, όπως προβάλλεται μέσω του 3ου λόγου έφεσης εστιάζεται στο γεγονός ότι συνεπεία λανθασμένης αξιολόγησης και εξαγωγής αβάσιμων συμπερασμάτων εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καταλογίστηκε εσφαλμένα σε αυτόν συντρέχουσα ευθύνη για το ατύχημα. Διατείνεται δε ότι δεν ήταν δυνατό να αποδοθεί αμέλεια στον ίδιο για το λόγο ότι δεν έλεγξε τα σχοινιά, ούτε για τον τρόπο που μεταφέρθηκαν και φορτώθηκαν οι σκαλωσιές στο φορτηγό με σκοπό την μεταφορά τους με μία κούρσα, αφού ο ίδιος ενεργώντας κατά τον πιο τρόπο, αφενός εκτελούσε τις οδηγίες του προϊσταμένου του χωρίς άλλη εναλλακτική επιλογή και αφετέρου λειτούργησε με την πεποίθηση ότι τα σχοινιά είχαν ελεγχθεί από τον τελευταίο. Εν πάση περίπτωση, ως ισχυρίζεται, ακόμα και ο ίδιος να έλεγχε τα σχοινιά, δεν θα μπορούσε να διαπιστώσει οπτικά την ακαταλληλότητά τους.
Στην υπόθεση Andreas V. Vrondis & Sons (Constructions) Ltd v. Παπαλεοντίου (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο κατά πλειοψηφία ανέτρεψε το πρωτόδικο εύρημα περί αποκλειστικής αμέλειας των εργοδοτών και απέδωσε συντρέχουσα αμέλεια στον εργοδοτούμενο, αφού έκρινε ότι:
«...Ήταν έμπειρος τεχνίτης, είχε γνώση του κινδύνου χρήσης της σκάλας και μάλιστα είχε δώσει και συμβουλές παλαιότερα σε άλλους εργοδοτούμενους. Παρά ταύτα, τοποθέτησε τη σκάλα με υψομετρική διαφορά των δύο ποδιών έστω ενός εκατοστού, σε χώρο μάλιστα που ο ίδιος ανέφερε ότι γίνονταν συνεχώς εργασίες και υπήρχαν λακούβες στο πάτωμα, έστω μικρές, καθώς και διάφοροι σοβάδες και άλλα απορρίμματα του εργοταξίου στο έδαφος. Ανέβηκε σε ύψος τεσσάρων περίπου μέτρων κρατώντας ένα κουβά γεμάτο γύψο ισορροπώντας πάνω στη σκάλα, βάζοντας τον κουβά στη σκάλα και σοβατίζοντας τις μορίνες. Ο εφεσίβλητος δεν έλαβε ο ίδιος επαρκή μέτρα ασφαλείας για τον εαυτό του. Είτε ο ίδιος έχασε την ισορροπία του, είτε η σκάλα μετακινήθηκε από τη δική του κίνηση σοβατίσματος, το αποτέλεσμα ήταν η σκάλα να γλιστρήσει προς τα εμπρός».
Ομοίως, στην Αντωνίου ν. A. Panagides Contracting Ltd, (2017) 1(Β) Α.Α.Δ. 2166, ως προς της ζήτημα απόδοσης συντρέχουσας ευθύνης στον εφεσείοντα, διαπιστώθηκε ότι:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιφόρτισε τον εφεσείοντα με βάρος που δεν του ανήκει, ως είναι ο ισχυρισμός του. Το ατύχημα, όπως διαπίστωσε και το Δικαστήριο, επεσυνέβη επειδή οι εφεσίβλητοι δεν παρείχαν ασφαλές σύστημα πρόσβασης στους εργαζομένους στο συγκεκριμένο σημείο. Όμως έχοντας υπόψη ότι ο εφεσείων ήταν έμπειρο άτομο σε αυτό το είδος της εργασίας, όφειλε, για δική του προστασία, να επιδείξει ανάλογη επιμέλεια.»
Ερχόμενοι στη υπό εξέταση περίπτωση, ως ορθά επισήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η συντρέχουσα αμέλεια ανάγεται στο καθήκον του εργοδοτούμενου για αυτοπροστασία, με την επίδειξη από την πλευρά του, ανάλογης επιμέλειας. Υπό το φως των τελικών ευρημάτων και συμπερασμάτων του ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος (δεδομένης και της απόρριψης του 2ου λόγου Έφεσης, ανωτέρω), καθόλα ορθά κρίθηκε πως αφ’ ης στιγμής ο εφεσείων ήταν ένας έμπειρος ελαιοχρωματιστής, όντας εξοικειωμένος με την εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας την οποία κατ’ επανάληψη εκτελούσε, όφειλε επίσης να αντιληφθεί και να αναλογιστεί την επικινδυνότητα της και να ενεργήσει ανάλογα, χωρίς απλώς να αφεθεί στις οδηγίες που προβάλλει ότι του δόθηκαν, να υπερεκτιμήσει τις ικανότητες του και να εκθέσει τον εαυτό του σε κίνδυνο. Άλλωστε, ακόμα και αν ακολούθησε κατά γράμμα τις οδηγίες του προϊστάμενου - πατέρα του, να μεταφέρει δηλαδή τις σκαλωσιές με μία κούρσα κατά τον τρόπο που το επιχείρησε στην παρούσα, με δεδομένη τη θέση του στην εφεσίβλητη - οικογενειακή επιχείρηση, δεν θα μπορούσε βάσιμα να υποστηριχθεί ότι δεν είχε άλλη επιλογή παρά να υπακούσει, διαφορετικά θα κινδύνευε να απωλέσει την εργασία του (Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ ν. Sharif (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 28).
Συνακόλουθα, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του συζητούμενου, κρίνεται καθ’ όλα ορθή. Ως εκ τούτου και ο 3ος λόγος έφεσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Σοβαρά έχει απασχολήσει το ποσοστό καταμερισμού της ευθύνης που αποδόθηκε στην πλευρά του εφεσείοντα στην υπό συζήτηση περίπτωση. Θέση του τελευταίου, ως προωθείται με τον 4ο λόγο έφεσης, είναι ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση, o εξίσου καταμερισμός ευθύνης μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου είναι υπερβολικός, άδικος και παραβιάζει τις σχετικές αρχές της νομολογίας.
Πράγματι, υπό τις ειδικότερες περιστάσεις που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση, ως έχουν διαπιστωθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το ποσοστό ευθύνης της τάξης του 50% που αποδόθηκε στον εφεσείοντα, παρουσιάζεται υψηλό. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, όπου τη δεδομένη στιγμή η εφεσίβλητη δεν φαίνεται να παρείχε ασφαλές σύστημα εργασίας, ούτε ασφαλή εξοπλισμό, η επικύρωση της κατάληξης αυτής, αντικειμενικά ορωμένων των πραγμάτων, παρουσιάζεται να εναποθέτει ψηλό βαθμό ευθύνης για ασφαλές σύστημα εργασίας στους εργοδοτούμενους αντί στους εργοδότες. (βλ. κατ’ αναλογία Αντωνίου ν. A. Panagides Contracting Ltd, (ανωτέρω) και A. Vrondis & Sons (Constructions) Ltd v. Παπαλεοντίου (ανωτέρω)).
Ως εκ τούτου, ο 4ος λόγος έφεσης επιτυγχάνει. Ο ορθός καταμερισμός ευθύνης για το υπό συζήτηση ατύχημα, θα πρέπει να αναπροσαρμοστεί, κατά τρόπο που να αποδίδεται σε ποσοστό 75% στην εφεσίβλητη και 25% για τον εφεσείοντα.
Προσβάλλεται επίσης, μέσω του 5ου λόγου έφεσης, ως καταφανώς λανθασμένο και ανεπαρκές το ποσό που επιδικάστηκε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων. Το Εφετείο, δεν επεμβαίνει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να καθορίζει το ύψος των αποζημιώσεων, εκτός αν η αποζημίωση που δόθηκε βασίστηκε σε λανθασμένες νομικές αρχές, ή είναι έκδηλα και εξόφθαλμα υπερβολική ή ανεπαρκής (Χένρυ Βενιαμίν ν. Ιωάννη Μιχαήλ, Πολ. Έφεση Αρ.335/2016, ημερ. 20.2.2025 και Αποστολίδης ν. Ζουλή (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1695). Δεν είναι αρκετό να υπάρχει διαφορά γνώμης ή εκτίμησης. Ως δε κατ’ επανάληψη έχει επισημανθεί, προηγούμενες αποφάσεις αναφορικά με αποζημιώσεις αποτελούν καθοδήγηση, πλην όμως δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Η κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της, ιδιαίτερα περιστατικά (Olympic Building and Metal Construction Ltd ν. Παπαϊωάννου (2014) 1(Β) Α.Α.Δ 1958).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με οδηγό τις αρχές της νομολογίας τις οποίες παρέθεσε και υπό το φως της προσαχθείσας και αποδεχτής μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του, επιδίκασε το ποσό των €7.000, ως γενικές αποζημιώσεις. Το εν λόγο ποσό, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έκδηλα ανεπαρκές. Αντίθετα, συνιστά δίκαιη και εύλογη αποζημίωση για τα τραύματα, τον πόνο και την ταλαιπωρία που ο εφεσείων κρίθηκε ότι υπέστη.
Ως εκ τούτου ο 5ος λόγος έφεσης, αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Ο εφεσείων παραπονείται, τόσο για το εσφαλμένο ως ισχυρίζεται ποσό που επιδικάστηκε υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων, όσο και για το γεγονός ότι δεν επιδικάστηκε οποιοδήποτε ποσό για τη μείωση της εισοδηματικής του ικανότητας ή για απώλεια μελλοντικών απολαβών (6ος και 7ος λόγοι έφεσης). Ως εξηγείται στην πρωτόδικη απόφαση με παραπομπή σε σχετική νομολογία, το ποσό που αποδόθηκε ως ειδικές αποζημιώσεις, κρίθηκε στη βάση των αυστηρών κριτηρίων που τίθενται προς τούτο και της αναγκαίας σαφήνειας που απαιτείται, μέσω της προσκόμισης ανάλογης αποδεικτικής αξίας μαρτυρίας και στοιχείων. Στη βάση του ως άνω αυστηρού αποδεικτικού πλαισίου και αποδείξεων που προσκομίστηκαν και έγιναν αποδεκτές, όπως και μαρτυρίας αναφορικά με την απώλεια εισοδημάτων του εφεσείοντα, σε συνδυασμό θεωρούμενα με την αποδεκτή για το ζήτημα μαρτυρία του ιατρού Μ.Ε.4, ο οποίος χορήγησε στον εφεσείοντα άδεια ασθενείας για το χρονικό διάστημα των τεσσάρων μηνών που έκρινε ότι απαιτείται για αποθεραπεία του από τα τραύματα που προκλήθηκαν συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, επιδικάστηκε το ανάλογο ποσό. Ως εξήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στηριζόμενο πάντα σε τεθείσα υπόψη του μαρτυρία επί του ζητήματος, η χορήγηση περαιτέρω άδειας ασθενείας στον εφεσείοντα, δεν συνδεόταν με τον τραυματισμό του συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, αλλά με προϋπάρχον πρόβλημα δισκοπάθειας που ο τελευταίος αντιμετώπιζε. Ούτε το παράπονο για μη επιδίκαση οποιουδήποτε ποσού για μείωση της εισοδηματικής του ικανότητας ή για απώλεια μελλοντικών απολαβών, φαίνεται να δικαιολογείται. Ως έχει ήδη σημειωθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση προσαχθείσας μαρτυρίας την οποία απεδέχθη ως αξιόπιστη, κατέληξε ότι τα τραύματα του εφεσείοντα «παρουσιάζουν μέτριο βαθμό σοβαρότητας χωρίς να δημιουργούν οποιοδήποτε λειτουργικό κατάλοιπο και ... υποχωρούν σε μια χρονική περίοδο 2 μέχρι 5 μηνών...». Με δεδομένο ότι τα τραύματα συνεπεία του υπό συζήτηση ατυχήματος μετά τον αναγκαίο χρόνο που χρειάστηκε για να υποχωρήσουν, δεν ευθύνονται για την όποια περαιτέρω αδυναμία του να εργαστεί, δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγισή και την κατάληξή του να μην επιδικάσει οποιοδήποτε ποσό ως απώλεια μελλοντικών απολαβών.
Συνακόλουθα, τόσο ο 6ος όσο και ο 7ος λόγοι έφεσης αποτυγχάνουν και απορρίπτονται
Κατ' ακολουθία όλων των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει μερικώς και η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται με τον καταμερισμό ευθύνης για το επίδικο ατύχημα να μειώνεται από 50% σε 25% στο πρόσωπο του εφεσείοντα.
Ενόψει τούτου, σε συμφωνία με τα επιδικασθέντα ποσά των αποζημιώσεων, η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται κατά τρόπο που να αποδίδεται ειδικότερα στον εφεσείοντα το ποσό των €5.250- ως γενικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμο τόκο από 27.07.2010 και €5.478,75 ως ειδικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμο τόκο από 19.05.2011.
Κατά τα λοιπά η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται, με όλους τους λόγους έφεσης, πλην του λόγου έφεσης αρ. 4, να απορρίπτονται.
Ενόψει της ως άνω κατάληξης, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης, €2.000- έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α, αν υπάρχει.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο