ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.356/2017)
(Σχ. με 357/2017)
4 Δεκεμβρίου 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
Ανδρέα Κυριάκου Πάνοβιτς,
Εφεσείοντα
ν.
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,
Εφεσίβλητου.
__________________
(Πολιτική Έφεση Αρ. 357/2017
Σχ. με 356/2017)
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,
Εφεσείοντα,
ν.
Ανδρέα Κυριάκου Πάνοβιτς,
Εφεσίβλητου.
____________________
Κ. Ευσταθίου για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα στην 356/2017, Εφεσίβλητο στην 357/2017.
Ι. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα στην 357/2017, Εφεσίβλητο στην 356/2017.
____________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων στην έφεση 356/2017, καταδικάστηκε στις 10.5.2001 από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού για ανθρωποκτονία και ληστεία[1] και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 14 και 6 χρόνων αντίστοιχα.[2] Η έφεση που καταχώρισε κατά της καταδίκης του απορρίφθηκε.[3] Προσέφυγε στη συνέχεια στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ε.Δ.Δ.Α. ή Ε.Δ.Α.Δ.,[4] το οποίο με απόφαση του, η οποία κατέστη τελεσίδικη την 11.3.2009,[5] διέγνωσε ότι στην υπόθεση του είχε παραβιαστεί το δικαίωμα δίκαιης δίκης (Άρθρο 6.1 και 6.3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ε.Σ.Δ.Α.).
Στο μεταξύ είχε από 22.10.2007 αφεθεί ελεύθερος με Προεδρική χάρη, έχοντας παραμείνει στις φυλακές για 7½ περίπου χρόνια, αρχικά ως υπόδικος και στη συνέχεια ως κατάδικος.
Ενώπιον του Ε.Δ.Α.Δ., ο Εφεσείων δεν είχε αξιώσει αποζημιώσεις («just satisfaction») και μετά την έκδοση της απόφασης, δεν αιτήθηκε την επανεκδίκαση ή το επανάνοιγμα της εναντίον του ποινικής υπόθεσης. Το 2009, καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την επίδικη αγωγή εναντίον της Δημοκρατίας για αποζημιώσεις.[6]
Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, η απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. παρείχε στον Εφεσείοντα απευθείας αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της Δημοκρατίας, και επιδικάστηκε υπέρ του το ποσό των €10.000, ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση για την παραβίαση του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη από τον Γενικό Εισαγγελέα με την έφεση 357/2017, ως προς την παροχή απευθείας αγώγιμου δικαιώματος (λόγος 1) αλλά και της επιδίκασης αποζημίωσης και του ύψους του ποσού που επιδικάστηκε (λόγος 3). Προβάλλεται ακόμη ότι ο Εφεσείων κωλυόταν από του να διεκδικήσει αποζημιώσεις, εφόσον δεν είχε αξιώσει αποζημιώσεις από το Ε.Δ.Α.Δ. (λόγος 2).
Ούτε ο Εφεσείων είχε μείνει ικανοποιημένος από την πρωτόδικη απόφαση, ως προς την επιμέρους κατάληξη με την οποία απορρίφθηκε η αξίωση του για αποζημιώσεις δυνάμει και του Άρθρου 172 του Συντάγματος, που καθιστά τη Δημοκρατία υπεύθυνη «δια πάσαν ζημιογόνον άδικον πράξιν ή παράλειψιν των υπαλλήλων ή αρχών της Δημοκρατίας εν τη ασκήσει των καθηκόντων αυτών ή κατ’ επίκλησιν ασκήσεως των καθηκόντων αυτών» (λόγος 1). Παραπονείται ακόμη ως προς το μέτρο των αποζημιώσεων και τον περιορισμό τους (λόγος 2).
Πρώτο, θα εξετάσουμε το λόγο ότι ο Εφεσείων κωλυόταν από του να διεκδικήσει αποζημιώσεις, εφόσον δεν είχε αξιώσει αποζημιώσεις από το Ε.Δ.Α.Δ.. Το νομικό αυτό ζήτημα απασχόλησε στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ονουφρίου, Πολ. Έφ. Αρ.463/2012, ημερ.23.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:A517, όπου ο εφεσίβλητος, αφού είχε εξασφαλίσει με προσφυγή του στο Ε.Δ.Α.Δ. απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε παραβίαση των δικαιωμάτων του αναφορικά με τις συνθήκες κράτησης του στις Κεντρικές Φυλακές, ενήγαγε την Δημοκρατία για αποζημιώσεις. Ούτε στην περίπτωση εκείνη είχαν ζητηθεί αποζημιώσεις με την προσφυγή στο Ε.Δ.Α.Δ.. Το Ανώτατο Δικαστήριο, εξετάζοντας εισήγηση της Δημοκρατίας ότι ο εφεσίβλητος εμποδιζόταν στη βάση δεδικασμένου να διεκδικεί αποζημιώσεις από τα Δικαστήρια της Δημοκρατίας, αποφάσισε ότι δεδικασμένο δημιουργείται όταν ο προσφεύγων αναζητήσει αποζημιώσεις και αποφασίσει επί τούτου το Ε.Δ.Α.Δ., οπότε δεν μπορούν να αναζητηθούν περαιτέρω αποζημιώσεις ενώπιον των εθνικών Δικαστηρίων. Όπου όμως δεν έχουν αναζητηθεί αποζημιώσεις από το Ε.Δ.Α.Δ., δεν δημιουργείται δεδικασμένο.
Η απόφαση στην Ονουφρίου δεν είχε εκδοθεί όταν εκδιδόταν η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση και καταχωριζόταν η έφεση της Δημοκρατίας. Ωστόσο, είχε ήδη εκδοθεί πολύ πριν καταχωριστούν τα περιγράμματα αγόρευσης των μερών, στα οποία όμως δεν γίνεται οιαδήποτε αναφορά σε αυτή. Υιοθετήθηκε στη συνέχεια στη Νίκολας ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ, υπό εκούσια εκκαθάριση, Πολ. Έφ. Αρ.43/2007, ημερ.24.2.2022, ECLI:CY:AD:2022:A75.
Όταν, κατά τη συζήτηση των εφέσεων, τέθηκε υπόψη της εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα η Ονουφρίου και η επί του προκειμένου κατάληξη του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μας κάλεσε όπως αποκλίνουμε από το λόγο της, χωρίς ωστόσο να υποστηρίξει τη θέση αυτή με επιχειρηματολογία.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, παρ' όλο ότι δεσμεύεται από προηγούμενες του αποφάσεις, δε στερείται της δυνατότητας να αποστεί από αρχές που διατυπώθηκαν στο παρελθόν. Όμως η απόκλιση θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη περίσκεψη. Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων ή η αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου που είχε εφαρμοστεί, δικαιολογεί μια τέτοια κατάληξη. Το σφάλμα θα πρέπει να έχει αντικειμενική υπόσταση και να καταφαίνεται ως αυταπόδεικτο (Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων και Άλλων (Αρ.3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315 και Βύρωνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77). Οι λόγοι που συνηγορούν υπέρ της δυσκολίας απόκλισης είναι προφανείς. Η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου συνδέεται με την ερμηνεία του νόμου, αλλά κυρίως στηρίζει την ανάγκη για τη βεβαιότητα περί το δίκαιο που πρέπει να υπάρχει.
Εν προκειμένω, τίποτε δεν δικαιολογεί την περαιτέρω ενασχόληση με το ζήτημα, που ούτε προβλήθηκε, ούτε υποστηρίχτηκε δεόντως. Ακολουθώντας το δικαστικό προηγούμενο της Ονουφρίου, καταλήγουμε ότι ο Εφεσείων δεν κωλυόταν από του να διεκδικήσει αποζημιώσεις ενώπιον Δικαστηρίου της Δημοκρατίας και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλήφθηκε της ουσίας της απαίτησης του. Ο λόγος έφεσης 2 στην έφεση 357/2017 απορρίπτεται.
Η εφετειακή απόφαση στην Ονουφρίου δεν πραγματεύτηκε το ζήτημα που εγείρεται με το λόγο έφεσης 1, κατά πόσο δηλαδή η απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. παρείχε στο πρόσωπο του οποίου διαπιστώθηκε παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, απευθείας αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της Δημοκρατίας. Εκεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε απορρίψει τα προδικαστικά ζητήματα που είχε εγείρει η Δημοκρατία στην υπεράσπιση της και τα οποία αφορούσαν στις θέσεις ότι η αγωγή ήταν ενοχλητική, μηδαμινή και δικονομικά απαράδεκτη ως μη περιέχουσα αιτία αγωγής και ότι τα ευρήματα του Ε.Δ.Α.Δ. δεν δέσμευαν τους διαδίκους ούτε και το Δικαστήριο και δεν δημιουργούσαν αγώγιμο δικαίωμα. Η πτυχή αυτή της πρωτόδικης απόφασης δεν είχε προσβληθεί με την έφεση.
Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε την αρχή που υιοθετήθηκε στην Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 558, 567-71, ότι η παραβίαση συνταγματικά κατοχυρωμένου ανθρώπινου δικαιώματος παρέχει χωρίς άλλο δικαίωμα σε θεραπεία και αναφερόμενο στο άρθρο 13 της Ε.Σ.Δ.Α. σημείωσε ότι οι διατάξεις του αποτελούν μέρος του ημεδαπού δικαίου και ότι κατοχυρώνουν δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής θεραπείας από αρμόδιο Δικαστήριο για παραβιάσεις δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από την Ε.Σ.Δ.Α., όπως στις περιπτώσεις παραβίασης δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα.
Αυτό που υποστηρίζει ο Γενικός Εισαγγελέας είναι ότι η διαπίστωση της παραβίασης είναι απαραίτητο να γίνεται από το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται η αξίωση για θεραπεία, όπως ακριβώς είχε γίνει στην Γιάλλουρος. Στην παρούσα, παρά το ότι το γεγονός της έκδοσης της απόφασης του Ε.Δ.Α.Δ. έγινε παραδεκτό γεγονός και η ίδια η απόφαση κατατέθηκε στη δίκη ως τεκμήριο εκ συμφώνου, δεν έγιναν παραδεκτά γεγονότα τα ίδια τα ευρήματα του Ε.Δ.Α.Δ., δηλαδή οι παραβιάσεις που είχαν διαπιστωθεί. Καταλήγει η εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε προβεί σε δικό του εύρημα ότι είχαν παραβιαστεί τα δικαιώματα του Εφεσείοντα στη βάση μαρτυρίας που θα έκανε αποδεχτή και όχι να θεωρήσει ότι παραβιάστηκαν επειδή έτσι είχε διαπιστώσει το Ε.Δ.Α.Δ..
Παρεμβάλουμε ότι στην Έκθεση Απαίτησης του Εφεσείοντα δεν προβάλλονταν οι ισχυρισμοί των γεγονότων που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν την όποια παραβίαση δικαιωμάτων του για δίκαιη δίκη, παρά μόνο το γεγονός της απόφασης του Ε.Δ.Α.Δ. και οι ουσιώδεις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου εκείνου.
Είναι, λοιπόν, κοινό έδαφος ότι παραβίαση κατοχυρωμένου από την Ε.Σ.Δ.Α. ανθρώπινου δικαιώματος παρέχει χωρίς άλλο δικαίωμα σε θεραπεία. Το ερώτημα είναι κατά πόσο αρκεί ότι η παραβίαση διαπιστώθηκε με απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. ή θα πρέπει η παραβίαση να αποδειχθεί ενώπιον του εκδικάζοντος Δικαστηρίου της Δημοκρατίας, είτε εφόσον γίνει παραδεκτό γεγονός η ίδια η παραβίαση, είτε με την προσαγωγή μαρτυρίας για τα πρωτογενή γεγονότα που την στοιχειοθετούν και την τεκμηριώνουν.
Το άρθρο 13 της Ε.Σ.Δ.Α. προνοεί ότι: «Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάζονται τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που αναγνωρίζονται στην παρούσα Σύμβαση, έχει το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, ακόμη και εάν η παραβίαση διαπράχθηκε από πρόσωπα που ενεργούν κατά την άσκηση των δημοσίων καθηκόντων τους», ενώ στο Μέρος ΙΙ, που αφορά στο Ε.Δ.Α.Δ., το άρθρο 46(1) διαλαμβάνει ότι: «Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συμμορφώνονται προς τις οριστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου επί των διαφορών στις οποίες είναι διάδικοι». Η Σύμβαση αποτελεί μέρος του εσωτερικού δικαίου της Κύπρου, ως αποτέλεσμα του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως δια την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικού) Νόμου του 1962, Ν.39/1962, με αυξημένη ισχύ έναντι των νόμων της Δημοκρατίας και του Συντάγματος (Κουλίας ν. Θεμιστοκλέους, Πολ. Έφ. Αρ.79/2013, ημερ.16.11.2021). Στην έκταση που η παραβίαση δικαιώματος που κατοχυρώνει η Ε.Σ.Δ.Α. συνιστά και παραβίαση δικαιώματος που κατοχυρώνει το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, η συμμόρφωση αφορά και τη Δικαστική εξουσία, όπως διαλαμβάνεται στο Άρθρο 35 του Συντάγματος.[7]
To Ε.Δ.Α.Δ. δεν λειτουργεί ως τρίτου ή τετάρτου βαθμού Δικαστήριο, σε σχέση με τα δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια εθνικά Δικαστήρια. Όπως αναφέρεται στην Κουλίας με αναφορά στη νομολογία του ιδίου του Ε.Δ.Δ.Α. (Egmar v. Cyprus (no.2) Appl. no.12214/07, Judgment 18 September 2012, παρ.28 και Ilgar Mammadov v. Azerbaijan, Appl. no.15172/13, Judgment 29 May 2019, παρ.147-53) «οι αποφάσεις του είναι δηλωτικές (declaratory) και επαφίεται πρωτίστως στο κράτος μέλος να επιλέξει τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων του, ως το άρθρο 46 προνοεί, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέσα αυτά είναι συμβατά με τα συμπεράσματα τα οποία καταγράφονται στην απόφαση του». Σημειώνεται ωστόσο, ότι στη Mammadov «τονίστηκε η δεσμευτικότητα των αποφάσεων του ΕΔΑΔ δυνάμει του Άρθρου 46 και η σημασία της αποτελεσματικής εκτέλεσης τους με καλή πίστη και με τρόπο που είναι συμβατός με τα ‘‘συμπεράσματα και το πνεύμα’’ των σχετικών αποφάσεων».
Εν προκειμένω η συμμόρφωση προς την απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. του 2009 αναφορικά με τον Εφεσείοντα, δεν μπορεί παρά να προϋποθέτει και εν κατακλείδι να σημαίνει την αναγνώριση των διαπιστώσεων που γίνονται στην εν λόγω απόφαση και ότι αυτή επιφέρει αποτέλεσμα στην Κυπριακή έννομη τάξη. Η διαπίστωση παραβίασης από το Ε.Δ.Α.Δ. είναι δεσμευτική. Εφόσον εκδόθηκε τέτοια απόφαση, οι διαπιστώσεις δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Συνιστούν πραγματικό αδιάσειστο υπόβαθρο γεγονότων επί του οποίου τα Δικαστήρια της Δημοκρατίας οφείλουν να ενεργήσουν.
Κατά την εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα, θα μπορούσε, ενώ με απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. έχει διαπιστωθεί συγκεκριμένη παραβίαση δικαιώματος, η παραβίαση αυτή να μην αποδειχτεί ενώπιον του Δικαστηρίου της Δημοκρατίας, γιατί δεν προσκομίστηκε επαρκής μαρτυρία ή κάποιοι μάρτυρες επί των γεγονότων που θα τεκμηρίωναν την παραβίαση δεν έγιναν πιστευτοί από το Επαρχιακό Δικαστήριο. Σε τέτοια περίπτωση, ο επιτυχών ενώπιον του Ε.Δ.Α.Δ. αιτητής θα παρέμενε χωρίς θεραπεία και το άρθρο 13 της Ε.Σ.Δ.Α. θα ήταν άνευ σημασίας.
Επανερχόμενοι στην Γιάλλουρος σημειώνουμε την αναφορά (σελ.569) ότι:
«Στην Κύπρο οι διατάξεις του Άρθρου 13 αποτελούν μέρος του ημεδαπού δικαίου· κατοχυρώνουν δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής θεραπείας παραβιάσεων των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η Σύμβαση, (που σε μεγάλο βαθμό είναι επάλληλα προς τα δικαιώματα που κατοχυρώνει το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος), από αρμόδιο δικαστήριο. Έτσι, εκτός από την καθαυτή φύση των δικαιωμάτων, που ενέχει το στοιχείο δικαστικής προστασίας, τις διατάξεις του Άρθρου 35 του Συντάγματος, που επιβάλλουν υποχρέωση περί τούτου, και το Άρθρο 13 της Σύμβασης κατοχυρώνει δικαίωμα παροχής θεραπείας για όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα που είναι επάλληλα προς εκείνα του Ευρωπαϊκού Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».
Στον περί Αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων – Αποκατάσταση Προσώπων που Καταδικάστηκαν σε Ποινικές Υποθέσεις (Αποτελεσματική Εφαρμογή Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών) Νόμο του 2015, Ν.23(Ι)/2015, η έκδοση απόφασης από το Ε.Δ.Α.Δ. με την οποία έχει διαγνωστεί παραβίαση του δικαιώματος ή δικαιωμάτων του αιτητή είναι προϋπόθεση για την ενεργοποίηση του νόμου (άρθρο 3(1)(α)) και, σημαντικότερο για ό,τι εδώ εξετάζουμε, τα ευρήματα του Ε.Δ.Α.Δ. συνιστούν μαζί και με άλλες παραμέτρους το πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου κρίνεται η αίτηση (άρθρο 5(3)). Είναι ξεκάθαρο ότι στην αίτηση αποκατάστασης στο πλαίσιο του Ν.23(Ι)/2015, οι παραβιάσεις που έχουν διαπιστωθεί από το Ε.Δ.Α.Δ. δεν απαιτείται να αποδειχτούν με μαρτυρία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Και σε περιπτώσεις εκτός του πλαισίου του Ν.23(Ι)/2015, το Ανώτατο Δικαστήριο ενήργησε με δεδομένο πραγματικό υπόβαθρο τις διαπιστώσεις του Ε.Δ.Α.Δ. στη σχετική με την περίπτωση προσφυγή. Στην Κουλίας, ο αποτυχών εφεσείων, έχοντας εξασφαλίσει απόφαση από το Ε.Δ.Α.Δ. ότι στη διαδικασία της έφεσης είχε παραβιαστεί το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη, αιτήθηκε την ακύρωση της εφετειακής απόφασης. Η αίτηση του εξετάστηκε με τις διαπιστώσεις του Ε.Δ.Α.Δ. ως δεδομένο. Είχε αναφερθεί: «Το ερώτημα το οποίο προκύπτει είναι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, η επιτυχία του αιτητή στην ατομική προσφυγή, απαιτεί το επανάνοιγμα της υπόθεσης και δη την επιστροφή στο σημείο πριν την έκδοση της απόφασης του Εφετείου».
Το ίδιο και στη Νίκολας, στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι:
«Η παράβαση, ανωτέρω, που διαπίστωσε το Ε.Δ.Α.Δ. σε σχέση με τη συγκεκριμένη πρόνοια του ΄Αρθρου 6.1, ουσιαστικά, αποτελεί παραβίαση του ανθρωπίνου δικαιώματος του αιτητή να τύχει δίκαιης δίκης, υπό την έννοια της διασφάλισης του αμερόληπτου της δικαστικής εξουσίας και, κατά συνέπεια, της διεξαγωγής της δικαστικής διαδικασίας της έφεσης, (βλ. Ex p Pinochet Ugarte (No 2) (1999) 1 All ER 577). Διαγνώστηκε, έτσι, παραβίαση συγκεκριμένης αρχής της φυσικής δικαιοσύνης, η οποία προστατεύεται με το πιο πάνω άρθρο και αναπαράγεται, σχεδόν αυτούσια, στο ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κατά το δίκαιο που εφαρμόζεται στην Κύπρο, η παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης συνεπάγεται την ακυρότητα της σχετικής απόφασης του εκδικάζοντος δικαστηρίου.
.………………………………………………………………………...
Στην προκειμένη περίπτωση, τέτοια είναι, ουσιαστικά, η επίδραση της απόφασης του Ε.Δ.Α.Δ. επί της απόφασης στην έφεση, χωρίς, ωστόσο, να επιφέρει η ίδια την ακύρωση ή την ανάκλησή της».
Ήταν, επομένως, ορθή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να κρίνει την απαίτηση λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι οι παραβιάσεις του δικαιώματος του Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη, όπως είχαν διαπιστωθεί στην απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. στη σχετική προσφυγή, είχαν διαπραχθεί και ήταν γεγονός. Ο λόγος έφεσης 1 στην έφεση 357/2017, επίσης απορρίπτεται.
Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το Άρθρο 172 του Συντάγματος δεν μπορούσε να αποτελέσει αιτία αγωγής, θεμελιώθηκε στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ζημιά που ο Εφεσείων επικαλείτο είχε ως γενεσιουργό της αιτία καταδικαστικές αποφάσεις Δικαστηρίων, του Κακουργιοδικείου Λεμεσού και του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατ’ έφεση. Η Δημοκρατία, συνέχισε, δεν ευθύνεται δυνάμει του Άρθρου 172 για τις αποφάσεις των Δικαστηρίων για να καταλήξει ότι το Άρθρο 172 δεν δημιουργούσε αιτία αγωγής στα γεγονότα της ενώπιον του υπόθεσης.
Η θέση του Εφεσείοντα είναι ότι γενεσιουργός αιτία της ζημιάς του δεν ήταν οι δικαστικές αποφάσεις, αλλά οι ενέργειες της Αστυνομίας κατά το στάδιο των ανακρίσεων.
Δεν νομίζουμε ότι διέλαθε την προσοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το Ε.Δ.Α.Δ. είχε διαπιστώσει παραβίαση των άρθρων 6(1) και (3) της Ε.Σ.Δ.Α. και στη βάση απουσίας νομικής αρωγής στον Εφεσείοντα στα αρχικά στάδια της αστυνομικής ανάκρισης («THE COURT … 2. Holds by 6 votes to 1 that there has been a violation of Article 6 §§ 1 and 3 (c) of the Convention on account of the lack of legal assistance in the initial stages of police questioning;»). Η παραβίαση αυτή συντελέστηκε από τα αστυνομικά όργανα που ήταν επιφορτισμένα με το καθήκον διερεύνησης της υπόθεσης στην οποία ο Εφεσείων ήταν ύποπτος. Η περίπτωση ασφαλώς και καλύπτεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 172 του Συντάγματος (Georghiou v. Attorney-General (1982) 1 C.L.R. 938, και Alexandrou v. Attorney-General (1983) 1(A) C.L.R. 41) ώστε η Δημοκρατία να καθίσταται υπεύθυνη για τις συναφείς πράξεις και παραλείψεις των ανακριτών.
Η εντύπωση που αποκομίζουμε είναι ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ζημιά που ο Εφεσείων επικαλείτο είχε ως γενεσιουργό αιτία τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις, βασίστηκε στο γεγονός ότι ο Εφεσείων στην αγωγή του αναφερόταν σε ζημιές συνεπεία της φυλάκισης του και όχι σε αποζημίωση για την παραβίαση του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη. Ότι ο Εφεσείων φυλακίστηκε γιατί καταδικάστηκε από αρμόδιο Δικαστήριο και όχι γιατί παραβιάστηκε το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη συνεπεία της έλλειψης νομικής αρωγής κατά το στάδιο των αστυνομικών ανακρίσεων.
Σε κάθε περίπτωση, η άδικη πράξη ή παράλειψη στο Άρθρο 172 πρέπει να έχει προκαλέσει ζημιά, η οποία μέσα στην έννοια αυτή υποδηλοί απώλεια και ζημιά η οποία επανορθώνεται με κατάλληλη επιδίκαση αποζημιώσεων που αποκαθιστούν τα δικαιώματα του ατόμου που υπέστη τη ζημιά (Α. Ν. Λοΐζου, «Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας», Λευκωσία 2001, σελ.411).
Το δικαίωμα του Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη παραβιάστηκε και κατά τη δίκη, με την αποδοχή και χρήση από το Κακουργιοδικείο στοιχείου μαρτυρίας που είχε εξασφαλιστεί κατά τις ανακρίσεις το οποίο δεν θα έπρεπε να είχε κριθεί ως αποδεκτό («there has been a violation of Article 6 § 1 of the Convention due to the use of the applicant’s confession in his main trial;») και για ένα περαιτέρω λόγο («there has been a violation of Article 6 § 1 of the Convention due to the Assize Court’s handling of the confrontation with the applicant’s defence counsel;»).
Ωστόσο, δεν αναδείχτηκε ότι εφόσον η συγκεκριμένη μαρτυρία δεν γινόταν αποδεχτή ο Εφεσείων δεν θα καταδικαζόταν ή, για να πάμε ακόμη πιο πίσω, ότι αν δεν εξασφαλιζόταν η συγκεκριμένη μαρτυρία από την Αστυνομία για να παρουσιαστεί στη δίκη, δεν θα καταδικαζόταν ή ότι η έφεση του κατά της καταδίκης του θα επετύγχανε.
Η από μέρους του Εφεσείοντα εισήγηση ως προς την περαιτέρω αποζημίωση που θα έπρεπε να είχε επιδικαστεί υπέρ του στο πλαίσιο του Άρθρου 172 του Συντάγματος, εδράζεται σε αποτίμηση των ζημιών και της ταλαιπωρίας που αυτός υπέστη συνεπεία του εγκλεισμού του στις φυλακές για περίοδο περίπου 7½ χρόνων. Αυτό, μπορεί να είναι το μέτρο στην περίπτωση που η καταδίκη ακυρώνεται, οπόταν και η νόμιμη διαταγή κράτησης εξαφανίζεται με αποτέλεσμα να έχουμε κράτηση που, έστω εκ των υστέρων, διαφαίνεται ότι δεν περιβάλλεται με το πέπλο της νομιμότητας.
Στην περίπτωση του Εφεσείοντα, η καταδικαστική απόφαση του Κακουργιοδικείου και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η έφεση του και επικυρώθηκε η καταδίκη του, ουδέποτε έχουν ακυρωθεί. Όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, η απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. δεν επέφερε την ακύρωση της καταδίκης του Εφεσείοντα. Όπως σημειώνεται και στην πρωτόδικη απόφαση, ο Εφεσείων δεν είχε μετά την απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. αιτηθεί την επανεκδίκαση ή το επανάνοιγμα της εναντίον του ποινικής υπόθεσης. Για ό,τι αξίζει αναφέρουμε ότι σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, το 2023, ο Εφεσείων αποτάθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο, κατ’ επίκληση του Ν.23(Ι)/2015, για την έκδοση απόφασης που να ακυρώνει την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση και την εφετειακή απόφαση επικύρωσης της, προκειμένου να υπάρξει αποκατάσταση του. Η αίτηση του απορρίφθηκε με απόφαση της πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.[8] Προσφυγή που καταχώρισε στη συνέχεια στο Ε.Δ.Α.Δ., επίσης απορρίφθηκε.[9]
Επομένως, η αξίωση στην έκταση που εδράζεται στον εγκλεισμό του Εφεσείοντα στις φυλακές, απολήγει να είναι αξίωση για αποζημιώσεις για νόμιμη κράτηση. Ουδείς, όμως, μπορεί να αξιώσει και να λάβει αποζημίωση για νόμιμη κράτηση, κατόπιν διαταγής αρμοδίου Δικαστηρίου, που δεν έχει ακυρωθεί και παραμένει ισχυρή. Επομένως, δεν θα μπορούσαν να επιδικαστούν αποζημιώσεις σε σχέση με το γεγονός της φυλάκισης του Εφεσείοντα.
Το ζήτημα της εφαρμογής του Άρθρου 172 του Συντάγματος δεν θα είχε, σε κάθε περίπτωση, πρακτική σπουδαιότητα. Εφόσον με την απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. διαπιστώθηκε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Εφεσείοντα και κατά το στάδιο των αστυνομικών ανακρίσεων, η διάγνωση ευθύνης στη Δημοκρατία στη βάση του ή καλύτερα με ρητή αναφορά και σε αυτό, δεν θα διαφοροποιούσε τα δεδομένα της υπόθεσης ως προς τις αποζημιώσεις του Εφεσείοντα.
Ο σχετικός λόγος έφεσης 1 στην έφεση 356/2017 είχε περιορισμένη εμβέλεια. Αναφερόταν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε καταλήξει «στο νομικώς εσφαλμένο συμπέρασμα ότι δεν υφίστατο ως αιτία αγωγής δια τον εφεσείοντα η απαίτηση του Άρθρου 172 του Συντάγματος, με αποτέλεσμα να περιορίσει την κρίση του επί της καταβλητέας αποζημίωσης στη βάση μόνο της απόφασης του ΕΔΑΔ και να περιορίσει το εύρος αυτής». Έτσι, παρά το ότι διαπιστώνεται ότι το Άρθρο 172 είχε εφαρμογή στα περιστατικά της υπόθεσης, δεν μπορούσε στη βάση του να επιδικαστούν οι περαιτέρω αποζημιώσεις που διεκδικεί ο Εφεσείων. Γι’ αυτό και στην ουσία του ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Παραμένουν οι λόγοι που αφορούν στην επιδίκαση του ποσού των €10.000 για την διαπιστωθείσα παραβίαση του δικαιώματος του Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη.
Ο Γενικός Εισαγγελέας υποδεικνύει ότι ο Εφεσείων με την Έκθεση Απαίτησης του είχε θέσει ως βάση της αξίωσης του τις ζημιές που είχε υποστεί συνεπεία του εγκλεισμού του στη φυλακή και όχι τη διαπιστωθείσα από το Ε.Δ.Α.Δ. παραβίαση του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη. Στο παρακλητικό της απαίτησης αξιώνονται γενικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες, ψυχικά και ψυχολογικά τραύματα και απώλεια εισοδημάτων ως αποτέλεσμα της φυλάκισης του, ωστόσο στο σώμα της Έκθεσης Απαίτησης δικογραφούνται τόσο η απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. στην προσφυγή του όσο και οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου. Διαπιστώνουμε επομένως ότι όλα τα ουσιώδη γεγονότα ήταν δικογραφημένα ώστε να παρέχεται η ευχέρεια στο πρωτόδικο Δικαστήριο να επιδικάσει αποζημίωση για παραβίαση του δικαιώματος του Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη (Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1(A) A.A.Δ. 400, 407-8).
Προχωρούμε στο ζήτημα του ύψους του ποσού. Ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί εσφαλμένη την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει καθοδήγηση από την Charalambides v. Cyprus, Appl. no.37885/04, Judgment 15 April 2009. Η υπόθεση αφορούσε παραβίαση του δικαιώματος του αιτητή για δίκαιη δίκη λόγω καθυστέρησης και το ποσό που είχε επιδικαστεί ήταν €2.000.
Η επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα περιστράφηκε και περιορίστηκε γύρω από τη μαρτυρία που είχε δώσει για τη ζημιά την οποία υπέστη εξ αιτίας της φυλάκισης του και τις επιπτώσεις στο πρόσωπο του από αυτή.
Πράγματι η Charalambides δεν βοηθά, σημασία ωστόσο έχει κατά πόσο, εν προκειμένω, το ποσό των €10.000 που επιδικάστηκε ήταν έκδηλα υπερβολικό ή έκδηλα ανεπαρκές ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1(Α) Α.Α.Δ. 475, 489 και Alfa Concrete Public Company Ltd ν. Γλυκύ, Πολ. Έφ. Αρ.316/2013, ημερ.21.7.2000) Σύμφωνα και με τη νομολογία του Ε.Δ.Α.Δ., η επιδίκαση μη χρηματικών αποζημιώσεων (non pecuniary damages) εμπεριέχει το στοιχείο της ελαστικότητας και αντικειμενική προσέγγιση του τι είναι δίκαιο και εύλογο στις περιστάσεις της υπόθεσης (Al-Skeini and others v. United Kingdom, App. No.55721/07, Judgment 7 July 2011, παρ.182).
Η βασικότερη παράμετρος αφορά στη σοβαρότητα της παραβίασης, το δικαίωμα που έχει παραβιαστεί και σε ποιο βαθμό. Εν προκειμένω αφορούσε στο στάδιο των ανακρίσεων και στη δίκη σε μια πολύ σοβαρή ποινική υπόθεση ανθρωποκτονίας και ληστείας. Αναφέρεται στην απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. ότι, παρά το ότι κατά τη δίκη του ο Εφεσείων εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο της επιλογής του, η φύση του μειονεκτήματος που υπέστη συνεπεία της παραβίασης στο στάδιο των ανακρίσεων δεν θεραπεύτηκε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στην οποία η ομολογία του κρίθηκε θεληματική και επομένως αποδεχτή ως μαρτυρία. Και επισημάνθηκε ότι, παρόλο που η καταδίκη του δεν είχε βασιστεί αποκλειστικά στην κατάθεση του, αυτή ήταν αποφασιστικής σημασίας στην προοπτική της υπεράσπισης του και αποτέλεσε σημαντικό στοιχείο για την καταδίκη του.[10] Λαμβάνεται επίσης υπόψη ότι ο Εφεσείων ήταν κατά το στάδιο των ανακρίσεων ύποπτος, 17 ½ χρόνων, και νεαρό πρόσωπο κατά την δίκη του.
Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, το ποσό το οποίο επιδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν ούτε έκδηλα υπερβολικό ούτε έκδηλα ανεπαρκές ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι σχετικοί λόγοι στις δύο εφέσεις απορρίπτονται.
Αμφότερες οι εφέσεις απορρίπτονται.
Ουδεμία διαταγή ως προς τα έξοδα.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Ε. Εφραίμ, Δ.
[1] Δημοκρατία ν. Χριστοδούλου και άλλος, Αρ. Ποιν. Υπόθεσης 7119/2000, ημερ.10.5.2001.
[2] Δημοκρατία ν. Χριστοδούλου και άλλος, Αρ. Ποιν. Υπόθεσης 7119/2000, ημερ.24.5.2001.
[3] Πάνοβιτς κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2003) 2 Α.Α.Δ. 310.
[4] Ε.Δ.Α.Δ. και Ε.Δ.Δ.Α. είναι συνώνυμα και αναφέρονται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το «Ε.Δ.Α.Δ.» είναι η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη και επίσημη συντομογραφία, ενώ η συντομογραφία «Ε.Δ.Δ.Α.» χρησιμοποιείται επίσης, συχνά σε συνδυασμό με την πλήρη ονομασία «Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου»
[5] Case of Panovits v. Cyprus, Appl. no.4268/04, Judgment 11.12.2008, Final 11.3.2009.
[6] Ανδρέας Κυριάκου Πάνοβιτς ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Αγωγή Αρ.3619/2009 Ε. Δ. Λευκωσίας.
[7] «Αι νομοθετικαί, εκτελεστικαί και δικαστικαί αρχαί της Δημοκρατίας υποχρεούνται να διασφαλίζωσι την αποτελεσματικήν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος μέρους, εκάστη εντός των ορίων της αρμοδιότητος αυτής.»
[8] Πάνοβιτς, Αίτηση Αρ.3/2024, ημερ.8.2.2024.
[9] Panovits v. Cyprus, Appl. no.16873/24, Decision 27.3.2025.
[10] Ό.π. 4, παρ.75-6.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο