ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ ΜΙΛΛΕΡ ν. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 809/2016, 18/1/2019

ECLI:CY:DD:2019:28

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

 

(Υπόθεση Αρ. 809/2016)

 

 18 Ιανουαρίου 2019

[Φ. ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Δ.Δ.Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ ΜΙΛΛΕΡ

                                                                             Αιτήτρια

                                                       ΚΑΙ

                  ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Φ. Καμένος, για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σια, ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια

Α.Π. Χρίστου (κα), για Ιωαννίδης Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τους Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Δ.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η αιτήτρια προσβάλλει τη νομιμότητα και εγκυρότητα της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, Πανεπιστημίου Κύπρου («το Πανεπιστήμιο»), η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτήν με σχετική επιστολή ημερομηνίας 12.5.2016 και με την οποία οι καθ’ ων η αίτηση, μετά από επανεξέταση, αποφάσισαν τη μη εκλογή της στη θέση Λέκτορος, στο Τμήμα Γαλλικών Σπουδών και Συγχρόνων Γλωσσών του Πανεπιστημίου.

 

Το ιστορικό της υπό κρίση υπόθεσης ανάγεται στο έτος 2006. Συγκεκριμένα, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 25.11.2006, είχε δημοσιευτεί η υπό του Πανεπιστημίου προκήρυξη μιας θέσης Λέκτορα ή Επίκουρου Καθηγητή για το Τμήμα Γαλλικών Σπουδών και Σύγχρονων Γλωσσών στην ειδικότητα «Γαλλική Φιλολογία και Γαλλικός Πολιτισμός του Μεσαίωνα ή της Αναγέννησης ή του 17ου-19ου Αιώνα». Η  αιτήτρια ήταν μεταξύ των υποψηφίων που υπέβαλαν αίτηση για την πλήρωση της εν λόγω θέσης με επιστολή της ημερομηνίας 19.2.2006, στην οποία επισύναψε και τα διάφορα ακαδημαϊκά της προσόντα. Ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων, περιλαμβανομένης και αυτής της αιτήτριας, και τελικά, στη συνεδρία της ημερομηνίας 25.9.2006, η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου, επικυρώνοντας την προηγηθείσα θέση της Συγκλήτου, αποφάσισε να μην πληρώσει τη θέση του Λέκτορα ή Επίκουρου Καθηγητή στην ειδικότητα της Γαλλικής Λογοτεχνίας.

 

Η αιτήτρια αντέδρασε και κατά της πιο πάνω απόφασης του Πανεπιστημίου καταχώρησε την προσφυγή αρ. 200/2007. Το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφασή του ημερομηνίας 10.7.2008, ακύρωσε την απόφαση του Πανεπιστημίου για µη εκλογή της αιτήτριας στην επίδικη θέση και για µη πλήρωση της επίδικης θέσης. Ακολούθως, ασκήθηκε έφεση από το Πανεπιστήμιο, η οποία στη συνέχεια αποσύρθηκε. Μετά δε την απόσυρση της Έφεσης, η αιτήτρια, μέσω επιστολής των δικηγόρων της, ζητούσε την επανεξέταση του θέματος.

 

Ενόψει των πιο πάνω εξελίξεων, ακολούθησε επανεξέταση, η οποία ξεκίνησε από το στάδιο του Εκλεκτορικού Σώματος και δη το στάδιο όπου αναπέμφθηκε το θέμα από την Σύγκλητο στο Εκλεκτορικό Σώμα. Στις 20.9.2011, ο Κοσμήτορας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών κάλεσε τα µέλη του Εκλεκτορικού Σώματος σε συνεδρία στις 12.10.2011 για την επανεξέταση της υπόθεσης της αιτήτριας. Κατά την εν λόγω συνεδρία, το Εκλεκτορικό Σώμα της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών αποφάσισε, με 4 ψήφους υπέρ, 3 εναντίον και 4 αποχές, να εισηγηθεί τη μη εκλογή της αιτήτριας και τη μη πλήρωση της θέσης, καθότι δεν υπήρχε κατάλληλος υποψήφιος. Εν συνεχεία, η Σύγκλητος, στις 7.12.2011, με 19 ψήφους υπέρ, 1 ψήφο εναντίον και 1 αποχή, αποφάσισε να επικυρώσει την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος για μη εκλογή της αιτήτριας στη βαθμίδα Λέκτορα. Την 15.12.2011, ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου ενημέρωσε τον Πρόεδρο της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισµών για την εν λόγω απόφαση της Συγκλήτου και στις 20.12.2011, η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισµών, επικύρωσε την απόφαση της Συγκλήτου για µη εκλογή της αιτήτριας στην επίδικη θέση. Στις 9.2.2012, το Πανεπιστήμιο ενηµέρωσε την αιτήτρια για την απόφασή του να µην την εκλέξουν στην επίδικη θέση.

 

Αντιδρώντας εκ νέου η αιτήτρια, καταχώρησε κατά της εν λόγω απόφασης την προσφυγή αρ. 647/2012, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο, στις 11.2.2015, εξέδωσε νέα ακυρωτική απόφαση.

 

Σε συνεδρία του ημερομηνίας 18.3.2015, στο πλαίσιο της νέας επανεξέτασης, το Εκλεκτορικό Σώμα αποφάσισε να ζητήσει από τη νομική υπηρεσία των καθ’ ων η αίτηση διευκρινίσεις ως προς τα νόμιμα μέσα διερεύνησης της κρίσης των φοιτητών. Ακολούθησε νέα συνεδρία του Εκλεκτορικού Σώματος, ημερομηνίας 8.12.2015, κατά την οποία, με τέσσερεις ψήφους υπέρ, δυο κατά και επτά αποχές, δεν αποφασίστηκε η εκλογή της αιτήτριας στην επίδικη θέση. Εν συνεχεία, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου, στη συνεδρία της ημερομηνίας 20.1.2016, αποφάσισε να επικυρώσει την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος για μη εκλογή της αιτήτριας στην επίδικη θέση. Σε συνεδρία της ημερομηνίας 22.4.2016, η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών του Συμβουλίου των καθ’ ων η αίτηση, αποφάσισε να επικυρώσει τη θέση της Συγκλήτου για μη εκλογή της αιτήτριας στη θέση Λέκτορα.

 

Κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή στις 6.7.2016.

 

Νομικοί ισχυρισμοί

 

Με τους πρώτους τέσσερεις προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης, οι οποίοι, ως και η ίδια η πλευρά της αιτήτριας επισημαίνει στην γραπτή αγόρευσή της, παρουσιάζουν άμεση συνάφεια και αναπτύσσονται συνδυαστικά, εγείρεται ο ισχυρισμός ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν παντελώς λανθασμένη, κατά παράβαση των αρχών που διέπουν τη διαδικασία επανεξέτασης, αλλά και των γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου και των διατάξεων του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το δεδικασμένο στις προηγηθείσες ακυρωτικές αποφάσεις στις προσφυγές αρ. 200/2007 και 647/2012, αλλά και το δεδικασμένο που προκύπτει από την Αναθεωρητική Έφεση αρ. 127/2008, η απόσυρση της οποίας είχε ως αποτέλεσμα την επικύρωση της απόφασης στην προσφυγή αρ. 200/2007.

 

Ειδικότερα, η πλευρά της αιτήτριας υποστηρίζει ότι δεν δόθηκε υπό του Εκλεκτορικού Σώματος ειδική αιτιολογία για την απόκλισή του από την ομόφωνη, υπέρ της εκλογής της αιτήτριας, απόφαση της Ειδικής Επιτροπής, ενώ και πάλι το Εκλεκτορικό Σώμα, στο πλαίσιο εξέτασης της επάρκειας των ενδείξεων για ακαδημαϊκή διδασκαλία και έρευνα εκ μέρους της αιτήτριας, έλαβε υπόψη του στοιχεία μη προκαθορισμένα, παρερμηνεύοντας ωσαύτως τις απαιτήσεις του Νόμου, ο οποίος επ’ αυτού απαιτεί ενδείξεις και όχι αποδείξεις, ως εσφαλμένα εξέλαβαν οι καθ’ ων η αίτηση. Γίνεται συναφώς εκτενής αναφορά στη θέση εκάστου μέλους του Εκλεκτορικού Σώματος, που είτε ψήφισε αρνητικά είτε τήρησε αποχή αναφορικά με την απόφαση επιλογής της αιτήτριας.  Περαιτέρω, κατά το συνήγορο της αιτήτριας παραβίαση του δεδικασμένου στην προσφυγή αρ. 200/2007 υφίσταται και λόγω του ότι, παρά τα ευρήματα του Δικαστηρίου στην εν λόγω υπόθεση, η απόφαση της Συγκλήτου αλλά και της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών αποτέλεσαν απλή προσυπογραφή της προηγηθείσας απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση και αιτιολογία.

 

Περαιτέρω, εγείρονται ισχυρισμοί περί μη επαρκώς και/ή καθόλου αιτιολογημένης απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, της λήψης της οποίας δεν προηγήθηκε οποιαδήποτε και/ή η δέουσα έρευνα. Επ’ αυτού, προβάλλεται η θέση ότι οι καθ’ ων η αίτηση και δη το Εκλεκτορικό Σώμα παραλείπουν να αιτιολογήσουν το γεγονός ότι έλαβαν υπόψη στοιχεία που δεν προβλέπονται από το άρθρο 23(1) του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου (Ν.144/89), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), σε σχέση με τα προσόντα που απαιτούνται για τη θέση του Λέκτορα, ενώ, επιπρόσθετα, δεν αιτιολογούν γιατί τα μέλη του Εκλεκτορικού Σώματος «ουσιαστικά παρερμηνεύουν το Νόμο σχολιάζοντας την ποιότητα των δημοσιεύσεων της αιτήτριας, από τη στιγμή που ο Νόμος για τη βαθμίδα του Λέκτορος δεν απαιτεί δημοσιεύσεις, αλλά παροχή ενδείξεων για ικανότητα διδασκαλίας και έρευνας». Ούτε και αιτιολογούν οι καθ’ ων η αίτηση πως κατέληξαν στην απόφασή τους ότι το έργο της αιτήτριας δεν δείχνει ότι αυτή κατέχει σύγχρονη θεωρητική γνώση, αλλά και ότι δεν έχει αρκετές ικανότητες για να εξελιχθεί επιστημονικά, ώστε να συμβάλει στην ανάπτυξη του οικείου Τμήματος.

 

Συναφώς, εγείρεται και ο ισχυρισμός ότι για τη λήψη της επίδικης απόφασης δεν λήφθηκαν υπόψη γεγονότα που θα έπρεπε να είχαν ληφθεί, όπως λ.χ. η έκθεση και εισήγηση της Ειδικής Επιτροπής όπως επιλεγεί η αιτήτρια στην επίδικη θέση, ενώ  λήφθηκαν υπόψη στοιχεία που δεν θα έπρεπε να ληφθούν, δεν αποδόθηκε δε η προσήκουσα σημασία στα σχετικά με το θέμα γεγονότα.   

 

Έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης έγκειται στον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη ως προσκρούουσα στις διατάξεις του Νόμου και στους δυνάμει αυτού εκδοθέντες Κανονισμούς.

 

Τέλος, ως αυτοτελείς λόγοι ακύρωσης, εγείρονται και οι ισχυρισμοί περί παραβίασης των άρθρων 50, 51 και 52 του Νόμου 158(Ι)/1999 και των εκεί κατοχυρωμένων αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της αναλογικότητας αντίστοιχα, αλλά και περί πραγματικής και νομικής πλάνης, η οποία εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης.

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας όλους τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης, αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως και/ή δεόντως αιτιολογημένη και σύμφωνη με το δεδικασμένο, συμμορφούμενη πλήρως με τα ευρήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις προεκτεθείσες αποφάσεις στις προσφυγές αρ. 200/2007 και 647/2012, αποτελεί δε αυτή το αποτέλεσμα προηγηθείσας δέουσας έρευνας και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της εν λόγω απόφασης. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε, σύμφωνα με τη συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση, υπήρξε καθόλα νόμιμη ως το προϊόν διενέργειας μιας καθόλα σύννομης και ορθής επανεξέτασης και ουδέν εξωγενές, παράνομο ή και αυθαίρετο στοιχείο λήφθηκε υπόψη για την τελική απόφαση.

 

Η κατάληξη

 

Έχω εξετάσει προσεκτικά την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης, υπό το πρίσμα του οικείου διοικητικού φακέλου, των παραρτημάτων της ένστασης των καθ’ ων η αίτηση και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Προέχει βεβαίως, λόγω της φύσης του και της εγγενούς σπουδαιότητας που ενέχει, η εξέταση του ισχυρισμού περί παραβίασης του δεδικασμένου, ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, τίθεται στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας της αιτήτριας.

 

Επ’ αυτού, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το ακόλουθο απόσπασμα από την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 647/2012, στην οποία εκτίθεται και απόσπασμα από την πρώτη ακυρωτική απόφαση επί της προσφυγής αρ. 200/2007:

 

«Εξετάζοντας την κατ’ ισχυρισμόν παραβίαση του δεδικασμένου που προκύπτει από την απόφαση στην προσφυγή 200/2007, παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστηρίου, όπου σημειώνονται τα σχετικά ευρήματά του:

 

«Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση για ακύρωση της απόφασης που σχετίζεται με την αξιολόγηση ως προς την κατάρτιση  της  αιτήτριας  παρατηρείται   ότι   με   βάση το άρθρο 23(1), απαιτείται για τη θέση Λέκτορα εκτός του διδακτορικού διπλώματος από αναγνωρισμένο πανεπιστήμιο και η παροχή ενδείξεως για ικανότητα πανεπιστημιακής διδασκαλίας και έρευνας. Σ΄ αυτό το θέμα παρουσιάζεται πρόβλημα ενόψει του ότι διείσδυσε πλάνη περί τα πράγματα και ανεπαρκής αιτιολογία. Σημειώνεται, κατ’ αρχάς, ότι τα τρία μέλη του Εκλεκτορικού Σώματος που δεν υπεστήριξαν το διορισμό στη συνεδρία ημερ. 23.6.06, ανέφεραν ότι θεώρησαν ότι η αιτήτρια (α) είχε περιορισμένες δημοσιεύσεις, (β) το έργο της δεν έδειχνε σύγχρονη θεωρητική γνώση και (γ) δεν έδειχνε να έχει αρκετές ικανότητες για να εξελιχθεί επιστημονικά ώστε να αναγνωρισθεί από τη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα.  Τα κριτήρια αυτά φαίνεται ότι δεν είχαν προαποφασιστεί ως σταθερά κριτήρια που διείπαν την έννοια «της παροχής ενδείξεως για ικανότητα πανεπιστημιακής διδασκαλίας και έρευνας», που είναι το έτερο προαπαιτούμενο για διορισμό στη θέση του Λέκτορα με βάση το άρθρο 23(1). Αυτό καθίσταται φανερό και από το τηρηθέν πρακτικό, όπου άλλα τρία μέλη (ΧΧΧ Ιωάννου, ΧΧΧ Burston και ΧΧΧ Baider), τασσόμενα υπέρ της εισήγησης της Ειδικής Επιτροπής για διορισμό ανέφεραν, μεταξύ άλλων, ότι για τη θέση του Λέκτορα δεν είναι απαραίτητο ο υποψήφιος να έχει αρκετές δημοσιεύσεις. Η ικανότητα έρευνας στο άρθρο 23(1) συναρτάται με «ενδείξεις» προς τούτο και όχι με αποδείξεις. Υπήρχε λοιπόν διάσταση στις θέσεις των μελών του Εκλεκτορικού Σώματος, χωρίς να υπάρχει προκαθορισθέν κριτήριο για τον αριθμό των δημοσιεύσεων που θεωρούνται «αρκετές», ή, αντίθετα, «περιορισμένες».  Και εν πάση περιπτώσει με αναφορά στις συγκεκριμένες δημοσιεύσεις της αιτήτριας, όπως αυτές αποτυπώνονται στην παρ. 8 της αίτησης και στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της, δεν καταγράφεται οποιαδήποτε δικαιολογία ως προς την επάρκεια τους, τόσο από πλευράς αριθμού, όσο και ποιότητας ή επιπέδου.

 

Πρόσθετα, φαίνεται να μην έτυχε αναφοράς, ως προς την ικανότητα της πανεπιστημιακής διδασκαλίας της αιτήτριας, το γεγονός ότι, πέραν των άλλων θέσεων που κατείχε, είχε διατελέσει και επισκέπτρια λέκτορας στο ίδιο το Πανεπιστήμιο από το 2004-2006, και είχε διδάξει στο Τμήμα Γαλλικών Σπουδών ως Ειδική Επιστήμονας το 2002-2003.  Αλλά και η κρίση των φοιτητών, εφόσον δίδεται σ΄ αυτούς το δικαίωμα να αξιολογήσουν τους διδάσκοντες σε έντυπο που δίδει το ίδιο το Πανεπιστήμιο, (Παράρτημα Α στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας), θα μπορούσε να τύχει κατάλληλης διερεύνησης ως μέτρο της «ικανότητας πανεπιστημιακής διδασκαλίας». Δεν έγινε αυτό και έπρεπε τουλάχιστον να τύχει της δέουσας εξέτασης.

 

Εδώ, μετά την ομόφωνη απόφαση της Ειδικής Επιτροπής, αλλά και την ομόφωνη επίσης απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος, (οι επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν δεν οδήγησαν σ΄ αρνητική ψήφο στη συνεδρία ημερ. 29.5.06),  έπρεπε να δοθεί ειδική αιτιολογία για απόκλιση.  Ιδιαίτερα τη στιγμή που στην επόμενη συνεδρία του Εκλεκτορικού Σώματος ημερ. 28.6.06, η αιτήτρια στην ουσία έλαβε 5 θετικές ψήφους, τρεις αρνητικές, ενώ υπήρχαν και τρεις αποχές.  Στο σύνολο των 11 παριστάμενων μελών, η διαφορά εναντίον της εκλογής της αιτήτριας ήταν με μόνο 1 τοποθέτηση, προερχόμενη από αποχή.  Ενώ είχε υπέρ της περισσότερες θετικές ψήφους, παρά αρνητικές.

 

Εκ των πιο πάνω, φανερώνεται ότι σ΄ αντίθεση με τη γενική αρχή που κωδικοποιείται στο άρθρο 46 του Νόμου  Αρ. 158(Ι)/99, περί πλάνης περί τα πράγματα, εμφιλοχώρησε «... πλάνη .. στη σειρά των συλλογισμών ή στον 'ειρμό των σκέψεων' της διοικητικής αρχής την ώρα που έκανε την επιλογή».  (Παπαϊωάννου ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 713 και Αττάς ν. Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 474/05 κ.α. ημερ. 3.6. 08).

 

Η πλάνη ήταν ουσιώδης με κριτήριο σταθερό και ήταν τέτοια που επηρεάσε την απόφαση του διοικητικού οργάνου. (Sekkides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2136 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 268).

 

Τα πιο πάνω οδηγούν επίσης σε αναιτιολόγητη πράξη ή απόφαση, εφόσον η δινόμενη αιτιολογία πρέπει «...να τυγχάνη αρκούντως εξειδικευμένη και να ανταποκρίνεται εις τα στοιχεία του φακέλου, άλλως έχομεν παράνομον αιτιολογίαν είτε λόγω αοριστίας και γενικότητος είτε λόγω πλάνης». (Πορίσματα - ανωτέρω - σε. 267).  Η δικαιολογία που δόθηκε εδώ και μάλιστα με την οριακή διαφορά που ήδη σημειώθηκε λόγω αποχής, δεν είναι επαρκής και χαρακτηρίζεται από «απλή παράθεση γενικών σκέψεων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε κάθε περίπτωση...» (Δαγτόγλου: «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», τέταρτη Αναθεωρημένη Έκδοση σελ. 299-300 παρ. 646-647).  Λόγω του εξειδικευμένου του αντικειμένου, έπρεπε ακριβώς η αιτιολογία της απόκλισης να ήταν σαφής και αναλόγως εξειδικευμένη ώστε να δύναται να ασκηθεί ο δικαστικός έλεγχος.  (Κόρδα-Σάββα ν. Πανεπιστημίου (2000) 4 Α.Α.Δ. 77).  Ιδιαίτερα στην υπό κρίση περίπτωση, όπου το ίδιο Εκλεκτορικό Σώμα με την ίδια ουσιαστικά σύνθεση (απλώς στις 29.5.06 απουσίαζαν τα μέλη Strohmeier και Grohmann, ενώ στις 28.6.06 αυτά ήταν παρόντα αλλά  απουσίαζε το μέλος Montgomery- Byles), άλλαξε θέση από θετική σε αρνητική και αυτό μόνο οριακά.  Δεν επαρκούσε συνεπώς η καταγραφή γενικοτήτων από τα μέλη που δεν υπεστήριξαν το διορισμό με αναφορά στο περιορισμένο των δημοσιεύσεων, της σύγχρονης θεωρητικής γνώσης και της ικανότητας για επιστημονική εξέλιξη, που εν πάση περιπτώσει, όπως αναλύθηκε πριν, δεν είχε αναφορά και συνάρτηση προς τα δεδομένα της αιτήτριας.  Στην Χοτζάκογλου ν. Πανεπιστημίου, υπόθεση αρ. 119/05, ημερ. 18.5.07, στην οποία παρέπεμψαν οι συνήγοροι του Πανεπιστημίου, κρίθηκε ακριβώς ότι η απόκλιση από την πλειοψηφική θέση της Ειδικής Επιτροπής υπέρ του εκεί αιτητή, έπρεπε να αιτιολογείτο επαρκώς. Πόσο μάλλον εδώ όπου η Ειδική Επιτροπή ήταν ομόφωνα υπέρ της αιτήτριας. Όπως λέχθηκε ήδη, η αιτιολογία των διαφωνούντων εν τέλει μελών του Εκλεκτορικού Σώματος δεν ήταν αρκούντως εξειδικευμένη.

 

Περαιτέρω, η τελική απόφαση που λήφθηκε από τη Σύγκλητο για μη εκλογή της αιτήτριας στη συνεδρία της ημερ. 6.9.06 και η επικύρωση αυτής από την Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών στη συνεδρία της ημερ. 25.9.06 και 5.10.06, αποτελούσαν απλή προσυπογραφή της αρνητικής απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος, χωρίς περαιτέρω συζήτηση ή περαιτέρω αιτιολογία.  Η διαπιστωτική πράξη και η επικύρωση των διορισμών από το Συμβούλιο, δυνάμει του άρθρου 6(1)(γ)(1) του Νόμου, δεν σημαίνει και απλή προσυπογραφή.»

 

Κατά την επανεξέταση, δεν δόθηκε αιτιολογία των θετικών ψήφων, υπήρξε όμως ξεχωριστή αιτιολογία των αρνητικών ψήφων από μέρους των δύο μελών, με το τρίτο μέλος να υιοθετεί την αιτιολογία των άλλων δύο, ενώ κατά την πρώτη διαδικασία, η αιτιολογία που δόθηκε, πέραν από λακωνική ήταν και κοινή για όλους όσους έδωσαν αρνητική ψήφο.

 

Σε ό,τι αφορά τα απαιτούμενα για τη θέση προσόντα, το άρθρο 23(1) του Νόμου 144/89, καθορίζει ως ακολούθως:

 

«Για τη θέση Λέκτορα απαιτείται διδακτορικό δίπλωμα αναγνωρισμένου Πανεπιστημίου και η παροχή ενδείξεων για ικανότητα πανεπιστημιακής διδασκαλίας και έρευνας».

 

Το πρόβλημα που εγέρθηκε τόσο κατά την πρώτη εξέταση όσο και κατά την επανεξέταση είναι ως προς την «παροχή ενδείξεων για ικανότητα πανεπιστημιακής διδασκαλίας και έρευνας». Ο ίδιος ο Νόμος δεν προνοεί οποιαδήποτε κριτήρια, ούτε έχουν προαποφασιστεί τέτοια κριτήρια. Κατά την πρώτη απόφαση αυτό που ουσιαστικά έγινε είναι ότι τα μέλη που έδωσαν αρνητική ψήφο, δικαιολόγησαν την απόφασή τους, αναφερόμενοι με λακωνικό τρόπο σε τρία στοιχεία, ως αναφέρονται στην απόφαση του Δικαστηρίου (πιο πάνω). Σ’ εκείνη την περίπτωση τα μέλη που έδωσαν θετικές ψήφους δικαιολόγησαν, με λακωνικό βέβαια και εκείνοι τρόπο, την εισήγησή τους. 

 

Κατά την επανεξέταση, η αιτιολόγηση της αρνητικής ψήφου ήταν εκτενέστερη. Δεν θεωρώ ότι προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου στην 200/2007 ότι θα έπρεπε να προαποφασιστούν ή να θεσμοθετηθούν κριτήρια. Σε συμφωνία με την θέση που αναπτύσσεται στην αγόρευση του συνηγόρου του Πανεπιστημίου, θεωρώ ότι αυτό που το Δικαστήριο διαπίστωσε στην προηγούμενη απόφαση είναι ότι υπήρξε διάσταση στις θέσεις των μελών του Εκλεκτορικού Σώματος χωρίς να υπάρχει προκαθορισθέν κριτήριο για τον αριθμό των δημοσιεύσεων που θεωρούνται «αρκετές», ή, αντίθετα, «περιορισμένες» και ότι δεν καταγραφόταν στη συγκεκριμένη απόφαση οποιαδήποτε δικαιολογία ως προς την επάρκεια των δημοσιεύσεων, τόσο από πλευράς αριθμού, όσο και ποιότητας ή επιπέδου. Και βεβαίως αυτό ήταν απόρροια του λακωνικού τρόπου με τον οποίο δικαιολογήθηκαν οι αρνητικές ψήφοι, αφήνοντας να νοηθεί ότι οι τρεις αυτοί παράγοντες που επικαλέστηκαν τα μέλη, ήταν ουσιαστικά τα κριτήρια επί των οποίων αποφασίστηκε «η παροχή ενδείξεως για ικανότητητα πανεπιστημιακής διδασκαλίας και έρευνας». 

 

Παρατηρώ επίσης, ότι στην αιτιολογία του ενός μέλους που έδωσε αρνητική ψήφο, ενώ γίνεται αναφορά σε σημαντικό αριθμό δημοσιεύσεων της αιτήτριας, οι οποίες όπως αναφέρει, «φαίνονται να έχουν στενή σχέση με την διδακτορική διατριβή της» εκφράζοντας την ανησυχία ότι αυτό δημιουργεί «αμφιβολίες για το κατά πόσο είναι σε θέση να επανεκκινήσει την ερευνητική της δραστηριότητα», χωρίς να προσδιορίζει τον συσχετισμό αυτών των δύο. Περαιτέρω, το ίδιο μέλος, προβάλλει την θέση ότι «ο κατάλογος δημοσιεύσεων της αναμιγνύει τις επιστημονικές με τις περισσότερες εγκυκλοπαιδικές», χωρίς να διευκρινίζει πώς το γεγονός αυτό δημιουργεί αμφιβολίες για την ικανότητα της να διαχωρίζει την πρωτότυπη  από την μη πρωτότυπη επιστημονική έρευνα.

 

Εντοπίζεται, επομένως, ένα κενό αιτιολογίας το οποίο, μέσω της αρνητικής ψήφου των μελών του εκλεκτορικού σώματος, παρεισέφρησε στην επίδικη απόφαση της Συγκλήτου καθιστώντας την τρωτή.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας του γεγονότος ότι η αιτήτρια είχε διατελέσει επισκέπτρια Λέκτορας στο ίδιο το Πανεπιστήμιο, καθώς και της κρίσης των φοιτητών, ως παράγοντες που μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ως μέτρο της «ικανότητας πανεπιστημιακής διδασκαλίας», διαπιστώνεται ότι και κατά την επανεξέταση αυτά τα στοιχεία δεν διερευνήθηκαν. Η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι τα όσα αναφέρθηκαν στην ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 200/2007 σχετικά με το εν λόγω θέμα, είναι υπό τύπο σχολίου και δεν συνιστούσαν ακυρωτικά ευρήματα, δεν ευσταθεί. Ούτε επίσης και η άποψή τους ότι τα εν λόγω στοιχεία περιλαμβάνονται στην Έκθεση της Ειδικής Επιτροπής και στην αίτηση της αιτήτριας για τη θέση και ως εκ τούτου τέθηκαν ενώπιον του Εκλεκτορικού Σώματος και συνεκτιμήθηκαν. 

 

Το Δικαστήριο στην ακυρωτική του απόφαση αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, ότι πιο πάνω αναφερόμενα στοιχεία δεν έτυχαν εξέτασης. Διαπιστώνεται ότι ούτε τώρα, κατά την επανεξέταση, εξετάστηκαν τα εν λόγω στοιχεία. Η μελέτη της Έκθεσης της Ειδικής Επιτροπής που περιλάμβανε τα στοιχεία αυτά καθώς και της αίτησης, που υποβλήθηκε από την αιτήτρια, χωρίς οποιοδήποτε σχόλιο επ’ αυτών, δεν ισοδυναμεί με εξέταση των στοιχείων αυτών και, εν πάση περιπτώσει, τα συγκεκριμένα έγγραφα υπήρχαν και κατά την προηγούμενη εξέταση η οποία όμως είχε κριθεί ως πάσχουσα.

 

Το ζητούμενο κατά την επανεξέταση είναι η συμμόρφωση προς τα αποφασισθέντα και η διόρθωση των σημείων που κρίθηκαν τρωτά με την ακυρωτική απόφαση. Εφόσον το Δικαστήριο στην υπόθεση 200/2007 έκρινε ότι τα στοιχεία αυτά έπρεπε να τύχουν εξέτασης, θεωρώ ότι παράλειψη εξέτασής τους αποτελεί παραβίαση του δεδικασμένου. Με αυτή την κατάληξη η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν τα υπόλοιπα ζητήματα που εγείρονται.».

 

Με τη δεύτερη ακυρωτική απόφασή του λοιπόν, το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του δεδικασμένου στην προσφυγή αρ. 200/2007, τόσο ως προς το εύρημα του ακυρωτικού Δικαστή στην εν λόγω υπόθεση περί ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολογίας, όσο και ως προς το εύρημα περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας.

 

Ειδικότερα, σε σχέση με το ζήτημα της αιτιολογίας, σημειώνεται η επισήμανση του Δικαστηρίου στην πρώτη ακυρωτική απόφαση ότι, μετά την ομόφωνη απόφαση της Ειδικής Επιτροπής για εκλογή της αιτήτριας στην επίδικη θέση, έπρεπε να δοθεί ειδική αιτιολογία εκ μέρους του Εκλεκτορικού Σώματος για απόκλιση. Επ’ αυτού, το Δικαστήριο στη δεύτερη ακυρωτική απόφαση (προσφυγή αρ. 647/2012), διαπίστωσε ότι ένα μέλος του Εκλεκτορικού Σώματος δεν αιτιολόγησε επαρκώς την αρνητική του (ως προς την εκλογή της αιτήτριας) ψήφο, κενό αιτιολογίας το οποίο, σύμφωνα με το Δικαστήριο, παρείσφρησε στην επίδικη απόφαση της Συγκλήτου, καθιστώντας αυτήν τρωτή.

Περαιτέρω, ως προς το ζήτημα της μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, το ακυρωτικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι κατά την επανεξέταση, και παρά τα όσα είχαν εντοπιστεί ως σφάλματα από το Δικαστήριο στην πρώτη ακυρωτική απόφαση, οι καθ’ ων η αίτηση και πάλι δεν διερεύνησαν το γεγονός ότι η αιτήτρια είχε διατελέσει επισκέπτρια Λέκτορας στο ίδιο το Πανεπιστήμιο, καθώς και την κρίση των φοιτητών, ως παράγοντες που μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ως μέτρο της «ικανότητας πανεπιστημιακής διδασκαλίας», σύμφωνα με τα όσα απαιτούνται από το άρθρο 23(1) του Νόμου[1].

 

Ξεκινώντας από το τελευταίο, αμέσως πιο πάνω, εύρημα του Δικαστηρίου, διαπιστώνω ότι κατά τη διενεργηθείσα επανεξέταση που απέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, το Εκλεκτορικό Σώμα πράγματι διερεύνησε και έλαβε υπόψη του τόσο το γεγονός ότι η αιτήτρια είχε διατελέσει επισκέπτρια Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο, όσο και την κρίση των φοιτητών, ως παράγοντες που μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ως μέτρο της «ικανότητας πανεπιστημιακής διδασκαλίας». Αυτό προκύπτει ξεκάθαρα από το παράρτημα Λ της ένστασης των καθ’ ων η αίτηση και το εκεί περιεχόμενο πρακτικό της συνεδρίας του Εκλεκτορικού Σώματος, ημερομηνίας 8.12.2015: εν πρώτοις, ο Πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής και Πρόεδρος του Τμήματος Γαλλικών Σπουδών και Σύγχρονων Σπουδών, ο οποίος κλήθηκε να παρουσιάσει το υπό συζήτηση θέμα στην εν λόγω συνεδρία, κάνει εκτενή αναφορά στο θέμα της αξιολόγησης της αιτήτριας από τους φοιτητές μέσω σχετικών ερωτηματολογίων, τονίζοντας ότι η αξιολόγηση αυτή «δεν είναι αυτοτελές κριτήριο αλλά συνυπολογίζεται μαζί με πολλές άλλες παραμέτρους που αξιολογούνται κατά την κρίση». Περαιτέρω, αναφέρεται και στην απόφαση του Τμήματος να προσφέρει στην αιτήτρια τη θέση Επισκέπτη Λέκτορα, επισημαίνοντας ωστόσο ότι «το γεγονός αυτό δεν εξυπακούει οποιαδήποτε άλλη ποιοτική αξιολόγηση». Περαιτέρω, παρατηρώ ότι και τα δυο μέλη του Εκλεκτορικού Σώματος, τα οποία τάχθηκαν εναντίον της εκλογής της αιτήτριας, αναφέρουν στο σκεπτικό τους που οδήγησε στην αρνητική τους ψήφο τόσο το γεγονός ότι η αιτήτρια διετέλεσε Επισκέπτρια Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο, όσο και τις κρίσεις των φοιτητών, τα οποία συνάγεται ότι έλαβαν υπόψη.

 

Προτού προχωρήσω, κρίνω σκόπιμο στο σημείο αυτό να επισημάνω ότι, παρά την δοθείσα αιτιολόγηση τόσο από τα μέλη που έδωσαν αρνητική ψήφο, όσο και από τα μέλη που τήρησαν αποχή, δεν εντοπίζω στο πρακτικό της συνεδρίας του Εκλεκτορικού Σώματος, ημερομηνίας 8.12.2015 (παράρτημα Λ στην ένσταση) την ολοκλήρωση του σκεπτικού και την κατάληξη του Σώματος, ήτοι την απόφαση και/ή εισήγησή του ως προς την εκλογή ή μη εκλογή της αιτήτριας, όπως ακριβώς συνέβη στην προηγούμενη διαδικασία, που απέληξε στην ακυρωθείσα απόφαση της Διοίκησης: πράγματι, σε εκείνη την περίπτωση, όπως προκύπτει από το παράρτημα Η της ένστασης των καθ’ ων η αίτηση και το εκεί περιεχόμενο πρακτικό της συνεδρίας του Εκλεκτορικού Σώματος, ημερομηνίας 12.10.2011, αφού παρατίθενται οι θέσεις των μελών που ψήφισαν αρνητικά, αλλά και αυτών που τήρησαν αποχή, στο τέλος του εν λόγω πρακτικού παρατίθεται η απόφαση του Σώματος «να εισηγηθεί την μη εκλογή της Δρ. ΧΧΧΧΧ Παπαπέτρου Μίλλερ και τη μη πλήρωση της θέσης καθότι δεν υπάρχει κατάλληλος υποψήφιος». Ορθώς, θεωρώ, εφόσον κατ’ αυτό τον τρόπο ολοκληρώθηκε το σκεπτικό του Εκλεκτορικού Σώματος ως προς τη μη επιλογή της αιτήτριας, το οποίο και υποβλήθηκε εν συνεχεία στην Σύγκλητο.

 

Περαιτέρω, και σε συνέχεια των πιο πάνω, εξετάζοντας τα όσα καταγράφηκαν στη συνεδρία του Εκλεκτορικού Σώματος ημερομηνίας 8.12.2015 (παράρτημα Λ στην ένσταση), παρατηρώ ότι πρόκειται επί της ουσίας για πρακτικό και όχι για έκθεση, ως ρητά επιτάσσει ο Κανονισμός 4(5) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Ακαδημαϊκό Προσωπικό) Κανονισμών του 1990 έως 2015, που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, στην οποία λογικά θα περιλαμβάνονταν και η προαναφερθείσα κατάληξη/εισήγηση του Σώματος για τη μη εκλογή της αιτήτριας. Σύμφωνα με την εν λόγω κανονιστική διάταξη, «Το Εκλεκτορικό Σώμα υποβάλλει στη Σύγκλητο αιτιολογημένη έκθεση, εμπιστευτικής φύσης, για κάθε εκλογή.».

 

Είναι σαφές ότι ενδείκνυτο, ως κατάληξη εν πάση περιπτώσει στην εν λόγω έκθεση, η εισήγηση του Εκλεκτορικού Σώματος αναφορικά με τη μη εκλογή της αιτήτριας. Εντούτοις, δεδομένου ότι η προαναφερθείσα κανονιστική διάταξη δεν ομιλεί περί εισήγησης αλλά περί αιτιολογημένης έκθεσης, και εφόσον από το συγκεκριμένο πρακτικό του Εκλεκτορικού Σώματος, το οποίο εν προκειμένω υπέχει θέση έκθεσης, προκύπτει ξεκάθαρα το σκεπτικό των μελών του Σώματος και η αιτιολόγηση της πράξης, καθιστώντας ωσαύτως εφικτό τον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, κρίνω ότι δεν τίθεται ζήτημα, εξ’ αυτού και μόνο του λόγου, ακύρωσης της επίδικης απόφασης, εφόσον δεν υφίσταται ούτε θέμα ελλιπούς αιτιολόγησης αλλ’ ούτε και ζήτημα παραβίασης ουσιώδους τύπου (και δη του Νόμου και των εξ’ αυτού απορρεόντων Κανονισμών). Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 4(4) των πιο πάνω Κανονισμών, «Υποψήφιος εκλέγεται ή ανελίσσεται, αν συγκεντρώσει τόσο αριθμό ψήφων όσος είναι ο αμέσως μεγαλύτερος ακέραιος του μισού του συνολικού αριθμού των μελών του Εκλεκτορικού Σώματος αριθμός.». Εν προκειμένω, ως αβίαστα προκύπτει από το σχετικό πρακτικό της συνεδρίας ημερομηνίας 8.12.2015, δεδομένου του αριθμού των θετικών (4) και αρνητικών ψήφων (2) των μελών του Σώματος, αλλά και του αριθμού των μελών που τήρησαν αποχή (7), είναι σαφής η απόφαση για μη εκλογή της αιτήτριας.

 

Εντούτοις, ως προς την αιτιολόγηση της κρίσης ενός εκ των δυο μελών που ψήφισαν εναντίον της εκλογής της αιτήτριας, διαπιστώνονται τα εξής, τα οποία θέτουν και πάλι ζήτημα ως προς την επάρκεια της υπό του Εκλεκτορικού Σώματος αιτιολόγησης της απόφασής του και τα οποία δεν μπορούν να αποκλείσουν και το ενδεχόμενο πλάνης, εύρημα στο οποίο είχε καταλήξει και το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρώτη ακυρωτική απόφασή του: συγκεκριμένα, η Αναπλ. Καθηγήτρια ΧΧΧΧΧ Chehab, στοιχειοθετώντας την αρνητική της ψήφο, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι τα υπό της αιτήτριας υποβληθέντα δείγματα της εργασίας της, ως και το ίδιο το βιογραφικό της, «δεν αφήνουν να στοιχειοθετηθούν οι "επαρκείς ενδείξεις για ακαδημαϊκή διδασκαλία και έρευνα", όπως ορίζει το δεύτερο σκέλος του εδαφίου του Νόμου του Πανεπιστημίου Κύπρου». Ακολούθως, η κα Chehab παραθέτει εκτενώς το συλλογισμό της και τις απόψεις της προς τεκμηρίωση της θέσης περί μη στοιχειοθέτησης των «επαρκών ενδείξεων». Ωστόσο, είναι σαφές ότι ο Νόμος και δη το άρθρο 23(1) του Νόμου, όσον αφορά στη θέση Λέκτορα, δεν απαιτεί επαρκείς ενδείξεις, ως εσφαλμένα θεώρησε το προαναφερθέν μέλος του Εκλεκτορικού Σώματος, αλλά απλώς ενδείξεις για την ικανότητα ακαδημαϊκής διδασκαλίας και έρευνας. Άμεσα συναφής επ’ αυτού είναι και η παρατήρηση του ακυρωτικού Δικαστή στην προσφυγή αρ. 200/2007, όπου επίσης διαπιστώθηκε η ύπαρξη πλάνης, ότι «η ικανότητα έρευνας στο άρθρο 23(1) συναρτάται με «ενδείξεις» προς τούτο και όχι με αποδείξεις» και, βεβαίως, ούτε με επαρκείς ενδείξεις, αφού ούτε κάτι τέτοιο προβλέπεται στο Νόμο.

 

Ενόψει των πιο πάνω λοιπόν, διαπιστώνεται εκ νέου σφάλμα αιτιολόγησης, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο πλάνης  που εμφιλοχώρησε στη σειρά των συλλογισμών ή στον «ειρμό των σκέψεων» (βλ. Παπαϊωάννου ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 713 και Αττάς ν. Ε.Δ.Υ., Υποθ. Αρ. 474/05 κ.α., ημερ. 3.6.2008) του συγκεκριμένου μέλους του Εκλεκτορικού Σώματος, κατά το χρόνο υποβολής της αιτιολόγησης της θέσης της ως προς τη μη εκλογή της αιτήτριας στην επίδικη θέση. Και πάλι δε, ως η διαπίστωση και στην ακυρωτική απόφαση επί της προσφυγής αρ. 647/2012, το συγκεκριμένο σφάλμα και/ή ελάττωμα στην αιτιολόγηση της απόφασης αναπόφευκτα παρείσφρησε στην απόφαση της Συγκλήτου, καθιστώντας αυτήν τρωτή.

 

Επιπρόσθετα, ζήτημα φαίνεται να προκύπτει και σε σχέση με την υπό της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών επικύρωση της τελικής απόφασης της Συγκλήτου για μη εκλογή της αιτήτριας, που λήφθηκε στη συνεδρία της Συγκλήτου ημερομηνίας  20.1.2016. Όπως προκύπτει από το πρακτικό της συνεδρίας της εν λόγω Επιτροπής, ημερομηνίας 22.4.2016 (παράρτημα Ν στην ένσταση), η Επιτροπή απλά επικύρωσε την προαναφερθείσα απόφαση της Συγκλήτου για μη εκλογή της αιτήτριας, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση και/ή περαιτέρω αιτιολογία, ως απαιτούνταν, σύμφωνα και με τα ευρήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ακυρωτική απόφασή του επί της προσφυγής αρ. 200/2007. Παραθέτω συναφώς το ακόλουθο απόσπασμα από την εν λόγω ακυρωτική απόφαση, όπου λέχθηκαν τα εξής σε σχέση με το υπό συζήτηση θέμα (η έμφαση προστέθηκε):

 

«Περαιτέρω, η τελική απόφαση που λήφθηκε από τη Σύγκλητο για μη εκλογή της αιτήτριας στη συνεδρία της ημερ. 6.9.06 και η επικύρωση αυτής από την Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών στη συνεδρία της ημερ. 25.9.06 και 5.10.06, αποτελούσαν απλή προσυπογραφή της αρνητικής απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος, χωρίς περαιτέρω συζήτηση ή περαιτέρω αιτιολογία.  Η διαπιστωτική πράξη και η επικύρωση των διορισμών από το Συμβούλιο, δυνάμει του άρθρου 6(1)(γ)(1) του Νόμου, δεν σημαίνει και απλή προσυπογραφή.

 

Το πιο πάνω ζήτημα δεν εξετάστηκε από το Δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 647/2012, εφόσον, ως προκύπτει από την ακυρωτική απόφαση, προηγήθηκαν διαπιστώσεις παραβίασης δεδικασμένου για άλλους λόγους, αρκετές για να οδηγήσουν στην ακύρωση της πράξης. Εντούτοις, το εύρημα του ακυρωτικού Δικαστή στην 200/2007, το οποίο βεβαίως και δεν αμφισβητήθηκε[2] ήταν σαφές, μη επιδεχόμενο πολλαπλής ερμηνείας: «η τελική απόφαση που λήφθηκε από τη Σύγκλητο για μη εκλογή της αιτήτριας στη συνεδρία της ημερ. 6.9.06 και η επικύρωση αυτής από την Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών στη συνεδρία της ημερ. 25.9.06 και 5.10.06, αποτελούσαν απλή προσυπογραφή της αρνητικής απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος, χωρίς περαιτέρω συζήτηση ή περαιτέρω αιτιολογία. Η διαπιστωτική πράξη και η επικύρωση των διορισμών από το Συμβούλιο, δυνάμει του άρθρου 6(1)(γ)(1) του Νόμου, δεν σημαίνει και απλή προσυπογραφή.». Από απλή αντιπαραβολή του πρακτικού συνεδρίας της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών ημερομηνίας 25.9.2006 και 5.10.2006 (παράρτημα Ζ στην ένσταση), όταν και επικυρώθηκε για πρώτη φορά η απόφαση της Συγκλήτου, με το πρακτικό της 22.4.2016 (παράρτημα Ν στην ένσταση), όταν και επικυρώθηκε η απόφαση της Συγκλήτου για μη εκλογή της αιτήτριας, ημερομηνίας 20.2.2016, διαπιστώνεται αβίαστα ότι πρόκειται ουσιαστικά για το ίδιο λεκτικό, χωρίς και πάλι να γίνεται οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση και χωρίς να δίδεται οποιαδήποτε περαιτέρω αιτιολογία, παρά μόνον να επικυρώνεται η τελική απόφαση της Συγκλήτου.

 

Όπως λέχθηκε και στην δεύτερη ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, «η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισµών είναι Επιτροπή η οποία καταρτίστηκε δυνάµει του άρθρου 6Α του Περί Πανεπιστηµίου Κύπρου Νόµου του 1989 (Ν. 144/89, ως έχει τροποποιηθεί), σύµφωνα µε το οποίο το Συµβούλιο του Πανεπιστημίου δύναται να καταρτίζει Επιτροπές από μέλη του στις οποίες µπορεί να µεταβιβάζει οποιεσδήποτε αρµοδιότητές του. Υπάρχει προς τούτο απόφαση του Συµβουλίου, ηµεροµηνίας 19.7.2004 αλλά και 8.7.2008, µε την οποία εγκρίθηκε η συγκρότηση της Επιτροπής στην οποία και µεταβιβάστηκε η αρµοδιότητα, µεταξύ άλλων, για έγκριση αποφάσεων που σχετίζονται µε την εκλογή ακαδηµαϊκού προσωπικού». Συνεπώς, είναι πρόδηλο πως ο ρόλος της εν λόγω Επιτροπής δεν ήταν τυπικός και/ή διακοσμητικός, αλλά ουσιαστικός, εφόσον σε διαφορετική περίπτωση, εύλογα τίθεται το ερώτημα ποιος ο λόγος να αποφασιστεί από το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου η συγκρότηση μιας τέτοιας Επιτροπής, στην οποία το ίδιο το Συμβούλιο μεταβίβασε αρμοδιότητές του δυνάμει του Νόμου, προκειμένου η συγκεκριμένη Επιτροπή να συμμετάσχει στη διαδικασία λήψης απόφασης αναφορικά με την εκλογή του ακαδημαϊκού προσωπικού. Αντίθετα, έχω την άποψη ότι σκοπός της συγκρότησης της εν λόγω Επιτροπής ήταν η ενεργής συμμετοχή της στα υπό αναφορά θέματα εκλογής του ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου. Προς αυτή την κατεύθυνση βεβαίως συνηγορεί και η απόφαση του ακυρωτικού Δικαστή στην 200/2007, όπου ρητά επισημαίνει ότι η υπό της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών απλή προσυπογραφή της αρνητικής απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος, χωρίς περαιτέρω συζήτηση ή περαιτέρω αιτιολογία, δεν καλύπτεται από το άρθρο 6(1)(γ)(1) του Νόμου, εφόσον η διαπιστωτική πράξη και η επικύρωση των διορισμών από το Συμβούλιο, δυνάμει του συγκεκριμένου άρθρου δεν σημαίνει και απλή προσυπογραφή. Επιπρόσθετα, ενισχυτικό αυτής της άποψης είναι και το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου, από τον οποίο προκύπτει ο ουσιαστικός ρόλος της Επιτροπής. Σημειώνω, παρεμπιπτόντως, ότι το πρακτικό της συνεδρίας της Επιτροπής ημερομηνίας 29.11.2006 (Ερ. 12 στο διοικητικό φάκελο), στην οποία παραπέμπει η πλευρά της αιτήτριας για να καταδείξει ότι η ίδια η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών, εξετάζοντας την περίπτωση της αιτήτριας, διαπίστωσε «παλινωδίες» στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και ανεπαρκή αιτιολόγηση αυτών, είναι ελλιπές, εφόσον μετά τη σελίδα 3, όπου, στο σημείο 3.2, καταγράφεται η συνεδρία 55, αναφορικά με την υπό κρίση περίπτωση, ακολουθεί η σελίδα 11, μένοντας ωσαύτως ημιτελές το πρακτικό της συγκεκριμένης συνεδρίας και χωρίς να καταγράφονται όλα όσα έχουν σχετικά λεχθεί.

 

Είναι σαφές εν προκειμένω ότι, σε αντίθεση με τη Σύγκλητο, που αυτή τη φορά κατέγραψε στο σχετικό πρακτικό της συνεδρίας ημερομηνίας 20.1.2016 τις παρατηρήσεις και το σκεπτικό της αναφορικά με τη μη εκλογή της αιτήτριας, αιτιολογώντας την απόφασή της και συμμορφούμενη ωσαύτως με τα ευρήματα του ακυρωτικού Δικαστή στην προσφυγή αρ. 200/2007, η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών απλά επικύρωσε την απόφαση της Συγκλήτου, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά και χωρίς να δίδεται οποιαδήποτε αιτιολόγηση. Παραθέτω αυτολεξεί το λεκτικό όπως καταγράφεται στο πρακτικό ημερομηνίας 22.4.2016:

 

«Η Επιτροπή επικύρωσε την απόφαση της Συγκλήτου (συνεδρία 2-2016, ημερομηνίας 20/01/2-16 για μη εκλογή της ΧΧΧΧΧ Παπαπέτρου-Μίλλερ στη βαθμίδα του Λέκτορα στην ειδικότητα «Γαλλική Λογοτεχνία και Γαλλικός Πολιτισμός του Μεσαίωνα ή της Αναγέννησης ή του 17ου αιώνα ή του 18ου αιώνα ή του 19ου αιώνα ή Μετάφραση/Μεταφρασεολογία(Ελληνικά-Γαλλικά, Γαλλικά-Ελληνικά)» στο Τμήμα Γαλλικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών».

 

Συνακόλουθα, καταλήγω ότι υφίσταται εκ νέου παραβίαση του δεδικασμένου και δη των ευρημάτων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 200/2007, αναφορικά με την, δια της απλής προσυπογραφής της αρνητικής απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος και της Συγκλήτου, συμμετοχή της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών στην διαδικασία λήψης της επίδικης απόφασης.

 

Ενόψει των πιο πάνω λοιπόν, εντοπίζεται λόγος ακύρωσης αφορών ευθέως στην παραβίαση του δεδικασμένου, με αποτέλεσμα να χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου. Με αυτή δε τη διαπίστωση, παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.600 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α, εάν υπάρχει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με βάση το Άρθρο 146(4)(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Δ.Δ.Δ.



[1] Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, «Για τη θέση Λέκτορα απαιτείται διδακτορικό δίπλωμα αναγνωρισμένου Πανεπιστημίου και η παροχή ενδείξεων για ικανότητα πανεπιστημιακής διδασκαλίας και έρευνας».

[2] Υπενθυμίζεται ότι η Αναθεωρητική Έφεση 127/2008 κατά της πιο πάνω απόφασης αποσύρθηκε, καθιστώντας αυτήν τελεσίδικη.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο