Μ.Α. ΚΤΗΜΑ ΜΑΚΕΝΖΥ ΛΙΜΙΤΕΔ κ.α. ν. ΔΗΜΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, Υπόθεση αρ. 215/2019, 9/4/2019

ECLI:CY:DD:2019:171

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 215/2019

9 Απριλίου, 2019

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

1.   Μ.Α. ΚΤΗΜΑ ΜΑΚΕΝΖΥ ΛΙΜΙΤΕΔ

2.   XXXXX ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Αιτητές,

ΚΑΙ

ΔΗΜΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Καθ’ ου η αίτηση.

------------

Αίτηση ημερομηνίας 18.02.2019,

για έκδοση προσωρινού διατάγματος

 

Χ. Θ. Χριστάκης, για τους αιτητές. 

Δρ. Α. Ποιητής, για Δρ. Ανδρέας Π. Ποιητής & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

Ε. Φλωρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Ε/Μ Υπουργό Εσωτερικών.

Κ. Κυριακόπουλος, για Ε/Μ XXXXX Riza.

T. Kadri, Ε/Μ

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, οι αιτητές αιτούνται της ακόλουθης θεραπείας (η υπογράμμιση τίθεται από το Δικαστήριο):

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του Καθ' ου η αίτηση ημερ. 14/02/2019, της οποίας έλαβαν γνώση οι Αιτητές την 15/02/2019 (Παράρτημα Α στην παρούσα) και με την οποίαν χορήγησε στον Υπουργό Εσωτερικών, ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, την υπ' αριθμό 47/19 άδεια κατεδάφισης του Κτήματος Μακένζυ και όλων των υποστατικών και/ή εγκαταστάσεων τα οποία, κατόπιν εξασφάλισης όλων των σχετικών αδειών από τις αρμόδιες αρχές, έχουν ανεγείρει με δικά τους μάλιστα υπέρογκα έξοδα οι Αιτητές αρ. 1, επί του τεμαχίου γης με αρ. XXXX, Φ/Σχ. XXXX, Τμήμα XXXX, στην τοποθεσία Κουζάρη στην Ενορία Σκάλα, στην Επαρχία Λάρνακας, Αρ. Εγγραφής XXXX, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιοσδήποτε εννόμου αποτελέσματος».

 

Παράλληλα με την προσφυγή τους, οι αιτητές καταχώρησαν μονομερώς αίτηση ημερομηνίας 18.02.2018 αιτούμενοι την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση της προσφυγής και/ή της παρούσας αίτησης.  Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του κ. XXXXX Ματώλη, για τους σκοπούς δε της παρούσας απόφασης και της κατάληξης του Δικαστηρίου, κρίνεται αναγκαία η παράθεση του συνόλου των όσων παρατίθενται στην εν λόγω ένορκη δήλωση, ήτοι των ακολούθων (η υπογράμμιση τίθεται από το Δικαστήριο):

«1.       Είμαι ένας εκ των Διοικητικών Συμβούλων και Μετόχων της Αιτήτριας αρ. 1 και σύζυγος της Αιτήτριας αρ. 2. Γνωρίζω προσωπικά όλα τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης τα οποία παραθέτω αμέσως πιο κάτω, λόγω της ιδιότητας μου και της εμπλοκής μου στην όλη υπόθεση. Πρόσθετα έλαβα γνώση γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση και από τα διάφορα έγγραφα που έχω στην κατοχή μου αλλά και από σχετική πληροφόρηση των δικηγόρων των Αιτητών. Είμαι δε δεόντως εξουσιοδοτημένος από τους Αιτητές να προβώ στην παρούσα ένορκη δήλωση.

2.         Το υπό κρίσην ακίνητο συνολικής έκτασης 10.090 τ.μ. (το όλον) ανήκε ιδιοκτησιακά στους XXXX Ali Riza και στον αδελφό του XXXX Ali Riza, άλλως XXXX Ali Riza, άλλως XXXX Altin, κατά 1/2 μερίδιο εις έκαστον.

3.         Από 1/7/1991 η εξουσία διαχείρισης του ακινήτου περιήλθε στον Υπουργό Εσωτερικών, ως ο Κηδεμόνας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, δυνάμει των προνοιών του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 1991 (Ν. 139/91). Κρίθηκε τότε, εσφαλμένα όμως όπως διαπιστώθηκε στη συνέχεια, ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε περιουσία που εμπίπτει στον Κηδεμόνα Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών με βάση το Νόμο, ενώ στην πραγματικότητα δεν ενέπιπτε.

4.         Ο Υπουργός Εσωτερικών, στη βάση της πιο πάνω πεπλανημένης αντίληψης ότι ορθά και νόμιμα ήταν ο Κηδεμόνας της εν λόγω περιουσίας, με Σύμβαση Μίσθωσης ημερ. 04/04/1996 εκμίσθωσε το ακίνητο στον XXXX Γεωργίου ο οποίος ήταν ο ιδιοκτήτης της εταιρείας P.G.MACKENZY FUN PARK LIMITED (HE 96451) η οποία δημιούργησε εις αυτό μία αδειούχα επιχείρηση Λούνα Παρκ.

5.         Με Συμφωνία Πώλησης Επιχείρησης ημερ. 20/06/2009, η εταιρεία P.G.MACKENZY FUN PARK LIMITED (HE 96451), πώλησε την επιχείρηση στην Αιτήτρια αρ. 1 για το ποσό των €900,000 (Εννιακόσιες Χιλιάδες Ευρώ) αφού προηγουμένως ενημερώθηκε και συνήνεσε και ο Κηδεμόνας. Αντίγραφο της Συμφωνίας Πώλησης Επιχείρησης ημερ. 20/06/2009 μαζί με το αίτημα προς τον Υπουργό Εσωτερικών για παραχώρηση της επίδικης γης για επαγγελματική στέγη στον εκτοπισθέντα XXXX Ματώλη, ο οποίος ήταν και συνεχίζει να είναι ένας εκ των Μετόχων αλλά και Διοικητικών Συμβούλων της Αιτήτριας αρ. 1, επισυνάπτεται στην παρούσα ένορκη δήλωση ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1.

6.         Ακολούθως και ένεκα της ανωτέρω πώλησης, με Σύμβαση Μίσθωσης ημερ. 14/12/2009, ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών εκμίσθωσε για πρώτη φορά το επίδικο ακίνητο στον ανωτέρω εκτοπισθέντα XXXX Ματώλη ο οποίος, ως προαναφέρθηκε, ήταν και συνεχίζει να είναι ένας εκ των Μετόχων αλλά και Διοικητικών Συμβούλων της Αιτήτριας αρ. 1 η οποία, ως επίσης προαναφέρθηκε αγόρασε την επιχείρηση του Λούνα Παρκ. Αντίγραφο της Σύμβαση Μίσθωσης ημερ. 14/12/2009 επισυνάπτεται στην παρούσα ένορκη δήλωση ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 2.

7.         Ακολούθως, με Σύμβαση Μίσθωσης ημερ. 05/05/2011, ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών εκμίσθωσε το επίδικο ακίνητο για πρώτη φορά στην Αιτήτρια αρ. 1. Αντίγραφο της Σύμβασης Μίσθωσης ημερ. 05/05/2011 επισυνάπτεται ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 3.

8.         Στη συνέχεια ο Κηδεμόνας εκμίσθωσε εκ νέου το ακίνητο στην Αιτήτρια αρ. 1 δυνάμει Σύμβασης Μίσθωσης ημερ. 22/09/2014. Αντίγραφο της Σύμβασης Μίσθωσης ημερ. 22/09/2014 επισυνάπτεται στην παρούσα ένορκη δήλωση ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 4.

9.         Η Αιτήτρια αρ. 1, μέσω του Κηδεμόνα αιτήθηκε και εξασφάλισε πολεοδομική άδεια από την αρμόδια Πολεοδομική Αρχή, ήτοι Δήμο Λάρνακας και επί του επίδικου ακινήτου ανήγειρε μεγάλη και πολυτελή αίθουσα εκδηλώσεων και βοηθητικές αίθουσες που λειτουργούν μέχρι σήμερα ως επιχείρηση αίθουσας εκδηλώσεων γνωστή ως το Κτήμα Μακένζυ καθώς επίσης και άλλες κατασκευές και κτήρια όπως εκκλησία, μεγάλους χώρους στάθμευσης κ.λ.π.. Αντίγραφο της σχετικής Πολεοδομικής Άδειας επισυνάπτεται στην παρούσα ένορκη δήλωση ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 5.

10.       Για την ανέγερση των επίδικων υποστατικών και για τον εξοπλισμό τους η Αιτήτρια αρ. 1 δαπάνησε μέχρι σήμερα ποσό της τάξεως των €4.300,000.00 περίπου επιπλέον των €900,000.00. που αναφέρονται ανωτέρω. Επισυνάπτω στην παρούσα ένορκη δήλωση ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 6 την Εκτίμηση των Εκτιμητών C. ZAKHEOS PROPERTY VALUATIONS L.L.C. ημερ. 12/02/2016 η οποία επιβεβαιώνει την αξία και το κόστος κατασκευής και του εξοπλισμού των επιδίκων υποστατικών.

11.       Τα ετήσια έσοδα της Αιτήτριας αρ. 1 από την λειτουργία της πιο πάνω επιχειρήσεως ήταν της τάξεως των €1.500,000.00 και η Αιτήτρια αρ. 1 για τη λειτουργία της επιχείρησης της εργοδοτούσε 11 άτομα ως μόνιμο προσωπικό και 24 περίπου άτομα ως προσωπικό μερικής απασχόλησης στη διάρκεια των εκδηλώσεων.

12.       Σημειώνεται ότι δυνάμει έγγραφης συμφωνίας ημερ. 18/09/2013, την οποία επισυνάπτω στην παρούσα ένορκη δήλωση ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 7. η σύζυγος και κληρονόμος του ως άνω αποβιώσαντα XXXX Ali Riza, XXXX ΜΕΗΤΕΚ άλλως XXXX ALTIN, συμφώνησε να πωλήσει το μερίδιο της επί του επίδικου ακινήτου στην Αιτήτρια αρ. 2 XXXX Χρυσοστόμου, σύζυγο του XXXX Ματώλη (ανωτέρω), έναντι του ποσού των €275,000.

13.       Με την εν λόγω συμφωνία, η XXXX Mehter ανέλαβε την υποχρέωση όπως ξεκινήσει διαδικασίες εκτέλεσης της διαθήκης του αποβιώσαντος συζύγου της και όπως εξασφαλίσει διάταγμα διορισμού εκτελεστή της περιουσίας του αποβιώσαντος συζύγου της. Περαιτέρω, η XXXX Mehter ανέλαβε τη ρητή υποχρέωση όπως μεριμνήσει ως η μόνη κληρονόμος του αποβιώσαντος συζύγου της, όπως ο εκτελεστής ή και διαχειριστής της περιουσίας του συζύγου της υπογράψει νέο πωλητήριο έγγραφο με την Αιτήτρια αρ. 2 αναφορικά με το ακίνητο με ίδιους όρους με τη συμφωνία ημερομηνίας 18/09/2013.

14.       Δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας ή και για συμμόρφωση της προς τις συμβατικές της υποχρεώσεις, η XXXX Mehter έλαβε από την Αιτήτρια αρ. 2 αλλά και μέσω του δικηγόρου της καθώς και τρίτων προσώπων το συνολικό ποσό των €45.500.- δυνάμει αποδείξεων πληρωμής ή και καταβολής ποσού. Επισυνάπτω στην παρούσα ένορκη δήλωση ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 8 μέρος των αποδείξεων των χρημάτων που καταβλήθηκαν στην XXXX ΜΕΗΤΕΚ.

15.       Η Αιτήτρια αρ. 2 παραχώρησε στην Αιτήτρια αρ. 1 επ' αόριστο δικαίωμα χρήσης του ακινήτου για να μπορεί η Αιτήτρια αρ. 1 να διεξάγει τις εργασίες της (κέντρο δεξιώσεων, σεμιναρίων κτλ) με αντίτιμο την εξόφληση του τιμήματος αγοράς του ακινήτου εκ μέρους της προς την XXXX Mehter ή και μεταγενέστερα στον εκτελεστή της διαθήκης του αποβιώσαντα συζύγου της.

16.       Η εξόφληση του τιμήματος αγοράς του ακινήτου δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας δεν κατέστη δυνατή, καθ’ ότι η XXXX Mehter, η οποία διαμένει στις τουρκοκρατούμενες περιοχές που δεν ελέγχονται από τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν ανταποκρινόταν στις κλήσεις ή και εκκλήσεις ή και οχλήσεις ή και προσπάθειες που τόσον η Αιτήτρια αρ. 2 και ο σύζυγος της όσον και η Αιτήτρια αρ. 1 κατέβαλλαν για να διευθετηθεί η εξόφληση του τιμήματος πώλησης του ακινήτου.

17.       Η XXXX Mehter παρά το γεγονός ότι εισέπραξε τα πιο πάνω ποσά από την Αιτήτρια αρ. 2 και ενώ προχώρησε με την καταχώρηση αίτησης και εκδόθηκε διάταγμα εκτέλεσης ή και διαχείρισης του αποβιώσαντος συζύγου της XXXX Ali Riza, άλλως XXXX Ali Riza, άλλως XXXX Altin, στη συνέχεια ούτε η ίδια ούτε ο εκτελεστής της διαθήκης προχώρησαν στην υπογραφή συμφωνίας πώλησης του ακινήτου ως όφειλαν με αποτέλεσμα να μη γίνει η μεταβίβαση του ακινήτου επ' ονόματι της Αιτήτριας αρ. 2.

18.       Κατά ή περί τις 08/02/2016 οι Αιτητές πληροφορήθηκαν από δημοσίευμα της Καθημερινής Κυπριακής Εφημερίδας «ο Πολίτης», ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εξέδωσε απόφαση στην αγωγή κάποιου Τουρκοκύπριου ονόματι XXXX Riza, την οποία ήγειρε προσωπικά και υπό την ιδιότητα του ως εκτελεστής της διαθήκης και κληρονόμος του αποβιώσαντα XXXX Ali Riza, με την οποία, μεταξύ άλλων, είχε διαταχθεί ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών περιουσιών να εκκενώσει και παραδώσει στον Ενάγοντα κενή και ελεύθερη κατοχή του Κτήματος Μακένζυ.

19.       Οι Αιτητές, μέσω των δικηγόρων τους, εξασφάλισαν την πιο πάνω απόφαση η οποία ήταν η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερ. 21.01.2016 στην Αγωγή 3741/2011 η οποία καταχωρήθηκε και εκδικάσθηκε χωρίς τη γνώση των Αιτητών, χωρίς ποτέ οι Αιτητές να έχουν καταστεί διάδικα μέρη στην αγωγή παρά το ότι ήταν νόμιμα κατά την έγερση της αγωγής και στη συνέχεια οι φυσικοί κάτοχοι του επίδικου ακινήτου για την αξιοποίηση του οποίου είχαν δαπανήσει τεράστια χρηματικά ποσά. Αντίγραφο της απόφασης του Δικαστηρίου στην αγωγή 3741/2011 επισυνάπτεται στην παρούσα ένορκη δήλωση ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 9.

20.       Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας έκρινε ότι το επίδικο στην αγωγή 1/2 μερίδιο του XXXX Riza δεν είναι και δεν ήταν τουρκοκυπριακή περιουσία στην έννοια του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 1991 (Ν. 139/91), ως τροποποιήθηκε, δεδομένου ότι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης, κατά το 1/2 μερίδιο, XXXX Ali Riza (αποβιώσας), που γεννήθηκε στην Κύπρο στις 20.2.1926, ήταν κάτοχος Βρετανικού διαβατηρίου αφού είχε μεταναστεύσει το 1951 στη Μεγάλη Βρετανία, όπου και εγκαταστάθηκε, διαμένοντας πλέον μόνιμα στο Λονδίνο, μέχρι και το θάνατο του, στις 21.6.2002. Κατά συνέπεια το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ετύγχανε εφαρμογής ο Ν. 139/91, ότι ο Υπουργός Εσωτερικών ήταν παράνομος επεμβασίας και χορήγησε στον Ενάγοντα, μεταξύ άλλων, τις πιο κάτω θεραπείες:

«(α) Απόφαση με την οποία αναγνωρίζεται ότι ο Ενάγοντας είναι ο μόνος που δικαιούται σε κατοχή του 1/2 μεριδίου της ακίνητης ιδιοκτησίας με Αρ. Εγγραφής XXXX, Τεμ. XXXX του Φ/Σχ. XXXX, Τμήμα XXXX, στην τοποθεσία Κουζάρη στην Ενορία Σκάλα, στην Επαρχία Λάρνακας.

(β) Διάταγμα με το οποίο διατάσσονται οι Εναγόμενοι να εκκενώσουν και παραδώσουν στον Ενάγοντα κενή και ελεύθερη κατοχή του μεριδίου της πιο πάνω ακίνητης ιδιοκτησίας.

(γ) Διάταγμα με το οποίο εμποδίζονται οι Εναγόμενοι είτε οι ίδιοι είτε μέσω οποιωνδήποτε τρίτων από του να κατέχουν, εισέρχονται, χρησιμοποιούν ή επεμβαίνουν με οποιοδήποτε τρόπο επί του 1/2 μεριδίου της πιο πάνω ακίνητης ιδιοκτησίας.

(δ) Διάταγμα με το οποίο διατάσσονται οι Εναγόμενοι να απομακρύνουν από την ακίνητη ιδιοκτησία οποιεσδήποτε κατασκευές υφίστανται σε αυτή.

(ε) Αναστολή εκτέλεσης των πιο πάνω διαταγμάτων για περίοδο πέντε μηνών.»

21.       Η Αιτήτρια αρ. 1, στις 04/03/2016 καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο την Πολιτική ECLI:CY:AD:2016:B528, Αίτηση 37/2016 με την οποία αιτήθηκε άδεια καταχώρησης εφέσεως εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερ. 21/01/2016, η οποία απερρίφθη με απόφαση ημερ. 18/11/2016. Αντίγραφο της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην αίτηση 37/2016 επισυνάπτεται στην παρούσα ένορκη δήλωση ωο ΤΕΚΜΗΡΙΟ 10.

22.       Στην πιο πάνω απόφαση του το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε, ότι τα δικαιώματα της Αιτήτριας αρ. 1 δυνατόν να διεκδικηθούν και προστατευθούν αναλόγως, με αγωγή κατά της Δημοκρατίας και/ή άλλου πρόσφορου δικονομικού διαβήματος ενώπιον του εκδικασάντος Δικαστηρίου δυνάμει της Δ.43Α θ. 1(2) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Δυνάμει της Δ.43Α θ. 1(2) δεν χορηγείται άδεια για ανάκτηση κατοχής ακίνητης ιδιοκτησίας εκτός εάν το πρόσωπο το οποίο κατέχει το ακίνητο είχε λάβει γνώση της διαδικασίας.

23.       Έκτοτε οι μεν διάδικοι στην πιο πάνω αγωγή δεν έλαβαν οποιοδήποτε νομικό ή άλλο μέτρο εναντίον της ίδιας της Αιτήτριας αρ. 1 για την έξωση της από τα επίδικα υποστατικά οι δε Αιτητές ανέμεναν την υποβολή και επίδοση στους ίδιους, αιτήσεως για παράδοση κατοχής δεδομένου ότι ήταν οι φυσικοί κάτοχοι του ακινήτου δυνάμει της Δ.43 Θ.1 και 2 οπότε και θα διεκδικούσαν τα δικαιώματα τους.

24.       Στις 07/08/2017 και πάλιν χωρίς τη γνώση των Αιτητών και χωρίς να τους έχουν καταστήσει διάδικα μέρη, καταχωρήθηκε η Αγωγή 1082/2017 από το διαχειριστή της περιουσίας του φερόμενου ως ιδιοκτήτη του άλλου 1/2 μεριδίου του επίδικου ακινήτου, XXXX Ali Riza, άλλως XXXX Ali Riza, άλλως XXXX Altin, για το οποίο υπήρχε η συμφωνία πώλησης ημερ. 18/09/13 μεταξύ της Αιτήτριας αρ. 2 και της κληρονόμου του αποβιώσαντος επί της ως άνω αγωγής στις 17/5/18 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση με την οποία ο Υπουργός Εσωτερικών διατάχθηκε να εκκενώσει και παραδώσει στον Ενάγοντα ελεύθερη κατοχή του ακινήτου και να αποκαταστήσει πλήρως τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα του Ενάγοντα, συμπεριλαμβανομένης της ανενόχλητης κατοχής του ακινήτου ενώ πρόσθετα διατάχθηκε να μην εισέρχεται, χρησιμοποιεί και ή επεμβαίνει καθ' οιονδήποτε τρόπο στο ακίνητο. Αντίγραφο της εκ συμφώνου απόφασης του Δικαστηρίου στην αγωγή 1082/2017 ημερ. 17/5/18 επισυνάπτεται στην παρούσα ένορκη δήλωση ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 11.

25.       Κατά ή περί την 17/01/2019, ο Υπουργός Εσωτερικών και/ή η Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας δια της αστυνομίας έλαβε βίαια την κατοχή όλου του ακινήτου εκδιώχνοντας τους Αιτητές από το ακίνητο και απαγορεύοντας τους από το να εισέρχονται, κατέχουν και χρησιμοποιούν το ακίνητο και να λειτουργούν την επιχείρηση τους.

26.       Ακολούθως, ο Υπουργός Εσωτερικών υπέβαλε στον Καθ’ ου η αίτηση, την υπ' αρ. 33/19 αίτηση για έκδοση άδειας κατεδάφισης του Κτήματος Μακένζυ και όλων των υποστατικών και/ή εγκαταστάσεων που οι Αιτητές αρ. 1 ανήγειραν στο επίδικο ακίνητο.

27.       Οι Αιτητές οι οποίοι πληροφορήθηκαν ότι ο Υπουργός Εσωτερικών υπέβαλε ή θα υπέβαλλε στον Καθ' ου η αίτηση την ανωτέρω αίτηση για έκδοση άδειας κατεδάφισης, απέστειλαν στον Καθ' ου η αίτηση επιστολές διαμαρτυρίας ημερ. 04/02/19, 12/02/19 και 13/02/19 με την οποία ενημέρωναν τον Καθ' ου η αίτηση για τα δικαιώματα τους επί του ακινήτου και των κτηριακών και άλλων εγκαταστάσεων που ευρίσκονται επί αυτού, την κατεδάφιση των οποίων αιτείτο αναρμοδίως ο Υπουργός Εσωτερικών, προειδοποιούσαν τον Καθ' ου η αίτηση ότι τον καθιστούν υπεύθυνο για οποιανδήποτε ζημιά θα υποστούν από τη χορήγηση της αιτηθείσας άδειας και την εκτέλεση της και ζητούσαν από τον Καθ' ου η αίτηση αντίγραφο της άδειας κατεδάφισης προκειμένου να προστατέψουν τα νόμιμα συμφέροντα τους. Αντίγραφο των επιστολών των Αιτητών προς τον Καθ' ου η αίτηση ημερ. 04/02/19, 12/02/19 και 13/02/19 επισυνάπτονται στην παρούσα ένορκη δήλωση ως ΤΕΚΜΗΡΙΑ 12, 13,14 αντίστοιχα.

28.       Ο Καθ' ου η αίτηση αδιαφόρησε για το περιεχόμενο των επιστολών που του απέστειλαν οι Αιτητές και για τις διαμαρτυρίες τους και απάντησε με επιστολή ημερ. 13/2/19 από την οποία φαίνεται ότι θα αγνοούσε παντελώς τους Αιτητές εκτός και αν είχε διάταγμα δικαστηρίου που να του απαγορεύει να χορηγήσει την άδεια κατεδάφισης. Αντίγραφο της επιστολής του Καθ' ου η αίτηση προς το δικηγόρο των Αιτητών ημερ. 13/02/19 επισυνάπτεται στην παρούσα ένορκη δήλωση ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 15.

29.       Την 14/02/2019 ο Καθ’ ου η αίτηση, εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία χορήγησε στον Υπουργό Εσωτερικών ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, την αιτηθείσα άδεια κατεδάφισης. Ο Καθ’ ου η αίτηση κοινοποίησε την εν λόγω άδεια και τους όρους της στο δικηγόρο μας, με επιστολή ημερ. 15/02/2019. Αντίγραφο της επιστολής του Καθ' ου η αίτηση προς το δικηγόρο των Αιτητών ημερ. 15/02/19 μαζί με την επίδικη άδεια κατεδάφισης που εξέδωσε ο Καθ' ου η αίτηση επισυνάπτεται στην παρούσα ένορκη δήλωση ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 16.

30.       Σημειώνεται ότι μαζί με την επιστολή ημερ. 15/02/19 προς το δικηγόρο μας και την άδεια κατεδάφισης με τους όρους της, ο Καθ’ ου η αίτηση απέστειλε στο δικηγόρο μας και επιστολή του προς τον Υπουργό Εσωτερικών ημερ. 14/02/2019 με την οποία τον πληροφορεί, ανάμεσα σε άλλα ότι:

 

«παραχωρούμε την άδεια κατεδάφισης με αρ. 47/19, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Δήμος Λάρνακας λαμβάνει οποιοδήποτε μέρος αν η άδεια θα πρέπει να υλοποιηθεί ή τα υποστατικά να κατεδαφιστούν ή όχι.

Το θέμα αυτό αποτελεί καθαρά απόφαση δική σας, αφού λάβετε συμβουλή από τους Νομικούς Συμβούλους της Δημοκρατίας.»

Αντίγραφο της επιστολής του Καθ' ου η αίτηση προς τον Υπουργό Εσωτερικών ημερ. 14/02/19 επισυνάπτεται στην παρούσα ένορκη δήλωση ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 17.

31.       Όπως ειλικρινά πιστεύω από τις ανωτέρω επιστολές του Καθ’ ου η αίτηση, Τεκμήρια 15 και 17, προκύπτει ότι ο Καθ' ου η αίτηση την 14/02/2019 εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία χορήγησε την αιτηθείσα άδεια κατεδάφισης προκειμένου να ικανοποιήσει τα θελήματα του Υπουργού Εσωτερικών, αδιαφορώντας παντελώς για τις πρόνοιες του Νόμου και για τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντα των Αιτητών, τους οποίους τελικά δεν άκουσε. Ενήργησε δηλαδή ο Καθ' ου η αίτηση κατά παραγγελία του Υπουργού Εσωτερικών με δέσμια αρμοδιότητα, ενώ γνώριζε ότι η αίτηση για άδεια κατεδάφισης δεν υποβλήθηκε από τον ιδιοκτήτη του ακινήτου και/ή τον ιδιοκτήτη του υποστατικού. Εξ' ου και ο Καθ’ ου η αίτηση όχι μόνον αδιαφόρησε για τις επιστολές που του απέστειλαν οι Αιτητές, όχι μόνον απάντησε στους Αιτητές με επιστολή ημερ. 13/2/19 από την οποία φαίνεται ότι θα τους αγνοούσε εκτός και αν είχε διάταγμα δικαστηρίου που να του απαγορεύει να χορηγήσει την άδεια κατεδάφισης, αλλά περαιτέρω, προφανώς αγωνιώντας και ανησυχώντας για τις τυχόν ευθύνες του για τις ζημιές που θα προκαλέσει στους Αιτητές η εκτέλεση της παρανόμως εκδοθείσας άδειας και τις οποίες ενδεχομένως να κληθεί να καταβάλει και προκειμένου να αποφύγει τις ευθύνες αυτές, απέστειλε στον Υπουργό Εσωτερικών την ανωτέρω επιστολή ημερ. 14/02/2019.

32.       Όπως με πληροφορεί ο δικηγόρος μας και όπως ειλικρινά γνωρίζω και πιστεύω, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει ανάμεσα σε άλλα για τους εξής λόγους:

i.          η αίτηση για έκδοση άδειας κατεδάφισης υποβλήθηκε από πρόσωπο και/ή όργανο και/ή αρχή και η άδεια κατεδάφισης εκδόθηκε προς όφελος τέτοιου προσώπου και/ή οργάνου και/ή αρχής που ουδεμία σχέση ιδιοκτησιακή ή άλλη έχουν με το επίδικο ακίνητο και τις επίδικες εγκαταστάσεις και/ή κατασκευές επί του ακινήτου και παρόλο που κρίθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου στην αγωγή αρ.3741/11 Ε.Δ. Λάρνακας ότι ο Υπουργός Εσωτερικών δεν είναι νόμιμα Κηδεμόνας της επίδικης περιουσίας.

 

ii.         εκδόθηκε άδεια κατεδάφισης των υποστατικών και/ή εγκαταστάσεων που έχουν ανεγείρει οι Αιτητές επί του επίδικου τεμαχίου γης χωρίς να υποβληθεί σχετική άδεια από τους ιδιοκτήτες του ακινήτου και/ή από τους Αιτητές οι οποίοι έχουν συμφέρον επί των εν λόγω υποστατικών και/ή εγκαταστάσεων.

ίii.        το έντυπο αίτησης που υπεβλήθη στον Καθ' ου η αίτηση δεν είναι υπογραμμένο από τους ιδιοκτήτες και/ή όλους τους συνιδιοκτήτες, κατά παράβαση του Καν. 5(1) των περί Οδών και Οικοδομών Κανονισμών.

ίν.        το έντυπο αίτησης που υπεβλήθη στον Καθ’ ου η αίτηση δεν συνοδεύεται από τα απαιτούμενα από το νόμο και κανονισμούς (Καν. 5) έγγραφα και/ή με την αίτηση δεν υποβλήθηκαν (α) οι απαιτούμενες Βεβαιώσεις ΕΤΕΚ για τους μελετητές και αντίγραφα των εγγράφων ανάθεσης και ανάληψης της μελέτης και της επίβλεψης του έργου, (β) αντίγραφο του πιστοποιητικού εγγραφής (τίτλου ιδιοκτησίας) μαζί με το πρωτότυπο για έλεγχο και/ή το υποβληθέν πιστοποιητικό εγγραφής δεν εκδόθηκε πρόσφατα εντός 6 μηνών πριν από την υποβολή της επίδικης αίτησης (γ) αντίγραφο του πιστοποιητικού εγγραφής υποθήκης μαζί με δήλωση του ενυπόθηκου δανειστή ότι δεν ενίσταται στην αίτηση για άδεια, (δ) δύο επίσημα τοπογραφικά σχέδια του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας πρόσφατης έκδοσης, υπογραμμένα και σφραγισμένα από το Μελετητή, στα οποία να εμφαίνεται η προτεινόμενη κατεδάφιση με κόκκινο μελάνι, και (ε) Δύο πρωτότυπες σειρές της πολεοδομικής άδειας (σε περίπτωση που η οικοδομή βρίσκεται σε Περιοχή Ειδικού Χαρακτήρα).

ν.         δεν ακούσθηκαν ποτέ οι Αιτητές από τον Καθ' ου η αίτηση κατά παράβαση του δικαιώματος ακρόασης ως αυτό προνοείται νομολογιακά και από το άρθρο 43 του Ν. 158(Ι)/θ9.

33.       Όπως μας συμβουλεύει ο δικηγόρος μας αλλά και όπως εγώ πιστεύω, όλα τα πιο πάνω συνιστούν έκδηλη παρανομία.

34.       Ουδέποτε ακουσθήκαμε πριν την έκδοση της επίδικης άδειας κατεδάφισης, ουδέποτε ερωτηθήκαμε αν συμφωνούμε με αυτή και εάν όχι, ουδέποτε εκθέσαμε τους λόγους για τους οποίους δεν συμφωνούμε. Ούτε ερωτηθήκαμε ποτέ και από κανένα και/ή εκθέσαμε για τις συνέπειες που θα έχει για εμάς η έκδοση της άδειας και η κατεδάφιση των κτηρίων τα οποία ανεγείραμε με τεράστια έξοδα, με δάνεια που εξασφαλίσαμε από τράπεζες και με άδειες που εξασφαλίσαμε από τις αρμόδιες αρχές. Ούτε υπογράψαμε την υποβληθείσα από τον Υπουργό Εσωτερικών αίτηση για άδεια κατεδάφισης. Εξ' όσων γνωρίζω ούτε και οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες δια των διαχειριστών της περιουσίας τους υπέγραψαν την εν λόγω αίτηση. Τούτα, ως μας πληροφορεί ο δικηγόρος μας, έγιναν αντίθετα στο νόμο.

35.       Ως με πληροφορεί ο δικηγόρος μας, έχει νομολογηθεί ότι η έκδηλη παρανομία, η οποία υπάρχει εν προκειμένω στη βάση των πιο πάνω, συνιστά λόγο για τη χορήγηση του αιτούμενου προσωρινού διατάγματος ακόμη και στην απουσία ανεπανόρθωτης ζημιάς και έστω και αν θα προκληθούν σοβαρά προβλήματα στη διοίκηση.

36.       Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση, η έκδοση της αιτηθείσας άδειας κατεδάφισης όχι μόνον είναι έκδηλα παράνομη αλλά και η εκτέλεση της θα μας προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά ενώ από την άλλη, η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος δεν θα δημιουργήσει κανένα ανυπέρβλητο εμπόδιο στο έργο της διοίκησης ούτε και τίθεται θέμα δημοσίου συμφέροντος που να επιβάλει την άμεση εκτέλεση της απόφασης του Καθ' ου η αίτηση.

37.       Ειδικότερα η εκτέλεση της άδειας κατεδάφισης όχι μόνο θα επιφέρει ανεπανόρθωτη ζημιά, μη αναστρέψιμα αποτελέσματα και μεγάλη αναστάτωση στους Αιτητές αλλά θα οδηγήσει στην πλήρη οικονομική καταστροφή τους για τους εξής λόγους:-

ί.          Λόγω της κατεδάφισης της αίθουσας δεξιώσεων και των υπόλοιπων κτηριακών εγκαταστάσεων η Αιτήτρια θα υποστεί τεράστια οικονομική ζημιά η οποία συνίσταται στην απώλεια του κεφαλαίου το οποίο έχει δαπανηθεί για την ανέγερση των εν λόγων κτηρίων και στην απώλεια των εσόδων που προκύπτουν από την λειτουργία της αλλά και στην απώλεια των €900,000 που της στοίχησε η αγορά του Λούνα Παρκ.

ii.         Για την ανέγερση της αίθουσας δεξιώσεων η Αιτήτρια αρ. 1 έχει συνάψει τραπεζικό δάνειο με εγγυητές τους Διοικητικούς Συμβούλους της, οι οποίοι είναι μέτοχοι της Αιτήτριας αρ. 1, της τάξεως των €4.300.000 (τεσσάρων εκατομμυρίων τρακόσιων χιλιάδων ευρώ) το οποίο εξυπηρετείται από τα έσοδα της επιχείρησης η οποία διεξάγεται στην εν λόγω αίθουσα. Η κατεδάφιση της αίθουσας δεξιώσεων και η οριστική πλέον έξωση της Αιτήτριας αρ. 1 από την επίδικη ιδιοκτησία θα έχει ως άμεση συνέπεια τη μη εξυπηρέτηση του δανείου και τούτο αυτονόητα θα οδηγήσει σε πτώχευση και εκκαθάριση της Αιτήτριας αρ. 1 και σε πτώχευση των εγγυητών οι οποίοι έχουν ως μόνη πηγή εισοδήματος το μέρισμα από τα έσοδα της Αιτήτριας αρ. 1.

iii.        Η οικονομική ζημιά που θα προκύψει λόγω των συνεπειών που έχουν παρατεθεί ανωτέρω, είναι αδύνατο να αποτιμηθεί σε χρήμα. Πρόσθετα λόγω της πτώχευσης και εκκαθάρισης της Εταιρείας θα προκύψει ζημιά στη φήμη και καλό όνομα της Εταιρείας η οποία είναι αδύνατο να υπολογισθεί σε χρήμα.

ίν.        Λόγω του μεγάλου φόρτου εργασίας τον οποίο αντιμετωπίζουν τα δικαστήρια μας η εκδίκαση της αγωγής για αποζημιώσεις χρειάζεται χρόνο της τάξεως των 6 τουλάχιστον ετών. Αυτό σημαίνει ότι η απώλεια που θα προκύψει στη διάρκεια των 6 περίπου ετών όχι μόνο θα επαυξήσει τη ζημιά της Αιτήτριας αρ. 1 αλλά θα είναι αδύνατο να υπολογισθεί σε χρήμα.

38.       Όπως περαιτέρω μας πληροφορεί ο δικηγόρος μας και όπως ειλικρινά πιστεύω, η ζημία που δυνατό να θέσει σε κίνδυνο εμπορική επιχείρηση, ή την ικανότητα συντήρησης του αιτητή, ή αιφνίδια αποστέρηση των μέσων βιοπορισμού του ιδίου του αιτητή και της οικογένειας του μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ανεπανόρθωτη. Η κατεδάφιση της αίθουσας δεξιώσεων και των λοιπών κτηριακών εγκαταστάσεων αιφνίδια θα διαλύσει την επιχείρηση των Αιτητών και θα τους αποστερήσει των μέσων βιοπορισμού και συντήρησης της οικογένειάς τους ενώ θα εμποδίσει και θα δυσχεράνει την αποτίμηση των αποζημιώσεων.

39.       Πρόσθετα σημειώνω και τονίζω ότι όπως εγώ ο ίδιος προσωπικά γνωρίζω από επαφές και συζητήσεις που είχα με τις εμπλεκόμενες στην υπόθεση πλευρές και από σχετική πληροφόρηση που είχα από σοβαρά ενδιαφερόμενο υποψήφιο αγοραστή, το δικηγόρο μου και τους εκπροσώπους των εγγεγραμμένων ιδιοκτητών του επίδικου ακινήτου, ο ενδιαφερόμενος υποψήφιος αγοραστής επιθυμώντας να μας βοηθήσει και να αποτρέψει την οικονομική καταστροφή μας, βρίσκεται ήδη με τη σύμφωνη γνώμη των Αιτητών, σε διαπραγματεύσεις με τους εγγεγραμμένους ιδιοκτήτες του ακινήτου για την αγορά ολόκληρου του ακινήτου στην υφιστάμενη κατάσταση του, δηλαδή μαζί με τα κτήρια που ευρίσκονται στο ακίνητο. Ήδη έχω παρευρεθεί μαζί με το δικηγόρο μας, την Αιτήτρια αρ. 2 και ακόμη έναν εκ των Διευθυντών της Αιτήτριας αρ. 1 και σε συνάντηση που είχε ο σοβαρά ενδιαφερόμενος υποψήφιος αγοραστής με το διαχειριστή της περιουσίας του XXXX Ali Riza, άλλως XXXX Ali Riza, άλλως XXXX Altin στην οποία συζητήθηκε η αγορά του ακινήτου. Μάλιστα έχω στην κατοχή μου και γραπτή πρόταση του διαχειριστή της περιουσίας του XXXX Ali Riza, άλλως XXXX Ali Riza, άλλως XXXX Altin προς τον ανωτέρω υποψήφιο αγοραστή την οποία για ευνόητους λόγους δεν επισυνάπτω στην παρούσα ένορκη δήλωση μου.

40.       Όπως μας έχει λεχθεί κατ’ επανάληψην, ο υποψήφιος αγοραστής ενδιαφέρεται να αγοράσει το ακίνητο και στη συνέχεια να το ενοικιάσει στους Αιτητές ώστε μόνον να συνεχίσουμε απρόσκοπτα τη λειτουργία της επιχείρησης μας και να μην καταστούμε πρόσφυγες για δεύτερη φορά, με τεράστιες οικονομικές ζημιές και απώλειες ενώ ταυτόχρονα και ο ίδιος θα έχει ένα σοβαρό ετήσιο εισόδημα. Όπως μας έχει λεχθεί κατ' επανάληψην, στην περίπτωση που επέλθει συμφωνία μεταξύ των αγοραστών και των εγγεγραμμένων ιδιοκτητών, θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε απρόσκοπτα τη λειτουργία της επιχείρησης μας και θα αποτραπεί η ολοκληρωτική καταστροφή μας. Αν όμως το Κτήμα Μακένζυ και οι υπόλοιπες κτηριακές εγκαταστάσεις και κατασκευές κατεδαφιστούν όπως ρητά και δημοσίως δηλώνει σχεδόν καθημερινά ο Υπουργός Εσωτερικών τότε δεν θα έχει νόημα και δεν θα υπάρχει ενδιαφέρον αγοράς του ακινήτου από τον σοβαρά ενδιαφερόμενο υποψήφιο αγοραστή και πλέον δεν θα μπορούμε να συνεχίσουμε τη λειτουργία της επιχείρησης μας και θα κινδυνεύει η επιβίωση των τριών οικογενειών με τα 8 ανήλικα παιδιά των ιδιοκτητών της Αιτήτριας αρ. 1.

41.       Επομένως, η έκδοση προσωρινού διατάγματος θα αποτρέψει την πρόκληση της ανωτέρω ζημιάς στους Αιτητές ενώ δεν θα δημιουργήσει ανυπέρβλητα εμπόδια στο έργο της διοίκησης ούτε και τίθεται θέμα δημοσίου συμφέροντος που να επιβάλει την άμεση εκτέλεση της απόφασης του Καθ' ου η αίτηση.

42.       Όπως μας πληροφορεί ο δικηγόρος μας, το Διοικητικό Δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία να εκδίδει προσωρινά διατάγματα με τα οποία αναστέλλεται η ισχύς ή εκτέλεση μιας διοικητικής πράξης και ότι ο σκοπός της αναστολής είναι η αποτελεσματικότητα της διοικητικής δικαιοσύνης. Η αναστολή εκτέλεσης εμποδίζει τα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης σε περίπτωση που η κρινόμενη πράξη κηρυχθεί άκυρη από το Δικαστήριο. Αποκλείεται, έτσι, με την έκδοση προσωρινού διατάγματος η δημιουργία πραγματικών καταστάσεων που δεν είναι δυνατό να αντιμετωπισθούν αν ακυρωθεί αργότερα η κρινόμενη πράξη ή απόφαση.

43.       Είναι πιστεύω αναγκαίο όπως άμεσα χορηγηθεί το αιτούμενο διάταγμα αναστολής της ισχύος και/ή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης άδειας κατεδάφισης καθότι ανά πάσα στιγμή ο Υπουργός Εσωτερικών θα προβεί σε εκτέλεση της άδειας κατεδάφισης οπότε πλέον όλα θα τελειώσουν για τους Αιτητές με μη αναστρέψιμες και απρόβλεπτες συνέπειες οι οποίες δεν θα μπορούν να υπολογισθούν σε χρήμα.

44.       Όπως μας συμβουλεύει ο δικηγόρος μας, συντρέχουν λόγοι κατά τη Νομολογία για να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα ώστε να ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης.

45.       Όλα τα ανωτέρω ορκίζομαι και λέγω ότι είναι αληθινά και ορθά εξ όσων κάλλιον γνωρίζω και πιστεύω και οι Αιτητές εξαιτούνται ως η Αίτηση τους.».

 

Με απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ημερομηνίας 18.02.2018, κρίθηκε, βάσει των όσων οι αιτητές αποκάλυψαν με την ανωτέρω ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτησή τους, ότι είναι εκ πρώτης όψεως ορατό το ενδεχόμενο οι αιτητές να υποστούν ανεπανόρθωτη ζημία σε περίπτωση μη έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος, δοθέντος ότι τυχόν κατεδάφιση των οικοδομών οι οποίες έχουν ανεγερθεί στο επίδικο ακίνητο φαίνεται ότι θα είναι καταστροφική για την πορεία της επιχείρησης των αιτητών και θα έχει άμεσες συνέπειες για αυτούς, οι οποίες δυνατόν να μην μπορούν να αποτιμηθούν σε κατοπινό στάδιο σε χρήμα.  Για το λόγο αυτό εκδόθηκε το αιτούμενο διάταγμα, το οποίο ορίστηκε επιστρεπτέο την 25/02/19 στις 09:00, ώστε να τοποθετηθούν επί της παρούσας αίτησης ο καθ' ου η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος, Υπουργός Εσωτερικών, προς τους οποίους δόθηκαν οδηγίες από το Δικαστήριο να επιδοθεί άμεσα τόσο το διάταγμα όσο και η προσφυγή.

 

Κατά τη δικάσιμο της 25.02.2019 υπήρξε εμφάνιση τόσο εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για το Ε/Μ Υπουργό Εσωτερικών, όσο και από τον καθ’ ου η αίτηση, ο τελευταίος όμως υπό διαμαρτυρία, δοθείσας της εκφρασθείσας πρόθεσης για καταχώρηση αιτήσεως για παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση του διατάγματος του παρόντος Δικαστηρίου, ημερομηνίας 18.02.2019.  Προς τους ευπαιδεύτους δικηγόρους των διαδίκων υποβλήθηκε από το Δικαστήριο το ερώτημα κατά πόσον θα ήταν επιθυμητή και πρόσφορη, αντί της εξέτασης της παρούσας αίτησης, η σύντομη εξέταση της ουσίας της προσφυγής, με το Δικαστήριο να επισημαίνει τον προβληματισμό κατά πόσον οι αιτητές έχουν έννομο συμφέρον στην καταχώρηση και προώθηση της παρούσας προσφυγής, ζήτημα το οποίο, όπως αναφέρθηκε, δεν κρίθηκε πρόσφορο να εξετασθεί στα πλαίσια της μονομερούς αίτησης, χωρίς την παρουσία όλων των διαδίκων, πλην όμως απασχολεί το Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας ως προς το κατά πόσον το εκδοθέν μονομερώς διάταγμα θα πρέπει να καταστεί απόλυτο.  Περαιτέρω, τέθηκε το ερώτημα κατά πόσον η προσφυγή και η παρούσα αίτηση θα πρέπει να επιδοθούν και στους διαχειριστές της περιουσίας των Τουρκοκύπριων ιδιοκτητών του ακινήτου επί του οποίου έχουν ανεγερθεί τα επίδικα υποστατικά, την κατεδάφιση των οποίων αιτήθηκε ο Υπουργός Εσωτερικών και ενέκρινε ο καθ’ ου η αίτηση με την προσβαλλόμενη απόφαση.  Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των διαδίκων συμφώνησαν ότι οι διαχειριστές της περιουσίας των ιδιοκτητών του ακινήτου είναι ενδιαφερόμενα μέρη και ως εκ τούτου θα πρέπει να λάβουν γνώση της παρούσας διαδικασίας, κατόπιν δε σχετικού διαλείμματος εμφανίστηκε ο κ. Κυριακόπουλος, δικηγόρος του XXXXX Riza, διαχειριστή του ενός ιδιοκτήτη, ο οποίος δήλωσε ότι αποδέχεται να επιδοθούν σε αυτόν προσωπικά η προσφυγή, η αίτηση και το εκδοθέν διάταγμα και ζήτησε χρόνο για σκοπούς καταχώρησης ένστασης.  Τόσο η προσφυγή όσο και η παρούσα αίτηση ορίστηκαν για περαιτέρω οδηγίες την 04/03/19, με σκοπό να επιδοθούν και στον διαχειριστή της περιουσίας του έτερου συνιδιοκτήτη του επίδικου ακινήτου και η πλευρά του καθ' ου η Αίτηση και των ενδιαφερόμενων μερών να καταχωρήσουν ένσταση στην αίτηση, με την ισχύ του διατάγματος να παρατείνεται.  Κατά τη δικάσιμο της 04/03/2019 ζητήθηκε εκ μέρους του καθ’ ου η αίτηση ολιγοήμερη αναβολή ώστε να διαφανεί το αποτέλεσμα της καταχωρηθείσας, εντωμεταξύ, αίτησης εκ μέρους του καθ’ ου η αίτηση για την παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση του διατάγματος του παρόντος Δικαστηρίου, ημερομηνίας 18.02.2019.  Η ισχύς του διατάγματος παρατάθηκε εκ νέου και η αίτηση ορίσθηκε για περαιτέρω οδηγίες την 08/03/2019, ημερομηνία κατά την οποία, κατόπιν σχετικής επίδοσης από τους αιτητές, εμφανίσθηκε ο κ. XXXXX, δικηγόρος και διαχειριστής της περιουσίας του έτερου ιδιοκτήτη του επίδικου ακινήτου, XXXXX Ali Riza, άλλως XXXXX Ali Riza, άλλως XXXXX Altin.  Το Δικαστήριο ενημερώθηκε από τους ευπαιδεύτους δικηγόρους των διαδίκων ότι η αίτηση για την παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, απορρίφθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ως εκ τούτου δόθηκε χρόνος στον καθ’ ου η αίτηση και στα ενδιαφερόμενα μέρη να καταχωρήσουν ένσταση στην παρούσα αίτηση, η οποία ορίσθηκε για ακρόαση την 19.03.2019 κατά την οποία αγόρευσε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των αιτητών προς υποστήριξη της θέσης του ότι το εκδοθέν διάταγμα ημερομηνίας 18.02.2019, η ισχύς του οποίου είχε εκ νέου παραταθεί, θα πρέπει να καταστεί απόλυτο, απορρίπτοντας κατηγορηματικά την εισήγηση του Δικαστηρίου για σύντομη εκδίκαση της προσφυγής.   Η ακρόαση ολοκληρώθηκε την 21.03.2018 με την αγόρευση των ευπαιδεύτων δικηγόρων των υπολοίπων διαδίκων, οι οποίοι είχαν καταχωρήσει ενστάσεις στην αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος υποστηριζόμενες από σχετικές ένορκες δηλώσεις, πλην του κ. T. Kadri, ο οποίος δεν καταχώρησε ένσταση αλλά υιοθέτησε την καταχωρηθείσα από τον κ. Κυριακόπουλο ένσταση.  Η απόφαση του Δικαστηρίου επιφυλάχθηκε, με την ισχύ του διατάγματος να παρατείνεται μέχρι την έκδοση της απόφασης. 

 

Ο καθ’ ου η αίτηση με την ένστασή του ήγειρε ως βασικό λόγο ένστασης, τους οποίο ο ευπαίδευτος δικηγόρος του ανέλυσε κατά την ακρόαση, τη θέση ότι η καταχώρηση της παρούσας προσφυγής και της υπό εξέταση αίτησης εκ μέρους των αιτητών, προσβάλλει το διάταγμα το οποίο εξεδόθη από το Επαρχιακού Δικαστήριο Λάρνακας, συμφώνως του οποίου ο Υπουργός Εσωτερικών οφείλει να προβεί στην απομάκρυνση από την επίδικη ακίνητη ιδιοκτησία οποιονδήποτε κατασκευών υφίστανται σε αυτήν.  Τούτο δε, σύμφωνα με τον Δρα Ποιητή, αντίθετα προς την παραδεδεγμένη αρχή ότι καθένας ο οποίος γνωρίζει την ύπαρξη ενός διατάγματος οφείλει να προσπαθήσει να βοηθήσει στην εφαρμογή του και όχι στην αποφυγή του.  Εν πάση δε περιπτώσει, είναι η θέση του καθ’ ου η αίτηση ότι οι αιτητές δεν έχουν οποιοδήποτε έννομο συμφέρον στην παρούσα υπόθεση, δοθέντος ότι, όπως και οι ίδιοι παραδέχονται στην αίτησή τους, δεν έχουν οποιοδήποτε εμπράγματο δικαίωμα επί του επίδικου ακινήτου αλλά, αντιθέτως, είναι παράνομοι αφού οι αιτητές εξασφάλισαν μόνο πολεοδομική άδεια, όχι όμως άδεια οικοδομής και πιστοποιητικό τελικής έγκρισης και ως εκ τούτου το επίδικο υποστατικό είναι, ούτως ή άλλως, κατεδαφιστέο και οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται να αιτούνται δικαστικής προστασίας και να ισχυρίζονται την πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημίας, εφόσον οι ίδιοι είναι παράνομοι.  Για όλους τους ανωτέρω λόγους είναι η εισήγηση του ευπαιδεύτου δικηγόρου του καθ’ ου η αίτηση ότι ολόκληρη η προσφυγή είναι αβάσιμη και για το λόγο αυτό το εκδοθέν διάταγμα ημερομηνίας 18.02.2019 θα πρέπει να ακυρωθεί. 

 

Στα πλαίσια της δικής της ένστασης η ευπαίδευτη δικηγόρος του Ε/Μ Υπουργού Εσωτερικών, εγείρει εν πρώτοις ζήτημα ελλείψεως εννόμου συμφέροντος των αιτητών επί της επίδικης περιουσίας, δοθέντος ότι αυτοί δεν έχουν οποιοδήποτε έγγραφο μίσθωσης ή αγοράς με τους νόμιμους ιδιοκτήτες αυτής ούτε έχουν εξασφαλίσει άδεια οικοδομής για την ανέγερση οποιουδήποτε υποστατικού.  Επιπρόσθετα, η κα Φλωρέντζου εισηγείται ότι η αιτούμενη αναστολή ισοδυναμεί στην ουσία με αίτημα για αναστολή πράξης η οποία έχει ληφθεί προς εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, η δε έκδοση του προσωρινού διατάγματος οδηγεί σε αδυναμία συμμόρφωσης με τις εν λόγω δικαστικές αποφάσεις και περαιτέρω ότι η παρούσα αίτηση είναι αβάσιμη και καταχρηστική, στην ένορκη δήλωση του κ. Ματώλη δεν αποκαλύπτονται ουσιώδη γεγονότα, ουδεμία έκδηλη ή άλλη παρανομία υφίσταται εν προκειμένω τα δε θέματα που εγείρονται άπτονται άμεσα των επίδικων θεμάτων που θα εξετασθούν στην πορεία της δίκης, οι αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν οποιαδήποτε ζημία και/ή ανεπανόρθωτη ζημία από τη μη έκδοση του διατάγματος και, τέλος, ότι το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει την εφαρμογή δικαστικών αποφάσεων, την απόδοση της επίδικης περιουσίας στους νόμιμους ιδιοκτήτες και την εφαρμογή των προνοιών του Συντάγματος και των Νόμων της Κυπριακής Δημοκρατίας, βασικών αρχών της διατήρησης της έννομης τάξης και του κράτους δικαίου.  Κατά την ακρόαση η κα Φλωρέντζου ανέπτυξε εκτενώς τους ανωτέρω λόγους ένστασης, επισημαίνοντας δε ιδιαιτέρως το γεγονός ότι της πολεοδομικής άδειας που οι αιτητές είχαν εξασφαλίσει δεν ακολούθησε η έκδοση και σχετικής άδειας οικοδομής, με αποτέλεσμα το επίδικο υποστατικό να καθίσταται παράνομο και χωρίς καμία αξία και επέστησε την προσοχή του Δικαστηρίου στο Τεκμήριο 6 της Ένορκης Δήλωσης του κ. Ματώλη, ήτοι στην σχετική έκθεση εκτίμησης την οποία οι αιτητές έχουν επισυνάψει για να επιβεβαιώσουν την αξία των επίδικων υποστατικών και συγκεκριμένα στην επισήμανση στην εν λόγω έκθεση ότι οι αναφερόμενες σε αυτήν αξίες δίδονται με την υπόθεση ότι το κτίριο ανεγέρθηκε βάση όρων άδειας οικοδομής και ότι δεν θα υπάρξουν οποιαδήποτε προβλήματα στην εξασφάλιση τελικής έγκρισης, επισήμανση η οποία εισηγείται ότι διέλαθε της προσοχής του Δικαστηρίου κατά την έκδοση του διατάγματος ημερομηνίας 18.02.2019.

 

Το Ε/Μ XXXXX Riza ενίσταται στην παρούσα αίτηση και υποβάλλει ότι οι αιτητές, κατά την εκδίκαση της μονομερούς αίτησης, εν γνώσει τους και σκόπιμα δεν είπαν την αλήθεια και παραπλάνησαν το Δικαστήριο, δεν αποκάλυψαν πλήρως τα σχετικά γεγονότα και έγγραφα και δεν επέστησαν ειδικά την προσοχή του Δικαστηρίου σε ουσιώδη και αποφασιστικής σημασίας για την ορθή ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε σχέση με τις αιτούμενες θεραπείες γεγονότα.  Για το λόγο αυτό το Ε/Μ εισηγείται ότι οι αιτητές ενήργησαν με κακή πίστη και δεν προσήλθαν με καθαρά χέρια ενώπιον του Δικαστηρίου.  Πρόσθετα, είναι η θέση του Ε/Μ, την οποία ανέπτυξε εκτενώς ο ευπαίδευτος δικηγόρος του κατά την ακρόαση, ότι οι αιτητές δεν είχαν ποτέ κανένα νόμιμο δικαίωμα ή συμφέρον επί τις επίδικης ιδιοκτησίας και ως εκ τούτου δεν έχουν έννομο συμφέρον ούτε στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής ούτε στην επιδίωξη οποιασδήποτε ενδιάμεσης θεραπείας.  Ως ο κ. Κυριακόπουλος περαιτέρω εισηγείται, τόσο το επίδικα υποστατικά όσο και η λειτουργία οποιασδήποτε επιχείρησης σε αυτά είναι παράνομα, ουδεμία δε ανεπανόρθωτη βλάβη θα υποστούν οι αιτητές από την κατεδάφιση παράνομων υποστατικών και την παύση παράνομης διεξαγωγής επιχείρησης σε ακίνητη ιδιοκτησία που δεν τους ανήκει.  Ούτε στοιχειοθετείται εν προκειμένω οποιαδήποτε έκδηλη παρανομία, αντιθέτως τα γεγονότα της υπόθεσης αποκαλύπτουν ότι ο Υπουργός Εσωτερικών είχε την εξυπακουόμενη συναίνεση και συγκατάθεση του Ε/Μ XXXXX Riza να προβεί σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για πλήρη συμμόρφωση με την απόφαση και τα διατάγματα του Δικαστηρίου.  Περαιτέρω, είναι η θέση του Ε/Μ ότι με την παρούσα αίτηση επιδιώκεται η ανατροπή του υπέρ του Ε/Μ δεδικασμένου στην αγωγή 3741/11 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολιτική Αίτηση αρ. 37/16, ενέργεια για την οποία το παρόν Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία, η δε παρούσα αίτηση ισοδυναμεί με απόπειρα επέμβασης και παρεμπόδισης της διαδικασίας υπακοής και συμμόρφωσης σε τελεσίδικη δικαστική απόφαση, κατά παράβαση των συνταγματικών και με διεθνείς συμβάσεις κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του Ε/Μ για προστασία της περιουσίας του και του δικαιώματός του για δίκαιη δίκη.  Κατά την ακρόαση της αίτησης ο κ. Κυριακόπουλος, αναπτύσσοντας τους ανωτέρω λόγους ένστασης, επέσυρε ιδιαίτερα την προσοχή του Δικαστηρίου στο γεγονός ότι, όπως προκύπτει από το ίδιο το Τεκμήριο 5 της ένορκης δήλωσης Ματώλη, η εξασφαλισθείσα μέσω του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών πολεοδομική άδεια για ανέγερση των επίδικων υποστατικών, είχε ισχύ μέχρι την 08.02.2017 και ως εκ τούτου έχει λήξει, χωρίς οι αιτητές να έχουν προχωρήσει στις απαιτούμενες εκ της σχετικής νομοθεσίας ενέργειες για την ανανέωσή της.  Επαναλαμβάνοντας δε ότι οι αιτητές είχαν καθήκον όχι απλώς να παραθέσουν τη σχετική μαρτυρία σε μία ένορκη δήλωση, αλλά να τη θέσουν συγκεκριμένα υπόψη και να καθοδηγήσουν σχετικώς το Δικαστήριο, ο κ. Κυριακόπουλος επίσης παρέπεμψε εκτενώς στις αναφορές στο Τεκμήριο 6 της Ένορκης Δήλωσης του κ. Ματώλη, από το οποίο συνάγεται ότι δεν είχε εξασφαλισθεί άδεια οικοδομής για τα επίδικα υποστατικά, των οποίων η αξία καθίσταται, για το λόγο, αυτό μηδενική.

 

Κατά την ακρόαση της παρούσας αίτησης και στα πλαίσια της δικής του αγόρευσης η οποία είχε προηγηθεί, ο ευπαίδευτος δικηγόρος των αιτητών, απαντώντας στους εγειρόμενους με τις ενστάσεις του καθ’ ου η αίτηση και των Ε/Μ λόγους ένστασης,  εισηγήθηκε ότι, της εξέτασης του ζητήματος του εννόμου συμφέροντος, προέχει η απόφαση επί του ερωτήματος ποιο είναι το κατάλληλο στάδιο κατά το οποίο το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει ζήτημα έννομου συμφέροντος, εισηγούμενος ότι τούτο δεν μπορεί να ενταχθεί στα πλαίσια έκδοσης προσωρινού διατάγματος συμφώνως του Κανονισμού 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, εφόσον το προσωρινώς εκδιδόμενο διάταγμα δεν θα πρέπει, ως προνοεί ο Κανονισμός, να «διαγιγνώσκη την ουσίαν της υποθέσεως».  Παρά την αναγνώριση της εξουσίας του Δικαστηρίου να εξετάσει αυτεπάγγελτα ζήτημα έννομου συμφέροντος, εντούτοις είναι η θέση του κ. Χριστάκη ότι η εν λόγω εξουσία ασκείται στο πλαίσιο της δίκης, όταν θα έχουν καταχωρηθεί τα δικόγραφα ώστε το Δικαστήριο να έχει ενώπιόν του ασφαλές υπόβαθρο γεγονότων και αφού έχουν εξαντληθεί τυχόν διαδικασίες από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη για προσαγωγή μαρτυρίας επί του σημείου τούτου.  Τυχόν δε κρίση του Δικαστηρίου στο παρόν στάδιο ότι οι αιτητές στερούνται του αναγκαίου εννόμου συμφέροντος, θα είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη της προσφυγής και θα ισοδυναμούσε, σύμφωνα πάντα με την πλευρά των αιτητών, με κρίση επί της ουσίας της υπόθεσης, χωρίς να παρασχεθεί πρώτα ο χρόνος και η δυνατότητα στους αιτητές να επιχειρηματολογήσουν περαιτέρω επί των γεγονότων που αφορούν και συμπλέκονται με το έννομο συμφέρον τους. 

 

Περαιτέρω, ο ευπαίδευτος δικηγόρος των αιτητών εισηγήθηκε ότι στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής είναι αρκετό για τους αιτητές να πιθανολογήσουν και όχι να αποδείξουν έννομο συμφέρον.  Ως προς την αιτήτρια 2 είναι δε συγκεκριμένα η θέση του ότι το έννομο συμφέρον της πιθανολογείται από τη συμφωνία αγοραπωλησίας στην οποία αυτή έχει προβεί.  Επισημαίνοντας τη γενική αρχή του διοικητικού δικαίου και την πάγια θέση της νομολογίας ότι η ύπαρξη έννομου συμφέροντος τεκμαίρεται αν η προσφυγή ασκείται από το άτομο που αφορά η προσβαλλόμενη πράξη, είναι, τέλος, η θέση του κ. Χριστάκη ότι η προσβαλλόμενη πράξη αφορά τους αιτητές.

 

Έχω μελετήσει με προσοχή τις εμπεριστατωμένες θέσεις των ευπαιδεύτων δικηγόρων των διαδίκων προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων και με βάση όλα τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιόν μου, καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Είναι κοινώς αποδεκτό μεταξύ των διαδίκων ότι η προσφερόμενη στο αναθεωρητικό Δικαστήριο δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων μέχρι την αποπεράτωση μιας προσφυγής, εδράζεται στον Κανονισμό 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 και, σύμφωνα με την πλούσια επί του θέματος νομολογία, η εν λόγω δικαιοδοσία πρέπει να ασκείται με φειδώ και μόνο όταν στοιχειοθετηθεί είτε έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είτε το ενδεχόμενο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος (βλ. ενδεικτικά Eπιτροπή Κεφαλαιαγοράς ν. Marfin Popular Bank (2007) 3 A.A.Δ. 32). Η διαπίστωση έκδηλης παρανομίας, η οποία δικαιολογεί την έκδοση προσωρινού διατάγματος, έχει την έννοια ότι η παρανομία είναι αυταπόδεικτη και οφθαλμοφανής και καταδεικνύεται χωρίς να απαιτείται να διερευνηθούν οποιαδήποτε αντιφατικά γεγονότα και ισχυρισμοί.  Αν δεν αναδύεται αυτόματα, πρέπει να προκύπτει ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης (Frangos a.ο. v. The Minister of Interior a.ο. (1982) 3 C.L.R. 53, Moyo a.ο. v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203, Κροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1857, Τούμπας κ.ά. ν Δημοκρατίας κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 387).  Ο δε ισχυρισμός για ανεπανόρθωτη ζημία πρέπει να δικογραφείται δεόντως, ώστε να προσδιορίζεται με σαφήνεια και να τεκμηριώνεται επαρκώς.  Απλοί ισχυρισμοί για ανεπανόρθωτη ζημία ή αναφορά σε γενικό ή θεωρητικό επίπεδο δεν αρκούν (Κοινοπραξία Poseidon Grand Marina of Paphos κ.ά. ν. Cybarco Plc κ.ά. (2009) 3 Α.Α.Δ. 513).  Το δε βάρος τόσο της επίκλησης όσο και της απόδειξης ανεπανόρθωτης ζημιάς, το φέρει ο αιτητής (Μαρκουλλίδου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3413).

 

Σύμφωνα με την ελληνική θεωρία και νομολογία, η οποία ακολουθείται παγίως και στην ημεδαπή έννομη τάξη, η κατεδάφιση ακινήτου ή μέρος αυτού, η οποία διατάσσεται με διοικητική πράξη, προκαλεί, λόγω ακριβώς της φύσεως του εν λόγω μέτρου, βλάβη, η επανόρθωση της οποίας θα είναι δυσχερής εάν τελικώς ευδοκιμήσει η εκκρεμής αίτηση ακυρώσεως (Βλ. ενδεικτικά «Η προσωρινή Δικαστική Προστασία στη Διοικητική Δίκη», Β. Α. Γκέρτσος και Π. Η. Τσόγκας[1] και Μαρκουλλίδου, ανωτέρω).

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω και στη βάση των όσων οι αιτητές αποκάλυψαν με την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει τη αίτησή τους, το παρόν Δικαστήριο, εξετάζοντας την αίτηση μονομερώς εξέδωσε προσωρινώς το διάταγμα αναστολής ημερομηνίας 18.02.2019, χωρίς να εξετάσει στο στάδιο εκείνο το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος των αιτητών να αμφισβητήσουν με προσφυγή την προσβαλλόμενη απόφαση και να επιδιώξουν στα πλαίσια αυτής την παρούσα ενδιάμεση θεραπεία.  Με κάθε σεβασμό, όμως, προς την εκφρασθείσα αντίθετη θέση του ευπαιδεύτου δικηγόρου των αιτητών, καταλήγω ότι το ερώτημα κατά πόσον η ισχύς του ήδη εκδοθέντος διατάγματος θα πρέπει να παραταθεί ή το διάταγμα να ακυρωθεί, δεν θα πρέπει να απαντηθεί χωρίς προηγουμένως το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι οι αιτητές έχουν έννομο συμφέρον να αιτούνται της επίδικης θεραπείας.  Τούτο δε λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο το γεγονός ότι η έλλειψη εννόμου συμφέροντος των αιτητών αποτελεί τον βασικό λόγο ένστασης του καθ’ ου η αίτηση και των ενδιαφερομένων μερών, αλλά, κυρίως, λόγω ακριβώς της εξουσίας που παρέχεται στο Δικαστήριο δυνάμει του Κανονισμού 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, να εκδίδει προσωρινό διάταγμα το οποίο δεν θα διαγιγνώσκει μεν την ουσία της υπόθεσης, ως ορθώς ο κ. Χριστάκης επισημαίνει, πλην όμως εφόσον αυτό εκδίδεται «εις περιπτώσεις διαδικασίας συμφώνως προς το Άρθρον 146» του Συντάγματος.[2]

 

Είναι, βεβαίως, ορθή η θέση των αιτητών ότι σύμφωνα με την εκτενή νομολογία στην οποία έχουν παραπέμψει, η έκφραση κρίσης επί προδικαστικών θεμάτων στα πλαίσια εξέτασης αίτησης διατάγματος αναστολής αποφεύγεται, ιδιαίτερα όταν τούτο δεν καθίσταται αναγκαίο για την κατάληξη του Δικαστηρίου επί της αιτήσεως.  Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη ότι η έκδοση ενός διατάγματος αναστολής συνιστά εκτροπή από τον κανόνα της άμεσης εκτέλεσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, έχω την άποψη ότι παρέχεται η ευχέρεια στο Δικαστήριο να εξετάσει σε αυτό το στάδιο το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος, έστω και αν η κατάληξη του Δικαστηρίου δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη της προσφυγής.  Προς τούτο θεωρώ ότι συνηγορεί και το γεγονός ότι στα πλαίσια της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας και της εξέτασης αίτησης για χορήγηση προσωρινού διατάγματος, είναι δυνατή η έκδοση απόφασης η οποία αναπόφευκτα θα έχει ως αποτέλεσμα την κατάληξη και επί της ουσίας της προσφυγής. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που ήθελε διαγνωστεί από το Δικαστήριο η ύπαρξη έκδηλης παρανομίας, κατάληξη στην οποία οι αιτητές καλούν εν προκειμένω το Δικαστήριο να προβεί, σφραγίζεται και η τύχη της προσφυγής με την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης στο παρόν στάδιο (Hellenic Petroleum Cyprus Ltd  v. Δημοκρατίας κ.ά (2007) 3 ΑΑΔ 602).  Η ανασκόπηση της νομολογίας αποκαλύπτει, πράγματι, ότι δεν ενδείκνυται, εκτός εξαιρετικών, αυταπόδεικτων και οφθαλμοφανών περιπτώσεων, το Δικαστήριο να προβαίνει στο στάδιο έκδοσης προσωρινού διατάγματος σε εκτίμηση ως προς την εγκυρότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.  Τούτο, όμως, έχω την άποψη ότι αφορά την άσκηση του αναθεωρητικού ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης προς το σκοπό έκφρασης κρίσης κατά πόσον το τεκμήριο της νομιμότητας με το οποίο αυτή περιβάλλεται θα πρέπει να ανατραπεί, κρίση η οποία κατά κανόνα θα πρέπει να εκφέρεται όταν το Δικαστήριο έχει ενώπιόν του όλο το σχετικό υπόβαθρο γεγονότων, χωρίς αυτό να παρεμποδίζει θεωρώ το Δικαστήριο να εξετάσει, ακόμα και αυτεπαγγέλτως, την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών προϋποθέσεων για την ανάληψη δικαιοδοσίας προς εκδίκαση της προσφυγής όταν τούτου κρίνεται πρόσφορο με βάση το ενώπιον του Δικαστηρίου υλικό.   

 

Όπως επισημαίνεται στην Gamage ν Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 463:

«Οι αρχές που καθορίζουν την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος στο Διοικητικό Δίκαιο έχουν καθοριστεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Απώτερος σκοπός της έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος, που βασίζεται στον Κανονισμό 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, είναι η διατήρηση της κατάστασης που υπήρχε πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης και αναστολή της απόφασης μέχρι νεώτερης απόφασης του Δικαστηρίου. Το προσωρινό αυτό μέτρο συνιστά μια δραστική θεραπεία και πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ (βλ. Clerides and Others v. The Republic (No.1) (1966) 3 C.L.R. 701). Και τούτο γιατί το Ανώτατο Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας να ελέγχει διοικητικές αποφάσεις, δεν ενδείκνυται να παρεμβαίνει σε αυτές προτού ολοκληρωθεί η έρευνα του για την εγκυρότητα της προσβαλλόμενης πράξης. Πρέπει να σημειωθεί ότι το προσωρινό διάταγμα στο Διοικητικό Δίκαιο δεν σχετίζεται με το συντηρητικό διάταγμα που εκδίδεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 (βλ. Moyo and Another v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 976).».

 

Στην Joannou & Paraskevaides Ltd ν Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 341, το Ανώτατο Δικαστήριο, επισημαίνοντας ότι το ίδιον ενεστώς, προσωπικό και άμεσο έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος αποτελεί ρητή προϋπόθεση του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος, έκρινε σχετικώς τα ακόλουθα:

«Οι εφεσείοντες παραπονούνται ακόμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα εξέτασε το θέμα προδικαστικά στο στάδιο εξέτασης της αίτησής τους προς επιθεώρηση και λήψη αντιγράφων ορισμένων εγγράφων. Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος τίθεται από το Σύνταγμα ως προϋπόθεση για άσκηση αίτησης ακυρώσεως. Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, είναι θέμα δημόσιας τάξης και εξετάζεται ακόμα και αυτεπαγγέλτως, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Στους εφεσείοντες δόθηκε, εν πάση περιπτώσει, η ευκαιρία να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους.».

 

Εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι το προδήλως απαράδεκτο ή αβάσιμο της αιτήσεως ακυρώσεως συνιστά, σύμφωνα με την ελληνική θεωρία και νομολογία, λόγο για απόρριψη μίας αίτησης αναστολής, θέση την οποία φαίνεται να αποδέχεται και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Συγκεκριμένα, στην απόφαση Sofocleous v Republic (1971) 3 C.L.R. 345, 351, το Δικαστήριο επισημαίνει τα ακόλουθα:

«In my opinion it is correct to say that the merits of a recourse for annulment of an administrative act are factors to be taken into consideration in deciding whether or not a provisional order for a stay will be granted. The flagrant illegality of an administrative act is a ground for granting a provisional order even if no irreparable damage has been proved and even when serious obstacles will be caused to the administration. This, it appears, is also a view propounded in Greece, as can be seen from the following passage in the textbook, by Professor Tsatsos 'The Recourse for Annulment before the Council of State', 2nd Ed. page 284:-

«Ταύτα πάντα όλως ασχέτως προς το βάσιμον ή μη της αιτήσεως ακυρώσεως, η οποία επιβάλλεται μεν να έχη προηγηθή της αιτήσεως αναστολής, αλλ' αποτελεί τυπικήν μόνον προϋπόθεσιν αυτής. Εν η περιπτώσει όμως η αίτησις ακυρώσεως είναι προδήλως απαράδεκτος ή βάσιμος[3] συγχωρείται η περί τούτου γνώμη της Επιτροπής να επηρεάση την περί του κατ' ουσίαν απαραδέκτου της αιτήσεως αναστολής κρίσιν αυτής, και αν ακόμη η ζημία του αιτησαμένου την ακύρωσιν είναι ανεπανόρθωτος, ως και αντιστρόφως εάν είναι προδήλως παραδεκτή και βάσιμος η περί ακυρώσεως αίτησις αυτού, είναι δηλαδή προδήλως άκυρος η προσβαλλομένη πράξις, συγχωρείται να διαταχθή η αναστολή και αν ακόμη εκ της αναστολής επέρχεται πρόσκομμα εις την λειτουργίαν της διοικήσεως ή τα εκ της εκτελέσεως της πράξεως αποτελέσματα δεν είναι ικανά να προξενήσωσιν ανεπανόρθωτον ζημίαν. Τούτο προκύπτει εκ του νόμου, διότι ναι μεν, εφ' όσον ουδέν ορίζεται σχετικώς, η Επιτροπή δέον να λάβη λόγους υπ' όψιν αμέσως και, ούτως ειπείν αποκλειστικώς προς το αίτημα της αναστολής συνδεομένους, αλλ' εφ' όσον είναι πρόδηλον το απαράδεκτον ή το αβάσιμον ή το παραδεκτόν και βάσιμον της αιτήσεως, ε.π. εξ' αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας επί ομοίας υποθέσεως, συγχωρείται, ίνα μη επέρχωνται ασκόπως ανωμαλίαι εις την λειτουργίαν της διοικήσεως, να λαμβάνωνται και τα στοιχεία ταύτα υπ' όψιν. Η αντίθετος εκδοχή ήθελεν αγάγει την ερμηνείαν του νόμου εις αποτελέσματα προδήλως αντίθετα του κυρίου σκοπού, όν επιδιώκει.»

The same view is favoured by Ph. Vegleri, in "The Compliance of the Administration to the Decisions of the Council of State", 1934, where at pages 112 to 114, he deals with the question of provisional orders for the stay of administrative acts and in particular at page 114 he says:-

«Όλαι αι αποφάσεις αύται αναγνωρίζουν εις τας περί αναστολής διατάξεις του νόμου χαρακτήρα εξαιρέσεως εις τον κανόνα της αμέσου εκτελεστότητος των διοικητικών πράξεων, εκ του χαρακτήρος δε τούτου αρύονται τα αυστηρά πλαίσια του κριτηρίου, επί τη βάσει του οποίου αποφαίνονται επί των περί αναστολής αιτήσεων. Γενικώς δε η νομολογία αύτη αποφεύγει να ερευνήση το ζήτημα της βασιμότητος της προσφυγής, ωσεί αποφεύγουσα να προδικάση οπωσδήποτε την επικειμένην απόφασιν της Ολομελείας. Μόνον εις τας περιπτώσεις, όπου η εκκρεμούσα προσφυγή φαίνεται καταδήλως αβάσιμος, σταθμίζεται το στοιχείον τούτο, το ξένον προς το κριτήριον της ανεπανορθώτου αποκαταστάσεως (42/1933).»

And at page 115 the same Author concludes:-

«Εν τη παρούση περιπτώσει, είναι αναμφίβολον ότι το βάσιμον ή μη της προσφυγής οφείλει και τούτο να σταθμίσθή, επ' ευκαιρία της περί την αναστολήν συζητήσεως, εν τελευταίω ούτως ειπείν βαθμώ της κρίσεως της επιτροπής. Η συνδρομή όλων των προϋποθέσεων της αναστολής - βλάβη ανεπανόρθωτος, ουχί ματαίωσις σπουδαίων σκοπών της διοικητικής λειτουργίας - δεν θα ήρκει προ καταδήλως ανυποστάτου προσφυγής. Ήδε δε, ως και ανωτέρω ελέχθη, η νομολογία εστάθμισε και τον παράγοντα τούτον προ ( εν τη 19/1933) και, εν τινι μέτρω μετά (εν τη 42/1933) την υπ' αρ. 21/1933 απόφασιν αυτής. Θάττον δε η βράδιον θα θυσιάση ακόμη σαφέστερον εις τον παράγοντα τούτον).»

 

Η εν λόγω αρχή περιλαμβάνεται πλέον ρητώς στο Προεδρικό Διάταγμα 18/89: Κωδικοποίηση των Διατάξεων Νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας[4], συμφώνως του οποίου: «….η αίτηση αναστολής μπορεί να απορριφθεί ακόμη και σε περίπτωση ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης, αν η Επιτροπή εκτιμά ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη».  Eπεξηγείται δε ως ακολούθως στο σύγγραμμα «Συμβούλιο της Επικρατείας, Εφαρμογές Διοικητικού Ουσιαστικού και Δικονομικού Δικαίου»[5]:

«Προδήλως απαράδεκτο ή αβάσιμο της αιτήσεως ακυρώσεως.  Το προδήλως απαράδεκτο της αιτήσεως ακυρώσεως αποτελεί λόγο απόρριψης της αιτήσεως αναστολής, ανεξαρτήτως της συνδρομής βλάβης ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης στο πρόσωπο του αιτούντος.  Τούτο πρακτικώς σημαίνει ότι, αν η Επιτροπή Αναστολών διαγνώσει ότι η ασκηθείσα αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, απορρίπτει την αίτηση αναστολής, χωρίς να προχωρήσει στην εξέταση της επικαλούμενης από τον αιτούντα βλάβης.

Περιπτωσιολογία.  Οι συνήθεις λόγοι για τους οποίους απορρίπτεται αίτηση αναστολής λόγω προδήλως απαραδέκτου της αιτήσεως ακυρώσεως είναι οι εξής: λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας επειδή η διαφορά ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια[…], λόγω μη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης πράξης[…], λόγω στερήσεως εννόμου συμφέροντος [βλ. ΕΑ 1177, 312, 82/2010, 1388/2009, 563/2008 κ.ά.], λόγω εκπροθέσμου[…], κ.ο.κ.  Εάν όμως δεν είναι πρόδηλο το απαράδεκτο της αιτήσεως ακυρώσεως, η Επιτροπή Αναστολών προχωρεί κανονικά στην εξέταση των λόγω αναστολής [βλ. ΕΑ 119/2010, 1410/2009. Ολ 129/2008 κ.ά.].

Σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με το παραδεκτό της αιτήσεως ακυρώσεως.  Στην περίπτωση όμως, που υφίστανται σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με το παραδεκτό της αιτήσεως ακυρώσεως, δεν εξετάζονται οι λόγοι αναστολής που αφορούν την πρόδηλη βασιμότητα της αιτήσεως ακυρώσεως [ΕΑ Ολ 949/2010, 255, 251/2010, 1217/2009, Ολ 1331/2008 κ.ά.], αλλά μόνο οι λόγοι σχετικά με την επέλευση ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης.

Προδήλως αβάσιμο. Σπανιότερη είναι η περίπτωση που απορρίπτεται αίτηση αναστολής λόγω προδήλως αβάσιμου της αιτήσεως ακυρώσεως[…]».

 

Εκ των ανωτέρω αναφερομένων αποφάσεων, σχετική με τα εδώ επίδικα θέματα είναι η απόφαση αρ. 255/2010 της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην οποία κρίθηκαν τα ακόλουθα:

«2. Επειδή με την αίτηση αυτή ζητείται να ανασταλεί η εκτέλεση της 12210/29.2.2008 απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, και ήδη Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, «Έγκριση πολεοδομικής μελέτης έκτασης του Π. Οικοδομικού Συνεταιρισμού Υπαλλήλων Υπουργείου Γεωργίας «Η ΕΣΤΙΑ» Συν.Π.Ε. στη θέση Α. του Δ. Λ. του Δήμου Α. (Ν. Ευβοίας) και επικύρωση καθορισμού οριογραμμών ρέματος» (ΦΕΚ 110/24.3.2008 τ. Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων και Πολεοδομικών Θεμάτων). Κατά της ανωτέρω προσβαλλόμενης πράξης οι αιτούντες έχουν ασκήσει την από 21.5.2008 αίτηση ακύρωσης, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε, μετά από αναβολή, η 26η 5.2010.

3. Επειδή, την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης ζητούν αφενός μεν οι Σ. Φ. και Ε. Δ. –Τ., μέλη του Π. Οικοδομικού Συνεταιρισμού Υπαλλήλων Υπουργείου Γεωργίας «Η ΕΣΤΙΑ» Συν.Π.Ε., με το από 19.12.2008 υπόμνημά τους και αφετέρου ο ως άνω Π. Οικοδομικός Συνεταιρισμός Υπαλλήλων Υπουργείου Γεωργίας «Η ΕΣΤΙΑ» Συν.Π.Ε. ο οποίος έχει ασκήσει την από 14.10.2009 παρέμβαση υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης, με τα από 7.1.2009 και 26.1.2010 υπομνήματά του.

4. Επειδή, ο αιτών Δήμος με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς ασκεί την κρινομένη αίτηση, εφόσον με την προσβαλλόμενη πράξη επιχειρείται πολεοδόμηση έκτασης που ανήκει, όπως προκύπτει και δεν αμφισβητείται, στην εδαφική του περιφέρεια. […] Το έννομο συμφέρον των λοιπών έξι αιτούντων (του Εκπολιτιστικού Συλλόγου Παραλίας Λ. «ΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ», καθώς και πέντε φυσικών προσώπων, που  διεκδικούν δικαίωμα κυριότητας στην επίδικη έκταση) αμφισβητείται με τα ως άνω υπομνήματα των εχόντων δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβαση φυσικών προσώπων και του παρεμβαίνοντος οικοδομικού συνεταιρισμού, κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, της 1117/2008 απόφασης του Γ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία, κατ’ αυτούς, επιλύθηκε αμετακλήτως το ζήτημα της κυριότητας υπέρ του Π. Οικοδομικού Συνεταιρισμού Υπαλλήλων Υπουργείου Γεωργίας «Η ΕΣΤΙΑ» Συν.Π.Ε.

5. Επειδή, στην παράγραφο 7 του άρθρου 52 του Π.Δ. 18/1989 (ΦΕΚ 8 Α΄), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 35 του Ν. 2721/1999 (ΦΕΚ 112 Α΄), ορίζεται ότι, εάν η Επιτροπή Αναστολών «εκτιμά ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως βάσιμη, μπορεί να δεχθεί την αίτηση αναστολής, ακόμη και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης δεν κρίνεται ως ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη…». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η αποδοχή αίτησης αναστολής εκτέλεσης, λόγω πρόδηλης βασιμότητας της ασκηθείσας από τον αιτούντα αίτησης ακύρωσης, προϋποθέτει, πάντως, την έλλειψη αμφιβολιών, ως προς το παραδεκτό της τελευταίας αυτής αίτησης ακύρωσης (Ε.Α. 391/2004 κ.α.). Επομένως, ως προς τους λοιπούς, πλην του Δήμου Α., αιτούντες, η αίτηση αναστολής είναι απορριπτέα, λόγω αμφιβολιών ως προς το παραδεκτό (έννομο συμφέρον) της αίτησης ακύρωσης, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω, εφόσον δεν προσκόμισαν στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται το έννομο συμφέρον τους, ήτοι το καταστατικό του αιτούντος συλλόγου και στοιχεία αποδεικνύοντα τον ειδικότερο δεσμό των λοιπών αιτούντων με την προσβαλλόμενη πράξη, ενόψει της απόρριψης με την 1147/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου της αναιρέσεώς τους κατά της 37/2004 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών (πρβλ. ΕΑ 365/2009, 72/2008, 512/2006, 391/2004 κ.α.).».

 

Τούτων λεχθέντων θεωρώ ότι έχω ενώπιόν μου ασφαλές υπόβαθρο γεγονότων ώστε να εξετάσω στο παρόν στάδιο το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος των αιτητών, επισημαίνοντας ότι αυτοί, οι οποίοι έχουν και το σχετικό βάρος απόδειξης, είχαν την ευκαιρία να θέσουν υπόψη του Δικαστηρίου οιανδήποτε μαρτυρία θεωρούσαν πρόσφορη με την προσκόμιση σχετικών ενόρκων δηλώσεων προς υποστήριξη της αίτησής τους ή, έστω, να αιτηθούν σχετικής άδειας για προσκόμιση συμπληρωματικής μαρτυρίας δοθέντος ότι η έλλειψη εννόμου συμφέροντος αποτέλεσε τον βασικό λόγο ένστασης του καθ’ ου η αίτηση και των Ε/Μ.  Εν πάση δε περιπτώσει στην πλευρά των αιτητών δόθηκε το δικαίωμα να αγορεύσει επί του εν λόγω ζητήματος και δεν έχει υποδειχθεί εκ μέρους τους ποια άλλα συγκεκριμένα γεγονότα θα επιδιώξουν σε κατοπινό στάδιο να θέσουν υπόψη του Δικαστηρίου ώστε να κριθεί το παραδεκτό της παρούσας προσφυγής.  Εξάλλου, τόσο το ζήτημα της ύπαρξης έκδηλης παρανομίας στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω μη προηγούμενης ακρόασης των αιτητών όσο και το ενδεχόμενο πρόκλησης σε αυτούς ανεπανόρθωτης βλάβης σε περίπτωση μη έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος, συμπλέκονται άμεσα με το ερώτημα κατά πόσον το συμφέρον εκ του οποίου αντλούν τις θέσεις  και τα επιχειρήματά τους οι αιτητές είναι έννομο, ως η έννοια συγκεκριμενοποιείται στη σχετική θεωρία και νομολογία.

Στην εισαγωγή του συγγράμματος «Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως»[6] η Γλυκερία Π. Σιούτη επισημαίνει ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί τη βασική υποκειμενική προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακυρώσεως, με τη δικονομική του λειτουργία να συνίσταται στο άνοιγμα των θυρών της ακυρωτικής δίκης.  Όπως δε ακολούθως επεξηγεί αναλύοντας την έννοια του εννόμου συμφέροντος, αυτό ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακυρώσεως «εστιάζεται στο ζήτημα του κατά πόσον ο συγκεκριμένος αιτών δικαιούται να τύχει δικαστικής προστασίας στο πλαίσιο του συγκεκριμένου ένδικου βοηθήματος».  Έννομο είναι το συμφέρον «όταν δεν αντίκειται στο δίκαιο ή όταν αναγνωρίζεται από το δίκαιο», η δε αντίθεση του συμφέροντος προς το δίκαιο υπάρχει «Πρώτον, όταν το προβαλλόμενο συμφέρον αποδοκιμάζεται γενικώς από το δίκαιο και ιδίως το ποινικό […] Δεύτερον, όταν το ένδικο βοήθημα ασκείται καταχρηστικώς […] Τρίτον, όταν το συμφέρον στερείται νομίμου ερείσματος.  Έλλειψη νόμιμου ερείσματος για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος συντρέχει όταν ο αιτών ασκεί αυθαιρέτως ορισμένη δραστηριότητα, χωρίς να έχει δηλ. τη διοικητική άδεια, που προβλέπεται από τη νομοθεσία.  Στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να του αναγνωρισθεί έννομο συμφέρον για την ακύρωση της πράξης, που τον θίγει κατά την άσκηση αυτής της δραστηριότητας». [7]

 

Όπως περιεκτικά επισημαίνει ο Απόστολος Γέροντας στο σύγγραμμα «Επιτομή Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου»[8] αναλύοντας την έννοια του εννόμου συμφέροντος ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως, «[…] το απλό συμφέρον αναβαθμίζεται σε έννομο όταν αναγνωρίζεται και προστατεύεται από το δίκαιο».

 

Στο σύγγραμμα «Το Έννομο Συμφέρον στη Δίκη Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας»[9] ο Δημήτριος Θ. Πυργάκης αναλύει τα στοιχεία του εννόμου συμφέροντος ως ακολούθως:

«Το συμφέρον ως προϋπόθεση της παραδεκτής άσκησης της αιτήσεως ακυρώσεως πρέπει να συγκεντρώνει συγκεκριμένες ιδιότητες, ειδικότερα πρέπει να είναι καθ’ εαυτό έννομο, προσωπικό, άμεσο και ενεστώς [Βλ. και ΣτΕ 170/1931].

6.1. Συμφέρον καθ’ εαυτό έννομο

Το συμφέρον είναι έννομο, όταν: α) δεν αντίκειται στο δίκαιο, β) αναγνωρίζεται από το δίκαιο και γ) αποσκοπεί στη διατήρηση των ισχυουσών ρυθμίσεων, οι οποίες διασφαλίζουν μια ευνοϊκή για τον αιτούντα κατάσταση.  Οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να συντρέχουν αθροιστικώς.  Όπως προκύπτει από τη νομολογία, ο αιτών θεμελιώνει έννομο συμφέρον προς άσκηση αίτησης ακύρωσης, όταν, καταρχήν η ωφέλεια που προσδοκά από την ακύρωση της πράξης είναι δυνατόν να αξιολογηθεί ως έννομη καθ’ εαυτή.  Σε κάθε περίπτωση ο διοικούμενος, με την ακύρωση της πράξης και την άρση της παρανομίας της διοίκησης, πρέπει να προβαίνει στην απόλαυση νομίμου δικαιώματός του.  Για την αναγνώριση του συμφέροντος ως έννομου, δεν εξετάζεται το μέγεθος του συμφέροντος, δηλαδή αν το αντικείμενό του είναι ευτελές ή αποβλέπει στην ικανοποίηση εξεζητημένων και ιδιόρρυθμων επιδιώξεων.  Δεν παίζουν ρόλο τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως του αιτούντος.  Με άλλα λόγια, δεν παίζουν ρόλο τα κίνητρα του αιτούντος, αν αυτά είναι εγωιστικά ή εκδικητικά. […]

6.1.1.6. Δεν θεμελιώνεται έννομο συμφέρον, όταν το αίτημα του αιτούντος στερείται νόμιμου ερείσματος ή όταν ο αιτών αυθαιρέτως ασκεί την δραστηριότητά ή επάγγελμά του.

Επίσης, δεν θεμελιώνεται έννομο συμφέρον, όταν ο αιτών στερείται νόμιμου ερείσματος που δικαιολογεί το αίτημά του, π.χ. όταν στερείται την απαιτούμενη διοικητική άδεια για την άσκηση κάποιας δραστηριότητας ή ενός επαγγέλματος και ασκεί αίτηση ακυρώσεως κατά πράξης που τον θίγει κατά την άσκηση της δραστηριότητας ή του επαγγέλματος του.  Με άλλα λόγια, το συμφέρον δεν καθίσταται έννομο, αν ο αιτών αυθαιρέτως ασκεί την δραστηριότητα ή επάγγελμά του [πρβλ. ΣτΕ 628/1968]

[…]

Επίσης, με την ΣτΕ 3374/206 κρίθηκε ότι οι αιτούντες επεξέτειναν μη νομίμως τις λατομικές εργασίες στην επίδικη έκταση, η οποία κρίθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη αναδασωτέα.  Το γεγονός αυτό δεν μπορεί εν πάση περιπτώσει να θεμελιώσει έννομο συμφέρον αυτών, λαμβανομένου άλλωστε υπόψη ότι τα δάση τυγχάνουν προστασίας εκ του Συντάγματος».

 

Τα ανωτέρω ακολουθούνται παγίως και από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στην Κωνσταντίνου κ.ά ν Δήμου Πάφου (1998) 3 Α.Α.Δ. 707, το Δικαστήριο, εξετάζοντας το ερώτημα κατά πόσον η διαπιστωθείσα μη συμμόρφωση με τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας για την υποβολή αίτησης για έκδοση άδειας οικοδομής, είναι ικανή να στερήσει τους αιτητές του εννόμου συμφέροντος που απαιτείται από το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος για την άσκηση προσφυγής, επισημαίνοντας εν πρώτοις ότι το θέμα της ύπαρξης ή μη εννόμου συμφέροντος αποτελεί ζήτημα δημοσίου συμφέροντος και ως εκ τούτου μπορεί να εγερθεί ακόμη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, κατέληξε στα ακόλουθα:

«Έχει νομολογηθεί ότι η στοιχειοθέτηση του συμφέροντος, το οποίο νομιμοποιεί τον αιτητή να προσφύγει στο δικαστήριο, βαρύνει τον προσφεύγοντα, όπως εξυπακούει το Άρθρο 146.2  και αναγνωρίζει η νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων, Rallis Makrides v. Republic (Minister of Finance) (1967) 3 C.L.R. 147, Δήμος Έγκωμης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 A.A.Δ. 346). Το συμφέρον το οποίο απαιτείται από το άρθρο 146.2 του Συντάγματος για τη νομιμοποίηση προσώπου να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο πρέπει να έχει νομικό έρεισμα, δηλαδή πρέπει να εκπορεύεται από τα νομικά δικαιώματα του προσφεύγοντος (Βλ. K. and M. (Transport) Ltd κ.ά. ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1995) 3 Α.Α.Δ. 225 (απόφαση Πική, Π.) και Γεωργίου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 81).

Όπως παρατηρεί ο Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος στο "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου", 5η έκδοση, 1991, σελ. 433:

"Το έννομο συμφέρον αφορά κάθε νομική ή πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο, από την οποία ο αιτών, βάσει ενός ειδικού δεσμού αντλεί ωφέλεια η οποία θίγεται αμέσως ή εμμέσως από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη δηλαδή μεταβλήθηκε ή δεν ρυθμίστηκε, με συνέπεια την πρόκληση υλικής ή ηθικής βλάβης σ' αυτόν."

Ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμα του "Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο", 2α έκδοση, 1994, θέτει το θέμα ως εξής στις παραγ. 537 και 538:

"537. Έννομο είναι το συμφέρον που όχι μόνο δεν αντίκειται στο δίκαιο, αλλά και αναγνωρίζεται από αυτό ως άξιο έννομης προστασίας. το συμφέρον δηλαδή που δεν είναι μια απλή προσδοκία οικονομικών ωφελημάτων, ένα απλό ενδιαφέρον για πολιτικά, κοινωνικά ή θρησκευτικά θέματα. Έννομο συμφέρον είναι βέβαια πάντοτε το δικαίωμα που παρέχει ο Νόμος.

538. Άξιο προστασίας είναι, επίσης, το συμφέρον προς τήρηση των άκρων ορίων κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως, όταν προσβάλλεται από αυτούς που ανήκουν σε ορισμένο κύκλο προσώπων, επί των οποίων ασκεί μειονεκτική ή πλεονεκτική επίδραση μια ορισμένη επιλογή της διοικήσεως. Πρόκειται για τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε ένα διαγωνισμό ή μια δημοπρασία, είναι υποψήφιοι για μια θέση ή είναι εμπορικά ανταγωνιζόμενοι κ.ο.κ., υπό την προϋπόθεση πάντως ότι πληρούν τις τυπικές προϋποθέσεις (προσόντα κλπ) για την συμμετοχή τους στον διαγωνισμό, την δημοπρασία κοκ .... Έννομο είναι, τέλος, το συμφέρον που έχει ανάγκη έννομης προστασίας."

Η ιδία προσέγγιση υιοθετείται και στο "Διοικητικόν Δίκαιον - Διοικητική Δικαιοσύνη" ,Τόμος Γ, του Μιχαήλ Α. Δενδία, σελ. 276. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συγγραφέα το επικαλούμενο συμφέρον πρέπει να είναι έννομο "ήτοι πρέπει να αναγνωρίζεται τούτο υπό του Νόμου". Εφ' όσο το συμφέρον δεν αναγνωρίζεται από το δίκαιο "ως νομίμως υπάρχον" δεν θεωρείται έννομον (Βλ. και "Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών" του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, σελ. 198).

Όπως υποδεικνύεται πιο πάνω, το συμφέρον που απαιτείται πρέπει να έχει νομικό έρεισμα. Με άλλα λόγια πρέπει να πηγάζει από το Νόμο. Στις κρινόμενες περιπτώσεις ο Νόμος θέτει ορισμένες προϋποθέσεις. Αυτές είναι εκείνες που προδιαγράφονται από τους Καν. 5(1) (α) και (γ) και 6. Μόνο με την τήρηση τους μπορεί να προσλάβει νομικό έρεισμα το συμφέρον των αιτητών και να καταστεί έννομο εντός της έννοιας του άρθρου 146.2 του Συντάγματος. Ενόψει της μη τήρησης των προϋποθέσεων εκείνων από τους αιτητές το συμφέρον τους στερείται νομικού ερείσματος. Το συμφέρον που επικαλούνται δεν αναγνωρίζεται από το δίκαιο αλλά αντίκειται στο δίκαιο. Δεν πηγάζει από το Νόμο και δεν μπορεί να τύχει έννομης προστασίας. Δεν είναι, επομένως, έννομο όπως ορίζεται από το άρθρο 146.2 του Συντάγματος.

Όπως εύστοχα επισημαίνεται από το Δαγτόγλου, πιο πάνω, "έννομο συμφέρον είναι πάντοτε το δικαίωμα που παρέχει ο Νόμος". Στην κρινόμενη περίπτωση ο Νόμος δεν παρέχει και δεν αναγνωρίζει στους αιτητές το δικαίωμα εξέτασης των αιτήσεων τους για άδεια οικοδομής χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων που θέτουν οι πιο πάνω Κανονισμοί.

Ορθά ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση έχει εισηγηθεί πως η παρούσα περίπτωση μπορεί να παραλληλισθεί με τις περιπτώσεις υποψηφίων που δεν κατέχουν τα προσόντα που προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας για διορισμό ή προαγωγή σε μια θέση. Σύμφωνα με την επί του προκειμένου θέση της νομολογίας το διορίζον όργανο νόμιμα μπορεί να αποκλείσει την υποψηφιότητα υπαλλήλου ο οποίος δεν κατέχει τα σχετικά προσόντα. Σε τέτοια περίπτωση η έλλειψη των προσόντων αποστερεί τον υποψήφιο του έννομου συμφέροντος να αμφισβητήσει την εγκυρότητα του διορισμού ή της προαγωγής. Ομοίως και στην παρούσα περίπτωση η μη τήρηση των προϋποθέσεων που προδιαγράφονται από τους Κανονισμούς καθιστά έγκυρη την μη εξέταση και απόρριψη της αίτησης για χορήγηση άδειας οικοδομής. Ταυτόχρονα οδηγεί και στην έλλειψη εννόμου συμφέροντος εντός της έννοιας του άρθρου 146.2 του Συντάγματος.

Υπό το φως της πιο πάνω κατάληξης μας οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται στην ολότητά τους.».

 

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι οι αιτητές, βάσει όσων έχουν θέσει ενώπιόν μου, δικαιούνται να τύχουν δικαστικής προστασίας στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής καθότι δεν έχουν θεμελιώσει ότι το συμφέρον τους, το οποίο επιδιώκουν να διασφαλίσουν, είναι έννομο.

 

Ειδικότερα, εν πρώτοις απορρίπτεται η θέση του ευπαιδεύτου δικηγόρου των αιτητών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση «αφορά»  τους αιτητές και ως εκ τούτου το έννομο συμφέρον τους να την αμφισβητήσουν τεκμαίρεται.  Όπως επεξηγείται από τον Π.Δ. Δαγτόγλου:[10]

«Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος τεκμαίρεται από τον ίδιο το νόμο, αν η αίτηση ακυρώσεως ασκείται από αυτόν τον οποίο «αφορά» η προσβαλλόμενη πράξη, αυτόν δηλαδή στον οποίο απευθύνεται ονομαστικώς ή υπό την ιδιότητά του ως ιδιοκτήτη συγκεκριμένου ακινήτου ή οχήματος κλπ. […] Αντιθέτως, εκείνος τον οποίο δεν «αφορά» η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει πάντοτε να πιθανολογήσει έννομο συμφέρον.».

 

Εν προκειμένω είναι προφανές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απευθύνεται στους ίδιους τους αιτητές, ώστε το έννομο τους συμφέρον να τεκμαίρεται.  Η δε απαίτηση για πιθανολόγηση δεν αναφέρεται στο κατά πόσον το συμφέρον, το οποίο αυτοί επικαλούνται, είναι έννομο, άξιο δηλαδή νομικής προστασίας, κρίση για την οποία θεωρώ ότι απαιτείται βεβαιότητα και όχι απλή πιθανολόγηση, αλλά στο κατά πόσον η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία αν και δεν απευθύνεται στους αιτητές, εντούτοις θίγει δικά τους συμφέροντα, τα οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι έννομα.

 

Θα πρέπει στο σημείο αυτό να υπομνησθεί ότι οι αιτητές δυνατόν να θεμελίωναν την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος εάν είχαν αποδείξει ότι, πράγματι, είχαν ανεγείρει τα επίδικα υποστατικά «κατόπιν εξασφάλισης όλων των σχετικών αδειών από τις αρμόδιες αρχές», ως παραπλανητικώς αναφέρουν στο ίδιο το αιτητικό της προσφυγής τους.  Εάν, δηλαδή, είχαν καταδείξει ότι το συμφέρον τους στηρίζεται σε συγκεκριμένη εκδοθείσα και ισχύουσα διοικητική πράξη, οπότε και εξ ορισμού το συμφέρον τους θα ήταν έννομο δοθέντος ότι διοικητική πράξη η οποία δεν ανακλήθηκε ή ακυρώθηκε, παράγει, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, όλα τα έννομα αποτελέσματά της, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα του δικαιούχου να αξιώσει την επέλευση όλων των έννομων συνεπειών που απορρέουν από την ύπαρξή της.  Τούτη όμως, όπως τελικώς διαφάνηκε, δεν είναι η περίπτωση εν προκειμένω καθότι, ως οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του καθ’ ου η αίτηση και των Ε/Μ υπέβαλαν χωρίς αυτό να αντικρουσθεί από τους αιτητές, για την ανέγερση των επίδικων υποστατικών εξασφαλίσθηκε μεν σχετική πολεοδομική άδεια, πλην όμως αυτή έχει λήξει χωρίς να ακολουθήσει η έκδοση άδειας οικοδομής και πιστοποιητικού τελικής έγκρισης.  Οι δε αιτητές δεν έχουν καταδείξει ότι η ανέγερση των υποστατικών και η λειτουργία της επιχείρησής τους ήταν, εν πάση περιπτώσει και παρά τη μη εξασφάλιση των εν λόγω αδειών, σύννομη, ώστε αυτοί να δικαιούνται δικαστικής προστασίας.

 

Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την ελληνική θεωρία και νομολογία, θεωρείται έννομο το συμφέρον ανεξαρτήτως της παρανομίας των ίδιων των αιτούντων, εφόσον, αυτό συνδέεται με την επιδίωξη του γενικού συμφέροντος (ως η προστασία του περιβάλλοντος) ή τη διαφύλαξη θεμελιώδους δικαιώματος (ως η προστασία της υγείας).[11] Οι αιτητές, όμως, εν προκειμένω απέτυχαν να επικαλεστούν και να στοιχειοθετήσουν ότι η παρούσα υπόθεση εμπίπτει είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση.

 

Θα πρέπει, περαιτέρω, να επισημανθεί ότι, όπως ορθώς υπέδειξαν η κα Φλωρέντζου και ο κ. Κυριακόπουλος κατά την ακρόαση, παρά την περί του αντιθέτου αναφορά στο ίδιο το αιτητικό της προσφυγής αλλά και στις παραγράφους 9, 10 και 34 της ένορκης δήλωσης του κ. Ματώλη, εντούτοις το γεγονός ότι για την ανέγερση των επίδικων υποστατικών δεν είχε προηγηθεί η εξασφάλιση σχετικής άδειας οικοδομής καθιστώντας έτσι την αξία τους μηδενική, ρητώς αναφέρεται στο Τεκμήριο 6 της ένορκης δήλωσης και επιπλέον, όπως προκύπτει από το Τεκμήριο 5 της εν λόγω ένορκης δήλωσης, η ισχύς της εκδοθείσας πολεοδομικής άδειας έχει λήξει.  Σύμφωνα δε με την απόφαση Cybarco Plc κ.ά ν Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών κ.ά, Υπόθ. αρ. 1855/2008, ημερ. 09.01.2009, στην οποία ο ίδιος ο ευπαίδευτος δικηγόρος των αιτητών παρέπεμψε το Δικαστήριο:

«Είναι σαφώς νομολογημένο ότι ένας αιτητής σε μονομερή αίτηση (όπως είναι και η παρούσα) οφείλει να προβαίνει σε πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών για την υπόθεση γεγονότων και ότι παράλειψή του να το πράξει, έστω και αν αυτή δεν ήταν σκόπιμη, μπορεί να επιφέρει τερματισμό του εκδοθέντος διατάγματος.  Ουσιώδη θεωρούνται τα γεγονότα εκείνα που αν τα γνώριζε το δικαστήριο δε θα εξέδιδε το προσωρινό διάταγμα (βλ. μεταξύ άλλων Demstar Ltd. v. Zim Navigation (1966)  1 A.A.Δ. 597, 601-603, Γενικός Εισαγγελές (αρ. 2) ν. Σαββίδης (1979) 1 Α.Α.Δ. 349, 367-371 και Harvardskiy v. Daventree,  Πολ. Έφεση 9/07 ημερ. 10/7/08).  Είναι ορθή η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της Κοινοπραξίας Poseidon ότι όταν πρόκειται περί ουσιωδών γεγονότων δεν είναι αρκετή η επισύναψη ενός εγγράφου στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, το οποίο, μόνο αν μελετηθεί προσεκτικά, αποκαλύπτει τα γεγονότα, αλλά πρέπει να επισύρεται ειδικά σ' αυτά η προσοχή του δικαστηρίου.».

 

Περαιτέρω, σε σχέση συγκεκριμένα με την αιτήτρια 2 θα πρέπει να επισημανθεί ότι δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου να αποφανθεί ούτε για την εγκυρότητα της σύμβασης την οποία η αιτήτρια 2 επικαλείται ούτε για την τυχόν γένεση εξ αυτής οιουδήποτε δικαιώματος ή υποχρέωσης.  Αυτό που έχει τεθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου είναι οι ρητές αναφορές στην ένορκη δήλωση του κ. Ματώλη (παράγραφοι 12-13) ότι η ισχυριζόμενη συμφωνία πώλησης δεν έγινε με τον διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος ιδιοκτήτη του ½ του επίδικου ακινήτου αλλά με τη σύζυγο και κληρονόμου αυτού και ότι, ως περαιτέρω ρητώς αναφέρεται (παράγραφος 16), η συμφωνία δεν ολοκληρώθηκε εφόσον η εξόφληση του τιμήματος αγοράς του ακινήτου δεν κατέστη δυνατή.  Στις δε παραγράφους 39 και 40 της ένορκης δήλωσης του κ. Ματώλη, ρητώς αναγνωρίζεται ότι οι αιτητές, άρα και η αιτήτρια 2, δεν είναι οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του ακινήτου.

Λαμβάνω επιπλέον υπόψη την αναφορά στην παράγραφο 13 της ένορκης δήλωσης της Προϊσταμένης του Κλάδου Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών στην Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας, η οποία υποστηρίζει την ένσταση του Ε/Μ Υπουργού Εσωτερικών, ότι από έρευνα την οποία διενήργησε η ενόρκως δηλούσα στο Τμήμα Κτηματολογίου, δεν εντοπίστηκε κατατεθειμένο οποιοδήποτε έγγραφο ή συμβόλαιο ώστε να προκύπτει η ισχυριζόμενη αγοραπωλησία του επίδικου ακινήτου, αναφορά η οποία δεν αντικρούστηκε από τους αιτητές.

 

Σε σχέση δε με την αιτήτρια 1, πρόσθετα των ανωτέρω διαπιστώσεων του παρόντος Δικαστηρίου, επαναλαμβάνεται η κατάληξη του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολιτική ECLI:CY:AD:2016:B528, Αίτηση αρ. 37/16, ημερ. 18.11.2016, ότι «[…]δεν είναι επιτρεπτό, η αιτήτρια, της οποίας τα συμφέροντα απέρρεαν από τη συμβατική της σχέση με τους παρανόμως επεμβαίνοντες εναγόμενους, να επικαλείται τις δυσμενείς αντανακλαστικές συνέπειες του λόγου της απόφασης για το μοναδικό λόγο ότι δεν της είχε ανακοινωθεί η δίκη. Οι αιτητές δεσμεύονται εκ του δεδικασμένου της απόφασης και των δικαιοπλαστικών συνεπειών της, ως πρόσωπα νομικώς ταυτιζόμενα με τους εναγόμενους, οι οποίοι παρανόμως, όπως ήταν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ανέλαβαν νομική κατοχή (legal possession) (Υπουργός Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ως Κηδεμόνα των Τ/Κ Περιουσιών ν. Μυλωνά (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 120, 131) και εν συνεχεία παραχώρησαν τη χρήση της στην αιτήτρια.  Η φυσική κατοχή κρίθηκε παράνομη, ως παρεπόμενο του παράνομου της νομικής ανάληψης της κατοχής (Γενικός Εισαγγελέας ν. Bahchecioglou κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ. 426).».

 

Ενόψει όλων των ανωτέρω καταλήγω ότι οι αιτητές δεν έχουν στοιχειοθετήσει το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για την καταχώρηση και προώθηση της παρούσας προσφυγής και συνακόλουθα της παρούσας αίτησης.

Ως εκ τούτου, το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 18.02.2019 ακυρώνεται. 

 

Η ανωτέρω κατάληξη σφραγίζει οριστικά και την τύχη της προσφυγής, η οποία για τους ίδιους λόγους απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

 

Εναντίον των αιτητών και υπέρ εκάστου εκ των καθ’ ου η αίτηση και των Ε/Μ, Υπουργού Εσωτερικών και XXXXX Riza, επιδικάζονται έξοδα €700, πλέον Φ.Π.Α., όπου αυτό επιβάλλεται.

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.

 



[1] Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σελ. 209.

[2] «13.-(1) Προς πλήρη απονομήν της δικαιοσύνης το Δικαστήριον ή εις περιπτώσεις διαδικασίας συμφώνως προς το Άρθρον 146 οιοιδήποτε δύο Δικασταί ενεργούντες εκ συμφώνου, δύνανται, καθ' οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας, είτε αυτεπαγγέλτως είτε τη αιτήσει οιουδήποτε διαδίκου, να εκδίδωσι προσωρινόν διάταγμα το οποίον όμως δεν θα διαγιγνώσκη την ουσίαν της υποθέσεως.».

[3] Προφανώς εκ παραδρομής στη μεταφορά του αποσπάσματος στο κείμενο της απόφασης περιλήφθηκε το επίθετο «βάσιμος» αντί του ορθού νοηματικά «αβάσιμος», το οποίο εξάλλου αναφέρεται και στην τρίτη έκδοση του υπό αναφορά συγγράμματος – βλ. σελ. 428.

[4] Βλ. παράγραφο 7 του άρθρου 52 του π.δ/τος 18/89 (Α΄ 8), όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο  35 του ν. 2721/1999 (Α΄ 112).

[5]  Επιμέλεια Χ. Χρυσανθάκης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελ 866.

[6] Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1998.

[7] Ibid παρ. 9 και 15.

[8] Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2014, σελ 45.

[9] Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σελ. 81επ.

[10] Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Δεύτερη Έκδοση. Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 1994, παρ. 551.

[11] Δ. Πυργάκης, ανωτέρω, σελ. 93 επ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο