CHRISANMARI ENTERPISES LIMITED ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1255/2015, 20/8/2019

ECLI:CY:DD:2019:477

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                       

(Υπόθεση Αρ. 1255/2015)

 

 20 Αυγούστου 2019

 

[Φ. ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Δ.Δ.Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

CHRISANMARI ENTERPISES LIMITED                                                                                                      Αιτητές

                                                  ΚΑΙ

 

            ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

 

Καθ΄ ων  η Αίτηση

 

 

Γ. Γεωργίου, για Πανίκος Α. Λεωνίδου & Σια, για Αιτητές

Τ. Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ' ων η Αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Δ.Δ.Δ.: Προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη κάθε εννόμου αποτελέσματος η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στους αιτητές δια επιστολής του Τμήματος Τελωνείων, ημερομηνίας 8.7.2015, και με την οποία βεβαιώθηκε σε αυτούς ως εκ των υστέρων τελωνειακή οφειλή το συνολικό ποσό των €71.895 (εισαγωγικός δασμός αντιντάμπινγκ και Φ.Π.Α.), καθώς και χρηματική επιβάρυνση εκ €7.189, πλέον νόμιμος τόκος, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004 (Ν.94(Ι)/2004), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»).

 

Όπως προκύπτει από τα γεγονότα της υπόθεσης, η επίδικη απόφαση λήφθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση, επειδή οι τελευταίοι διαπίστωσαν, σύμφωνα με μαρτυρία που είχαν στην κατοχή τους, ότι οι αιτητές, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με έδρα τη Λεμεσό που ασχολούνταν με εισαγωγές και πωλήσεις ποδηλάτων, κατά την περίοδο από το έτος 2009 μέχρι το 2011 εισήγαγαν και έθεσαν σε κυκλοφορία ποδήλατα που είχαν χώρα καταγωγής την Κίνα και όχι την Σρι Λάνκα, όπως είχε δηλωθεί στις σχετικές διασαφήσεις, κατά παράβαση του άρθρου 52 του Νόμου, με αποτέλεσμα, ως αναφέρεται στην επίδικη απόφαση, «να μην καταβληθεί ορθά ο εισαγωγικός δασμός 14% ή 3,5% και ο φόρος προστιθέμενης αξίας 15% και παράλληλα να αποφευχθεί η καταβολή δασμού αντιντάμπινγκ».

 

Από ελέγχους που διενήργησε το Τμήμα Τελωνείων αναφορικά με εισαγωγές ποδηλάτων από τη Σρι Λάνκα, προέκυψε ότι κατά την περίοδο από το έτος 2009 μέχρι το έτος 2011, οι αιτητές είχαν εισαγάγει στη Δημοκρατία ποδήλατα από τη Σρι Λάνκα, με σκοπό να τα διαθέσουν προς πώληση στην Κυπριακή αγορά. Πράγματι, τα ποδήλατα τέθηκαν σε κυκλοφορία, αφού προηγουμένως έγιναν αποδεκτά όλα τα σχετικά έγγραφα εισαγωγής και οι δηλώσεις διασαφήσεων που είχαν καταχωρήσει οι αιτητές για σκοπούς εκτελωνισμού[1], μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος «Θησέας» (Theseas Declaration Information), αναγράφοντας ως χώρα καταγωγής των ποδηλάτων τη Σρι Λάνκα. Ως εκ τούτου, ο σχετικός εισαγωγικός δασμός καταβλήθηκε με μειωμένο συντελεστή.

 

Σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία, οι υπό του Τμήματος Τελωνείων προαναφερθέντες έλεγχοι διενεργήθηκαν στη βάση πληροφόρησης της  Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF- Office Européen De Lutte Antifraude), ανεξάρτητης υπηρεσίας που λειτουργεί στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ενεργεί προς προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και της καταπολέμησης της απάτης και διαφθοράς. Στο πλαίσιο των εν λόγω ελέγχων, το Τμήμα Τελωνείων, με σχετική επιστολή του ημερομηνίας 10.1.2012, ενημέρωσε τους αιτητές ότι είχαν επιλεγεί για εκ των υστέρων τελωνειακό έλεγχο οι προαναφερθείσες τέσσερεις διασαφήσεις εισαγωγής ποδηλάτων, μαζί με όλα τα σχετικά συνοδευτικά έγγραφα. Τελικά, η έκθεση της OLAF (παράρτημα 12 στην ένσταση των καθ’ ων η αίτηση), η οποία κοινοποιήθηκε και στους καθ’ ων η αίτηση, ολοκληρώθηκε στις 3.12.2014. Σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, είχε εισαχθεί στο εσωτερικό της Ε.Ε. μεγάλος αριθμός ποδηλάτων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στα οποία προσδίδεται με αναληθή πιστοποιητικά, ως χώρα καταγωγής η Σρι Λάνκα, με αποτέλεσμα, στα εν λόγω προϊόντα να μην επιβάλλονται κατάλληλοι δασμοί, κατά παράβαση της κοινοτικής τελωνειακής νομοθεσίας.

 

Ως εκ των πιο πάνω και κατόπιν ολοκλήρωσης των σχετικών ερευνών, στο πλαίσιο των οποίων είχαν ληφθεί και καταθέσεις του διευθυντή και του γραμματέα των αιτητών από το Τμήμα Τελωνείων (βλ. παραρτήματα 13 και 14 αντίστοιχα στην ένσταση), οι καθ’ ων η αίτηση, προέβησαν στις 8.7.2015 σε «Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Τελωνειακής Οφειλής και Άλλης  Τελωνειακής Οφειλής Αρ. 508/15», κοινοποιώντας την απόφασή τους (παράρτημα 15 στην ένσταση) στους αιτητές. Οι τελευταίοι αντέδρασαν και κατά της πιο πάνω απόφασης καταχώρησαν, στις 29.9.2015, την υπό κρίση προσφυγή.

 

Νομικοί ισχυρισμοί

 

Στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας τους, οι αιτητές προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι ενήργησαν καθόλα σύννομα και καλόπιστα, ακολουθώντας τα όσα η οικεία νομοθεσία επιτάσσει αναφορικά με την εισαγωγή και διάθεση των ποδηλάτων στην αγορά, υπήρξε δε εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Ειδικότερα, κατά τη σχετική εισήγηση, οι αιτητές, ενεργώντας καλόπιστα, κατέβαλαν τη δέουσα επιμέλεια και/ή έπραξαν τα δέοντα αναφορικά με τη διαπίστωση της χώρας καταγωγής των ποδηλάτων και, στη βάση όλων των στοιχείων που είχαν στη διάθεσή τους, δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτό και δεν μπορούσαν να γνωρίζουν ότι η χώρα καταγωγής των εν λόγω ποδηλάτων ήταν η Κίνα και όχι η Σρι Λάνκα. Τήρησαν δε αυτοί όλες τις εκ του νόμου απορρέουσες υποχρεώσεις τους και, εν τέλει, αδίκως και κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου προς τη Διοίκηση, κλήθηκαν αυτοί να καταβάλουν την εκ των υστέρων τελωνειακή οφειλή και τη χρηματική επιβάρυνση. Συναφώς, προβάλλεται ότι, δεδομένου του χρόνου που παρήλθε από την εισαγωγή και εκτελώνιση των ποδηλάτων μέχρι και την λήψη της επίδικης απόφασης, υπήρξε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, προκλήθηκε δε ζημία στους αιτητές, για την οποία αυτοί ουδόλως ευθύνονται και ούτε οποιαδήποτε εμπλοκή είχαν στις όποιες παρατυπίες των σχετικών πιστοποιητικών.

 

Επιπρόσθετα, με αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Panipsos Ltd v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 743/2010, ημερ. 27.9.2012, εγείρεται ο ισχυρισμός περί αναιτιολόγητης και/ή μη επαρκώς αιτιολογημένης απόφασης, της οποίας ο δικαστικός έλεγχος καθίσταται ανέφικτος.

 

Περαιτέρω εγείρονται ισχυρισμοί περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, αλλά και νομικής και πραγματικής πλάνης που εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά τη σχετική εισήγηση, εάν προέβαιναν οι καθ’ ων η αίτηση σε επαρκή διερεύνηση των γεγονότων της υπόθεσης, θα διαπίστωναν ότι η αρμόδια αρχή της Σρι Λάνκα ουδέποτε απέσυρε τα πιστοποιητικά καταγωγής των επίδικων ποδηλάτων, τα οποία συναρμολογήθηκαν με υλικά που είχαν κατασκευαστεί στην εν λόγω χώρα, και οι σχετικές διασαφήσεις δεν εμπίπτουν εντός του προαναφερθέντος πορίσματος της OLAF. Υπό πλάνη δε οι καθ’ ων η ερμήνευσαν και τελικά εφάρμοσαν τις διατάξεις του άρθρου 48 του Νόμου. Επ’ αυτού, προβάλλεται ουσιαστικά η θέση ότι το εν λόγω άρθρο πρέπει να διαβάζεται υπό το φως μαρτυρίας περί ηθελημένης καταστρατήγησης του Νόμου από τον εισαγωγέα ή, τουλάχιστον, συνειδητής παράλειψης ή αμέλειας παρουσίασης των ορθών στοιχείων.

 

Τέλος, υποβάλλεται η εισήγηση ότι, κατ’ εφαρμογή των λεχθέντων στην Panipsos, ανωτέρω, αυτό που θα έπρεπε να πράξουν οι καθ’ ων η αίτηση, ειδικά μετά την έκθεση της OLAF, ήταν να επιστήσουν στους αιτητές την προσοχή όσον αφορά μελλοντικές συναλλαγές με εταιρείες από τη Σρι Λάνκα και δη την πωλήτρια εταιρεία, όχι όμως και να τους επιβάλουν εκ των υστέρων δασμούς, φόρους και τόκους.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι θέσεις των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, συμπληρώνεται δε η αιτιολογία από τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων, λήφθηκε ορθά και νόμιμα και μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας και κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας, ενώ ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Περαιτέρω, ούτε η αρχή της καλής πίστης ούτε και η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης παραβιάστηκαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Σύμφωνα και με τα όσα προβάλλονται και στη γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου τους, οι καθ’ ων η αίτηση μετά από δέουσα έρευνα και συνεργασία με την OLAF, διαπίστωσαν ότι η εισαγωγή των υπό αναφορά ποδηλάτων έγινε από την Κίνα και όχι από τη Σρι Λάνκα, με αποτέλεσμα ορθώς και προς αποκατάσταση της νομιμότητας, να εφαρμοστούν οι διατάξεις του Νόμου από τους καθ’ ων η αίτηση και να ληφθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Προς επεξήγηση του εφαρμοστέου νομοθετικού πλαισίου και της πρακτικής που ακολουθείται στις περιπτώσεις όπως η υπό εξέταση, οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν ότι, σύμφωνα με την κοινοτική τελωνειακή νομοθεσία, επιβάλλονται, με επιμέρους Κανονισμούς, πρόσθετοι εισαγωγικοί δασμοί αντιντάμπινγκ σε συγκεκριμένα προϊόντα, συγκεκριμένης χώρας καταγωγής, τα οποία τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάθε τέτοιος δασμός εισπράττεται ανεξάρτητα από τους τελωνειακούς δασμούς, τους φόρους και επιβαρύνσεις που επιβάλλονται συνήθως στις εισαγωγές.

 

Οι διατάξεις των Κοινοτικών Κανονισμών, ως αυτών της παρούσας περίπτωσης, αναφορικά με εισαγωγικούς δασμούς και άλλα δασμολογικά μέτρα και περιορισμούς που σχετίζονται με τα εισαγόμενα στην Ευρωπαϊκή Ένωση αγαθά, καταχωρούνται στο ηλεκτρονικό δασμολόγιο της Ένωσης, με την ονομασία “TARIC”, το περιεχόμενο του οποίου, δυνάμει έτερου Κοινοτικού Κανονισμού (Κανονισμός (ΕΟΚ) αρ. 2658/87), είναι δεσμευτικό για όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης και, ειδικότερα όσον αφορά στη Δημοκρατία, δυνάμει και των διατάξεων του Νόμου.

 

Περαιτέρω, η κα Ιακωβίδου, υπεραμυνόμενη της νομιμότητας των ενεργειών της Διοίκησης, προβάλλει ότι το άρθρο 48 του Νόμου ξεκάθαρα παρέχει στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα διενέργειας εκ των υστέρων ελέγχων από το Τμήμα Τελωνείων και την εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής οφειλής. Τονίζει δε ότι από το περιεχόμενο των διατάξεων του εν λόγω άρθρου 48, προκύπτει ότι δεν αποτελεί προαπαιτούμενο για την έκδοση μιας τέτοιας βεβαίωσης τελωνειακής οφειλής η οποιαδήποτε γνώση και/ή εμπλοκή και/ή ανάμειξη των αιτητών στην παρατυπία που διαπιστώθηκε και δη στην αναληθή δήλωση σε σχέση με τα πιστοποιητικά καταγωγής των εμπορευμάτων που έφεραν ως χώρα καταγωγής αυτών την Σρι Λάνκα και όχι την Κίνα. Σε κάθε δε περίπτωση, είναι οι αιτητές που επέδειξαν αμέλεια να λάβουν οποιαδήποτε μέτρα, παρόλο που γνώριζαν ότι τα κεντρικά γραφεία της εταιρείας βρίσκονταν στην Κίνα και εν συνεχεία στο Χονγκ Κονγκ, πραγματοποιώντας τις σχετικές πληρωμές μέσω τραπεζών που βρίσκονταν στις εν λόγω χώρες. Θα αναμένετο δε από τους αιτητές να λάβουν τα αναγκαία μέτρα, όπως λ.χ. η ανταλλαγή αλληλογραφίας με τον προμηθευτή, πριν από την παραγγελία των εμπορευμάτων. Προς επίρρωση των θέσεών της, η συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση παραπέμπει σε νομολογία, ημεδαπή και του Δ.Ε.Ε.. Κατά το στάδιο δε των διευκρινίσεων, η κα Ιακωβίδου, προς υποστήριξη των ισχυρισμών της, αναφέρθηκε εκτενώς στην, άμεσα σχετική με το υπό συζήτηση θέμα και σχετικά προσφάτως εκδοθείσα, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Panipsos Ltd, ECLI:CY:AD:2019:C6, Α.Ε. 227/2012, ημερ. 15.1.2019, η οποία και ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση[2].

 

Η κατάληξη

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία βασίστηκε, μεταξύ άλλων, στον περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμο (Ν. 94(Ι)/2004, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά και στον Κοινοτικό Κανονισμό (ΕΟΚ) 2913/92 περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα («ο Κανονισμός»).

 

Θα πρέπει εξ’ αρχής να τονιστεί ότι, σύμφωνα με τη διαχρονική, και δεσμευτική για τα εθνικά δικαστήρια, νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), αναγνωρίζεται η δυνατότητα των Τελωνειακών Αρχών να διενεργούν εκ των υστέρων ελέγχους, ακόμα και με την πραγματοποίηση κοινοτικής αποστολής ελέγχου, προς επαλήθευση της αληθούς καταγωγής των εμπορευμάτων, ως έγινε εν προκειμένω με την εμπλοκή της OLAF, και, αναλόγως, τη δυνατότητα επιβολής εκ των υστέρων δασμών (βλ. C-153/94 και C-204/94 The Queen and Commissioners of Customs & Excise v. Faroe Seafood Co Ltd, Foroya Fiskasola L/F, 14.5.1996 (σκέψη 16)). Αυτό εξάλλου επισημάνθηκε και στην, δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Panipsos, ανωτέρω, όπου λέχθηκε επίσης ότι «η είσπραξη των δασμών, που προβλέπονται από την τελωνειακή νομοθεσία, αποτελεί ζήτημα που σχετίζεται με τα κρατικά έσοδα. Σε περίπτωση δε ανακριβών δηλώσεων, οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής οφείλουν, καταρχήν, να προβούν στην εκ των υστέρων είσπραξη των δασμών που δεν εισπράχθηκαν κατά την εισαγωγή (C-12/92 Edmond Huygen, 7.12.1993), όπως η πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναγνωρίζει και υιοθετεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, προσφάτως δε επαναλήφθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Υπουργείου Οικονομικών δια του Τμήματος Τελωνείων ν. Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd, ECLI:CY:AD:2016:C419, Α.Ε. Αρ. 197/2010, 12.9.2016» (βλ. και Ανδρέας Αυξεντίου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 509).

Σε συμβατότητα με τα πιο πάνω και οι διατάξεις του άρθρου 48 του Νόμου, όπου προβλέπεται η δυνατότητα διενέργειας εκ των υστέρων ελέγχων από το Τμήμα Τελωνείων. Το εν λόγω άρθρο, με πλαγιότιτλο «Εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής οφειλής και άλλης τελωνειακής  οφειλής», προβλέπει, στα εδάφια (1) και (2) αυτού, τα εξής:

 

«(1) Επιπρόσθετα από οποιεσδήποτε άλλες περιπτώσεις που ρητά προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή στη σχετική Κοινοτική Νομοθεσία, σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει διασάφηση που απαιτείται σύμφωνα με την τελωνειακή ή την άλλη νομοθεσία ή δεν τηρεί τα αναγκαία αρχεία, βιβλία, έγγραφα ή στοιχεία ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των στοιχείων της διασάφησης, ή όταν ο Διευθυντής κρίνει ότι η διασάφηση που υποβλήθηκε είναι ελλιπής ή ότι περιέχει σφάλματα ή όταν ελλείπουν τα ενισχυτικά προς υποστήριξη αυτής έγγραφα, τότε ο Διευθυντής δύναται να βεβαιώσει το ποσό της τελωνειακής οφειλής ή και της άλλης τελωνειακής οφειλής ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να το κοινοποιήσει στο πρόσωπο αυτό.

 

(2) Σε περίπτωση που οποιοδήποτε πρόσωπο αμελεί ή αρνείται ή παραλείπει να εφαρμόσει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και λόγω της αμέλειας ή άρνησης ή παράλειψής του προκύπτει ποσό οφειλόμενο, τότε ο Διευθυντής δύναται ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του να βεβαιώσει το οφειλόμενο ποσό και το κοινοποιεί στο πρόσωπο αυτό.».

 

Σύμφωνα δε με το σχετικό ορισμό που προβλέπεται στο άρθρο 2 του ιδίου Νόμου-

 

«άλλη νοµοθεσία» σηµαίνει την Κυπριακή ή Κοινοτική Νοµοθεσία που εκάστοτε τελεί σε ισχύ και για την οποία το Τµήµα Τελωνείων έχει εξουσιοδότηση ή και ευθύνη εφαρµογής των διατάξεών της και περιλαµβάνει αρµοδιότητα που παραχωρήθηκε, εξαιρουµένης της τελωνειακής νοµοθεσίας·».

 

Είναι λοιπόν σαφής η άρρηκτη διασύνδεση της Κοινοτικής με την ημεδαπή νομοθεσία και στο επίδικο ζήτημα της εκ των υστέρων βεβαίωσης τελωνειακής οφειλής και άλλης τελωνειακής  οφειλής, εφόσον ο εθνικός νομοθέτης ρητά επιτάσσει τη συμμόρφωση και με τις διατάξεις του Ενωσιακού Δικαίου κατά την υποβολή διασάφησης. Ως έχει δε ήδη αναπτυχθεί πιο πάνω, παρέχεται στον Διευθυντή η εξουσία, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις σχετικές πρόνοιες, να βεβαιώσει το ποσό της τελωνειακής οφειλής ή και της άλλης τελωνειακής οφειλής, ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του.

 

Από την άλλη, στο άρθρο 220(2)(β) του Κανονισμού κατοχυρώνεται η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του υπόχρεου σε σχέση με το βάσιμο του συνόλου των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη για την έκδοση της απόφασης, ως προς την αναγκαιότητα ή μη της εκ των υστέρων βεβαίωσης των τελωνειακών δασμών. Σύμφωνα με τη σχετική διάταξη-

 

«Εκτός των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 217 παράγραφος 1 δεύτερο και τρίτο εδάφιο, δεν επιτρέπεται εκ των υστέρων καταλογισμός όταν:

[…]

β) το νομίμως οφειλόμενο ποσό των δασμών δεν βεβαιώθηκε από λάθος των ίδιων των τελωνειακών αρχών, το οποίο λογικά δεν μπορούσε να ανακαλυφθεί από τον οφειλέτη, εφόσον ο τελευταίος ενήργησε με καλή πίστη και τήρησε όλες τις διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά την τελωνειακή διασάφηση.

 

 Όταν το προτιμησιακό καθεστώς ενός εμπορεύματος θεσπίζεται βάσει συστήματος διοικητικής συνεργασίας με τη συμμετοχή των αρχών τρίτης χώρας, η χορήγηση πιστοποιητικού από τις εν λόγω αρχές, εφόσον αυτό αποδειχθεί ανακριβές, συνιστά σφάλμα το οποίο δεν όφειλε ευλόγως να έχει γίνει αντιληπτό κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου.

 

Η έκδοση ανακριβούς πιστοποιητικού, ωστόσο, δεν συνιστά σφάλμα εάν το πιστοποιητικό βασίζεται σε ανακριβή έκθεση των γεγονότων εκ μέρους του εξαγωγέα, εκτός εάν, ιδίως, είναι προφανές ότι οι αρμόδιες για την έκδοσή του αρχές γνώριζαν ή θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι τα εμπορεύματα δεν πληρούν τους απαιτούμενους όρους προκειμένου να επωφεληθούν προτιμησιακής μεταχείρισης.

 

Ο υπόχρεος μπορεί να επικαλεστεί την καλή του πίστη εφόσον μπορεί να αποδείξει ότι, κατά την περίοδο των συγκεκριμένων εμπορικών πράξεων, κατέβαλε κάθε επιμέλεια ώστε να εξακριβωθεί ότι τηρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την προτιμησιακή μεταχείριση.

 

Ο υπόχρεος δεν μπορεί, ωστόσο, να επικαλεστεί την καλή του πίστη εάν η Επιτροπή έχει δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανακοίνωση στην οποία αναφέρεται ότι υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες όσον αφορά την ορθή εφαρμογή του προτιμησιακού καθεστώτος από τη δικαιούχο χώρα·».

 

Κατά τους ισχυρισμούς του ευπαιδεύτου συνηγόρου των αιτητών, οι τελευταίοι όχι μόνο ενήργησαν καλόπιστα καθ’ όλη τη διάρκεια της εισαγωγής και κατά τη διάρκεια της υπό των καθ’ ων η αίτηση διενεργηθείσας έρευνας, αλλά και προέβησαν στη δέουσα έρευνα ως προς τον εντοπισμό στοιχείων τόσο όσον αφορά στον προμηθευτή των ποδηλάτων (πωλήτρια εταιρεία) όσο και ως προς την καταγωγή των εν λόγω εμπορευμάτων, στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, συνεργαζόμενοι πλήρως με τους καθ’ ων η αίτηση και παρέχοντας σε αυτούς κάθε δυνατή βοήθεια προς διεκπεραίωση των ερευνών τους. Έγινε δε εκτενής αναφορά επ’ αυτού από τον ευπαίδευτο συνήγορο των αιτητών κατά το στάδιο των διευκρινίσεων. Κατά τη σχετική εισήγηση, δεν μπορούσαν οι αιτητές υπό τις περιστάσεις να γνωρίζουν για τη χώρα καταγωγής των ποδηλάτων και ούτε είχαν οποιαδήποτε ανάμειξη και/ή εμπλοκή στην όποια παρατυπία διαπιστώθηκε από το Τμήμα Τελωνείων αναφορικά με τη χώρα καταγωγής των ποδηλάτων. Από την άλλη όμως, συνεχίζει, η αποδέσμευση των ποδηλάτων εκ μέρους των τελωνειακών αρχών ήδη από τα έτη 2009 μέχρι και 2011 είχε ήδη δημιουργήσει μια ευνοϊκή κατάσταση για τους αιτητές, η οποία ανετράπη χρόνια μετά, με την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά παράβαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου και της χρηστής διοίκησης.  Προς επίρρωση της σχετικής επιχειρηματολογίας γίνεται εκτενής αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση στην PANIPSOS, ανωτέρω.

 

Ωστόσο, υπό το φως των ευρημάτων της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Panipsos, ανωτέρω, όπου, με αναφορά και σε νομολογία του Δ.Ε.Ε., εξετάστηκε το ίδιο νομικό ζήτημα και τα γεγονότα ήσαν παρόμοια με αυτά της παρούσας, κρίνω ότι οι υπό των αιτητών προβαλλόμενοι ισχυρισμοί δεν μπορούν να έχουν έρεισμα. Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω αυτούσιο το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην Panipsos:

 

«Η θέση της εφεσίβλητης, ότι η αποδέσμευση των εμπορευμάτων εκ μέρους των τελωνειακών αρχών-εφεσειόντων, είχε δημιουργήσει ευνοϊκή κατάσταση για την ίδια δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία του ΔΕΕ.

 

Προστασία παρέχεται στον υπόχρεο κάτω από την πλήρωση των αναγκαίων όρων, C-173/06 Agrover, 18.10.2007 και ιδιαιτέρως:

 

«.μόνον αν το έρεισμα της δικαιολογημένης αυτής εμπιστοσύνης το δημιούργησαν «οι ίδιες» οι αρμόδιες αρχές. Έτσι, μόνον τα σφάλματα που μπορούν να καταλογιστούν σε ενεργή συμπεριφορά των αρμοδίων αρχών γεννούν δικαίωμα για τη μη εκ των υστέρων επιβολή των δασμών». (σκέψη 31)

 

Η αρχική αποδοχή εκ μέρους των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους εισαγωγής, της αναγραφόμενης επί του πιστοποιητικού καταγωγής του προϊόντος, δεν συνιστά «σφάλμα των αρμοδίων αρχών». C-153/94 και C-204/94 (σκέψεις 94, 97).

 

Ο υπόχρεος, η εφεσίβλητη εν προκειμένω, δεν «.μπορεί να στηρίζει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς την εγκυρότητα πιστοποιητικών στο γεγονός ότι έγιναν αρχικά δεκτά από τις τελωνειακές αρχές κράτους μέλους, δεδομένου ότι ο ρόλος των αρχών αυτών, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής αποδοχής των διασαφήσεων, ουδόλως αποτελεί εμπόδιο για τη διενέργεια μεταγενεστέρων ελέγχων (απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1984, 98/83 και 230/83, Van Gend & Loos και Expeditiebedrijf Wim Bosman κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 3763, σκέψη 20)» (C-153/94 και C-204/94 (ανωτέρω) (σκέψη 93)). 

 

Οι πρόνοιες του άρθρου 220(β) του Κανονισμού επανεξετάσθηκαν στην σχετικά πρόσφατη απόφαση C-47/16 Valsts ieņēmumu dienests, 16.3.2017, με την οποία συνοψίστηκε και επαναλήφθηκε νομολογία του ΔΕΕ. Στα πλαίσια ένδικης διαφοράς μεταξύ της Λεττονικής Φορολογικής Αρχής και της εταιρείας εισαγωγής των προϊόντων, σχετικά με την επιβολή εισαγωγικών δασμών και φόρου προστιθέμενης αξίας, στο πλαίσιο εκ των υστέρων ελέγχου μιας τελωνειακής διασαφήσεως, το Δικαστήριο απαντώντας στα προδικαστικά ερωτήματα τα οποία είχαν τεθεί ενώπιον του, ερμηνεύοντας το άρθρο 220(2)(β), έκρινε ότι:

 

«(1)  Το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 2700/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2000, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο εισαγωγέας μπορεί να επικαλεσθεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, βάσει της διατάξεως αυτής, προκειμένου να αντικρούσει τον εκ των υστέρων καταλογισμό των εισαγωγικών δασμών, προβάλλοντας ότι τελούσε σε καλή πίστη, μόνον εφόσον συντρέχουν τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις. Καταρχάς, η μη είσπραξη των δασμών αυτών πρέπει να οφείλεται σε σφάλμα των ίδιων των αρμόδιων αρχών, έπειτα, το σφάλμα αυτό πρέπει να είναι τέτοιο που να μην μπορούσε λογικά να γίνει αντιληπτό από καλόπιστο οφειλέτη και, τέλος, ο οφειλέτης αυτός πρέπει να έχει τηρήσει όλες τις ισχύουσες διατάξεις σχετικά με την τελωνειακή του διασάφηση. Δεν υφίσταται τέτοια δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ιδίως σε περίπτωση που ο εισαγωγέας, μολονότι είχε προφανείς λόγους ώστε να αμφιβάλλει για την ορθότητα ενός πιστοποιητικού καταγωγής «τύπου A», δεν αναζήτησε πληροφορίες, εντός των ορίων των δυνατοτήτων του, για τις περιστάσεις της εκδόσεως του πιστοποιητικού αυτού προκειμένου να ελέγξει αν οι αμφιβολίες αυτές ήταν δικαιολογημένες. Μια τέτοια υποχρέωση δεν σημαίνει πάντως ότι ο εισαγωγέας οφείλει γενικώς να ελέγχει κατά τρόπο συστηματικό τις περιστάσεις της εκδόσεως, από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής, ενός πιστοποιητικού καταγωγής «τύπου A». Είναι έργο του αιτούντος δικαστηρίου να εκτιμήσει, με βάση το σύνολο των συγκεκριμένων στοιχείων της διαφοράς της κύριας δίκης, αν οι τρεις αυτές προϋποθέσεις συντρέχουν εν προκειμένω.

 

(2) Το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2913/92, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 2700/2000, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, είναι δυνατόν να συναχθεί από τα στοιχεία μιας εκθέσεως της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) ότι ο εισαγωγέας δεν μπορεί βασίμως να επικαλεσθεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του, βάσει της διατάξεως αυτής, προκειμένου να αντικρούσει τον εκ των υστέρων καταλογισμό των εισαγωγικών δασμών. Στο μέτρο όμως που μια τέτοια έκθεση περιέχει μόνο γενική περιγραφή της συγκεκριμένης περιπτώσεως, πράγμα που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει, η έκθεση αυτή δεν αρκεί από μόνη της για να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται όντως από κάθε άποψη, ιδίως όσον αφορά την κρίσιμη συμπεριφορά του εξαγωγέα. Υπ' αυτές τις συνθήκες, απόκειται καταρχήν στις τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής να αποδείξουν, με πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία, ότι η έκδοση, από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής, ενός ανακριβούς πιστοποιητικού καταγωγής «τύπου A» οφείλεται στην ανακριβή έκθεση των γεγονότων εκ μέρους του εξαγωγέα. Πάντως, όταν οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής αδυνατούν να παράσχουν την εν λόγω απόδειξη, απόκειται, ενδεχομένως, στον εισαγωγέα να αποδείξει ότι το εν λόγω πιστοποιητικό βασίστηκε σε ορθή έκθεση των γεγονότων εκ μέρους του εξαγωγέα.»

 

Προκύπτει εκ των ανωτέρω, ότι επίκληση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης βάσει της διάταξης του άρθρου 220(2), προϋποθέτει την πλήρωση τριών προϋποθέσεων ή κριτηρίων τα οποία πρέπει σωρευτικά να συντρέχουν:

 

-      Η μη είσπραξη των δασμών πρέπει να οφείλεται σε σφάλμα των ίδιων των αρμόδιων αρχών.

 

-      Το διαπραχθέν από τις αρχές αυτές σφάλμα πρέπει να είναι τέτοιο που να μην μπορούσε λογικά να γίνει αντιληπτό από καλόπιστο οφειλέτη και τέλος

 

-      ο οφειλέτης πρέπει να έχει τηρήσει όλες τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας σχετικά με την τελωνειακή του διασάφηση (βλ., μεταξύ άλλων, Agrover (ανωτέρω), σκέψη 35 και C-409/10 Afasia Knits Deutschland, 15.12.2011, σκέψη 47).

 

 

 

Οι προϋποθέσεις αυτές, επιμερίζουν, σύμφωνα με την πιο πάνω     απόφαση, τον κίνδυνο από σφάλματα ή παρατυπίες της τελωνειακής διασάφησης, με βάση τη συμπεριφορά και την επιμέλεια καθενός εκ των εμπλεκομένων: των αρμόδιων αρχών του κράτους εξαγωγής και του κράτους εισαγωγής, του εξαγωγέα και του εισαγωγέα.

 

Στη Valsts (ανωτέρω) με ιδιαίτερη λεπτομέρεια αναλύονται οι συμπεριφορές εκάστου των εμπλεκομένων ώστε το εθνικό Δικαστήριο να εκτιμήσει αν συντρέχουν οι τρεις ανωτέρω προϋποθέσεις:

 

«32. Αν αποδειχθεί ότι η πλημμέλεια του πιστοποιητικού καταγωγής «τύπου A» οφείλεται σε πταίσμα του εξαγωγέα και ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους εξαγωγής δεν μπορούσαν ούτε όφειλαν να αντιληφθούν το γεγονός ότι τα εμπορεύματα δεν πληρούσαν τους απαιτούμενους όρους ώστε να τύχουν προτιμησιακής μεταχειρίσεως, ο εισαγωγέας πρέπει να υποστεί τις συνέπειες της προσκομίσεως, στο πλαίσιο μεταγενέστερου ελέγχου, ενός εμπορικού εγγράφου το οποίο αποδεικνύεται αναληθές, με συνέπεια ο εισαγωγέας αυτός να μην μπορεί, σε μια τέτοια περίπτωση, να εμποδίσει την εκ των υστέρων είσπραξη των τελωνειακών δασμών (βλ., υπ' αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 14ης Μαΐου 1996, Faroe Seafood κ.λπ., C‑153/94 και C‑204/94, EU:C:1996:198, σκέψη 92, και της 14ης Νοεμβρίου 2002, Ilumitrónica, C‑251/00, EU:C:2002:655, σκέψη 43).

 

33. Επομένως, σε περίπτωση που οι τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής εσφαλμένως χορήγησαν πιστοποιητικό καταγωγής «τύπου A», το δε σφάλμα αυτό αποτελεί συνέπεια των ανακριβών στοιχείων τα οποία υποβλήθηκαν στις αρχές αυτές από τον εξαγωγέα, ιδίως όσον αφορά την πραγματική προέλευση του κόστους ή την αξία των εξαρτημάτων από τα οποία αποτελούνται τα επίμαχα εμπορεύματα, ο εισαγωγέας δεν μπορεί να επικαλεσθεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, κατά τη διάταξη αυτή, προκειμένου να αντικρούσει τον εκ των υστέρων καταλογισμό των εισαγωγικών δασμών, προβάλλοντας ότι τελούσε σε καλή πίστη, εκτός αν είναι πρόδηλο ότι οι τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι τα οικεία εμπορεύματα δεν πληρούσαν τους απαιτούμενους όρους ώστε να τύχουν προτιμησιακής μεταχειρίσεως, πράγμα το οποίο απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να ελέγξει.

 

34. Πρέπει, δεύτερον, να κριθεί αν ο εισαγωγέας μπορεί να επικαλεσθεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη κατά το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του τελωνειακού κώδικα, προκειμένου να αντικρούσει τον εκ των υστέρων καταλογισμό των εισαγωγικών δασμών, προβάλλοντας ότι τελούσε σε καλή πίστη, μολονότι δεν προέβη σε επαλήθευση των περιστάσεων που οδήγησαν στην έκδοση, από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής, του πιστοποιητικού καταγωγής «τύπου A», όπως είναι τα πιστοποιητικά των εξαρτημάτων από τα οποία αποτελούνται τα εμπορεύματα ή ο ρόλος του εξαγωγέα στην κατασκευή τους.

 

35. [.]

 

36.  Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, έστω και αν, εν προκειμένω, το σφάλμα έπρεπε να ανάγεται σε ενεργό συμπεριφορά των τελωνειακών αρχών του κράτους εξαγωγής, θα χρειαζόταν πάντως επιπλέον, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως, μεταξύ άλλων, να πρόκειται για σφάλμα τέτοιας φύσεως ώστε να μην μπορούσε λογικά να γίνει αντιληπτό από καλόπιστο οφειλέτη, παρά την επαγγελματική του πείρα και την επιμέλεια την οποία όφειλε να επιδείξει (βλ., ιδίως, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2002, Ilumitrónica, C‑251/00, EU:C:2002:655, σκέψη 38).

 

Από τα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι δεν έγινε οποιαδήποτε προσπάθεια από τον εισαγωγέα, εφεσίβλητη, εξακρίβωσης ή επιβεβαίωσης της πραγματικής καταγωγής των εμπορευμάτων.  Η εφεσίβλητη αρκέστηκε να προτάξει το γεγονός ότι, από την ιστοσελίδα της εξαγωγικής εταιρείας, ανεγράφετο ότι είχε τις εγκαταστάσεις της στη Μαλαισία. Κανένα άλλο στοιχείο του φακέλου ή εκ των όσων αντέταξε η εφεσίβλητη, παραπέμπει ότι όντως η ίδια η εφεσίβλητη έλαβε τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να προφυλαχθεί από τον κίνδυνο μιας εκ των υστέρων είσπραξης των εισαγωγικών δασμών ή επικοινώνησε ή τέθηκε ερώτημα προς αυτή την κατεύθυνση, προς το Τμήμα Τελωνείων της Δημοκρατίας, για περαιτέρω διερεύνηση. 

 

Σχετική επί του τελευταίου η απόφαση της Επιτροπής, ημερ. 30.11.2012, Commission Decision C(2012) 8694, «finding that it is justified to waive post-clearance entry in the accounts in a particular case (REC 01/2011)», τα γεγονότα της οποίας οδήγησαν σε δικαίωση του αιτητή ο οποίος, όπως διαπιστώθηκε, ενήργησε καλή τη πίστη. Στην εν λόγω περίπτωση διεφάνη σφάλμα της χώρας εξαγωγής, ο δε εισαγωγέας αποδεδειγμένα είχε δράσει καλόπιστα: πριν τη συμφωνία με τον προμηθευτή για την αγορά εμπορευμάτων έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα προς εξασφάλιση της προνομιακής κατάταξης των εμπορευμάτων στη βάση κατάλληλων εγγράφων, όπως και έλαβε υπόψη του  και  άλλους παράγοντες: τον υπολογισμό κόστους και των εργατικών του προϊόντος, ενώ εν τω μεταξύ, βρισκόταν σε επικοινωνία με τις τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής.

 

Για να προφυλαχθεί λοιπόν ο οφειλέτης δασμών από τους ανάλογους κινδύνους, θα πρέπει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, Vαlsts (ανωτέρω):

 

37. Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι απόκειται στους επιχειρηματίες, εφόσον έχουν αμφιβολίες ως προς την ορθή εφαρμογή των διατάξεων η παράβαση των οποίων μπορεί να έχει ως συνέπεια τη γένεση τελωνειακής οφειλής ή ως προς τον καθορισμό της καταγωγής του εμπορεύματος, να ενημερώνονται και να αναζητούν όλες τις δυνατές διευκρινίσεις προκειμένου να εξακριβώσουν αν ευσταθούν οι αμφιβολίες αυτές (βλ. υπ' αυτήν την έννοια, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Μαΐου 1996, Faroe Seafood κ.λπ., C‑153/94 και C‑204/94, EU:C:1996:198, σκέψη 100, και της 11ης Νοεμβρίου 1999, Söhl & Söhlke, C‑48/98, EU:C:1999:548, σκέψη 58).

 

38. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι απόκειται στους επιχειρηματίες να λαμβάνουν, στο πλαίσιο των συμβατικών τους σχέσεων, τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να προφυλαχθούν από τους κινδύνους ενός εις βάρος τους μέτρου εκ των υστέρων εισπράξεως και ότι ένα τέτοιο προληπτικό μέτρο μπορεί ιδίως να συνίσταται στην εκ μέρους του οφειλέτη απόκτηση από τον αντισυμβαλλόμενο, επ' ευκαιρία ή κατόπιν της συνάψεως της συμβάσεως, όλων των αποδεικτικών στοιχείων που επιβεβαιώνουν ότι τα εμπορεύματα κατάγονται από το κράτος το οποίο υπάγεται στο σύστημα γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων, περιλαμβανομένων και των εγγράφων που αποδεικνύουν την καταγωγή αυτή (βλ., υπ' αυτήν την έννοια, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2012, Lagura Vermögensverwaltung, C‑438/11, EU:C:2012:703, σκέψεις 30 και 31).

 

39.  Από τα ανωτέρω δεν συνάγεται πάντως γενική υποχρέωση του εισαγωγέα να ελέγχει κατά τρόπο συστηματικό τις περιστάσεις της εκδόσεως, από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής, πιστοποιητικού καταγωγής «τύπου A», στις οποίες περιλαμβάνεται και ο ρόλος του εξαγωγέα στην κατασκευή των εμπορευμάτων. Ο εισαγωγέας υπέχει τέτοια υποχρέωση μόνον αν έχει προφανείς λόγους ώστε να αμφιβάλλει για την ορθότητα ενός πιστοποιητικού καταγωγής. Σε μια τέτοια περίπτωση, αν παρ' όλ' αυτά δεν αναζήτησε πληροφορίες, εντός των ορίων των δυνατοτήτων του, για τις περιστάσεις της εκδόσεως του πιστοποιητικού αυτού προκειμένου να ελέγξει αν οι εν λόγω αμφιβολίες ήταν δικαιολογημένες, θα πρέπει να κριθεί ότι το πρόδηλο σφάλμα των τελωνειακών αρχών του κράτους εξαγωγής θα μπορούσε ή θα έπρεπε να είχε γίνει αντιληπτό από τον εισαγωγέα, κατά τρόπον ώστε αυτός να μη δύναται να προβάλει ότι τελούσε σε καλή πίστη κατά το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του τελωνειακού κώδικα.»

 

Από τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντα και από το διοικητικό φάκελο δεν διαπιστώνεται σφάλμα των οικείων αρμοδίων αρχών: οι εφεσείοντες έχουν αποδείξει με πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία, «ότι η έκδοση από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής του ανακριβούς πιστοποιητικού τύπου «Α», οφείλεται στην ανακριβή έκθεση των γεγονότων ή «απάτης», όπως δέχεται και η εφεσίβλητη, εκ μέρους του εξαγωγέα», Valsts (ανωτέρω), όπως εκ των υστέρων διαπιστώθηκε από τις Μαλαισιανές Αρχές.  Λανθασμένα λοιπόν υπό το φως των ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως απαραίτητη προϋπόθεση για έκδοση της εκ των υστέρων βεβαίωσης οφειλής, την οποιαδήποτε γνώση, εμπλοκή ή άμεση ή έμμεση συμμετοχή της εφεσίβλητης ως προς την αναληθή δήλωση, σε σχέση με τη χώρα καταγωγής των εμπορευμάτων που οδήγησε «στην αναπαραγωγή της λανθασμένης διασάφησης».  Δεν είναι αρκετό αφ΄ εαυτού το γεγονός ότι η εφεσίβλητη ενήργησε, ως η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου «καλόπιστα υπό το φως των δεδομένων και πιστοποιητικών που είχαν», βλ. σχετικά Framespex Ltd  (ανωτέρω).  Εν προκειμένω, οι αποφάσεις στις οποίες κάνει αναφορά το πρωτόδικο Δικαστήριο[5] εφαρμόζονται μόνο σε περίπτωση που βρίσκονται σε συμφωνία με το δεσμευτικό λόγο της νομολογίας του ΔΕΕ, ως ανωτέρω. Εν πάση περιπτώσει, δεν συντρέχουν σωρευτικά οι τρεις προϋποθέσεις επίκλησης/εφαρμογής του δόγματος της παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης  εμπιστοσύνης. Το κυριότερο όλων, δεν εντοπίζεται σφάλμα της ίδιας της εφεσείουσας.  Η εφεσίβλητη λόγω της μεγάλης πείρας της στις εισαγωγές και γνώστρια της διαδικασίας αντιντάπιγκ, της δημοσίευσης σχετικής γνωμάτευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα έπρεπε να είχε αναζητήσει περαιτέρω πληροφορίες από το αρμόδιο τμήμα του Τελωνείου ή τις Μαλαισιανές αρχές, ως προς το καθεστώς της εταιρείας εξαγωγής.».

 

Σύμφωνα λοιπόν με τα πιο πάνω, προκειμένου να μπορεί βάσιμα να γίνει επίκληση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι τρείς προαναφερθείσες προϋποθέσεις, πρώτη εκ των οποίων είναι η ύπαρξη σφάλματος των ίδιων των αρμόδιων αρχών για τη μη είσπραξη του δασμού. Εν προκειμένω, δεν εντοπίζω ένα τέτοιο σφάλμα εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση: το γεγονός ότι υπήρξε αρχική αποδοχή και αποδέσμευση των σχετικών διασαφήσεων από το Τμήμα Τελωνείων, καθώς και αρχική αποδοχή της αναγραφόμενης καταγωγής των υπό αναφορά ποδηλάτων δεν συνιστά «σφάλμα των αρμόδιων αρχών», υπό το φως βεβαίως και της προεκτεθείσας νομολογίας. Αντίθετα, ως αναφέρεται και στην ίδια την έκθεση της OLAF (παράρτημα 12 στην ένσταση), επρόκειτο ουσιαστικά για απάτη (“fraud” είναι η λέξη που χρησιμοποιείται στο κείμενο) ως προς την καταγωγή των ποδηλάτων, η ανίχνευση της οποίας υπήρξε ιδιαίτερα δυσχερής και απαιτούσε μια εις βάθος έρευνα από διάφορους εμπλεκόμενους αρμόδιους φορείς αλλά και τη συλλογή πληροφοριών από διάφορες πηγές. Μάλιστα, ως χαρακτηριστικά αναγράφεται, ούτε οι ίδιες οι αρχές της, άμεσα εμπλεκόμενης χώρας, Σρι Λάνκα δεν μπορούσαν να γνωρίζουν ότι τα συγκεκριμένα εμπορεύματα δεν πληρούσαν τα κριτήρια καταγωγής, δεδομένου ότι οι σχετικές πληροφορίες που είχαν υποβληθεί από τις εμπλεκόμενες εταιρείες πιστοποιήθηκαν από ορκωτούς λογιστές ότι ήσαν αληθείς και ακριβείς.

 

Συνεπώς, η μη είσπραξη των δασμών δεν οφειλόταν σε σφάλμα του Τμήματος Τελωνείων, ούτε και από οποιοδήποτε ενώπιον μου στοιχείο προκύπτει οτιδήποτε που να συνηγορεί περί του αντιθέτου. Αντίθετα, ως έχει προαναφερθεί, η διαδικασία που ακολουθήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με την αρχική αποδοχή της χώρας καταγωγής των ποδηλάτων και την αποδέσμευση των σχετικών διασαφήσεων ήταν η προβλεπόμενη. Εν προκειμένω, όπως άλλωστε αβίαστα προκύπτει και από το σώμα της επίδικης απόφασης, αλλά και από τα γεγονότα της υπόθεσης, οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν κατ’ εφαρμογή της οικείας ημεδαπής και Κοινοτικής νομοθεσίας και μερίμνησαν να ενημερώσουν τους ενδιαφερόμενους, εν προκειμένω τους αιτητές, για τη διερεύνηση του όλου ζητήματος, λαμβάνοντας και σχετικές καταθέσεις από το διευθυντή και τον γραμματέα της εταιρείας.

 

Ενόψει των πιο πάνω και της διαπίστωσης ότι η μη είσπραξη των οφειλόμενων δασμών δεν οφείλεται σε σφάλμα των καθ’ ων η αίτηση, δεν μπορεί να γίνεται επίκληση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ούτε και να προβάλλονται ισχυρισμοί περί παραβίασης της εν λόγω αρχής, εφόσον δεν πληρούται η πρώτη εκ των απαιτούμενων προϋποθέσεων, προκειμένου κάτι τέτοιο να καθίσταται εφικτό.

 

Με την πιο πάνω δε διαπίστωση, καθίσταται άνευ ιδιαίτερης σημασίας το κατά πόσον οι ίδιοι οι αιτητές ενήργησαν καλόπιστα, καταβάλλοντας τη δέουσα επιμέλεια και προβαίνοντας, στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, στις δέουσες ενέργειες. Πράγματι, στις δυο καταθέσεις, ημερομηνίας 14.5.2015 (παραρτήματα 13 και 14 στην ένσταση) που λήφθηκαν από τον διευθυντή και τον γραμματέα των αιτητών, αναφέρονται διάφορες ενέργειες στις οποίες αυτοί προέβησαν προκειμένου να εξασφαλίσουν περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με την εταιρεία κατασκευής των ποδηλάτων καθώς και ότι από τα ενώπιον τους στοιχεία δεν μπορούσαν να αμφιβάλλουν ότι χώρα καταγωγής των ποδηλάτων ήταν η Σρι Λάνκα. Παρατηρώ δε ότι στον οικείο διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο στάδιο των διευκρινίσεων περιέχονται διάφορες φωτογραφίες σχετικές με το εργοστάσιο κατασκευής των ποδηλάτων, ως και αλληλογραφία μεταξύ του γραμματέα των αιτητών και εκπροσώπου της κατασκευάστριας εταιρείας, στην οποία παρέχονται διαβεβαιώσεις για τη χώρα καταγωγής των ποδηλάτων. Επ’ αυτών, και χωρίς να αμφισβητείται το αληθές των όσων ισχυρίζονται στις καταθέσεις τους οι δυο εκπρόσωποι των αιτητών, θα πρέπει να παρατηρήσω ότι η σχετική αλληλογραφία που περιέχεται στο φάκελο ανατρέχει στο έτος 2015, ήτοι μετά που προέκυψε το όλο ζήτημα αναφορικά με την «απάτη» ως προς τη χώρα καταγωγής των εμπορευμάτων και στο πλαίσιο διενέργειας των σχετικών ερευνών. Δεν προκύπτει όμως οτιδήποτε που να δεικνύει ότι οι αιτητές είχαν αναζητήσει περαιτέρω πληροφορίες είτε από το αρμόδιο Τμήμα του Τελωνείου είτε από τις αρχές της χώρας εξαγωγής ως προς το καθεστώς του προμηθευτή και την καταγωγή των ποδηλάτων κατά τον ουσιώδη χρόνο, «επ’ ευκαιρία ή κατόπιν της συνάψεως της συμβάσεως» (βλ. Lagura Vermögensverwaltung και Valsts, ανωτέρω). Θεωρώ δε πως, στο πλαίσιο της απαιτούμενης καταβολής της δέουσας επιμέλειας, καθίστατο αναγκαία η διενέργεια των πιο πάνω ενεργειών από τους αιτητές, οι οποίοι, ας σημειωθεί, είχαν επαρκή πείρα στον συγκεκριμένο τομέα εισαγωγών λόγω της ενασχόλησής τους από το έτος 2000, και οι οποίοι, περαιτέρω, γνώριζαν πως τα κεντρικά γραφεία της εταιρείας εξαγωγής βρίσκονταν όχι στη Σρι Λάνκα, αλλά στην Κίνα και, εν συνεχεία, στο Χονγκ Κονγκ και είναι μέσω τραπεζών που βρίσκονταν στις εν λόγω χώρες που πραγματοποιούσαν τις σχετικές πληρωμές. 

 

Δεν παραγνωρίζω, ως έχω ήδη προαναφέρει, ότι στην ίδια την έκθεση της OLAF ρητά καταγράφεται ότι στην υπό αναφορά υπόθεση υπήρξε ουσιαστικά απάτη (“fraud”) ως προς την καταγωγή των ποδηλάτων, η ανίχνευση της οποίας υπήρξε ιδιαίτερα δυσχερής και απαιτούσε μια εις βάθος έρευνα από διάφορους εμπλεκόμενους αρμόδιους φορείς αλλά και τη συλλογή πληροφοριών από διάφορες πηγές. Συνεπώς, με αυτά τα δεδομένα, κάλλιστα θα μπορούσε να λεχθεί ότι δεν μπορούσε να αναμένεται από τους αιτητές να είναι σε θέση να εντοπίσουν την παρατυπία και/ή το σφάλμα ως προς τη χώρα καταγωγής των ποδηλάτων. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση και ακόμα και αν γίνει δεκτή η θέση των αιτητών ότι ενήργησαν σύννομα και καλόπιστα και ότι, καταβάλλοντας τη δέουσα επιμέλεια, έπραξαν όλα όσα θα μπορούσαν να πράξουν αναφορικά με τη διαπίστωση της χώρας καταγωγής των εμπορευμάτων, δεν αναιρείται η προηγηθείσα διαπίστωση του Δικαστηρίου τούτου ότι, σε κάθε περίπτωση, για τους λόγους που εξηγήθηκαν, δεν εντοπίζεται εν προκειμένω οποιοδήποτε σφάλμα των καθ’ ων η αίτηση, με αποτέλεσμα να μην συντρέχουν οι προϋποθέσεις προκειμένου να μπορεί να τύχει εφαρμογής η αρχή της προστασίας της εμπιστοσύνης του διοικουμένου.

 

Συναφώς, και υπό το πρίσμα των πιο πάνω, είναι αδιάφορο για τους σκοπούς εξέτασης του υπό συζήτηση ζητήματος, το γεγονός ότι δεν είχαν οι αιτητές οποιαδήποτε γνώση, εμπλοκή ή συμμετοχή (άμεση ή έμμεση) ως προς την παρατυπία και/ή την αναληθή δήλωση σε σχέση με τη χώρα καταγωγής των ποδηλάτων, που οδήγησε στην αποδέσμευση των σχετικών διασαφήσεων. Ακόμη δε και να γίνει δεκτό ότι οι αιτητές ενήργησαν εν προκειμένω νόμιμα και καλόπιστα, στη βάση των δεδομένων και εγγράφων που είχαν στη διάθεσή τους, αυτό δεν είναι αρκετό αφ’ εαυτού ενόψει του δεσμευτικού λόγου της προαναφερθείσας νομολογίας του Δ.Ε.Ε., αλλά και της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Panipsos, ανωτέρω. Συνακόλουθα, δεν έχει έρεισμα ο ισχυρισμός της πλευράς των αιτητών περί μη εφαρμογής του άρθρου 48 του Νόμου στην παρούσα περίπτωση.

 

Εν πάση περιπτώσει, επαναλαμβάνω ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν συντρέχουν σωρευτικά οι τρεις προϋποθέσεις επίκλησης και εφαρμογής του δόγματος της παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης  εμπιστοσύνης, εφόσον δεν εντοπίζεται σφάλμα των ίδιων των καθ’ ων η αίτηση.

 

Περαιτέρω, δεν μπορεί να έχει έρεισμα ο ισχυρισμός περί αναιτιολόγητης και/ή μη επαρκώς αιτιολογημένης απόφασης και ο σχετικός εγειρόμενος λόγος ακύρωσης θα πρέπει να απορριφθεί.  

 

Αντιθέτως, από την εξέταση τόσο της επιστολής των καθ’ ων η αίτηση προς τους αιτητές, ημερομηνίας 8.7.2015, και την εκεί περιεχόμενη επίδικη απόφαση, όσο και από το σύνολο των παραρτημάτων της ένστασης και, γενικότερα, των εγγράφων που έχουν τεθεί ενώπιον μου, καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, υποκείμενη ωσαύτως στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου πάγια και διαχρονικά απαιτεί (βλ. Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Από το περιεχόμενο της προαναφερθείσας επιστολής, όπου περιέχεται η επίδικη απόφαση, αποκαλύπτεται το πλήρες σκεπτικό και οι λόγοι που οδήγησαν στη διαμόρφωση αυτής και στην κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση για την εκ των υστέρων βεβαίωση.

 

Επιπρόσθετα, το σκεπτικό της εν λόγω απόφασης συμπληρώνεται και από άλλα έγγραφα που βρίσκονται ως παραρτήματα στην ένσταση της Δημοκρατίας, όπως είναι βεβαίως η έκθεση της OLAF ημερ. 3.12.2014 (παράρτημα 12 στην ένσταση των καθ’ ων η αίτηση), αλλά και οι σχετικές διασαφήσεις εισαγωγής των ποδηλάτων στη Δημοκρατία. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία των οικείων διοικητικών φακέλων, σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται και στο άρθρο 29 του Νόμου 158(Ι)/1999, αλλά και την πάγια επί του θέματος ημεδαπή νομολογία (βλ. P. & R. FINAL FORMATION LIMITED ν. Δημοκρατίας (2005) 4 Α.Α.Δ. 993, Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Περικλέους (1999) 3 Α.Α.Δ. 170, Χριστοδουλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1297 και Θεοδωρίδου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 146). Η μη αναφορά στο σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης της μαρτυρίας που οδήγησε στη χώρα καταγωγής των ποδηλάτων, δεν αφαιρεί από την αιτιολογία ή την εγκυρότητα της πράξης, ως η εισήγηση του συνηγόρου των αιτητών. Αυτή ακριβώς ήταν και η προσέγγιση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Panipsos, ανωτέρω, όπου εξετάστηκε το ίδιο ζήτημα. Εξάλλου, υπενθυμίζεται, τα πορίσματα της έρευνας προκύπτουν με βεβαιότητα από το διοικητικό φάκελο και περιέχονται και στην ένσταση των καθ’ ων η αίτηση.

 

Περαιτέρω, με βάση τα όσα έχουν λεχθεί πιο πάνω, κρίνω ότι στερούνται βασιμότητας και οι ισχυρισμοί περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας και συνακόλουθης πλάνης, πραγματικής, αλλά και νομικής, η οποία απέληξε στην εσφαλμένη εφαρμογή των οικείων νομοθετικών διατάξεων.

 

Δεν έχω εντοπίσει οτιδήποτε που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης. Αντίθετα, από το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και με βάση τα όσα έχω ήδη αναφέρει πιο πάνω, κρίνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση, πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, είχαν προβεί στη δέουσα έρευνα και είχαν ενώπιον τους όλα τα στοιχεία, περιλαμβανομένoυ βεβαίως του προαναφερθέντος πορίσματος της OLAF, αλλά και των συγκεκριμένων διασαφήσεων εισαγωγής και των εγγράφων τελωνισμού των ποδηλάτων, τα οποία είχαν εξασφαλίσει από τους αιτητές, ενήργησαν δε αυτοί, ως ήδη ελέχθη, στη βάση συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου. Ούτε και έχω διαπιστώσει εσφαλμένη εφαρμογή και/ή ερμηνεία είτε των διατάξεων των προαναφερθέντων Κοινοτικών Κανονισμών, είτε των διατάξεων του Νόμου.

 

Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

Τέλος, συναφής με τους ισχυρισμούς περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη Διοίκηση, είναι και ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί παραβίασης της χρηστής διοίκησης. Ο συγκεκριμένος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης έγκειται εν πολλοίς στο επιχείρημα ότι οι καθ’ ων η αίτηση επέτρεψαν αρχικά μια ευνοϊκή για τους αιτητές κατάσταση και τελικά, με την εκ των υστέρων βεβαίωση της συγκεκριμένης τελωνειακής οφειλής, προκάλεσαν ζημιά στην οικονομική κατάσταση των αιτητών, αφού τα ποδήλατα προωθήθηκαν στην αγορά και τέθηκαν σε πώληση, χωρίς να συμπεριληφθεί στην τιμή ο εκ των υστέρων βεβαιωμένος δασμός. Με βάση τα όσα έχουν ήδη λεχθεί πιο πάνω, κρίνω ότι ούτε ο συγκεκριμένος ισχυρισμός μπορεί να έχει έρεισμα. Επιπρόσθετα, κρίνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν εντός ευλόγου χρόνου, εφόσον ο χρόνος που μεσολάβησε από την ολοκλήρωση της, γενικά παραδεκτώς δυσχερούς, έρευνας της υπόθεσης (η οποία είχε ήδη ξεκινήσει από το έτος 2011) με την ετοιμασία του τελικού πορίσματος και/ή της έκθεσης της OLAF στις 3.12.2014 και εν συνεχεία την ολοκλήρωση των απαιτούμενων καταθέσεων στις 14.5.2015, μέχρι και την έκδοση της επίδικης απόφασης στις 8.7.2015 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπερβολικός και, εν πάση περιπτώσει, ότι εκφεύγει των λογικών και/ή εύλογων ορίων.

 

Τέλος, κρίνεται χρήσιμο να επισημανθεί ότι κατά πάγια και διαχρονική νομολογία, «το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στις αποφάσεις των φορολογικών αρχών και στην ερμηνεία που έχουν δώσει σε σχετικές πρόνοιες της νομοθεσίας της δικής τους αρμοδιότητας, εάν είναι της γνώμης ότι οι εν λόγω αποφάσεις ήταν εύλογα και ορθά επιτρεπτές, στη βάση των ορθών γεγονότων και υπό το φως ορθής εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας και νομικών αρχών  (Ignatiou & another v. The Republic (1989) 3 CLR 346)» (βλ. Δημοκρατία ν. Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd, ECLI:CY:AD:2016:C419, Α.Ε. Αρ. 197/2010, 12.9.2016). Όπως συναφώς λέχθηκε και στην απόφαση της Ολομέλειας στην Panipsos, ανωτέρω, «Η ουσιαστική εκτίμηση, από το διοικητικό όργανο, των πραγματικών καταστάσεων που συνιστούν τις νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση της διοικητικής πράξης δεν υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο παρά μόνον όταν η εκτίμηση αυτή έχει σχέση με την άσκηση διακριτικής ευχέρειας και ελέγχεται η υπέρβαση των ακραίων ορίων της (ΣΕ 201/1978, 923 1369/1983, 4356/1987)», ζήτημα που δεν συντρέχει στην υπό εξέταση περίπτωση.

 

Καταλήγω λοιπόν ότι ουδείς προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης ευσταθεί και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

                                                                                                    

Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Δ.Δ.Δ.



[1] Συναφώς, οι αιτητές είχαν καταχωρήσει τέσσερεις διασαφήσεις, με ημερομηνίες 23.6.2009, 16.11.2009, 15.6.2010 και 31.5.2011.

[2] Εκτενής αναφορά στην εν λόγω απόφαση γίνεται κατωτέρω.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο