ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ κ.α., Υπόθεση Αρ. 553/2015, 9/10/2019

ECLI:CY:DD:2019:548

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                    

 

(Υπόθεση Αρ. 553/2015)

 

9 Οκτωβρίου 2019

[Φ. ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Δ.Δ.Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 28, 29, 30, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                       ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ                                                                                                      Αιτητής

 

                                                  ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ

2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

 

 

Καθ’ ων  η Αίτηση.

 

Χρ. Χριστάκη, για Αιτητή

Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Δ.Δ.Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος την 1.4.2014 αφυπηρέτησε υποχρεωτικά από το Στρατό της Δημοκρατίας με τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη λόγω συμπλήρωσης του προβλεπόμενου ορίου ηλικίας, προσβάλλει ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος την «πράξη και/ή απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 19.2.2015 (παράρτημα Α στην παρούσα) και με την οποία απέρριψαν το υποβληθέν αίτημα του αιτητή για συνυπολογισμό στα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα και της πλασματικής του υπηρεσίας στο Στρατό της Δημοκρατίας».

 

Στην προαναφερθείσα επιστολή του Υπουργείου Άμυνας προς τον αιτητή, πληροφορούνταν ο τελευταίος ότι το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, το οποίο εξέτασε την περίπτωσή του, εξέφρασε την άποψη ότι κατά τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του αιτητή, «ορθά δεν λήφθηκε υπόψη οποιαδήποτε πλασματική υπηρεσία, εφόσον τούτο προβλέπει η κείμενη νομοθεσία».

 

Προηγουμένως, το καθ’ ου η αίτηση 1, με επιστολή του προς τον αιτητή, ημερομηνίας 8.10.2013 (παράρτημα 1 στην ένσταση των καθ’ ων η αίτηση), ενημέρωνε αυτόν ότι, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 4 του περί των Μελών του Στρατού της Δημοκρατίας (Αφυπηρέτηση και Συναφή Θέματα) (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου του 2012 (Ν.215(Ι)/2012)(«ο Νόμος»), και δη του άρθρου 4(1)(ε) αυτού, η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτηση μονίμου στελέχους του Στρατού της Δημοκρατίας στο βαθμό του Αντισυνταγματάρχη, ο οποίος συμπλήρωνε το 56ο έτος της ηλικίας του μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου του 2013 και 31ης Δεκεμβρίου 2013, και των δυο ημερομηνιών συμπεριλαμβανομένων, ήταν η ηλικία των 56 ετών και έξι μηνών. Σύμφωνα λοιπόν με το εν λόγω άρθρο, επειδή ο αιτητής, στις 28.9.2013, συμπλήρωνε το 56ο έτος της ηλικίας του, θα αφυπηρετούσε υποχρεωτικά την 1.4.2014, «λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές διατάξεις των περί Συντάξεων Νόμων».

 

Ακολούθως, με επιστολή των δικηγόρων του προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας, ημερομηνίας 2.5.2014 (παράρτημα 5 στην ένσταση), ο αιτητής υπέβαλλε τη θέση ότι η συντάξιμη υπηρεσία του (πραγματική και πλασματική) ανερχόταν σε 419 μήνες, με αποτέλεσμα, εφόσον αυτή υπερέβαινε τους 400 μήνες, να δικαιούται σε πλήρη σύνταξη, με βάση τον περί Συντάξεων Νόμο του 1997 (Ν.97(Ι)/1997), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Με αναφορά στις πρόνοιες του άρθρου 9(1)(α) του Νόμου, αλλά και του άρθρου 7(4) του περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων των Κρατικών Υπάλληλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου του 2012 (Ν. 216(Ι)/2012), οι συνήγοροι του αιτητή ανέφεραν και τα ακόλουθα στην προαναφερθείσα επιστολή τους:

 

«Κρίνουμε συναφώς σκόπιμο να επισημάνουμε ότι ο Νομοθέτης, με τις υπό αναφορά νομικές πρόνοιες, κατοχύρωσε τα κεκτημένα μέχρι 31.12.2012 δικαιώματα, περιλαμβανομένης της πλασματικής υπηρεσίας των μελών των Σωμάτων Ασφαλείας. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα ήταν παράνομη ως καταργούσα κεκτημένο δικαίωμα αναδρομικά, αλλά και θα αντέκειτο προς το άρθρο 28 του Συντάγματος και τις συναφείς πρόνοιες της νομοθεσίας και της νομολογίας, που καθιερώνουν την αρχή της ίσης μεταχείρισης πάντως των υπό τις αυτές συνθήκες τελούντων (μέλη Δυνάμεων Ασφαλείας).

 

Ως εκ των ανωτέρω, πιστεύουμε ότι θα συμφωνήσετε μαζί μας ότι ο κύριος Μιχαηλίδης πρέπει να πιστωθεί, για σκοπούς συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, με την κερδηθείσα μέχρι 31.12.2012 πλασματική υπηρεσία, όχι όμως με οποιαδήποτε τέτοια υπηρεσία που θα κέρδιζε μετά την εν λόγω ημερομηνία και με βάση το προϊσχύσαν νομικό καθεστώς.».

 

Ως έχει προαναφερθεί, τα πιο πάνω έτυχαν εξέτασης από τους καθ’ ων η αίτηση και το καθ’ ου η αίτηση 2, με επιστολή του προς το καθ’ ου η αίτηση 1, ημερομηνίας 23.7.2014, διατύπωνε τη θέση ότι ορθά δεν λήφθηκε υπόψη οποιαδήποτε πλασματική υπηρεσία του αιτητή, εφόσον τούτο προβλέπει η κείμενη νομοθεσία και «οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος θα καταστρατηγούσε τις Αρχές του Διοικητικού Δικαίου και ειδικότερα την Αρχή της Νομιμότητας, σύμφωνα με την οποία οι δραστηριότητες της διοίκησης προσδιορίζονται και περιορίζονται από το εκάστοτε ισχύον δίκαιο».

 

Οι πιο πάνω θέσεις των καθ’ ων η αίτηση γνωστοποιήθηκαν στον αιτητή δια της προαναφερθείσας επιστολής τους, ημερομηνίας 19.2.2015, όπου περιέχεται η επίδικη, απορριπτική απόφαση, κατά της οποίας ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή στις 4.5.2015.

 

Νομικοί ισχυρισμοί

 

Οι συνήγοροι του αιτητή επέλεξαν να αναπτύξουν δια των γραπτών τους αγορεύσεων έναν και μοναδικό λόγο ακύρωσης, δια του οποίου εγείρεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του Νόμου 215(Ι)/2012.

 

Κατά τον συγκεκριμένο εγειρόμενο, δισκελή, λόγο ακύρωσης,  το άρθρο 9(1)(α) του Νόμου 215(Ι)/2012, δυνάμει του οποίου καταργήθηκαν οι παράγραφοι (3) και (4) του Κανονισμού 49 των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 μέχρι 2012, ως αυτοί ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο («οι Κανονισμοί»), εν πρώτοις παραβιάζει και/ή αντίκειται στο Άρθρο 23 του Συντάγματος και το εκεί κατοχυρωμένο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και το δικαίωμα στη σύνταξη, ως περιουσιακό και/ή ιδιοκτησιακό δικαίωμα.

 

Κατά τη σχετική εισήγηση, η συγκεκριμένη διάταξη του άρθρου 9 θίγει τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα του αιτητή, εφόσον αυτή «διαγράφει και/ή μηδενίζει και/ή εξαφανίζει την πλασματική υπηρεσία του αιτητή, την οποία κατά το χρόνο έναρξης εφαρμογής του Ν.215(Ι)/2012 ο αιτητής είχε, από τις 16.9.2008 και μέχρι την 31.12.2012, αναγνωρισμένη υπέρ του ως κεκτημένο συνταξιοδοτικό ωφέλημα και/ή περιουσιακό στοιχείο, δυνάμει του κατά τα πιο πάνω καταργηθέντος Κανονισμού». Ως προβάλλει ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, κατά την 31.12.2012 ο αιτητής, ο οποίος στις 14.9.2008 είχε συμπληρώσει υπηρεσία 25 ετών στην Εθνική Φρουρά και ο οποίος από 15.9.2008 μέχρι την 31.12.2012, ήτοι αμέσως πριν από τη θέσπιση του Νόμου 215(Ι)/2012, είχε, με βάση τον προαναφερθέντα Κανονισμό 49(4) των Κανονισμών, 51 ½ μήνες πλασματικής υπηρεσίας, συνολική δε υπηρεσία (πραγματική και πλασματική) 402 μήνες, ήτοι υπηρεσία υπερβαίνουσα τους 400 μήνες, δικαιούταν σε πλήρη σύνταξη. Ωστόσο, με την υπό του άρθρου 9(1) κατάργηση των πιο πάνω κανονιστικών διατάξεων, διεγράφησαν οι προαναφερθέντες 51 ½ μήνες πλασματικής υπηρεσίας και, συνακόλουθα, μειώθηκε και το ύψος της σύνταξης του αιτητή, εφόσον μειώθηκε η διάρκεια της συντάξιμης υπηρεσίας του. Αυτός ο «μηδενισμός», κατά τους συνηγόρους του αιτητή, συνιστά δραστική επέμβαση εις βάρος του αποκρυσταλλωμένου, κεκτημένου συνταξιοδοτικού ωφελήματος του αιτητή, με αποτέλεσμα να υφίσταται παραβίαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος: το άρθρο 9(1) του Νόμου 215(Ι)/2012 συνιστά αδικαιολόγητη και ανεπίτρεπτη συνταγματικά επέμβαση στον περιουσιακό δικαίωμα του αιτητή. Γίνεται συναφώς, προς επίρρωση της σχετικής επιχειρηματολογίας, εκτενής αναφορά στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Μαρία Κουτσελίνη Ιωαννίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 740/2011 κ.α., ημερ. 7.10.2014.

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με την πλευρά του αιτητή, το άρθρο 9(1) του Νόμου αντίκειται και στο Άρθρο 28 του Συντάγματος και την εκεί κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας, εφόσον το εν λόγω άρθρο, «αντίθετα με ότι πράττει το άρθρο 7(4) του Ν. 216(Ι)/2012, προβαίνει αδικαιολόγητα και αυθαίρετα σε άνιση, δυσμενή διάκριση σε βάρος του αιτητή, Αξιωματικού της Εθνικής Φρουράς, σε σχέση με τα μέλη της Αστυνομίας, υπέρ των οποίων με το άρθρο 7(4) του Ν. 216(Ι)/2012 αναγνωρίζεται, για σκοπούς συνταξιοδοτικών ωφελημάτων η πλασματική υπηρεσία την οποία έχουν μέχρι 31.12.2012, δηλαδή την ημερομηνία αμέσως πριν την 1.1.2013 που τέθηκε σε ισχύ ο Ν. 216(Ι)/2012».

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα και κατ’ ορθή εφαρμογή της οικείας νομοθεσίας, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη.

 

Εξηγούν οι καθ’ ων η αίτηση δια της ενστάσεως τους ότι, επειδή ο αιτητής, ο οποίος είχε διοριστεί στο Στρατό της Δημοκρατίας στις 15.9.1983, συμπλήρωνε στις 28.9.2013, το 56ο έτος της ηλικίας του, αφυπηρετούσε υποχρεωτικά την 1.4.2014, συμφώνως των προνοιών του άρθρου 4 του Νόμου. Με τον εν λόγω Νόμο, συνεχίζουν οι καθ’ ων, και δη δυνάμει του άρθρου 9 αυτού, καταργήθηκαν οι υπό του Κανονισμού 49 των Κανονισμών προβλεπόμενες ευνοϊκές ρυθμίσεις για τους Αξιωματικούς[1]. Σύμφωνα δε με το άρθρο 11 του Νόμου, οι πρόνοιες του άρθρου 4 δεν τυγχάνουν εφαρμογής στα μέλη του Στρατού που βρίσκονταν ήδη σε προαφυπηρετική άδεια κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του Νόμου, ήτοι κατά την 1.1.2013. Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω, η περίπτωση του αιτητή δεν ενέπιπτε στις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου 11 και, ως εκ τούτου, λαμβανομένης και της προηγηθείσας κατάργησης, αυτός αφυπηρέτησε χωρίς να δικαιούται οποιασδήποτε ευνοϊκής ρύθμισης, με αποτέλεσμα να μην συμπληρώνει 400 μήνες πραγματικής υπηρεσίας, προκειμένου να δικαιούται πλήρη σύνταξη.

 

Επιπρόσθετα, εγείρεται, για πρώτη φορά δια της γραπτής αγόρευσης των καθ’ ων η αίτηση, προδικαστική ένσταση περί ελλείψεως του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος του αιτητή να προσβάλει την επίδικη απόφαση, εφόσον οι ισχυρισμοί του (ότι εσφαλμένα κρίθηκε πως δεν συμπληρώνει του 400 μήνες πραγματικής υπηρεσίας για να δικαιούται πλήρη σύνταξη) εδράζονται σε νομικό καθεστώς που δεν υφίσταται πλέον, ήτοι στις διατάξεις των παραγράφων (4) και (5) του προαναφερθέντος Κανονισμού 49, που έχουν καταργηθεί με το άρθρο 9(1)(α) του Νόμου.

 

Περαιτέρω, με αναφορά σε σχετική νομολογία, ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση υποβάλλει ότι στην υπό εξέταση περίπτωση δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος ελέγχου της συνταγματικότητας του άρθρου 9 του Νόμου και αυτό που αποτελεί αντικείμενο εξέτασης στην υπό κρίση περίπτωση είναι το κατά πόσον η επίδικη απόφαση παραβιάζει τα δικαιώματα του αιτητή. Εν προκειμένω, κατά τον κ. Σταυρινό, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε σύννομα και ο ισχυρισμός του αιτητή εδράζεται σε νομικό καθεστώς που δεν υφίσταται πλέον. Συνεπώς, το αποφασίζον όργανο πρέπει να αποφασίσει με βάση το ισχύον νομικό καθεστώς, όπερ και έπραξε, κατ’ εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας.

 

Τέλος, αντικρούοντας τον ισχυρισμό περί διάταξης Νόμου (άρθρο 9) που αντίκειται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση προβάλλει ότι ουδεμία άνιση μεταχείριση υπέστη ο αιτητής, εφόσον το αίτημά του κρίθηκε σύμφωνα με το άρθρο 11 του Νόμου, «με βάση τον οποίο κρίνονται και όλοι οι άλλοι αξιωματικοί της Εθνικής Φρουράς σε παρόμοια θέση και με παρόμοιο αίτημα»: η περίπτωση του αιτητή δεν ενέπιπτε στις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου και συνεπώς, δεν δικαιούνταν πλήρη σύνταξη. Θα ήταν δε διαφορετικά τα πράγματα, εισηγείται ο κ. Σταυρινός, εάν ο αιτητής ενέπιπτε στις διατάξεις του εν λόγω άρθρου 11 και, παρόλα αυτά, δεν ελάμβανε πλήρη σύνταξη. Ούτε και μπορεί να γίνεται αναφορά στο Νόμο 216(Ι)/2015 και στο νομοθετικό καθεστώς που διέπει τη συνταξιοδότηση των μελών της Αστυνομίας, εφόσον κάτι τέτοιο θα συνιστούσε ανόμοια μεταχείριση ανόμοιων περιπτώσεων, δεδομένου ότι η Εθνική Φρουρά και η Αστυνομία είναι δυο διακριτές μεταξύ τους υπηρεσίες και τέτοιου είδους συγκρίσεις μπορούν να απασχολήσουν μόνο τη νομοθετική εξουσία και όχι το Δικαστήριο.

 

Η κατάληξη

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Προέχει, λόγω της φύσης της αλλά και ως θέμα λογικής προτεραιότητας, η εξέταση της προδικαστικής ένστασης που προβάλλουν οι καθ’ ων η αίτηση περί ελλείψεως του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος του αιτητή να προσβάλει την επίδικη απόφαση και να προωθεί την προσφυγή του, εφόσον οι ισχυρισμοί του εδράζονται σε νομικό καθεστώς που δεν υφίσταται πλέον, ήτοι στις διατάξεις των παραγράφων (4) και (5) του προαναφερθέντος Κανονισμού 49, που έχουν καταργηθεί με το άρθρο 9(1)(α) του Νόμου.

 

Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί.

 

Έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι ένας αιτητής νομιμοποιείται και δεν στερείται του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος να προσβάλει μια διοικητική απόφαση, εφόσον η εκτίμηση της Διοίκησης αναφορικά με τα προσόντα (και εν προκειμένω αναφορικά με την ισχύ και εφαρμογή του Νόμου) αμφισβητείται κατά τρόπο που αυτή καθίσταται επίδικο θέμα της προσφυγής (βλ. Στάλα Κιούπη κ.α. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2016:D148, Υποθ. Αρ. 1534/2012, ημερ. 10.3.2016, Παντελή v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1020, Γεωργίου v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1127, Χρυσοστόμου κ.ά v. Κωνσταντινίδου κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 13 και ΕΤΕΚ ν. Ορφανίδου και άλλων (2000) 3 Α.Α.Δ 524).

 

Ωσαύτως, και στην υπό εξέταση υπόθεση, δεν μπορεί να εγείρεται προδικαστική ένσταση αναφορικά με ζήτημα που είναι επίδικο. Και είναι πρόδηλο ότι συνιστά επίδικο ζήτημα της παρούσας προσφυγής το κατά πόσον νομίμως έχουν καταργηθεί δια του άρθρου 9(1) του Νόμου οι διατάξεις των παραγράφων (4) και (5) του Κανονισμού 49 των Κανονισμών, επί των οποίων στηρίζει ο αιτητής το αίτημά του για αναγνώριση της πλασματικής του υπηρεσίας για σκοπούς συνταξιοδοτικών ωφελημάτων. Είναι δε σαφές ότι τυχόν διαπίστωση αντισυνταγματικότητας της εν λόγω νομοθετικής διάταξης επηρεάζει άμεσα και ευθέως την εγκυρότητα και ισχύ των προαναφερθεισών κανονιστικών διατάξεων που έχουν καταργηθεί και, συνακόλουθα, τον ίδιο τον αιτητή, εφόσον, ως έχει ήδη λεχθεί, είναι επ’ αυτών των διατάξεων που ο αιτητής στηρίζει το αίτημά του.

 

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι σαφώς και έχει ο αιτητής το απαιτούμενο έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη απόφαση, εγείροντας ισχυρισμούς που αφορούν και/ή συνδέονται με την συνταγματικότητα της νομοθετικής διάταξης η οποία απέληξε στην κατάργηση των, ευνοϊκών για εκείνον, διατάξεων του Κανονισμού 49 (βλ. και πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2019:B260, Υποθ. Αρ. 136/2017, ημερ. 26.8.2019, καθώς και την απόφαση στην Στέλλα Λυσάνδρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 5781/2013, ημερ. 13.5.2016, όπου επί παρομοίου ζητήματος ακολουθήθηκε η ίδια προσέγγιση).

 

Ενόψει των πιο πάνω, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

 

Προχωρώ λοιπόν στην εξέταση του μοναδικού λόγου ακύρωσης που αναπτύσσεται στην γραπτή αγόρευση των συνηγόρων του αιτητή περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 9(1) του Νόμου, ως παραβιάζον και/ή συγκρουόμενο με τα Άρθρα 23 και 28 του Συντάγματος.

 

Η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πιτσιλλίδης και Άλλοι ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 7 είναι καθοδηγητική ως προς τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Εισηγήσεις περί αντισυνταγματικότητας εξετάζονται με βάση τις αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, όπως αυτές έχουν τεθεί στην θεμελιακή απόφαση Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 CLR 640. Κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός, εκτός εάν αποφασιστεί το αντίθετο πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας. Καμιά νομοθετική διάταξη δεν κηρύσσεται άκυρη εκτός εάν είναι αντισυνταγματική πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας. Τα δικαστήρια ασχολούνται μόνο με την συνταγματικότητα των νόμων και όχι με τα κίνητρα, την πολιτική ή τη σοφία τους ή ακόμα τη συμφωνία τους με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης ή τις θεμελιώδεις αρχές της  διακυβέρνησης ή το πνεύμα του Συντάγματος. Αν είναι δυνατόν, τα δικαστήρια θα ερμηνεύσουν ένα νόμο έτσι ώστε να τον εντάξουν μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος.

 

Στην Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α. (Αρ.3)(1996) 1 A.A.Δ. 315, τονίστηκε ότι η μεθοδολογία ελέγχου της συνταγματικότητας νόμου σύγκειται στην αντιπαραβολή των κρίσιμων διατάξεων του  νόμου με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Η έρευνα αποβλέπει στη διαπίστωση του κατά πόσον οι διατάξεις του  νόμου συγκρούονται με το Σύνταγμα ή συνάδουν με αυτό. Ο συνταγματικός έλεγχος περιορίζεται στη διαπίστωση συγκρούσεων ή αντιθέσεων προς το Σύνταγμα.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων και λαμβάνοντας υπόψη τις επίδικες διατάξεις που έχουν προεκτεθεί, αλλά και το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων, κρίνω ότι η εισήγηση περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 9(1) του Νόμου δεν μπορεί να επιτύχει και ο σχετικός προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 

Το άρθρο 9 του Νόμου φέρει πλαγιότιτλο «Κατάργηση ευνοϊκών ρυθμίσεων μονίμων μελών». Σύμφωνα με τις επίδικες διατάξεις του άρθρου 9(1) του Νόμου που εδώ ενδιαφέρουν-

 

«(1) Τηρουµένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, από την ηµεροµηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, καταργούνται οι ακόλουθες κανονιστικές διατάξεις:

 

(α) Οι παράγραφοι (4) και (5) του Κανονισµού 49 των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισµών του 1990 µέχρι 2012·

[…]

 

(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου δεν τυγχάνουν εφαρµογής σε Αξιωματικό και Υπαξιωματικό που βρίσκεται ήδη σε προαφυπηρετική άδεια, κατά την ηµεροµηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.».

 

Οι δε δυνάμει του πιο πάνω άρθρου καταργηθείσες διατάξεις του Κανονισμού 49 προέβλεπαν τα εξής:

 

«(4) Τηρουμένων των διατάξεων του περί Συντάξεων Νόμου, αναφορικά με το ανώτατο ποσοστό σύνταξης, σε περίπτωση που ανώτερος ή κατώτερος Αξιωματικός αφυπηρετεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Κανονισμού και κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησής του έχει συνολική υπηρεσία στο Στρατό πάνω από είκοσι πέντε χρόνια, η συντάξιμη υπηρεσία του αυξάνεται κατά τόσους επιπλέον μήνες όσοι είναι οι μήνες της υπηρεσίας του πάνω από τα είκοσι πέντε χρόνια, με ανώτατο όριο τέτοιας αύξησης τους εξήντα μήνες. Η περίοδος υπηρεσίας που προστίθεται θεωρείται υπηρεσία με εισφορές.

 

(5) Αξιωματικός που αφυπηρετεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Κανονισμού, αφυπηρετεί με το βαθμό που φέρει κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησής του, εκτός αν κατά τις τελευταίες πριν από την ημερομηνία αφυπηρέτησής του κρίσεις έχει κριθεί από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, ή, αναλόγως της περιπτώσεως, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, ως προακτέος, οπότε αφυπηρετεί με τον επόμενο βαθμό στον οποίο προάγεται, ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε άλλες πρόνοιες των παρόντων Κανονισμών, την ημέρα που προηγείται της ημερομηνίας της αφυπηρέτησής του.».

 

Ισχυρίζεται ο αιτητής ότι το προαναφερθέν άρθρο 9(1) προσβάλλει το υπό του Άρθρου 23 του Συντάγματος κατοχυρωμένο δικαίωμα της ιδιοκτησίας και δη τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα, εφόσον «διαγράφει και/ή μηδενίζει και/ή εξαφανίζει την πλασματική υπηρεσία του», την οποία κατά το χρόνο έναρξης εφαρμογής του Νόμου, ο αιτητής είχε, από 16.9.2008 μέχρι και την 31.12.2012, αναγνωρισμένη υπέρ του ως κεκτημένο συνταξιοδοτικό ωφέλημα και/ή περιουσιακό στοιχείο, δυνάμει των πιο πάνω κανονιστικών διατάξεων.

 

Ο συνήγορος του αιτητή, αφού πρώτα σημειώνει ότι ο αιτητής από τη μέρα διορισμού του (15.9.1983) μέχρι και την ημερομηνία αφυπηρέτησής του (1.4.2014) είχε πραγματική υπηρεσία 30 ετών και 6 ½ μηνών (ήτοι 366 ½ μηνών) επισημαίνει και τα εξής:

 

Κατά την 31.12.2012, ήτοι αμέσως πριν από την έναρξη ισχύος του Νόμου, ο αιτητής δικαιούταν σε πλήρη σύνταξη με βάση τον περί Συντάξεων Νόμο του 1997 (Ν. 97(Ι)/1997), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Συγκεκριμένα, επειδή ο αιτητής, στις 14.9.2008, είχε συμπληρώσει υπηρεσία 25 ετών στην Εθνική Φρουρά, από 15.9.2008 μέχρι την 31.12.2012, ήτοι αμέσως πριν από τη θέσπιση του Νόμου 215(Ι)/2012, είχε, με βάση τον προαναφερθέντα Κανονισμό 49(4) των Κανονισμών, πέραν της πραγματικής υπηρεσίας για την εν λόγω περίοδο, πλασματική υπηρεσία ανερχόμενη στους 51 ½ μήνες, ενώ μέχρι την αφυπηρέτησή του (την 1.4.2014) είχε, πέραν της πραγματικής υπηρεσίας για την εν λόγω περίοδο και πρόσθετη πλασματική υπηρεσία περίπου 55 μήνες. Συνεπώς, συνεχίζει ο κ. Χριστάκη, κατά την 31.12.2012, ο αιτητής είχε, με βάση τον προαναφερθέντα Κανονισμό 49(4), συνολική υπηρεσία (πραγματική και πλασματική) 402 μήνες, ήτοι υπηρεσία υπερβαίνουσα τους 400 μήνες, και άρα δικαιούταν, από 31.12.2012, σε πλήρη σύνταξη.

 

Ωστόσο, σύμφωνα με τον σχετικό ισχυρισμό, με την υπό του άρθρου 9(1) κατάργηση των πιο πάνω κανονιστικών διατάξεων, διεγράφησαν οι προαναφερθέντες 51 ½ μήνες πλασματικής υπηρεσίας και, συνακόλουθα, μειώθηκε και το ύψος της σύνταξης του αιτητή, εφόσον μειώθηκε η διάρκεια της συντάξιμης υπηρεσίας του. Αυτός ο «μηδενισμός», κατά τους συνηγόρους του αιτητή, συνιστά δραστική επέμβαση εις βάρος του αποκρυσταλλωμένου, κεκτημένου συνταξιοδοτικού ωφελήματος του αιτητή, με αποτέλεσμα να υφίσταται παραβίαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος: το άρθρο 9(1) του Νόμου 215(Ι)/2012 συνιστά αδικαιολόγητη και ανεπίτρεπτη συνταγματικά επέμβαση στο περιουσιακό δικαίωμα του αιτητή

Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω προσέγγιση. Οι πρόνοιες του άρθρου 9(1) του Νόμου έχουν ήδη εκτεθεί πιο πάνω. Αυτό που ρητά προβλέπεται είναι ότι από την ηµεροµηνία έναρξης της ισχύος του Νόµου (215(Ι)/2012), ήτοι από 1.1.2013, καταργούνται, μεταξύ άλλων, και οι παράγραφοι (4) και (5) του Κανονισµού 49 των Κανονισµών. Πουθενά όμως στο Νόμο και δη στο εν λόγω άρθρο 9 δεν προβλέπεται αυτό που εισηγείται η πλευρά του αιτητή, ότι δηλαδή μηδενίζεται και/ή διαγράφεται και/ή δεν λαμβάνεται υπόψη η μέχρι την 31.12.2012 (ήτοι πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Νόμου) πλασματική υπηρεσία των Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας, για σκοπούς συνταξιοδοτικών ωφελημάτων. Το γεγονός ότι οι καθ’ ων η αίτηση, κατά τον υπολογισμό των υπό αναφορά συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του αιτητή, πράγματι δεν έλαβαν υπόψη τους οποιαδήποτε πλασματική υπηρεσία, σαφώς και άπτεται της ερμηνείας και εφαρμογής, ενδεχομένως εσφαλμένης και/ή πεπλανημένης, των διατάξεων του Νόμου και δη του άρθρου 9 από τους ίδιους τους καθ’ ων η αίτηση, δεν μπορεί όμως να οδηγεί σε ζήτημα και/ή συμπέρασμα περί αντισυνταγματικότητας της εν λόγω νομοθετικής διάταξης, από το λεκτικό της οποίας, ως έχει προεκτεθεί δεν στοιχειοθετείται παραβίαση συνταγματικής διάταξης, πόσω μάλλον στο βαθμό που η νομολογία πάγια και διαχρονικά απαιτεί, ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Περαιτέρω, το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τις αντίστοιχες διατάξεις του Νόμου 216(Ι)/2012 και δη αυτές του άρθρου 7(4) του εν λόγω Νόμου[2], δεν υπάρχει στο Νόμο επαρκής και/ή η απαιτούμενη σαφήνεια και/ή διευκρίνιση ως προς τη χρονική περίοδο μέχρι την οποία μπορεί να λαμβάνεται υπόψη πλασματική υπηρεσία για σκοπούς συνταξιοδοτικών ωφελημάτων των Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας, δεν οδηγεί άνευ ετέρου στο συμπέρασμα ότι η διάταξη του άρθρου 9 του Νόμου είναι αντισυνταγματική. Τουναντίον, εύλογα θα μπορούσε να λεχθεί ότι, δεδομένης της συνάφειας των θεμάτων των οποίων σκοπείται η ρύθμιση στα δυο νομοθετήματα, ισχύουν παρόμοιες ρυθμίσεις ως προς το επίδικο θέμα της πλασματικής υπηρεσίας και στο Νόμο 215(Ι)/2015. Όμως αυτό είναι, τελικά, θέμα ερμηνείας των διατάξεων του Νόμου.

 

Και εν προκειμένω, σαφώς και επρόκειτο για ζήτημα ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του Νόμου από τους καθ’ ων η αίτηση και αυτό φαίνεται να το έχουν αναγνωρίσει, ήδη από 2.5.2014, και οι ίδιοι οι συνήγοροι του αιτητή, με τα όσα εκθέτουν στην προαναφερθείσα επιστολή τους. Επ’ αυτού, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω εκ νέου το ακόλουθο απόσπασμα από την εν λόγω επιστολή (η έμφαση προστέθηκε):

 

«Κρίνουμε συναφώς σκόπιμο να επισημάνουμε ότι ο Νομοθέτης, με τις υπό αναφορά νομικές πρόνοιες, κατοχύρωσε τα κεκτημένα μέχρι 31.12.2012 δικαιώματα, περιλαμβανομένης της πλασματικής υπηρεσίας των μελών των Σωμάτων Ασφαλείας. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα ήταν παράνομη ως καταργούσα κεκτημένο δικαίωμα αναδρομικά, αλλά και θα αντέκειτο προς το άρθρο 28 του Συντάγματος και τις συναφείς πρόνοιες της νομοθεσίας και της νομολογίας, που καθιερώνουν την αρχή της ίσης μεταχείρισης πάντως των υπό τις αυτές συνθήκες τελούντων (μέλη Δυνάμεων Ασφαλείας)».

 

Το κατά πόσον στην υπό κρίση περίπτωση οι καθ’ ων η αίτηση, με την απόφασή τους να μην υπολογίσουν οποιαδήποτε πλασματική υπηρεσία για σκοπούς συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του αιτητή, ερμήνευσαν και εφάρμοσαν τελικά εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα τις διατάξεις του Νόμου και δη αυτές του άρθρου 9, με αποτέλεσμα η επίδικη απόφαση να αντίκειται στις προεκτεθείσες διατάξεις του Συντάγματος, είναι βεβαίως ζήτημα διάφορο και ανεξάρτητο από τον όποιο ισχυρισμό περί αντισυνταγματικότητας του Νόμου. Ωστόσο, αυτό το ζήτημα δεν θα εξεταστεί, εφόσον δεν έχει εγερθεί και δεν έχει αναπτυχθεί οποιοσδήποτε συναφής ισχυρισμός των συνηγόρων του αιτητή στη γραπτή τους αγόρευση.

Συνεπώς, με αυτά τα δεδομένα και υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων ως προς την εξέταση αντισυνταγματικότητας νόμου, ο εγειρόμενος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται ως αβάσιμος. Διαφορετική ενδεχομένως να ήταν η προσέγγισή μου εάν αμφισβητούνταν, μέσω της έγερσης και ανάπτυξης των κατάλληλων λόγων ακύρωσης, η εγκυρότητα, νομιμότητα και ορθότητα της επίδικης απόφασης. Αυτό ωστόσο δεν έγινε.

 

Ενόψει των πιο πάνω, λοιπόν, καταλήγω ότι δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και δεν χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1400 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Δ.Δ.Δ.



[1] Ειδικότερη αναφορά επ’ αυτού γίνεται κατωτέρω.

[2] Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, «Κατά τον υπολογισμό των ωφελημάτων αφυπηρέτησης μέλους της Αστυνομίας για την υπηρεσία του από την 1η Ιανουαρίου 2013 και μετά, δεν θα λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε πλασματική υπηρεσία ή οποιεσδήποτε πρόσθετες προσαυξήσεις, όπως προνοούνται στο κυβερνητικό σχέδιο συντάξεων: Νοείται ότι για την υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2013, θα εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι συντάξεις του κυβερνητικού σχεδίου συντάξεων.».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο