
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 1522/2019)
21 Σεπτεμβρίου 2022
[ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ]
Μεταξύ
F & D GALAZIS ESTATES LTD
Αιτητών
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ
Καθ’ ου η Αίτηση
…………………………
Ανδρέας Αγγελίδης για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε, για τους αιτητές.
Δένα Μαρία Εργατούδη (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τον καθ’ ου η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ: Οι αιτητές με την προσφυγή τους ζητούν την ακύρωση της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση της οποίας έλαβαν γνώση με γνωστοποίηση ημερομηνίας 5.9.2019 να αποκόψουν για σκοπούς συμψηφισμού οφειλόμενου φόρου εισοδήματος το ποσό των €37.999 από τιμολόγιο που εξέδωσαν οι αιτητές αναφορικά με ιατρικές υπηρεσίες που παρείχαν οι οποίες επιδοτούνταν.
Στις 13.5.2019 το Υπουργείο Υγείας ενέκρινε την επιδότηση ασθενούς για ποσό €38.000 σε σχέση με υπηρεσίες που θα παρείχαν οι αιτητές. Στις 4.7.2019 οι αιτητές υπέβαλαν σχετικό τιμολόγιο για πληρωμή του εν λόγω ποσού. Για σκοπούς καταβολής της πληρωμής, διαπιστώθηκε ότι οι αιτητές παρουσίαζαν οφειλόμενο φόρο εισοδήματος ύψους €65.376,12. Στις 5.9.2019 έγινε συμψηφισμός από τον καθ’ ου η αίτηση ποσού ύψους €37.999 που αφορούσε στο τιμολόγιο που εξέδωσαν οι αιτητές, έναντι του οφειλόμενου φόρου εισοδήματος.
Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλουν οι αιτητές αφορούν, συνοπτικά, σε παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, παρανομία λόγω απουσίας κανονισμών και σχετικού πρακτικού λήψης της απόφασης ως επίσης και λόγω αναρμοδιότητας του προσώπου που προχώρησε στην πράξη ενώ επικαλούνται, επίσης, επέμβαση από τον συμψηφισμό στα συνταγματικά τους δικαιώματα της άσκησης επαγγέλματος (Άρθρο 25) και της είσπραξης απολαβών ως περιουσιακό δικαίωμα, παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και έλλειψη αιτιολογίας.
Το Άρθρο 13 του περί της Λογιστικής και Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Χρηματοοικονομικού Ελέγχου της Δημοκρατίας Νόμου, Ν. 38(Ι)/2014 (στο εξής ο «Νόμος»), προνοεί:
«13. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόµου και τηρουµένων των διατάξεων του εκάστοτε ισχύοντος περί Προϋπολογισμού Νόµου, ο Γενικός Λογιστής δύναται, κατά την κρίση του, κατά τη διενέργεια οποιασδήποτε πληρωµής προς φυσικό ή νοµικό πρόσωπο να αποκόπτει οφειλόµενα ποσά προς οποιοδήποτε οικονοµικό φορέα ή προς άλλο ειδικό ταµείο:
Νοείται ότι, ο Γενικός Λογιστής, ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόµου, δύναται να ζητά και να λαµβάνει από οποιοδήποτε οικονοµικό φορέα ή ειδικό ταµείο πληροφορίες και στοιχεία για σκοπούς εφαρµογής του παρόντος άρθρου.»
Ο όρος «οφειλόμενα ποσά» έχει σύμφωνα με το Άρθρο 2 την έννοια:
««οφειλόµενα ποσά» σηµαίνει τα ποσά που οφείλονται προς οποιοδήποτε οικονοµικό φορέα ή οντότητα Γενικής Κυβέρνησης, τα οποία θεωρούνται τα τελικά ή βεβαιωµένα ποσά, αναφορικά µε τα οποία έχουν εξαντληθεί όλες οι διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες για τον καθορισµό τους·»
Ο όρος «οικονομικός φορέας» έχει σύμφωνα με το ίδιο Άρθρο την έννοια που του αποδίδεται από τον περί της Δηµοσιονοµικής Ευθύνης και του Δηµοσιονοµικού Πλαισίου Νόµο, Ν. 20(Ι)/2014, δηλαδή:
««οικονοµικός φορέας» σηµαίνει τα υπουργεία, τα τµήµατα, τους φορείς συνταγµατικών εξουσιών και υπηρεσιών και τα ανεξάρτητα γραφεία, που περιλαµβάνονται στον Προϋπολογισµό της Δηµοκρατίας»
Με βάση τις πιο πάνω πρόνοιες, υπήρχε η δυνατότητα αποκοπής οφειλόμενου ποσού προς τον Έφορο Φορολογίας νοουμένου, όμως, ότι αυτή η οφειλή ήταν τελική μετά από εξάντληση κάθε διοικητικής και δικαστικής διαδικασίας. Ο καθ’ ου η αίτηση στη γραπτή του αγόρευση αναφέρει επί τούτου ότι τα ποσά που καταχωρούνται στο ηλεκτρονικό σύστημα ως οφειλές, είναι τελικές και δεν αμφισβητείται η εισπραξιμότητά τους. Οι αιτητές, από την άλλη, περιορίζονται στη σελίδα 11 της γραπτής τους αγόρευσης σε μία γενική αναφορά ότι δεν υπήρχε αυτή η οριστική ή τελική οφειλή χωρίς να έχουν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου στοιχεία που να εξηγούν γιατί αυτή η οφειλή δεν είχε καταστεί τελική ή αν αμφισβήτησαν την οφειλή εκείνη με οιονδήποτε τρόπο.
Σε ότι αφορά στον ισχυρισμό για αναρμοδιότητα του προσώπου που εξέδωσε την πράξη, ως καθορίζεται στην εγκύκλιο του καθ’ ου η αίτηση ημερομηνίας 10.8.2015 «στις περιπτώσεις που το ποσό που θα συμψηφιστεί είναι πέραν των €20.000, το θέμα δεν θα παραπέμπεται στο Γενικό Λογιστήριο αλλά στο Λογιστή του οικείου Υπουργείου για απόφαση». Ο όρος «Γενικός Λογιστής» έχει σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Νόμου την έννοια που αποδίδεται στον όρο από το Σύνταγμα.
Το Άρθρο 41 του Νόμου δίδει εξουσία στον Γενικό Λογιστή να εκδίδει «εγκύκλιες οδηγίες προς τη Δηµοκρατία µε σκοπό την καλύτερη εφαρµογή των διατάξεων του» Νόμου. Συνεπώς, η εγκύκλιος ημερομηνίας 10.8.2015 εκδόθηκε νόμιμα και νόμιμα ρυθμίστηκε το ζήτημα του χειρισμού συμψηφισμού κατά τον τρόπο που ρυθμίστηκε.
Αναφορικά με την εισήγηση των αιτητών ότι θα έπρεπε να είχε προηγηθεί η θέσπιση κανονισμών για να τεθούν σε εφαρμογή οι πρόνοιες του Άρθρου 13 του Νόμου, δεν ευσταθεί τέτοια εισήγηση αφού – χωρίς να χρειάζεται να υπεισέλθει το Δικαστήριο σε ερμηνεία ως προς το ποια θέματα μπορεί να αφορά η πρόνοια του Άρθρου 40(1)(β) του Νόμου την οποία επικαλούνται οι αιτητές – το Άρθρο 40(1) αναφέρεται σε δυνατότητα του Υπουργικού Συμβουλίου να εκδώσει κανονισμούς και όχι σε υποχρέωση.
Ως προς την παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης, συμφωνώ με την εισήγηση του καθ’ ου η αίτηση ότι δεν προκύπτει παραβίαση εκεί όπου η διοίκηση ενεργεί κατά δέσμια αρμοδιότητα. Εν προκειμένω, η φορολογική οφειλή ήταν γνωστή στους αιτητές. Το κατά πόσο είχαν άγνοια νόμου ως προς το δικαίωμα της διοίκησης να συμψηφίσει τέτοια οφειλή με εκκρεμούσα πληρωμή, δεν εναποθέτει πρόσθετο βάρος ή υποχρέωση στη διοίκηση να ενημερώσει και ακούσει τον διοικούμενο πριν προχωρήσει στην εφαρμογή του Νόμου.
Τέλος, οι ισχυρισμοί περί σύγκρουσης του Νόμου με συγκεκριμένα Άρθρα του Συντάγματος που προστατεύουν το δικαίωμα σε άσκηση επαγγέλματος, του συμβάλλεσθαι και το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν με βρίσκουν σύμφωνη. Το Άρθρο 23.7 ρητώς προβλέπει ότι «Η τρίτη και τετάρτη παράγραφος του παρόντος άρθρου δεν έχουσιν εφαρμογήν προκειμένου περί διατάξεων οιουδήποτε νόμου, περί αναγκαστικής εκτελέσεως εν σχέσει προς οιονδήποτε φόρον» ενώ, τα Άρθρα 25 και 26 έχω την άποψη ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής εφόσον κανένας περιορισμός δεν τέθηκε από τον καθ’ ου η αίτηση στους αιτητές ούτε στην ενάσκηση του επαγγέλματός τους, ούτε στην ελευθερία τους να συμβληθούν.
Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται €1400 έξοδα υπέρ του καθ’ ου η αίτηση και εναντίον των αιτητών.
Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο