Χ. Χ. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργείου Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων κ.α., Υπόθεση αρ. 108/2022, 31/10/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 108/2022)

 

                                31 Οκτωβρίου 2024

                               [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                          Χ. Χ.

 

                                                                                                 Αιτητής,

                                          και

 

                         Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω

1.Υπουργείου Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών  Ασφαλίσεων

           2.Διεθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων

 

Καθ’ ων  η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

   Χ. Χριστάκη για Ιωάννη Τσεριώτη, δικηγόρος για τον αιτητή.

 Π. Βασιλείου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα  της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

                               Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, συνιστά η νομιμότητα της απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του αιτητή για παροχή σύνταξης ανικανότητας, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 5.11.2021.

 

Ως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο αιτητής ο οποίος εργοδοτείτο στην Ελεγκτική Υπηρεσία, ως εργάτης κατασκευών, στις 11.3.2021, κρίθηκε από το Ιατροσυμβούλιο των Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας ανίκανος να ασκεί πλέον τα καθήκοντα της εργασίας του, ενόψει της διαπίστωσης του Ιατροσυμβουλίου ότι ο αιτητής πάσχει από χρόνια υποτροπιάζουσα κατάθλιψη- μετατραυματικό στρες.

 

Συνεπεία της πιο πάνω κρίσης του Ιατροσυμβουλίου, η υπηρεσία του αιτητή στην Ελεγκτική Υπηρεσία τερματίστηκε και ο αιτητής ενημερώθηκε ως προς τούτο με επιστολή ημερομηνίας 8.4.21.

 

Ακολούθως, ο αιτητής στις 14.4.21 υπέβαλε αίτηση για παροχή σύνταξης ανικανότητας. Με την εν λόγω αίτηση, ο αιτητής προσκόμισε ιατρική έκθεση του θεράποντα ψυχίατρου ιατρού του ημερομηνίας 12.4.2021, στην οποία καταγράφετο ότι ο αιτητής ένεκα σοβαρής κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης που υπέστη, σε ηλικία 18 ετών, από σοβαρό τροχαίο ατύχημα, έπασχε από «χρόνιο σύνδρομο μετατραυματικού στρες, διαταραχή πανικού, χρόνια υποτροπιάζουσα κατάθλιψη και σύνδρομο χρόνιας κόπωσης». Ειδικότερα και σύμφωνα με το περιεχόμενο της εν λόγω ιατρικής έκθεσης, ο αιτητής υπέφερε από αυπνίες, πολλαπλές φοβίες, κρίσεις πανικού, κεφαλαλγίες, συναισθηματικό μούδιασμα, κατάθλιψη και έντονη σωματική κόπωση ενώ η πορεία της ασθένειας του, χαρακτηρίζετο ως «χρόνια μη αντιστρεπτή πορεία με συνεχή επιδείνωση», με μηδενική ανταπόκριση σε φαρμακευτικές αγωγές, παρόλες τις προσπάθειες, οι οποίες επέφεραν μόνο πολλαπλές μη ανεκτές παρενέργειες. Κατά τη γνώμη του θεράποντα ιατρού ο αιτητής ήταν ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματος του, θα παρέμενε μόνιμα ανίκανος ως προς τούτο και δεν μπορούσε να εργάζεται με μερική απασχόληση στο συγκεκριμένο επάγγελμα αλλά ούτε και να εκτελεί προσαρμοσμένη εργασία σε σχέση με το εν λόγω επάγγελμα.

 

Ο αιτητής κλήθηκε σε εξέταση από Ψυχιατρικό Ιατρικό Συμβούλιο στις 6.10.21, το οποίο αφού διέγνωσε ότι ο αιτητής έπασχε από σύνδρομο μετατραυματικού στρες, γνωμάτευσε ότι ο αιτητής ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του «ως εργάτης κατασκευών, αχθοφόρος κλητήρας, κομμωτής».

 

Η Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων υιοθέτησε τη πιο πάνω γνωμάτευση του Ιατροσυμβουλίου και απέρριψε την αίτηση του αιτητή. Ο αιτητής ενημερώθηκε ως προς τούτο με σχετική επιστολή ημερομηνίας 5.11.21.

 

Η νομιμότητα της απορριπτικής αυτής απόφασης αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας Προσφυγής. 

 

Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης προβάλλεται από την πλευρά του αιτητή ότι τόσο η προσβαλλόμενη απόφαση της Διευθυντρίας όσο και η απόφαση του Ιατροσυμβουλίου είναι προϊόν μη δέουσας έρευνας, πλάνης και ελλιπούς αιτιολογίας καθώς και ότι οι καθ΄ων η αίτηση με την επίδικη απόφαση έχουν καταφανώς παραβιάσει τις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης καθώς και το άρθρο 12 του Ν. 158 (Ι)/99. Αποτελεί κυρία θέση της πλευράς του αιτητή, η οποία  συνοψίζεται και στην απαντητική αγόρευση του αιτητή, ότι το Ιατροσυμβούλιο παραγνώρισε όλα τα ενώπιον του ιατρικά έγγραφα και πιστοποιητικά και δη την έκθεση του Ιατροσυμβουλίου των Ιατρικών Υπηρεσιών και την ιατρική έκθεση της επί τρία συναπτά έτη θεράποντα ψυχίατρου του αιτητή, οι οποίες αμφότερες έκριναν τον αιτητή ανίκανο για εργασία και αποφάσισε «χωρίς καμία συγκεκριμένη αιτιολογία και/ή αναφορά στους λογούς διαφοροποίησης του», να κρίνει τον αιτητή ικανό για την εργασία του εργάτη κατασκευών, αχθοφόρου, κλητήρα και κομμωτή. Με ενδελεχή αναφορά στα όσα η θεράπων ιατρός κατέγραψε σε σχέση με την ιατρική της διάγνωση, την πορεία του ασθενή, τη ψυχική και διανοητική του κατάσταση, περιλαμβανομένης και της θέσης της για «Βαριά επηρεασμένη λειτουργικότητα του, σ' όλα τα επίπεδα της ζωής του, ατομικό, οικογενειακό, κοινωνικό, εργασιακό» καθώς και στην έκθεση του Ιατροσυμβουλίου ημερομηνίας  12.3.21 ο αιτητής, μεταξύ άλλων, ισχυρίζεται ότι το Ιατροσυμβούλιο διέγνωσε μόνο ότι ο αιτητής πάσχει από «μετατραυματικό στρες» αγνοώντας και παραγνωρίζοντας πλήρως ότι ο αιτητής είχε διαγνωσθεί ότι πάσχει και από χρόνια υποτροπιάζουσα κατάθλιψη και από σύνδρομο χρόνιας κόπωσης. Κατά τον αιτητή η παράλειψη οποιασδήποτε αναφοράς ή σχολιασμού στις παθήσεις αυτές δεικνύει απουσία δέουσας έρευνας και επομένως και ελλιπούς αιτιολογίας, με το ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης της πλάνης να μην μπορεί να αποκλειστεί αφού παραμένει άγνωστο κατά πόσον οι ως άνω παθήσεις είτε σωρευτικά είτε έκαστη εξ΄ αυτών σε συνδυασμό με τη διάγνωση για μετατραυματικό στρες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κρίση περί ανικανότητας προς εργασία ή μη. Εισηγείται δε ο αιτητής ότι είναι για τους πιο πάνω λόγους που η αναφορά του Ιατροσυμβουλίου ότι έλαβε υπόψη την ιατρική έκθεση του θεράποντα ιατρού και την απόφαση του Ιατροσυμβουλίου ημερομηνίας 12.3.21 «γίνεται καθαρά για τους τύπους και είναι προσχηματική». Παραπονείται δε ο αιτητής ότι το Ιατροσυμβούλιο διαπίστωσε ότι η ένταση και η συχνότητα των συμπτωμάτων της ενόχλησης του αιτητή σε θόρυβο, φώτα και ήχους δεν είναι σε βαθμό που εμποδίζουν τον αιτητή να εργασθεί, ενώ η θεράπων ιατρός ουδέν ανέφερε στη γνωμάτευση της για ενόχληση σε θόρυβο, φώτα και ήχους. Πρόσθετα διερωτάται η πλευρά του αιτητή πως το Ιατροσυμβούλιο «στην παράγραφο 1, σημείωσε ως τελευταία απασχόληση του Αιτητή, «εργάτης κατασκευών, αχθοφόρος, κλητήρας κομμωτής» και στην παράγραφο 8 ότι ο Αιτητής είναι ικανός να ασκεί το επάγγελμα του ως «εργάτης κατασκευών, αχθοφόρος, κλητήρας, κομμωτής», την στιγμή που ο ίδιος δήλωσε ως τελευταίο επάγγελμα του αυτό του «εργάτη κατασκευών», ισχυριζόμενη μάλιστα ότι το Ιατροσυμβούλιο δεν ασχολήθηκε με την πάθηση του αιτητή συναρτώμενη με την φύση της εργασίας του εργάτη κατασκευών, ενώ έτερος ισχυρισμός προβάλλεται και σε σχέση με το ότι ο αιτητής θα έπρεπε να εξετασθεί και από Νευρολογικό Ιατροσυμβούλιο. Περαιτέρω παραπονείται ο αιτητής ότι η  Διευθύντρια και χωρίς να προβεί σε δική της έρευνα επί των δεδομένων της περίπτωσης του αιτητή, αποφάσισε να επιλέξει τη άποψη του Ιατροσυμβουλίου ημερομηνίας 6.10.21 και να αγνοήσει την απόφαση του Ιατροσυμβουλίου ημερομηνίας 12.3.21 και τη συναφή έκθεση της θεράποντα ιατρού, χωρίς όμως να παράσχει ως προς τούτο οποιαδήποτε αιτιολογία και μάλιστα ειδική. Καταλήγει ο αιτητής ότι η παρούσα υπόθεση συνιστά μια «τραγικά αντιφατική συμπεριφορά της διοίκησης προς τον Αιτητή» στην οποία εντοπίζεται κακοπιστία και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης καθώς και του άρθρου 12 του Ν.158(Ι)/99 από πλευράς της διοίκησης. Κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο, είναι ασυνεπές, άδικο και αντιφατικό ο αιτητής να κρίνεται από κυβερνητικό Ιατροσυμβούλιο ως ανίκανος να ασκεί τα καθήκοντα εργασίας του ένεκα «χρόνιας υποτροπιάζουσας κατάθλιψης- μετατραυματικού στρες» και να χάνει την εργασία του και το εισόδημα του για λόγους υγείας και από την άλλη 7 μήνες αργότερα, όταν αιτείται «όχι αναίτια αλλά στη βάση της πιο πάνω γνωμάτευσης της διοίκησης» σύνταξη ανικανότητας για να επιβιώσει, να κρίνεται από άλλο Ιατροσυμβούλιό ως απόλυτα ικανός για εργασία.

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, απορρίπτοντας όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη καθώς και ότι λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα. Υποβάλλεται δε ότι «σχετικά με την ειδική αιτιολογία που αναφέρει ο αιτητής» μπορεί να διαπιστωθεί από το παράρτημα 7 της Ένστασης (επιστολή δια της οποίας κοινοποιήθηκε στον αιτητή η προσβαλλόμενη απόφαση)  ότι «οι ιατροί που εξέτασαν τον αιτητή αιτιολογούν γιατί θεωρούν ότι είναι ικανός για εργασία». Πρόσθετα επισημαίνει, ότι στην παρούσα υπόθεση οι καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν στις αναγκαίες εξετάσεις, διενέργησαν τη δέουσα έρευνα και εκτίμησαν κάθε τι σχετικό πριν καταλήξουν σε τελικό πόρισμα. Εισηγούνται, περαιτέρω, οι καθ’ ων η αίτηση ότι ακόμα και να θεωρηθεί ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα, αυτό δεν οδηγεί σε οποιαδήποτε πραγματική πλάνη, «ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι η απόφαση επηρεάστηκε με βάση λανθασμένο πραγματικό υπόβαθρο». Τονίζει δε η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση ότι το κατά πόσον ο αιτητής είναι ικανός ή όχι να ασκεί την εργασία του είναι θέμα τεχνικό, το οποίο δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο εκτός εκεί όπου διαπιστώνεται πλάνη ή κακοπιστία ή έλλειψη δέουσας έρευνας, επισημαίνοντας ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε επανεκτίμηση των γεγονότων και να υποκαταστήσει την απόφαση της Διευθυντρίας των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των συνηγόρων σε συνάρτηση με όλα τα τιθέμενα ενώπιον μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.

 

Επί της ουσίας, κρίνω, ότι δικαίως παραπονείται ο αιτητής και ότι είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί που εγείρει περί ελλιπούς έρευνας και ελλιπούς αιτιολογίας, ώστε και το ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης πλάνης να μην μπορεί να αποκλειστεί. 

 

Τα γεγονότα έχουν ενδελεχώς καταγραφεί ανωτέρω. Από αυτά προκύπτει ότι ο αιτητής στις 11.3.21 εξετάστηκε από το Ιατροσυμβούλιο των Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, το οποίο απαρτιζόμενο από τρεις ιατρούς περιλαμβανομένου και της Β.Δ Διευθυντρίας της Ψυχιατρικής Κλινικής, έκρινε τον αιτητή ως ανίκανο να ασκεί τα καθήκοντα της εργασίας του, γεγονός που επέφερε και τον άμεσο και οριστικό τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή στη Δημόσια Υπηρεσία. Ως δε καταγράφεται σε επιστολή του Ιατροσυμβουλίου ημερομηνίας 12.3.21 προς την Αν. Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, η οποία περιλαμβάνεται στο διοικητικό φάκελο, το Ιατροσυμβούλιο κατέληξε στην πιο πάνω κρίση, αφού σύμφωνα με τις ιατρικές εκθέσεις των θεραπόντων ιατρών και την κλινική εξέταση, διαπίστωσε ότι ο αιτητής, βρίσκεται υπό ιατρική παρακολούθηση, λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και πάσχει από χρόνια υποτροπιάζουσα κατάθλιψη-μετατραυματικό στρες. 

 

Αντιθέτως το Ιατροσυμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αποτελούμενο από δυο ψυχιάτρους, διέγνωσε ότι ο αιτητής έπασχε μόνο από μετατραυματικό στρες. Αφού δε σημείωσε ότι η «έκταση και η συχνότητα των συμπτωμάτων (ευαισθησία θορύβου, φώτα και ήχους) καθώς και η μελαγχολική διάθεση καθώς και οι κρίσεις πανικού δεν είναι σε τέτοιο βαθμό που να τον εμποδίζουν να εργασθεί» έκρινε ότι ο αιτητής ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του.

 

Αν και το Ιατροσυμβούλιο αναφέρει ότι έλαβε υπόψη την απόφαση του Ιατροσυμβουλίου ημερομηνίας 12.3.21, εντούτοις, καθίσταται σαφές, ότι στην έκθεση του δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε αναφορά περί βελτίωσης της ιατρικής κατάστασης του αιτητή αλλά ούτε και υπάρχει οποιαδήποτε καταγραφή που να επεξηγεί τη διάσταση στην επιστημονική διάγνωση των δυο Ιατροσυμβουλίων και δη τη διαφοροποίηση σε σχέση με την πάθηση της χρόνιας υποτροπιάζουσας κατάθλιψης, η οποία μαζί με τη διάγνωση περί  μετατραυματικού στρες ήταν ακριβώς ο λόγος που ο αιτητής κρίθηκε ως ανίκανος προς άσκηση της εργασίας του από το Ιατροσυμβούλιο των Ιατρικών Υπηρεσιών.

 

Αυτή η πτυχή, ήτοι η εκ διαμέτρου διάσταση που υπήρχε μεταξύ των δυο Ιατροσυμβουλίων περί της ικανότητας ή μη του αιτητή για εργασία και δη σε χρονικό διάστημα λίγων μηνών, ουδόλως φαίνεται να απασχόλησε τη Διευθύντρια κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία στήριξε αποκλειστικά την επίδικη απόφαση της στη γνωμάτευση του Ιατροσυμβουλίου ημερομηνίας 6.10.21. Εν προκειμένω, στο διοικητικό φάκελο δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε κρίση ή καταγραφή από την οποία να προκύπτει ότι πράγματι λήφθηκε υπόψη ή έστω απασχόλησε την Διευθύντρια τα όσα καταγράφονται στην ιατρική έκθεση του Ιατροσυμβουλίου ημερομηνίας  12.3.2021. Μάλιστα ουδεμία έστω μνεία παρατηρώ να διενεργήθηκε από τη Διευθύντρια επί αυτής και του περιεχομένου της. Τούτη όμως, η ενασχόληση και η επέκταση της έρευνας, δεν ήταν μόνο αναμενομένη αλλά και επιβεβλημένη, δεδομένου μάλιστα ότι η παρούσα περίπτωση δεν συνιστά μια απλή περίπτωση όπου τα κλινικά ευρήματα του Ιατροσυμβουλίου, συγκρούονται με την έκθεση του θεράποντα ιατρού, ως εν προκειμένω άλλωστε επισυμβαίνει, ώστε σε περίπτωση διχογνωμίας επί τεχνικών θεμάτων να υπερισχύει η κρίση της διοίκησης(Δημοκρατία v GAZIOGLU  AHMET (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 11/22, ημερομηνίας 20/6/24). Άλλωστε, ως παρατηρώ, ήταν η ίδια η Διευθύντρια που με επιστολή της ημερομηνίας 23.6.21 (ερυθρό 8 του Τεκμηρίου1) καλούσε τον αιτητή να προσκομίσει τόσο αντίγραφο της γνωμάτευσης του κυβερνητικού ιατρικού συμβουλίου βάση του οποίου τερματίστηκε η εργοδότηση του όσο και βεβαίωση της υπηρεσίας του με την ακριβή ημερομηνία αφυπηρέτησης και τις περιόδους που ήταν με άδεια ασθένειας ή άλλη άδεια πριν την αφυπηρέτηση του, τα οποία ως καταγράφετο στην εν λόγω επιστολή, ήταν αναγκαία για την εξέταση της αίτησης του αιτητή και τα οποία ο αιτητής, ως επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, αμφότερα υπέβαλε.

 

Ως έχει παγίως νομολογηθεί, αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων η τελευταία άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια Motorways Ltdv. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Η πιο πάνω ανάγκη απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου  (Μv Δημοκρατίας (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 176/2018, ημερομηνιας 10/4/24) Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).  Η αιτιολογία θα πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να επιτρέπει στο Δικαστήριο να εξάξει ασφαλή συμπεράσματα ως προς τη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας και την μη ύπαρξη πλάνης περί τα πράγματα ιδίως μάλιστα σε περιπτώσεις όπου λαμβάνονται δυσμενείς για το διοικούμενο αποφάσεις, όπως και η παρούσα(Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220) (Ποτονίδης και Δημοκρατίας  (Υπόθεση αρ.418/17, ημερομηνίας 18/10/20).Περαιτέρω κατά πάγια νομολογία η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας νοουμένου ότι τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από το φάκελο, κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο. Διαφορετικά, τα δικαστήρια θα έπρεπε να υποκαθιστούν τη διοίκηση στην αναζήτηση και στάθμιση των στοιχείων ( Παναγιωτίδης ν. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων (1998) 3 Α.Α.Δ. 342). Το επαρκές ή μη της αιτιολογίας μιας διοικητικής απόφασης κρίνεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά και τη φύση της υπό εξέταση υπόθεσης.

 

Τα ιδιαίτερα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, τα οποία ήταν ενώπιον της Διευθυντρίας, ως και οι αρχές της χρηστής διοίκησης,  καθιστούσαν αναγκαία αφενός την εις βάθος διερεύνηση της περίπτωσης του αιτητή και αφετέρου την ύπαρξη ρητής καταγεγραμμένης κρίσης που να επεξηγεί την κατάληξη της Διευθύντριας να υιοθετήσει την ιατρική γνωμάτευση του Ιατροσυμβουλίου ημερομηνίας 6.10.21, δεδομένου ότι αυτή προδήλως διαφοροποιείτο τόσο ως προς το σκέλος της ιατρικής διάγνωσης περί της χρόνιας υποτροπιάζουσας κατάθλιψης όσο και ως προς την κατάληξη επί της ικανότητας ή μη του αιτητή για εργασία από τη γνωμάτευση του Ιατροσυμβουλίου των Ιατρικών Υπηρεσιών, η οποία αποτέλεσε και το λόγο για τον τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή. Τούτο άλλωστε καθίστατο απόλυτα αναγκαίο, δεδομένου ότι η έκθεση του Ιατροσυμβουλίου ημερομηνίας 6.10.21, στην οποία στηρίχθηκε η επίδικη απόφαση της Διευθύντριας δεν παρείχε οποιαδήποτε επεξήγηση η οποία να αιτιολογεί τη διαφοροποίηση της επιστημονικής θέσης των δυο Ιατροσυμβουλίων. Ούτε όμως και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου δικαιολογούν με οποιοδήποτε τρόπο ή συμπληρώνουν το κενό αναφορικά με τη διάσταση αυτή.

 

Έπεται ότι η απλή αναφορά της Διευθύντριας, ως αυτή καταγράφεται στη χειρόγραφη απόφαση της ημερομηνιας 26.10.21 (ερυθρό 26 Τεκμηρίου 1)  ήτοι ότι «το Ιατρικό Συμβούλιο που σας εξέτασε λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα της πάθησης σας γνωμάτευσε ότι δεν παρατηρείται ψυχοπαθολογία σε βαθμό που να σας καθιστά ανίκανο για εργασία», ουδόλως μπορεί να αποτελεί, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις που εκτέθηκαν ανωτέρω, επαρκή αιτιολογία.

 

Σχετικά, με το υπό κρίση ζήτημα, είναι τα όσα λέχθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Γρηγόρη v Δημοκρατίας (Προσφυγή αρ.1170/12, ημερομηνίας 20/11/15, ECLI:CY:AD:2015:D771. Τα παραθέτω:

 

«Στην προκειμένη περίπτωση, το λεκτικό της προσβαλλόμενης απόφασης είναι πολύ λακωνικό. Τα δε στοιχεία του φακέλου δεν αιτιολογούν τη διάσταση μεταξύ της άποψης του Ιατροσυμβουλίου του Υπουργείου Υγείας, το οποίο, στις 13.10.2010, έκρινε τον αιτητή ανίκανο για το επάγγελμα του αστυνομικού και αυτής του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, το οποίο, στις 18.11.2011 και στις 24.2.2012, τον έκρινε ικανό για την εν λόγω εργασία. Στη Βαρβάρα Χριστοφόρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 261/2000, 11.6.2001, αναφέρονται τα πιο κάτω, τα οποία είναι απολύτως σχετικά με την παρούσα υπόθεση:-

«΄Εχω τη γνώμη πως οι διαπιστώσεις των Ιατρικών Συμβουλίων που έγιναν για σκοπούς εξέτασης της αίτησης για παροχή σύνταξης ανικανότητας, καθώς επίσης και του Ιατροσυμβουλίου που έκρινε πως η υγεία της αιτήτριας την καθιστούσε ανίκανη για εργασία ως τηλεφωνήτρια, με επακόλουθο να αφυπηρετήσει πρόωρα, δεν ελέγχονται δικαστικά. Η λειτουργία όμως της διοίκησης, που αναμένεται να είναι χρηστή, επέβαλλε, νομίζω, να δοθούν οι αναγκαίες επιστημονικές εξηγήσεις ώστε να δικαιολογείται η έκδηλη διάσταση μεταξύ της άποψης του Ιατρικού Συμβουλίου, που έκρινε την αιτήτρια ανίκανη για εργασία και συνέστησε πάραυτα την πρόωρη αφυπηρέτηση της, και των Ιατρικών Συμβουλίων που διαπίστωσαν ακριβώς το αντίθετο

Στην προκειμένη περίπτωση, το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, στις 24.2.2012, ενώ συμφώνησε σε ό,τι αφορά τη διάγνωση του Ιατρικού Συμβουλίου του Υπουργείου Υγείας, που έκρινε τον αιτητή ανίκανο για εργασία, η οποία περιλαμβάνεται στην έκθεσή του ημερομηνίας 13.10.2010, συμπέρανε, σε πλήρη αντίθεση με αυτό, ότι ο αιτητής ήταν ικανός να ασκεί το επάγγελμα του αστυνομικού. Δεν έδωσε, όμως, τις αναγκαίες επιστημονικές εξηγήσεις, οι οποίες να αιτιολογούν τη συγκεκριμένη διαφοροποίηση.[..] Σύμφωνα με τη νομολογία, σε περιπτώσεις αξιολόγησης ιατρικών εκθέσεων, όταν αυτές βρίσκονται σε διάσταση μεταξύ τους ως προς τα συμπεράσματά τους, όπως είναι η περίπτωση εδώ, πρέπει να δίδεται ειδική αιτιολογία για παράκαμψη αντιφατικών στοιχείων του φακέλου, η δε απλή αναφορά στην κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα του Ιατρικού Συμβουλίου δε θεωρείται ότι μπορεί να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της νομολογίας για σαφή και επαρκή αιτιολογία, (βλ. Ιωάννης Παπαδόπουλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 688/2008, 28.2.2011).»

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Μαλάη και Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Υπόθεση αρ. 1817/12, ημερομηνιας 14/10/13), λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά, τα οποία κρίνω σκόπιμο να παραθέσω:

 

«Περαιτέρω και πλέον σημαντικό, πιστοποιείται ανεπαρκής έρευνα υπό την έννοια της αντιφατικότητας των δεδομένων που είχε ενώπιον της η διοίκηση τα οποία και δεν συνυπολόγισε δεόντως ώστε να τα εκλογικεύσει ή να τα διαφοροποιήσει κατά διακριτική ευχέρεια καταλήγοντας σε εύλογη διοικητική απόφαση. Βεβαίως και το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν προβαίνει σε διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων, ούτε και υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης με τη δική του, (Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 476). Όμως πρέπει να ικανοποιηθεί ότι η έρευνα ήταν πλήρης ή επαρκής, ως τέτοια θεωρείται δε εκείνη που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος, (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999)3Α.Α.Δ. 447, Καμηλέρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4Α.Α.Δ.725 και  Δημοκρατία ν. C. Cassinos Constructions Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835).

 

Παρατηρείται εδώ το εξής: σύμφωνα με το Ιατροσυμβούλιο του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, που συνήλθε στις 30.5.2012, όπως παρουσιάζεται στην επιστολή του, ημερ. 5.6.2012, (δέστε ερυθρό 17 του διοικητικού φακέλου – Τεκμ. «Α»), αποτελούμενο από τρεις ιατρούς, ο αιτητής κρίθηκε ότι «λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης της υγείας του το Ιατροσυμβούλιο φρονεί ότι ο ανωτέρω είναι ανίκανος πλέον να ασκεί τα καθήκοντα της εργασίας του.» Αυτό στη βάση του ότι συνεξέτασε την ιατρική έκθεση του θεράποντα ιατρού του και υπέβαλε τον αιτητή σε κλινική εξέταση διαπιστώνοντας ότι πάσχει από σοβαρής μορφής κατάθλιψη, βρίσκεται υπό ιατρική παρακολούθηση και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Αντίθετα, το Ιατροσυμβούλιο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερ. 5.9.2012, (ερυθρά 35-24 του διοικητικού φακέλου), αποτελούμενο από δύο ιατρούς, με διάγνωση «χρόνια μελαγχολία», τον έκρινε ικανό για ελαφρά εργασία που εξήγησε στα στοιχεία 11.4, 11.5 και 11.6, να σημαίνει ότι μπορεί να εργάζεται κατά μέγιστο χρόνο 2-3 ώρες ημερησίως, σε προσαρμοσμένη εργασία τύπου απλής επαναληπτικής εργασίας.[..]

 

Παρά το αναλυτικά συμπληρωμένο έντυπο του Ιατροσυμβουλίου, ημερ. 5.9.2012, ουδεμία αναφορά γίνεται στο προηγηθέν Ιατροσυμβούλιο ημερ. 30.5.2012, ούτε και εξηγείται η διάσταση με τη γνωμάτευση του δεύτερου..[..]

 

 Το ότι, ως διατείνονται οι καθ΄ ων, οι Κοινωνικές Ασφαλίσεις δεν ακολουθούν την ίδια νομοθεσία με αυτή του Ιατροσυμβουλίου του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών, πέραν του ότι δεν αφορά τον αιτητή, δεν έχει έρεισμα ούτε στην ίδια τη νομοθεσία περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων και των εκεί προβλεπομένων παροχών. Το άρθρο 40(5) του Νόμου αρ. 59(Ι)/2010, αλλά και ευρύτερα το όλο άρθρο 40, δεν υποστηρίζει τέτοια διαφοροποίηση, ούτε και διακρίνει μεταξύ της ικανότητας, της στελέχωσης ή της σημασίας των ανάλογων Ιατροσυμβουλίων. Ούτε το Δικαστήριο παραπέμφθηκε σε οποιαδήποτε νομοθετική η κανονιστική ρύθμιση του ζητήματος αυτού.

 

Ακόμη και εάν ήθελε λεχθεί ότι το Ιατροσυμβούλιο των καθ΄ ων που εξέτασε τον αιτητή στις 5.9.2012 ήταν αυτό που συστήνεται με βάση την Κ.Δ.Π. 286/2010 για σκοπούς της εξέτασης αιτήσεων για τις παροχές, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αγνοείται το Ιατροσυμβούλιο που συστήνεται ή υπάρχει από τις ιατρικές υπηρεσίες και το οποίο στην περίπτωση του αιτητή έκρινε ότι ήταν ανίκανος να εκτελεί την εργασία του. Το στοιχείο αυτό λογίζεται να ήταν υπόψη των ιδίων των καθ΄ ων εφόσον αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου, Τεκμ. «Α», και έπρεπε τουλάχιστον να αποτελέσει έδαφος για νέα εξέταση ή εξήγηση της διάστασης στην επιστημονική άποψη των ιατρών. Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξαγάγει οποιαδήποτε δικά του συμπεράσματα εφόσον ελέγχεται μόνο η νομιμότητα της διοικητικής πράξης.

 

Η πιο πάνω διάσταση δεν φαίνεται να απασχόλησε τους καθ΄ ων, οι οποίοι προφανώς έλαβαν υπόψη μόνο τη γνωμάτευση του Ιατροσυμβουλίου ημερ. 5.9.2012. Έπρεπε όμως να εξηγηθεί γιατί αγνοήθηκε το Ιατροσυμβούλιο της 30.5.2012, όπως και γιατί αγνοήθηκε η ιατρική γνωμάτευση του ιδιώτη ιατρού.»

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Σημειώνεται ότι άμεσα σχετικές με το υπό κρίση ζήτημα είναι και οι υποθέσεις Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (Υποθ. Αρ. 1179/2003, ημερ.31.3.2006) Χριστοδούλου και Δημοκρατίας (Υποθ. Αρ. 74/2018, ημερ.28.2.2020) Κωνσταντίνου και Δημοκρατίας (Υποθ. Αρ. 1882/2017, ημερ. 11.11.2021) και Στυλιανού και Δημοκρατίας (Υποθ. Αρ. 718/2017 , ημερ. 29.5.2020).

  

Εν προκειμένω, από το περιεχόμενο του φακέλου, προκύπτουν εύλογα ερωτήματα, τα οποία το Δικαστήριο, δεν είναι σε θέση να απαντήσει, αλλά ούτε, σύμφωνα με τη νομολογία δύναται να υπεισέλθει και να εκφράσει πρωτογενή κρίση υποκαθιστώντας με τη δίκη του εκτίμηση, την ελλείπουσα κρίση της διοίκησης (SKETSIOS & LARCOS DEVELOPPERS LTD και Δημοκρατίας(Αναθεωρητική Έφεση αρ. 22/16, ημερομηνίας 6/6/23), ECLI:CY:AD:2023:C193 (Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000)3 ΑΑΔ 438), Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1997) 3Α.Α.Δ. 145).

 

Για όλους τους λόγους που έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ούτε η θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι η κρίση του κατά πόσον ο αιτητής είναι ικανός ή όχι να ασκεί την εργασία του, ως τεχνικό ζήτημα, εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου, δεδομένου ότι το σφάλμα που εντοπίζεται στην παρούσα υπόθεση, συνίσταται στην έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας με το ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης πλάνης να μπορεί να αποκλειστεί (Αν. Οικονομίδης κ.α. ν. Α.Η.Κ. (Α.Ε. 140/2013, ημερομηνίας 8.5.2020), ECLI:CY:AD:2020:C147 Δημοκρατία ν. Παπαξενόπουλου κ.α. (Α.Ε. 114/13 ημερ. 6.10.2016).

 

Και κάτι τελευταίο. Παρατηρείται ότι στην έκθεση του Ιατροσυμβουλίου ως τελευταία απασχόληση του αιτητή καταγράφεται «εργάτης κατασκευών, αχθοφόρος, κλητήρας κομμωτής».  Είναι δε για «την άσκηση του επαγγέλματος του ως εργάτης κατασκευών, αχθοφόρος, κλητήρας κομμωτής» που κρίθηκε ικανός ο αιτητής, ως εμφαίνεται από την ερώτηση και την απάντηση του Ιατροσυμβουλίου στο σημείο 8.1 του προδιατυπωμένου εντύπου του Ιατροσυμβουλίου. Το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου αποκαλύπτει ότι ο αιτητής στην αίτηση του για σύνταξη ανικανότητας κατέγραφε ως τελευταίο επάγγελμα αυτό του εργάτη κατασκευών. Από το έντυπο επαγγελματικού ιστορικού του αιτητή, το οποίο περιλαμβάνεται στο διοικητικό φάκελο, προκύπτει ότι ο αιτητής από το 2017 μέχρι και το 2021,όταν και τερματίστηκε η υπηρεσία του, εργοδοτείτο ως εργάτης κατασκευών εκτελώντας και καθήκοντα αχθοφόρου κλητήρα, τα οποία ως προκύπτει από την επιστολή του Ιατροσυμβουλίου ημερομηνίας 12.3.21 κρίθηκε ανίκανος να τα ασκεί. Αν και στο διοικητικό φάκελο εντοπίζονται κάποιες χειρόγραφες καταγραφές επί κάποιας κατάστασης αποδοχών αυτοεργοδοτουμένου του αιτητή για τους μήνες Μάϊο και Σεπτέμβριο του 2020 ήτοι «το κουρείο είναι του πατέρα του» «ΙΠ μεχρι 2ου/2021 €100 6/1/20-3/1/21» δεν φαίνεται να προκύπτει με σαφήνεια οποιαδήποτε πληροφόρηση ότι πράγματι το επάγγελμα του κομμωτή ήταν η τελευταία απασχόληση του αιτητή, ώστε  η ικανότητα του αιτητή να εργάζεται να έπρεπε να συναρτηθεί με το εν λόγω επάγγελμα, με αποτέλεσμα η έρευνα και ως προς τούτο να καθίσταται πλημμελής (Χατζηαράπη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 64).

 

Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Με δεδομένες τις πιο πάνω διαπιστώσεις, παρέλκει η ενασχόληση του Δικαστηρίου με τους υπόλοιπους λόγους ακυρώσεως τους οποίους προώθησε ο αιτητής.

 

H προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα ύψους €1800 πλέον Φ.Π.Α υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.

                                        

                                              Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο