(Υπόθεση αρ. 1200/2024 (Κ)
(i-Justice)
25 Οκτωβρίου 2024
[ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
I. W. S. F.
Αιτητή,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
1.Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας
2.Διευθύντριας του Τμήματος Μετανάστευσης
Καθ’ ων η αίτηση
––––––––––––––––––––––––––––––––
Ραφαέλλα Καλογήρου, δικηγόρος για τον αιτητή.
Ραφαέλα Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τους καθ’ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής στρέφεται κατά της νομιμότητας της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 19.5.2024 να κηρυχθεί ως απαγορευμένος μετανάστης καθώς και κατά της νομιμότητας των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ίδιας ημερομηνίας.
Στο σημείο αυτό, οφείλει να σημειωθεί, ότι κατά το στάδιο των διευκρινήσεων της υπόθεσης η πλευρά του αιτητή απέσυρε τις αιτούμενες θεραπείες υπό παραγράφους (Γ) και (Δ) της Προσφυγής. Συναφώς και η προδικαστική ένσταση της πλευράς των καθ’ ων η αίτηση που εγέρθηκε αναφορικά με το αιτητικό (Γ) της Προσφυγής απορρίπτεται.
Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο αιτητής, υπήκοος Καμερούν, αφίχθηκε παράνομα στη Δημοκρατία μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών και στις 2.10.2019, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε την 1.3.2024 από την Υπηρεσία Ασύλου. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση επιδόθηκε στον αιτητή στις 27.3.2024.
Ακολούθως στις 18.5.2024, ο αιτητής συνελήφθη για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής και στις 19.5.2024 η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης εξέδωσε διατάγματα κράτησης και απέλασης κατά του αιτητή, έρεισμα των οποίων, αποτέλεσε η κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη ίδιας ημερομηνίας λόγω της παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία από τις 5.5.2024, ημερομηνία κατά την οποία παρήλθε η προθεσμία αναχώρησης του από τη Δημοκρατία. Σημειώνεται ότι τα εν λόγω διατάγματα ως και η απόφαση κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη κοινοποιήθηκαν στον αιτητή στις 31.5.2024.
Στις 14.6.2024 και μετά πάροδο δυο και πλέον μηνών, ο αιτητής καταχώρησε κατά της νομιμότητας της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου την Προσφυγή αρ.2135/24 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.
Ακολούθως ήτοι στις 23.7.2024, εκδόθηκε εναντίον του αιτητή διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου. Κατά την ίδια ημερομηνία-και ένεκα της έκδοσης του νέου διατάγματος κράτησης-η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης προέβηκε στην ακύρωση του διατάγματος κράτησης που είχε εκδοθεί αρχικά στις 19.5.2014 δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου καθώς και σε αναστολή του εκδοθέντος διατάγματος απέλασης ημερομηνίας 19.5.2024 μέχρι την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.
Κατά της νομιμότητας του διατάγματος που εκδόθηκε στις 23.7.2024 δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου, ο αιτητής καταχώρησε την Δ.Κ 20/24 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.
Στις 12.8.2024, ετοιμάστηκε σχετικό σημείωμα από λειτουργό (ερυθρό 116 του Τεκμήριου 1), το οποίο τέθηκε ενώπιον της Διευθύντριας και επί τη βάση του περιεχομένου του και για τους λόγους που επεξηγούνταν σε αυτό, αποφασίστηκε, κατά την ίδια ημέρα από τη Διευθύντρια, η υιοθέτηση των εισηγήσεων που περιλαμβάνονταν σε αυτό και δη η ανάκληση της διοικητικής πράξης με την οποία ακυρώθηκε το αρχικό διάταγμα κράτησης το οποίο εκδόθηκε με βάση τις πρόνοιες του Κεφ105 και εκδόθηκε νέο διάταγμα με βάση τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα δε με τα όσα αναγράφοντο στο εν λόγω σημείωμα, η εν λόγω απόφαση ανάκλησης θα είχε ως αποτέλεσμα την αναβίωση του αρχικού διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 19.5.2024. Παράλληλα η Διευθύντρια ενέκρινε και την εισήγηση, η οποία επίσης περιέχετο στο υπό αναφορά σημείωμα, όπως προωθηθεί και το διάταγμα απέλασης ημερομηνίας 19.5.24 με σκοπό να ολοκληρωθεί η διαδικασία επαναπατρισμού του αιτητή.
Για την πιο πάνω εξέλιξη, για την οποία, ως προκύπτει τόσο από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και ειδικότερα από σχετική αλληλογραφία που περιλαμβάνεται στο διοικητικό φάκελο (ερυθρά 123), αλλά γίνεται ευθέως παραδεκτό και από την πλευρά του αιτητή στα γεγονότα της Προσφυγής, ενημερώθηκε η δικηγόρος του αιτητή, στην οποία παραδόθηκε αυτούσιο το σημείωμα του λειτουργού ημερομηνίας 12.8.24, το οποίο έφερε και την υπογραφή και τη σύμφωνη γνώμη της Διευθύντριας και το οποίο επισυνάπτεται ως Παράρτημα 9 στην παρούσα Προσφυγή. Ένεκα τούτου μάλιστα η Δ.Κ 20/24 αποσύρθηκε από το δικηγόρο του αιτητή και απορρίφθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.
Τελικώς στις 14.8.2024, κοινοποιήθηκε στον αιτητή εκ νέου το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 19.5.24 καθώς και η απόφαση για προώθηση του διατάγματος απέλασης ημερομηνίας 19.5.24. Όπως δε προκύπτει από σχετική καταγραφή που τέθηκε επί αυτών, στον αιτητή επεξηγήθηκε το περιεχόμενο τους, το οποίο και παρά το ότι, ως πιστοποιείται, δήλωσε ότι κατανόησε, αρνήθηκε να τα παραλάβει, παραπέμποντας, ως προς τούτο, στη δικηγόρο του. Σημειώνεται δε ότι στο διάταγμα κράτησης εντοπίζεται χειρόγραφη σημείωση της Διευθυντρίας δια της οποίας επεξηγείτο ότι το διάταγμα κράτησης επαναφέρετο, «ως η απόφαση της ημερομηνίας 12.8.24, επί του σημειώματος του κ. Ξυναρή».
Η υπό εξέταση Προσφυγή καταχωρήθηκε στις 3.9.24.
Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων σε συνάρτηση με το περιεχόμενο των ενώπιον μου διοικητικών φακέλων της υπόθεσης.
Προέχει ως ζήτημα λογικής προτεραιότητας η εξέταση της προδικαστικής ένστασης που εγέρθηκε στην ένσταση των καθ΄ων η αίτηση περί εκπροθέσμου της Προσφυγής ως προς την προσβολή της νομιμότητας της απόφασης κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και του διατάγματος απέλασης.
Εν προκειμένω, οι καθ΄ων η αίτηση με τη γραπτή τους αγόρευση ισχυρίζονται ότι ο αιτητής γνώριζε για την έκδοση τόσο της απόφασης κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη όσο και του εναντίον του διατάγματος απέλασης ημερομηνίας 19.5.2024 από τις 31.5.2024, όταν και του επιδοθήκαν οι σχετικές αποφάσεις, την επίδοση των οποίων, βεβαίωσε ως υποδεικνύουν με παραπομπή στο ερυθρό 102 του διοικητικού φακέλου, ο ίδιος ο αιτητής δια της υπογραφής του καθώς και έτερο αρμόδιο πρόσωπο το οποίο παρέδωσε στον αιτητή την επιστολή ημερομηνίας 19.5.2024 και τα συνημμένα σε αυτή διατάγματα κράτησης και απέλασης. Παρά το γεγονός, συνεχίζει η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση, ότι οι αποφάσεις αυτές ουδέποτε ακυρωθήκαν ή ανακλήθηκαν, ο αιτητής ουδέποτε προχώρησε σε καταχώρηση Προσφυγής κατά της νομιμότητας αυτών με σκοπό να αποφύγει τις έννομες συνέπειες τους, με αποτέλεσμα στις 14.8.2024 να παρέλθει η ανατρεπτική προθεσμία των 75 ημερών για εμπρόθεσμη προσβολή τους. Περαιτέρω εισηγούνται οι καθ΄ων η αίτηση, με συναφή παραπομπή σε νομολογία, ότι η αναστολή του διατάγματος απέλασης, η νομιμότητα του οποίου ουδέποτε προσεβλήθη ώστε ο αιτητής «να αποφύγει τις έννομες συνέπειες αυτού», ουδόλως συνιστά λόγος παύσης ή διακοπής της ισχύς της εν λόγω διοικητικής απόφασης. Πρόσθετα δε αποσαφηνίστηκε, από την πλευρά των καθ΄ων η αίτηση ότι δεν εγείρεται οποιαδήποτε προδικαστική ένσταση περί εκπρόθεσμης προσβολής του διατάγματος κράτησης, για το οποίο έλαβε γνώση ο αιτητής στις 14.8.2024 καθώς και ότι τα όποια γεγονότα έλαβαν χώρα και σχετίζονται με την ακύρωση του διατάγματος κράτησης και της ανάκλησης αυτής, δεν επηρεάζουν την εκ του Συντάγματος προθεσμία προσβολής του διατάγματος απέλασης και της απόφασης κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη.
Ο αιτητής και εις απάντηση της προδικαστικής ένστασης, με τη γραπτή του αγόρευση, αναφέρθηκε κυρίως και εν εκτάσει στα γεγονότα που αφορούσαν το διάταγμα κράτησης και στο γεγονός ότι η καταχώρηση της Προσφυγής σε σχέση με το διάταγμα κράτησης ήταν εμπρόθεσμη. Ισχυρίστηκε όμως η πλευρά του αιτητή ότι η αναστολή του διατάγματος απέλασης που διενεργήθηκε στις 23.7.24 καθιστούσε αδύνατη την καταχώρηση της Προσφυγής καθώς και ότι η προθεσμία των 75 ημέρων για προσβολή της νομιμότητας του διατάγματος απέλασης διακόπτεται και «ξεκινά ξανά από το σημείο που είχε σταματήσει μετά την ενεργοποίηση του».
Δια της απαντητικής της αγόρευσης, η πλευρά του αιτητή και αφού πρώτα δήλωσε ότι δεν αρνείται την παραλαβή της απόφασης κήρυξης απαγορευμένου μετανάστη και των διαταγμάτων στις 31.5.2Ο24. ισχυρίστηκε ότι «λόγω της έκδοσης του διατάγματος κράτησης στη βάση άλλου Νόμου (του Περί Προσφύγων) και της αναστολής του διατάγματος απέλασης μέχρι την έκδοση απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας επί της προσφυγής του, η προθεσμία για να προσβάλει τα εν λόγω διατάγματα (απέλασης και απόφασης κήρυξης απαγορευμένου μετανάστη), έπαψε να υφίσταται καθώς ο Αιτητής ήταν πλέον Αιτητής Ασύλου και όχι απαγορευμένος μετανάστης και άρα δεν υπήρχε κατ' εκείνη την περίοδο ενδεχόμενο και προοπτική απέλασης του».
Η προδικαστική ένσταση γίνεται δεκτή και τα όσα αναφέρει η πλευρά του αιτητή προς αντίκρουση της ουδόλως ευσταθούν.
Καταρχάς οφείλει να υπομνησθεί ότι η προβλεπόμενη προθεσμία των 75 ημερών είναι ανατρεπτική και ανελαστική και ως εκ τούτου η μη καταχώρηση της Προσφυγής εντός της τασσόμενης συνταγματικά προθεσμίας, οδηγεί σε απόρριψη λόγω απαραδέκτου (Καραγιώργη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 137) Eze v. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 36/16, 19.5.22). Όπου δε η απόφαση της διοίκησης δεν δημοσιεύεται, όπως είναι η παρούσα περίπτωση, η προθεσμία αρχίζει να προσμετρά από το χρονικό σημείο που ο διοικούμενος έλαβε πλήρη γνώση αυτής (Thevatha v. Δημοκρατίας (Αναθ. Έφεση Αρ. 250/2012, ημερομηνίας 16/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:C316).
Εν προκειμένω αποτελεί ενώπιον μου παραδεκτό γεγονός, το οποίο επιβεβαιώνεται ευθέως και αναντίλεκτα από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (ερυθρό 102) ότι στις 31.5.2024 κοινοποιήθηκαν στον αιτητή τόσο η απόφαση κήρυξης απαγορευμένου μετανάστη όσο και το διάταγμα απέλασης (και κράτησης πριν την ακύρωση του) ημερομηνίας 19.5.2024, την παραλαβή των οποίων βεβαίωσε ιδιοχείρως, ο ίδιος ο αιτητής, ως αποτυπώνεται στην επιστολή ημερομηνίας 19.5.24. Μάλιστα, ως παρατηρώ, στην εν λόγω επιστολή ρητώς αναγράφετo ότι ο αιτητής είχε δικαίωμα να προσφύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο κατά της νομιμότητας των πιο πάνω αποφάσεων εντός προθεσμίας 75 ημερών.
Αποτελεί δε επίσης αναντίλεκτο πραγματικό γεγονός, το οποίο ουδόλως και κατ΄ ουδένα τρόπο δεν αμφισβητήθηκε από τον αιτητή ότι τόσο η απόφαση κήρυξης απαγορευμένου μετανάστη όσο και το εκδοθέν διάταγμα απέλασης ουδέποτε ακυρώθηκαν δικαστικώς και ουδέποτε ανακλήθηκαν από τους ίδιους τους καθ΄ων η αίτηση. Και αυτό ακριβώς, το καθοριστικό δεδομένο, είναι που παραβλέπουν όλες οι εισηγήσεις του αιτητή.
Εν προκειμένω, η αναστολή του διατάγματος απέλασης, αποφασίστηκε στις 23.7.24 και ως αναντίλεκτα προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (ερυθρό 118) έλαβε χώρα, προφανώς, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ήτοι μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, ενώ ως και πάλι προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, στις 12.8.2024 αποφασίστηκε η προώθηση του εν λόγω διατάγματος. Είναι δε σαφές ότι η απόφαση για αναστολή του διατάγματος απέλασης δεν θα μπορούσε να ισοδυναμεί με ανάκληση ή ακύρωση του διατάγματος απέλασης και βεβαίως ουδόλως και σε καμία περίπτωση, σύμφωνα και με την πάγια νομολογία, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαιρετικό λόγο ή περίσταση ανωτέρας βίας ώστε να διακοπεί η εκ του Συντάγματος ανατρεπτική και επιτακτική προθεσμία για καταχώρηση Προσφυγής, ως εσφαλμένα και παντελώς ατεκμηρίωτα εισηγείται ο αιτητής (Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 67 ( Αναστασιάδης v Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ 385). Άλλωστε αυτό που παραβλέπει ο αιτητής είναι ότι η αναστολή ισχύος και μόνο μιας διοικητικής απόφασης, ως εν προκειμένω επισυνέβηκε με το διάταγμα απέλασης, ούτε καθιστά νομικά ανύπαρκτη την εκδοθείσα πράξη, αλλά ούτε και συνεπάγεται την ακύρωση της.
Σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου BADIBAKE MUKALA EMMANUEL PAUL και Δημοκρατίας ( Υπόθεση αρ. 6316/2013, ημερομηνίας 16/4/14), ECLI:CY:AD:2014:D277:
«Η αναστολή απέλασης δόθηκε μόνο μέχρι την διεκπεραίωση της αίτησης ασύλου και υπό τις περιστάσεις δεν προκύπτει πρόθεση της Διοίκησης για απόσυρση ή ανάκληση της απέλασης και των παρεπόμενων διοικητικών μέτρων. Ούτε συνεπάγεται η αναστολή της εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης τη λήξη της ισχύος της διοικητικής πράξης. »
Ούτε όμως η έτερη εισήγηση του αιτητή ότι ένεκα της μεταγενέστερης έκδοσης του διατάγματος κράτησης δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου, το ήδη εκδοθέν διάταγμα απέλασης και η απόφαση κήρυξης απαγορευμένου μετανάστη «δεν θα μπορούσαν να παραμείνουν σε ισχύ, επειδή δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις έκδοσης τους» μπορεί να εκτρέψει την συνταγματική προθεσμία για προσβολή της νομιμότητας των εν λόγω αποφάσεων. Επί τούτου αρκεί να σημειωθεί ότι τα όσα ο αιτητής διατείνεται συναρτώνται ουσιαστικά με τη νομιμότητα των υπό αναφορά αποφάσεων, η οποία ωστόσο παρέμεινε ουσιαστικά απρόσβλητη, λόγων της μη εμπρόθεσμης αμφισβήτησης της και επομένως τόσο η απόφαση κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη όσο και το διάταγμα απέλασης καλύπτονται αναντίλεκτα από το τεκμήριο της νομιμότητας.
Δοθέντος λοιπόν ότι ο αιτητής είχε παραλάβει και επομένως είχε λάβει πλήρη γνώση της απόφασης κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη και του διατάγματος απέλασης ημερομηνίας 19.5.24 στις 31.5.24- γνώση η οποία αδιαμφισβήτητα επέτρεπε στον αιτητή να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματα του (Πρόδρομος Ανδρέου κ.α v Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 36/2016, ημερομηνίας 9/5/2023)- η παρούσα Προσφυγή, η οποία καταχωρήθηκε στις 3.9.2024, ήτοι μετά την πάροδο της συνταγματικής προθεσμίας των 75 ημερών, είναι εκπρόθεσμη σε ότι αφορά την προσβολή της νομιμότητας των πιο πάνω αποφάσεων. Συνεπώς η αιτούμενη θεραπεία υπό παράγραφο (Α) της Προσφυγής όπως και η αιτούμενη θεραπεία υπό παράγραφο (Β) στο μέτρο που αύτη αφορά το εκδοθέν διάταγμα απέλασης απορρίπτονται ως απαράδεκτες.
Συνεπώς επίδικο προς δικαστική εξέταση ζήτημα παραμένει μόνο η νομιμότητα του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης.
Η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση, εν είδει προδικαστικής ένστασης ισχυρίζεται ότι απαραδέκτως η πλευρά του αιτητή με τη γραπτή της αγόρευση προβάλλει ισχυρισμούς προς προσβολή της απόφασης ανάκλησης ημερομηνίας 12.8.24 και απαραδέκτως αξιώνει να κηρυχθεί παράνομη η πράξη ανάκλησης και να ληφθούν υπόψη γεγονότα μεταγενέστερα της έκδοσης του επίδικου διατάγματος, επί των οποίων ως τονίζει, στηρίζει το σύνολο των ισχυρισμών της. Είναι η θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι ο αιτητής δεν δύναται με τη γραπτή του αγόρευση να ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα ακυρώθηκε το διάταγμα κράτησης που εκδόθηκε δυνάμει του Περί Προσφυγών Νόμου και αναβίωσε το διάταγμα που εκδόθηκε με βάση το Κεφ.105 καθότι δια του αιτητικού της Προσφυγής δεν αξιώνεται τέτοια θεραπεία και το Δικαστήριο δεν δύναται να αποδώσει άλλη θεραπεία από αυτή που επιζητείται.
Καταρχάς οφείλει να υπομνησθεί ότι τα όσα εγείρονται από τους καθ΄ων η αίτηση συναρτώνται με τη βασιμότητα των ισχυρισμών που προωθούνται από την πλευρά του αιτητή και επομένως δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προδικαστικής ένστασης καθότι δεν άπτονται ζητήματος του παραδεκτού της Προσφυγής. Εντούτοις, το κατά πόσο οι ισχυρισμοί που προωθούνται από τον αιτητή στηρίζονται επί γεγονότων μεταγενεστέρων ή μη της έκδοσης του επίδικου διατάγματος, είναι κάτι που επιβάλλεται να εξεταστεί κατά προτεραιότητα.
Εν προκειμένω και προς ακύρωση του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης ο αιτητής προωθεί τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης: α)αποτελεί προϊόν ελλιπούς έρευνας, πλάνης περί το Νόμο και κακής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας των καθ΄ων η αίτηση και των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, β) στερείται αιτιολογίας επειδή είναι λανθασμένη η εικασία ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή σε περίπτωση που του επιβάλλονταν εναλλακτικά αντί της κράτησης μέτρα, γ) είναι αποτέλεσμα παράβασης των αρχών της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας σε σχέση με την επιβολή του μέτρου της κράτησης έναντι άλλων εναλλακτικών μέτρων, δ) παραβιάζει την αρχή της μη επα- ναπροώθησης και ε) λήφθηκε κατά παράβαση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του άρθρου 3 της Σύμβασης του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού και του άρθρου 15 του Συντάγματος.
Επί της ουσίας, οι πλείστοι εκ των προβαλλόμενων ισχυρισμών του αιτητή που αναπτύσσονται στη γραπτή του αγόρευση, εδράζονται στην κύρια και κεντρική θέση του αιτητή ότι οι καθ΄ων η αίτηση «κατά την ώρα της απόφασης τους να ανακαλέσουν την πράξη με την οποία ακύρωσαν το διάταγμα κράτησης ημερ.19.5.24» δεν έλαβαν υπόψη το δικαίωμα του αιτητή στην οικογενειακή ζωή καθώς και το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού του, τα οποία ήταν εις γνώση των καθ΄ων η αίτηση. Είναι η θέση του αιτητή ότι οι καθ΄ων η αίτηση με την αναβίωση του διατάγματος παραβίασαν τα προβλεπόμενα στο άρθρο 18 ΟΖ, 18 ΠΣΤ του Κεφ. 105 και δεν προέβηκαν στην οφειλόμενη έρευνα σε σχέση με τα νέα δεδομένα που επήλθαν στις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή και δη σε σχέση με τη ύπαρξη του τέκνου του αιτητή, το οποίο ο αιτητής αναγνώρισε δια μέσου ένορκης δήλωσης του στις 17.6.24 καθώς και σε σχέση με την επιστολή ημερομηνίας 6.6.24 δια της οποίας κοινοποιείτο στους καθ΄ων η αίτηση σχετική διεύθυνση διαμονής στην οποία θα διέμενε με την οικογένεια του σε περίπτωση που θα αφηνόταν ελεύθερος. Τούτο μάλιστα όταν ενώπιον τους είχαν τεθεί επιστολές της δικηγόρου του αιτητή ημερομηνίας 5.6.24 και 19.6.24 όσο και επιστολή της Επιτρόπου Διοικήσεως ημερομηνίας 17.7.24 αναφορικά με παράπονο του μη κυβερνητικού Οργανισμού Cyprus Refugee Council ημερομηνίας 6.6.24, δια των οποίων ζητείτο η αναστολή του διατάγματος απέλασης και η εφαρμογή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων. Είναι σε αυτή τη βάση που ο αιτητής ισχυρίζεται, ότι ένεκα των ισχυρών οικογενειακών του δεσμών που δημιουργηθήκαν, δεν συντρέχει πλέον ο αναγραφόμενος στο διάταγμα ημερομηνίας 19.5.24 λόγος περί κινδύνου διαφυγής. Περαιτέρω και στη βάση των ανωτέρω ο αιτητής διατείνεται ότι «η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση για συνέχιση της κράτησης του αιτητή στις 13.8.24» είναι λανθασμένη καθότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν επανεξέτασαν παρά τις ενώπιον τους επιστολές, για τις οικογενειακές περιστάσεις, κατά πόσο το διάταγμα θα έπρεπε να παραμείνει σε ισχύ και δεν αιτιολόγησαν κατά πόσο ο αιτητής δικαιολογείται να παραμείνει υπό κράτηση και κατά πόσο η κράτηση του θα μπορούσε να αντικατασταθεί με εναλλακτικά μετρά. Πρόσθετα και προς θεμελίωση του εγειρόμενου ισχυρισμού ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η Προσφυγή που καταχώρησε στις 14.6.24 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου καθιστά άκυρα τα διατάγματα και την απόφαση κήρυξης απαγορευμένου μετανάστη.
Πέραν των πιο πάνω ισχυρισμών ο αιτητής προωθεί ισχυρισμούς που αφορούν την έκδοση και ακύρωση του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 23.7.24 δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου.
Προέχει η εξέταση της θέσης των καθ΄ων η αίτηση, ως αυτή καταγράφηκε ενδελεχώς ανωτέρω, περί του ότι με το αιτητικό της Προσφυγής δεν αξιώνεται η ακύρωση της απόφασης για ανάκληση ημερομηνίας 12.8.24 και επομένως δεν μπορούν να προβάλλονται και να τύχουν δικαστικής εξέτασης ισχυρισμοί περί της νομιμότητας αυτής αλλά ούτε και ισχυρισμοί οι οποίοι στηρίζονται αποκλειστικά στα όσα έλαβαν χώρα, μετά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης του διατάγματος, ήτοι στις 19.5.24.
Εν προκειμένω αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι ο προσδιορισμός της αιτούμενης θεραπείας είναι άρρηκτα συνυφασμένος με τον καθορισμό της πράξης, απόφασης ή παράλειψης η οποία προσβάλλεται (Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ 530) και εξ αυτής καθορίζεται και το αντικείμενο της Προσφυγής.
Στην υπό κρίση περίπτωση, δια της αιτούμενης θεραπείας, αυτό που επιζητείται είναι: «Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του Αιτητή ημερομηνίας 19.5.2024 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2), είναι άκυρη, παράνομη αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. »
Καθοριστικό παραμένει ότι το μόνο που προσβάλλεται δια του αιτητικού της Προσφυγής -και επομένως το μόνο που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου -είναι η νομιμότητα της έκδοσης του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 19.5.24, το οποίο επισυνάπτεται ως Παράρτημα 2 στην Προσφυγή. Άλλωστε ως παρατηρώ στην απαντητική αγόρευση του αιτητή και προς απάντηση της θέσης των καθ΄ων η αίτηση, ο αιτητής ρητώς και αυτολεξεί καταγράφει ότι «δεν επιχειρεί με την παρούσα προσφυγή την κύρηξη της πράξης ανάκλησης ως παράνομης», η νομιμότητα της οποίας ουδέποτε αμφισβητήθηκε παρά το παραδεκτό εκ μέρους της πλευράς του αιτητή γεγονός ότι η απόφαση ανάκλησης ημερομηνίας 12.8.24 και το σημείωμα επί της οποίας αυτή στηρίζετο είχαν δοθεί στη δικηγόρο του αιτητή, κοινοποίηση, η οποία ειρήσθω εν παρόδω, συνιστά κατά πάγια νομολογία γνωστοποίηση προς τον ίδιο τον αιτητή για σκοπούς του άρθρου 146(3) του Συντάγματος (Papasavva v. Republic (1979) 3 C.L.R. 563 Isseyegh ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 956)THEVATHA και Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 250/12, ημερομηνίας 16/7/19), ECLI:CY:AD:2019:C316.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις είναι καταλυτικές. Δεδομένου ότι η νομιμότητα της απόφασης ημερομηνίας 12.8.24 για ανάκληση της αρχικής ακύρωσης του διατάγματος ημερομηνίας 19.5.24, ουδέποτε αμφισβητήθηκε και ούτε αποτελεί αντικείμενο της παρούσας Προσφυγής, παρέμεινε αλώβητη και συνεπώς τεκμαίρεται νόμιμη. Επομένως όλοι οι ισχυρισμοί του αιτητή, οι οποίοι στρέφονται είτε άμεσα είτε έμμεσα κατά της νομιμότητας της απόφασης ανάκλησης και των όσων αυτή συνεπάγεται απορρίπτονται. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με τους ισχυρισμούς του αιτητή περί εσφαλμένης αναβίωσης του ακυρωθέντος διατάγματος, αφού τούτο αποτέλεσε άμεσο συνεπακόλουθο και αυτόματη απόρροια της απόφασης ανάκλησης της ακύρωσης του διατάγματος, η ορθότητα και η νομιμότητα της οποίας, ως ηδύ υποδείχθηκε δεν έχει αμφισβητηθεί (Α. Τάχου Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 6η Έκδοση, σελ. 588).
Στη βάση των όσων έχουν λεχθεί ανωτέρω ούτε και οι ισχυρισμοί του αιτητή, οι οποίοι στηρίζονται σε γεγονότα που επισυνέβησαν σε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης του επίδικου διατάγματος κράτησης ήτοι μετά τις 19.5.24, μπορούν να τύχουν δικαστικής εξέτασης καθότι ως υποδείχθηκε ανωτέρω, αντικείμενο της υπό κρίση Προσφυγής συνιστά μόνο η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης που εκδόθηκε στις 19.5.24 και κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 14.8.24.
Επί τούτου αρκεί να επισημανθεί ότι από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου αναντίλεκτα προκύπτει ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης του διατάγματος στις 19.5.24 οι καθ΄ων η αίτηση δεν είχαν καμία πληροφόρηση και δη καμία ενημέρωση από τον αιτητή ότι ο ίδιος ήταν πατέρας παιδιού, και επομένως το γεγονός αυτό δεν θα μπορούσε να αποτιμηθεί απο τους καθ΄ων η αίτηση κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος. Ούτε όμως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, ο αιτητής να είχε αναφέρει έστω κατά τη σύλληψη του ότι ήταν πατέρας ανήλικου τέκνου, ως ο αιτητής διατείνεται δια μέσω της γραπτής του αγόρευσης. Ειδικότερα από τα όσα καταγράφονται τόσο στην κατάθεση του επί καθήκοντι κατά τη σύλληψη του αιτητή λοχία της ΥΑΜ (ερυθρό 89) όσο και στην επιστολή της ΥΑΜ ημερομηνίας 18.5.24(ερυθρά 92-91), δεν προκύπτει να υπήρξε τέτοια ενημέρωση από μέρους του αιτητή. Τουναντίον το μόνο που αναφέρεται στην επιστολή της ΥΑΜ είναι η τοποθέτηση του αιτητή κατά την ανάκριση, ότι αρνείτο κάθε συνεργασία με τις αρχές για επαναπατρισμό του ακόμα και αν του παραχωρείτο χρηματικό κίνητρο. Υπό αυτά τα δεδομένα η ανωτέρω απλή αναφορά εκ μέρους του αιτητή στη γραπτή του αγόρευση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει μαρτυρία, αφού ως είναι παγίως νομολογημένο δεν είναι επιτρεπτή η προσκόμιση μαρτυρίας δια των γραπτών αγορεύσεων και οι ισχυρισμοί που προβάλλονται σε αυτές δεν αποδεικνύουν πραγματικά γεγονότα (Χατζηγεωργίου v Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 33/2015, ημερομηνίας 1/2/22), ECLI:CY:AD:2022:C40 ΕΖΕ v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.36/16, ημερομηνίας 19/5/22) Φυρίλλα v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 40/17, ημερομηνίας 1/11/23).Μάλιστα ως ορθά υποδεικνύει η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση, τα ερυθρά 88-85 του διοικητικού φακέλου, τα οποία αποτελούν έγγραφα από το μηχανογραφημένο σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου, επιβεβαιώνουν αναντίλεκτα ότι κατά τη σύλληψη του αιτητή και κατά τον επίδικο χρόνο έκδοσης του επίδικου διατάγματος δεν υπήρχε καμία καταγραφή περί εξαρτώμενου μέλους του αιτητή και καμία επίσης καταγραφή περί μελών της οικογένειας αιτητή.
Έπεται ότι η μεταγενέστερη της έκδοσης του επίδικου διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 19.5.24, εκ μέρους του αιτητή αναγνώριση στις 17.6.24 της πατρότητας τέκνου που είχε γεννηθεί στις 28.3.24 καθώς και η αποστολή επιστολών που τέθηκαν ενώπιον των καθ΄ων η αίτηση περί της ύπαρξης του τέκνου του αιτητή, όλες φέρουσες ημερομηνία μεταγενέστερη της έκδοσης του διατάγματος κράτησης, περιλαμβανομένης και της επιστολής του Cyprus Refugee Council ημερομηνίας 6.6.24 με την οποία υποβάλετο ότι ο αιτητής, εάν αφεθεί ελεύθερος θα διαμένει σε συγκεκριμένη διεύθυνση με τη σύντροφο και το τεκνό του, δεν μπορούν να επηρεάσουν τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου διατάγματος, αφού αποτελούν δεδομένα εκτός του ουσιώδους χρόνου λήψης της απόφασης. Ούτε όμως και η μεταγενέστερη, του ουσιώδους χρόνου έκδοσης του διατάγματος κράτησης, καταχώρηση της Προσφυγής αρ.2135/24 στο Δ.Δ.Δ.Π, ήτοι στις 14.6.24 επιδρά καθ΄ οιονδήποτε τρόπο στη νομιμότητα του εκδοθέντος διατάγματος.
Το ζήτημα έχει εξεταστεί στη δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Limon ν. Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.126/21, ημερομηνίας 20/4/22), σύμφωνα με την οποία η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εξαντλείται στο να κρίνει τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων διαταγμάτων σύμφωνα με τα δεδομένα που ίσχυαν στον ουσιώδη χρόνο έκδοσης και όχι στη βάση μεταγενέστερων, των προσβαλλόμενων διοικητικών πράξεων, γεγονότων. Κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί το ακόλουθο εκτενές απόσπασμα από τα αποφασισθέντα της Limon (ανωτέρω) τα οποία τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση:
«Θα πρέπει ευθύς εξ αρχής να λεχθεί ότι η πλευρά της Εφεσίβλητης Δημοκρατίας έχει δίκαιο. Η ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με μεταγενέστερα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης γεγονότα δεν ήταν ορθή αφού τα γεγονότα αυτά δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης. Η δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου, ως αναθεωρητικού Δικαστηρίου εξαντλείτο στα δεδομένα που είχαν διαμορφωθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο της Διοικητικής Πράξης. Δηλαδή της πράξης ή των πράξεων ημερ. 13.8.2021. Γι΄αυτό και δεν μπορούσε αλλά ούτε είχε δικαιοδοσία να ελέγξει τη νομιμότητα της κράτησης ως προς τη διάρκεια της, θέμα που ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στη διαδικασία ελέγχου που αφορούσε προνομιακό ένταλμα habeas corpus, ως κατ΄επανάληψη έχει νομολογηθεί. (Βλ. ΄Αρθρο 18ΠΣΤ, Guo Shuying v. Δημοκρατίας κ.ά. (2012)1 Α.Α.Δ. 2725 και Fasel v. Δημοκρατίας Π.Ε.236/15 ημ. 31.3.2016). Η εξέταση του Διοικητικού Δικαστηρίου περιορίζεται στο κατά πόσο στις 13.8.2021 υπήρχαν ή όχι δεδομένα που καθιστούσαν νόμιμη την απέλαση και την κράτηση. Εξ άλλου αυτό ζητείτο με την αίτηση ακύρωσης. Η αντέφεση συνεπώς θα πρέπει να επιτύχει.
Αυτή η κρίση και κατάληξη θεωρούμε είναι συναφής και με την έφεση. Με τους τρεις από τους τέσσερεις λόγους εκ του Εφετηρίου, προσβάλλεται, στην ουσία, το θέμα των μεταγενέστερων Αιτήσεων του Εφεσείοντα. Όμως, όπως ήδη εξηγήσαμε, το Δικαστήριο έσφαλε στο ότι ασχολήθηκε με μεταγενέστερα της επίδικης διοικητικής πράξης γεγονότα. Δεν είχε δικαιοδοσία ούτε εξουσία να το πράξει. (Βλ. Σπανούδη ν. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Α.Ε.50/2015, 28.1.2022, ECLI:CY:AD:2022:C35 και Δημοκρατία ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 3/2020, 28.1.2022)[..]
Η μόνη εξαίρεση που παρέχει δυνατότητα του αναθεωρητικού Δικαστηρίου να εξετάσει μεταγενέστερα της πράξης γεγονότα αφορά θέμα διατήρησης του αντικειμένου του ένδικου μέσου, κάτι που εδώ δεν συμβαίνει.[..] Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, οι λόγοι έφεσης 1-3 απορρίπτονται.
Με τον τέταρτο λόγο ο Εφεσείων θεωρεί ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση της κράτησης δεν παραβιάζει το δικαίωμα της οικογενειακής ζωής, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο ΄Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Εξάλλου, όπως σημειώνεται, ο αρραβώνας (που ήταν η περίπτωση του Εφεσείοντα) δεν εξομοιώνεται με γάμο. (Βλ. Σύγγραμμα Ν.Χρ.Χαραλάμπους «Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου», Τρίτη έκδοση (συμπληρωμένη και αναθεωρημένη), 2016, σελ.330).
Εν πάση περιπτώσει, παρατηρούμε ότι και η επιστολή της αρραβωνιαστικιάς του Εφεσείοντα είναι μεταγενέστερη των επίδικων Διοικητικών Πράξεων. Πέραν αυτού, όπως και πρωτοδίκως καταγράφεται, το δικαίωμα αλλοδαπού να παραμείνει στην επικράτεια της χώρας, κατ΄επίκληση διατάξεων που προστατεύουν το θεσμό της οικογένειας, δεν διασφαλίζεται από την ΕΣΔΑ αλλά ούτε από το Σύνταγμα, κατά τον απόλυτο τουλάχιστον τρόπο που ισχυρίζεται η πλευρά του Εφεσείοντα, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη ότι ένας αλλοδαπός δεν έχει αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στη χώρα, όπως συμβαίνει εν προκειμένω όπου ο Εφεσείων παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία (βλ. Radovanovic v. Austria Appl. No. 42703/98, ημερ. 24.4.2004 και Kedoum v. Δημοκρατίας (2005)3 Α.Α.Δ. 505).»
Καθίσταται σαφές ότι ο αναθεωρητικός έλεγχος του Διοικητικού Δικαστηρίου περιορίζεται στα δεδομένα που ήσαν ενώπιον των καθ΄ων η αίτηση στις 19.5.2024 και στο κατά πόσο αυτά τα δεδομένα καθιστούσαν νόμιμη ή μη την κράτηση του αιτητή. Συνεπακόλουθα όλοι οι ανωτέρω προβαλλόμενοι ισχυρισμοί του αιτητή, οι οποίοι έχουν ως έρεισμα γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα ή τέθηκαν ενώπιον των καθ΄ων η αίτηση μεταγενέστερα της έκδοσης του διατάγματος κράτησης, δεν δύναται να αποτελέσουν αντικείμενο για σκοπούς εξέτασης της νομιμότητας του επίδικου διατάγματος και συνεπώς κρίνονται σωρευτικώς ανεδαφικοί και απορρίπτονται στην ολότητα τους.
Απορριπτέοι κρίνονται και όλοι οι ισχυρισμοί του αιτητή οι οποίοι στρέφονται κατά της «απόφασης των καθ΄ων η αίτηση για συνέχιση της κράτησης του αιτητή» και μη επανεξέτασης του διατάγματος κράτησης, κατ΄ επίκληση του άρθρου 18(4)ΠΣΤ, ενόψει και των νέων μεταγενέστερων δεδομένων που υποβλήθηκαν με αναφορά στην οικογενειακή κατάσταση του αιτητή και των συναφών επιστολών με αίτημα την εφαρμογή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, αφού σαφέστατα αντικείμενο της υπό κρίση Προσφυγής αποτελεί μόνο η νομιμότητα του εκδοθέντος διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 19.5.24 και όχι οποιαδήποτε παράλειψη νομοθετικής υποχρέωσης του Υπουργού για επανεξέταση ή απόφαση για συνέχιση της κράτησης του αιτητή. Άλλωστε ο αιτητής παραβλέπει ότι τα όσα διατείνεται συναρτώνται ευθέως με τη νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης του αιτητή, η εξέταση της οποίας εκφεύγει σαφώς της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (βλ. άρθρο 18ΠΣΤ(5)(α). Απόλυτα σχετικές είναι οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με την Αίτηση της C.D, Πολιτική αίτηση αρ.133/22, ημερομηνίας 30/9/22, ECLI:CY:AD:2022:D371 και Αναφορικά με την Αίτηση του B.M.M (2014) 1Β ΑΑΔ 1746) στα πλαίσια της οποίων εξετάστηκε η συμμόρφωση των καθ΄ων η αίτηση με την πρόνοια του εδάφιου 4 του άρθρου 18ΠΣΤ.
Περαιτέρω προδήλως αβάσιμα κρίνονται και τα όσα ο αιτητής εισηγείται σε σχέση με τη νομιμότητα της ανάκλησης του διατάγματος ημερομηνίας 23.7.24 που εκδόθηκε δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία αφενός ουδέποτε προσεβλήθη δικαστικώς και αφετέρου ουδεμιά σχέση έχει με το αντικείμενο της παρούσας Προσφυγής.
Πέραν των όσων έχουν καταγραφεί ανωτέρω, ο αιτητής πρόσθετα (και εκτός δηλαδή της θέσης του ότι δεν υφίστατο κίνδυνος διαφυγής και όφειλαν να ληφθούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα κατ’ επίκληση της πατρότητας αυτού) διατείνεται ότι το διάταγμα κράτησης είναι αναιτιολόγητο και εκδόθηκε υπό ελλιπή έρευνα και πλάνη καθότι «δεν υπάρχουν τα αντικειμενικά κριτήρια τα οποία να τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή» καθώς και ότι η κράτηση του δεν ήταν αναλογική, αναγκαία και λήφθηκε χωρίς να εξεταστεί το ενδεχόμενο εφαρμογής εναλλακτικών μέτρων.
Τίποτα από τα πιο πάνω δεν ευσταθεί. Το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης επιβεβαιώνει με τρόπο αναντίλεκτο, ότι οι καθ’ ων η αίτηση κατά την έκδοση του διατάγματος κράτησης προέβηκαν σε πλήρη έρευνα των περιστατικών της υπόθεσης, δίδοντας επαρκή αιτιολογία για την έκδοση του.
Εν προκειμένω, όπως ρητά αναγράφεται και επεξηγείται στο ίδιο το διάταγμα κράτησης διαπιστώθηκε στη βάση του άρθρου18ΠΣΤ (1) (α) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, ότι υφίστατο κίνδυνος διαφυγής του αιτητή, λόγω του ότι δεν συμμορφώθηκε με προηγούμενη απόφαση επιστροφής καθώς και της απροθυμίας του να επαναπατριστεί, χωρίς να υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.
Τα πιο πάνω, τα οποία ουδόλως και κατ΄ουδένα τρόπο δεν αμφισβητήθηκαν από την πλευρά του ατητή επιβεβαιώνονται ευθέως από τα ενώπιον μου στοιχεία. Ειδικότερα, αποτελεί αναντίλεκτο γεγονός, ότι με την απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 1.3.24 (ερυθρό 124 Τεκμηρίου 2), η οποία επιδόθηκε στον αιτητή στις 27.3.24 (ερυθρό 87 Τεκμηρίου 1) ο αιτητής πληροφορείτο τόσο για την απόρριψη της αίτησης για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, την οποία είχε υποβάλει όσο και για την έκδοση απόφασης επιστροφής του στο Καμερούν, ενώ δια αυτής παρέχετο στον αιτητή μάλιστα και χρόνος επτά ημερών για οικειοθελή αναχώρηση του από τη Δημοκρατία. Σημειώνεται ότι ως ρητώς καταγράφεται στην εν λόγω επιστολή, η απόφαση επιστροφής αναστέλετο μέχρι την πάροδο άπρακτης προθεσμίας, των 30 ημέρων, για καταχώρηση Προσφυγής κατά της απορριπτικής απόφασης του Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (R.H v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1228/23, ημερομηνίας 13/10/23). Υπενθυμίζεται και για σκοπούς πληρότητας ότι ο αιτητής προέβηκε σε καταχώρηση Προσφυγής ενώπιον του ΔΔΔΠ στις 14.6.24, ήτοι μετά την πάροδο σχεδόν τριών μηνών από τη λήψη της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και βεβαίως μετά και την έκδοση του διατάγματος κράτησης στις 19.5.24.
Άλλα και τα όσα καταγράφονται στο εν λόγω διάταγμα περί απροθυμίας του αιτητή για επαναπατρισμό επιβεβαιώνονται δίχως άλλο από το περιεχόμενο της επιστολής της ΥΑΜ ημερομηνίας 18.5.24, στην οποία, ως ήδη υποδείχθηκε, καταγράφεται ρητώς η αρνητική στάση του αιτητή σε σχέση με τον επαναπατρισμό του. Συγκεκριμένα στην εν λόγω επιστολή αναγράφεται: «ο αλλοδαπός δεν διαμένει σε καμία από τις δηλωθείσες του διευθύνσεις. Δεν συμμορφώθηκε με την απόφαση επιστροφής που εκδόθηκε εναντίον του. Ανακρινόμενος αρνείται κάθε συνεργασία με τις αρχές για επαναπατρισμό του, ακόμα και αν του παραχωρηθεί χρηματικό κίνητρο.».
Έπεται ότι τα όσα ο αιτητής γενικώς και ατεκμηρίωτα αναφέρει στη γραπτή του αγόρευση περί μη ύπαρξης κινδύνου διαφυγής, ουδόλως αντικρούουν τα όσα αδιαμφισβήτητα νομίμως καταγράφονται στην ίδια την αιτιολογία του διατάγματος κράτησης και τα οποία υποστηρίζονται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Ούτε όμως η γενική αναφορά του αιτητή ότι «οι καθ΄ων η αίτηση δεν μπορούν να επικαλούνται μη κατοχή ταξιδιωτικών εγγράφων, που κατέχουν οι ίδιοι, ως λόγο μη επιβολής εναλλακτικών μέτρων», μπορεί να καταδείξει οποιοδήποτε σφάλμα στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού ως προκύπτει από την ίδια την αιτιολογία που παρατίθεται στο ίδιο το διάταγμα, κάτι τέτοιο, ήτοι η μη κατοχή ταξιδιωτικού εγγράφου εκ μέρους του αιτητή ουδόλως αποτέλεσε λόγο για την έκδοση του διατάγματος.
Επισημαίνεται, ότι η έκδοση διατάγματος κράτησης για σκοπούς απέλασης, αποτελεί παρεχόμενη εξουσία του άρθρου 14(1) του Κεφ.105, η οποία σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του άρθρου 18 ΠΣΤ(1), επιτρέπεται ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, εξουσία η οποία κατά την κρίση μου, ασκήθηκε εύλογα επιτρεπτά στην προκειμένη περίπτωση και εντός των επιτρεπτών ορίων εξουσίας της Διευθύντριας. Άλλωστε η θέση του αιτητή ότι ουδείς κίνδυνος διαφυγής υφίσταται, παραβλέπει, πρόσθετα, την πάγια νομολογιακή αρχή ότι η κήρυξη ενός προσώπου ως παράνομου εμπεριέχει λογικά, ως έχει νομολογηθεί, τον κίνδυνο διαφυγής ανά πάσα στιγμή (Mensah ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Προσφυγή Αρ.5735/13, ημερομηνίας 09/8/2013), El Khouri v. Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ.716/2014, ημερομηνίας 24/6/2016)Muhammad v Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ.3/2021, ημερομηνίας 24.11.2021), Bibilashvili και Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 1954/2022(Κ), ημερομηνίας 20/12/22).Συνεπώς τα όσα, ορθά, καταγράφονται στο εν λόγω διάταγμα κράτησης περί διαπίστωσης κινδύνου διαφυγής του αιτητή χωρίς περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, επειδή ο ίδιος δεν συμμορφώθηκε με προηγούμενη απόφαση επιστροφής και ήταν αρνητικός στον επαναπατρισμό του, όχι μόνο δεν αποτελούν προϊόν ελλιπούς έρευνας ή πλάνης ή κακής άσκησης διακριτικής εξουσίας ή παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας και/ή της αναγκαιότητας αλλά τουναντίον υποστηρίζονται πλήρως από τα ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση στοιχεία, καθιστώντας το διάταγμα κράτησης καθόλα νόμιμο και επαρκώς αιτιολογημένο. Συναφώς και υπό τις περιστάσεις της παρούσας περίπτωσης κρίνω ότι και για τους λόγους που ρητώς αναγράφονται στο σώμα του προσβαλλόμενου διατάγματος, η ευχέρεια των καθ΄ων η αίτηση για μη εναλλακτικά της κράτησης μέτρα ασκήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων της (Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας, (Υπόθεση αρ. 1242/2022 ημερομηνίας 18/8/2022) G. S. D. A. M. ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 626/2023, ημερομηνίας 9/6/23) M.I.U.H και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1507/23(Κ), ημερομηνίας 25/10/23). Άλλωστε, ο αιτητής δεν έχει υποδείξει ποια άλλα μέτρα, λιγότερο επαχθή από την κράτηση, θα μπορούσαν, υπό τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης, να έχουν ληφθεί, τα οποία θα ήταν εξίσου ικανά με την κράτηση, για να εκπληρώσουν τον σκοπό της απέλασής του (Singh v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 43/2022, ημερ. 19.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:D229).
Tελικώς ούτε και η έτερη αναφορά του αιτητή στην απαντητική του αγόρευση, ότι η επ΄ αόριστο αναστολή του διατάγματος απέλασης ουσιαστικά αναίρεσε το λόγο κράτησης ευσταθεί, αφού μια τέτοια εισήγηση ουδόλως ανταποκρίνεται στα πραγματικά δεδομένα που περιβάλλουν την περίπτωση του αιτητή. Σε συνέχεια των όσων λέχθηκαν στα πλαίσια της προδικαστικής ένστασης περί των συνεπειών της αναστολής του διατάγματος απέλασης και πάντοτε σε σχέση με τους ισχυρισμούς του αιτητή, αρκεί να επισημανθεί εκ νέου ότι η αναστολή της εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης συντελέστηκε προφανώς για περιορισμένο και προσωρινό χρονικό διάστημα (από 23.7.24 μέχρι 12.8.24) και μάλιστα για συγκεκριμένο σκοπό (μέχρι την έκδοση απόφασης από το ΔΔΔΠ). Εν πάση περιπτώσει υπενθυμίζεται ότι κατά πάγια νομολογία η αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης δεν επιδρά στη νομιμότητα της απόφασης για κράτηση του αιτητή, η οποία αποφασίζεται για να διαφυλάξει το σκοπό της απέλασης (Asad Mohammed Rahal v Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ 741) (Murat Hudur αλλιώς Αντώνης Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1311/2016,ημερομηνίας 28/8/2017).
Στη βάση των ανωτέρω, ουδείς εκ των λόγων ακύρωσης ευσταθεί.
Κατά συνέπεια, ως προς την προσβαλλόμενη απόφαση κήρυξης απαγορευμένου μετανάστη και το προσβαλλόμενο διάταγμα απέλασης η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ως προς το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης η προσφυγή επίσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Οι επίδικες αποφάσεις επικυρώνονται με έξοδα €1200 εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.
Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ