Α. Γ. ν. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ ΕΠ’ ΑΔΕΙΑ, Υπόθεση αρ. 1210/2024, 30/10/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 1210/2024)

30 Οκτωβρίου 2024

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6, 8, 11, 12, 13, 14, 15, 28, 29, 30, 146 ΚΑΙ 172 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Α. Γ.

Αιτητής

v.

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ ΕΠ’ ΑΔΕΙΑ

Καθ’ ου η αίτηση.

……………………………

Αλέξανδρος Κληρίδης, για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.

Θάσος Χατζηλούκα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για το καθ’ ου η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Ο αιτητής, καταχώρησε στις 5.9.2024 την υπό εκδίκαση προσφυγή, αξιώνοντας την ακόλουθη θεραπεία:-

«Δήλωση και ή Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Καθ’ ου η Αίτηση ημερομηνίας 03/09/24 (Παράρτημα Α) Συμβουλίου Αποφυλάκισης Κρατουμένων Επ’ Άδεια είναι άκυρη, παράνομη, στερημένη νομικού αποτελέσματος και είναι παραβαίνουσα των αρχών του Διοικητικού Δικαίου και Συνταγματικών Δικαιωμάτων».

 

  Προς πλήρη εικόνα των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, αναφέρεται πως ο αιτητής καταδικάστηκε από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας, κατόπιν δικής του παραδοχής, στα πλαίσια εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης με αρ. 7651/2020, για το αδίκημα της παράνομης προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, ήτοι 997.3 γραμμάρια κάνναβης, με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο και στις 8.7.2021 του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3,5 ετών. Παράλληλα, η ποινή αυτή, ορίστηκε ως διαδοχική προηγούμενης, διάρκειας 412 ημερών, η οποία είχε αρχικά ανασταλεί, υπό τον όρο ότι ο αιτητής δεν θα επαναλάμβανε παράνομη συμπεριφορά. Ο αιτητής εξέτιε τις προαναφερόμενες ποινές φυλάκισης από τις 12.11.2020, με πιθανή ημερομηνία αποφυλάκισης, την 5.12.2024.

 

  Στις 23.5.2022, υπέβαλε αίτηση προς το Συμβούλιο Αποφυλάκισης Κρατουμένων Επ’ Αδεία για αποφυλάκιση Επ’ Αδεία. Το Συμβούλιο, αφού εξέτασε την υποβληθείσα αίτηση, αποφάσισε στις 12.9.2023 την αποφυλάκισή του Επ΄ Αδεία, επιβάλλοντας τους εξής δεκαέξι (16) όρους:-

 

«1) Να παραδώσει αμέσως στον Αστυνομικό Σταθμό Παραλιμνίου την πολιτική ταυτότητά του και όλα τα ταξιδιωτικά έγγραφά του.

2) Να διαμένει στη συζυγική κατοικία επί της οδού […]. Σε περίπτωση που επιθυμεί την αλλαγή του τόπου διαμονής του, να ενημερώσει αμέσως τον Επιτηρητή του. Αλλαγή του τόπου διαμονής του προϋποθέτει την εξασφάλιση προηγούμενης άδειας από το Συμβούλιο.

3) Να εμφανίζεται κάθε Δευτέρα στον Αστυνομικό Σταθμό Παραλιμνίου, μεταξύ των ωρών 8:00 και 20:00. Σε περίπτωση που επιθυμεί αλλαγή του Αστυνομικού Σταθμού, στον οποίον οφείλει να παρουσιάζεται εβδομαδιαίως, να ενημερώσει αμέσως τον Επιτηρητή του. Αλλαγή του Αστυνομικό Σταθμού, στον οποίον οφείλει να παρουσιάζεται εβδομαδιαίως, προϋποθέτει την εξασφάλιση προηγούμενης άδειας από το Συμβούλιο.

4) Να εργάζεται καθημερινά και, σε κάθε περίπτωση, όχι λιγότερο από 5 ημέρες εβδομαδιαίως, ως αχθοφόρος στην εταιρεία […]. Σε περίπτωση που επιθυμεί την αλλαγή εργασίας να ενημερώσει αμέσως τον Επιτηρητή του και να εξηγήσει τους λόγους. Αλλαγή της εργασίας προϋποθέτει την εξασφάλιση προηγούμενης άδειας από το Συμβούλιο. Παρομοίως, σε περίπτωση απόλυσης ή κατ’ άλλον τρόπο διακοπής της εργασίας του να ενημερώσει τον Επιτηρητή του και να εξηγήσει τους λόγους.

5) Να μην επισκέπτεται τα κατεχόμενα, από τις Τουρκικές δυνάμεις εισβολής, εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας.

6) Να μην προβαίνει σε δηλώσεις, σχόλια ή αναφορές, είτε γραπτώς είτε προφορικώς, είτε δημοσίως είτε σε μέσα μαζικής ενημέρωσης είτε σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εν σχέση με την καταδίκη του, την έκτιση των ποινών φυλάκισης ή την υπό όρους αποφυλάκισή του επ’ αδεία.

7) Να μην συναναστρέφεται, να μην συνομιλεί και να μην επικοινωνεί καθ΄οιονδήποτε τρόπο με πρόσωπα τα οποία συνελήφθησαν, κρατήθηκαν, καταδικάστηκαν ή φυλακίσθηκαν για οιονδήποτε αδίκημα, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων που σχετίζονται με ναρκωτικά φάρμακα και ψυχοτρόπες ουσίες.

8) Να μην προσεγγίζει χώρους όπου διαμένουν ή συχνάζουν πρόσωπα ύποπτα για την διάπραξη αδικημάτων σχετικών με ναρκωτικά φάρμακα και ψυχοτρόπες ουσίες.

9) Να μην ασχολείται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, με και να μην επιδίδεται σε οιαδήποτε τυχερά παιχνίδια και ούτε να προσεγγίζει και ούτε να συχνάζει σε χώρους όπου διεξάγονται οιαδήποτε τυχερά παιχνίδια, συμπεριλαμβανομένων των καζίνων.

10) Να μην ασχολείται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, με και να μην επιδίδεται σε οιαδήποτε στοιχήματα και ούτε να προσεγγίζει και ούτε να συχνάζει σε χώρους όπου διεξάγονται οιαδήποτε στοιχήματα, συμπεριλαμβανομένων των πρακτορείων στοιχημάτων.

11) Να μην κατέχει και να μην χρησιμοποιεί οιονδήποτε πυροβόλο όπλο και μην αποκτά άδεια κυνηγίου.

12) Να κατέχει μόνον ένα αριθμό κινητού τηλεφώνου, τον οποίο να κοινοποιεί στον Επιτηρητή του. Ο αριθμός αυτός να παραχωρείται από εταιρεία τηλεπικοινωνιών, η οποία λειτουργεί νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία, και να συνδέεται με σταθερό λογαριασμό. Να μην κατέχει και να μην χρησιμοποιεί κινητό τηλέφωνο με κάρτα η οποία δεν συνδέεται με σταθερό λογαριασμό.

13) Να συμμορφώνεται αμέσως και πλήρως με τις υποδείξεις του Επιτηρητή του.

14) Να ακολουθεί τις υποδείξεις του Επιτηρητή του, συμπεριλαμβανομένης της παράδοσης δείγματος ούρων, και να υποβάλλεται σε αιφνίδιους ελέγχους τύπου νάρκοτεστ τουλάχιστον 1 φορά την εβδομάδα. Να καλύπτει τα έξοδα για την διενέργεια των ελέγχων αυτών. Το αποτέλεσμα κάθε τέτοιου ελέγχου πρέπει να είναι αρνητικό και πρέπει να κοινοποιείται αμέσως στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λάρνακας. Σε περίπτωση κατά την οποίαν το αποτέλεσμα τέτοιου ελέγχου είναι θετικό να ενημερωθούν αμέσως τόσον το Συμβούλιο όσον και οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές για να ενεργήσουν δεόντως.

15) Σε συνεργασία με τον Επιτηρητή του να συμμετέχει στα κατάλληλα προγράμματα απεξάρτησης, στήριξης και ανάπτυξης δεξιοτήτων για την πρόληψη της υποτροπής όσον αφορά στην χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών και/ή

16) Να υπογράψει Δήλωση Συγκατάθεσης για την ενημέρωση του Συμβουλίου, από τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας ή από άλλες αρμόδιες αρχές ή από άλλους αρμόδιους φορείς, στους οποίους αυτός ενδεχομένως να παραπεμφθεί, όσον αφορά στα προσωπικά δεδομένα του καθώς και για την αλληλοενημέρωση μεταξύ του Συμβουλίου, των αρμοδίων αρχών και των αρμοδίων φορέων για τα αποτελέσματα αυτής της συνεργασίας τους».

 

  Σημειώθηκε, παράλληλα, στην πιο πάνω απόφαση, η δυνατότητα του Συμβουλίου να θέσει στον αιτητή, πρόσθετους όρους, να ανακαλέσει την απόφασή του, καθώς επίσης και το ενδεχόμενο άσκησης ποινικής δίωξης, σε περίπτωση που ο αυτός εντοπιστεί θετικός σε νάρκοτεστ, το οποίο διενεργείται δυνάμει των όρων της προαναφερθείσας αποφάσεως.

 

  Η επίβλεψη της τήρησης από τον αιτητή των προαναφερόμενων όρων που έθεσε το Συμβούλιο, δυνάμει της απόφασής του ημερομηνίας 12.9.2023, εναποτέθηκε σε Επιτηρητή, που ορίστηκε προς τούτο από το Συμβούλιο κι ο οποίος, δυνάμει των διατάξεων της επιφύλαξης του άρθρου 14Α(4) του περί Φυλακών Νόμου, Ν. 62(Ι)/1996 ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ενημερώνει προς τούτο, γραπτώς το Συμβούλιο Αποφυλάκισης. Σημειώνεται πως, σε σχέση με τους πιο πάνω αναφερόμενους όρους, υπήρξε δύο φορές τροποποίηση του όρου με αριθμό (14), κατόπιν σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου, ημερομηνίας 19.9.2023 και 19.12.2023 κι ο όρος με αριθμό (14), διαμορφώθηκε ως εξής:-

 

«14) Να ακολουθεί τις υποδείξεις του Επιτηρητή του, συμπεριλαμβανομένης της παράδοσης δείγματος ούρων, και να υποβάλλεται σε αιφνίδιους ελέγχους τύπου νάρκοτεστ σε δύο φορές τον μήνα. Να καλύπτει τα έξοδα για τη διενέργεια των ελέγχων αυτών. Το αποτέλεσμα κάθε ελέγχου πρέπει να είναι αρνητικό και πρέπει να κοινοποιείται αμέσως στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Παραλιμνίου. Σε περίπτωση κατά την οποία το αποτέλεσμα είναι θετικό να ενημερωθούν αμέσως τόσο το Συμβούλιο όσον και οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές για να ενεργήσουν δεόντως».

 

   Το Συμβούλιο, αποφάσισε επίσης, όπως το όνομα του αιτητή καταχωριστεί στον κατάλογο προσώπων των οποίων απαγορεύεται η έξοδος από την Κυπριακή Δημοκρατία κι όπως ο Επιτηρητής υποβάλλει προς το Συμβούλιο, μηνιαία έκθεση για την διαγωγή του. Ο Επιτηρητής υπέβαλλε προς το Συμβούλιο μηνιαίες εκθέσεις επιτήρησης και ειδικότερα, για τους μήνες Σεπτέμβριο, Οκτώβριο, Δεκέμβριο του 2023, Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Μάιο και Ιούνιο του 2024, χωρίς να σημειώνεται οποιαδήποτε επιλήψιμη συμπεριφορά.

 

  Με επιστολή ημερομηνίας 28.6.2024 προς το Συμβούλιο, ο Υπεύθυνος του ΤΑΕ Αμμοχώστου, κος Α. Κ., ανέφερε πως ο αιτητής συνελήφθη  κατόπιν έκδοσης δικαστικού εντάλματος, για διερευνώμενη ποινική υπόθεση, υποβάλλοντας πως για την αποφυλάκισή του, είχαν τεθεί συγκεκριμένοι όροι τους οποίους έχει παραβεί με τη σύλληψή του.

 

  Με νεότερη επιστολή του ημερομηνίας 1.7.2024, ενημέρωσε πως ο αιτητής μαζί με άλλα δύο πρόσωπα, προφυλακίστηκε για περίοδο τριών ημερών, η οποία θα εξέπνεε, στις 2.7.2024, υποβάλλοντας πως:-

«[…] φαίνεται ξεκάθαρα πως έχει παραβεί συγκεκριμένους όρους όπως αυτοί παρατίθενται γραπτώς στους όρους αποφυλάκισης του, ημερομηνίας 12/09/2023.

Συγκεκριμένα φαίνεται να έχει παραβεί:

-      Τον όρο αρ. 7 – Από την ημέρα αποφυλάκισης του, ο […] διατηρεί στενές σχέσεις και συναναστρέφεται επί καθημερινής βάσεως με μέλη συγκεκριμένης φατρίας στην οποία ανήκει – δραστηριοποιείται. Τα συγκεκριμένα μέλη έχουν συλληφθεί και κρατηθεί στο πρόσφατο παρελθόν για πολύ σοβαρά αδικήματα συμπεριλαμβανομένων αδικημάτων που σχετίζονται με ναρκωτικά φάρμακα και ψυχοτρόπες ουσίες. Να σημειωθεί πως κατά την διάρκεια της διαδικασίας προσωποκράτησης του […] στη διαδικασία παρακολούθησαν και συγκεκριμένα πρόσωπα για τα οποία γίνεται λόγος πιο πάνω.

- Τον όρο αρ. 8 – Από την ημέρα αποφυλάκισης του, ο […] μεταβαίνει σχεδόν καθημερινά σε συγκεκριμένο νυκτερινό κέντρο στην Αγία Νάπα, το οποίο διαχειρίζεται πρόσωπο επικεφαλής της φατρίας στην οποία ανήκει ο […]. Για το συγκεκριμένο υποστατικό υπάρχουν κατά καιρούς πληροφορίες ότι γίνεται διακίνηση ναρκωτικών φαρμάκων κ.λ.π. Περαιτέρω θα πρέπει να τονιστεί πως στο συγκεκριμένο υποστατικό μετά από έρευνα που έγινε από μέλη της ΥΚΑΝ στις 20/07/2019, εντοπίστηκε και κατασχέθηκε ποσότητα κοκαΐνης βάρους 90 γρ. Για την συγκεκριμένη υπόθεση, αρ. Επ. Δ/ριου Αμμ/στου 2462/2019, καταδικάστηκαν δύο πρόσωπα, υπάλληλοι στο συγκεκριμένο υποστατικό, σε 3 μήνες φυλακή με 3ετή αναστολή.

- Τον όρο αρ. 12. Κατά την διάρκεια σύλληψης του […] εντοπίστηκε στην κατοχή του και κατασχέθηκε συγκεκριμένη συσκευή τηλεφώνου την οποία με την θέα των Αστυνομικών απενεργοποίησε. Υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι στο συγκεκριμένο τηλέφωνο υπάρχει εγκατεστημένη κάρτα τηλεφώνου με αριθμό άλλο από αυτόν που κοινοποίησε στον επιτηρητή του και ο οποίος σχετίζεται με την υπόθεση για την οποία κρατείται.

Καταλήγοντας και λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, επιβάλλεται όπως το συμβούλιο αποφυλάκισης εξετάσει άμεσα το ενδεχόμενο ανάκλησης της απόφασης αποφυλάκισης επ΄αδεία του […] όπως αυτή έχει αποφασιστεί στις 12/09/2024».  

 

  Με νεότερη επιστολή ημερομηνίας 3.7.2024, ο Υπεύθυνος του ΤΑΕ Αμμοχώστου, ενημέρωσε πως στις 2.7.2024 ο αιτητής μαζί με άλλα δύο πρόσωπα, παραπέμφθηκαν σε απευθείας δίκη ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Αμμοχώστου και πως παρόντες στην αίθουσα του Δικαστηρίου ήταν τα πρόσωπα που ανέφερε στην επιστολή του ημερομηνίας 1.7.2024. Με άλλη επιστολή ημερομηνίας 8.7.2024, ενημέρωσε πως ο αιτητής αφέθηκε ελεύθερος, υπό όρους μέχρι την ημερομηνία ορισμού της ποινικής υπόθεσης που εκκρεμούσε εναντίον του.

 

    Τα πιο πάνω αναφερόμενα γεγονότα, όπως αυτά περιήλθαν στην αντίληψη του Συμβουλίου, δια των επιστολών του Υπεύθυνου του ΤΑΕ Αμμοχώστου, αποτέλεσαν το εφαλτήριο της απόφασης του Συμβουλίου να καλέσει τον αιτητή να τοποθετηθεί επ’ αυτών. Κατά την συνεδρία του Συμβουλίου ημερομηνίας 18.7.2024, που ο αιτητής εμφανίστηκε με τους δικηγόρους του, αποφασίστηκε όπως κληθεί ο συντάξας τις επιστολές, να παρουσιαστεί ενώπιόν του, λόγω αμφισβήτησης της δοθείσας, σ’ αυτές, πληροφόρησης.

 

  Ακολούθησε η συνεδρία του Συμβουλίου ημερομηνίας 27.8.2024, στην παρουσία του αιτητή και των δικηγόρων του και στις 3.9.2024, το Συμβούλιο αποφάσισε τα εξής:-

 

«[…] Το Συμβούλιο δέχεται ως αληθή, ορθή, καλόπιστη και αξιόπιστη την πληροφόρηση που έλαβε από τον Υπεύθυνο του Τ.Α.Ε. Αμμοχώστου στο πλαίσιο της διαδικασίας ημερ.27.8.2024, η οποία αφορά στην διαγωγή του […] εκτός φυλακής, ως αυτή συνοψίζεται ανωτέρω, υπό την παρ.9. Επιπλέον, το Συμβουλίου λαμβάνει υπ' όψιν όλα όσα ο […] ανέφερε ενώπιον του καθώς και την όλη συμπεριφορά του κατά τις διαδικασίες ημερ. 18.7.2024 και 27.8.2024, ως αυτές συνοψίζονται και παρουσιάζονται ανωτέρω, υπό την παρ.9.

Το Συμβούλιο διαπιστώνει πως η επίμαχη διαγωγή του […], ως αυτή παρουσιάστηκε από τον Υπεύθυνο του Τ.Α.Ε. Αμμοχώστου, τεκμηριώνει την εκ μέρους του παραβίαση καθ' ενός ξεχωριστά και όλων μαζί των όρων 7) και 12 ) της απόφασης ημερ.12.9.2023, οι οποίοι είναι ουσιώδεις.

Διευκρινίζεται πως το Συμβούλιο σέβεται απόλυτα το τεκμήριο αθωότητας του [...] όσον αφορά στην ποινική υπόθεση η οποία σήμερα εκκρεμεί εις βάρος του ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

Το Συμβούλιο διαπιστώνει, επίσης, ότι ο […] παραβίασε καθ' έναν ξεχωριστά και όλους μαζί τους όρους 7) και 12) της απόφασης ημερ.12.9.2023 εν γνώσει του. Τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του (στα οποία γίνεται αναφορά προηγουμένως) δεν αφήνουν αμφιβολία για το γεγονός αυτό.

Περαιτέρω, σημειώνεται πως οι διαπιστωθείσες διακεκριμένες και σωρευτικές παραβιάσεις όρων της απόφασης ημερ.12.9.2023 διαπράχθηκαν χωρίς να υφίσταται οιαδήποτε νόμιμη αιτιολογία.

12. Δεδομένης της αυστηρής υποχρέωσης του […] να τηρεί πιστά τους όρους που τέθηκαν με την απόφαση ημερ.12.9.2024 και δεδομένης της διαπίστωσης ότι, με τις αποδεδειγμένες ενέργειές του, αυτός παραβίασε τους όρους 7) και 12) αυτής, εν γνώσει του και χωρίς να υφίσταται οιαδήποτε νόμιμη αιτιολογία, το Συμβούλιο αποφασίζει να ανακαλέσει την εν λόγω απόφαση.

Η απόφαση ημερ.12.9.2023, η οποία εκδόθηκε επί της Αίτησης αρ. ΣΑ/2022/27 του κρατουμένου 1225 Α. Γ., ανακαλείται (άρθρο 14 ΣΤ (1) και (2)].

Η παρούσα απόφαση επιδίδεται στον Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Φυλακών, ως ο νόμος ορίζει, για να διενεργηθούν τα δέοντα.

Μετά την επίδοσή της, η παρούσα απόφαση να διαβιβαστεί, για ενημέρωση, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως [άρθρο 14 Γ(3)].»

 

 

 Η νομιμότητα της πιο πάνω αναφερόμενης διοικητικής απόφασης, αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής.

 

  Όπως προαναφέρθηκε, η υπό εκδίκαση προσφυγή, καταχωρίστηκε στις 5.9.2024, αξιώνοντας ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου, ημερομηνίας 3.9.2024. Ως Παράρτημα Α επί της προσφυγής, επισυνάφθηκε η απόφαση του Διευθυντή Φυλακών, η οποία επιδόθηκε στον αιτητή στις 4.9.2024 και ώρα 16:00, στην οποία αναφέρονται τα εξής:-

 

«Το Συμβούλιο Αποφυλάκισης Κρατουμένων Επ΄Αδεία αποφάσισε σε συνεδρία του στις 03.09.2024 να ανακαλέσει την απόφασή του για την αποφυλάκιση του Α. Γ. […]

Η ανάκληση της αποφυλάκισης έγινε επί τη βάση παραβιάσεων όρων που τέθηκαν από το Συμβούλιο Αποφυλάκισης βάση της Νομοθεσίας 37(Ι)/2009.

Με την επίδοση της παρούσας σας δίδεται ο εύλογος χρόνος των 24 ωρών να επιστρέψετε στη Φυλακή οικειοθελώς διαφορετικά σύμφωνα με το Άρθρο 14ΣΤ(5) του υπό αναφορά Νόμου θεωρείστε δραπέτης από νόμιμη κράτηση και υπόκεισθε σε σύλληψη χωρίς την αναγκαιότητα έκδοσης νέου εντάλματος για να οδηγηθείτε στις Φυλακές […]»

 

    Την ίδια μέρα, ο αιτητής καταχώρησε παράλληλα και μονομερή αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της απόφασης του Συμβουλίου ημερομηνίας 3.9.2024, ως η παράγραφος (Α) της αίτησης, προσωρινής αναστολής οποιασδήποτε οδηγίας, απόφασης διατάγματος εντολής οποιουδήποτε συμπεριλαμβανομένου και του Διευθυντή Φυλακών που πηγάζει από την απόφαση του Συμβουλίου ημερομηνίας 3.9.2024, ως η παράγραφος (Β) της αιτήσεως και ως παράγραφος (Γ), ζητείτο διάταγμα προσωρινής εφαρμογής των όρων που τέθηκαν από το Συμβούλιο στην απόφαση του ημερομηνίας 12.9.2023 μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής.

 

  Στις 5.9.2024, το Δικαστήριο εξέδωσε μονομερώς το αιτούμενο προσωρινό διάταγμα, ως οι παράγραφοι (Α) και (Β) και όρισε αυτό επιστρεπτέο στις 12.9.2024. Τόσο η προσφυγή, όσο και το προσωρινώς εκδοθέν διάταγμα, επιδόθηκαν προς τους καθ’ ων η αίτηση στις 6.9.2024, ενώ δεύτερη μονομερής αίτηση ημερομηνίας 11.9.2024 με την οποία ζητείτο προσωρινή αναστολή της ειδοποίησης του Διευθυντή Φυλακών, ημερομηνίας 10.9.2024, απορρίφθηκε, καθότι κατά την 11.9.2024, ήταν σε ισχύ το προαναφερόμενο προσωρινώς εκδοθέν διάταγμα.

 

  Κατά την 12.9.2024, δόθηκαν σύντομα χρονοδιαγράμματα για την καταχώρηση της Ένστασης και των γραπτών αγορεύσεων των διαδίκων και εκ συμφώνου, η ισχύς του διατάγματος παρατάθηκε μέχρι και την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου, απόφαση που επιφυλάχθηκε στις 14.10.2024.

 

  Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αιτητής, δια του ευπαιδεύτου συνηγόρου του, υποστηρίζει πως το Συμβούλιο δεν εξάσκησε την διακριτική του ευχέρεια, έτσι ώστε να προβεί σε δέουσα έρευνα, προκειμένου να εξακριβώσει τα αληθινά γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση, παρά μόνον αρκέστηκε στα όσα παρουσίασε ο υπεύθυνος του ΤΑΕ Αμμοχώστου κος Α. Κ.

 

  Υποστηρίζει ο αιτητής πως υπήρξε απόκρυψη ουσιαστικής μαρτυρίας από την πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, αφού κατά την επιθεώρηση των εγγράφων, δεν του δόθηκε ο διοικητικός φάκελος, παρά μόνον συγκεκριμένα έγγραφα, ήτοι η απόφαση του Συμβουλίου ημερομηνίας 3.9.2024, πρακτικά ακροάσεων ημερομηνίας 18.7.2024 και 27.8.2024, επιστολές που έστειλε η Αστυνομία στο Συμβούλιο, εκθέσεις του Επιτηρητή και επιστολή του τελευταίου προς το Συμβούλιο ημερομηνίας 4.3.2024. Υπέβαλε πως, έπρεπε να παρουσιαστεί η ηχογράφηση των πρακτικών, για σκοπούς αντιπαραβολής των πρακτικών για κάθε διαδικασία, έγγραφο που να δείχνει πότε και με ποιο τρόπο ενημερώθηκαν οι Κεντρικές Φυλακές για την απόφαση του Συμβουλίου και ποιες ήταν οι οδηγίες που δόθηκαν, πρακτικά από ενημερώσεις που είχαν γίνει από τον Επιτηρητή προς το Συμβούλιο και στην επιστολή της ΑΤΗΚ σε σχέση με τον έλεγχο που έγινε με συγκεκριμένο αριθμό τηλεφώνου. Σημειώνεται πως, ισχυρισμός περί μη αποκάλυψης της κλήτευσης του Υπεύθυνου του ΤΑΕ Αμμοχώστου κατά την ενώπιον του Συμβουλίου διαδικασία, αποσύρθηκε από τον αιτητή, κατά το στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων.

 

  Κατά τις εισηγήσεις, η μη αποκάλυψη, στέρησε από τον αιτητή το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη, προκειμένου να μπορεί να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της αστυνομίας, να αντιπαραβάλει ουσιαστική μαρτυρία για την ύπαρξη του δεύτερου αριθμού τηλεφώνου, ενώ δεν του δόθηκε το δικαίωμα να παρουσιάσει και ο ίδιος μαρτυρία προς αντίκρουση της μαρτυρίας του αστυνομικού. Αντιθέτως, η διαδικασία που ακολούθησε το Συμβούλιο, συνιστά παράβαση τύπου, υπήρξε μεμπτή και παράνομη, αφού, όπως υποστηρίζει, στη σχετική νομοθεσία δεν δίδεται το δικαίωμα στο Συμβούλιο να καλέσει μάρτυρα ή να παρουσιάσει μαρτυρία, παρά μόνον, τέτοιο δικαίωμα παρέχεται στον αιτητή, με αποτέλεσμα, η διαδικασία που ακολουθήθηκε να έχει χαρακτήρα αντιδικίας, παρά συνάντησης για συνέντευξη.

 

  Πρόσθετος ισχυρισμός που προωθείται, αφορά τη θέση πως δεν κλήθηκε ο αιτητής να παρουσιαστεί για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, με αποτέλεσμα να μην του δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί για την κατ’ ισχυρισμόν παράβαση των όρων αποφυλάκισης, ενώ δεν του επιδόθηκε ούτε κι η προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου, παρά μόνον μετά την επίδοση της προσφυγής κι επιπρόσθετα, δεν του παρασχέθηκε οποιαδήποτε ενημέρωση ως προς τα μέσα θεραπείας που είχε στη διάθεσή του.

 

  Τέλος, προβάλλεται εκ μέρους του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή, η θέση πως η απόφαση του Συμβουλίου με την οποία ανακλήθηκε προηγούμενη απόφαση αποφυλάκισης του αιτητή υπό όρους, ελήφθη κατά παράβαση των αρχών της αναλογικότητας. Τούτο, λόγω του ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός πως ο αιτητής ήταν εκτός της φυλακής για δώδεκα (12) μήνες και δεν είχε παραβιάσει κανένα από τους δεκαέξι (16) όρους που του είχαν επιβληθεί, ενώ υπήρχαν οκτώ  (8) θετικές εκθέσεις του Επιτηρητή του. Κατά τις εισηγήσεις, οι κατ΄ισχυρισμόν παραβιάσεις, δεν έδειχναν μεταβολή της επικινδυνότητας του σε αναλογικά, με την συμπεριφορά του, στοιχεία, που έπρεπε το Συμβούλιο να προσμετρήσει αναλογικά και εξασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να τροποποιήσει τους όρους που του είχαν τεθεί. Αντί τούτου, το Συμβούλιο ενήργησε ωσάν να είχε δέσμια αρμοδιότητα και χωρίς να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση και αιτιολογία, αποφάσισε αυτόματα την έσχατη λύση, ήτοι την ανάκληση της προηγούμενης του απόφασης και επιστροφή του στην φυλακή.

 

  Ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση, προέβαλε ζήτημα αντικανονικότητας κι απαραδέκτου της καταχωρηθείσας προσφυγής, ως μη συνάδουσας με τις διατάξεις του Κανονισμού 4 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 (3/1962), υποβάλλοντας πως αυτή θα πρέπει να απορριφθεί, λόγω του ότι δεν συνοδεύεται από αντίγραφο της πλήρους προσβαλλόμενης διοικητικής αποφάσεως. Κατά τους ισχυρισμούς, στην ίδια την απόφαση, αναφέρεται πως το Συμβούλιο Αποφυλάκισης επιδίδει την εν λόγω απόφαση στον Διευθυντή Φυλακών για να την παραδώσει στον κατάδικο, μαζί με κλήση για επιστροφή, όπως ο νόμος ορίζει. Ο Διευθυντής Φυλακών, όμως, έκανε λάθος και δεν του επέδωσε την απόφαση, παρά μόνον την κλήση, όμως κατά τις θέσεις του καθ’ ου η αίτηση, εφόσον ο αιτητής επεδείκνυε την δέουσα επιμέλεια, θα μπορούσε να την είχε εξασφαλίσει.

 

  Επί της ουσίας, ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση, υποστήριξε πως η έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, στηρίχθηκε στις πληροφορίες που ελήφθησαν από τον καθ’ ύλην αρμόδιο Υπεύθυνο του ΤΑΕ Αμμοχώστου, σε σχέση με την διαγωγή του αιτητή. Τονίζει πως, κατά τις διατάξεις του άρθρου 14ΣΤ του σχετικού Νόμου, το Συμβούλιο έχει εξουσία να ανακαλεί την απόφασή του για αποφυλάκιση επ΄αδεία καταδίκου, αφού ακολουθηθεί συγκεκριμένη διαφανής διαδικασία, που κατά τις εισηγήσεις, εδώ τηρήθηκε. Υποστηρίζει πως η τήρηση πρακτικών, ο γραπτός τύπος των αποφάσεων κι η αιτιολογία που παρατίθεται σ’ αυτές, καθιστούν ευχερή τον δικαστικό έλεγχο της προσβαλλόμενης απόφασης. Σύμφωνα με τις εισηγήσεις του καθ’ ου η αίτηση, η Αστυνομία είναι το κατ΄εξοχήν αρμόδιο όργανο να πληροφορήσει το Συμβούλιο για τις ύποπτες κινήσεις και δράσεις των πολιτών, της οποίας τα κίνητρα είναι, κατά μαχητόν τεκμήριο, γνήσια. Τέλος, τονίζεται η ευρεία διακριτική εξουσία του Συμβουλίου να ανακαλεί προηγούμενη απόφασή του για αποφυλάκιση κρατουμένου Επ’ Αδεία.

 

  Έχοντας εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς, στη βάση και του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, ο οποίος κατατέθηκε στη διαδικασία και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1, δεν θα συμφωνήσω με τον ισχυρισμό που εγέρθηκε εκ μέρους του καθ’ ου η αίτηση Συμβουλίου, ως προς την αντικανονικότητα της αίτησης ακυρώσεως.

 

  Πράγματι, κατά τις διατάξεις του Κανονισμού 4(2)(γ) του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 (3/1962), ως αυτός τροποποιήθηκε, η αίτηση ακυρώσεως, συνοδεύεται από αντίγραφα όλων των σε αυτήν αναφερόμενων εγγράφων «των ευρισκομένων εις την κατοχήν ή υπό την εξουσίαν του αιτητού». Περαιτέρω, κατά τα όσα ορίζονται στην επιφύλαξη αυτού, η αίτηση ακυρώσεως θα πρέπει να συνοδεύεται από αντίγραφο της πλήρους διοικητικής απόφασης που προσβάλλεται, όπου υπάρχει.

 

  Στις διατάξεις του άρθρου 14ΣΤ(1) και (2) του περί Φυλακών Νόμου, Ν. 62(Ι)/1996, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, αναφέρεται πως το Συμβούλιο, επιδίδει στον Διευθυντή Φυλακών, την αιτιολογημένη ανακλητική απόφασή του, προηγούμενης του απόφασης για υπό όρους αποφυλάκιση καταδίκου, την οποία, στη συνέχεια, ο Διευθυντής επιδίδει στον κατάδικο, στην τελευταία γνωστή του διεύθυνση, μαζί με κλήση να επανέλθει για συνέχιση της έκτισης της ποινής του, εντός των Φυλακών. 

 

  Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται πως ο Διευθυντής Φυλακών, δεν επέδωσε στον αιτητή την αιτιολογημένη απόφαση του Συμβουλίου, ημερομηνίας 3.9.2024, για ανάκληση της αποφυλάκισης του, παρά μόνον του επέδωσε κλήση για επιστροφή στην Φυλακή, κλήση που όπως προκύπτει από το Παράρτημα Α, του επιδόθηκε στις 4.9.2024 και ώρα 16:00, ενώ είχε στη διάθεσή του χρόνο εικοσιτεσσάρων (24) ωρών για να συμμορφωθεί.

 

  Βεβαίως, την παράλειψη αυτή του Διευθυντή Φυλακών, δεν μπορεί να την επωμιστεί ο αιτητής. Ο ίδιος, προχώρησε με το έγγραφο το οποίο είχε στην κατοχή του, δικαιωματικά στην καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης ακυρώσεως, η οποία κρίνεται, υπό τις συνθήκες που έχουν αναφερθεί πιο πάνω, ως πλήρως συνάδουσα με τις σχετικές διατάξεις του προαναφερθέντος Διαδικαστικού Κανονισμού.

 

  Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, ο ισχυρισμός περί αντικανονικότητας της αίτησης ακυρώσεως, απορρίπτεται, ως αβάσιμος.

 

  Βασικό παράπονο του αιτητή, αποτέλεσε η μαρτυρία του υπεύθυνου του ΤΑΕ Αμμοχώστου, ο οποίος συνέταξε και απέστειλε προς το Συμβούλιο, τρεις επιστολές, ημερομηνίας 28.6.2024, 1.7.2024 και 3.7.2024, με τις οποίες το ενημέρωνε για τη συμπεριφορά του αιτητή, όπως και για την σύλληψή του για διερεύνηση του ενδεχόμενου διάπραξης άλλου ποινικού αδικήματος, εισηγούμενος πως υπήρξε παράβαση συγκεκριμένων όρων της απόφασης αποφυλάκισης Επ’ Αδεία.

 

  Οι προς τούτο ισχυρισμοί του αιτητή, εστιάζονται σε δύο πυλώνες. Πρώτον, στη διαδικασία που ακολουθήθηκε ενώπιον του Συμβουλίου, αφού κατά τις θέσεις του, δεν προβλέπεται από τη νομοθεσία η δυνατότητα του Συμβουλίου να παρουσιάσει μαρτυρία, παρά μόνον, τέτοιο δικαίωμα παρέχεται στον ίδιο τον αιτητή.

 

  Και δεύτερον, στη μη αποκάλυψη εκ μέρους του Συμβουλίου, ουσιαστικής μαρτυρίας, τόσο κατά το στάδιο της ενώπιον του εκκρεμούσας διαδικασίας - γεγονός που κατά τον ίδιο του αποστέρησε το δικαίωμα του να τύχει δίκαιης δίκης, προκειμένου να μπορέσει να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της αστυνομίας με προσκόμιση μαρτυρίας - όσο και κατά το στάδιο της εκδίκασης της παρούσας προσφυγής, θέτοντας ζήτημα μη τήρησης άρτιων πρακτικών, αφού, κατά τις εισηγήσεις, δεν υπήρξε αποκάλυψη όλων των εγγράφων που θα έπρεπε να βρίσκονται στον διοικητικό φάκελο, ήτοι η ηχογράφηση των πρακτικών για σκοπούς αντιπαραβολής των πρακτικών που έχουν συνταχθεί.

 

  Ξεκινώντας από τον ισχυρισμό περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών εκ μέρους του Συμβουλίου, λόγω του ότι, δεν παρουσιάστηκε η ηχογράφηση των πρακτικών, παρά μόνον τα αποστενογραφημένα πρακτικά, γεγονός που δεν επιτρέπει την αντιπαραβολή των μεν με τα δε, προκειμένου να διαπιστωθεί η πληρότητά τους, θα πρέπει, καταρχήν, να συμφωνήσω με το καθ’ ου η αίτηση πως, η τήρηση άρτιων πρακτικών που αποτελεί υποχρέωση του διοικητικού οργάνου, συνιστά έλεγχο χρηστής διοίκησης, αλλά και βασική προϋπόθεση για την άσκηση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου, προς διακρίβωση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξεως (Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 417, Α.Ε. 27/2006, Κασσέρα ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 4.4.2023).

 

  Σχετικές άλλωστε, είναι κι οι διατάξεις του άρθρου 14Ι(3)(α) του Ν. 62(Ι)/96 για την τήρηση πρακτικών, τα οποία αφού εγκριθούν από το Συμβούλιο υπογράφονται από τον πρόεδρό του, καθώς επίσης κι οι διατάξεις του άρθρου 24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/99.

 

  Από τον διοικητικό φάκελο που σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1, προκύπτουν τα πλήρη πρακτικά συνεδρίας του Συμβουλίου, τόσο κατά τη συνεδρία ημερομηνίας 18.7.2024, όσο και κατά τη συνεδρία ημερομηνίας 29.8.2024, πρακτικά στα οποία περιέχεται όλη η συζήτηση που διαμείφθηκε, ερωτήσεις που υποβλήθηκαν κι απαντήσεις που δόθηκαν, τα οποία είναι υπογεγραμμένα από την Πρόεδρο του Συμβουλίου.

  Λαμβανομένων υπόψη των αρχών που καθόρισε η νομολογία, βάσει των οποίων τα πρακτικά συνιστούν τον μόνον αυθεντικό οδηγό, αρχές που καθόρισε η νομολογία, προκειμένου να μην καθίσταται και απαραίτητη η παρουσίαση των ηχογραφήσεων της ακροάσεως και για ασφάλεια δικαίου, καταλήγω σε συμφωνία με τις εισηγήσεις του καθ’ ου η αίτηση, πως ο ισχυρισμός περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών, θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Είναι εμφανής στα πρακτικά, η διαδικασία που ακολουθήθηκε ενώπιον του Συμβουλίου και λαμβανομένης υπόψη αυτής της κατάληξης, θα προχωρήσω να εξετάσω τις εισηγήσεις του αιτητή περί πάσχουσας κι εκτός της νομοθεσίας, διαδικασίας που ακολουθήθηκε.

 

  Όπως προαναφέρθηκε, το Συμβούλιο κατά την συνεδρία ημερομηνίας 18.7.2024, έθεσε υπόψη των δικηγόρων του αιτητή τις τρεις επιστολές του αστυνομικού, ενώ αποφασίστηκε όπως κληθεί να παρουσιαστεί και δια ζώσης ενώπιον του Συμβουλίου, όπερ και εγένετο. Στα πρακτικά του Συμβουλίου ημερομηνίας 27.8.2024 παρόντες ήταν ο αιτητής, μαζί με τους δικηγόρους του, όπως επίσης κι ο αστυνομικός που απέστειλε τις τρεις επιστολές προς το Συμβούλιο.

 

  Αποτελεί γεγονός, πως το έναυσμα για την έναρξη της ενώπιον του Συμβουλίου διαδικασίας, έδωσε η πληροφόρηση του αστυνομικού, δια μέσω των επιστολών που αυτός απέστειλε.

 

  Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14ΣΤ του Νόμου:-

«Το Συμβούλιο Αποφυλάκισης δύναται με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του την οποία επιδίδει στο Διευθυντή, να ανακαλέσει προηγούμενη απόφαση του για υπό όρους αποφυλάκιση καταδίκου επ’ αδεία σε περίπτωση που ικανοποιείται, αφού δώσει στον κατάδικο ευκαιρία να ακουστεί σχετικά, ότι αυτός παρέλειψε να συμμορφωθεί με οποιοδήποτε εκάστοτε σε ισχύ όρο ή περιορισμό που τέθηκε από το Συμβούλιο για την εν λόγω αποφυλάκιση:

Νοείται ότι για το δικαίωμα του καταδίκου να ακουστεί, δυνάμει του παρόντος εδαφίου, εφαρμόζονται οι περί προφορικών συνεντεύξεων διατάξεις του άρθρου 14Θ […]»   

 

  Και στις διατάξεις του άρθρου 14Θ, προνοούνται τα εξής:-

«[…] να καλεί τον κρατούμενο σε προφορική συνέντευξη και-

(i)    να ακούει τον κρατούμενο και τους τυχόν δικούς του ειδικούς, μάρτυρες και δικηγόρους,

(ii)   να αποδέχεται και να εξετάζει οποιοδήποτε γραπτό πληροφοριακό υλικό και στοιχεία που δυνατόν να υποβάλει ο κρατούμενος για στήριξη των δικών του θέσεων,

(iii)  να επιτρέπει στον κρατούμενο ή και το δικηγόρο του να επιθεωρεί πριν την προφορική συνέντευξη οποιοδήποτε γραπτό πληροφοριακό υλικό που έχει εξασφαλίσει το Συμβούλιο Αποφυλάκισης σε σχέση με το αίτημά του και όπου το ζητά ο κρατούμενος, να θέτει στη διάθεσή του κατά τη συνέντευξη, για υποβολή ερωτήσεων από τον ίδιο ή τον δικηγόρο του, τα άτομα από τα οποία έχει εξασφαλιστεί το υλικό».

 

  Διαφαίνεται από τα πρακτικά του Συμβουλίου ημερομηνίας 27.8.2024, η τήρηση ακριβώς των όσων αναφέρονται στις σχετικές νομοθετικές διατάξεις. Το υλικό που τέθηκε υπόψη του Συμβουλίου, δια μέσω των τριών επιστολών που απέστειλε η Αστυνομία, συνιστούσε γραπτό πληροφοριακό υλικό, το οποίο, κρίνεται πως ορθά λήφθηκε υπόψη από το Συμβούλιο, προς έναρξη της διαδικασίας εξέτασης τυχόν ανάκλησης προηγούμενης του απόφασης για αποφυλάκιση του αιτητή Επ’ Αδεία.

 

  Αφ΄ ης στιγμής υπέπεσε στην αντίληψη της Αστυνομίας, οποιαδήποτε συμπεριφορά εκ μέρους προσώπου που τελούσε υπό καθεστώς αποφυλάκισης, υπό συγκεκριμένους κι αυστηρούς ρητούς όρους, θεωρώ πως το εν λόγω πρόσωπο, καθηκόντως όφειλε να ενημερώσει προς τούτο, το αρμόδιο διοικητικό όργανο. Δεν εντοπίζω να υπήρξε οποιαδήποτε ενέργεια εκ μέρους του Συμβουλίου που να μην συνάδει με τις εξουσίες που του παρέχονται εκ της σχετικής νομοθεσίας.

 

  Αντιθέτως, το Συμβούλιο εφαρμόζοντας τις διατάξεις της επιφύλαξης του άρθρου 14ΣΤ(1), σε συνάρτηση με αυτές του άρθρου 14Θ(1)(β), έθεσε υπόψη του αιτητή αυτό το γραπτό πληροφοριακό υλικό που είχε εξασφαλιστεί από την Αστυνομία και παράλληλα, κλήθηκε το πρόσωπο που συνέλεξε και συνέταξε το πληροφοριακό αυτό υλικό, ενώπιον του αιτητή και των δικηγόρων του, για υποβολή ερωτήσεων. Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του αιτητή, κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

  Απορριπτέοι κρίνονται κι οι ισχυρισμοί του αιτητή, περί παράλειψης του Συμβουλίου να καλέσει τον αιτητή να ακουστεί για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο αιτητής κλήθηκε και παρουσιάστηκε ενώπιον του Συμβουλίου, τόσο κατά την 18.7.2024, ενώπιον του οποίου και των δικηγόρων του, τέθηκαν οι επιστολές που είχαν αποσταλεί εκ μέρους της Αστυνομίας, όσο και κατά τη συνεδρία ημερομηνίας 27.8.2024, όπου παρών ήταν και το πρόσωπο που έδωσε αυτό το πληροφοριακό υλικό και αντεξετάστηκε από τους δικηγόρους του, υποβάλλοντας και τη δική του θέση.

 

  Οι ισχυρισμοί του αιτητή πως ο ίδιος έπρεπε να κληθεί για να παρουσιαστεί για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, απορρίπτονται, καθότι αφενός, τέτοιο δικαίωμα δεν παρέχεται εκ της σχετικής νομοθεσίας κι αφετέρου, ο ίδιος είχε ήδη κληθεί και παρουσίασε τις θέσεις του και αυτό το οποίο εκκρεμούσε, ήταν πλέον η απόφαση του διοικητικού οργάνου που είχε ενεργοποιήσει την διαδικασία του άρθρου 14ΣΤ.

 

  Στο σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης του καθ’ ου η αίτηση Συμβουλίου, ημερομηνίας 3.9.2024, παρατίθεται το ιστορικό της διαδικασίας που ακολουθήθηκε κι οδήγησε στην εδώ προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση. Γίνεται αναφορά στην γραπτή πληροφόρηση που έλαβε το Συμβούλιο από τον υπεύθυνο του ΤΑΕ Αμμοχώστου, στην κλήση του αιτητή ενώπιον του Συμβουλίου και στην διάθεση του υλικού αυτού ενώπιον του αιτητή και των δικηγόρων του και στις καταληκτικές διαπιστώσεις του Συμβουλίου, τις οποίες έχω ήδη παραθέσει αυτούσιες, πιο πάνω.

 

  Οι διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας που παρέχουν τη δυνατότητα προς το Συμβούλιο να ανακαλέσει προηγούμενη του απόφαση για αποφυλάκιση καταδίκου Επ’ Αδεία, περιέχονται στις πρόνοιες του άρθρου 14ΣΤ(1) και (2) του σχετικού Νόμου.

 

  Παράλληλα, πέραν της δυνατότητας αυτής για ανάκληση προηγούμενης απόφασής του, το Συμβούλιο, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14Ε(1), έχει επίσης τη δυνατότητα να ακυρώσει ή να τροποποιήσει οποιοδήποτε όρο ή περιορισμό που τέθηκε στην απόφαση του για αποφυλάκιση, ή να θέσει πρόσθετους όρους ή περιορισμούς.

 

  Τις παραθέτω αυτούσιες:-

«14Ε(1) Το Συμβούλιο Αποφυλάκισης δύναται οποτεδήποτε για εύλογους λόγους με νεότερη απόφαση του, είτε κατόπιν αιτήματος του καταδίκου είτε αυτεπάγγελτα ή κατόπιν γραπτής ενημέρωσης δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 14Α από το πρόσωπο υπό του οποίου την επίβλεψη και εποπτεία τελεί ο κρατούμενος, να ακυρώσει ή να τροποποιήσει οποιοδήποτε όρο ή περιορισμό τέθηκε με απόφασή του για επ’ αδεία αποφυλάκιση δυνάμει του παρόντος Νόμου ή να θέσει πρόσθετους όρους ή περιορισμούς και σε τέτοια περίπτωση ενημερώνει γραπτώς το Διευθυντή και τον κατάδικο στην τελευταία γνωστή διεύθυνση αυτού, για την εν λόγω απόφασή του.

[…]
Νοείται περαιτέρω ότι αυστηρότεροι ή πρόσθετοι όροι ή περιορισμοί δύνανται να τεθούν μόνο αφού το Συμβούλιο Αποφυλάκισης δώσει ευκαιρία στον κατάδικο να ακουστεί σχετικά και στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι περί προφορικών συνεντεύξεων διατάξεις του άρθρου 14Θ».

 

   Βάσει των πιο πάνω, το Συμβούλιο έχει διακριτική εξουσία, οποτεδήποτε, να ανακαλέσει προηγούμενη απόφαση του για υπό όρους αποφυλάκιση καταδίκου Επ’ Αδεία, με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση, αφού ακολουθηθεί η διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 14ΣΤ. Παράλληλα, το Συμβούλιο, έχει διακριτική εξουσία, επίσης οποτεδήποτε, για εύλογους λόγους, με νεότερη απόφασή του, ακόμα κι αυτεπαγγέλτως, να ακυρώσει ή να τροποποιήσει οποιοδήποτε όρο ή περιορισμό τέθηκε με προηγούμενη απόφασή του ή να θέσει πρόσθετους όρους ή περιορισμούς.

 

  Από την προσβαλλόμενη απόφαση, μέρος της οποίας έχω ήδη παραθέσει πιο πάνω, διαπιστώνω, σε συμφωνία με τις εισηγήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή, πως το Συμβούλιο, εφαρμόζοντας τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, καταλήγοντας πως υπήρξε εκ μέρους του αιτητή παράβαση συγκεκριμένων όρων που του είχαν τεθεί με την προηγούμενη απόφασή του ημερομηνίας 12.9.2023, έδρασε ωσάν είχε προς τούτο, δέσμια και μόνον αρμοδιότητα ανάκλησης της προηγουμένως εκδοθείσας απόφασης αποφυλάκισης Επ’ Αδεία.

 

  Ο ίδιος ο νομοθέτης, εναπόθεσε διακριτική ευχέρεια στο Συμβούλιο, να εξετάζει την δυνατότητα ανάκλησης προηγούμενης του απόφασης για αποφυλάκιση Επ’ Αδεία, όπως επίσης του εναπόθεσε και διακριτική ευχέρεια τροποποίησης όρων και περιορισμών που το ίδιο έθεσε σε προηγούμενη του απόφαση.

 

  Κατά τα όσα αναφέρονται στο άρθρο 44 του Ν. 158(Ι)/99, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, το διοικητικό όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί η άσκηση διακριτικής εξουσίας από το νόμο, έχει τη νομική υποχρέωση να την ασκήσει και μάλιστα, τηρουμένων των αρχών της αναλογικότητας, κανόνας που κωδικοποιήθηκε στο άρθρο 52 του Ν. 158(Ι)/99.

 

  Όπως αναφέρεται στις διατάξεις του προαναφερθέντος άρθρου 52 του Ν. 158(Ι)/99:-

 

«Αρχή της αναλογικότητας

52.—(1) Το διοικητικό όργανο, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, οφείλει να λαμβάνει υπόψη και να σταθμίζει όλα τα άμεσα αναμιγμένα στην υπόθεση συμφέροντα.

(2) Τα μέσα που χρησιμοποιεί η διοίκηση στις ενέργειές της πρέπει να είναι ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Επέμβαση στα δικαιώματα των πολιτών επιτρέπεται μόνο στην έκταση που αυτό είναι απαραίτητο για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος.

(3) Αν η διοίκηση έχει να επιλέξει μεταξύ δύο ή περισσότερων νόμιμων λύσεων, οφείλει να προτιμήσει εκείνη που είναι λιγότερο επαχθής για το διοικούμενο.

(4) Κάθε πειθαρχικό ή διοικητικό μέτρο που λαμβάνει η διοίκηση πρέπει να έχει αντικειμενική συνάφεια με την υποχρέωση που παραβιάστηκε και να βρίσκεται σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

(5) Οι δυσμενείς για έναν ή περισσότερους διοικουμένους συνέπειες μιας διοικητικής πράξης δεν πρέπει να είναι δυσανάλογες με τον επιδιωκόμενο με την πράξη σκοπό».

 

  Όπως κρίθηκε και στην Α.Ε. 42/14 Μia ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 10.1.2020, με αναφορά και στα νομολογηθέντα στην Φιλίππου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 241, ο δικαστικός έλεγχος ως προς την άσκηση αυτής της ευχέρειας, περιέχει εγγενώς κι ως εκ της φύσεώς της, το θέμα της αρχής της αναλογικότητας και της ορθής εφαρμογής της. Εάν κάτι τέτοιο αποκλειόταν, ο δικαστικός έλεγχος δεν θα ήταν πλήρης, αλλά ούτε κι ορθός.

 

  Έχοντας εξετάσει προσεκτικά τις περιστάσεις της υπό κρίση περίπτωσης, είναι φανερό πως το καθ’ ου η αίτηση Συμβούλιο, δεν προέβη στην αναγκαία στάθμιση των ενώπιον του γεγονότων, προκειμένου να ασκήσει ορθά τη διακριτική του εξουσία, αλλά αντιθέτως, διαπιστώνω πως άσκησε τη δυνατότητα που του παρέχει η νομοθεσία, κατά δέσμιο τρόπο.

 

  Λαμβάνοντας υπόψη πως ο αιτητής είχε αποφυλακιστεί Επ΄ Αδεία από τον Σεπτέμβριο του 2023, του είχαν τεθεί συνολικά δεκαέξι (16) όροι, τους οποίους τηρούσε με συνέπεια, σύμφωνα με τις εκθέσεις του Επιτηρητή που γίνονταν κάθε μήνα από τον Σεπτέμβριο του 2023 μέχρι και τον Ιούνιο του 2024, χωρίς καμία αρνητική επισήμανση, σε συνάρτηση και με το γεγονός πως αυτός αποφυλακιζόταν στις 5.12.2024, καταλήγω πως δεν τηρήθηκε εκ μέρους του Συμβουλίου στάθμιση όλων των άμεσα αναμεμιγμένων στην υπόθεση συμφερόντων, τηρουμένων των αρχών της αναλογικότητας.

 

  Δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση να έχει αναζητηθεί η εύλογη σχέση του μέτρου, που εν τέλει λήφθηκε, με τον επιδιωκόμενο σκοπό, δεν εξετάστηκαν οι δυσμενείς για τον ίδιο συνέπειες της ανάκλησης της απόφασης αποφυλάκισης Επ’ Αδεία, με την απόφαση επιστροφής του στη φυλακή, ενώ δεν εξετάστηκε ούτε κι η ενδεχόμενη λήψη άλλων εναλλακτικών μέτρων ή και τυχόν επιβολή πρόσθετων όρων, που το Συμβούλιο είχε τη δυνατότητα να λάβει.

 

  Κατά την κρίση μου, η άμεση απόφαση ανάκλησης της απόφασης αποφυλάκισης του αιτητή Επ’ Αδεία, λόγω της παραβίασης δύο (2) από τους δεκαέξι (16) όρους που του είχαν επιβληθεί, συνιστά την επαχθέστερη επιλογή που είχε εις χείρας το Συμβούλιο, απόφαση άκρως δυσμενή, την οποία έλαβε χωρίς να εξετάσει, όπως προκύπτει από την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση, την δυνατότητα που είχε για τροποποίηση των όρων, ή προσθήκη κι άλλων όρων ή περιορισμών. Ούτε, τουλάχιστον, φαίνεται να απασχόλησε το Συμβούλιο αυτή η πτυχή.

 

  Για τους πιο πάνω αναφερόμενους λόγους, η προσφυγή του αιτητή, θα πρέπει να έχει επιτυχή κατάληξη.

 

  Η προσφυγή επιτυγχάνει.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.  Επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον του καθ’ ου η αίτηση €2.000 πλέον Φ.Π.Α.

 

 

                                       Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο