01ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 1381/2022)
22 Οκτωβρίου 2024
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
W. A.
Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΤΟΥ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ’ ων η Αίτηση
Μ. Μακρή (κα), για Σιαηλής & Σιαηλή Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή
Κ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος Συρίας, στρέφεται κατά της νομιμότητας και ζητά την ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για έκδοση Δελτίου Διαμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία. Με την εν λόγω απόφαση, η οποία περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 19.5.2022, καλείτο επίσης ο αιτητής όπως αναχωρήσει από τη Δημοκρατία εντός ενός μηνός, αλλιώς θα λαμβάνονταν μέτρα για την απομάκρυνσή του.
Σύντομη αναδρομή στα γεγονότα της υπόθεσης, αποκαλύπτει τα εξής:
Ο αιτητής, γεννηθείς κατά το έτος 1983, αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία κατά το έτος 2006 με γενική άδεια απασχόλησης, για να εργασθεί ως εργάτης σε συγκεκριμένο εργοδότη και μέχρι τις 23.5.2010, αυτός κατείχε άδεια παραμονής στη Δημοκρατία.
Στις 7.4.2010, ο αιτητής τέλεσε πολιτικό γάμο με Βουλγάρα υπήκοο και στη συνέχεια υπέβαλε αίτηση για έκδοση Δελτίου Διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΜΕU2). Στις 29.4.2011, παραχωρήθηκε στον αιτητή άδεια διαμονής στη Δημοκρατία, με ισχύ μέχρι τις 29.4.2016. Ο γάμος του αιτητή λύθηκε, με την έκδοση διαζυγίου από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, στις 18.11.2015. Προηγουμένως, ωστόσο, και συγκεκριμένα στις 25.5.2015, ο αιτητής είχε τελέσει δεύτερο γάμο στη Συρία.
Στις 18.7.2016, η άδεια διαμονής του αιτητή στη Δημοκρατία ανανεώθηκε, με ισχύ μέχρι τις 18.7.2021.
Στις 20.5.2019, η άδεια διαμονής του αιτητή ακυρώθηκε, λόγω διγαμίας και αυτός ενημερώθηκε με σχετική επιστολή του Τμήματος.
Ακολούθως στις 23.3.2021, ο αιτητής υπέβαλε νέα αίτηση για έκδοση Δελτίου Διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία απορρίφθηκε από το Τμήμα με απόφασή του ημερομηνίας 18.6.2021. Ως λόγος απόρριψης, αναφέρεται το γεγονός ότι ο αιτητής ήταν δίγαμος, κάτι που εκ του νόμου αποτελεί ποινικό αδίκημα.
Ο αιτητής επανήλθε και στις 21.10.2021 υπέβαλε νέα αίτηση για έκδοση Δελτίου Διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία και πάλιν απορρίφθηκε από το Τμήμα με απόφασή του ημερομηνίας 22.12.2021, για τον ίδιο λόγο, ήτοι επειδή ο αιτητής ήταν δίγαμος. Τις πιο πάνω απορριπτικές αποφάσεις, ο αιτητής δεν αμφισβήτησε δικαστικώς.
Παρά τα πιο πάνω, ο αιτητής υπέβαλε εκ νέου, για τρίτη φορά, αίτηση για έκδοση Δελτίου Διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την οποία το Τμήμα, με την εδώ προσβαλλόμενη απόφασή του, ημερομηνίας 19.5.2022, και πάλιν απέρριψε για τον ίδιο λόγο, ήτοι το γεγονός της διγαμίας του αιτητή. Ας σημειωθεί ότι και στις τρεις απορριπτικές αποφάσεις του Τμήματος (ημερ. 18.6.2021, 22.12.2021 και 19.5.2022), αναφέρεται στον αιτητή ότι αυτός μπορούσε να υποβάλει αίτηση για προσωρινή παραμονή στη Δημοκρατία, είτε ως εργοδοτούμενος, είτε ως επισκέπτης, αλλά ο αιτητής δεν έπραξε οτιδήποτε.
Ας σημειωθεί, επίσης, ότι ο αιτητής κατά το έτος 2018, είχε υποβάλει και αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δια πολιτογράφησης, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 17.6.2021, καθότι, λόγω της προαναφερθείσας διγαμίας του, κρίθηκε ότι αυτός εξαπάτησε τις Αρχές της Δημοκρατίας, ενώ στη συνέχεια, στις 12.11.2021, απορρίφθηκε και αίτημά του για επανεξέταση της εν λόγω αίτησης πολιτογράφησης.
Στις 6.7.2022, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.
Η συνήγορος του αιτητή προωθεί δια της γραπτής της αγόρευσης ισχυρισμούς περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, εμφιλοχωρήσασας πραγματικής πραγματικής πλάνης, ελλιπούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης και παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης του αιτητή. Στο επίκεντρο της σχετικής επιχειρηματολογίας, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα, υπό πλάνη και χωρίς έρευνα οι καθ’ ων η αίτηση εξέλαβαν ως ημερομηνία τέλεσης του γάμου του αιτητή στη Συρία την 25.5.2015, όπως εσφαλμένα ανεγράφη στο «γαμήλιο συμβόλαιο» μεταξύ του αιτητή και της συζύγου του, και όχι την 25.1.2016 που είναι και η ορθή ημερομηνία. Ο δε αιτητής είχε θέσει ενώπιον των αρμόδιων αρχών της Δημοκρατίας όλα τα αναγκαία έγγραφα που καταδείκνυαν ότι στο φάκελό του υπήρχαν σφάλματα, ωστόσο οι καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να τα αξιολογήσουν και/ή δεν έλαβαν αυτά υπόψη.
Από την πλευρά της, η συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας της Διοίκησης και καλόπιστα, υπήρξε δε αυτή πλήρως και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής, αλλ’ ούτε και οποιοδήποτε δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης παραβιάστηκε. Τονίζουν οι καθ’ ων η αίτηση ότι ο αιτητής δεν εμπίπτει στις διατάξεις του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και Ορισµένων Υπηκόων του Ηνωµένου Βασιλείου και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαµένουν Ελεύθερα στη Δηµοκρατία Νόμου (Ν. 7(Ι)/2007), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), ούτως ώστε να δύναται να αιτηθεί βάσιμα δελτίου διαμονής στη χώρα.
Έχω εξετάσει την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, τόσο υπέρ, όσο και κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, υπό το πρίσμα βεβαίως του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου.
Εν πρώτοις, δεν μπορώ να συμφωνήσω με τον ισχυρισμό της πλευράς του αιτητή ότι η ορθή ημερομηνία τέλεσης του γάμου του αιτητή με την Σύρια σύζυγό του είναι η 25.1.2016 και όχι η 25.5.2015: από τα ενώπιον μου τεθέντα έγγραφα, και δη από το πιστοποιητικό γάμου από το Συριακό Οικογενειακό Δικαστήριο (παράρτημα 6 στο δικόγραφο της ένστασης), το οποίο ο ίδιος ο αιτητής είχε προσκομίσει στο πλαίσιο αίτησής του, προκύπτει με επαρκή σαφήνεια ότι ο γάμος του αιτητή έλαβε χώρα στις 25.5.2015. Τα ίδια αναφέρονται και στο παράρτημα 11 της ένστασης και στο εκεί περιεχόμενο υπηρεσιακό σημείωμα ημερομηνίας 19.6.2019 προς τον Υπουργό Εσωτερικών, στο πλαίσιο εξέτασης του αιτήματος του αιτητή για πολιτογράφηση. Μόνο αργότερα ο αιτητής, και συγκεκριμένα στις 23.11.2021, σύμφωνα με τη σελίδωση αρ. 366 του οικείου διοικητικού φακέλου, στην οποία με παρέπεμψε η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση (βλ. παρ. 17 της γραπτής της αγόρευσης) και αφού είχε προηγηθεί η ακύρωση του δελτίου διαμονής του και η απόρριψη της πρώτης αίτησης του για έκδοση δελτίου διαμονής, ο αιτητής προσκόμισε πιστοποιητικό σύναψης συμβολαίου γάμου με νέα ημερομηνία, στην Αγγλική γλώσσα, καθώς και μετάφραση απόφασης Συριακού Δικαστηρίου, επίσης στην Αγγλική, για διόρθωση της ημερομηνίας του γάμου του. Τα εν λόγω έγγραφα, ωστόσο, έρχονται σε ευθεία αντίφαση με τα όσα αναφέρονται στο αρχικό πιστοποιητικό γάμου που ο ίδιος ο αιτητής είχε προσκομίσει, αναφορικά με την ημερομηνία σύναψης του γάμου του στη Συρία (ερ. 228 στο διοικητικό φάκελο).
Κρίνω ότι τα πιο πάνω δεν είναι ικανά να ανατρέψουν το τεκμήριο της νομιμότητας που υπάρχει υπέρ των πράξεων της Διοίκησης, ούτε και η συνήγορος του αιτητή, με τα όσα προέβαλε δια της γραπτής της αγόρευσης, κατάφερε να ανατρέψει το εν λόγω τεκμήριο. Στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας, τον οποίο ασκεί το Δικαστήριο, η προσβαλλόμενη πράξη καλύπτεται από τεκμήριο κανονικότητας/νομιμότητας, που σημαίνει ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν υποχρεούνται να αποδείξουν τη νομιμότητα της διοικητικής τους κρίσης. Αντίθετα, είναι ο αιτητής που βαρύνεται να αποδείξει (βάσει των στοιχείων του διοικητικού φακέλου ή προσάγοντας δικονομικά αποδεκτή μαρτυρία) ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν εσφαλμένα, ώστε να πείσει το Δικαστήριο να άρει το πέπλο νομιμότητας (Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ΕΔΔ 36/2021, ημερ. 15.10.2024, POP LIFΕ SHOPS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ. 160/2019 ημερ. 21.3.2024). Αυτό, όμως, απέτυχε να το πράξει ο αιτητής.
Ως εκ των πιο πάνω, και δεδομένης της διγαμίας του αιτητή για το διάστημα μέχρι και την λύση του γάμου του με τη Βουλγάρα υπήκοο, στις 18.11.2015, η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση κρίνεται καθόλα ορθή και σύννομη.
Επιπρόσθετα δε, και ανεξάρτητα από τη διαπίστωση περί διγαμίας του αιτητή, είναι σαφές ότι ο αιτητής, ούτως ή άλλως, δεν θα μπορούσε να αντλεί οποιοδήποτε δικαίωμα σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου, εφόσον ο γάμος του με την Ευρωπαία υπήκοο λύθηκε από το έτος 2015, η δε τελευταία αίτησή του για έκδοση Δελτίου Διαμονής, που απέληξε στην επίδικη απόφαση, υποβλήθηκε στις 23.3.2022. Σύμφωνα με το άρθρο 26(2) του Νόμου (η έμφαση προστέθηκε)-
«(2) Το διαζύγιο ή η ακύρωση του γάµου, δε συνεπάγεται απώλεια του δικαιώµατος διαµονής των µελών της οικογένειας του πολίτη της Ένωσης, τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους µέλους, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Αν ο γάµος διήρκησε µέχρι την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης διαζυγίου ή ακύρωσης του γάµου, τρία έτη τουλάχιστον, εκ των οποίων το ένα έτος στη Δημοκρατία:
[.]
Νοείται ότι, πριν από την απόκτηση του δικαιώµατος µόνιµης διαµονής, το δικαίωµα διαµονής των ενδιαφερόµενων εξακολουθεί να τελεί υπό την προϋπόθεση ότι µπορούν να αποδείξουν ότι είναι µισθωτοί εργαζόµενοι ή µη µισθωτοί εργαζόµενοι ή ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους για τους ίδιους και για τα µέλη της οικογένειάς τους, ώστε να µην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της περιόδου διαµονής τους το σύστηµα κοινωνικής πρόνοιας της Δηµοκρατίας, και ότι διαθέτουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθένειας στη Δηµοκρατία, ή ότι είναι µέλη της ήδη συσταθείσας στη Δηµοκρατία οικογένειας ενός προσώπου το οποίο πληρεί τις ανωτέρω προϋποθέσεις.».
Είναι λοιπόν σαφές ότι ο Νόμος δεν παρέχει άνευ ετέρου δικαίωμα διαμονής στον διαζευχθέντα αλλοδαπό σύζυγο Ευρωπαίας πολίτη, ως είναι εν προκειμένω ο αιτητής, ο οποίος, στη βάση των ενώπιον μου τεθέντων, δεν στοιχειοθέτησε την συμπερίληψή του στην εμβέλεια των αμέσως πιο πάνω διατάξεων δια της ικανοποίησης των προϋποθέσεων που επιτάσσει ο Νόμος, με αποτέλεσμα να μην στοιχειοθετείται το δικαίωμα διαμονής του στη χώρα. Υπενθυμίζεται δε, συναφώς, ότι ο αιτητής, παρά τις επανειλημμένες επιστολές και πληροφόρησή του από το Τμήμα ότι θα μπορούσε να υποβάλει αίτηση για προσωρινή παραμονή στη Δημοκρατία είτε ως εργοδοτούμενος, είτε ως επισκέπτης, ουδέν έπραξε.
Συνεπώς, ο αιτητής, κατά την υποβολή της αίτησής του, δεν είχε, ούτως ή άλλως, οποιοδήποτε δικαίωμα διαμονής ως μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης.
Επιπρόσθετα, σχετικές με την υπό κρίση περίπτωση, είναι και οι διατάξεις των άρθρων 27(2) και 37 του Νόμου, επί των οποίων στηρίχθηκε η επίδικη απόφαση, όπως αναφέρεται και στην αρχική απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 20.5.2019, το σκεπτικό της οποίας ρητά υιοθέτησε ακολούθως η επίδικη απόφαση. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 27(2) (η έμφαση προστέθηκε)-
«(2) Οι πολίτες της Ένωσης και τα µέλη της οικογένειάς τους έχουν το δικαίωµα διαµονής που προβλέπεται στα άρθρα 9, 25 και 26, ενόσω πληρούν τους όρους που καθορίζονται στα εν λόγω άρθρα. Σε συγκεκριµένες περιπτώσεις όπου υπάρχει εύλογη αµφιβολία κατά πόσο ο πολίτης της Ένωσης ή τα µέλη της οικογένειάς του πληρούν τους όρους που καθορίζονται στα εν λόγω άρθρα, η αρµόδια αρχή δύναται να ελέγχει εάν πληρούνται οι όροι αυτοί:».
Σύμφωνα δε με το άρθρο 37-
«Η αρμόδια αρχή δύναται να αρνείται, να τερµατίζει ή να ανακαλεί οποιοδήποτε δικαίωµα που αναγνωρίζεται από τον παρόντα Νόµο, σε περίπτωση κατάχρησης δικαιωµάτων ή απάτης, περιλαµβανοµένου του εικονικού γάµου:».
Εν προκειμένω, το γεγονός της διγαμίας του αιτητή κρίθηκε από τους καθ’ ων η αιτητή, ορθώς, ότι συνιστούσε κατάχρηση, καθώς και εξαπάτηση των αρχών της Δημοκρατίας.
Στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων, καθίστανται αβάσιμοι και απορρίπτονται οι ισχυρισμοί του αιτητή περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, εμφιλοχωρήσασας πραγματικής πραγματικής πλάνης, καθώς και περί ελλιπούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Στην επίδικη απόφαση περιέχονται με επαρκή σαφήνεια οι νομικοί και πραγματικοί λόγοι που οδήγησαν στη λήψη αυτής, κατά τρόπο που καθίσταται εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου της πράξης, που είναι και το ζητούμενο (L.A.S. BOATING LTD, ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της επίδικης απόφασης, κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο, από τα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης και από το σύνολο του διοικητικού φακέλου (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 342).
Τέλος, αδίκως διαμαρτύρεται η πλευρά του αιτητή ότι δεν παρασχέθηκε σε αυτόν το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης υπάρχει όπου ο νόμος ρητά το αναγνωρίζει ή ρητά το επιβάλλει ή σε περιπτώσεις τιμωρητικής φύσης (Φροσούλλα Μυλωνά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1488/2010, ημερ. 30.1.2015, ECLI:CY:AD:2015:D50, Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 232/2008, ημερ. 30.4.2010). Άτομα, στα οποία ο νόμος δεν δίδει προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης, δεν καλύπτονται (G.P. Iron & Wood Makers Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 155).
Η υπό εξέταση περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999) και δη του άρθρου 43(1) αυτού: σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης παρέχεται «σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης» (Παντελής Χριστοφόρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 2013/12 κ.α., ημερ. 28.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D71). Είναι σαφές ότι στην υπό κρίση περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση σαφώς και δεν εμπίπτει στην εμβέλεια της διάταξης του άρθρου 43(1), αφού δεν αποτελεί αυτή ούτε κύρωση αλλ' ούτε μέτρο πειθαρχικής φύσης.
Ενόψει των πιο πάνω, ο ισχυρισμός περί παραβίασης του προηγούμενου δικαιώματος ακρόασης του αιτητή, απορρίπτεται ως αβάσιμος, ενώ δεν εντοπίζεται ούτε κατάχρηση εξουσίας, ούτε κακή ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση.
Συανκόλουθα, και λαμβανομένου υπόψη του προεκτεθέντος ιστορικού και/ή του πραγματικού πλαισίου της υπόθεσης, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση. Δεν έχει στοιχειοθετηθεί βάσιμος λόγος ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης με αποτέλεσμα να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.
Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1500 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο