Ε. Μ. κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ κ.α., Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αρ. 1633/15, 819/16, 592/17, 702/17, 703/17, 736/17, 941/17, 1059/17, 1192/17, 1227/17, 1568/17, 509/18, 837/18, 322/19, 327/19, 328/19, 386/19, 549/19, 558/19, 736/19, 794/19, 795/19, 932/19, 967/19, 1133/19, 1174/19, 1176/19, 1178/19, 1339/19, 1340/19, 1483/19, 1484/19, 1513/19, 1548/19, 1625/19, 1626/19, 1628/19, 1649/19, 1725/19, 1726/19, 1741/19, 1742/19, 1800/19, 1853/19, 1854/19, 143/20, 233/20, 252/20, 253/20, 254/20, 255/20, 256/20, 257/20, 258/20, 743/20, 933/20, 934/20, 1026/20, 1027/20, 1115/20, 37/21, 885/21, 25/22(i), 26/22, 30/10/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

 

   Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αρ. 1633/15 και 63 άλλες

(819/16, 592/17, 702/17, 703/17, 736/17, 941/17, 1059/17, 1192/17, 1227/17, 1568/17, 509/18, 837/18, 322/19, 327/19, 328/19, 386/19, 549/19, 558/19, 736/19, 794/19, 795/19, 932/19, 967/19, 1133/19, 1174/19, 1176/19, 1178/19, 1339/19, 1340/19, 1483/19, 1484/19,  1513/19, 1548/19,  1625/19, 1626/19, 1628/19, 1649/19, 1725/19, 1726/19, 1741/19, 1742/19, 1800/19, 1853/19, 1854/19, 143/20, 233/20, 252/20, 253/20, 254/20, 255/20, 256/20, 257/20, 258/20, 743/20, 933/20, 934/20, 1026/20, 1027/20, 1115/20, 37/21,  885/21, 25/22(i),  26/22(i))

 

30 Οκτωβρίου 2024

 

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

Αρ. Υπόθεσης: 1633/2015

Μεταξύ:

Ε. Μ.

Αιτήτρια

και

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ

2.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

Αρ. Υπόθεσης: 819/16

Μεταξύ:

Ε. Α.

Αιτήτρια

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   Υπουργού Οικονομικών και Γενικού Λογιστή

2.   Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου

Καθ’ ων η αίτηση

…………………………………………

                            

Αρ. Υπόθεσης: 592/17

Μεταξύ:

Α.Ε.

Αιτητές

 

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.  ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.  ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

Αρ. Υπόθεσης: 703/17

Μεταξύ:

Σ.Κ.

Αιτητού

 

και

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

          Αρ. Υπόθεσης: 703/17

Μεταξύ:

Σ.Κ.

Αιτητού

 

και

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.  ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.  ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

Αρ. Υπόθεσης: 736/17

Μεταξύ:

Ε.Μ.

Αιτητές

 

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

             ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

          Αρ. Υπόθεσης: 941/17

Μεταξύ:

Κ.ΤΣ.

Αιτητές

 

και

 

                           ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

 

          Αρ. Υπόθεσης: 1059/17

Μεταξύ:

Μ.Π.

Αιτητής

 

και

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.  ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

          Αρ. Υπόθεσης: 1192/17

Μεταξύ:

Χ.Χ.

Αιτήτρια

 

και

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΗΣ ΛΟΓΙΣΤΡΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

Αρ. Υπόθεσης: 1227/17

Μεταξύ:

Σ.Κ.

Αιτητης

 

και

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.       ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.       ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

          Αρ. Υπόθεσης: 1568/17

Μεταξύ:

Κ.Π.

Αιτητης

 

και

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.    ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

          Αρ. Υπόθεσης: 509/18

Μεταξύ:

Γ.Κ.

Αιτητης

 

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.          ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

 

…………………………………………

 

Αρ. Υπόθεσης: 837/2018

Μεταξύ:

Χ.Ν.

Αιτητής

 

και

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.   ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

         

Αρ. Υπόθεσης: 322/2019

Μεταξύ:

Γ.Ξ.

Αιτήτρια

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.   ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

 

          Αρ. Υπόθεσης: 327/2019

Μεταξύ:

Φ.Φ.

Αιτήτρια

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

                              2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

 

Αρ. Υπόθεσης: 328/2019

Μεταξύ:

Χ.Χ.

Αιτητής

 

και

 

                                   ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.   ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

 

 

          Αρ. Υπόθεσης: 386/19

Μεταξύ:

Χ.Χ.

Αιτητης

 

και

 

                          ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.         ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.         ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

 

…………………………………………

          Αρ. Υπόθεσης: 549/19

Μεταξύ:

Γ.Χ.

Αιτητής

 

και

 

                          ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

…………………………………………

 

 

          Αρ. Υπόθεσης: 558/2019

Μεταξύ:

 

Χ.Θ.

Αιτήτρια

και

 

                          ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.  ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

 

          Αρ. Υπόθεσης: 736/19

Μεταξύ:

Γ. Μ. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

ΩΣ ΠΙΝΑΚΑ Α’

Αιτητές

 

και

 

                          ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΗΣ ΛΟΓΙΣΤΡΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

 

Αρ. Υπόθεσης: 794/19

Μεταξύ:

Γ.Χ.

Αιτητής

 

και

 

                                ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

 Αρ. Υπόθεσης: 795/19

Μεταξύ:

Π.Κ.

Αιτήτρια

 

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.   ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

 

…………………………………………

 

 

          Αρ. Υπόθεσης: 932/19

Μεταξύ:

Φ.Μ.

Αιτήτρια

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.   ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

 

…………………………………………

 

 

Αρ. Υπόθεσης: 967/19

Μεταξύ:

Σ.Α.

Αιτητής

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

 

Αρ. Υπόθεσης: 1133/2019

Μεταξύ:

Π. ΜΠ. Μ.

Αιτήτρια

 

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.       ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.       ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

         

 

Αρ. Υπόθεσης: 1174/19

Μεταξύ:

Γ.Χ. Κ.Α.,

ΩΣ Ο ΠΙΝΑΚΑΣ Α’

Αιτητές

και

 

                              ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

2.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση

 

 

…………………………………………

 

         

Αρ. Υπόθεσης: 1176/19

Μεταξύ:

Γ.Γ. ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ

ΩΣ Ο ΠΙΝΑΚΑΣ Α’

Αιτητές

 

και

 

                           ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

          Αρ. Υπόθεσης: 1178/19

Μεταξύ:

1)   Μ.Σ.

2)   Ε.Κ.

Αιτήτρια

 

και

                                ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

         

Αρ. Υπόθεσης: 1339/2019

 

Μεταξύ:

Α.Σ.

Αιτήτρια

 

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.         ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.          ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

          Αρ. Υπόθεσης: 1340/2019

Μεταξύ:

Σ.Ξ.

Αιτητής

 

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.               ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.               ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

 

…………………………………………

 

          Αρ. Υπόθεσης: 1483/2019

Μεταξύ:

Α.Ν.

Αιτήτρια

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.   ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

 

Αρ. Υπόθεσης: 1484/2019

Μεταξύ:

Φ.Χ.

Αιτητής

και

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.   ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

 

Αρ. Υπόθεσης: 1513/19

Μεταξύ:

Α.Ρ. ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ

ΩΣ Ο ΕΠΙΣΥΝΗΜΜΕΝΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ

Αιτητές

 

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

 

Καθ’ ων η αίτηση

…………………………………………

 

Αρ. Υπόθεσης: 1548/19

Μεταξύ:

Δ.Π. ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ

ΩΣ Ο ΕΠΙΣΥΝΗΜΜΕΝΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ

Αιτητές

 

και

 

                                ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.   ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

 

Καθ’ ων η αίτηση

…………………………………………

 

Αρ. Υπόθεσης: 1625/19

Μεταξύ:

Ι.Ι.

Αιτητή

 

και

 

                           ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

 

…………………………………………

         

Αρ. Υπόθεσης: 1626/19

Μεταξύ:

Π.Μ.

Αιτήτρια

 

και

 

                                ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

2.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

Αρ. Υπόθεσης: 1628/19

Μεταξύ:

Χ.Μ.

Αιτήτρια

 

και

 

                                ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

2.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

         

Αρ. Υπόθεσης: 1649/19

Μεταξύ:

Σ.Ι.

Αιτήτρια

 

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ

2.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

          Αρ. Υπόθεσης: 1725/19

Μεταξύ:

Κ.Κ.

Αιτήτρια

και

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

Αρ. Υπόθεσης: 1726/2019

Μεταξύ:

Α.Μ.

Αιτητής

και

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

Αρ. Υπόθεσης: 1741/19

Μεταξύ:

Κ.Σ.

Αιτητής

και

 

                                ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

 

Καθ’ ων η αίτηση

…………………………………………

 

 

         

Αρ. Υπόθεσης: 1742/19

Μεταξύ:

Κ.Σ.

Αιτητής

 

και

 

                           ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

 

…………………………………………

                   

Αρ. Υπόθεσης: 1800/19

Μεταξύ:

Κ.Κ.

Αιτήτρια

 

και

 

                                ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

2.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

                    Αρ. Υπόθεσης: 1853/19

Μεταξύ:

Τ.Χ.

Αιτήτρια

 

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ

2.      ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

                    Αρ. Υπόθεσης: 1854/19

Μεταξύ:

Σ.Κ.

Αιτητής

και

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

Αρ. Υπόθεσης: 143/2020

Μεταξύ:

Α.Χ.

Αιτητής

και

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

Αρ. Υπόθεσης: 233/2020

Μεταξύ:

Κ.Κ.

Αιτητής

και

 

                                ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

 

Καθ’ ων η αίτηση

…………………………………………

 

 

          Αρ. Υπόθεσης: 252/2020

Μεταξύ:

Ε.Π.Δ.

Αιτήτρια

 

και

 

                           ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

 

…………………………………………

                   

Αρ. Υπόθεσης: 253/2020

Μεταξύ:

Σ.Σ.

Αιτητής

 

και

 

                                ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

2.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

                    Αρ. Υπόθεσης: 254/2020

Μεταξύ:

Μ.Σ.

Αιτήτρια

 

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ

2.      ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

                    Αρ. Υπόθεσης: 255/2020

Μεταξύ:

Ε.Μ.Σ.

Αιτήτρια

 

και

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.   ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 Αρ. Υπόθεσης: 256/2020

Μεταξύ:

Ε.Μ.Σ.

Αιτήτρια

 

και

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

                                         ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

                                            ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

Αρ. Υπόθεσης: 257/2020

Μεταξύ:

Κ.Κ.

Αιτητής

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

 

Καθ’ ων η αίτηση

…………………………………………

 

     Αρ. Υπόθεσης: 258/2020

Μεταξύ:

Κ.Κ.

Αιτητής

 

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

              

Αρ. Υπόθεσης: 743/2020

Μεταξύ:

Ι.Μ.

Αιτητής

 

και

 

                                ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.  ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

2.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

               Αρ. Υπόθεσης: 933/2020

Μεταξύ:

Α.Φ.

Αιτήτρια

 

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.  ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ

2.  ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

               Αρ. Υπόθεσης: 934/2020

Μεταξύ:

 Ε.Α.

 Αιτήτρια

 

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.   ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

Αρ. Υπόθεσης: 1026/20

Μεταξύ:

Α.Α.

Αιτήτρια

 

και

 

                                ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

2.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

                    Αρ. Υπόθεσης: 1027/20

Μεταξύ:

Α.|Δ.

Αιτήτρια

 

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ

2.      ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

           

          Αρ. Υπόθεσης: 1115/20

Μεταξύ:

Χ.Α.Χ.

Αιτήτρια

και

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

Αρ. Υπόθεσης: 37/2021

Μεταξύ:

Μ.Κ.

Αιτητής

και

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

Αρ. Υπόθεσης: 885/2021

Μεταξύ:

Χ.Θ.

Αιτήτρια

 

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ

2.      ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………………………………

 

Αρ. Υπόθεσης: 25/21(i)

Μεταξύ:

Σ.Σ.

Φ.Χ.

 Κ.Α. ΩΣ Ο ΠΙΝΑΚΑΣ Α’ ΣΤΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ

Αιτητές

και

 

                                ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

 

Καθ’ ων η αίτηση

…………………………………………

 

 

          Αρ. Υπόθεσης: 26/21(i)

Μεταξύ:

Μ.Χ.

Α.Τ.

Κ.Α. ΩΣ Ο ΠΙΝΑΚΑΣ Α’ ΣΤΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ

Αιτητές

 

και

 

                           ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Καθ’ ων η αίτηση

 

 

 

Δημοσθένης Στεφανίδης για τους Αιτητές στις υποθέσεις αρ. 1633/15, 702/17, 703/17, 1176/19, 1178/19, 1513/19, 1649/19, 1800/19.

 

Γιώργος Χατζηπέτρου για τους Αιτητές στις υποθέσεις αρ. 819/16, 736/17, 941/17, 1059/18, 837/18, 322/19, 327/19, 328/19, 558/19, 794/19, 795/19, 932/19, 967/19, 1133/19, 1339/19, 1340/19, 1483/19, 1484/19, 1625/19, 1626/19, 1725/19, 1726/19, 1853/19, 1854/19, 933/20, 934/20, 1026/20, 1027/20, 1115/20, 37/21,885/21, 25/22(i), 26/22(i).

 

Βραχίμης Χατζηχάννας για τον Αιτητή στην υπόθεση αρ. 592/17.

 

Στέφανη Παπαϊωάννου (κα) για Μαρκίδη Μαρκίδη και Σία Δ.Ε.Π.Ε. για την Αιτήτρια στην υπόθεση 1192/17.

 

Μελίνα Χατζηχρυσάνθου (κα) για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε. για τους Αιτητές στις υποθέσεις αρ. 1568/17, 1227/17, 509/18.

 

Μαρία Χριστοφή (κα) για Ηλία Νεοκλέους και Σία Δ.Ε.Π.Ε. για τους Αιτητές στις υποθέσεις αρ. 1548/19, 386/19 και 549/19.

 

Αμφιτρίτη Παναγιώτου (κα) για Αρτεμίου, Πιερή και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. για τους Αιτητές στις υποθέσεις αρ. 1741/19, 1742/19, 252/20, 253/20, 254/20 255/20, 256/20, 257/20, 258/20.

 

Στυλιάνα Μιχαήλ (κα)  για Ε.Μιχαήλ και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. για τους Αιτητές στις υποθέσεις αρ. 736/19, 1628/19.

 

Μιχάλης Παρασκευάς για τον Αιτητή στην υπόθεση αρ. 1174/19.

 

Κώστας Λοΐζου  για τον Αιτητή στην υπόθεση αρ. 143/20.

 

Κυριάκος Κίκας για Κρίτων Α. Παπαλοΐζου Δ.Ε.Π.Ε. για τον Αιτητή στην υπόθεση αρ. 233/20.

 

Ξένια Ευγενίου για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε. για τον Αιτητή στην υπόθεση αρ. 743/20.

 

Ειρήνη Μπριάνα (κα) για Μπρούντζος και Μπρούντζος ΔΕΠΕ για τους Καθ’ ων η Αίτηση 2 (Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου) στην υπόθεση αρ. 819/16.

 

Έλενα Συμεωνίδου (κα) και Κάτια Χατζηδημητρίου (κα) για τον Γενικό Εισαγγελέα για τους Καθ’ ων η Αίτηση Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω 1. Υπουργείου Οικονομικών, 2.  Γενικού Λογιστή, σε όλες τις υποθέσεις.

____________________________________________________________________

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.Δ.Δ.: Δίδεται απόφαση στις ως άνω συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, ως ακολούθως:

 

Α. Εισαγωγή

 

Οι υπό τους πιο πάνω αριθμούς και τίτλους συνεκδικαζόμενες προσφυγές, αφορούν την μειωμένη καταβολή συντάξεων όπως και μειωμένου εφάπαξ φιλοδωρήματος που έλαβαν από το κράτος, αφυπηρετήσαντες δημόσιοι υπάλληλοι. 

 

Συγκεκριμένα, αριθμός εκ των αιτητών, επιδιώκουν την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία η αντίστοιχη διοικητική πράξη των Καθ’ ων η Αίτηση, να εφαρμόσουν στη πληρωμή των συντάξεων τους τις πρόνοιες του περί μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμου του 2012, Ν. 168(Ι)/2012 ως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, να κηρύσσεται άκυρη και παράνομη ως στηριζόμενη σε Νόμους οι οποίοι μεταξύ άλλων προσκρούουν στο Σύνταγμα, στην αρχή της αναλογικότητας και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ακόμα, μερίδα εκ των αιτητών προσβάλλουν, επιπρόσθετα του υπολογισμού των συντάξεων, και τον υπολογισμό του εφάπαξ φιλοδωρήματος που έλαβαν από το Κράτος, στην βάση των προνοιών του περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων των Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου του 2012, Ν. 216(Ι)/2012, ο οποίος κατάργησε και αντικατέστησε το Ν. 113(Ι)/2011 και  Ν.191(Ι)/2011, και στον οποίο συμπεριλήφθηκαν πρόνοιες που αφορούν στον τρόπο υπολογισμού των ωφελημάτων αφυπηρέτησης υπαλλήλου για την υπηρεσία πριν και μετά την 1.1.2013 (Άρθρο 7) καθώς και, πρόνοιες που διαλαμβάνουν τη φορολόγηση του εφάπαξ ποσού που έχει κερδηθεί με υπηρεσία από την 1.1.2013 και μετά (Άρθρο 8).  Τέλος, αριθμός αιτητών προσβάλλουν αποκλειστικά τη πληρωμή μειωμένου εφάπαξ φιλοδωρήματος εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση. Σε κάθε περίπτωση, τα επιχειρήματα και οι αντίστοιχοι νομικοί λόγοι οι οποίοι προωθούνται εκ μέρους των αιτητών εμπλέκονται και/ή ταυτίζονται, δεδομένο το οποίο επέβαλε και τη συνεκδίκαση των υπό τους πιο πάνω αριθμούς και τίτλους υποθέσεων.

 

Εκ προοιμίου θα πρέπει να αναφέρω ότι, σε αριθμό υποθέσεων όπου έχουν γίνει ομαδικές προσφυγές, μεμονωμένοι αιτητές, σε διάφορα στάδια της διαδικασίας απέσυραν τη συμμετοχή τους σε αυτές. Σχετικές ειδοποιήσεις απόσυρσης βρίσκονται στους αντίστοιχους δικαστικούς φακέλους. Νοείται ότι οι προσφυγές συνεχίζονται για τα υπόλοιπα πρόσωπα τα οποία συμμετέχουν στις εν λόγω ομαδικές προσφυγές και των οποίων οι αριθμοί και οι τίτλοι αναγράφονται ανωτέρω.

 

Ο περί μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμου του 2012, νόμος (Ν. 168(Ι)/2012), και οι άλλες νομοθεσίες που προέβλεπαν μειώσεις και αποκοπές σε μισθούς και συντάξεις, αποτέλεσαν ήδη αντικείμενο δικαστικών διαδικασιών, αφού εξετάστηκαν τόσο από το Διοικητικό Δικαστήριο όσο και από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, η Πλήρης Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΑΥΓΟΥΣΤΗ κ.α., Εφέσεις κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 177/18, 75/19, 76/19, 77/19, 79/19, 80/19, 84/19 και 85/19, ημερομηνίας 10.4.2020, αποφάσισε να δικαιώσει τη Δημοκρατία για την εφαρμογή των επίδικων νόμων και να τους επιβεβαιώσει ως συνταγματικούς, απορρίπτοντας τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα των (εκεί)  εφεσιβλήτων - αιτητών. Η απόφαση της πλειοψηφίας των Δικαστών, υιοθέτησε την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες Προσφυγές αρ. 1480/2011 κ.α. Γεώργιος Χαραλάμπους κ.α. ν Δημοκρατίας, απόφαση ημερομηνίας 11.6.2014, όπου αποφασίστηκε ότι η μείωση στο μισθό δεν επηρέαζε τον πυρήνα του δικαιώματος, ο οποίος παρέμεινε άθικτος και δεν αδρανοποιήθηκε ώστε να πρόκειται για στέρηση ή περιορισμό εκτός των αποδεκτών πλαισίων του Άρθρου 23 του Συντάγματος και του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου και η οποία απόφαση έκρινε ως συνταγματικές τις έκτακτες αποκοπές οι οποίες επιβλήθηκαν με τον Ν. 112(Ι)/2011.  Η εν λόγω απόφαση κρίνεται καθοριστική για την εξέταση των ενώπιον μου ζητημάτων και εκτενή αποσπάσματα αυτής όπως και της Χαραλάμπους τυγχάνουν αναφοράς και επίκλησης στη παρούσα.

 

Ομοίως καθοριστική είναι και η ομόφωνη, ως προς την κατάληξη της, απόφαση την οποία εξέδωσε το Εφετείο στις 11.10.2023 στην Έφεση κατά απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου 58/2019, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Κώστας Λάμπρου και άλλοι (ΕΔΔ 58/2019) με την οποία αποδέχθηκε την έφεση της Δημοκρατίας κατά πρωτόδικης απόφαση με την οποία ακυρώθηκαν αποφάσεις των Καθ΄ων η αίτηση, δυνάμει του Άρθρου 7(1) του περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων  του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου του 2012 (Ν.216(Ι)/2012) με βάση το οποίο, το εφάπαξ ποσό που δικαιούντο να λάβουν κατά την αφυπηρέτηση τους μειώθηκε αντίστοιχα για τον καθένα απ΄αυτούς κατά συγκεκριμένα ποσά τα οποία αναφέρονται και όπου προωθήθηκε ισχυρισμός από τους Εφεσίβλητους / Αιτητές για παράβαση του Άρθρου 23.1 και 23.3[1] του Συντάγματος, και αντίστοιχου της ΕΣΔΑ. Το Εφετείο ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση κρίνοντας ότι οι επηρεαζόμενοι δεν είχαν δικαίωμα σε συγκεκριμένο ύψος εφάπαξ ποσού κατά την αφυπηρέτησή τους, εφόσον δεν έχει αποδειχθεί ότι από την συγκεκριμένη μείωση που επήλθε με την εφαρμογή των επίδικων διατάξεων του σχετικού Νόμου επηρεάστηκε ο πυρήνας του δικαιώματος, ούτε και ότι τέθηκε σε καθ' οιονδήποτε τρόπο σε κίνδυνο, η αξιοπρεπής διαβίωσή τους.  Συνεπώς, κρίθηκε, δεν πρόκειται για στέρηση περιουσίας και παραβίασης ιδιοκτησιακού δικαιώματος εν τη εννοία του Άρθρου 23 του Συντάγματος.  

 

Στην απόφαση έγινε εκτενής επίκληση τόσο της Αυγουστή όσο και της Χαραλάμπους (ανωτέρω), ενώ το Εφετείο έκρινε ορθή την θέση της Δημοκρατίας ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Αναφέρει σχετικά το Δικαστήριο:

 

«Ακόμα και αν μπορούσε να υποστηριχτεί ότι η γενική αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης συνιστά δυνατότητα ελέγχου νομοθετικής διάταξης, δηλαδή ανώτερου ιεραρχικά κανόνα δικαίου, όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Καρατζάς κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 480, 488, 489, μπορεί να τίθεται ζήτημα τέτοιας προσδοκίας ή γενικότερα κακής πίστης ή αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης, όταν με τη στάση της δημιούργησε ορισμένη εντύπωση ως προς τον τρόπο χειρισμού συγκεκριμένου θέματος.  Δεν είναι σε καμιά όμως περίπτωση αντιφατική ή γενικότερα κακόπιστη ή καταλυτική εννόμων προσδοκιών, αυτή καθ΄ εαυτή η άσκηση εξουσίας προς ουσιαστική ρύθμιση θέματος, όταν η διοίκηση έχει εκ του νόμου εξουσία νέων ρυθμίσεων.  Σε τέτοια περίπτωση, κάθε υφιστάμενη ρύθμιση και κατά συνέπεια, κάθε επίπτωσή της, ευνοϊκή ή δυσμενής για τα πρόσωπα στα οποία αφορά, διαρκεί ενόσω δεν διαφοροποιείται, κατά τη δυναμική που ενυπάρχει, σύμφωνα με την εξουσιοδότηση που παρέχει ο νόμος.».

 

Αναφορικά με την απόφαση αυτή του Εφετείου (ΕΔΔ 58/2019) οι Εφεσίβλητοι/ Αιτητές ζήτησαν Άδεια από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο (Αίτηση αρ. 10/23) όπως θέσουν ενώπιον του ζητήματα τα οποία θεωρούσαν ότι προκύπτουν από την απόφαση και τα οποία, κατά τη θέση τους, αναδείκνυαν σύγκρουση μεταξύ των αποφάσεων Κουτσελίνη-Ιωαννίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά., (2014) 3 Α.Α.Δ. 361 και της Χαραλάμπους, την οποία υιοθέτησε το Εφετείο. Στην απορριπτική, για την αίτηση, απόφαση του ημερομηνίας 19.03.2024, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο υπέδειξε ότι, «το Εφετείο ακριβώς εφάρμοσε την Αυγουστή στην οποία έγινε ιστορική και νομολογιακή ανάλυση τόσο των αποφάσεων Κουτσελίνη και Χαραλάμπους όσο και πλούσιας ευρωπαϊκής νομολογίας.  Μάλιστα σε σχέση με την Κουτσελίνη και Χαραλάμπους, η πλήρης Ολομέλεια τόνισε τις διαφορές που προέκυπταν όχι από διαφορετική νομική αντίκριση αλλά από διαφορετικά γεγονότα και διαφορετικά έννομα αγαθά, που η κάθε υπόθεση προστάτευε.  ΄Εννομα αγαθά τα οποία εδράζονταν σε διαφορετικά νομοθετήματα και τα οποία είχαν διαφορετική σχέση - ας μας επιτραπεί ο όρος - με την εμβέλεια του ΄Αρθρου 23 του Συντάγματος.   Το αποτέλεσμα δεν ήταν η απόκλιση από τη νομολογία, αλλά, εν αντιθέσει, η εξελικτική της διάσταση με βάση τα δεδομένα που η ίδια η πραγματικότητα δημιουργούσε.»

 

Με την εν λόγω απόφαση του, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο επανάλαβε τη σημασία τήρησης της αρχής της δεσμευτικότητας των δικαστικών αποφάσεων, η οποία, τόνισε, αποτελεί στην κυπριακή έννομη τάξη, ένα από τους σημαντικότερους πυλώνες της, συναρτώμενη με τη βεβαιότητα του δικαίου και τη γενικότερη επικράτηση του κράτους δικαίου, αρχή η οποία διέπει προφανώς και τη λειτουργία του παρόντος Δικαστηρίου. 

 

 Β.     Γεγονότα

 

Τα σχετικά με τις παρούσες υποθέσεις γεγονότα εκτίθενται στις ενστάσεις που καταχωρήθηκαν εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση καθώς και προκύπτουν από τους οικείους διοικητικούς φακέλους, τους οποίους οι αιτητές είχαν την δυνατότητα να επιθεωρήσουν, μετά και από οδηγίες του παρόντος Δικαστηρίου και έχουν κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στο στάδιο των Διευκρινήσεων.   

 

Το Δικαστήριο κρίνει χρήσιμο να καταγράψει το ιστορικό των πραγματικών γεγονότων τα οποία έχουν προηγηθεί του περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμου του 2012, (Ν. 168(Ι)/2012). Ως προς τις οικονομικές και δημοσιονομικές συνθήκες που προηγήθηκαν της ψήφισης του εν λόγω νόμου, παραπέμπω στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες Προσφυγές αρ. 1480/2011 κ.α. Γεώργιος Χαραλάμπους κ.α. ν Δημοκρατίας, απόφαση ημερομηνίας 11.6.2014, η οποία απόφαση έκρινε ως συνταγματικές τις έκτακτες αποκοπές οι οποίες επιβλήθηκαν με τον Ν. 112(Ι)/2011 και όπου καταγράφηκαν λεπτομερώς τα εξής:

 

«Το ιστορικό

Σύμφωνα με το ιστορικό, όπως αυτό προκύπτει από το φάκελο των προσφυγών, προτού η Κύπρος ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είχαν εκδοθεί ευρωπαϊκές Αποφάσεις και Κανονισμοί οι οποίοι αφορούσαν τη δημοσιονομική πειθαρχία και σταθερότητα των κρατών μελών της Ένωσης. Η Κύπρος με την ένταξη της στην ΕΕ υιοθέτησε το κανονιστικό αυτό πλαίσιο το οποίο αποτελούσε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (το Σύμφωνο) όλων των Κρατών Μελών της Ένωσης, ώστε να υπάρχει επαρκής εποπτεία και να διασφαλίζεται δημοσιονομική πειθαρχία. Πέραν των πιο πάνω υποχρεώσεων, η Κύπρος ανέλαβε και πρόσθετες υποχρεώσεις όταν εντάχθηκε στη Ζώνη του Ευρώ.

(……………………………………………………….)

Από τα διάφορα επίσημα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον μας, προκύπτει ότι ως αποτέλεσμα των συνεχών δυσμενών υποβαθμίσεων της πιστοληπτικής δυνατότητας της Κύπρου από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, κατέστη αδύνατο για την Κύπρο να δανείζεται χρήματα από τις διεθνείς αγορές. Ακόμη και ο εσωτερικός δανεισμός είχε καταστεί εξαιρετικά δύσκολος. Ο κίνδυνος κήρυξης στάσης πληρωμών από τη Δημοκρατία και της επιβολής κυρώσεων από την ΕΕ δυνάμει του άρθρου 126(11) της ΣΛΕΕ, ήταν ορατός. Η Κύπρος μέχρι το Φεβρουάριο του 2012 θα χρειαζόταν επιπρόσθετα των τρεχουσών αναγκών της να εξεύρει €720 εκατομμύρια για αποπληρωμή ομολόγων που κατέχονταν από ξένους επενδυτές.

Με την κατάσταση στα δημόσια οικονομικά να χειροτερεύει μέρα με τη μέρα και τις δαπάνες προσωπικού να αποτελούν τη μεγαλύτερη κατηγορία δαπανών του δημόσιου τομέα, αφού το κρατικό μισθολόγιο υπερέβαινε τα €2 δισεκατομμύρια ετησίως, το Υπουργείο Οικονομικών στις 26.8.2011 επαναφέρει εσπευσμένα με κάποιες τροποποιήσεις, Νομοσχέδια που αφορούσαν στην επιβολή Έκτακτης Εισφοράς στους μισθούς και συντάξεις στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα. Στην Εισηγητική Έκθεση που κατατέθηκε στη Βουλή από το Υπουργείο Οικονομικών στις 26.8.2011, αναφέρεται ότι:-

 «1. Στα πλαίσια των προσπαθειών της Κυβέρνησης για εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών και, ως αποτέλεσμα των σχετικών επαφών που έγιναν τις τελευταίες μέρες μεταξύ του Υπουργού Οικονομικών, των κοινωνικών εταίρων και των πολιτικών κομμάτων η Κυβέρνηση κατέληξε σε συμφωνία με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις για κλιμακωτές αποκοπές στις απολαβές των αξιωματούχων, των κρατικών υπαλλήλων, των υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης και των σχολικών εφορειών, καθώς και των συντάξεων που καταβάλλονται στον κρατικό, τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης και τις σχολικές εφορείες, ως εισφορά για εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών.

  2. Η εισήγηση της Κυβέρνησης αφορά, συγκεκριμένα, την κλιμακωτή αποκοπή, υπό μορφή εισφοράς, ποσοστού των ακαθάριστων απολαβών των αξιωματούχων και των εργοδοτουμένων και της σύνταξης των συνταξιούχων, κάθε μήνα, όπως αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 του συνημμένου Νομοσχεδίου.»

 Η Βουλή, μπροστά στην οικονομική κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί, ψήφισε σε πολύ σύντομο χρόνο (31.8.2011) το Νομοσχέδιο σε Νόμο. Πρόκειται για τον Νόμο 112(Ι)/2011, ο οποίος στο Προοίμιο του προβλέπει ότι:-

«Επειδή κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα η Δημοκρατία διέρχεται δύσκολη οικονομική περίοδο και, προς αποφυγή περαιτέρω επιδείνωσης της δημοσιονομικής κατάστασης σε συνέχεια των γεγονότων της 11ης Ιουλίου 2011,[1] καθίσταται αναγκαίο όπως περιορισθούν οι δαπάνες του δημόσιου τομέα, του ευρύτερου δημόσιου τομέα, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης και των σχολικών εφορειών και·

επειδή, για τον ανωτέρω σκοπό καθίσταται αναγκαίο, μεταξύ άλλων, να αποκοπεί ως έκτακτη εισφορά προς τη Δημοκρατία μέρος των ακαθάριστων απολαβών και των συντάξεων που καταβάλλονται σε αξιωματούχους, εργοδοτουμένους και συνταξιούχους της κρατικής υπηρεσίας, του ευρύτερου δημόσιου τομέα, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης και των σχολικών εφορειών·

η Βουλή των Αντιπροσώπων, ψηφίζει ως ακολούθως:

… … … … … … … … … … … … … … … … … … … … ……»

 Σύμφωνα με το Νόμο (άρθρο 8), από την 1.9.2011 και για περίοδο δύο ετών θα αποκόπτεται κάθε μήνα από τις ακαθάριστες απολαβές αξιωματούχων και εργοδοτουμένων, όπως αυτοί καθορίζονται στο Νόμο και από τις συντάξεις των συνταξιούχων της κρατικής υπηρεσίας, του ευρύτερου δημόσιου τομέα, των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης και των σχολικών εφορειών, ως έκτακτη εισφορά προς όφελος της Δημοκρατίας, ποσοστό από τις απολαβές και συντάξεις που κυμαίνεται μεταξύ 1,5%-3,5%, ανάλογα με τις ακαθάριστες απολαβές ή συντάξεις πέραν των €1500.

Για ολοκλήρωση του ιστορικού, αναφέρουμε ότι για τον ιδιωτικό τομέα η αντίστοιχη νομοθεσία θεσπίστηκε στις 30.12.2011 και ο σχετικός Νόμος 202(Ι)/2011 τέθηκε σε ισχύ την 1.1.2012.

Για να υπάρξει ισότητα μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, στις 30.12.2011 με τον τροποποιητικό Νόμο 193(Ι)/2011, τροποποιήθηκε ο Νόμος 112(Ι)/2011 που αφορούσε στο δημόσιο τομέα. Οι κύριες τροποποιήσεις αφορούσαν:- (α) τη διαγραφή του ποσοστού του 1,5% για το δημόσιο τομέα για την κλίμακα €1501-€2500, ώστε για τη συγκεκριμένη κλίμακα το ποσοστό να μειωθεί από το 1,5% στο 0%, όπως ίσχυε για τον ιδιωτικό τομέα.».

 

Επιπλέον, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση της στις υποθέσεις 551/2013 κ.α. Μυρτώ Χριστοδούλου ν Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ.α., ημερομηνίας 7.6.2013, στην εισαγωγή της απόφασης της, σημείωσε τα ακόλουθα σχετικά, τα οποία επίσης σημειώνω για τους σκοπούς της παρούσας:

«Από το Μάϊο του 2011 η Δημοκρατία, μετά από αλλεπάλληλες υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της από διεθνείς οίκους αξιολόγησης, απεκλείσθη από τις διεθνείς αγορές για σκοπούς δανειοδότησης.  Τον Οκτώβριο του 2011 επήλθε η απομείωση των ομολόγων της Ελλάδος, η οποία επηρέασε την κεφαλαιακή βάση τόσο της Τράπεζας Κύπρου όσο και της Λαϊκής Τράπεζας, κατάσταση η οποία επεδεινώθη ως εκ της δυσμενούς εξέλιξης των χαρτοφυλακίων τους στην Ελλάδα και μεγάλης εκροής καταθέσεων, αλλά και ως εκ της συνεχούς υποβάθμισης των Ελληνικών και Κυπριακών ομολόγων. Εδόθη μάλιστα και κρατική στήριξη στη Λαϊκή ύψους €1.800.000.000 το Μάϊο του 2012.

 

Την 25.6.2012 η Δημοκρατία, αντιμετωπίζοντας τα σοβαρότατα προβλήματα τα οποία προέκυψαν το τελευταίο έτος ως εκ της αδυναμίας της να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες της και να επιλύσει τις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και δη της Λαϊκής Τράπεζας και της Τράπεζας Κύπρου, σε συνδυασμό και με χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας και των δημοσιονομικών, απεφάσισε και απευθύνθηκε για οικονομική βοήθεια στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης των χωρών του Ευρώ - Eurogroup - (EFSM&/ESM) και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.  Πολύμηνες διαπραγματεύσεις οδήγησαν σε προκαταρκτικό Μνημόνιο Συναντίληψης το Νοέμβριο του 2012.  Στην πορεία των πραγμάτων όμως, και εφ΄όσον δεν επήρχετο οριστική κατάληξη, τα προβλήματα συνεχώς επιδεινώνοντο, με αυξημένες ανάγκες και πιέσεις κάλυψης των τρεχουσών υποχρεώσεων ως προς τα κρατικά δάνεια και τα δημοσιονομικά και με σοβαρή επιδείνωση των αφορώντων τις εν λόγω Τράπεζες λόγω μειωμένης ρευστότητας και συνεχιζομένων μεγάλων εκροών καταθέσεων όπως  και μεγάλων κεφαλαιακών ελλειμμάτων τα οποία κατεδείχθησαν και σε μελέτη του οίκου PIMCO την 1.2.2013.  Η ήδη από καιρού αναληφθείσα προσφυγή στην έκτακτη ρευστότητα που παρέχεται από την Κεντρική Τράπεζα, με τη συμφωνία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στο Emergency Liquidity Assistance (ELA) για σκοπούς στήριξης της Λαϊκής Τράπεζας συνεχίσθηκε και επεκτάθηκε το Φεβρουάριο του 2013 και στην Τράπεζα Κύπρου.».

 

Ένεκα των οικονομικών και δημοσιονομικών συνθήκων που επικρατούσαν, το Υπουργείο Οικονομικών, στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας για δημοσιονομική εξυγίανση και ως αποτέλεσμα και των σχετικών επαφών που έγιναν τόσο σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο του Υπουργείου Οικονομικών με τους κοινωνικούς εταίρους και τα πολιτικά κόμματα, αλλά και με εκπροσώπους της Τρόικα, έκρινε ότι καθίστατο αναγκαία η μείωση των μηνιαίων απολαβών και των συντάξεων όλων των αξιωματούχων, των εργοδοτουμένων και των συνταξιούχων της κρατικής υπηρεσίας, του ευρύτερου δημόσιου τομέα, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης και των σχολικών εφορειών. Προς το σκοπό αυτό, στις 5.12.2012 το Υπουργείο Οικονομικών κατέθεσε στην Βουλή των Αντιπροσώπων το νομοσχέδιο με τίτλο «o περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμος του 2012».  Το Υπουργείο Οικονομικών, στην εισηγητική έκθεση που συνόδευε το νομοσχέδιο, καταγράφει:

 

«Στo  πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας για δημοσιονομική εξυγίανση και ως αποτέλεσμα και των σχετικών επαφών που έγιναν με τους κοινωνικούς εταίρους και τα πολιτικά κόμματα, τόσο σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο του Υπουργείου Οικονομικών αλλά και με εκπροσώπους της Τρόικα, καθίσταται αναγκαία η κλιμακωτή μείωση των μηνιαίων απολαβών και των συντάξεων όλων των αξιωματούχων, των εργοδοτουμένων και των συνταξιούχων της κρατικής υπηρεσίας, του ευρύτερου δημόσιου τομέα, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης και των σχολικών εφορειών, ως ακολούθως:

(α) για μηνιαίες απολαβές /συντάξεις μέχρι €1.000 - καμία μείωση,

(β) από €1.001 έως €1.500 - μείωση 6,5%,

(γ) από €1.501 έως €2.000 - μείωση 8,5%,

(δ) από €2.001 έως €3.000 - μείωση 9,5%,

(ε) από €3.001 έως €4.000 - μείωση 11,5%, και

(στ) πέραν των €4.001 - μείωση 12,5%,

με ισχύ από 1η Δεκεμβρίου, 2012. Από 1η Ιανουαρίου, 2014, θα μειώνονται όλες οι απολαβές και οι συντάξεις ανεξαρτήτως ύψους κατά ποσοστό 3% επιπλέον.

2. Από την προτεινόμενη μείωση απολαβών, με ισχύ από 1η Δεκεμβρίου, 2012, θα επηρεαστούν οι απολαβές και συντάξεις που επηρεάζονται και από την έκτακτη κλιμακωτή εισφορά, η οποία εφαρμόζεται σύμφωνα με τους περί Έκτακτης Εισφοράς Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της κρατικής υπηρεσίας και του ευρύτερου δημόσιου τομέα Νόμους του 2011 έως 2012, ήτοι οι μισθοί, τα φορολογητέα επιδόματα (π.χ. η υπερωριακή αποζημίωση και τα επιδόματα βάρδιας) και τα κατ’ αποκοπήν επιδόματα γραμματειακών υπηρεσιών, φιλοξενίας και παραστάσεως, που καταβάλλονται σε αξιωματούχους ή/και σε υπαλλήλους που κατέχουν ανώτερες θέσεις με Κλίμακα Α15(i) ή ψηλότερη.

3. Η προτεινόμενη μείωση απολαβών και συντάξεων θα εκπίπτει του φορολογητέου εισοδήματος, ενώ, περαιτέρω, αυτή δεν θα επηρεάζει τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησης των αξιωματούχων και εργοδοτουμένων.

4. Η συνολική ετήσια εξοικονόμηση από την υιοθέτηση της προτεινόμενης ρύθμισης από την κρατική υπηρεσία και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα εκτιμάται, περίπου, στα €201εκατομμύρια.  ….».

 

Το εν λόγω νομοσχέδιο συζητήθηκε στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων και στην έκθεση της εν λόγω Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, αντίγραφο της οποίας έχει επισυναφθεί ως Παράρτημα  στην ένσταση των Καθ’ων η αίτηση, γίνεται η εξής αναφορά:

«…..

Σκοπός του νόμου που προτείνεται είναι η θέσπιση νομοθεσίας που θα ρυθμίζει τη μείωση των μηνιαίων απολαβών και των συντάξεων όλων των αξιωματούχων, των εργοδοτουμένων και των συνταξιούχων της κρατικής υπηρεσίας, του ευρύτερου δημόσιου τομέα, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης και των σχολικών εφοριών, η οποία θα έχει αναδρομική ισχύ από την 1η Δεκεμβρίου 2012, ώστε να καταστεί δυνατός ο περιορισμός των δαπανών της κρατικής υπηρεσίας και του ευρύτερου δημόσιου τομέα προς αποφυγή περαιτέρω επιδείνωσης της υφιστάμενης δημοσιονομικής κατάστασης.

 

Ειδικότερα, με το προτεινόμενο νομοσχέδιο προβλέπονται τα ακόλουθα:

 

 

Ύψος ακαθάριστων μηνιαίων απολαβών και συντάξεων

Μείωση

1.

Μέχρι €1.000

Καμία

2.

Για κάθε ευρώ από €1.001 μέχρι €1.500

6,5%

3.

Για κάθε ευρώ από €1.501 μέχρι €2.000

8,5%

4.

Για κάθε ευρώ από €2.001 μέχρι €3.000

9,5%

5.

Για κάθε ευρώ από €3.001 μέχρι €4.000

11,5%

6.

Για κάθε ευρώ από €4.001 και άνω

12,5%

 

Περαιτέρω, από την 1η Ιανουαρίου 2014 όλες οι ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές και συντάξεις, ανεξαρτήτως του ύψους τους, θα μειώνονται επιπλέον κατά 3%.

Σημειώνεται ότι η προτεινόμενες μειώσεις θα υπολογίζονται στο σύνολο των απολαβών, θα εκπίπτουν του φορολογητέου εισοδήματος για σκοπούς καταβολής φόρου εισοδήματος, ενώ στην περίπτωση των απολαβών η μείωση δε θα επηρεάζει τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησης των αξιωματούχων και εργοδοτουμένων.

Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση που συνοδεύει το υπό αναφορά νομοσχέδιο, η προτεινόμενη ρύθμιση προωθείται στα πλαίσια της γενικότερης προσπάθειας του κράτους για δημοσιονομική εξυγίανση και καθίσταται αναγκαία μετά και τις σχετικές επαφές που έγιναν με τους κοινωνικούς εταίρους και τα πολιτικά κόμματα, τόσο σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς και με εκπροσώπους της τρόικας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που κατατέθηκαν στην επιτροπή, από την προτεινόμενη μείωση απολαβών θα επηρεαστούν οι απολαβές και οι συντάξεις που επηρεάζονται και από την έκτακτη κλιμακωτή εισφορά, η οποία θα συνεχίσει να εφαρμόζεται παράλληλα, σύμφωνα με τους περί Έκτακτης Εισφοράς Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμους του 2011 έως 2012, ήτοι οι μισθοί, τα φορολογητέα επιδόματα (υπερωριακή αποζημίωση και επιδόματα βάρδιας) και τα κατ’ αποκοπήν επιδόματα γραμματειακών υπηρεσιών, φιλοξενίας και παραστάσεως που καταβάλλονται σε αξιωματούχους ή/και σε υπαλλήλους που κατέχουν ανώτερες θέσεις με Κλίμακα Α15(Ι) ή υψηλότερη.

Στα πλαίσια της συζήτησης του θέματος, ο γενικός διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών σημείωσε ότι από την εφαρμογή του προτεινόμενου μέτρου αναμένεται να προκύψει συνολική ετήσια εξοικονόμηση ύψους €201 εκατομμυρίων.

Στα πλαίσια της περεταίρω συζήτησης, η επιτροπή ζήτησε την άποψη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αναφορικά με τη συνταγματικότητα των προτεινόμενων ρυθμίσεων.

Συναφώς, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δήλωσε σχετικά ότι τη δεδομένη χρονική στιγμή απώτερος σκοπός είναι η σωτηρία του κράτους και, δεδομένων των ειδικών συνθηκών που επικρατούν, τα μέτρα που προτείνονται τυγχάνουν πλήρους στήριξης και θεωρούνται σύμφωνα με το σύνταγμα.

……..».

 

Στις 6.12.2012 δημοσιεύτηκε ο περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμος του 2012, Ν. 168(Ι)/2012, όπου στο προοίμιο του Νόμου αναγράφονται τα εξής:

«Επειδή κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα η Δημοκρατία διέρχεται δύσκολη οικονομική περίοδο και, προς αποφυγή περαιτέρω επιδείνωσης της δημοσιονομικής κατάστασης, καθίσταται αναγκαίο όπως περιορισθούν οι δαπάνες του δημόσιου τομέα, του ευρύτερου δημόσιου τομέα, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης και των σχολικών εφορειών και

Επειδή, για τον ανωτέρω σκοπό καθίσταται αναγκαίο, μεταξύ άλλων, να μειωθούν οι απολαβές και οι συντάξεις που καταβάλλονται σε αξιωματούχους, εργοδοτουμένους και συνταξιούχους της κρατικής υπηρεσίας, του ευρύτερου δημόσιου τομέα, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης και των σχολικών εφορειών.»

 

Στις 10.4.2013 εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο σχετικό τροποποιητικό Νομοσχέδιο που διαφοροποιούσε τους συντελεστές μείωσης των απολαβών και των συντάξεων σε συνέχεια του οποίου ψηφίσθηκε στις 30.4.2013 από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ο περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα (Τροποποιητικό) Νόμος του 2013, Ν. 31(Ι)/2013. 

Η περαιτέρω μείωση επί των απολαβών και συντάξεων, περιλήφθηκε ρητά στο Μνημόνιο Συναντίληψης στα δημοσιονομικά μέτρα που είχαν υιοθετηθεί από την Δημοκρατία. Σχετικά παραπέμπω στην παράγραφο 1.1. και 1.24 του Μνημονίου. Το εν λόγω Μνημόνιο περιλαμβάνεται στον περί της Συμφωνίας Διευκόλυνσης Χρηματοδοτικής Στήριξης (Κυρωτικός Νόμος) του 2013 (Ν.1 (ΙΙΙ)/2013) που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 30.4.2013. 

Στις 30.4.2013, δημοσιεύτηκε ο περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα (Τροποποιητικός) Νόμος του 2013,  (Ν. 31(Ι)/2013) και ακολούθησε ο περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα (Τροποποιητικός) (Αρ.2) Νόμος του 2013, (Ν.152(Ι)/2013).

Στις 17.7.2018, μετά από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 85.111 ημερομηνίας 13.06.2018, ψηφίστηκε ο περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα (Τροποποιητικός) Νόμος του 2018, (Ν.94(Ι)/2018). Ο σκοπός της τροποποίησης προκύπτει τόσο από το προοίμιο όσο και από την σχετική αιτιολογική έκθεση και την εισηγητική έκθεση του νόμου. 

 

Ο τρόπος ρύθμισης των επίδικων μειώσεων, με τον αρχικό νόμο ως και τις μετέπειτα τροποποιήσεις του, καταγράφεται εκτενώς στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Εφέσεις με αρ. 177/18 μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω 1. Υπουργείου Οικονομικών και 2. Γενικού Λογιστηρίου και ΧΧΧ Αυγουστή κ.ά. η οποία εκδόθηκε στις 10/4/2020, από όπου και παρατίθεται το σχετικό εκτενές απόσπασμα από την εισαγωγή της αποφάσεως:

«Ακολούθως, το 2012, υπό τις ίδιες συνθήκες ακραίας οικονομικής κρίσης το κράτος προχώρησε σε μείωση των απολαβών και συντάξεων των αξιωματούχων, εργοδοτουμένων και συνταξιούχων της δημόσιας υπηρεσίας και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (Ν. 168(Ι)/2012).

Πιο αναλυτικά και αρχίζοντας από το ζήτημα της μείωσης των μισθών και συντάξεων.

Μείωση μισθών και συντάξεων (Ν. 168(Ι)/2012).

Προβλέφθηκε μείωση, από Δεκέμβριο 2012 των μισθών κλιμακωτά, υπό την έννοια της αύξησης του ποσοστού αποκοπής ανάλογα με το ύψος του μισθού.  Εν τέλει, προβλέφθηκε ο τερματισμός της μείωσης  των απολαβών και των συντάξεων με ισχύ από 1.1.2023. 

Στο προοίμιο του Νόμου αναγράφονται τα εξής:

«Επειδή κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα η Δημοκρατία διέρχεται δύσκολη οικονομική περίοδο και, προς αποφυγή περαιτέρω επιδείνωσης της δημοσιονομικής κατάστασης, καθίσταται αναγκαίο όπως περιορισθούν οι δαπάνες του δημόσιου τομέα, του ευρύτερου δημόσιου τομέα, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης και των σχολικών εφορειών και

Επειδή, για τον ανωτέρω σκοπό καθίσταται αναγκαίο, μεταξύ άλλων, να μειωθούν οι απολαβές και οι συντάξεις που καταβάλλονται σε αξιωματούχους, εργοδοτουμένους και συνταξιούχους της κρατικής υπηρεσίας, του ευρύτερου δημόσιου τομέα, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης και των σχολικών εφορειών.»

 Οι μειώσεις ρυθμίστηκαν δια του άρθρου 3 το οποίο παρατίθεται  όπως ήταν αρχικά.  Στη συνέχεια παρατίθεται όπως τροποποιήθηκε αργότερα με τον Νόμο 31(Ι)/13 και ακολούθως όπως τροποποιήθηκε με τον Νόμο 94(Ι)/18:

Αρχικό κείμενο (Ν.168(Ι)/2012):

«3. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή Κανονισμών ή διοικητικών ρυθμίσεων ή πρακτικών που ρυθμίζουν θέματα καταβολής απολαβών και σύνταξης, οι ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές αξιωματούχων και εργοδοτουμένων και οι συντάξεις των συνταξιούχων μειώνονται, ως ακολούθως:

 (α) Οι ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές ή και η μηνιαία σύνταξη, που δεν υπερβαίνουν το ποσό των χιλίων ευρώ (€1.000,00), δεν μειώνονται κατά οποιοδήποτε ποσό·

(β) οι ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές ή και η μηναία σύνταξη που υπερβαίνουν το ποσό των χιλίων ευρώ (€1.000,00) μειώνονται κλιμακωτά ως ακολούθως:

(i)           για κάθε ευρώ από χίλια ένα (€1.001,00) και άνω έως χίλια πεντακόσια ευρώ (€1.500,00), κατά ποσοστό 6,5%,

(ii)         για κάθε ευρώ από χίλια πεντακόσια ένα (€1.501,00) και άνω έως δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000,00), κατά ποσοστό 8,5%,

(iii)        για κάθε ευρώ από δύο χιλιάδες ένα (€2.001,00) και άνω έως τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000,00), κατά ποσοστό 9,5%,

(iv)        για κάθε ευρώ από τρεις χιλιάδες ένα (€3.001,00) και άνω έως τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000,00), κατά ποσοστό 11,5%,

(v)         για κάθε ευρώ από τέσσερις χιλιάδες ένα (€4.001,00) και άνω, κατά ποσοστό 12,5%.

(γ) Με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου, 2014, οι ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές ή και η μηναία σύνταξη πέραν του ενός ευρώ (€1,00) μειώνονται κατά 3%, επιπρόσθετα από τη μείωση που προβλέπεται στα εδάφια 3(α) και 3(β).

Η εφαρμογή της ισχύος του Ν. 168(Ι)/2012 ρυθμίστηκε δια του άρθρου 9 ως ακολούθως:

«9. Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται ως ακολούθως:

 (α) Οι πρόνοιες του άρθρου 3(α) και 3(β) εφαρμόζονται επί των απολαβών των μηνών Δεκεμβρίου 2012 και εντεύθεν, περιλαμβανομένου και του 13ου μισθού του 2012.

(β) Η πρόνοια του εδαφίου 3(γ) εφαρμόζεται επί των απολαβών του μήνα Ιανουαρίου του 2014 και εντεύθεν.»

Τροποποίηση δια του Ν. 31(Ι)/2013:

Με το Ν. 31(Ι)2013 αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι (α) και (β) του βασικού Νόμου με τις ακόλουθες νέες παραγράφους και διεγράφη η παράγραφος (γ) του βασικού Νόμου:

«(α)   Με ισχύ από την 1η Ιουνίου, 2013 οι ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές ή και η μηνιαία σύνταξη μειώνονται ως ακολούθως:

(i)           για κάθε ευρώ από ένα σεντ (€0,01) και άνω έως χίλια ευρώ (€1.000,00), κατά ποσοστό 0,8%.

(ii)          για κάθε ευρώ από χίλια ευρώ και ένα σεντ (€1.000,01) και άνω έως χίλια πεντακόσια ευρώ (€1.500,00) κατά ποσοστό 7,3%,

(iii)        για κάθε ευρώ από χίλια πεντακόσια ευρώ και ένα σεντ (€1.500,01) και άνω έως δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000,00) κατά ποσοστό 9,3%,

(iv)         για κάθε ευρώ από δύο χιλιάδες ευρώ και ένα σεντ (€2.000,01) και άνω έως τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000,00) κατά ποσοστό 10.5%,

(v)         για κάθε ευρώ από τρεις χιλιάδες ευρώ και ένα σεντ (€3.000,01) και άνω έως τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000,00) κατά ποσοστό 13%,

(vi)        για κάθε ευρώ από τέσσερις χιλιάδες ευρώ και ένα σεντ (€4.000,01) και άνω κατά ποσοστό 14.5%.

 

(β)     Με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2014, οι ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές ή και η μηνιαία σύνταξη πέραν του ενός ευρώ (€1,00) μειώνονται κατά ποσοστό 3%, επιπρόσθετα από τη μείωση που προβλέπεται στην παράγραφο (α).»

 

Τροποποίηση δια του Ν. 94(Ι)/2018:

Με το Ν. 94(Ι)/2018 το άρθρο 3 τροποποιήθηκε ως ακολούθως:

«2. Το άρθρο 3 του βασικού νόμου τροποποιείται ως ακολούθως: (α) Με την αντικατάσταση της παραγράφου (α) αυτού με την ακόλουθη νέα παράγραφο:

«(α) Με ισχύ από την 1η Ιουλίου 2018 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2018, οι ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές ή/και η μηναία σύνταξη μειώνονται ως ακολούθως:

(i)                Για κάθε ευρώ από ένα σεντ (€0,01) και άνω έως χίλια ευρώ (€1.000,00) κατά ποσοστό 1,8%,

(ii)                  για κάθε ευρώ από χίλια ευρώ και ένα σεντ (€1.000,01) και άνω έως χίλια πεντακόσια ευρώ (€1.500,00) κατά ποσοστό 8,3%,

(iii)                για κάθε ευρώ από χίλια πεντακόσια ευρώ και ένα σεντ (€1.500,01) και άνω έως δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000,00) κατά ποσοστό 10,3%,

(iv)             για κάθε ευρώ από δύο χιλιάδες ευρώ και ένα σεντ (€2.000,01) και άνω έως τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000,00) κατά ποσοστό 13,5%,

(v)                για κάθε ευρώ από τρεις χιλιάδες ευρώ και ένα σεντ (€3.000,01) και άνω έως τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000,00) κατά ποσοστό 16%,

(vi)              για κάθε ευρώ από τέσσερις χιλιάδες ευρώ και ένα σεντ (€4.000,01) και άνω κατά ποσοστό 17,5%.»·

 

(β) με την προσθήκη αμέσως μετά την παράγραφο (α) αυτού, των ακόλουθων νέων παραγράφων:

«(β) Με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2019 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2019, οι ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές ή/και η μηνιαία σύνταξη μειώνονται ως ακολούθως:

(i)                Για κάθε ευρώ από χίλια ευρώ και ένα σεντ (€1.000,01) και άνω έως χίλια πεντακόσια ευρώ (€1.500,00) κατά ποσοστό 5,8%,

(ii)                  για κάθε ευρώ από χίλια πεντακόσια ευρώ και ένα σεντ (€1.500,01) και άνω έως δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000,00) κατά ποσοστό 7,8%,

(iii)               για κάθε ευρώ από δύο χιλιάδες ευρώ και ένα σεντ (€2.000,01) και άνω έως τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000,00) κατά ποσοστό 13,5%,

(iv)             για κάθε ευρώ από τρεις χιλιάδες ευρώ και ένα σεντ (€3.000,01) και άνω έως τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000,00) κατά ποσοστό 16%,

(v)               για κάθε ευρώ από τέσσερις χιλιάδες ευρώ και ένα σεντ (€4.000,01) και άνω κατά ποσοστό 17,5%.

 

(γ) Με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2020 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020, οι ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές ή/και η μηνιαία σύνταξη μειώνονται ως ακολούθως:

(i)           Για κάθε ευρώ από χίλια ευρώ και ένα σεντ (€1.000,01) και άνω έως χίλια πεντακόσια ευρώ (€1.500,00) κατά ποσοστό 3,3%,

(ii)         για κάθε ευρώ από χίλια πεντακόσια ευρώ και ένα σεντ (€1.500,01) και άνω έως δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000,00) κατά ποσοστό 5,3%,

(iii)        για κάθε ευρώ από δύο χιλιάδες ευρώ και ένα σεντ (€2.000,01) και άνω έως τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000,00) κατά ποσοστό 11%,

(iv)        για κάθε ευρώ από τρεις χιλιάδες ευρώ και ένα σεντ (€3.000,01) και άνω έως τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000,00) κατά ποσοστό 13,5%,

(v)         για κάθε ευρώ από τέσσερις χιλιάδες ευρώ και ένα σεντ (€4.000,01) και άνω κατά ποσοστό 15%.

 

(δ) Με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2021 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2021, οι ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές ή/και η μηνιαία σύνταξη μειώνονται ως ακολούθως:

(i)           Για κάθε ευρώ από χίλια ευρώ και ένα σεντ (€1.000,01) και άνω έως χίλια πεντακόσια ευρώ (€1.500,00) κατά ποσοστό 0,8%,

(ii)         για κάθε ευρώ από χίλια πεντακόσια ευρώ και ένα σεντ (€1.500,01) και άνω έως δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000,00) κατά ποσοστό 2,8%,

(iii)        για κάθε ευρώ από δύο χιλιάδες ευρώ και ένα σεντ (€2.000,01) και άνω έως τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000,00) κατά ποσοστό 8,5%

(iv)         για κάθε ευρώ από τρεις χιλιάδες ευρώ και ένα σεντ (€3.000,01) και άνω έως τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000,00) κατά ποσοστό 11%,

(v)         για κάθε ευρώ από τέσσερις χιλιάδες ευρώ και ένα σεντ (€4.000,01) και άνω κατά ποσοστό 12,5%.

 

(ε) Με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2022 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2022, οι ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές ή/και η μηνιαία σύνταξη μειώνονται ως ακολούθως:

(i)           Για κάθε ευρώ από δύο χιλιάδες ευρώ και ένα σεντ (€2.000,01) και άνω έως τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000,00) κατά ποσοστό 5%,

(ii)         για κάθε ευρώ από τρεις χιλιάδες ευρώ και ένα σεντ (€3.000,01) και άνω έως τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000,00) κατά ποσοστό 7,5%,

(iii)        για κάθε ευρώ από τέσσερις χιλιάδες ευρώ και ένα σεντ (€4.000,01) και άνω κατά ποσοστό 9%.

 

(στ) Με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2023 τερματίζεται η μείωση των ακαθάριστων μηνιαίων απολαβών ή και της μηνιαίας σύνταξης .»· και

(γ) με τη διαγραφή της παραγράφου (β) αυτού.

Έναρξη και λήξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.

3. Η ισχύς του παρόντος Νόμου λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιουλίου 2018 και λήγει την 1η Ιανουαρίου 2023.»

 

Σημειώνουμε ότι στο Ν. 94(Ι)/2018 περιελήφθη και το ακόλουθο προοίμιο:

«ΕΠΕΙΔΗ, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 167 του Συντάγματος, ο Υπουργός Οικονομικών μεριμνά για τη σύνταξη πλήρους προϋπολογισμού για κάθε οικονομικό έτος, ο οποίος μετά από την έγκρισή του από το Υπουργικό Συμβούλιο κατατίθεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για συζήτηση, έγκριση και ψήφισή του σε Νόμο,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η Κυπριακή Δημοκρατία είναι δεσμευμένη, βάσει των υποχρεώσεών της που απορρέουν από τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα από τη συμμετοχή της στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υποβάλλει κάθε χρόνο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, βάσει των προνοιών του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η ανάγκη των κυβερνήσεων να διατηρούν υγιή και βιώσιμα οικονομικά και να προλαμβάνουν τη δημιουργία υπερβολικών ελλειμμάτων στη γενική κυβέρνηση είναι ουσιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της σταθερότητας στη Ζώνη του Ευρώ στο σύνολό της και συνεπώς αυτή απαιτεί την καθιέρωση συγκεκριμένων κανόνων, περιλαμβανομένου του «κανόνα ισοσκέλισης του προϋπολογισμού» και διόρθωσης αποκλίσεων, όταν προκύπτουν,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ προκύπτει η ανάγκη να διασφαλιστεί ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης δεν υπερβαίνει το τρία τοις εκατόν (3%) του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος σε τιμές αγοράς και ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης δεν υπερβαίνει ή ακολουθεί επαρκώς πτωτική πορεία προς το εξήντα τοις εκατόν (60%) του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος σε τιμές αγοράς, 492 Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε.: L 306, 23.11.2011, σ. 41. Eπίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε.: L 209, 2.8.1997, σ.6. 20(Ι) του 2014 123(Ι) του 2016 133(Ι) του 2016 159(Ι) του 2017.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ οι αρχηγοί των κρατών μελών ή κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ζώνης του Ευρώ συμφώνησαν στις 9 Δεκεμβρίου 2011 σε μια ενισχυμένη αρχιτεκτονική για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση, που θα έχει ως βάση συνθήκες που αποτελούν το θεμέλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα διευκολύνει την υλοποίηση μέτρων που λαμβάνονται βάσει των Άρθρων 121, 126 και 136 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η Κυπριακή Δημοκρατία είναι συμβαλλόμενο μέρος της Συνθήκης για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου, της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, του Βασιλείου της Δανίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Ιρλανδίας, της Ελληνικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, της Ρουμανίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, της Σλοβακικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας, η οποία υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 2 Μαρτίου 2012, και επικυρώθηκε στις 20 Απριλίου 2012, με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου Αρ. 73.470, η οποία συμφωνία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του Άρθρου 169 του Συντάγματος συνθήκες, συμβάσεις και συμφωνίες που συνομολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου έχουν από την ημέρα δημοσίευσής τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αυξημένη ισχύ έναντι οποιουδήποτε ημεδαπού νόμου, υπό τον όρο ότι αυτές οι συνθήκες, οι συμβάσεις και οι συμφωνίες εφαρμόζονται, αντίστοιχα, και από το αντισυμβαλλόμενο μέρος,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η Κυπριακή Δημοκρατία, σύμφωνα με την Οδηγία 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών, πρέπει να διατηρεί ισοσκελισμένο ή πλεονασματικό διαρθρωτικό δημοσιονομικό ισοζύγιο σε μεσοπρόθεσμη βάση,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ ο λόγος του Δημόσιου Χρέους ως προς το ΑΕΠ σε τιμές αγοράς υπερβαίνει το εξήντα τοις εκατόν (60%), όπως καθορίζεται από το Πρωτόκολλο (Αρ. 12), ο λόγος αυτός μειώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 1467/97,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, σύμφωνα με την Αρχή της Βιωσιμότητας, όπως προβλέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4(1)(α)(i) του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου, πρέπει οι δαπάνες, ο δανεισμός και το χρέος της γενικής κυβέρνησης να είναι διαχειρίσιμα, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, και να μην επιβάλλεται άδικο βάρος στις μελλοντικές γενιές,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η Κύπρος έχει εισαγάγει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στον τομέα των δημόσιων οικονομικών, στο πλαίσιο του προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ στο πλαίσιο των πιο πάνω μεταρρυθμίσεων, κρίθηκε αναγκαία η μείωση  των απολαβών και των συντάξεων που καταβάλλονται σε αξιωματούχους, εργοδοτουμένους και συνταξιούχους του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ μετά τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος το 2016 και τις διαπιστώσεις του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι η Κύπρος συμμορφώνεται με τους δημοσιονομικούς κανόνες του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης μέχρι το 2019,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ συμφωνήθηκε μηχανισμός συγκράτησης του ρυθμού αύξησης των συνολικών απολαβών στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα κάτω από τον ρυθμό ανάπτυξης του ονομαστικού ΑΕΠ,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ είναι πλέον δυνατή η σταδιακή κατάργηση των μειώσεων επί των απολαβών και των συντάξεων των αξιωματούχων, εργοδοτουμένων και συνταξιούχων του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα·

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως: .»

Θα πρέπει να αναφερθεί, στο στάδιο αυτό, ότι η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αυγουστή προέβη σε αναφορά και αποδοχή των γεγονότων της Χαραλάμπους αλλά και των αντίστοιχων γεγονότων τα οποία αφορούν και τίθενται στις ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου υποθέσεις, τα οποία κρίθηκαν ότι ήταν τέτοια που οδήγησαν στην ανάγκη θέσπισης των εξεταζόμενων με τις παρούσες προσφυγές μέτρων, μέχρι και την τροποποίηση του 2018, με αποτέλεσμα η κρίση της αυτή να είναι καθοριστική ως προς την εξέταση των θέσεων που προβάλλονται από τους αιτητές στις παρούσες προσφυγές. Ειδικότερα αναφέρθηκαν τα ακόλουθα (η έμφαση  και η υπογράμμιση προστίθενται):

 

«Στην υπόθεση Χαραλάμπους, η οποία αναφέρεται στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο, της ακραίας οικονομικής κρίσης που είχε να αντιμετωπίσει ο τόπος, παρατέθηκε εκτεταμένο ιστορικό, εξηγήθηκαν οι περιστάσεις και δόθηκαν λόγοι για τους οποίους, τα κρινόμενα μέτρα, θεωρήθηκε ότι δεν αποτελούσαν ανεπίτρεπτο περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος.  Ειδικότερα υποδείχθηκε ότι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στα δημόσια οικονομικά ήταν το κρατικό μισθολόγιο και οι σοβαροί κίνδυνοι κατάρρευσης της οικονομίας.  Λήφθηκε υπόψιν ότι οι δαπάνες προσωπικού οι οποίες υπερέβαιναν τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως ήταν οι μεγαλύτερες του δημόσιου τομέα και ότι η λήψη μέτρων ήταν αναγκαία εν όψει των σοβαρών κινδύνων κατάρρευσης του χρηματοοικονομικού συστήματος με συνακόλουθο ενδεχόμενο τον κλονισμό των θεμελίων του κοινωνικού ιστού. 

Οι διαπιστώσεις αυτές, αναγνωρισθείσες δικαστικά στο ανώτατο επίπεδο, είναι δεδομένες.  Υιοθετούμε το ιστορικό και την αιτιολογία που παρατέθηκε στην υπόθεση Χαραλάμπους, για να τεθεί το δικαιολογητικό υπόβαθρο της αδήριτης ανάγκης, εν όψει των σοβαρών κινδύνων κατάρρευσης της οικονομίας και του κλονισμού των θεμελίων του κοινωνικού ιστού, για λήψη των απαιτούμενων μέτρων, στο βαθμό βεβαίως που δεν θα έθεταν σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση του πολίτη και θα λαμβάνονταν με σεβασμό στις αρχές της αναλογικότητας, της αναλογικής ισότητας και της ορθολογιστικής στάθμισης συγκρουόμενων, θεμιτών, συμφερόντων.

 Σε αυτά τα πλαίσια, όπως και στην υπόθεση Χαραλάμπους, λαμβάνουμε υπόψιν το κλιμακωτό της μείωσης μισθών και συντάξεων με αναλογικά ίσο τρόπο, ώστε η επιβάρυνση να είναι ανάλογη με τα εισοδήματα και μηδενική έως χαμηλή στα χαμηλά εισοδήματα.  Λαμβάνουμε επίσης σοβαρά υπόψιν το έκτακτο του μέτρου.  Είναι σημαντικό, κατά την κρίση μας, ότι οι αποκοπές βαίνουν μειούμενες από το 2019 και εντεύθεν, με πλήρη τερματισμό τους από 1.1.2023. 

 ………..

Ειδικότερα έθεσε θέμα ο εφεσίβλητος στην Ε.Δ.Δ. 76/19 παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, αναφερόμενος μάλιστα σε μόνιμη μείωση  μισθών και συντάξεων θέμα επέμβασης σε περιουσιακό δικαίωμα με τρόπο ώστε να επιβάλλεται η καταβολή δίκαιης αποζημίωσης, περαιτέρω ότι δεν τεκμηριώθηκε δημόσια ωφέλεια, ούτε ότι η επιβολή των μέτρων ήταν η μόνη λύση για την αποφυγή επιδείνωσης των δημοσιονομικών της χώρας, σε συνδυασμό με την ετήσια έκθεση της γενικής ελέγκτριας για το 2011 αναφορικά με τα ανείσπρακτα χρέη προς τη Δημοκρατία και ότι δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή δημοσίου συμφέροντος και η επιβεβλημένη αναφορά του στο προοίμιο του επίδικου Νόμου.  Πρόκειται για ζητήματα τα οποία καλύπτονται από την παρούσα απόφαση μας, ιδιαίτερα στο βαθμό που έχουμε υιοθετήσει, όχι μόνο το λόγο (ratio), αλλά και την αιτιολογία της υπόθεσης Χαραλάμπους, ειδικότερα σε σχέση με το όλο ιστορικό της κρίσης, για να καταλήξουμε σε διαπιστώσεις αναφορικά με τις περιστάσεις αδήριτης ανάγκης, υπό τις οποίες λήφθηκαν τα συγκεκριμένα μέτρα, ως επαρκώς και ευλόγως αιτιολογημένα

 

Γ.      Νομικοί Ισχυρισμοί

 

Όπως προαναφέρθηκε, οι συνεκδικαζόμενες προσφυγές στρέφονται κατά των αποκοπών στη πληρωμή των συντάξεων Αιτητών, αλλά και κατά της αποκοπής μέρους του εφάπαξ ποσού που εδικαιούντο να λάβουν κατά την αφυπηρέτησή τους και τα επιχειρήματα τους εστιάζονται στο αντίστοιχο ζήτημα. Δεδομένου ότι οι Αιτητές, ανεξαρτήτως ενάντια σε ποιες πράξεις στρέφονται, προβάλουν αριθμό παρόμοιων νομικών ισχυρισμών οι οποίοι επαναλαμβάνονται με διαφορετικό τρόπο από τους αντίστοιχους δικηγόρους οι οποίοι εμφανίζονται στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, το Δικαστήριο έχει συνοψίσει τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης από τους διάφορους αιτητές και τους αντίστοιχους δικηγόρους, ειδικότερα αφού άπτονται ισχυρισμών περί παραβίασης συγκεκριμένων άρθρων του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ, αλλά και γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου.

 

Οι Καθ’ ων η Αίτηση, απορρίπτοντας τις θέσεις των Αιτητών, υποβάλλουν ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι ορθές και νόμιμες, σύμφωνες με τις διατάξεις του Συντάγματος, την ισχύουσα εθνική και κοινοτική Νομοθεσία και τις γενικές και παγίως νομολογημένες αρχές του Δημοσίου και Δημοσιοϋπαλληλικού Δικαίου. Αποτελούν δε, προϊόν ορθής και νόμιμης άσκησης της εξουσίας της διοίκησης. Προμετωπίδα της θέσης τους, είναι η σχετική νομολογία της Ολομέλειας του Ανώτατού Δικαστηρίου στις αποφάσεις Αυγουστή και Χαραλάμπους, αλλά και η απόφαση στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 58/2019, όπου το Εφετείο στην υπόθεση Κ.Δ., ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α. v. ΚΩΣΤΑ ΛΑΜΠΡΟΥ κ.α., ημερ. 11.10.2023, τελεσίδικα, αποφάσισε ότι η μείωση που επήλθε στο εφάπαξ ποσό το οποίο οι εκεί Εφεσίβλητοι / Αιτητές εδικαιούντο να λάβουν κατά την αφυπηρέτησή τους, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του Άρθρου 7(1)(α)(ii) του περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου του 2012 (Ν.216(Ι)/2012), δεν παραβίαζε το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος, ούτε και την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικούμενου δυνάμει και του Άρθρου 1Α του Συντάγματος.

 

Σε συνάρτηση της εν λόγω νομολογίας οι ευπαίδευτοι δικηγόροι της Νομικής Υπηρεσίας τονίζουν ότι, το Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση, δεν μπορεί ούτε να αποστεί ούτε να αποκλίνει από την απόφαση Αυγουστή, αφού δεσμεύεται από αυτήν βάσει της αρχής του δεσμευτικού των αποφάσεων των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων. Παραπέμπουν σχετικά στη πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με την αρχή της δεσμευτικότητα των δικαστικών αποφάσεων και ειδικότερα στην υπόθεση Αίγλη Ελευθερίου – Κάγκα v Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (1989) 3 ΑΑΔ 262, όπου μεταξύ άλλων αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

« Η Δεσμευτικότητα των Δικαστικών Αποφάσεων (Stare Decisis).

Η αρχή της δεσμευτικότητας των δικαστικών αποφάσεων ή όπως είναι γνωστή στο αγγλικό δίκαιο - η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου (binding precedent) - αποτελεί σημαντική πτυχή του δικαιϊκού μας συστήματος.

 

Η αρχή της δεσμευτικότητας των δικαστικών αποφάσεων των ιεραρχικά ανωτέρων δικαστηρίων έχει ως κύριο στόχο την εξασφάλιση βεβαιότητας και συνοχής στο δίκαιο. (Βλ. Amanuel v. Alexandres Shipping Co. [1986] 1 All E.R. 278, 282).

 

Η δεσμευτικότητα των αποφάσεων βασίζεται στην ιεραρχία των δικαστηρίου για σκοπούς ενέσεως. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων που ασκούν δευτεροβάθμια δικαιοδοσία είναι δεσμευτικές για τα πρωτοβάθμια δικαστήρια. Η δεσμευτικότητα πηγάζει από την ιεράρχιση των δικαστηρίων (για σκοπούς εφέσεως) και όχι από την υπόσταση τους δηλαδή αν αποτελούν τμήματα του Ανωτάτου ή του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην άσκηση δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας βάσει του άρθρου 11 του Περί Απονομής Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου, του 1964 (Νόμος 33/64) είναι δεσμευτικές για τα μονομελή τμήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ασκούν αναθεωρητική δικαιοδοσία σε πρώτο βαθμό βάσει του εδαφίου 2 του άρθρου 11 του προαναφερθέντος Νόμου, παρόλο που τα δύο έχουν την ίδια υπόσταση ως τμήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Στην υπόθεση Δημητριάδης ν. Δημοκρατίας (1977) 3 Α.Α.Δ. 213, έχει αναγνωριστεί ότι η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου ισχύει και στο διοικητικό δίκαιο όπως και στους τομείς του ποινικού και ιδιωτικού δικαίου.

 

Ποιο είναι το μέρος της δικαστικής απόφασης που δημιουργεί δέσμευση (ratio decidendi); Δεσμευτική είναι η αρχή δικαίου η οποία εφαρμόζεται για την επίλυση της διαφοράς που αποτελεί το αντικείμενο της δικαστικής απόφασης. Για να προσδιοριστεί πρέπει να συσχετιστεί το αποτέλεσμα της απόφασης με την αρχή δικαίου που το στηρίζει.

 

Οι παρατηρήσεις που διατυπώνονται σε δικαστικές αποφάσεις και οι επεξηγήσεις νομικών αρχών που δεν είναι απαραίτητες για την επίλυση του θέματος (dicta) δεν δημιουργούν δέσμευση παρόλο που αποτελούν σπουδαίο μέρος της νομολογίας και ενέχουν μεγάλη σημασία για την ανάπτυξη του δικαίου. Η μόνη περίπτωση στην οποία δικαστήριο που δεσμεύεται με απόφαση ανωτέρου δικαστηρίου μπορεί να την αγνοήσει είναι όταν διαπιστώνεται ότι αυτή έχει εκδοθεί per incuriam (λόγω αβλεψίας) δηλαδή χωρίς να έχει ληφθεί υπόψη νόμος, κανονισμός ή προγενέστερη δεσμευτική απόφαση που αν ελαμβάνετο υπόψη θα διαφοροποιούσε το αποτέλεσμα της υποθέσεως.

 

Η διαφωνία πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την αρχή η οποία διατυπώνεται σε δεσμευτική απόφαση δεν αποτελεί παραδεκτό λόγο για παρέκκλιση παρόλο που η διαφωνία μπορεί να επισημανθεί και να υποδειχθεί η ανάγκη για αναθεώρηση της από δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Δευτεροβάθμιο δικαστήριο δηλαδή δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε έφεση έχει μεγαλύτερη ευχέρεια να αποδεσμευτεί από προηγούμενη απόφαση που κρίνεται εσφαλμένη όπως αναφέρεται στην υπόθεση Δημητριάδης και όπως έχει αναγνωριστεί στην Αγγλία από το 1966. (Βλ. [1966] 3 All E.R. 77) - Miliangos v. George Frank (Textiles) Ltd. [1975] 3 All E.R. 801 and R v. Shirpuri [1986] 2 All E.R. 344). Η δέσμευση του Εφετείου από προηγούμενες αποφάσεις του δεν εγείρεται άμεσα και δεν θα μας απασχολήσει άλλο σ' αυτή την υπόθεση».

 

Αντίστοιχα, βασική εισήγησή των αιτητών προς το παρόν Δικαστήριο είναι ότι, η κρίση της πλειοψηφίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αυγουστή και η συλλογιστική σκέψη της πλειοψηφίας ήταν λανθασμένη, υποδεικνύοντας ότι λανθασμένα ακολουθήθηκε το σκεπτικό της απόφασης Χαραλάμπους και κακώς διαφοροποιήθηκε, όπως υποστηρίζουν, από το σκεπτικό στην απόφαση Μαρία Κουτσελίνη Ιωαννίδου κ.α. ν. Δημοκρατία, υποθ. Αρ. 740/2011, απόφαση. ημερ. 7.10.2014

 

Στο σημείο αυτό επαναλαμβάνεται από το Δικαστήριο, η διαπίστωση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστήριο στην απόφαση του ημερομηνίας 19.03.2024 (Αίτηση αρ. 10/23) ότι δεν υπήρξε σύγκρουση μεταξύ των αποφάσεων Κουτσελίνη και Χαραλάμπους την οποία υιοθέτησε το Εφετείο στην Έφεση κατά απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 58/19, όπου ακριβώς το Εφετείο εφάρμοσε την Αυγουστή και την Χαραλάμπους, όσο και πλούσια ευρωπαϊκή νομολογία.   

 

Στην εν λόγω πρόσφατη απόφαση του, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο επανάλαβε τη σημασία τήρησης της αρχής της δεσμευτικότητας των δικαστικών αποφάσεων τονίζοντας τα εξής: 

«Η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου - stare decisis και το ΄Αρθρο 9(2)(γ) του Νόμου 33/64:

 

Η αρχή της δεσμευτικότητας των δικαστικών αποφάσεων αποτελεί στην κυπριακή έννομη τάξη, ένα από τους σημαντικότερους πυλώνες της, συναρτώμενη με τη βεβαιότητα του δικαίου και τη γενικότερη επικράτηση του κράτους δικαίου.  (Βλ. Το Σύγγραμμα Γ.Μ.Πική «Το Αγγλικό Κοινό Δίκαιο, Οι Κανόνες της Επιείκειας και η Εφαρμογή τους στην Κύπρο, 1981, Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου (1995)3 Α.Α.Δ. 363 και  D.K. Windsupply Ltd v. Δημοκρατίας (2017)3Β Α.Α.Δ. 542).

 

Για το λόγο αυτό, όπως έχει νομολογηθεί, το Ανώτατο Δικαστήριο ή το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, εν προκειμένω, θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικό προτού αποφασίσει να διαφοροποιηθεί από προηγούμενη απόφαση του.  (Βλ. Γουότς κ.ά. Λαούρη κ.ά. (2014)1 Α.Α.Δ. 1401).»

 

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τα πιο πάνω, το παρόν Δικαστήριο το οποίο έχει συγκεντρώσει και ομαδοποιήσει τους λόγους ακύρωσης τους οποίους προβάλουν οι αιτητές μέσω των αγορεύσεων τις οποίες έχουν καταχωρήσει ή υιοθετήσει, ανεξαρτήτως της σειράς ανάπτυξης στις διάφορες προσφυγές και σε αντιδιαστολή με τις θέσεις των Καθ’ ων η Αίτηση, προχωρά στον σχολιασμό τους, ως ακολούθως.

 

1.           Ισχυρισμός για Παραβίαση του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, της ισότητας και της αναλογικότητας .

 

Προβάλλεται από πλείστους εκ των αιτητών ότι, οι προσβαλλόμενες πράξεις αντίκεινται στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη περί Προασπίσεως των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) καθότι ο Νόμος:

α) Προσκρούει στο Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και/ή στο Άρθρο 14 της Ε.Σ.Δ.Α.

β) Προσκρούει στο Πρωτόκολλο Αριθμός 12 της Ε.Σ.Δ.Α., που κυρώθηκε με το Νόμο 13(ΙΙΙ)/2002, με το οποίο εφαρμόζεται η γενική απαγόρευση των διακρίσεων αν τα μέτρα δεν έχουν αντικειμενικό και εύλογο δικαιολογητικό, καθότι δεν καταδεικνύεται η αναγκαιότητα και το εύλογο της επιβαλλόμενης από το Νόμο, διάκρισης.

 

1.1.      Υπό τον ως άνω λόγο ακύρωσης, οι αιτητές ισχυρίζονται εν πολλοίς ότι η εφαρμογή στη πληρωμή των συντάξεων τους των προνοιών του περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμου του 2012, Ν. 168(Ι)/2012 είναι παράνομη, καθότι ο Νόμος παραβιάζει  το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) καθώς και την αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας. Σημειώνεται ότι δικηγόροι εκ μέρους αριθμού αιτητών, αναλώνουν αρκετά μεγάλο μέρος της γραπτής τους αγόρευσης σε παραπομπή στην ελληνική νομολογία, αποφάσεις οι οποίες ωστόσο, διαπιστώνεται πως δεν βρίσκουν νομικό έρεισμα στην προκειμένη, ενώ τα επίδικα ζητήματα έχουν ήδη επιλυθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

1.2.      Είναι αντίθετα η θέση των Καθ’ ων η Αίτηση ότι, οι θέσεις των αιτητών στις γραπτές τους αγορεύσεις προβάλλονται με αοριστία και ασάφεια, χωρίς εν τέλει να τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό τους περί παραβίασης του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.. Τονίζουν με έμφαση ότι όλα όσα γενικά και αόριστα αναφέρονται εκ μέρους των δικηγόρων των αιτητών δεν επιδέχονται δικανικής κρίσης, παραπέμποντας σχετικά στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες Αναθεωρητικές Εφέσεις αρ. 2831, 2832 και 2840, LATOMIA ESTATE LTD. κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672. Κύρια όμως, τονίζουν ότι, ο ισχυρισμός περί παραβίασης του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. μέσω της απόφασης να πραγματοποιηθεί μείωση στις μηνιαίες απολαβές των αιτητών, επειδή αυτή είναι αναιτιολόγητα παρατεταμένη και λήφθηκε χωρίς να αναζητηθούν υπαλλακτικές επιλογές, δεν μπορεί να επιτύχει, αφού το ίδιο ζήτημα εξετάστηκε και κρίθηκε στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χαραλάμπους κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1480/2011 κ.ά., ημερομηνίας 11/06/2014.

 

1.3.      Όντως στην εν λόγω απόφαση, λέχθηκε χαρακτηριστικά ότι (η έμφαση στα αποσπάσματα της απόφασης προστίθεται):

 

«Δεν μας διαφεύγει ότι το κράτος είχε και άλλες επιλογές, π.χ. να αυξήσει τον εταιρικό φόρο ή να επιβάλει άλλες φορολογίες.  Όμως η επιλογή ή όχι της συγκεκριμένης πολιτικής εντάσσεται μέσα στα πλαίσια της ευρείας ευχέρειας που έχει το κράτος στον τομέα διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών και ιδιαίτερα του κρατικού μισθολογίου, ώστε να εξασφαλίζει σταθερότητα στα δημόσια οικονομικά και στην οικονομία γενικότερα, ειδικά σε περιόδους οικονομικής κρίσης.  Δεν είναι δυνατό για το Δικαστήριο να εξετάσει την ορθότητα των συγκεκριμένων επιλογών του κράτους, εκτός βέβαια και αν με τον τρόπο που θα μετατραπούν σε νομοθετήματα, κριθούν ότι παραβιάζουν συγκεκριμένες πρόνοιες του Συντάγματος.»

 

Περαιτέρω  η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου σημείωσε και τα εξής:

 

«Ούτε ο τρόπος που επιβλήθηκε η κλιμακωτή συνεισφορά υπό τις περιστάσεις, που επικρατούσαν τότε, μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας.  Το ότι το κράτος καθυστέρησε να λάβει μέτρα ή το γεγονός ότι δεν έλαβε και άλλα μέτρα π.χ. για είσπραξη ανείσπρακτων φόρων, δεν επηρεάζει το εύλογο των υπό κρίση μέτρων.  Τη δεδομένη στιγμή υπήρχε άμεση ανάγκη, όπως υποδείξαμε ανωτέρω, και η λήψη άλλων μέτρων και ιδιαιτέρως μέτρων που ήταν αβέβαια ως προς το αποτέλεσμα ή που θα ήταν χρονοβόρα η εφαρμογή τους, δεν θεωρούμε ότι αποτελούσαν υπαλλακτική λύση (βλ. Re Public and Commercial Services Union and Others v. The Minister for the Civil Service (2011) EWHC 2041 (QB), σκέψη 13). Τα μέτρα αυτά θα έπρεπε να ληφθούν και όπως διαφάνηκε στην πορεία, κάποια από αυτά λήφθηκαν.  Βέβαια, στην προκειμένη περίπτωση, ούτε η λήψη των προσβαλλόμενων και άλλων μέτρων ήταν ικανή τελικά να συμβάλει στην αποφυγή της ένταξης της Κύπρου στο μηχανισμό στήριξης.

 

Οι σοβαροί κίνδυνοι κατάρρευσης του χρηματοοικονομικού και οικονομικού συστήματος με συνακόλουθο ενδεχόμενο τον κλονισμό των θεμελίων του κοινωνικού ιστού, ήταν προφανείς και αναμφίβολα επέβαλλαν τη λήψη ορισμένων μέτρων.  Τα μέτρα που τελικά λήφθηκαν με την επιβολή έκτακτης εισφοράς ήταν σε συνεννόηση με τα αρμόδια όργανα της ΕΕ στην οποία έχουμε ενταχθεί και έχουμε δεσμευτεί να εναρμονιστούμε με τους εκάστοτε πολιτικούς και οικονομικούς στόχους που από κοινού τίθενται.  Τα μέτρα δεν ξεφεύγουν του ευλόγου και ούτε μπορούν να θεωρηθούν υπερβολικά, δεδομένης της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης που βρέθηκε η Κύπρος.  Πρόκειται για μεταβατικά μέτρα τα οποία με τους χαμηλούς συντελεστές που επιβλήθηκαν διατηρούν τη θυσία των επηρεαζόμενων σε χαμηλά επίπεδα.  Καμία παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας ή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη διαπιστώνεται.  Κατά την κρίση μας, υπάρχει δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ του επιδιωκόμενου δημόσιου συμφέροντος και των ατομικών δικαιωμάτων των επηρεαζόμενων.

     […]

 

Οι Αιτητές προβάλλουν ότι η γενική και αόριστη επίκληση της δημοσιονομικής κατάστασης και η ανάγκη για περιορισμό δαπανών, δεν είναι επαρκής.  Πιο συγκεκριμένα στην εισηγητική και αιτιολογική έκθεση του νόμου δεν στοιχειοθετείται το αιτιολογικό υπόβαθρο του δημόσιου συμφέροντος.  Ούτε στο προοίμιο του Νόμου προσδιορίζονται με επάρκεια και σαφήνεια οι λόγοι που για το δημόσιο συμφέρον ήταν αναγκαία η επιβολή της έκτακτης εισφοράς, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας του Νόμου.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.  Το προοίμιο ενός νόμου είναι μια προκαταρκτική γενική δήλωση για τους λόγους που κατέστησαν αναγκαία τη θέσπιση της συγκεκριμένης νομοθεσίας.  Στην προκειμένη περίπτωση, το γεγονός ότι στο προοίμιο δεν αναφέρθηκε ολόκληρο το ιστορικό, που όπως εξηγήσαμε ξεκινά από το 2009, δεν αλλάζει τα πράγματα και ούτε μπορεί να αναιρέσει την άσχημη και άκρως επικίνδυνη για το κοινωνικό σύνολο κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει η οικονομία της Κύπρου.  Εν πάση περιπτώσει, στο προοίμιο γίνεται κατά την άποψή μας περιεκτική αλλά σαφής αναφορά, όχι μόνο «στη δύσκολη οικονομική περίοδο» που διερχόταν ο τόπος, αλλά και στην ανάγκη να αποφευχθεί «περαιτέρω επιδείνωση της δημοσιονομικής κατάστασης» μετά τα τραγικά γεγονότα του Μαρί.  Γίνεται επίσης αναφορά στην ανάγκη περιορισμού των δαπανών του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα.  Όλα τα πιο πάνω σε συνδυασμό με την αναφορά στην Αιτιολογική Έκθεση «για εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών» για συγκεκριμένη περίοδο, παραπέμπουν κατά τρόπο ικανοποιητικό στα προβλήματα της οικονομίας και υποδηλώνουν με τρόπο έμμεσο αλλά σαφή την ύπαρξη του δημοσίου συμφέροντος στη λήψη των μέτρων.  Ούτε το γεγονός ότι στο προοίμιο του Νόμου δεν γίνεται ρητή αναφορά σε λόγους δημοσίου συμφέροντος, στο Σύμφωνο Σταθερότητας το οποίο δεσμεύει την Κύπρο ως μέλος της Ευρωζώνης και στην υπόλοιπη νομοθεσία της ΕΕ που αφορά στις ευρύτερες υποχρεώσεις της Κύπρου ως μέλους της ΕΕ για δημοσιονομική πειθαρχία και σταθερότητα, μπορεί να επηρεάσει την εγκυρότητα του Νόμου.  Καμία παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν εντοπίζεται

 

1.4.      Σημειώνεται από το Δικαστήριο ότι, στη βάση του Νόμου που επικύρωσε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών μετά του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, Νόμος 39/1962, η ΕΣΔΑ κατέστη ημεδαπό δίκαιο αυξημένης ισχύος. Η κυπριακή νομολογία και η νομολογία του ΕΔΑΔ επί των γενικών αρχών που πρέπει να τηρούνται σε περιπτώσεις περιορισμού περιουσιακών δικαιωμάτων, είναι απολύτως συγγενείς. Το δε γεγονός ότι, όπως και ο μισθός, έτσι και η σύνταξη εμπίπτει εντός της έννοιας του όρου «περιουσία» όπως αυτή προστατεύεται από το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της ΕΣΔΑ έχει αναγνωριστεί με νομολογία τόσο του ΕΔΑΔ όσο και του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Χαραλάμπους και Αυγουστή). Επί του εν λόγω ζητήματος, έχει νομολογηθεί από το ΕΔΑΔ ότι, το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δεν κατοχυρώνει δικαίωμα ούτε και διασφαλίζει δικαίωμα σε σύνταξη ορισμένου ύψους (βλ. Αunola v Finland, no. 30517/96, 15 March 2001).

 

1.5.      Θα συμφωνήσω με τη θέση των Καθ’ ων η Αίτηση, ότι με βάση τα παρατεθέντα αποσπάσματα, έχει κριθεί ότι, καμία παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας ή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη διαπιστώνεται και ότι υπάρχει δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ του επιδιωκόμενου δημόσιου συμφέροντος και των ατομικών δικαιωμάτων των επηρεαζόμενων, ενώ εναπόκειται στην αποκλειστική ευχέρεια του ίδιου του κράτους να επιλέξει τα προσφορότερα για το ίδιο μέτρα προκειμένου να διαχειρισθεί τα δημόσια οικονομικά και το κρατικό μισθολόγιο και δη σε περιόδους οικονομικής κρίσης, ως στην προκειμένη. Το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει την ορθότητα των μέτρων αυτών μόνο σε περίπτωση που μετατρέπονται σε νομοθετήματα και τούτο, μόνο για να εξετάσει κατά πόσο παραβιάζουν συγκεκριμένες πρόνοιες του Συντάγματος. Ωστόσο, ο επίδικος Νόμος έτυχε ήδη συνταγματικού ελέγχου και πάλι από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Εφέσεις κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 177/2018 κ.α., Δημοκρατία ν. Αυγουστή κ.α., ημερομηνίας 10 Απριλίου 2020, όπου με βάση την απόφαση της Πλειοψηφίας κρίθηκε, κατά δεσμευτικό πλέον τρόπο, ότι οι αποκοπές δια του επίδικου Νόμου καθώς και των τροποποιητικών αυτού, δεν επηρεάζουν τον πυρήνα του δικαιώματος σε μισθό και σύνταξη και ούτε θέτουν σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση των εκεί επηρεαζόμενων.

 

Επιπλέον, και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στις προσφυγές 57665/12 και 57657/12 Ιωάννα Κουφάκη κατά Ελλάδας και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδας, ημερομηνίας 7.5.2013, έκρινε ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν κατοχυρώνει δικαίωμα ορισμένου ύψους σύνταξης, εκτός αν συντρέχει περίπτωση «διακινδυνεύσεως της αξιοπρεπούς διαβιώσεως». Επομένως, η μείωση που επήλθε στις συντάξεις των αιτητών, δεδομένου και παραδεκτού ότι αυτές αποτελούν περιουσιακό τους στοιχείο, προστατευόμενο από το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, δεν συνιστά καθ’ οιονδήποτε τρόπο στέρηση του περιουσιακού δικαιώματος τους. Η αποκοπή ποσών από τις συντάξεις των αιτητών, με κλιμακωτό μάλιστα τρόπο, δεν είναι τέτοια ώστε να επηρεάζει τον πυρήνα του δικαιώματός τους. 

 

1.6.      Ως προς τον ισχυρισμό που θέτουν οι αιτητές περί παραβίασης του δικαιώματος της αξιοπρεπούς διαβίωσης τους, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ουδόλως στοιχειοθετούν κάτι τέτοιο, με συνέπεια η θέση τους να τυγχάνει απόρριψης. Ουδόλως προκύπτει να επηρεάσθηκε η αξιοπρεπής διαβίωση των αιτητών και ούτε προκύπτει από τα ενώπιον μου δεδομένα ότι αυτοί στερήθηκαν μέρος της σύνταξης ή και του εφάπαξ φιλοδωρήματος τους, σε τέτοιο βαθμό ούτως ώστε να προκύπτει επέμβαση ή δυσανάλογη επέμβαση στο δικαίωμα τους.

 

Ειδικότερα, οι αιτητές στην προκειμένη ισχυρίζονται αόριστα ότι με την επιβολή των επίδικων μέτρων παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας. Όπως όμως κρίθηκε στην υπόθεση Αυγουστή (ανωτέρω), η θέσπιση του επίδικου μέτρου για μείωση των μηνιαίων απολαβών των εργαζομένων στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, και των συντάξεων των αφυπηρετησάντων δημοσίων υπαλλήλων, ήταν άμεσα συνυφασμένη και επιβεβλημένη ένεκα της αδήριτης ανάγκης, εν όψει των σοβαρών κινδύνων κατάρρευσης της οικονομίας. Η δε λήψη του μέτρου αυτού κρίθηκε ότι έγινε με πλήρη σεβασμό στις αρχές της αναλογικότητας. Τα μέτρα που λήφθηκαν ήταν αναλογικά του σκοπού που επιδιώκετο, στον οποίο έχουμε αναφερθεί ήδη και περιλαμβάνεται και στο προοίμιο του επίδικου Νόμου.

 

1.7.      Διαπιστώνω ότι τα νομολογιακά ευρήματα της, καθόλα δεσμευτικής για το παρόν Δικαστήριο, απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αυγουστή (ανωτέρω) τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στην προκειμένη. Ομοίως σημειώνω, κατά παρόμοιο τρόπο απορρίφθηκαν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατ’ υιοθέτηση των νομολογιακών ευρημάτων της υπόθεσης Χαραλάμπους (ανωτέρω) και οι ισχυρισμοί περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας και της ισότητας.

 

1.8.      Εν συνεχεία, τυγχάνει σχολιασμού και η θέση η οποία προβάλλεται από αιτητές ότι, υφίσταται χρονική ασυνέπεια και υπερβολή στα μέτρα, η οποία σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας απαγορεύεται. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν εντοπίζεται. Ο επίδικος Νόμος με τον οποίο επιβλήθηκε η μείωση των μηνιαίων απολαβών των αιτητών τέθηκε σε εφαρμογή τον Δεκέμβριο του 2012. Ακολούθως, ο Νόμος τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, με τον  περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα (Τροποποιητικό) Νόμο του 2018, Ν. 94(I)/2018, σύμφωνα με το άρθρο 3 του οποίου καθορίστηκε ότι οι ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές των αξιωματούχων και εργοδοτουμένων θα μειώνονται κλιμακωτά και  με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2023 θα τερματισθεί η μείωση των ακαθάριστων μηνιαίων απολαβών ή και της μηνιαίας σύνταξης. Τα μέτρα αυτά κρίθηκαν από το κράτος αναγκαία για συγκεκριμένη χρονική διάρκεια και αποφασίσθηκε η κλιμακωτή μείωσή τους μέχρι και την οριστική παύση τους. Συνεπώς, ούτε χρονική ασυνέπεια διαπιστώνεται από το Δικαστήριο αλλά ούτε και υπερβολή παρατηρείται ή έχει στοιχειοθετηθεί τέτοιος ισχυρισμός από τους αιτητές. 

 

1.8.1. Είναι περαιτέρω ο ισχυρισμός των αιτητών ότι η εφαρμογή του επίδικου Νόμου παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Διαπιστώνεται ότι και ο υπό αναφορά ισχυρισμός έχει ήδη εξετασθεί και μάλιστα έχει απορριφθεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ειδικότερα, στην απόφαση της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Υπόθεση αρ. 441/2014, Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 12 Νοεμβρίου 2018, αποφασίσθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με τον υπό εκδίκαση ισχυρισμό (η έμφαση προστίθεται):

 

«Σε ό,τι αφορά την κατ' ισχυρισμό ανισότητα έναντι των ιδιωτικών υπαλλήλων, καταλήγουμε πως δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας διότι ναι μεν διαπιστώνονται ομοιότητες σε σχέση με την υποχρέωση φορολογικής ισότητας, όμως εν πρώτοις δεν έχουμε ενώπιόν μας επιβολή φόρου και εκ δευτέρου οι δύο ομάδες δεν τελούν υπό παρόμοιες ή ανάλογες συνθήκες. Η διαφοροποίηση στην μεταχείριση θεωρούμε πως δικαιολογείται γιατί υπήρξε ανάγκη άμεσης περιστολής των δημοσίων δαπανών των οποίων το κρατικό μισθολόγιο αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος τους, κάτι που δεν ισχύει σε σχέση με τους μισθούς των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα. Το άρθρο 28 του Συντάγματος δεν απαγορεύει διακρίσεις που βασίζονται σε αντικειμενική εκτίμηση ουσιαστικά διαφορετικών αντικειμένων και οι οποίες εδράζονται στο δημόσιο συμφέρον και φέρουν ισοζύγιο μεταξύ του γενικού συμφέροντος της πολιτείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου. Παραβίαση θα υπήρχε αν η διάκριση δεν ήταν αντικειμενική και εύλογη (Παύλος Παύλου ν. Γενικού Εφόρου Εκλογών κ.α. (1987) 1 CLR 252), κάτι που δεν ισχύει εν προκειμένω.»

 

Ως εκ των πιο πάνω, και ο ισχυρισμός που εγείρεται εκ μέρους των αιτητών περί παραβίασης της αρχή της ισότητας καθίσταται απορριπτέος.

 

1.9.      Τέλος αναφορικά με το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α., οι αιτητές ισχυρίζονται, χωρίς ειδική αναφορά περί τούτου, ότι παραβιάζεται το Άρθρο 1 αυτού, με το οποίο κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου.

 

Το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ε.Σ.Δ.Α. διαλαμβάνει τα εξής (η έμφαση προστίθεται):

 

«Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους.

 

Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων

 

1.9.1. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι όπως και ο μισθός έτσι και η σύνταξη συνιστά ιδιοκτησιακό δικαίωμα που εμπίπτει εντός της εμβέλειας του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Εντούτοις, σύμφωνα με την αποκρυσταλλωθείσα πλέον Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Χαραλάμπους και Αυγουστή), το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. δεν κατοχυρώνει δικαίωμα ούτε και διασφαλίζει δικαίωμα σε μισθό και αντίστοιχα σε σύνταξη ορισμένου ύψους.

 

1.9.2. Συνεπώς, η για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μείωση που επήλθε στις συντάξεις των αιτητών δεν συνιστά καθ’ οιονδήποτε τρόπο στέρηση του περιουσιακού τους αυτού δικαιώματος. Ούτε μάλιστα είναι τέτοια ώστε να επηρεάζει τον πυρήνα του δικαιώματός τους αυτού. Τονίζεται από το Δικαστήριο ότι, δεν έχει καταδειχθεί εκ μέρους των αιτητών ότι η επιβληθείσα μείωση των συντάξεων των αφυπηρετησάντων δημοσίων υπαλλήλων ή και του εφάπαξ φιλοδωρήματος τους, θέτει σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση τους, ως η Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιτάσσει.

 

1.9.3. Πιο επεξηγηματικά, η νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου καθώς και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζουν ότι ο μισθός των δημοσίων υπαλλήλων, αποτελούν μεν ιδιοκτησιακό δικαίωμα το οποίο όμως δεν κατοχυρώνει δικαίωμα ορισμένου ύψους. Ο εν λόγω ισχυρισμός έτυχε εξέτασης από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση Χαραλάμπους (ανωτέρω), όπου και απορρίφθηκε. Το Δικαστήριο δεσμεύεται από τα νομολογιακά ευρήματα αυτής της απόφασης, εκτενές απόσπασμα της οποίας παραθέτω (η έμφαση και η υπογράμμιση προστίθενται):

 

«Σύμφωνα με τη νομολογία, περιοριστικοί όροι στη χρήση ιδιοκτησίας οι οποίοι αφήνουν άθικτο τον πυρήνα του δικαιώματος ιδιοκτησίας, δεν συνιστούν στέρηση, αλλά περιορισμό.  Περιορισμοί απολήγουν σε στέρηση μόνο όταν καθιστούν την ιδιοκτησία αδρανή (βλ. Δημητριάδη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. (1996) 3 ΑΑΔ 85, 102).

 

[…] Εν πάση περιπτώσει, σε ό,τι αφορά ειδικά το δικαίωμα σε μισθό, εκείνο που το Άρθρο 23 του Συντάγματος πρωτίστως στοχεύει να προστατεύσει, είναι την αυθαίρετη και χωρίς οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση του πυρήνα του δικαιώματος σε μισθό ή την αυθαίρετη μείωση ουσιωδώς του μισθού.

 

Όπως αναφέρθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας της Ελλάδος στην υπόθεση Δικηγορικός Σύλλογος Καλαμάτας κ.α. ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α., Υπόθ. Αρ. 1283/12, ημερ. 2.2.2012 (σκέψη 30):-

«Στην έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα δικαιώματα "περιουσιακής φύσεως", καθώς και τα κεκτημένα "οικονομικά συμφέροντα".  Καλύπτονται, κατ' αυτόν τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, οι απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο, ότι μπορεί να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον, δηλαδή, υφίσταται σχετικώς μια επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλόμενου κράτους, προϋπόθεση που συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλόμενου κράτους.»

 

Θα πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι ιδιοκτησιακό δικαίωμα στη συνήθη του μορφή αφορά σε υπάρχουσα ιδιοκτησία και δεν εκτείνεται σε δικαίωμα για απόκτηση της ιδιοκτησίας στο μέλλον, εκτός και αν, ως χρηματικής φύσεως δικαίωμα (pecuniary right) ή άλλης φύσεως δικαίωμα, είναι δια νόμου κατοχυρωμένο για πληρωμή στο μέλλον, όπως συμβαίνει με ορισμένες κατηγορίες συντάξεων (βλ. Marckx v. Belgium, App. No. 6833/74, [1979] ECHR 2, σκέψη 50, Vilho Eskelinen and Others v. Finland, App. No. 63235/00, [2007] ECHR 314, σκέψη 45 και Tushaj v. Albania, App. No. 13620/10, HEJUD [2013] ECHR 49, σκέψη 21). 

Όπως επεξηγήθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Zelca and others v. Romania App. No. 65161/10, ημερ. 6.9.2011, στη σκέψη 18:- 

 

«18.  The Court notes at the outset that Article 1 of Protocol No. 1 applies only to a person's existing possessions. Thus, future income cannot be considered to constitute "possessions" unless it has already been earned or is definitely payable (see, for example, Koivusaari and others v. Finland (dec.), no. 20690/06, 23 February 2010). However, in certain circumstances, a "legitimate expectation" of obtaining an "asset" may also enjoy the protection of Article 1 of Protocol No. 1. Thus, where a proprietary interest is in the nature of a claim, the person in whom it is vested may be regarded as having a "legitimate expectation" if there is a sufficient basis for the interest in national law, for example where there is settled case-law of the domestic courts confirming its existence (see Kopecký v. Slovakia [GC], no. 44912/98, § 52, ECHR 2004-IX).»[6]

 

Υπό αυτή την έννοια το εισόδημα ή ο μισθός στην περίπτωση ενός δημοσίου υπαλλήλου, ως νομίμως κτηθέν αγαθό ή περιουσία, συνιστά δικαίωμα όταν έχει κερδηθεί και ο δικαιούχος αποκτά νόμιμο δικαίωμα για ανάκτησή του (βλ. Azinas v. Cyprus (3ο Τμήμα ΕΔΑΔ), Appl. No. 56679/00, ημερ. 20.6.2002, σκέψη 22, Azinas v. Cyprus (Grand Chamber ΕΔΑΔ), App. No. 56679/00, ημερ. 28.4.2004, σκέψη 34, Koufaki and Adedy v. Greece, 57665/12 και 57657/12, ημερ. 7.5.2013, Tushaj v. Albania, ανωτέρω, σκέψη 21 και Stummer v. Austria, App. No. 37452/02, ημερ. 7.7.2011, σκέψεις 82-83). 

 

Στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί κοινό έδαφος ότι ο μισθός των Αιτητών συνιστά ιδιοκτησιακό δικαίωμα.  Επομένως οποιαδήποτε παρέμβαση δεν μπορεί παρά να ενταχθεί στο Άρθρο 23 του Συντάγματος.  Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να λεχθεί ότι το ιδιοκτησιακό αυτό δικαίωμα δεν εκτείνεται και σε δικαίωμα σε μισθό συγκεκριμένου ύψους (βλ. Κanakis and Οthers v. Greece, Case No. 59142/00, ημερ. 20.9.2001 (ΕΔΑΔ), Juhani Saarinen v. Finland, Case No. 69136/01 (ΕΔΑΔ), ημερ. 28.1.2003, Andrejeva v. Latvia, ανωτέρω, σκέψη 77, Stec and Others v. The United Kingdom, Case No. 65731/01 και 65900/01 (ΕΔΑΔ), ημερ. 6.7.2005, Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών κ.α. ν. Υπουργού Οικονομικών (Ολομέλεια ΣτΕ), Υπόθ. Αρ. 668/2012, ημερ. 20.2.2012, Σκέψεις 34-36, Mateus v. Portugal and Jαnuάrio v. Portugal (ΕΔΑΔ), Applications 62235/12 και 57725/12, ημερ. 8.10.2013, Valcov and others v. Bulgaria, Appl. No. 2033/04, ημερ. 8.3.2012, σκέψη 84 και Panfile v. Romania, Appl. No. 1390/2011, ημερ. 20.3.2012, σκέψεις 15 και 18).  Στην υπόθεση Koufakis v. Greece, ανωτέρω, επαναλήφθηκε η ίδια αρχή ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν κατοχυρώνει δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών, εκτός αν συντρέχει περίπτωση «διακινδυνεύσεως της αξιοπρεπούς διαβιώσεως» (βλ. σκέψη 12).  Όμως, στην παρούσα περίπτωση, δεν εγείρεται ένας τέτοιος ισχυρισμός, ενόψει της σχετικά μικρής μείωσης της αποκοπής.

 

Με δεδομένο ότι ο μισθός είναι ιδιοκτησιακό δικαίωμα αλλά το δικαίωμα δεν εκτείνεται και ως προς το ύψος του, το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσον η μικρή αποκοπή που επιβλήθηκε υπό μορφή έκτακτης εισφοράς και η οποία κυμαίνεται μεταξύ 1,5%-3,5% του ακαθάριστου μηνιαίου μισθού, ισοδυναμεί με αυθαίρετη  επέμβαση στο δικαίωμα που οδηγεί είτε σε αδρανοποίηση του δικαιώματος ή σε ουσιαστικό περιορισμό του δικαιώματος, ώστε να πρέπει να καταβληθεί αποζημίωση ή άλλο αντισταθμιστικό μέτρο.

 

Κατά την κρίση μας, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική.  Η σχετικά μικρή μείωση του μισθού, δεν επηρεάζει καθόλου τον πυρήνα του δικαιώματος σε μισθό, το οποίο παραμένει άθικτο και καθόλου δεν αδρανοποιείται ώστε να συνιστά στέρηση εκτός των επιτρεπτών πλαισίων του Άρθρου 23 του Συντάγματος.  Όπως αναφέρεται στην επιφύλαξη του Άρθρου 23.3 του Συντάγματος, οποιοσδήποτε περιορισμός για να είναι αποζημιωτέος θα πρέπει να μειώνει «ουσιωδώς» την οικονομική αξία της ιδιοκτησίαςΣτην προκειμένη περίπτωση δεν διαπιστώνουμε ότι η αποκοπή έκτακτης εισφοράς στο μηνιαίο ακαθάριστο μισθό της τάξης του 1,5%-3,5% μπορεί να θεωρηθεί ουσιώδης μείωση του μισθού ώστε να συνιστά στέρηση του δικαιώματος.  Σε άλλες χώρες όπως η Πορτογαλία, μειώσεις μέχρι και 10% δεν κρίθηκαν υπό τις ίδιες περιστάσεις σοβαρής κρίσης στην εθνική οικονομία ότι ήταν ουσιώδεις ώστε να συνιστούν στέρηση του βασικού δικαιώματος (βλ. Απόφαση Ολομέλειας Πορτογαλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, με Αρ. 396/2011, ανωτέρω).

 

Τα ίδια ισχύουν a fortiori και για το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου.  Το άρθρο δεν είναι τόσο περιοριστικό όσο το Άρθρο 23 του Συντάγματος, αφού στην επιφύλαξη του αναφέρεται ρητά ότι οι διατάξεις του δεν θίγουν το δικαίωμα του κράτους να θέσει σε ισχύ νόμους που κρίνει αναγκαίους, είτε για να διασφαλίσει ότι η χρήση περιουσιακού δικαιώματος γίνεται σύμφωνα με το «δημόσιο συμφέρον», είτε προς «εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών».  Η εξουσία του κράτους, όπως έχουμε υποδείξει, να επιβάλλει φόρους ή να λαμβάνει άλλα έκτακτα μέτρα υπό μορφή εισφορών για κάλυψη των δαπανών του, είναι ευρεία.  Στην προκειμένη περίπτωση το κράτος ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, από τον ένα χρόνο στον άλλο βρέθηκε σε δύσκολη οικονομική κατάσταση.  Το ότι καθυστέρησε να λάβει μέτρα, όσο κατακριτέο και αν μπορεί να είναι από πολιτικο-οικονομικής άποψης, δεν αλλάζει την ανάγκη για λήψη μέτρων για μείωση του κρατικού μισθολογίου και για έξοδο από τη βαθύτατη οικονομική κρίση.  Ούτε μπορεί εύλογα να αμφισβητηθεί ότι η λήψη μέτρων μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ήταν απολύτως αναγκαία για να μειωθεί το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα, να διασωθεί η οικονομία του κράτους και κατ' επέκταση η κοινωνική δομή και να εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον.  Επομένως η επιβολή της σχετικά μικρής έκτακτης εισφοράς δικαιολογείται τόσο δυνάμει του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου, όσο και δυνάμει του Άρθρου 24 χωρίς να παραβιάζονται οι αυστηρότερες πρόνοιες του Άρθρου 23 του Συντάγματος, οι οποίες θα πρέπει να ιδωθούν σε συνδυασμό με το Άρθρο 24.  Υπό αυτές τις συνθήκες δεν συμφωνούμε με τους Αιτητές ότι για σκοπούς του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου δεν υπήρξε δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ του προστατευόμενου ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας και του δημοσίου συμφέροντος (βλ. Mateus v. Portugal and Januário v. Portugal, ανωτέρω, σκέψη 23).  Ούτε συμφωνούμε ότι έχει παραβιαστεί η αρχή της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου.

 

Βοηθητική στην ερμηνεία του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) στην υπόθεση Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών κ.α. ν. Υπουργού Οικονομικών, ανωτέρω, στην οποία μας παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση.  Εκεί θεσπίστηκαν δια νόμου περικοπές στις αποδοχές και συντάξεις των εργαζομένων στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα.  Βέβαια, οι περικοπές έγιναν συνεπεία του «Μνημονίου Συνεννόησης», ενώ στη δική μας περίπτωση οι περικοπές έγιναν προληπτικά προτού ενταχθούμε στο μηχανισμό στήριξης και υπογραφεί η Μνημονιακή Συμφωνία.  Όμως αυτό δεν επηρεάζει ουσιωδώς τις γενικότερες αρχές που εμπλέκονται αναφορικά με την ευρεία ευχέρεια του κράτους να λαμβάνει έκτακτα μέτρα για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του.  Η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε ότι οι περικοπές δεν παραβιάζουν ούτε το Ελληνικό Σύνταγμα, ούτε βέβαια και το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου.  Σχετική είναι και η υπόθεση Public and Commercial Services Union and Others v. The Minister for the Civil Service [2011] EWHC 2041 (QB) στην οποία επίσης μας παρέπεμψε η κα Συμεωνίδου.

 

Βέβαια, η επιβολή οποιασδήποτε έκτακτης εισφοράς είτε δυνάμει του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου, είτε δυνάμει του Άρθρου 24 του Συντάγματος, δεν πρέπει να είναι καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσεως και έκαστος θα πρέπει να συνεισφέρει ανάλογα με τις δυνάμεις του.  Στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η μικρή έκταση της έκτακτης επιβάρυνσης σε σχέση με το ύψος του μισθού ή της σύνταξης, δεν μπορεί να θεωρηθεί καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσης

 

1.10.  Καταληκτικά, διαπιστώνω ότι η θέσπιση και εφαρμογή του επίδικου Νόμου και δη των προνοιών του άρθρου 3 αυτού, δεν παραβιάζει και/ή συγκρούεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., ως οι αιτητές ισχυρίζονται. H εφαρμογή ή όχι των προνοιών του επίδικου Νόμου στη πληρωμή του ύψους των συντάξεων των αιτητών ή και του εφάπαξ φιλοδωρήματος τους δεν εναπόκειτο στη διακριτική ευχέρεια των Καθ’ ων η Αίτηση αφού αυτοί ενήργησαν κατά δέσμια αρμοδιότητα, δεδομένου ότι η εφαρμογή των προνοιών του επίδικου νόμου ήταν υποχρεωτική. Η μείωση των απολαβών των δημοσίων υπαλλήλων, όπως και των συντάξεων των αιτητών ή και του εφάπαξ φιλοδωρήματος τους, κρίθηκε απολύτως αναγκαία ως και η νομιμότητα του επίδικου μέτρου έτυχε ήδη δικαστικής κρίσης, με τις προαναφερθείσες αποφάσεις. Σε κάθε περίπτωση, ως κρίθηκε, από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η εφαρμογή του επίδικου Νόμου ήταν καθόλα αναγκαία και τα μέτρα που λήφθηκαν ήταν ανάλογα των περιστάσεων.

 

 

2.    Ισχυρισμοί αιτητών ότι η συμπεριφορά της διοίκησης παραβιάζει συγκεκριμένα άρθρα του Συντάγματος, οι οποίοι συνοψίζονται ως εξής:  

 

2.1  Κατ’ αντίθεση προς τις ρητές διατάξεις του Άρθρου 54 του Συντάγματος το σχετικό νομοσχέδιο κατατέθηκε στην Βουλή των Αντιπροσώπων για ψήφιση χωρίς την προηγούμενη εξουσιοδότηση του Υπουργικού Συμβουλίου. Η συμπεριφορά της διοίκησης είναι αντίθετη με την αρχή της νομιμότητας, η οποία πρέπει να διέπει τη δράση της δημόσιας διοίκησης.

2.2   Η προσβαλλόμενη απόφαση και/ή το άρθρο 7 και/ή το άρθρο 8 και/ή το άρθρο 11 των περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμος 2012 (Ν. 216(Ι)/2012), παραβιάζει το άρθρο 23 του Συντάγματος, καθότι παρεμβαίνει και/ή περιορίζει περιουσιακά και/ή ιδιοκτησιακά δικαιώματα των Αιτητών για λόγους άλλους από αυτούς που προβλέπονται στο άρθρο 23 του Συντάγματος. Ισχυρισμός των Αιτητών ότι το άρθρο 3 των περί Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμων του 2012 και 2013, παραβιάζει και/ή αντίκειται στο 23 του Συντάγματος.

2.3  Το άρθρο 3 και/ή τα άρθρα περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμων του 2012 και 2013, προσκρούουν στα Άρθρα 26 και 28 του Συντάγματος και το Άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενόψει του γεγονότος ότι παραβιάζεται η αρχή της μη διάκρισης των πολιτών με βάση την κοινωνική τους τάξη και προσβάλλει την ελευθερία του συμβάλλεσθαι, γιατί καταφανώς παρεμβαίνει μονομερώς στον καθορισμό του ύψους των απολαβών διαφοροποιώντας τις χωρίς τη συναίνεση των επηρεαζόμενων υπαλλήλων. Ισχυρισμός των αιτητών ότι το άρθρο 3 (β) (i) – (v) του Νόμου 168(Ι)/2012 προσκρούει και/ή παραβιάζει το άρθρο 26 του Συντάγματος ήτοι την «ελευθερία του συμβάλλεσθαι», αφού παρεμβαίνει μονομερώς στον καθορισμού του ύψους της μηνιαίας σύνταξης που καταβάλλεται στους Αιτητές. Η προσβαλλόμενη απόφαση και/ή το άρθρο 7 και/ή το άρθρο 8 και/ή το άρθρο 11 των Περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμος 2012 (Ν. 216(Ι)/2012), παραβιάζει το άρθρο 26 του Συντάγματος, καθότι παρεμβαίνει στη συμβατική σχέση Διοίκησης και Αιτητών. Ισχυρισμός των αιτητών ότι το άρθρο 3 (β) (i) – (v) του Νόμου 168(Ι)/2012 προσκρούει στα άρθρα 28 του Συντάγματος και στο άρθρο 14 της ΕΣΔΑ παραβιάζει την αρχή της μη διάκρισης των πολιτών με βάση την κοινωνική τους τάξη.

2.4  Οι πρόνοιες των Ν. 168(Ι)/2012 και 31(Ι)/2013, δυνάμει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προσκρούουν στο Άρθρο 24 του Συντάγματος, εφόσον με τον εν λόγω νόμο δεν επιβάλλεται συνεισφορά στα δημόσια βάρη στον καθένα αναλόγως των δυνατοτήτων του, αλλά μόνο σε συγκεκριμένη κατηγορία εργοδοτουμένων και συνταξιούχων. Η προσβαλλόμενη απόφαση και/ή το άρθρο 7 και/ή το άρθρο 8 και/ή το άρθρο 11 των περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημοσίου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμος 2012 (Ν. 216(Ι)/2012) παραβιάζει το άρθρο 24 και 28 του Συντάγματος.

 

Οι αιτητές εν προκειμένω υποβάλουν ότι, οι προσβαλλόμενες πράξεις, δυνάμει των άρθρων των Νόμων τα οποία υποδεικνύουν οι δικηγόροι τους, αντίκεινται σε συγκεκριμένα άρθρα του Συντάγματος, ως ανωτέρω συνοψίζονται οι ισχυρισμοί τους οι οποίοι προβάλλονται από διαφορετικούς δικηγόρους.

 

Αντίθετα, οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των Καθ’ ων η Αίτηση υποβάλλουν ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι προϊόν ορθής και νόμιμης άσκησης της εξουσίας των Καθ’ ων η Αίτηση, σύμφωνες με τις διατάξεις του Συντάγματος, την ισχύουσα εθνική και κοινοτική νομοθεσία και τις γενικές και παγίως νομολογημένες αρχές του Δημοσίου και Δημοσιοϋπαλληλικού Δικαίου, παραπέμποντας σε ακριβή αποσπάσματα αποφάσεων.

 

Το Δικαστήριο, συνοψίζοντας τους νομικούς ισχυρισμούς των αιτητών, όπως αυτοί έχουν προβληθεί και προωθηθεί από τους διάφορούς δικηγόρους αυτών μέσω των αγορεύσεων τις οποίες έχουν καταχωρήσει ή υιοθετήσει, προχωρεί και στο συνολικό σχολιασμό των διαφόρων θέσεων περί αντισυνταγματικότητας των νόμων, ως ακολούθως:

 

2.1         Ισχυρισμός των Αιτητών ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι παράνομες και/ή αντισυνταγματικές καθότι είναι αντίθετες με την αρχή της νομιμότητας, η οποία πρέπει να διέπει τη δράση της δημόσιας διοίκησης επειδή «Κατ’ αντίθεση προς τις ρητές διατάξεις του Άρθρου 54 του Συντάγματος το σχετικό νομοσχέδιο κατατέθηκε στην Βουλή των Αντιπροσώπων για ψήφιση χωρίς την προηγούμενη εξουσιοδότηση του Υπουργικού Συμβουλίου.»  

 

Αριθμός εκ των αιτητών υποστηρίζει ότι η θέσπιση του επίδικου νόμου είναι αντίθετη με την αρχή της νομιμότητας, η οποία πρέπει να διέπει τη δράση της δημόσιας διοίκησης.  Συγκεκριμένα τίθεται ισχυρισμός ότι, η επίδικη πράξη είναι νομικά ανυπόστατη καθότι στηρίζεται σε νομοθεσία η οποία δεν έτυχε επεξεργασίας από το Υπουργικό Συμβούλιο, κατ’ αντίθεση προς τις ρητές διατάξεις του Άρθρου 54 του Συντάγματος και κατά συνέπεια, οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι παράνομες. Ωστόσο, αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν προωθήθηκε με την απαιτούμενη επιχειρηματολογία μέσω των γραπτών αγορεύσεων των αιτητών. Οι αιτητές, αρκέστηκαν να παραθέσουν αποσπασματικά το συγκεκριμένο άρθρο του Συντάγματος, χωρίς οιαδήποτε ανάπτυξη και/ή επεξήγηση της θέσης τους. Παραθέτω αυτούσια την αναφορά στην αγόρευση όπου εντοπίζεται:

 

«α). Είναι αντίθετη με την αρχή της νομιμότητας, η οποία πρέπει να διέπει τη δράση της δημόσιας διοίκησης. 

 

 Η επίδικη πράξη είναι νομικά ανυπόστατη καθώς στηρίζεται σε νόμους που δεν επεξεργάσθηκε το Υπουργικό Συμβούλιο, ως όφειλε,  δυνάμει του Άρθρου 54(στ) του Συντάγματος.

 

Ειδικότερα, το Άρθρο 54 του Συντάγματος προνοεί τα ακόλουθα:

«Εξαιρουμένης της εκτελεστικής εξουσίας της υπό των άρθρων 47, 48 και 49 ρητώς διαφυλασσομένης υπέρ του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ενεργούντων εκατέρου ιδία ή από κοινού το Υπουργικόν Συμβούλιον ασκεί εκτελεστικήν εξουσίαν επί παντός θέματος πλην των δυνάμει ρητής διατάξεως του Συντάγματος υπαχθέντων εις την αρμοδιότητα Κοινοτικής Συνελεύσεως. Η παρά του Υπουργικού Συμβουλίου ασκουμένη εκτελεστική εξουσία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και τα εξής θέματα:

…………………….

(στ) την επεξεργασίαν νομοσχεδίων προ της καταθέσεως αυτών εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων υπό τινος υπουργού, ……….»

 

Μόνο στο στάδιο της απαντητικής αγόρευσης τυγχάνει ανάπτυξης το συγκεκριμένο ζήτημα, ενώ στη συνέχεια κατά τις Διευκρινήσεις οι οποίες πραγματοποιήθηκαν ενώπιον της προηγούμενης φυσικής Δικαστού των υποθέσεων στις 14.09.2022 αλλά και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στις 22.12.2023, ο κ Χατζηπέτρου προχώρησε σε προφορικό σχολιασμό του συγκεκριμένου ισχυρισμού του, ως ακριβώς καταγράφεται στα σχετικά πρακτικά. Αυτό προκάλεσε και την αντίδραση της εκπροσώπου της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας και στις δύο ημερομηνίες κατά τις οποίες έλαβαν χώραν Διευκρινήσεις, η οποία τόνισε ότι με την απαντητική τους αγόρευση οι αιτητές εγείρουν επιπρόσθετους ισχυρισμούς, σε σχέση με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 4.12.2012 και δεδομένης της αρχικής μη προώθησης του λόγου, αυτός δεν μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο. Επίσης η κυρία Συμεωνίδου τόνισε ότι, ο συνάδελφος της «κωλύεται από του να εγείρει τέτοιους ισχυρισμούς, αφού στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας στην υπόθεση Αυγουστή κ.ά. εναντίον Κυπριακής Δημοκρατίας , προσφυγή με αρ. 898/13 κ.ά. η Δημοκρατία προσκόμισε στο Δικαστήριο μέσω της γραπτής της αγόρευσης την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αλλά και τα σχετικά πρακτικά της συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου. Στη δε απαντητική  αγόρευση που καταχωρήθηκε τότε εγέρθηκαν ακριβώς οι ίδιοι, ως την παρούσα απαντητική αγόρευση, ισχυρισμοί και προσκομίστηκαν μάλιστα τα ίδια παραρτήματα.» 

 

Όντως διαπιστώνω ότι η θέση της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας ευσταθεί. Ουδόλως ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης προωθήθηκε και αναπτύχθηκε μέσα από τη γραπτή αγόρευση των αιτητών.


Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου  
M.T.VCOSMETICS LIMITED v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 588/2010, ημερομηνιας 13/11/2012) λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

«Δεν υπήρξε αντίλογος από τους αιτητές στα συγκεκριμένα στοιχεία. Πράγματι πρόκειται για δύο νέα θέματα τα οποία ανεπίτρεπτα τέθηκαν με την απαντητική αγόρευση των αιτητών. Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί (Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2003) 4Β Α.Α.Δ. 792, Khamzaeva v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 727/2006, ημερ. 16.7.2007, Πίκολου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 878/2007, ημερ. 8.8.2008 και Λουκά ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1625/2007, ημερ. 15.9.2009) έγερση νέου θέματος με την απαντητική αγόρευση  είναι ανεπίτρεπτη αφού σκοπός της απαντητικής αγόρευσης είναι η απάντηση στους ισχυρισμούς των καθ΄ ων η αίτηση και όχι η έγερση νέων θεμάτων».

 

Ομοίως, στην απόφαση Μαλιώτης κα και Δημοκρατίας (Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 2466/2006 κ.α, ημερομηνίας 10/10/12) το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε επί του θέματος, τα ακόλουθα:

«Στο σημείο τούτο, σημειώνεται ότι ο αιτητής στη γραπτή του αγόρευση, αναπτύσσει μόνο το θέμα της κατ΄ ισχυρισμό αναιτιολόγητης προσβαλλόμενης απόφασης και της δυσμενούς μεταχείρισης της περίπτωσης του αιτητή, ισχυρισμοί οι οποίοι απαντώνται στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση. Όμως, επανερχόμενος ο αιτητής με την Απαντητική του αγόρευση, αντί να περιοριστεί να απαντήσει σε οτιδήποτε είχε αναφερθεί από τους καθ΄ων η αίτηση στην αγόρευσή τους, εγείρει με την "απάντησή" του ένα αριθμό άλλων λόγων, τους οποίους και αναπτύσσει, τους οποίους δεν ήγειρε ή ανέπτυξε στην αρχική του αγόρευση και τους οποίους βέβαια δεν είχε πλέον ευκαιρία να αντιμετωπίσει η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση. [..]Δεν προτίθεμαι, υπό τις περιστάσεις, να εξετάσω περαιτέρω και να αποφανθώ επί των νέων τούτων σημείων.»

 

Ακόμα και στην απόφαση Α. TSOKKOS HOTELS PUBLIC LTD ν. Συμβούλιο Αποχετεύσεων Αγίας Νάπας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις αρ. 218/2013 κ.α., ημερομηνίας 2.2.2016, το Διοικητικό Δικαστήριο σημείωσε τα εξής:

«Θα συμφωνήσω με τη θέση του καθ' ου η αίτηση ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν μπορεί να εξεταστεί, εφόσον πράγματι αυτός αναπτύσσεται για πρώτη φορά με την απαντητική αγόρευση της αιτήτριας, πράγμα βεβαίως ανεπίτρεπτο, αφού, κατά πάγια νομολογία, δεν είναι δυνατή η ανάπτυξη λόγων για πρώτη φορά με την απαντητική αγόρευση, εκτός αν αφορούν λόγους δημόσιας τάξης που μπορούν να εξεταστούν σε κάθε στάδιο ακόμη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (βλ. ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ & ΥΙΟΙ (ΕΡΓΟΛΑΒΟΙ) ΛΤΔ. ν. ΔημοκρατίαςΥποθ. Αρ. 1415/2006, ημερ. 14.5.2009). Ο εν λόγω ισχυρισμός προβάλλεται καθυστερημένα και παράτυπα στην απαντητική γραπτή τους αγόρευση, όπου οι αιτήτριες θα έπρεπε να περιοριστούν μόνο στην απάντηση στους ισχυρισμούς του καθ' ου η αίτηση που αναπτύσσονται στη γραπτή του αγόρευση (βλ. Χριστάκης Αλκιβιάδης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 851).»

 

Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεδομένου ότι ο εν λόγω λόγος ακύρωσης δεν αναπτύχθηκε εκ μέρους των αιτητών, λόγω προφανώς της απλής αναγραφής του λόγου ακύρωσης, οι Καθ’ ων η αίτηση στη γραπτή αγόρευσή τους αρκέστηκαν σε περιγραφή της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, ενώ στην αγόρευσή της Νομικής Υπηρεσίας επισυνάφθηκαν και τα αντίστοιχα πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου, από τα οποία προκύπτει ότι τα επίδικα νομοσχέδια εγκρίθηκαν σε συνεδρίες του Υπουργικού Συμβουλίου και ο Υπουργός Οικονομικών εξουσιοδοτήθηκε όπως καταθέσει αυτά στην Βουλή των Αντιπροσώπων προς ψήφιση.

 

Βάσει των ενώπιον του Δικαστηρίου εγγράφων και των δεδομένων, ως έχουν παρατεθεί από τους Καθ’ ων η Αίτηση και συγκεκριμένα τις δικηγόρους της Νομικής Υπηρεσίας διαπιστώνεται ότι ο επίδικος Νόμος, καθώς και οι τροποποιητικοί αυτού, έτυχαν έγκρισης από το Υπουργικό Συμβούλιο, ως τα σχετικά έγγραφα τα οποία έχουν παρουσιαστεί και έχουν ως ακολούθως:

 

Το Υπουργικό Συμβούλιο, σε συνεδρία του ημερομηνίας 04.12.2012 ενέκρινε το νομοσχέδιο με τίτλο «ο περί της Μείωσης των Απολαβών και Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμος του 2012» ο οποίος τελικά ψηφίστηκε σε Νόμο, με το Ν.168(Ι)/2012.  

 

Στις 10.04.2013, το Υπουργικό Συμβούλιο, ενέκρινε το νομοσχέδιο με τίτλο «ο περί της Μείωσης των Απολαβών και Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα (Τροποποιητικός) Νόμος του 2013» το οποίο ψηφίστηκε σε νόμο, και εκδόθηκε με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 30.04.2013.

 

Ακολούθως το Υπουργικό Συμβούλιο, σε συνεδρία του ημερομηνίας 13.06.2018 ενέκρινε το νομοσχέδιο με τίτλο «ο περί της Μείωσης των Απολαβών και Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα (Τροποποιητικός) Νόμος του 2018» το οποίο ψηφίστηκε σε νόμο και εκδόθηκε με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 17.07.2018.

 

Εν προκειμένω, οι όποιες γενικές αναφορές έχουν γίνει από τον κ.Χατζηπέτρου στο στάδιο των Διευκρινήσεων δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να εξετάσει το προβαλλόμενο ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της νομιμότητας και σε κάθε περίπτωση δεν ανατρέπουν τις εξηγήσεις τις οποίες έχουν παραθέσει οι Καθ΄ων η Αίτηση στα όσα έχουν ακολουθηθεί μέχρι την ψήφιση των νομοσχεδίων σε νόμο. Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι ο ισχυρισμός των αιτητών, ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν επεξεργάστηκε το νομοσχέδιο το οποίο τελικά ψηφίστηκε ως νόμος Ν.168(Ι)/2012, απορρίπτεται ως αστήρικτος

 

Σχετικό είναι το απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες  Αναθεωρητικές Εφέσεις αρ. 2831, 2832 και 2840, LATOMIA ESTATE LTD. κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, στο οποίο καταγράφεται (η έμφαση προστίθεται).

 

«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης. Όπως αναφέρεται ρητά στο σχετικό Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου,

 

"7. Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον."

 

Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να συνοδεύουν τους ισχυρισμούς με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα εφοδίαζαν το Δικαστήριο με το απαραίτητο υλικό που θα επέτρεπε την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφαση. (Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκουρή (1993) 3 ΑΑΔ 598)».

 

 

2.2         Ισχυρισμός των Αιτητών ότι παραβιάστηκε το Άρθρο 23 του Συντάγματος. 

 

Μέσω διαφορετικών προσφυγών, αιτητές ισχυρίζονται ότι η επίδικη απόφαση είναι παράνομη, καθότι το άρθρο 3 και/ή τα άρθρα του επίδικου νόμου κατ’ εφαρμογή του οποίου εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις, παραβιάζουν το ατομικό δικαίωμα απόκτησης, κατοχής, απόλαυσης και διάθεσης της ιδιοκτησίας των αιτητών, ως αυτό προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Συνοψίζοντας τους ισχυρισμούς προβάλλεται ότι, ο Νόμος παρεμβαίνει και περιορίζει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των αιτητών, για λόγους άλλους από αυτούς που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο.

 

Επαναλαμβάνεται και για τον παρόντα λόγο ακύρωσης ότι, το ζήτημα της συνταγματικότητας του επίδικου Νόμου, καθώς και των τροποποιητικών αυτού, έχει κριθεί κατά τελεσίδικο πλέον τρόπο από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αυγουστή, απόφαση η οποία, είναι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, η Ολομέλεια αποσαφήνισε ότι οι προσβαλλόμενες αποκοπές δια των Ν.168(Ι)/2012, Ν.31(Ι)/2013, Ν.94(Ι)/2018 και Ν.113(Ι)/2011, δεν επηρεάζουν τον πυρήνα του δικαιώματος σε μισθό και σύνταξη, ούτε και θέτουν σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση των διοικούμενων. Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις, δεν συνιστούν στέρηση περιουσίας και παραβίαση ιδιοκτησιακού δικαιώματος, εν τη εννοία του άρθρου 23 του Συντάγματος.

 

Ειδικότερα, στην εν λόγω υπόθεση η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε την ευκαιρία να εξετάσει τους ίδιους ισχυρισμούς, με αυτούς που εγείρονται στην παρούσα υπόθεση από τους αιτητές, και να αποφανθεί, με πλούσια αναφορά σε Νομολογία, ότι οι αποκοπές από τις μηνιαίες απολαβές δυνάμει του επίδικου Νόμου δεν συνιστούν στέρηση περιουσίας και παραβίαση ιδιοκτησιακού δικαιώματος εν την έννοια του άρθρου 23 του Συντάγματος,  αφού  αυτό δεν διασφαλίζει δικαίωμα στο ύψος του μισθού. Πιο συγκεκριμένα, η πλειοψηφία του Δικαστηρίου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αποκοπές δια του επίδικου Νόμου και των τροποποιητικών αυτού δεν επηρεάζουν τον πυρήνα του δικαιώματος σε σύνταξη,  ούτε και θέτουν σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση των εκεί εφεσίβλητων και συνεπώς δεν συνιστούν στέρηση εντός της έννοιας του Άρθρου 23.

 

Παραθέτω προς τούτο αυτούσιο απόσπασμα από την απόφαση Αυγουστή (ανωτέρω), το σκεπτικό και η κατάληξη της οποίας υιοθετείται από το παρόν Δικαστήριο, για σκοπούς απάντησης του σχετικού ισχυρισμού των αιτητών (η έμφαση προστίθεται):

 

«Με δεδομένο, ως κοινό έδαφος, ότι ο μισθός συνιστά ιδιοκτησιακό δικαίωμα, οι πρωτόδικες αποφάσεις ανέδειξαν και έθεσαν ως θεμέλιο τους την αναγνωρισμένη (Δέστε Χαραλάμπους (ανωτέρω)) διαφορά μεταξύ του Άρθρου 23 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου.  Το άρθρο 1 επιτρέπει τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος για λόγους δημοσίας ωφελείας, ενώ το Άρθρο 23.3 δεν περιλαμβάνει το δημόσιο συμφέρον ή τη δημόσια ωφέλεια στους λόγους περιορισμού του δικαιώματος ιδιοκτησίας που επιτρέπονται.  Αντίθετα, ακολουθείται από το Σύνταγμα περιπτωσιολογική ρύθμιση η οποία καταλήγει σε «κλειστό αριθμό» επιτρεπομένων περιορισμών.  Ως προς τούτο, συνεπώς, το Άρθρο 23 του Συντάγματος παρέχει μεγαλύτερη προστασία από το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου.  Δεν αμφισβητείται ότι σύμφωνα με το άρθρο 53 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 53 του Χάρτη Θεμελιακών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι θεμιτή η επίκληση δικαιώματος ή ελευθερίας της ΕΣΔΑ για να περιοριστεί ή να αναιρεθεί θεμελιώδες δικαίωμα που ήδη αναγνωρίζεται από την εθνική έννομη τάξη.  

 

Υπό το φως της παραπάνω προσέγγισης το Διοικητικό Δικαστήριο, με αναφορά στην υπόθεση Κουτσελίνη-Ιωαννίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 361, η οποία αφορούσε στην περιστολή των διπλών συντάξεων κρατικών αξιωματούχων με βάση το Ν. 88(Ι)/2011 έκρινε ότι, εφόσον το Άρθρο 23 επιτρέπει τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος μόνο για τους καθοριζόμενους στην παράγραφο 3 λόγους και εφόσον οι μισθοί και οι συντάξεις αποτελούν ιδιοκτησία εν τη εννοία του Άρθρου 23, δεν δύνανται να υποστούν μείωση  για άλλους από τους καθοριζόμενους λόγους και ειδικά για λόγους δημοσίας ωφελείας ή δημοσίου συμφέροντος.  Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε και στην εξέταση των άλλων νομοθεσιών, το αποτέλεσμα της οποίας και καθόρισε.

 

Ο πυρήνας της επίδικης διαφοράς αναδεικνύεται μέσα από τον τρίτο λόγο έφεσης στην Ε.Δ.Δ. 76/19, η οποία αφορά στο ζήτημα της μείωσης μισθών και συντάξεων.  Προσβάλλεται, με το λόγο αυτό, η πρωτόδικη θεώρηση σύμφωνα με την οποία το πρώτο ζητούμενο ήταν να κριθεί, όχι το ουσιώδες του περιορισμού, αλλά το επιτρεπτό τέτοιου περιορισμού με βάση τις προϋποθέσεις που θέτει η παράγραφος 3 του Άρθρου 23 του Συντάγματος.  Εισηγούνται οι εφεσείοντες ότι η ουσία του πράγματος και το σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου έγκειται στην αντίληψη του ότι πρωταρχική σημασία είχε η υπαγωγή των υπό εξέταση ρυθμίσεων στην παράγραφο 3, ενώ η διεργασία αυτή θα είχε θέση μόνο εάν και εφόσον επροηγείτο η αναγκαία διαπίστωση ότι η προστασία που παρέχει η παράγραφος 1 στο «μισθό», ως αναγνωρισμένο περιουσιακό δικαίωμα, έχει την έννοια της προστασίας μισθού συγκεκριμένου ύψους και δη του συνόλου του μισθού που ελάμβαναν οι εφεσίβλητοι κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Συμφωνούμε με την εισήγηση των εφεσειόντων ότι προέχει η διαπίστωση ως προς την έκταση της προστασίας που παρέχει η παράγραφος 1 του Άρθρου 23, ζήτημα που, με όλον τον προσήκοντα σεβασμό, παρατηρούμε ότι παρέλειψε να συζητήσει και να αποφασίσει το πρωτόδικο δικαστήριο.  Θεωρούμε ότι η πρώτη παράγραφος του Άρθρου 23 του Συντάγματος δεν διαφέρει από τον λεγόμενο «πρώτο κανόνα» που θεσπίζει το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου.  Αμφότερα αναγνωρίζουν την αρχή του σεβασμού της περιουσίας και αποκλείουν την επέμβαση στην ειρηνική απόλαυση της.  Όπως υποδείχθηκε στη Δημητριάδης κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. (1996) 3 ΑΑΔ 85, 100, «Οι σχετικές διατάξεις του Πρωτοκόλλου ταυτίζονται, στην ουσία, με εκείνες του Άρθρου 23.1 του Συντάγματος».  Η διαφορά ανακύπτει σε ότι αφορά τους λόγους για τους οποίους μπορούν να τεθούν περιορισμοί.

 

Η έννοια του «μισθού» ως προστατευόμενο αγαθό στα πλαίσια του Άρθρου 23, έχει κριθεί στην υπόθεση Χαραλάμπους, όπου ναι μεν αναγνωρίστηκε, ως άνω, ότι ο μισθός συνιστά ιδιοκτησιακό δικαίωμα και, επομένως, οποιαδήποτε παρέμβαση δεν μπορεί παρά να ενταχθεί στο Άρθρο 23, εξ ίσου όμως σαφώς διατυπώθηκε, με αναφορά στη νομολογία που ακολουθεί, ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας δεν επεκτείνεται σε μισθό συγκεκριμένου ύψους και, κατά συνέπεια, δεν αποκλείεται η διαφοροποίηση, υπό προϋποθέσεις, στο ύψος του μισθού σε συνθήκες κρίσιμες για την οικονομία, νοουμένου ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η αξιοπρεπής διαβίωση του μισθωτού (Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών κ.α. ν. Υπουργού Οικονομικών (Ολομέλεια ΣτΕ), Υποθ. Αρ. 668/2012, Kanakis and Others v. Greece, Case No. 59142/00 [2003] ΕCHR 538, Juhani Saarinen v. Finland, Case No. 69136/01, ημερ. 28.1.2003, Andrejeva v. Latvia, Appl. No. 55707/00, ημερ. 18.2.2009, σκέψη 77, Stec and Others v. The United Kingdom, Case No. 65731/01 και 65900/01, ημερ. 12.4.2006, Mateus v. Portugal and Januário v. Portugal, Applications 62235/12 και 57725/12, ημερ. 8.10.2013, Valcov and others v. Bulgaria, Appl. No. 2033/04, ημερ. 8.3.2012, σκέψη 84, Panfile v. Romania, Appl. No. 1390/2011, ημερ. 20.3.2012, σκέψεις 15 και 18 και Κουφάκη ν. Ελλάδα και ΑΔΕΔΥ ν. Ελλάδα, Προσφυγές υπ΄ αρ. 57665/12 και 57657/12, ημερ. 7.5.2013).

 

Υπ΄ αυτό το πρίσμα, το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Χαραλάμπους, ενώ δεν εξέτασε το ζήτημα υπό τις προϋποθέσεις του Άρθρου 23.3, εφόσον θεωρήθηκε ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν επεκτείνεται στο ύψος του μισθού, εξέτασε τα δεδομένα και το σύνολο των περιστάσεων και ιδιαίτερα το κατά πόσο υπήρχε δίκαιη εξισορρόπηση συγκρουόμενων θεμιτών συμφερόντων.  Εξέτασε επίσης και απέρριψε τον ισχυρισμό ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη.  Η αξιολόγηση του επηρεασμού της περιουσίας, όπως είχε ήδη αποφασιστεί από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της Κύπρου, είναι ζήτημα γεγονότων και βαθμού και εξαρτάται από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης (Holy See of Kitium v. Municipal Counsil of Limassol 1 RSCC 15). 

 

Προκύπτει,  από την Χαραλάμπους, ότι ακόμα και στην περίπτωση που η προστασία του μισθού δεν λαμβάνει τη μορφή προστασίας στα πλαίσια του Άρθρου 23.1 για το λόγο ότι δεν θίγεται ο πυρήνας του δικαιώματος, παρά ταύτα ο περιορισμός δεν μπορεί να είναι αυθαίρετος, χωρίς έρεισμα στις αποκρυσταλλωμένες αρχές της χρηστής διακυβέρνησης και της, ορθά ισοζυγισμένης λήψης αποφάσεων,  από τα κρατικά όργανα.  Όπως ελέχθη από το Συνταγματικό  Δικαστήριο της Πορτογαλίας στην υπόθεση Mateus (ανωτέρω, απόφαση στην υπόθεση αρ. 353/2012, ημερ. 5.7.2012) η αναλογική ισότητα (Αριστοτελική ισότητα) (proportional equality) αποτελεί παράμετρο του κράτους δικαίου, με το ΕΔΔΑ να συμπληρώνει στη δική του απόφαση (Δέστε Mateus (ανωτέρω), παράγραφος 20) ότι «the rule of law, one of the fundamental principles of a democratic society, is a notion inherent in all the Articles of the Convention».  Oι αρχές αυτές, ως παράμετροι του κράτους δικαίου, εγγενώς ενυπάρχουν και διαποτίζουν το Σύνταγμά μας, θέτοντας τα επιβαλλόμενα, κάθε φορά, όρια, στην άσκηση κρατικής εξουσίας.

[…]

 

Εν κατακλείδι στην Χαραλάμπους αποφασίστηκε ότι η συγκεκριμένη μείωση, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, δεν επηρέαζε τον πυρήνα του δικαιώματος επί του μισθού, ο  οποίος (πυρήνας) παρέμεινε έτσι άθικτος και καθόλου δεν αδρανοποιήθηκε ώστε να πρόκειται για στέρηση ή περιορισμό, εκτός των αποδεκτών πλαισίων του Άρθρου 23.  Η κατάληξη ήταν να απορριφθεί το παράπονο των αιτητών για παραβίαση του Άρθρου 23 ενώ, για τους ίδιους λόγους, απορρίφθηκε, a fortiori, και η εισήγηση τους για παράβαση του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου.

 

Ακολούθησε η υπόθεση Κουτσελίνη στην οποία τονίστηκε ότι το Άρθρο 23 του Συντάγματος δεν επιτρέπει την στέρηση ή τον περιορισμό περιουσιακού- ιδιοκτησιακού δικαιώματος για λόγους δημοσίας ωφελείας ή δημοσίου συμφέροντος και ότι ο περιορισμός, ήδη αποκρυσταλλωμένων, συνταξιοδοτικών ωφελημάτων θα ήταν επιτρεπτός μόνο για τους σκοπούς που αναφέρονται στο Άρθρο 23.3.  Θεώρησε, εν προκειμένω, το πρωτόδικο δικαστήριο ότι οι διαπιστώσεις εκείνες δεν περιορίζονταν στο δικαίωμα σε συντάξεις, εφόσον τόσο οι συντάξεις όσο και οι μισθοί αποτελούν ιδιοκτησία εν τη εννοία του Άρθρου 23. 

 

Το ερώτημα, επομένως, που εγείρεται είναι το κατά πόσο δικαιολογείται διαφοροποίηση μεταξύ μισθών και συντάξεων. 

[…]

 

Εν πάση περιπτώσει, τα γεγονότα εν προκειμένω είναι διαφορετικά.  Στην Κουτσελίνη επρόκειτο για πλήρη ή μερική αποστέρηση της σύνταξης, στο διηνεκές.  Εν προκειμένω πρόκειται για  μείωση της σύνταξης που γίνεται κατά τον προαναφερόμενο περιορισμένο, ορθολογιστικά κλιμακωτό και, κυρίως, για περιορισμένη χρονική διάρκεια, τρόπο.

 

Αντιμετωπίζοντας, λοιπόν, κατά τρόπο ενιαίο, το ζήτημα των μισθών και των συντάξεων, δεν έχουμε εντοπίσει λόγο διαφοροποίησης από την Χαραλάμπους, από την οποία, ως εκ τούτου, θεωρούμε ότι δεσμευόμαστε ως προς το ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν κατοχυρώνει δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών, εκτός αν συντρέχει η περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης.

 

Στην υπόθεση Χαραλάμπους, η οποία αναφέρεται στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο, της ακραίας οικονομικής κρίσης που είχε να αντιμετωπίσει ο τόπος, παρατέθηκε εκτεταμένο ιστορικό, εξηγήθηκαν οι περιστάσεις και δόθηκαν λόγοι για τους οποίους, τα κρινόμενα μέτρα, θεωρήθηκε ότι δεν αποτελούσαν ανεπίτρεπτο περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος. Ειδικότερα υποδείχθηκε ότι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στα δημόσια οικονομικά ήταν το κρατικό μισθολόγιο και οι σοβαροί κίνδυνοι κατάρρευσης της οικονομίας.  Λήφθηκε υπόψιν ότι οι δαπάνες προσωπικού οι οποίες υπερέβαιναν τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως ήταν οι μεγαλύτερες του δημόσιου τομέα και ότι η λήψη μέτρων ήταν αναγκαία εν όψει των σοβαρών κινδύνων κατάρρευσης του χρηματοοικονομικού συστήματος με συνακόλουθο ενδεχόμενο τον κλονισμό των θεμελίων του κοινωνικού ιστού. 

 

Οι διαπιστώσεις αυτές, αναγνωρισθείσες δικαστικά στο ανώτατο επίπεδο, είναι δεδομένες.  Υιοθετούμε το ιστορικό και την αιτιολογία που παρατέθηκε στην υπόθεση Χαραλάμπους, για να τεθεί το δικαιολογητικό υπόβαθρο της αδήριτης ανάγκης, εν όψει των σοβαρών κινδύνων κατάρρευσης της οικονομίας και του κλονισμού των θεμελίων του κοινωνικού ιστού, για λήψη των απαιτούμενων μέτρων, στο βαθμό βεβαίως που δεν θα έθεταν σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση του πολίτη και θα λαμβάνονταν με σεβασμό στις αρχές της αναλογικότητας, της αναλογικής ισότητας και της ορθολογιστικής στάθμισης συγκρουόμενων, θεμιτών, συμφερόντων. 

 

Σε αυτά τα πλαίσια, όπως και στην υπόθεση Χαραλάμπους, λαμβάνουμε υπόψιν το κλιμακωτό της μείωσης μισθών και συντάξεων, με αναλογικά ίσο τρόπο, ώστε η επιβάρυνση να είναι ανάλογη με τα εισοδήματα και μηδενική έως χαμηλή στα χαμηλά εισοδήματα.  Λαμβάνουμε επίσης σοβαρά υπόψιν το έκτακτο του μέτρου.  Είναι σημαντικό, κατά την κρίση μας, ότι οι αποκοπές βαίνουν μειούμενες από το 2019 και εντεύθεν, με πλήρη τερματισμό τους από 1.1.2023. 

[…]

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω θεωρούμε ότι οι αποκοπές δια των Ν. 168(Ι)/12, Ν. 31(Ι)/13 και Ν. 94(Ι)/18 και δια του Ν. 113(Ι)/2011, δεν επηρεάζουν τον πυρήνα του δικαιώματος σε μισθό και σύνταξη, ούτε και θέτουν σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση των εφεσιβλήτων, οι οποίοι, ας σημειωθεί άλλωστε, όπως και οι προσφεύγουσες στην Κουφάκη, δεν έχουν θέσει τέτοιο ζήτημα.  Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις, δεν συνιστούν στέρηση περιουσίας και παραβίαση ιδιοκτησιακού δικαιώματος, εν τη εννοία του Άρθρου 23 του Συντάγματος.»

 

Παρά το γεγονός ότι οι αιτητές παροτρύνουν το παρόν Δικαστήριο να αποστεί από τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Υποθέσεις Αυγουστή και Χαραλάμπους, εντούτοις το Δικαστήριο, δεν κρίνει ότι μπορεί να το πράξει, δεδομένης της αρχής της δεσμευτικότητας των αποφάσεων των ιεραρχικά ανώτερων δικαστηρίων. H ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάνθηκε επί των πιο πάνω ισχυρισμών οι οποίοι είναι πανομοιότυποι με τους ισχυρισμούς στις παρούσες προσφυγές, συνεπώς, δεν τίθεται θέμα παρέκκλισης η διαφορετικής κατάληξης πέραν της απόρριψης τους. Το άρθρο 3(β) τoυ Νόμoυ, δεν αντίκειται ούτε προσκρούει στο Άρθρο 23 του Συντάγματος. Όπως καταγράφηκε στις σελ. 25-26 της απόφασης πλειοψηφίας στην Αυγουστή, «ναι μεν … ο μισθός συνιστά ιδιοκτησιακό δικαίωμα και επομένως, οποιαδήποτε παρέμβαση δεν μπορεί παρά να ενταχθεί στο Άρθρο 23, εξ ίσου όμως … το δικαίωμα της ιδιοκτησίας δεν επεκτείνεται σε μισθό συγκεκριμένου ύψους και, κατά συνέπεια, δεν αποκλείεται η διαφοροποίηση, υπό προϋποθέσεις, στο ύψος του μισθού σε συνθήκες κρίσιμες για την οικονομία…».

 

Εν πάση περιπτώσει, έχει πλέον αποκρυσταλλωθεί ότι ο μισθός των δημοσίων υπαλλήλων δεν τυγχάνει απόλυτης προστασίας, όπως συμβαίνει με άλλα περιουσιακά δικαιώματα ή τις συντάξεις, αλλά προστατεύεται μόνο ο πυρήνας του μισθού ως περιουσιακό δικαίωμα, ο οποίος πλήττεται μόνο όταν διακινδυνεύει η αξιοπρεπής διαβίωση του εκάστοτε υπαλλήλου. Στην προκειμένη διαπιστώνεται από το Δικαστήριο ότι, οι αιτητές δεν επικαλέστηκαν ούτε δε απέδειξαν με επάρκεια ότι πλήττεται ο πυρήνας του δικαιώματός τους στις συντάξεις ή και του εφάπαξ φιλοδωρήματος τους κατά την αφυπηρέτηση, ούτε ακόμα ότι συντρέχει οποιαδήποτε διακινδύνευση της αξιοπρεπούς διαβίωσής τους ως εκ της μείωσης των απολαβών τους λόγω εφαρμογής της επίδικης Νομοθεσίας. Ειδικότερα, οι αιτητές, οι οποίοι είχαν και το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν παρουσίασαν οποιαδήποτε ή επαρκή στοιχεία ως προς τον επηρεασμό του πυρήνα του δικαιώματός τους, τα οποία μάλιστα να αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι πρόνοιες του επίδικου Νόμου ήταν αντισυνταγματικές λόγω διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσής τους.

 

Ως εκ των πιο πάνω, καταλήγω ότι ο υπό εκδίκαση λόγος ακύρωσης είναι παντελώς αστήρικτος και ως τέτοιος απορρίπτεται.

 

2.3        Ισχυρισμός των Αιτητών ότι παραβιάστηκαν τα Άρθρα 26 και 28 του Συντάγματος και το Άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

Προβάλλεται και αναπτύσσεται ως λόγος ακύρωσης ότι, συγκεκριμένα άρθρα του Ν. 168(Ι)/12 και Ν. 31(Ι)/13 δια του Ν. 113(Ι)/2011 προσκρούουν και/ή παραβιάζουν τα άρθρα 26 και 28 του Συντάγματος καθότι παραβιάζεται η αρχή της μη διάκρισης των πολιτών με βάση την κοινωνική τους τάξη και προσβάλλεται η «ελευθερία του συμβάλλεσθαι».

 

2.3.1  Είναι ειδικότερα η θέση των αιτητών ότι η επίδικη νομοθεσία αντίκειται στο Άρθρο 26 του Συντάγματος και στην προστατευόμενη από αυτό «ελευθερία του συμβάλλεσθαι». Τούτο διότι, ως οι ίδιοι ισχυρίζονται, το κράτος ενήργησε μονομερώς διαφοροποιώντας τη μεταξύ τους συμβατική σχέση εργασίας.

 

Το Άρθρο 26 του Συντάγματος διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως. Τούτο υπόκειται εις όρους, περιορισμούς ή δεσμεύσεις τιθεμένους επί τη βάσει των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων. Νόμος θέλει προβλέψει διά την πρόληψιν εκμεταλλεύσεως υπό προσώπων, άτινα διαθέτουσιν ιδιάζουσαν οικονομικήν ισχύν.

Νόμος δύναται να ρυθμίση τας συλλογικάς συμβάσεις εργασίας, υποχρεωτικώς εφαρμοζομένας υπό των εργοδοτών και των εργαζομένων, προστατευομένων επαρκώς των δικαιωμάτων οιουδήποτε ατόμου αδιακρίτως της αντιπροσωπεύσεως τούτου κατά την σύναψιν τοιαύτης συμβάσεως.»

 

Προκύπτει αβίαστα από τις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου ότι το δικαίωμα που προστατεύεται είναι το δικαίωμα της σύναψης σύμβασης καθαυτό και όχι τα δικαιώματα που δημιουργούνται δυνάμει αυτής. Τουτέστιν, το εν λόγω άρθρο προστατεύει το δικαίωμα έκαστου πολίτη να μπορεί να συνάπτει μια σύμβαση ελεύθερα, και όχι τα δικαιώματα που δημιουργούνται εκ των υστέρων δυνάμει της σύμβασης αυτής.

 

Οι αιτητές παραθέτουν σχετική νομολογία με το Άρθρο 26, χωρίς όμως να υπάρχει υπαγωγή της νομολογίας αυτής και συσχέτισή της με τον νομικό λόγο ακύρωσης.  Συνεπώς το Δικαστήριο δεν μπορεί να ενδιατρίψει επί του ζητήματος τούτου, έχοντας υπόψη και τις πολύ καλά γνωστές αρχές της νομολογίας ότι το βάρος της απόδειξης της αντισυνταγματικότητας νόμου βαραίνει αυτόν που το επικαλείται, και εν προκειμένω ουδέν έχει παρατεθεί από τους αιτητές ώστε να αποδείξουν ότι το άρθρο 3 του επίδικου Νόμου παραβιάζει το Άρθρο 26 του Συντάγματος.

 

Ως προς το περιεχόμενο της «ελευθερίας του συμβάλλεσθαι» παραπέμπω στο σύγγραμμα «Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο» του καθηγητή Κώστα Παρασκευά, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Σύμφωνα με το Άρθρο 26 του Συντάγματος το κάθε άτομο έχει το δικαίωμα να επιλέξει ελεύθερα να συμβληθεί. Η ελευθερία των συμβάσεων αναλύεται σε ελευθερία σύναψης ή μη της σύμβασης, ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλόμενου και ελευθερία καθορισμού του περιεχομένου της. Έτσι, έχει νομολογηθεί ότι η ελευθερία του συμβάλλεσθαι περιλαμβάνει (α) την επιλογή του αντισυμβαλλόμενου (β) την προσχώρηση ή μη σε σύμβαση, (γ) τη διαμόρφωση του περιεχομένου της συμφωνίας, καθώς και (δ) την καταγγελία της σύμβασης.»

 

Η «ελευθερία του συμβάλλεσθαι» υπόκειται σε όρους, περιορισμούς και δεσμεύσεις που τίθενται στη βάση των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων και η ρυθμιστική επέμβαση του κράτους δεν αποκλείει τον κοινό νομοθέτη να θέτει τέτοιους περιορισμούς για λόγους δημοσίου συμφέροντος (βλ. σχετικά απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά αρ. 2/2017, Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλή των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 05/02/2018). Το δικαίωμα του «συμβάλλεσαι ελευθέρως», έχει αναγνωριστεί πλέον ότι περικλείει και το δικαίωμα διαμόρφωσης του περιεχομένου της σύμβασης κατά την ελεύθερη βούληση των συμβαλλομένων. (Βλ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων, Αναφορά 1/14, απόφ. ημερ. 30.10.2014 και υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων, Αναφορά 4/14, απόφ. ημερ. 30.10.2014 και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων, Αναφορά 9/16, απόφ. ημερ. 16.03.2017). Ως λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Αναφορά αρ. 2/2017 (ανωτέρω): «Η ελευθερία του συμβάλλεσθαι υπόκειται σε όρους, περιορισμούς και δεσμεύσεις που τίθενται στη βάση των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων και η ρυθμιστική επέμβαση του κράτους δεν αποκλείει τον κοινό νομοθέτη να θέτει τέτοιους περιορισμούς για λόγους δημοσίου συμφέροντος, (Alpha Omega Evangelical Educational Foundation Ltd ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1990) 3 Α.Α.Δ. 286)».

 

Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, ως καθορίζουν την «ελευθερία του συμβάλλεσθαι» σε σχέση με την ενώπιον μου υπόθεση, διαπιστώνω ότι το άρθρο 26 του Συντάγματος ουδόλως παραβιάζεται ή και σχετίζεται με την θέσπιση του επίδικου Νόμου και δη του άρθρου 3 αυτού. Οι αιτητές, αφυπηρετήσαντες δημόσιοι υπάλληλοι, κατά την πρόσληψη τους δεν συμβλήθηκαν με το κράτος εν τη στενή έννοια του όρου «συμβάλλομαι» και άρα δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 26 του Συντάγματος στην περίπτωση τους.  Κατά την πρόσληψη τους αποδέχθηκαν τους όρους εργοδότησης όπως αυτοί πηγάζουν από διάφορα νομοθετήματα που διέπουν την εργοδότηση υπαλλήλων στους καθ’ ων η αίτηση οργανισμούς και/ή την εργοδότηση δημοσίων υπαλλήλων.  Στην περίπτωση των υπαλλήλων στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, δεν υπάρχει δυνατότητα ούτε να διαμορφώσουν το περιεχόμενο της συμφωνίας, ούτε να καταγγείλουν τη σύμβαση, αλλά ούτε και υπάρχει συμφωνία εν τη στενή του όρου έννοια. Ειδικότερα, οι αιτητές καμία εμπλοκή ή συμμετοχή είχαν στη διαμόρφωση και καθορισμό των όρων διορισμού τους, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού του ύψους του ποσού του μισθού ή της σύνταξής τους ή και του εφάπαξ φιλοδωρήματος τους κατά την αφυπηρέτηση. Η δε σύνταξή τους, που είναι το επίδικο ζήτημα στις παρούσες προσφυγές, αποτελούσε κατά τον επίδικο χρόνο αποδοχής του διορισμού τους, δικαίωμα το οποίο όμως  τελούσε υπό την αίρεση της εκπλήρωσης των ρητών προνοιών της σχετικής νομοθεσίας εάν εν τέλει θα παραχωρείτο στους αιτητές ή όχι. Όταν δε αυτοί έφτασαν σε συντάξιμη ηλικία έλαβαν σύνταξη υπό τον τρόπο και όρους που καθορίζονταν στον σχετικό Νόμο. Και πάλι δηλαδή οι αιτητές δεν συμμετείχαν με καθ΄οιονδήποτε τρόπο στη λήψη απόφασης περί του ύψους ή του τρόπου καταβολής της σύνταξης στις συντάξεις ή και του εφάπαξ φιλοδωρήματος τους κατά την αφυπηρέτηση, καθότι το δικαίωμα αυτό πήγαζε απευθείας από την κείμενη νομοθεσία χωρίς να έχουν δικαίωμα επιλογής.

 

Συνεπώς, το οποιοδήποτε δικαίωμα των Αιτητών σε σύνταξη στις συντάξεις ή και του εφάπαξ φιλοδωρήματος τους κατά την αφυπηρέτηση,  δεν μπορεί να εξομοιωθεί με δικαίωμα, του οποίου η δημιουργία και απόλαυση μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του Άρθρου 26.1 του Συντάγματος που προστατεύουν την ελευθερία των συμβάσεων. Δεν είναι δικαίωμα που πηγάζει από συμβατική συμφωνία αλλά δικαίωμα που αποκτάται και παραχωρείται με βάση ρητές πρόνοιες νομοθεσιών. Κατ΄ουδένα λόγο το δικαίωμα αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως δικαίωμα το οποίο δημιουργήθηκε κατόπιν σύναψης σύμβασης και ότι αποτέλεσε προϋπόθεση για τη σύναψη σύμβασης ώστε η μερική μείωση που επήλθε στη σύνταξη των Αιτητών να θεωρηθεί επέμβαση στην ελευθερία του συμβάλλεσθαι.

Σχετικά, η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση στο στάδιο των Διευκρινήσεων έχει παραπέμψει το Δικαστήριο, στο σύγγραμμα των Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου και Χαράλαμπου Χρυσανθακάκη, «Βασικοί Θεσμοί Δημοσιοϋπαλληλικού Δικαίου», 10η έκδοση, Σεπτέμβριος 2021, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, όπου οι δύο καθηγητές της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών σημειώνουν ότι, η «δημοσιοϋπαλληλική σχέση» μπορεί να χαρακτηριστεί ως σχέση δημοσίου δικαίου ή «ρυθμιστική», σε αντίθεση προ τη «συμβατική» νομική σχέση. Παρατίθεται σχετικό απόσπασμα από τη σελίδα 35:

 

«Ο καθηγητής Θ. Αγγελόπουλος είχε υποστηρίξει, ότι η δημοσιοϋπαλληλική σχέση έχει συμβατικό χαρακτήρα, δημοσίου όμως δικαίου. Επειδή η κατάρτιση της ολοκληρώνεται με την αποδοχή του διορισμού. Κρατούσα όμως έιναι η άποψη που ακολουθούν οι νεώτεροι συγγραφείς και η νομολογία, σύμφωνα με την οποία η σχέση αυτή ιδρύεται με την διοικητική πράξη του διορισμού (ΣΕ 41,53/1928, 349/1949, 997/1971), δηλαδή με τη μονομερή δήλωση βούλησης του διοικητικού οργάνου που μόνη της δημιουργεί για το συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο τη νομική κατάσταση του δημοσίου υπαλλήλου. Η αποδοχή του διορισμού αποτελεί δήλωση του διορισθέντος ότι θα επωφεληθεί από τη νομική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί (βλέπε αριθμ. 62). Η δήλωση αυτή είναι αναγκαίος όρος για να λειτουργήσει η νομική σχέση που έχει ήδη ιδρυθεί με τη διοικητική πράξη το διορισμού.

 

Οι διατάξεις που διέπουν τη δημοσιοϋπαλληλική σχέση μπορούν να μεταβληθούν ελεύθερα από το νομοθετικό όργανο καθώς και από τη Διοίκησή βάσει νομοθετικής εξουσιοδότησης. Οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν έχουν «κεκτημένο δικαίωμα» να διατηρηθεί, σε όλη τη διάρκεια της σχέσης του με το Κράτος, το νομικό καθεστώς που ίσχυε όταν ιδρύθηκε η σχέση αυτή (ΣΕ 236/1932, 560/1952, 1942/1959).»

 

Η θέσπιση του επίδικου Νόμου κρίνεται καθόλα συνταγματική και ότι σε καμία περίπτωση παραβιάζει το άρθρο 26 του Συντάγματος. Αυτό άλλωστε ήταν και η θέση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση Χαραλάμπους, όπου εξετάζοντας τον ίδιον ισχυρισμό, περί παραβίασης του άρθρου 26 του Συντάγματος, αναφέρθηκε ότι (η έμφαση προστίθεται):

 

«Παραβίαση του δικαιώματος του συμβάλλεσθαι ελευθέρως –

Άρθρο 26 του Συντάγματος

Ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης εγείρεται από τους Αιτητές στην προσφυγή 1591/11.  Όπως ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορός τους, ο μισθός αποτελεί θεμελιώδη όρο της σύμβασης εργοδότη-εργοδοτούμενου.  Περαιτέρω ανέφερε ότι στην προκειμένη περίπτωση η δια νόμου μονομερής επέμβαση στο μισθό, παραβιάζει όχι μόνο τη συμβατική σχέση όπως ελεύθερα συμφωνήθηκε μεταξύ των δύο μερών, αλλά δημιουργεί και συνθήκες αβεβαιότητας στον εργοδοτούμενο.

[...]

Δεν έχουμε πειστεί ότι υπάρχει παραβίαση του Άρθρου 26 του Συντάγματος.  Η θέσπιση Νόμου για την αποκοπή έκτακτης εισφοράς από τους μισθούς και συντάξεις, εντάσσεται στην ευρεία εξουσία του κράτους να λάβει τέτοια μέτρα για σκοπούς δημόσιου συμφέροντος και με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι σχετίζεται ή παραβιάζει το δικαίωμα που προστατεύεται από το Άρθρο 26.  Εν πάση περιπτώσει, όπως αναφέρθηκε από την πλειοψηφία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Chimonides v. Manglis (1967) 1 CLR 125, «το δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 26.1 του Συντάγματος είναι το δικαίωμα της σύναψης σύμβασης και επομένως δεν καλύπτει και τα δικαιώματα που δημιουργούνται, δυνάμει της σύμβασης».

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό των αιτητών ότι, μετά την έκδοση της απόφασης στην Χαραλάμπους εκδόθηκε η απόφαση στην Αναφορά 1/14 (ανωτέρω) με την οποία ανατράπηκε η Chimonides, κρίνω ότι, αυτό, ουδόλως επηρεάζει τα όσα νομολογήθηκαν στην Χαραλάμπους, όπου έγινε η ακόλουθη αναφορά στην Chimonides, ακριβώς επί του θέματος τούτου:

 

«Στην πολύ πρόσφατη απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Υποθέσεις 1480/2011 κ.α., Χαραλάμπους κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 11.6.2014, σε σχέση με το Άρθρο 26 του Συντάγματος έγινε, παρεμφερώς, αναφορά στην απόφαση της πλειοψηφίας, στην Chimonides (ανωτέρω), χωρίς όμως, το δικαστήριο, να ενδιατρίψει στη νομολογία που ακολούθησε επί του θέματος, αναφορικά με την εμβέλεια της προστασίας που παρέχει το Άρθρο 26, εφόσον μια τέτοια έρευνα δεν ήταν απαραίτητη για τους σκοπούς εκείνης της απόφασης».    

 

Η όποια συμβατική σχέση μεταξύ του εκάστοτε αιτητή και του Καθ΄ου η Αίτηση ο οποίος τον αφορά, ως καταγράφεται και στις προαναφερθείσες αποφάσεις,   επηρεάσθηκε μέσω της επίδικης νομοθεσίας, με τρόπο απολύτως δικαιολογημένο και επιτρεπτό, κατ' επίκληση του δημοσίου συμφέροντος.

 

Από τα ενώπιον μου δεδομένα, καθίσταται πρόδηλο ότι, η αποφυγή της περαιτέρω επιδείνωσης της δημοσιονομικής κατάστασης του κράτους αποτελεί σαφέστατα σκοπό δημόσιας ωφέλειας και προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος. Προς τούτο, παραπέμπω εκ νέου στην Αυγουστή (ανωτέρω) όπου διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η θέσπιση του επίδικου Νόμου και κατ’ επέκταση η μείωση των απολαβών των δημοσίων υπαλλήλων ήταν άμεσα συνυφασμένη και επιβεβλημένη ένεκα της αδήριτης ανάγκη εν όψει των σοβαρών κινδύνων κατάρρευσης της οικονομίας και του κλονισμού των θεμελίων του κοινωνικού ιστού λαμβανομένου υπόψη ότι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στα δημόσια οικονομικά ήταν το κρατικό μισθολόγιο. Εξάλλου, η θέσπιση του επίδικου Νόμου, ως έχει αναγνωριστεί στην Αυγουστή, εντάσσεται στην ευρεία εξουσία του κράτους να λάβει μέτρα για σκοπούς μη περαιτέρω επιδείνωσης της δημοσιονομικής κατάστασης του κράτους και περιορισμό των δαπανών του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα. Παραπέμπω στο σχετικό απόσπασμα:

 

«Στην υπόθεση Χαραλάμπους, η οποία αναφέρεται στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο, της ακραίας οικονομικής κρίσης που είχε να αντιμετωπίσει ο τόπος, παρατέθηκε εκτεταμένο ιστορικό, εξηγήθηκαν οι περιστάσεις και δόθηκαν λόγοι για τους οποίους, τα κρινόμενα μέτρα, θεωρήθηκε ότι δεν αποτελούσαν ανεπίτρεπτο περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος.  Ειδικότερα υποδείχθηκε ότι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στα δημόσια οικονομικά ήταν το κρατικό μισθολόγιο και οι σοβαροί κίνδυνοι κατάρρευσης της οικονομίας.  Λήφθηκε υπόψιν ότι οι δαπάνες προσωπικού οι οποίες υπερέβαιναν τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως ήταν οι μεγαλύτερες του δημόσιου τομέα και ότι η λήψη μέτρων ήταν αναγκαία εν όψει των σοβαρών κινδύνων κατάρρευσης του χρηματοοικονομικού συστήματος με συνακόλουθο ενδεχόμενο τον κλονισμό των θεμελίων του κοινωνικού ιστού.

 

Οι διαπιστώσεις αυτές, αναγνωρισθείσες δικαστικά στο ανώτατο επίπεδο, είναι δεδομένες.  Υιοθετούμε το ιστορικό και την αιτιολογία που παρατέθηκε στην υπόθεση Χαραλάμπους, για να τεθεί το δικαιολογητικό υπόβαθρο της αδήριτης ανάγκης, εν όψει των σοβαρών κινδύνων κατάρρευσης της οικονομίας και του κλονισμού των θεμελίων του κοινωνικού ιστού, για λήψη των απαιτούμενων μέτρων, στο βαθμό βεβαίως που δεν θα έθεταν σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση του πολίτη και θα λαμβάνονταν με σεβασμό στις αρχές της αναλογικότητας, της αναλογικής ισότητας και της ορθολογιστικής στάθμισης συγκρουόμενων, θεμιτών, συμφερόντων.

 

Σε αυτά τα πλαίσια, όπως και στην υπόθεση Χαραλάμπους, λαμβάνουμε υπόψιν το κλιμακωτό της μείωσης μισθών και συντάξεων, με αναλογικά ίσο τρόπο, ώστε η επιβάρυνση να είναι ανάλογη με τα εισοδήματα και μηδενική έως χαμηλή στα χαμηλά εισοδήματα.  Λαμβάνουμε επίσης σοβαρά υπόψιν το έκτακτο του μέτρου.  Είναι σημαντικό, κατά την κρίση μας, ότι οι αποκοπές βαίνουν μειούμενες από το 2019 και εντεύθεν, με πλήρη τερματισμό τους από 1.1.2023».

 

Ως χαρακτηριστικά καταγράφεται στην απόφαση, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στα δημόσια οικονομικά ήταν το κρατικό μισθολόγιο και οι σοβαροί κίνδυνοι κατάρρευσης της οικονομίας.  Οι δαπάνες προσωπικού οι οποίες υπερέβαιναν τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως ήταν οι μεγαλύτερες του δημόσιου τομέα. Επομένως, αφ' ης στιγμής η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάνθηκε και επί των πιο πάνω ισχυρισμών οι οποίοι είναι πανομοιότυποι με τους ισχυρισμούς των Αιτητών στις παρούσες προσφυγές, δεν τίθεται θέμα παρέκκλισης η διαφορετικής κατάληξης του παρόντος Δικαστηρίου πέραν της απόρριψης τους. Κατά συνέπεια και ο παρόν λόγος ακύρωσης ότι, το Άρθρο 3 των Ν. 168(Ι)/12 και Ν. 31(Ι)/13 δια του Ν. 113(Ι)/2011 προσκρούει και/ή παραβιάζει το άρθρα 26 του Συντάγματος καθότι παραβιάζει και προσβάλλει την «ελευθερία του συμβάλλεσθαι», απορρίπτεται.

 

 

2.3.2  Ισχυρισμός των αιτητών ότι, οι προσβαλλόμενες πράξεις καθώς και οι Νόμοι επί των οποίων αυτές εξεδόθησαν αντίκεινται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος το οποίο προστατεύει την Αρχής της Ισότητας και την απαγόρευση των διακρίσεων κατά παράβαση τος Άρθρου 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

Προς σχολιασμό του εν λόγω λόγου ακύρωσης, σημειώνεται ότι, το ΕΔΑΔ αναγνωρίζει την ευρεία διακριτική ευχέρεια του κράτους να υιοθετεί νομοθετικά μέτρα για συγκεκριμένες ομάδες πολιτών, ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής κρίσης, νοουμένου ότι η επέμβαση επιβάλλεται για το δημόσιο καλό και δεν θέτει την αξιοπρεπή διαβίωση του πολίτη σε κίνδυνο (βλ. Koufakis v. Greece, ανωτέρω, στην οποία μειώσεις των αποδοχών στο δημόσιο τομέα, κρίθηκαν νόμιμες).  Στην δε υπόθεση  Andrejeva v. Latvia, Appl. No. 55707/00, ημερ. 18.2.2009, τονίστηκε ότι:-

 

«Similarly, a wide margin of appreciation is usually allowed to the State under the Convention when it comes to general measures of economic or social strategy. .................

In more general terms, the Court has held that the provisions of the Convention do not prevent Contracting States from introducing general policy schemes by way of legislative measures whereby a certain category or group of individuals is treated differently from others, provided that the interference with the rights of the statutory category or group as a whole can be justified under the Convention (see Zdanoka v. Latvia [GC], no. 58278/11, § 112, ECHR 2006-IV)».

 

Επί της θέσης των αιτητών, χωρίς να συγκεκριμενοποιείται με ξεκάθαρο τρόπο από αυτούς που εντοπίζεται η ανισότητα, αφήνεται ωστόσο να νοηθεί ότι υπήρξε άνιση μεταχείριση μεταξύ των ιδίων, υπό την ιδιότητά τους ως υπάλληλοι της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα σε σχέση με τους υπαλλήλους στον Ιδιωτικό Τομέα, ενώ ακόμα οι αιτητές δεν έχουν καταδείξει ότι η μείωση απολαβών την οποία έχουν υποστεί έχει επηρεάσει την αξιοπρεπή διαβίωση τους. Προς τούτο, παραπέμπω στην Υπόθεση Χριστοδουλίδου (ανωτέρω) τα νομολογιακά ευρήματα της οποίας τυγχάνουν ανάλογης εφαρμογής στην προκειμένη σε σχέση με τον υπό εκδίκαση ισχυρισμό. Ειδικότερα, αποφασίσθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Σε ό,τι αφορά την κατ' ισχυρισμό ανισότητα έναντι των ιδιωτικών υπαλλήλων, καταλήγουμε πως δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας διότι ναι μεν διαπιστώνονται ομοιότητες σε σχέση με την υποχρέωση φορολογικής ισότητας, όμως εν πρώτοις δεν έχουμε ενώπιόν μας επιβολή φόρου και εκ δευτέρου οι δύο ομάδες δεν τελούν υπό παρόμοιες ή ανάλογες συνθήκες. Η διαφοροποίηση στην μεταχείριση θεωρούμε πως δικαιολογείται γιατί υπήρξε ανάγκη άμεσης περιστολής των δημοσίων δαπανών των οποίων το κρατικό μισθολόγιο αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος τους, κάτι που δεν ισχύει σε σχέση με τους μισθούς των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα. Το άρθρο 28 του Συντάγματος δεν απαγορεύει διακρίσεις που βασίζονται σε αντικειμενική εκτίμηση ουσιαστικά διαφορετικών αντικειμένων και οι οποίες εδράζονται στο δημόσιο συμφέρον και φέρουν ισοζύγιο μεταξύ του γενικού συμφέροντος της πολιτείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου. Παραβίαση θα υπήρχε αν η διάκριση δεν ήταν αντικειμενική και εύλογη (Παύλος Παύλου ν. Γενικού Εφόρου Εκλογών κ.α. (1987) 1 CLR 252), κάτι που δεν ισχύει εν προκειμένω.»

 

Η επίκληση εκ μέρους των αιτητών των αναφερόμενων στις αγορεύσεις τους αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδος και του πορτογαλικού δικαστηρίου, οι οποίες σημειώνεται έτυχαν σχολιασμού κατά περίπτωση από τις δικηγόρους της Νομικής Υπηρεσίας, ειδικά επί των ισχυρισμών για παραβίαση των Άρθρων 24 και 28 του Συντάγματος, κρίνεται ότι ουδόλως βοηθά τους αιτητές οι οποίοι τις επικαλούνται, ούτε αυτές φαίνεται να βρίσκουν εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση επηρεάζοντας τις διαπιστώσεις του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Δεν θα βρει σύμφωνο το Δικαστήριο ούτε ο ισχυρισμός των αιτητών ότι το άρθρο 3 του Νόμου 168(Ι)/2012 προσκρούει στα άρθρα 28 του Συντάγματος και στο άρθρο 14 της ΕΣΔΑ και ότι μέσω των προσβαλλόμενων πράξεων παραβιάζεται η αρχή της μη διάκρισης των πολιτών, ως υποστηρίζεται.  

 

Παραπέμπω καταρχήν στην κλασσική απόφαση Republic v. Arakian (1972) 3 C.L.R. 294 όπου έχουν υιοθετηθεί οι αρχές της ελληνικής νομολογίας ως προς ην αρχή της ισότητας, ως έχουν αποκρυσταλλωθεί σε αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας ήδη από τη δεκαετία του 1960. Ακολούθως, σημειώνω ότι, στην υπόθεση Σωτηριάδη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2891, απόφ. ημερ. 15.2.92, έχει γίνει επισκόπηση της σχετικής με την αρχή της ισότητας νομολογίας ως εξής:

« Το άρθρο 28.1 του Συντάγματος έχει τύχει ερμηνείας σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας. Ο όρος 'ίσοι ενώπιον του Νόμου' στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δε μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις, οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Mikrommatis v. Republic, 2 R.S.C.C. 125).

 

[...]

 

Στην Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119 (Απόφαση Ολομέλειας από τον Πική, Δ., όπως ήταν τότε) υποδεικνύεται ότι το άρθρο 28 έχει ως λόγο (Βλ. Mikrommatis, πιο πάνω) την ουσιαστική σε αντίθεση με τη φαινομενική ισότητα. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι η δυναμική της αρχής της ισότητας επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης, των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου, ώστε να αποδίδονται τα ίσα στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταύτισης των ανομοίων (Βλ. και απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 2/89, 29.8.89, σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της ομοιογένειας).

 

Αυτό που απαγορεύει η συνταγματική αρχή της ισότητας είναι η δημιουργία αυθαίρετων, τυχαίων ή συμπτωματικών διακρίσεων. Ομοίως απαγορεύεται η εξομοίωση, από τον κοινό Νομοθέτη διαφορετικών καταστάσεων, ή η ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται υπό διαφορετικές συνθήκες πραγματικές ή νομικές με βάση όμως τυπικά ή συμπτωματικά κριτήρια. Ως αντισυνταγματικές θεωρούνται μόνο οι προδήλως παραβιάζουσες την αρχή της ισότητας διατάξεις. Η δε δικαστική εξουσία περιορίζεται σε έλεγχο υπερβάσεως ακραίων ορίων».

 

Παραπέμπω και στην απόφαση Εκδοτικός Οίκος «Δίας» ν. Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2001) 4Β Α.Α.Δ 1113, όπου παρατίθεται η βασικότερη νομολογία σε σχέση με την έννοια της ισότητας ως απαντάται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος και την εφαρμογή της σε περιπτώσεις όπου γίνεται επίκληση αντισυνταγματικότητας βάσει αυτής:

«Σε πληθώρα αποφάσεων υπογραμμίσθηκε ότι για να γίνει αποδεκτό ένα επιχείρημα για παραβίαση της αρχής της ισότητας, θα πρέπει να υπάρχει παραβίαση της ίσης ή ομοιόμορφης μεταχείρισης ατόμων που τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες, (Βλέπε σχετικά Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119, Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63, Χαρίλαος Ι. Φιλιππίδης και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 378). Το ζήτημα της έννοιας της ισότητας αναλύθηκε με εύστοχο τρόπο στην Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 441, όπου λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα (σελ. 446-447):

 «Ήδη από την υπόθεση Argiris Mikrommatis and the Republic 2 R.S.C.C. 125, αποφασίστηκε ότι η έννοια «ίσοι ενώπιον του νόμου» του Άρθρου 28.1 του Συντάγματος, δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας, αλλά εξασφαλίζει εναντίον  των αυθαίρετων διαφοροποιήσεων, ενώ δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις που πρέπει να γίνονται λόγω της ουσιαστικής φύσης των πραγμάτων. Επίσης η έννοια «άνευ διακρίσεως» της παραγρ. 2 του άρθρου 28 δεν αποκλείει εύλογες διαφοροποιήσεις.

 

Στην υπόθεση Republic v. Maria Christoudia and Another (1988) 3 C.L.R. 2622, τονίστηκε ότι το άρθρο 28 του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα ισότητας, ενσωματώνει δε την αρχή της μη δυσμενούς διάκρισης. Δεν απαγορεύει όμως διακρίσεις στη μεταχείριση που θεμελιώνονται σε αντικειμενική εκτίμηση ουσιαστικά διαφορετικών πραγματικών καταστάσεων που βασίζεται στο δημόσιο συμφέρον.

[...]

 

Το Άρθρο 28 δεν απαγορεύει διακρίσεις που βασίζονται σε αντικειμενική εκτίμηση ουσιαστικά διαφορετικών αντικειμένων και οι οποίες εδράζονται στο δημόσιο συμφέρον, φέρουν δε ισοζύγιο μεταξύ του γενικού συμφέροντος της πολιτείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών του πολίτη. Η αρχή της ισότητας παραβιάζεται μόνο αν η διάκριση δεν είναι αντικειμενική και εύλογη (Παύλος Παύλου ν. Γενικού Εφόρου Εκλογών και Άλλου (1987) 1 C.L.R. 252). Στην ίδια απόφαση αναφέρεται ότι το Άρθρο 28 συναρτά την ισότητα με την ουσιαστική ομοιογένεια μεταξύ πραγμάτων και καταστάσεων, σε αντίθεση με τη φαινομενική ή αριθμητική εξίσωσή τους. Η διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη είναι πολύ ευρεία».

 

Στην παρούσα υπόθεση, καταλήγω ότι δεν παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας. Όλοι οι υπάλληλοι, στο δημόσιο και στον ημιδημόσιο τομέα, προσέφεραν από τις απολαβές τους και η περικοπή έγινε ανάλογα με το ύψος αυτών. Δεν διαπιστώνεται καμία ανισότητα στον επίδικο Νόμο. Αντίστοιχα αυτό ίσχυσε και για τις συντάξεις και τα εφάπαξ φιλοδωρήματα κατά την αφυπηρέτηση. Ούτε απέδειξαν οι αιτητές κάτι τέτοιο, ούτε και εντοπίζεται οποιαδήποτε διαφοροποίηση εντός της ομάδας αυτής των αιτητών – αφυπηρετησάντων δημοσίων υπαλλήλων, ώστε να στοιχειοθετείται διάκριση όμοιων καταστάσεων.

 

Σε σχέση με το επιχείρημα των αιτητών ότι η πλειοψηφία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου λανθασμένα διαφοροποιήθηκε στην Αυγουστή από την Κουτσελίνη, κρίνω ότι αυτό δεν βρίσκει έρεισμα στην απόφαση, αφού μέσα από το κείμενο το Δικαστήριο επεξήγησε και δικαιολόγησε πλήρως τους λόγους για τους οποίους δεν εφαρμόζετο στα περιστατικά των υποθέσεων αυτών, ως συμβαίνει και στις επίδικες, η απόφαση Κουτσελίνη. Ενδεικτικά παραθέτω το εξής απόσπασμα.

 

«Εν πάση περιπτώσει, τα γεγονότα εν προκειμένω είναι διαφορετικά.  Στην Κουτσελίνη επρόκειτο για πλήρη ή μερική αποστέρηση της σύνταξης, στο διηνεκές.  Εν προκειμένω πρόκειται για  μείωση της σύνταξης που γίνεται κατά τον προαναφερόμενο περιορισμένο, ορθολογιστικά κλιμακωτό και, κυρίως, για περιορισμένη χρονική διάρκεια, τρόπο.

 

Αντιμετωπίζοντας, λοιπόν, κατά τρόπο ενιαίο, το ζήτημα των μισθών και των συντάξεων, δεν έχουμε εντοπίσει λόγο διαφοροποίησης από την Χαραλάμπους, από την οποία, ως εκ τούτου, θεωρούμε ότι δεσμευόμαστε ως προς το ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν κατοχυρώνει δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών, εκτός αν συντρέχει η περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης.»

 

Σε κάθε περίπτωση, ούτε η επίκληση της απόφασης Κουτσελίνη για υποστήριξη του ισχυρισμού για άνιση μεταχείριση με βάση το Άρθρο 28 του Συντάγματος κρίνω ότι, βρίσκει εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση.  Παραθέτω το εξής απόσπασμα.

 

«Το ζήτημα της καταστρατήγησης και του Άρθρου 28 του Συντάγματος αλλά και άλλων άρθρων του Συντάγματος, στα οποία αναφέρθηκαν κάποιοι από τους αιτητές, καθίσταται υπό τις περιστάσεις άνευ ιδιαίτερης σημασίας, εφόσον οι αιτητές πέτυχαν να δείξουν ότι η επίδικη πρόνοια καταστρατηγεί το Άρθρο 23.   Όμως θεωρούμε ότι και το Άρθρο 28 του Συντάγματος καταστρατηγείται από την προαναφερόμενη πρόνοια, εφαρμοζόμενη μόνο στους αιτητές, εφόσον αυτοί τίθενται σε δυσμενέστερη θέση έναντι άλλων αξιωματούχων ή συνταξιούχων που βρίσκονται στην ίδια θέση με αυτούς, αλλά δεν επηρεάζονται αρνητικά, όπως οι αιτητές, στο περιουσιακό τους δικαίωμα στη σύνταξη, όπως είναι π.χ. οι αξιωματούχοι που, μετά την συνταξιοδότηση τους, εργάζονται σε θέσεις που δεν εμπίπτουν στη σχετική έννοια του άρθρου 2 του Ν 88(Ι)/2011.   Δεν θα εξετάσουμε όμως περαιτέρω, αν η καταστρατήγηση αυτή του Άρθρου 28, δικαιολογείται από άλλες υπέρτερες ανάγκες.».

 

Τέτοια σύγκριση, κρίνω, δεν μπορεί να γίνει στην παρούσα περίπτωση αφού δεν μπορούσε να επιβληθεί μείωση απολαβών δια νόμου στους μισθούς των ιδιωτικών υπαλλήλων, αφού οι δικοί τους μισθοί δεν προέρχονται από το κρατικό μισθολόγιο το οποίο αποτελούσε μια από τις μεγαλύτερες επιβαρύνσεις του δημοσιονομικού ισοζυγίου.  Στην προκειμένη περίπτωση έχει ήδη περιγραφεί η δεινή κατάσταση στην οποία περιήλθε το κράτος, κυρίως λόγω της αδράνειάς του να λάβει έγκαιρα μέτρα, όπως ήταν οι υποδείξεις των θεσμικών οργάνων της ΕΕ.  Λόγω ακριβώς της ανάγκης να ληφθούν αμέσως αποτελεσματικά μέτρα, το κράτος δεν είχε πολλές επιλογές και δεδομένου ότι, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στα δημόσια οικονομικά, ήταν το κρατικό μισθολόγιο, αφού οι δαπάνες προσωπικού οι οποίες υπερέβαιναν τα δύο δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, ήταν οι μεγαλύτερες του δημοσίου τομέα. Συνεπώς, εύλογα κρίθηκε ότι, τα μέτρα έπρεπε να στοχεύσουν πρωτίστως εκεί. 

 

Οι Καθ’ων η αίτηση κατά την θέσπιση του Ν. 168(Ι)/2012 επέβαλαν κατά αναλογικό τρόπο την μείωση απολαβών του προσωπικού τους.  Όπως καταγράφουν, απαριθμώντας άλλες ενέργειες του κράτους, στην γραπτή τους αγόρευση οι δικηγόροι της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, η μείωση απολαβών δεν ήταν το μοναδικό μέτρο το οποίο θέσπισαν οι αρχές του κράτους ώστε να αντιμετωπίσουν σε βάθος χρόνου την οικονομική ύφεση της χώρας.  Περαιτέρω, τα γεγονότα τα οποία έχουν παρατεθεί τόσο στην απόφαση Χαραλάμπους όσο και στην απόφαση Αυγουστή καταγράφουν με λεπτομέρεια τις δεσμεύσεις τις οποίες η Κυπριακή Δημοκρατία είχε αναλάβει για να εξέλθει σταδιακά από την οικονομική κρίση, ένα μέτρο από αυτά ήταν και η μείωση απολαβών για μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Είναι αναμενόμενο ότι τέτοια μέτρα έχουν άμεσες ή/και έμμεσες επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των επηρεαζομένων αλλά τέτοιος επηρεασμός δεν μπορεί να κριθεί αντικειμενικά από το Δικαστήριο αφού υπάρχουν αστάθμητοι παράγοντες όπως οι οικονομική κατάσταση του κάθε επηρεαζόμενου και οι προσωπικές του ανάγκες. Επαναλαμβάνω ότι οι αιτητές δεν έχουν καταδείξει ότι η μείωση την οποία έχουν υποστεί στις συντάξεις ή το εφάπαξ φιλοδώρημα τους, έχει επηρεάσει την αξιοπρεπή διαβίωση τους.  Συνεπώς καταλήγω ότι, υπό τις περιστάσεις που βρέθηκε το κράτος, η συγκεκριμένη πολιτική ήταν εκείνη που στόχευε στη λύση του προβλήματος και ήταν εκείνη που θα επέφερε γρήγορα αποτελέσματα. Η επιλογή ή όχι της συγκεκριμένης πολιτικής εντάσσεται μέσα στα πλαίσια της ευρείας ευχέρειας που έχει το κράτος στον τομέα διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών και ιδιαίτερα του κρατικού μισθολογίου, ώστε να εξασφαλίζει σταθερότητα στα δημόσια οικονομικά και στην οικονομία γενικότερα, ειδικά σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Εν προκειμένω, τα μέτρα ήταν περιορισμένης διάρκειας, δεδομένης και της ανάγκης που οδήγησε στη λήψη αυτών.

 

Καταλήγοντας, δεν είναι δυνατό για το Δικαστήριο να εξετάσει την ορθότητα των συγκεκριμένων επιλογών του κράτους. Το κράτος διατηρεί την ευχέρεια σε περιόδους ακραίας οικονομικής κρίσης να επιβάλλει μέτρα που αφορούν σε συγκεκριμένες ομάδες, χωρίς κατ' ανάγκη να παραβιάζεται η αρχή της ισότητας. 

 

Ως εκ των πιο πάνω, και ο υπό εκδίκαση ισχυρισμός ο οποίος εγείρεται εκ μέρους των αιτητών επικαλούμενος παραβίαση της αρχής της ισότητας κρίνεται αβάσιμος και άνευ ερείσματος και συνεπώς απορρίπτεται.

 

2.4         Ισχυρισμός των Αιτητών ότι παραβιάστηκε το Άρθρο 24 Συντάγματος. 

 

Είναι περαιτέρω η θέση των αιτητών ότι, οι πρόνοιες των νόμων δυνάμει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προσκρούουν στο Άρθρο 24 του Συντάγματος, εφόσον με τον εν λόγω νόμο δεν επιβάλλεται συνεισφορά στα δημόσια βάρη στον καθένα αναλόγως των δυνατοτήτων του, αλλά μόνο σε συγκεκριμένη κατηγορία εργοδοτουμένων και συνταξιούχων. Πέραν της γενικής αυτής αναφοράς, οι αιτητές δεν τεκμηριώνουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τον ισχυρισμό τους. Πέραν αλλά και επιπρόσθετα των ανωτέρω, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι έτυχαν δυσμενούς διάκρισης. Και προς τούτο ελλείπει η απαραίτητη τεκμηρίωση. Ο ισχυρισμός περί δυσμενούς διάκρισης των αιτητών έχει εγερθεί με μία στείρα γενικότητα και ασφαλώς συνεπεία τούτο, δεν επιδέχεται δικανικής εκτίμησης.

 

Εν πάση περιπτώσει, η απόφαση για μείωση των απολαβών δεν αποτελεί φορολογία κατά την έννοια του Άρθρου 24.4 του Συντάγματος προκειμένου οι αιτητές να νομιμοποιούνται να επικαλούνται το εν λόγω άρθρο. Τούτο διότι, όπως τέθηκε κατ’επανάληψη από τους δικηγόρους των Καθ΄ων η αίτηση, η μείωση των μισθών αποτελούσε πρόσκαιρο μέτρο, που είχε ως μοναδικό σκοπό την επίτευξη της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών. H μείωση των απολαβών δεν εξισούται με αποκοπές φορολογικού τύπου οι οποίες χρηματοδοτούν δαπάνη του κράτους. Όπως αναφέρει η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Φυλακτού κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 397/12, απόφ. ημερ. 14.06.2013, ένας νόμος για να είναι φορολογικός πρέπει να φέρει τα εξής χαρακτηριστικά: να επηρεάζει τους μισθούς εμμέσως και να έχει γενική εφαρμογή σε όλο τον πληθυσμό. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν ισχύουν στην υπό κρίση περίπτωση αφού πρόκειται για άμεση και όχι έμμεση επιρροή στους μισθούς και συντάξεις και μόνο σε σχέση με τους υπαλλήλους στον δημόσιο και ημιδημόσιο τομέα, αφού το μέτρο αυτό έχει ως σκοπό τη συγκράτηση των δημοσίων δαπανών, σεβαστό μέρος των οποίων είναι οι μισθοί και συντάξεις των φυσικών τούτων προσώπων.

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω, προκύπτει ότι οι περικοπές δικαιολογούνται πλήρως βάσει της ΕΣΔΑ για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Άλλωστε, θα συμφωνήσω με τους δικηγόρους των Καθ’ων η αίτηση ότι, οι αιτητές δεν έχουν αποδείξει, ως όφειλαν, αφού έχουν και το βάρος απόδειξης, ότι η θέσπιση των συγκεκριμένων μέτρων δεν σχετίζεται και δεν εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον ή ότι η επέμβαση δεν βασιζόταν σε λόγους δημόσιας ωφέλειας, (Βλ. Broniowski v. Poland 2004-V,43 EHRR 1, §149, James and Others v. UK A 98 (1986), 8 ΕΗΗR 123, 46PC, Pressos  Compania Navierna SA and Others v Belgium A 332 (1995), 21 EHRR 301 § 37).  Ως διαπιστώθηκε και από την πλειοψηφία της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι δαπάνες που καταβάλλονταν τον ουσιώδη χρόνο στο προσωπικό ήταν οι μεγαλύτερες του δημόσιου τομέα και η λήψη μέτρων περιορισμού τους ήταν απολύτως αναγκαία εν όψει των σοβαρών κινδύνων κατάρρευσης του χρηματοοικονομικού συστήματος με συνακόλουθο ενδεχόμενο τον κλονισμό των θεμελίων του κοινωνικού ιστού. Η δε διαφοροποίηση στην μεταχείριση κρίθηκε ότι δικαιολογείται επειδή υπήρξε ανάγκη άμεσης περιστολής των δημοσίων δαπανών των οποίων το κρατικό μισθολόγιο αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος τους, κάτι που δεν ισχύει σε σχέση με τους μισθούς των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα.

 

Ως εκ των πιο πάνω, είναι η θέση του Δικαστηρίου ότι και ο παρόν υπό εκδίκαση λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

 

Συνολικά όλοι οι ισχυρισμοί των Αιτητών, οι οποίοι έχουν καταγραφεί υπό 2.1, 2.2., 2.3 και 2.4 και έχουν σχολιασθεί ανωτέρω, απορρίπτονται.

 

 

3.   Ισχυρισμός ότι, η εκάστοτε προσβαλλόμενη απόφαση και/ή το άρθρο 3(β) των περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμου με βάση το οποίο λήφθηκε η εκάστη απόφαση, παραβιάζει το Άρθρο 9 του Συντάγματος.

 

Είναι περαιτέρω θέση η οποία προωθείται εκ μέρους μερίδας αιτητών ότι, το άρθρο 3(β) του εν λόγω Νόμου παραβιάζει το άρθρο 9 του Συντάγματος, το οποίο διασφαλίζει το δικαίωμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης και κοινωνικής ασφάλειας.

 

Το ζήτημα της αξιοπρεπούς διαβίωσης είναι συνυφασμένο με το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός αυτός έχει απαντηθεί στην εξέταση του ισχυρισμού για παραβίαση του Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ πιο πάνω. Το Δικαστήριο έχει αναφερθεί ανωτέρω εκτενώς και επαναλαμβάνει ότι οι αιτητές, οι οποίοι φέρουν και το αντίστοιχο βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους, απέτυχαν να αποδείξουν ότι η εφαρμογή του επίδικου Νόμου προς το πρόσωπό τους επέφερε κατάφωρη παραβίαση της αξιοπρεπούς διαβίωσής τους. Οι αιτητές δεν έχουν τεκμηριώσει ότι ακριβώς η μείωση των απολαβών τους, συντάξεων ή εφάπαξ φιλοδωρήματος, είναι τέτοιας έκτασης που να διακυβεύεται η αξιοπρεπής τους διαβίωση. Ειδικότερα, διαπιστώνω, κανένας εκ των αιτητών δεν πραγματοποιεί έστω την παραμικρή αναφορά στις ατομικές, περιουσιακές και οικονομικές συνθήκες του καθώς και στις προσωπικές ανάγκες αξιοπρεπούς διαβίωσης που δεν μπορούν ή δεν θα μπορούν τυχόν πλέον να εξασφαλιστούν με τις συνολικές απολαβές του, ως αυτές διαμορφώθηκαν κατόπιν εφαρμογής του επίδικου Νόμου.

 

Επαναλαμβάνεται ακόμα ότι, σύμφωνα με τη δεσμευτική Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έχει πλέον αποκρυσταλλωθεί ότι οι αποκοπές δια του επίδικου Νόμου, καθώς και των Τροποποιητικών αυτού, δεν επηρεάζουν τον πυρήνα του δικαιώματος σε μισθό, σύνταξη ή εφάπαξ φιλοδώρημα, ούτε και θέτουν σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση των αιτητών. Δεν συνιστούν στέρηση περιουσίας και παραβίαση ιδιοκτησιακού δικαιώματος, εν τη εννοία του Άρθρου 23 του Συντάγματος (βλ. σχετικά σχολιασμό του υπό 2.2 λόγου ακύρωσης, ως  προς το ατομικό δικαίωμα απόκτησης, κατοχής, απόλαυσης ή διάθεσης της ιδιοκτησίας των Αιτητών, το οποίο προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος, ανωτέρω).

 

Ως εκ τούτου, ουδόλως στοιχειοθετείται παραβίαση του άρθρου 9 του Συντάγματος από την εφαρμογή του άρθρου 3(β) του επίδικου Νόμου, ως οι αιτητές αστήρικτα ισχυρίζονται ότι η μείωση που επιβλήθηκε δυνάμει του επίδικου Νόμου στις απολαβές τους έθεσαν και/ή θέτουν σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωσή τους, με αποτέλεσμα και ο λόγος αυτός να απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

4.   Ισχυρισμοί ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι παράνομες και/ή αντισυνταγματικές καθότι ο επίδικος νόμος παραβιάζει τις Αρχές της Αναλογικότητας, της Καλής Πίστης, της Προστατευόμενης Εμπιστοσύνης του πολίτη προς την διοίκηση και του Κράτους Δικαίου, όπως αυτές εφαρμόζονται τόσο από τα εθνικά, όσο και από τα υπερεθνικά δικαστήρια και συγκεκριμένα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Μέσω αριθμού προσφυγών, οι αντίστοιχοι αιτητές ισχυρίζονται ότι, από το προοίμιο του επίδικου Νόμου δεν προκύπτει αποδεδειγμένα και τεκμηριωμένα το μέγεθος της δημόσιας ανάγκης η οποία είχε προκύψει, προκειμένου να δικαιολογείται η επέμβαση στο περιουσιακό δικαίωμα της μισθοδοσίας των αιτητών. Ως όμως κρίθηκε στην υπόθεση Αυγουστή (ανωτέρω), η θέσπιση του επίδικου ήταν άμεσα συνυφασμένη και επιβεβλημένη ένεκα της αδήριτης ανάγκης, εν όψει των σοβαρών κινδύνων κατάρρευσης της οικονομίας. Η δε λήψη του μέτρου αυτού κρίθηκε ότι έγινε με σεβασμό στις αρχές της αναλογικότητας. Τα μέτρα που λήφθηκαν ήταν αναλογικά του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι της επίτευξης της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών. Εν πολλοίς, ο παρόν ισχυρισμός των αιτητών, περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας έχει απαντηθεί και με τον σχολιασμό του Δικαστηρίου επί του νομικού ισχυρισμού που αφορά το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της ΕΣΔΑ, όπως και για τον ισχυρισμό των αιτητών για παραβίαση του Άρθρου 28, ως ανωτέρω.

 

Περαιτέρω των όσων προβάλλονται στους προαναφερθέντες λόγους ακύρωσης, οι αιτητές προσθέτουν ότι με την επίδικη Νομοθεσία παραβιάσθηκε και η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς την διοίκηση και του κράτους δικαίου, καθότι οι αιτητές είχαν οργανώσει την προσωπική και οικογενειακή τους ζωή στη βάση μίας πλήρους απολαβών δημοσιοϋπαλληλικής σταδιοδρομίας. Καταρχήν και αυτός ο προβαλλόμενος λόγος κρίνεται ότι προωθείτε γενικά και αόριστα, με τρόπο ο οποίος δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην απόρριψη του από το Δικαστήριο.

 

Και δια τον παρόντα λόγο ακύρωσης, επαναλαμβάνεται ότι στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση Αυγουστή (ανωτέρω) κρίθηκε ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν κατοχυρώνει δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών, εκτός αν συντρέχει η περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης, κάτι το οποίο ωστόσο οι αιτητές δεν έχουν καταφέρει να καταδείξουν εν προκειμένω.

Αντίστοιχη ήταν και η διαπίστωση του Εφετείου στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 58/2019 στις 11 Οκτωβρίου, 2023 αναφορικά με την καταβολή «εφάπαξ» σε αφυπηρετήσαντες δημοσίους υπαλλήλους. Υπογραμμίζεται μάλιστα ότι σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι αιτητές είχαν το σχετικό βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους ωστόσο, απέτυχαν να καταδείξουν ότι επηρεάστηκε ο πυρήνας του δικαιώματος σε μισθό και ούτε παρουσίασαν οποιαδήποτε και/ή επαρκή στοιχεία ως προς τον επηρεασμό του πυρήνα του δικαιώματός τους, τα οποία μάλιστα να αποδεικνύουν ότι οι πρόνοιες του επίδικου Νόμου είναι αντισυνταγματικές λόγω διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσής τους.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, και αυτός ο λόγος ακύρωσης ο οποίος προβάλλεται εκ μέρους των αιτητών, κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.

Σχετικά παραπέμπω και στην υπόθεση Public and Commercial Services Union and others and the Minister for the Civil Service, [2011] EWHC 2041 (QB), σε προσφυγή η οποία ασκήθηκε από συντεχνίες δημοσίων υπαλλήλων στην Αγγλία εναντίον απόφασης του Υπουργού της Δημόσιας Υπηρεσίας (Minister for the Civil Service) να μειώσει τα ωφελήματα που καταβάλλονταν με βάση ενός σχεδίου αφυπηρέτησης της δημόσιας υπηρεσίας με την αιτιολογία της μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος. Στην εν λόγω υπόθεση έγινε επίκληση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των επηρεαζόμενων ότι θα λάμβαναν πληρωμές με βάση το παλαιό σχέδιο αφυπηρέτησης.  Παραθέτω αποσπάσματα από την απόφαση στην οποία φαίνεται το σκεπτικό του δικαστηρίου (High Court of Justice, Queen’s Bench Division, Administrative Court) γιατί δεν υπήρξε παραβίαση οποιασδήποτε προσδοκίας (η υπογράμμιση προστίθεται):

«(H) Legitimate Expectation at Common Law

 

68.        In addition to its claims based upon A1P1, the Claimants argue that the making of the New Scheme was unlawful in that it was made in breach of a legitimate expectation that the Old Scheme benefits would be paid in respect of service accrued at that date, unless the unions consented.

............

71.        The justification in general terms is precisely that which governed the justification of interference with A1P1 rights. Again, the assertion of the expectation would require the court to go behind a government decision in the macro-political/macro-economic sphere. It is not necessary to refer to much in the previous authorities on this point. It suffices to cite two short passages from the judgment of Laws LJ in R (Begbie) v Department of Education and Employment [1999] EWCA Civ 2100 as follows:

 

In some cases a change of tack by a public authority, though unfair from the applicant’s stance, may involve questions of general policy affecting the public at large or a significant section of it (including interests not represented before the court); here the judges may well be in no position to adjudicate save at most on a bare Wednesburybasis, without themselves donning the garb of policy-maker, which they cannot wear. …

 

…The more the decision challenged lies in what may inelegantly be called the macro-political field, the less intrusive will be the court’s supervision. More than this: in that field, true abuse of power is less likely to be found, since within it changes of policy, fuelled by broad conceptions of the public interest, may more readily be accepted as taking precedence over the interests of groups which enjoyed expectations generated by an earlier policy.”

…………..

 

73.        Mr Giffen submits that the decision making process revealed by the disclosed documents does not demonstrate that any account was taken of the breach of legitimate expectation. However, making much the same point as I did with regard to the interference with A1P1 rights, I agree with Miss Simler that the very processes of consultation and negotiation with the unions involved  recognition of the history of service of civil servants and their expectations as explained in pellucid terms by Sales J in PCSU 1. The Defendant was grappling with the implications of that judgment. Moreover, Mr Watkins says as much in his evidence: see paragraph 100 of his first witness statement. I do not understand that it is necessary for a decision-maker to identify by any particular label the expectation or understanding that his proposed course of action will traverse. It must surely be sufficient that he demonstrates recognises that such is the effect of what is proposed and why he considers nonetheless that that course of action is justified. In my judgment, that is done time and time again in the evidence and in the documents that have been disclosed.».

                                                                            

5.       Ισχυρισμός ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι παράνομες και/ή αντισυνταγματικές καθότι το άρθρο 3 και/ή τα άρθρα των Νόμων 168(Ι)/2012 και 31(Ι)/2013 δυνάμει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη συγκρούεται και/ή αντίκειται στο άρθρο 7 του Διεθνούς Συμφώνου περί Κοινωνικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων, το οποίο κυρώθηκε με το Νόμο 14/1969.

 

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι οι επίδικες πράξεις καθώς και η επίδικη Νομοθεσία δυνάμει της οποίας αυτές εκδόθηκαν, αντίκεινται στο άρθρο 7 του Διεθνούς Συμφώνου περί Οικονομικών, Κοινωνικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 14/1969. Το άρθρο 7 του κυρωτικού Νόμου 14/1969 διαλαμβάνει τα εξής:

 

«Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα παντός προσώπου όπως απολαύη δικαίων και ευνοϊκών όρων εργασίας, διασφαλιζόντων ειδικώτερον-

 

(α) αντιμισθίαν παρέχουσαν εις άπαντας τους εργαζόμενους κατ΄ ελάχιστον όριον:

(i) δίκαιον μίσθόν και ίσας αποδοχάςδι’ εργασίαν ίσης αξίας, άνευ διακρίσεως οιασδήποτε φύσεως, διαφαλιζομένων ειδικότερον εις τα γυναίκας όρων εργασίας οθσί κατωτέρων των όρων εργασίας, ως απολαύουσιν οι άνδρες, ιδία δε ίσων αποδοχών δι’ ίσην εργασίας και

(ii) ευπρεπή διαβίωσιν δι’ ευατούς και τα οικογενείας των, συμφώνως ταις διατάξεσι του παρόντος Συμφώνου

(β) ασφαλείς και υγιεινούς όρους εργασίας

(γ) ίσην δυνατότητα προαγωγής εις την προσήκουσαν ανωτέραν θέσιν, μη λαμβανομένων υπ’ οψιν ετέρων προϋποθέσεων, πλην των της αρχαιότητος και ικανότητος

(δ) ανάπαυσιν, ώρας σχολής και εύλογον περιορισμός των ωρών εργασίας, ως και περιοδικάς διακοπάς μετ΄ αποδοχών, ως και αντιμισθίαν διά τα δημόσιας αργίας»

 

Ο υπό αναφορά ισχυρισμός προβάλλεται και πάλι αόριστα και γενικά εκ μέρους των αιτητών. Υποστηρίζουν ότι έτυχαν δυσμενούς διάκρισης, χωρίς ωστόσο να τεκμηριώνουν και να αιτιολογούν τους ισχυρισμούς τους αυτούς ενώπιον του Δικαστηρίου. Η θέση των αιτητών εδράζεται στην κατ’ ισχυρισμόν δυσμενή τους διάκριση, ως ισχυρίστηκαν ότι δημιουργείται εναντίον τους στο πλαίσιο των λόγων ακύρωσης που προέβαλαν. Διαπιστώνεται ότι οι αιτητές απέτυχαν να αποσείσουν το σχετικό βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους. Όλες οι επιμέρους αναφορές των αιτητών έχουν ήδη απαντηθεί εκ μέρους του Δικαστηρίου στο πλαίσιο εξέτασης των πιο πάνω αναφερθέντων ισχυρισμών τους και κυρίως προς σχολιασμό της θέσης ότι ο επίδικος νόμος αντίκειται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος το οποίο προστατεύει την Αρχής της Ισότητας. Συνεπώς, προς αποφυγή αχρείαστων επαναλήψεων, επαναλαμβάνονται όσα έχουν τεθεί πιο πάνω στην παρούσα απόφαση.

 

Λαμβανομένων υπόψιν όλων των όσων έχουν αναπτυχθεί ήδη από το παρόν Δικαστήριο και αυτός ο λόγος ακύρωσης που προβάλλεται εκ μέρους των αιτητών κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

6.        Ισχυρισμός περί λανθασμένης και/ή παράνομης εφαρμογής του επίδικου Νόμου και/ή επίδικη απόφαση στερείται νόμιμης και/ή επαρκούς αιτιολογίας.

 

Καταρχήν αναφορικά με τον ισχυρισμό κάποιων εκ των αιτητών ότι δεν υπήρξε καμία έρευνα και αιτιολογία για την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων τονίζεται ότι στην εισηγητική έκθεση προκύπτει η αιτιολογία και η έρευνα στην οποία βασίστηκαν οι Καθ’ων η αίτηση για την έκδοση των επίδικων πράξεων, συμπεριλαμβανομένη της αναλογιστικής μελέτης η οποία επισυνάφθηκε ως μέρος της ένστασης των Καθ’ων η αίτηση. Από την αιτιολογική έκθεση του Νόμου αλλά και το προοίμιο αυτού καθίσταται ξεκάθαρο ότι στόχος ήταν ακριβώς να περιορισθούν οι δαπάνες γενικά του δημόσιου τομέα και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για αποφυγή περαιτέρω επιδείνωσης της δημοσιονομικής κατάστασης χωρίς όμως να τίθεται σε κίνδυνο η αξιοπρεπής διαβίωση των πολιτών και με σεβασμό στις αρχές της αναλογικότητας της αναλογικής ισότητας και της ορθολογιστικής στάθμισης συγκρουόμενων θεμιτών συμφερόντων. Συνεπώς, επαναλαβάνοντας τα όσα έχω παραθέσει ήδη, ούτε και αυτός ο ισχυρισμός βρίσκει έρεισμα και κατ’επέκταση απορρίπτεται

Ειδικότερα, διαπιστώνεται, ο εν λόγω ισχυρισμός προωθείται στα πλαίσια της προσφυγής με αρ. 1192/17 όπου η Αιτήτρια, συνταξιούχος Λειτουργός της Νομικής Υπηρεσίας, πέραν της σύνταξης από το Κυβερνητικό Σχέδιο Συντάξεων τον Αύγουστο του 2016, άρχισε να λαμβάνει και τη σύνταξη των Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η Αιτήτρια προβάλει ότι, ο τρόπος με τον εφαρμόστηκε στην περίπτωσή της η επίδικη πρόνοια του Νόμου είναι λανθασμένη, χωρίς όμως να προκύπτει επαρκής στοιχειοθέτηση του ισχυρισμού αυτού. Προς απάντηση της επιχειρηματολογίας την οποία έχει υιοθετήσει η Αιτήτρια στην εν λόγω υπόθεση, οι Καθ’ ων η Αίτηση ειδικότερα και πέραν όσον αφορούν και τις υπόλοιπες υποθέσεις, υποδεικνύουν ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε εν προκειμένω, ήταν απόλυτα ορθή, αφού, στη σύνταξη που έλαβε η Αιτήτρια από το Κυβερνητικό Ταμείο Συντάξεων προστέθηκε η σύνταξη από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις και αφαιρέθηκε η αναλογική σύνταξη. Επί του αθροίσματος, έγιναν συμφώνως του επίδικου νόμου κατά τον χρόνο εκείνο οι προβλεπόμενες αποκοπές. Το γεγονός ότι η σύνταξη που καταβάλλεται από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων είναι σύνταξη η οποία έχει καθολική εφαρμογή, και παρέχεται όχι μόνο σε συνταξιούχους του κρατικού τομέα αλλά γενικότερα και παραχωρείται με την εκπλήρωση συγκεκριμένων προϋποθέσεων δεν μπορεί να καταδείξει το ανεπίτρεπτο ή παράνομο του αθροιστικού υπολογισμού, στα πλαίσια εφαρμογής του επίδικου Νόμου, σε σχέση με τις περιστάσεις και την περίπτωση της Αιτήτριας.           

Σχετικό ζήτημα έχει απασχολήσει και το Εφετείο στις Εφέσεις κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 155/2019 και 162/2019, ημερ. 21.03.2024 όπου το Εφετείο ανέτρεψε πρωτόδικες αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου το οποίο είχε αποφασίσει ότι εξαιρείται από τον αθροιστικό υπολογισμό της σύνταξης, για σκοπούς της μείωσης της, η σύνταξη γήρατος που ο εφεσίβλητος ελάμβανε από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Από την εν λόγω απόφαση το σκεπτικό της οποίας υιοθετείται και από το παρόν Δικαστήριο, παραθέτω εκτενές απόσπασμα.

«Όσον αφορά στο υπό α) ανωτέρω ζήτημα, δεν απαιτείται να ειπωθούν πολλά. Η απόφαση ημερομηνίας 27.11.2018 του Διοικητικού Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες Προσφυγές Αρ. 898/13 κ.ά., Αυγουστή κ.ά. ν. Δημοκρατίας ανατράπηκε κατ' έφεση με την απόφαση (πλειοψηφίας) της Ολομέλειας του (τότε) Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 10.5.2020 στις Εφέσεις κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου στην ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΑΥΓΟΥΣΤΗ κ.α. (εφεξής η «Αυγουστή»). Αποφασίστηκε, μετά από εξαντλητική συζήτηση του θέματος από την Ολομέλεια στην απόφαση της (και αφού προηγήθηκε  εκτενής επεξήγηση και αναφορά στην εμβέλεια των αποφάσεων στην απόφαση της Ολομέλειας στην Γεώργιος Χαραλάμπους και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 175 και στην απόφαση της Ολομέλειας στην Κουτσελίνη-Ιωαννίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 361), καταληκτικά το εξής:

«Καταλήγοντας, λοιπόν, δε διαπιστώνεται παραβίαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος ως προς την περίπτωση των Ν. 168(Ι)/2012 και 113(Ι)/2011. Ως εκ τούτου, οι εφέσεις με αρ. 177/2018, 76/2019, 79/2019 και 85/2019, με τις οποίες εξετάζεται η νομιμότητα του άρθρου 3 του Ν. 168(Ι)/2012 και η έφεση αρ. 77/2019, με την οποία εξετάζεται η νομιμότητα του άρθρου 4 του Ν. 113(Ι)/2011, επιτρέπονται, οι δε πρωτόδικες αποφάσεις, στις οποίες αυτές αφορούν, παραμερίζονται.»

Χωρίς να υπάρχει ανάγκη, στην παρούσα περίπτωση, να ενδιατρίψουμε σε ένα έκαστο των επιχειρημάτων που εκατέρωθεν ετέθησαν (βλ απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (ενεργούντος ως τριτοβάθμιου) ημερομηνίας 21.2.2024 στην Αίτηση Αρ. 9/23), ουδέν από όσα ακούσαμε ή αναγνώσαμε από την πλευρά του εφεσίβλητου, συνιστά ζήτημα που δεν εξετάστηκε ήδη στη δεσμευτική (βλ. και πολύ πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 19.3.2024 στην Αίτηση Αρ. 10/2023 για χορήγηση άδειας (άρθρο 9(2) 9γ), Ν. 33/64)) απόφαση της Ολομέλειας στην Αυγουστή ή διαφοροποιεί την παρούσα περίπτωση από τα εκεί δεσμευτικώς κριθέντα. Ως εκ τούτου, ο τρίτος και τέταρτος λόγος έφεσης στην Έφεση Αρ. 155/2019 και ο δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης στην Έφεση Αρ. 162/2019 επιτυγχάνουν.

 

Όσον αφορά στο υπό β) ανωτέρω πέμπτο λόγο έφεσης στην Έφεση Αρ. 155/2019 και τέταρτο λόγο έφεσης στην Έφεση Αρ. 162/2019 ζήτημα, ήτοι κατά πόσο η ερμηνεία που το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε στο Άρθρο 3 του Νόμου ότι, εξαιρείται από τον αθροιστικό υπολογισμό της σύνταξης, για σκοπούς της μείωσης της, σύνταξη γήρατος που ο εφεσίβλητος ελάμβανε από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με αποτέλεσμα η περί του αντιθέτου θέση και εφαρμογή (και) στην περίπτωση της επίδικης διοικητικής απόφασης να είναι λανθασμένη, η απόφαση μας είναι η ακόλουθη:

Σύμφωνα με την νομολογία, η γραμματική ερμηνεία, δηλαδή το απλό, γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων, είναι ο βασικός κανόνας ερμηνείας νομοθετημάτων (βλ., μεταξύ άλλων, Γεωργιάδης & Υιός ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Ε) ΑΑΔ 142. Σολωμού κ.α. v. Δημοκρατίας (1991) 4(Ε) ΑΑΔ 3675, 3686. Αθανασίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Δ) ΑΑΔ 3204). Εκεί που οι λέξεις ενός νόμου είναι σαφείς δεν εγείρεται καν θέμα ερμηνείας, αντικειμενικής ή υποκειμενικής, ώστε να χωρούν αντίθετες απόψεις επί του θέματος ή να χωρεί κατά λογική τάξη αντίλογος (βλ. Κωνσταντίνου κ.α. v. Αντωνίου (2017) 3 ΑΑΔ, 907). Εκεί που η γραμματική ερμηνεία δεν είναι ξεκάθαρη, λαμβάνεται υπόψη και η πρόθεση του νομοθέτη, οπότε εξετάζεται ολόκληρο το σχετικό μέρος του νόμου ή η ανάγκη και το κενό που επρόκειτο να θεραπεύσει με την τροποποίηση, ανάλογα με την περίπτωση (βλ. Theodosiou LtdvRepublic (1987) 3(Γ) CLR 1750, 1757-1758. Wilson κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Δ) ΑΑΔ 3294, 3304-3305). Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξετάσει την σοφία του νομοθέτη (βλ. Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 CLR 640ανωτέρω).

Σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Νόμου (με δικό μας τονισμό):

«Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή Κανονισμών ή διοικητικών ρυθμίσεων ή πρακτικών που ρυθμίζουν θέματα καταβολής απολαβών και σύνταξης, οι ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές αξιωματούχων και εργοδοτουμένων και οι συντάξεις των συνταξιούχων, μειώνονται, ως ακολούθως:

Σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Νόμου, εκεί ερμηνεία του όρου «σύνταξη» (πάλιν με δικό μας τονισμό):

««σύνταξη» σημαίνει τη σύνταξη που καταβάλλεται δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμών ή συμβάσεων απασχόλησης ή διοικητικών ρυθμίσεων ή πρακτικών σε συνταξιούχο της κρατικής υπηρεσίας, του ευρύτερου δημόσιου τομέα, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης και των σχολικών εφορειών, ή αναφορικά με αυτόν, αλλά δεν περιλαμβάνει φιλοδώρημα ή εφάπαξ ποσό·»

Με βάση τον περί Ερμηνείας Νόμο, Κεφ. 1, εκεί Άρθρο 2:

«"Νόμος" σημαίνει οποιοδήποτε νομοθέτημα της αρμόδιας νομοθετικής εξουσίας της Δημοκρατίας αλλά δεν περιλαμβάνει Νόμο του Κοινοβουλίου που επεκτείνεται ρητά ή εξ υπακοής ή που εφαρμόζεται με Νόμο στη Δημοκρατία ούτε διάταγμα της Βασίλισσας εν Συμβουλίω, Βασιλικό Χάρτη ή Βασιλικά Ανοικτά Γράμματα.»

Καθίσταται, κατά την κρίση μας σαφές, εφαρμόζοντας τους προαναφερόμενους κανόνες της γραμματικής ερμηνείας νομοθετημάτων, ότι ο όρος «σύνταξη» περιλαμβάνει και σύνταξη που χορηγείται με βάση τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο. Κατά πόσο ορθά έγινε τέτοια συμπερίληψη στον όρο «σύνταξη», εκφεύγει της δυνατότητας δικαστικού ελέγχου, αφού, ως προαναφέρθηκε, η σοφία του νομοθέτη δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο.

Σημειώνεται, συναφώς, ότι, παρόμοιες αποκοπές σε απολαβές και συντάξεις (βάσει του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου), ως σημειώθηκε και στην Χαραλάμπους (supra) (βλ. απόφαση πλειοψηφίας «.Υπό αυτές τις συνθήκες δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής της ισότητας, εφόσον μεταξύ των μισθωτών και συνταξιούχων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα διαμορφώθηκε πλήρης ισότητα, χωρίς να εντοπίζεται οποιαδήποτε αυθαιρεσία.») επιβλήθηκαν και στον ιδιωτικό τομέα.

Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, ο πέμπτος λόγος έφεσης στην Έφεση Αρ. 155/2019 και ο τέταρτος λόγος έφεσης στην Έφεση Αρ. 162/2019 επίσης επιτυγχάνουν.»

 Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, οι εφέσεις επιτυγχάνουν. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στο σύνολο της, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων αυτής.»

 

Η διαπίστωση του Δικαστηρίου είναι ότι και στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι Καθ΄ων η αίτηση εφάρμοσαν τις πρόνοιες της σχετικής Νομοθεσίας επί του αθροιστικού ποσού της σύνταξης της Αιτήτριας, έχοντας υπόψη τις προσωπικές της περιστάσεις. Συνεπώς, ένεκα της καταβολής και της σύνταξης των κοινωνικών ασφαλίσεων ορθά επήλθε περαιτέρω μείωση στη σύνταξη της Αιτήτριας στην Υπόθεση Αρ. 1192/17 και οι Καθ’ ων η αίτηση λειτούργησαν ενός της δέσμιας τους αρμοδιότητας, εφαρμόζοντας τις σχετικές πρόνοιες της νομοθεσίας και στην εν λόγω περίπτωση. Ούτε έχει υποδειχθεί προς το Δικαστήριο με ποιον ακριβώς τρόπο οι Καθ’ ων η αίτηση εφάρμοσαν λανθασμένα και/ή καθ’ υπέρβαση τη σχετική νομοθεσία και/ή υπέπεσαν σε λάθος στην έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης ως προς τον υπολογισμό.  

 

Στη βάση των όσων έχουν καταγραφεί ανωτέρω, απορρίπτονται και οι υπόλοιποι ισχυρισμοί της Αιτήτριας συμπεριλαμβανομένης και της θέσης ότι απαραίτητη ως προς τη συγκεκριμένη προσβαλλόμενη πράξη ήταν περαιτέρω αιτιολογία  εκ μέρους των Καθ΄ων η αίτηση. Ακόμα, όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω και διαπίστωσε το Εφετείο, και η  θέση περί παραβίασης της αρχής της ισότητας, ότι δηλαδή υπήρξε άνιση μεταχείρισή της λόγω του συνυπολογισμού της σύνταξης που λαμβάνει από τις κοινωνικές ασφαλίσεις με τους υπόλοιπους συνταξιούχους που λαμβάνουν σύνταξη από τις κοινωνικές ασφαλίσεις, ομοίως απορρίπτεται.

 

7.   Ισχυρισμός για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

Προς απάντηση του συγκεκριμένου ισχυρισμού των αιτητών, εύλογα, οι δικηγόροι των Καθ’ων η αίτηση παραπέμπουν στην Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών της Βουλής ημερομηνίας 19.12.2012, στην οποία καταγράφεται η αναγκαιότητα θέσπισης του Ν. 216(Ι)/2012, αλλά και σε σχετική νομολογία ως η απόφαση της Ολομέλεια του Πορτογαλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου το οποίο κλήθηκε να απαντήσει ως προς την δυνατότητα μείωσης των μισθών στην υπόθεση 72/2011.

Σχετική είναι και η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στις προσφυγές 57665/12 και 57657/12 Ιωάννα Κουφάκη κατά Ελλάδας και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδας, ημερομηνίας 7.5.2013 όπου αντίστοιχα το ΕΔΑΔ κλήθηκε να αποφασίσει κατά πόσο υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Συνθήκης.  Στην υπόθεση αυτή με νόμο μειώνονταν κατά 12% έως 30% οι αποδοχές και τα επιδόματα όσων εργάζονταν στον δημόσιο τομέα ως μέρος επειγόντων μέτρων για αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Το ΕΔΑΔ αποφάσισε απορρίπτοντας τα αντίστοιχα επιχειρήματα των προσφεύγουσων για παραβίαση του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Συνθήκης και την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέτασε παρόμοιο ισχυρισμό στην υπόθεση Χαραλάμπους (ανωτέρω), από όπου επαναλαμβάνω το σχετικό απόσπασμα:

«Υπό αυτές τις συνθήκες δεν συμφωνούμε με τους Αιτητές ότι για σκοπούς του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου δεν υπήρξε δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ του προστατευόμενου ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας και του δημοσίου συμφέροντος (βλ. Mateus v. Portugal and Januário v. Portugal, ανωτέρω, σκέψη 23).  Ούτε συμφωνούμε ότι έχει παραβιαστεί η αρχή της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου.

Βοηθητική στην ερμηνεία του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) στην υπόθεση Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών κ.α. ν. Υπουργού Οικονομικών, ανωτέρω, στην οποία μας παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση.  Εκεί θεσπίστηκαν δια νόμου περικοπές στις αποδοχές και συντάξεις των εργαζομένων στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα.  Βέβαια, οι περικοπές έγιναν συνεπεία του «Μνημονίου Συνεννόησης», ενώ στη δική μας περίπτωση οι περικοπές έγιναν προληπτικά προτού ενταχθούμε στο μηχανισμό στήριξης και υπογραφεί η Μνημονιακή Συμφωνία.  Όμως αυτό δεν επηρεάζει ουσιωδώς τις γενικότερες αρχές που εμπλέκονται αναφορικά με την ευρεία ευχέρεια του κράτους να λαμβάνει έκτακτα μέτρα για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του.  Η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε ότι οι περικοπές δεν παραβιάζουν ούτε το Ελληνικό Σύνταγμα, ούτε βέβαια και το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου.  Σχετική είναι και η υπόθεση Public and Commercial Services Union and Others v. The Minister for the Civil Service [2011]EWHC 2041(QB) στην οποία επίσης μας παρέπεμψε η κα Συμεωνίδου.»

 

Ολοκληρώνοντας την εξέταση των λόγων ακύρωσης, παραπέμποντας στα όσα έχουν αναφερθεί ανωτέρω, απορρίπτονται και οι ισχυρισμοί αιτητών ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις που τους αφορούν, είναι αποτέλεσμα συμπεριφοράς των Καθ’ ων η Αίτηση  η οποία παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη διοίκηση, ισχυρισμοί οι οποίοι διαπιστώνεται ότι προβάλλονται προδήλως γενικά και αόριστα. 

 

Ε.      Κατάληξη

 

Ως εκ των αναλυθέντων ανωτέρω και της παρατεθείσας νομολογίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι νομίμως και ευλόγως επιτρεπτές. Ως έχει αναφερθεί κατ’ επανάληψη στο κείμενο της απόφασης, οι σοβαροί κίνδυνοι κατάρρευσης του χρηματοοικονομικού και οικονομικού συστήματος με συνακόλουθο ενδεχόμενο τον κλονισμό των θεμελίων του κοινωνικού ιστού, ήταν προφανείς και αναμφίβολα επέβαλλαν τη λήψη ορισμένων μέτρων. Πρόκειται για μεταβατικά μέτρα τα επιβλήθηκαν για περιορισμένο χρονικό διάστημα.  Μάλιστα, τα μέτρα που τελικά λήφθηκαν ήταν σε συνεννόηση με τα αρμόδια όργανα της ΕΕ στην οποία η Κυπριακή Δημοκρατία έχει ενταχθεί και έχει δεσμευτεί να εναρμονίζεται με τους εκάστοτε πολιτικούς και οικονομικούς στόχους που από κοινού τίθενται.  Όπως έχει κριθεί με την απόφαση της Πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αυγουστή, τα μέτρα τ οποία ελήφθησαν από τη διοίκηση του κράτους, δεν ξεφεύγουν του ευλόγου και ούτε μπορούν να θεωρηθούν υπερβολικά, δεδομένης της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης στην οποία είχε βρεθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο η Κυπριακή Δημοκρατία.  Καμία παραβίαση του Συντάγματος ή των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου διαπιστώνεται, ούτε και από το παρόν Δικαστήριο. Κρίνεται συνεπώς, δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ του επιδιωκόμενου δημόσιου συμφέροντος και του περιορισμού των ατομικών δικαιωμάτων των επηρεαζόμενων διοικούμενων.

 

Σε κάθε περίπτωση και στη βάση όλων όσων έχουν καταγραφεί ανωτέρω, δεν έχει στοιχειοθετηθεί οποιαδήποτε λανθασμένη και/ή καθ’ υπέρβαση εφαρμογή του Νόμου τόσο στις υποθέσεις οι οποίες, προσβάλουν τη μείωση των συντάξεων ή και την αποκοπή συγκεκριμένου – αντίστοιχου ποσού για έκαστη προσφυγή αιτητή από το εφάπαξ ποσό το οποίο δικαιούτο να λάβει κατά την αφυπηρέτηση του.

 

 

Όλες οι υπό εκδίκαση προσφυγές αποτυγχάνουν, αποσυνενώνονται και απορρίπτονται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση και ενάντια σε κάθε Αιτητή, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.Δ.Δ.



[1]Τα γεγονότα «της 11ης Ιουλίου 2011» αφορούν στην έκρηξη στο Μαρί και στις τεράστιες ζημιές που προκλήθηκαν σε περιουσίες.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο